Με τον Δημήτρη Ψαθά στην Τήνο: Σώσε μας Παναγία μου! Ένα χρόνο θα σου ανάβω τα καντήλια…

Η επίσκεψη στην Τήνο ανήμερα Δεκαπενταύγουστο το 1936 με την πένα του μεγάλου συγγραφέα

«-Φεύγουμε, κύριε;
-Υποθέτω…
-Άγκυρα δεν σηκώνουν τώρα;
-Ακούω το γρού-γρού-γρού. Άγκυρα θα είνε. Ραδιόφωνο δεν πιστεύω να έχη το βαπόρι.
-Πιπίτσα, τι λές εσύ; Για κύτταξε… Κάτω το μπαστούνι, Λάκη! Θα βγάλης το μάτι του κυρίου!...
Προτού όμως τελειώση η σοφή μητρική σύστασις, το μπαστούνι του ανησύχου βλαστού της οικογενείας ευρήκε διάνα τον αριστερόν μου οφθαλμόν, ενώ η θελκτική Πιπίτσα έκανε τρία βήματα επάνω στο πόδι μου για να δώση ακριβείς πληροφορίες εις την ανησυχούσαν περιέργειαν της μητρός.
-Με το μπαρδόν, κύριε!
-Παρακαλώ ελεύθερα…
Εν τω μεταξύ το ένα μου μάτι ετέθη εις αχρηστίαν. Έβγαλα το μαντήλι μου εσπευσμένως, φαίνεται δε ότι η κίνησις ήτο εξαιρετικά διασκεδαστική διότι ο χαριτόβρυτος νεαρός είχε ξεκαρδισθή στα γέλια και κατηύθυνε το μπαστούνι του προς τον άλλον μου οφθαλμόν. Ευτυχώς πού η μητρική πρόνοια επενέβη για να μη φθάσω εντελώς τυφλός στην Μεγαλόχαρη, αλλά, τουλάχιστον μονόφθαλμος:
-Φρόνιμα Λάκη! Πρώτη φορά παγαίνετε στην Τήνο;
-Πρώτη φορά ελπίζω να πάω…
-Έ, με το καλό. Σας χτύπησε άσχημα το μάτι;
-Όχι δα! Δεν μου τόβγαλε εντελώς.
Η νεαρά Πιπίτσα κατήλθε από το πόδι μου με το ύφος καπετάνιου πού κατεβαίνει από την γέφυραν.
-Φεύγουμε, μαμά.
-Δόξα σοι ο Θεός!
-Σας επάτησα κύριε;
-Ποσώς.
Το πλοίο ξεκινά. Ρίχνω μια ματιά ολόγυρά μου. Τι είνε αυτό; Βαπόρι ή συνοικισμός; Ταξείδι ή συναγερμός; Ανθρωπομαζωμα ή διαβολοσκόρπισμα; Ευλαβική εξόρμησις προς τον ναόν της Μεγαλόχαρης ή προτροπάδην φυγή πανικοβλήτου πληθυσμού σε οποιονδήποτε λιμάνι σωτηρίας; 
Αν δεν έχετε ταξειδέψει δεκαπενταύγουστο στην Τήνο, αδίκως περιμένετε να πάρετε ωχράν εικόνα του εγχειρήματος. Είνε η ευλάβεια που περιφρονεί την ταλαιπωρίαν; Ή η ταλαιπωρία που ελκύει την ευλάβειαν; Θρησκόληπτοι χριστιανοί άλλοτε το έχουν τάμα ν’ ανέβουν στο Λυκαβηττό γεμίζοντας ρεβίθια τα παπούτσια τους. Η ψυχή του αμαρτωλού ζητά τον εξαγνισμόν εις τιμωρίας όταν φυσήξη στα φυλλοκάρδια της η δροσερή πνοή της μετανοίας. Το ίδιο πνεύμα να ωθή τάχα τα πλήθη προς την περιπέτειαν του ταξειδίου;


Τι θάρρος και τι καρτερία! Η κοινή περιπέτεια κατήργησε επάνω στο κατάστρωμα την πολυτέλειαν της πλέον στοιχειώδους ανέσεως, εξηφάνισε την εθιμοτυπίαν, διάλυσε τον πάγον και συνήνωσε όλους σε ένα εγκάρδιον εναγκαλισμόν. Είμαστε μια απέραντος οικογένεια πού εξάπλωσε όπως-όπως με τις αρίδες του ενός εις το κεφάλι του άλλου, τα ημισφαίρια της άλλης εις την μύτην του διπλανού, τα μπράτσα του τρίτου εις την μέσην της τετάρτης, τα παπούτσια της πέμπτης εις το στόμα του έκτου, οικογένεια απειρομελής με τα παιδιά της και τα σκυλιά της, με τους γέρους και τα γραμμόφωνα της, με τις γρηές και τις κουλούρες της, με τις κοπέλλες, τις κουβέρτες και τα καρπούζια της, με τους ντενεκέδες, τις βαλίτσες, τις κιθάρες, τους ντεντζερέδες, τις καρέκλες και τα παπλώματά της ακόμη, Θεέ μου, που κατέλαβε σπιθαμήν προς σπιθαμήν ολόκληρον την επιφάνειαν του βαποριού, τις καμπίνες, τ’ αμπάρια και τα κατάρτια του ακόμη! 
Και πόση οικειότης! Ιδού έξαφνα καθώς προσπαθώ ματαίως να υπερπηδήσω την σιέρα Γκουανταράμα δύο υπερμεγεθών κυριών, χέρι αγνώστου μου προσφέρει φέταν καρπουζιού με ύφος υποχρεωτικωτάτης φιλοφροσύνης:
-Πάρε…
-Ευχαριστώ.
-Ά, δεν μπορείς! Φάτο γιατί δεν έχω μέρος να το πετάξω!
Πρόσωπον εντελώς ξένον μου μειδιά εις ύφος επιτακτικόν ενώ το χέρι κραδαίνει μάχαιραν πού θα μπορούσε να σφάξη βούν, όχι καρπούζι. Κάνω να δαγκώσω το καρπούζι και… δαγκώνω τον μύστακα του πλαϊνού μου. Ο άλλος μουγκρίζει.
-Έεεεπ! Τι το κάναμε εδώ!
-Με συγχωρείς, πατριώτη.


-Τέτοια πείνα έχεις κακομοίρη!
Αιχμάλωτος του αδιαχώρητου δεν έχεις να κάνης βήμα. Είνε σαν να έβαλες το σώμα σου στον γύψο και πρέπει να μένης εις την απόλυτον ακινησίαν του φακίρη. Δεν ξέρεις από τα μέλη που σε περιβάλλουν ποιο είνε δικό σου και ποιο είνε ξένον. Έτσι εδημιουργήθη σε λίγο φοβερά παρεξήγησις. Άνθρωπος ηθέλησε να ξύση μιάν περιφέρειαν του σώματός του, όπου πιθανόν κάτι να τον ετσιμπούσε, αλλά κατά λάθος έξυσε την περιφέρειαν της διπλανής του. Εξηγριώθη εκείνη για το θράσος:
-Ντροπή σου, κύριε!
-Τι σας έκανα, δεσποινίς;
-Αυτό που ξέρετε!
Πού να ευρεθή λογαριασμός;


Κάποιος πάρα-πέρα έκανε να πετάξη μίαν σαρδέλλαν πού δεν τρωγόταν στην θάλασσα. Αλλά είτε γιατί δεν είχεν αρκετή δύναμιν, είτε διότι δεν είχε αρκετόν χώρον για τον παλμόν της εκτινάξεως, η σαρδέλλα έφθασε μέχρι του ανοιχτού καρέ μιάς κυρίας και εισέδυσε αναιδώς στο εσωτερικό. Νέα έκρηξις:
-Άχ μαννούλα μου!
-Τι σου συμβαίνει κυρά μου;
-Άχ τον παληάνθρωπο! Μου επέταξε μια βρωμερή σαρδέλλα!
-Μικρό το κακό κυρά μου. Αν ήταν παλαμίδα τι θα έκανες;
Και το βαπόρι συνεχίζει τον πλούν με την μυρμηγκιάν των πιστών του. Υπάρχει και η δραματική νότα εις τον πλούν. Τυφλοί, χωλοί, τρελλοί, μουγγοί, όχι ολίγοι συνταξειδεύουν για το νησί της Παναγίας, ελπίζοντας στη Χάρη της. Κανείς εν τούτοις δεν μιλεί για την Μεγαλόχαρη. Ο κόσμος το παίρνει και λιγάκι για αναψυχήν ίσως και για σπόρ το ταξείδι. 
Είνε συμπθητικές αυτές οι θεωρίες των πιστών που πλημμυρίζουν τα βαπόρια τον δεκαπενταύγουστο, αλλά θυμίζουν πολύ Κυριακάτικην εκδρομήν με τους γνωστούς σκυλοπνίχτες. Έπρεπε να δυναμώση λιγάκι ο αέρας, ν’ αφρίση το κύμα, να σφυρίξουν τα κατάρτια, να ταλαντευθή το πλοίον για να θυμηθούν όλοι την προστάτιδα των κινδυνευόντων.
-Μαμά, ζαλίζομαι…
-Δεν είνε τίποτις παιδί μου]


-Μαμά, γουά-γουουα-γκάχ-γκάχ-γκάχ.
-Για όνομα της Παναγίας δεσποινίς, δεν έχω άλλο κοστούμι!
Ποιος ακούει όμως; Σε λιγάκι η σκηνογραφία αλλάζει εντελώς. Τα κύματα φουσκώνουν και το πλοίον χοροπηδά με το βαρύ του φορτίον, ταλαντεύεται, χτυπιέται, αγωνίζεται με την μηχανή του να αγκομαχά και τους αρμούς του να τριζοβολούν… 
Ώχ συμφορά που πάθαμε, βοήθα Παναγίτσα μου, βοήθα να ιδούμε τη χάρι σου, ένα λεμόνι γειτόνοι, καμαρώτο πούσαι βρε καμαρώτο, Παναγίτσα, τ’ ήταν τούτο γύρνα απ’ εδώ μωρέ, ώχ μέκανες μαντάρα, καμαρώωωωτο! 
Και επειδή εις την φαντασίαν των δειλών η μικρή θάλασσα παίρνει τη μορφή φοβερού κινδύνου αρχίζουν οι γαλαντομίες και οι υποσχέσεις προς την Μεγαλόχαρη:
-Σώσε μας Παναγία μου!
-Μια λαμπάδα σαν το μπόϊ μου θα σου κάνω μόλις φτάσωμε!
-Ένα χρυσό καντήλι εγώ!
-Δύο καντήλια!


-Ένα ντενεκέ λάδι!
-Ένα χρόνο θα σου ανάβω τα καντήλια…


Εμπήκαμε στο λιμάνι με γαλήνην. Ανακούφισις. Έσπευσαν όλοι να βρούν ένα κατάλυμα. Στο δρόμο εμείναμε οι περισσότεροι. Όσο για τα τάματα ανεβλήθησαν δι’ ευθυτώτερον χρόνον».
(«Αθηναϊκά Νέα» , 1936)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr