Η Beko επαναπροσδιορίζεται και λανσάρει κουζίνες, πλυντήρια και ψυγεία απαράμιλλης αισθητικής, με ευκολία στην χρήση και αξιοθαύμαστη αντοχή
Αλεξάνδρα Αϊδίνη: «Δεν έχω ακόμα βρει μία σχέση αγάπης»
Αλεξάνδρα Αϊδίνη: «Δεν έχω ακόμα βρει μία σχέση αγάπης»
Η ηθοποιός που καθηλώνει με την ερμηνεία της στην παράσταση Μεγάλη Χίμαιρα, μιλάει για την τρυφερή ιστορία αγάπης των γονιών της, για τις κοινές καταβολές της με τον ρόλο και αποκαλύπτει πώς ονειρεύεται το δικό της «για πάντα».
Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη για δεύτερη χρονιά φοράει το κοστούμι της Γαλλίδας Μαρίνας Μπαρέ. Ένα κοστούμι που της ταίριαξε απόλυτα, καθώς όσοι έχουν δει την παράσταση Η Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση διαπιστώνουν πως η ηθοποιός ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σαν να είχε γραφτεί για εκείνη. «Νιώθω πολύ όμορφα όταν οι θεατές μού το σχολιάζουν. Δεν υπάρχει κάτι ωραιότερο από αυτό το σχόλιο, ειδικά όταν μιλάμε για μια ηρωίδα βιβλίου. Όμως, παράλληλα το φοβόμουν, γιατί οι χαρακτήρες των βιβλίων είναι φτιαγμένοι για να αποκτήσουν μια μορφή στο μυαλό κάθε αναγνώστη, ενώ, όταν μεταφέρονται στο θέατρο, παίρνοντας σάρκα και οστά, είναι σαν να ακυρώνεις τη φαντασία. Προσωπικά, τη Μαρίνα του βιβλίου την έχω ακόμα εντελώς διαφορετική στο μυαλό μου» εξηγεί.
Η ηρωίδα άφησε την πατρίδα της και ήρθε να ζήσει στη Σύρο με τον Έλληνα καπετάνιο σύζυγό της. Η Αλεξάνδρα, πλάθοντας το ρόλο, ανέσυρε οικογενειακές μνήμες. Στα χρόνια του πολέμου, η 20χρονη τότε γιαγιά της, Νίκη, επιθυμούσε να πάει από την Κρήτη, όπου έμενε, στη Φλωρεντία, για να σπουδάσει στη σχολή Καλών Τεχνών. Επιβιβάστηκε στο τρένο ως νοσοκόμα τραυματιών πολέμου και έφτασε στη γειτονική Ιταλία. Εκεί γνώρισε τον Ιταλό ‒μετέπειτα‒ σύζυγό της και λίγους μήνες αργότερα γεννήθηκε στη Ρώμη η μητέρα της Αλεξάνδρας, Ελιζαμπέτα. Ένα από τα καλοκαίρια που η γιαγιά Νίκη και η Ελιζαμπέτα επισκέφτηκαν την Ελλάδα έμελλε να αλλάξει τη ζωή της 18άχρονης νεαρής. Η γιαγιά Νίκη, ψωνίζοντας σε μαγαζί στην Αθήνα κοντά στην περιοχή που διέμεναν, έπιασε συζήτηση με την ιδιοκτήτρια, στην οποία εξομολογήθηκε πως είχε έρθει για ολιγοήμερες διακοπές με την κόρη της που δεν περνούσε καλά γιατί δεν είχε παρέες στην Ελλάδα. Η ιδιοκτήτρια πρότεινε να της κάνει παρέα ο 18άχρονος γιος της, Διαμαντής, και το επόμενο βήμα ήταν ένα ραντεβού στα τυφλά. Η συνάντηση των δύο νέων ήταν η αρχή ενός κεραυνοβόλου έρωτα. Ακόμα και η χιλιομετρική απόσταση που μπήκε ανάμεσά τους, όταν η Ελιζαμπέτα επέστρεψε στο Μιλάνο, δεν ήταν ικανή να τους χωρίσει. Μέσα στον επόμενο χρόνο ο Διαμαντής μετακόμισε στην Ιταλία, όπου παντρεύτηκε την αγαπημένη του και εκεί γεννήθηκε η κόρη τους, η Αλεξάνδρα Αϊδίνη. Έξι χρόνια αργότερα ‒με πρωτοβουλία του μπαμπά και μετά από εξαντλητικές συζητήσεις‒ η οικογένεια αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στην Ελλάδα. «Έζησα από κοντά το πώς βίωσε η μητέρα μου αυτή την αλλαγή: να μετακομίσει από το Μιλάνο στην Αθήνα. Έβλεπα τη χαρά, τη θλίψη, τη μελαγχολία, την αγωνία που είχε αν θα μπορούσε να προσαρμοστεί και να βρει τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας. Το πρώτο διάστημα ήταν πολύ ενθουσιασμένη, καθώς άφησε πίσω της μια συντηρητική χώρα και μπόρεσε να είναι πιο ανέμελη. Αρχικά απελευθερώθηκε, χαρούμενη με το πόσο ανοιχτοί είναι οι Έλληνες. Έπειτα, όμως, απογοητεύτηκε, γιατί αποδείχτηκε πως το τόσο θερμό καλωσόρισμα ήταν πολύ αντιφατικό με όσα ακολούθησαν. Παντού υπάρχει το κουτσομπολιό, μόνο που στη χώρα μας ήταν πιο έντονο» διηγείται η Αλεξάνδρα ξετυλίγοντας τη ρομαντική ιστορία των γονιών της.
Η ηρωίδα παλεύει με τις δικές της χίμαιρες και βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άντρες. Ο ένας εκπροσωπεί τον έρωτα, ο άλλος την αγάπη. Η Αλεξάνδρα έχει βρεθεί σε ανάλογη θέση; «Νομίζω πως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει βρεθεί σε αυτή τη θέση. Πολλές φορές έρχεται μπροστά μου το ερώτημα του ανικανοποίητου που έχει κάθε ημιτελής ιστορία και δύσκολα μπορείς να τη βάλεις σε μια ισορροπία. Έχω βρεθεί σε αντίστοιχη θέση. Και τελικά όλο αυτό το βιώνουμε με πολύ φόβο, γιατί δημιουργεί άσχημες καταστάσεις. Αν δεχτούμε το γεγονός πως ο έρωτας είναι από τη φύση του λίγο χιμαιρικός, ίσως μπορέσουμε πιο απενοχοποιημένα να επικεντρωθούμε σ’ αυτό που έχουμε τη δεδομένη στιγμή. Δηλαδή, να μη θεωρείς πως αυτό που έχεις είναι το τέλειο, αλλά να ξεκινάς με τη γνώση πως αρχίζεις μια σχέση, στην οποία θα υπάρξουν προβλήματα, και κάποια στιγμή θα έρθεις αντιμέτωπος με το τέλος του έρωτα και του ενθουσιασμού. Όλοι βασανιζόμαστε, αργά ή γρήγορα, με όλα αυτά τα ερωτήματα, καθώς η σχέση είναι πάντα ένα ανοιχτό παιχνίδι. Θέτεις αυτό το “για πάντα”, αλλά ταυτόχρονα δεν το θέτεις κιόλας…» εξηγεί.
Πιστεύει στο «για πάντα»; «Όταν λέμε στο σύντροφο μας “για πάντα”, είναι περισσότερο για να ενδυναμώσουμε τη στιγμή παρά για να ορκιστούμε σε κάτι. Με αυτό αποκτάει περισσότερη σημασία η στιγμή. Πολλές φορές το λέμε γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή πραγματικά το νιώθουμε. Μου έχει συμβεί να πω σε σύντροφό μου “για πάντα” και όντως μέσα μου να είμαι σίγουρη για αυτό που είπα. Τώρα που δεν είναι στη ζωή μου, εξακολουθώ να πιστεύω όσα ειπώθηκαν τότε. Τη στιγμή που το είπαμε κάτι ξέραμε…» διαπιστώνει.
Η ηρωίδα άφησε την πατρίδα της και ήρθε να ζήσει στη Σύρο με τον Έλληνα καπετάνιο σύζυγό της. Η Αλεξάνδρα, πλάθοντας το ρόλο, ανέσυρε οικογενειακές μνήμες. Στα χρόνια του πολέμου, η 20χρονη τότε γιαγιά της, Νίκη, επιθυμούσε να πάει από την Κρήτη, όπου έμενε, στη Φλωρεντία, για να σπουδάσει στη σχολή Καλών Τεχνών. Επιβιβάστηκε στο τρένο ως νοσοκόμα τραυματιών πολέμου και έφτασε στη γειτονική Ιταλία. Εκεί γνώρισε τον Ιταλό ‒μετέπειτα‒ σύζυγό της και λίγους μήνες αργότερα γεννήθηκε στη Ρώμη η μητέρα της Αλεξάνδρας, Ελιζαμπέτα. Ένα από τα καλοκαίρια που η γιαγιά Νίκη και η Ελιζαμπέτα επισκέφτηκαν την Ελλάδα έμελλε να αλλάξει τη ζωή της 18άχρονης νεαρής. Η γιαγιά Νίκη, ψωνίζοντας σε μαγαζί στην Αθήνα κοντά στην περιοχή που διέμεναν, έπιασε συζήτηση με την ιδιοκτήτρια, στην οποία εξομολογήθηκε πως είχε έρθει για ολιγοήμερες διακοπές με την κόρη της που δεν περνούσε καλά γιατί δεν είχε παρέες στην Ελλάδα. Η ιδιοκτήτρια πρότεινε να της κάνει παρέα ο 18άχρονος γιος της, Διαμαντής, και το επόμενο βήμα ήταν ένα ραντεβού στα τυφλά. Η συνάντηση των δύο νέων ήταν η αρχή ενός κεραυνοβόλου έρωτα. Ακόμα και η χιλιομετρική απόσταση που μπήκε ανάμεσά τους, όταν η Ελιζαμπέτα επέστρεψε στο Μιλάνο, δεν ήταν ικανή να τους χωρίσει. Μέσα στον επόμενο χρόνο ο Διαμαντής μετακόμισε στην Ιταλία, όπου παντρεύτηκε την αγαπημένη του και εκεί γεννήθηκε η κόρη τους, η Αλεξάνδρα Αϊδίνη. Έξι χρόνια αργότερα ‒με πρωτοβουλία του μπαμπά και μετά από εξαντλητικές συζητήσεις‒ η οικογένεια αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα στην Ελλάδα. «Έζησα από κοντά το πώς βίωσε η μητέρα μου αυτή την αλλαγή: να μετακομίσει από το Μιλάνο στην Αθήνα. Έβλεπα τη χαρά, τη θλίψη, τη μελαγχολία, την αγωνία που είχε αν θα μπορούσε να προσαρμοστεί και να βρει τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας. Το πρώτο διάστημα ήταν πολύ ενθουσιασμένη, καθώς άφησε πίσω της μια συντηρητική χώρα και μπόρεσε να είναι πιο ανέμελη. Αρχικά απελευθερώθηκε, χαρούμενη με το πόσο ανοιχτοί είναι οι Έλληνες. Έπειτα, όμως, απογοητεύτηκε, γιατί αποδείχτηκε πως το τόσο θερμό καλωσόρισμα ήταν πολύ αντιφατικό με όσα ακολούθησαν. Παντού υπάρχει το κουτσομπολιό, μόνο που στη χώρα μας ήταν πιο έντονο» διηγείται η Αλεξάνδρα ξετυλίγοντας τη ρομαντική ιστορία των γονιών της.
Η ηρωίδα παλεύει με τις δικές της χίμαιρες και βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άντρες. Ο ένας εκπροσωπεί τον έρωτα, ο άλλος την αγάπη. Η Αλεξάνδρα έχει βρεθεί σε ανάλογη θέση; «Νομίζω πως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει βρεθεί σε αυτή τη θέση. Πολλές φορές έρχεται μπροστά μου το ερώτημα του ανικανοποίητου που έχει κάθε ημιτελής ιστορία και δύσκολα μπορείς να τη βάλεις σε μια ισορροπία. Έχω βρεθεί σε αντίστοιχη θέση. Και τελικά όλο αυτό το βιώνουμε με πολύ φόβο, γιατί δημιουργεί άσχημες καταστάσεις. Αν δεχτούμε το γεγονός πως ο έρωτας είναι από τη φύση του λίγο χιμαιρικός, ίσως μπορέσουμε πιο απενοχοποιημένα να επικεντρωθούμε σ’ αυτό που έχουμε τη δεδομένη στιγμή. Δηλαδή, να μη θεωρείς πως αυτό που έχεις είναι το τέλειο, αλλά να ξεκινάς με τη γνώση πως αρχίζεις μια σχέση, στην οποία θα υπάρξουν προβλήματα, και κάποια στιγμή θα έρθεις αντιμέτωπος με το τέλος του έρωτα και του ενθουσιασμού. Όλοι βασανιζόμαστε, αργά ή γρήγορα, με όλα αυτά τα ερωτήματα, καθώς η σχέση είναι πάντα ένα ανοιχτό παιχνίδι. Θέτεις αυτό το “για πάντα”, αλλά ταυτόχρονα δεν το θέτεις κιόλας…» εξηγεί.
Πιστεύει στο «για πάντα»; «Όταν λέμε στο σύντροφο μας “για πάντα”, είναι περισσότερο για να ενδυναμώσουμε τη στιγμή παρά για να ορκιστούμε σε κάτι. Με αυτό αποκτάει περισσότερη σημασία η στιγμή. Πολλές φορές το λέμε γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή πραγματικά το νιώθουμε. Μου έχει συμβεί να πω σε σύντροφό μου “για πάντα” και όντως μέσα μου να είμαι σίγουρη για αυτό που είπα. Τώρα που δεν είναι στη ζωή μου, εξακολουθώ να πιστεύω όσα ειπώθηκαν τότε. Τη στιγμή που το είπαμε κάτι ξέραμε…» διαπιστώνει.
Πέρσι στο People είχε δηλώσει: «Ανάμεσα στην αγάπη και τον έρωτα θα επέλεγα το ιδεατό. Έναν έρωτα που θα γίνει αγάπη και θα έχει όλα αυτά τα στοιχεία που θα κάνουν τη σχέση να μην είναι αδελφική, αλλά συντροφική και ερωτική. Αυτό συμβαίνει δύσκολα, χρειάζεται υπομονή και επιμονή. Προς το παρόν, δεν τα έχω καταφέρει». Λίγους μήνες μετά, αναρωτιέμαι αν έχει βρει αυτή τη σχέση αγάπης. «Δεν την έχω βρει. Όμως, έχουν υπάρξει άνθρωποι δίπλα μου μέσα σ’ αυτή την αναζήτηση που μου έμαθαν πολλά. Κι εκτιμώ ξεχωριστά την κάθε στιγμή. Δεν έχω καταφέρει να βάλω όλα τα κομμάτια μου μαζί σε σχέση με έναν άλλον άνθρωπο και να ζήσω μέσα σε μια ηρεμία. Έχω αρχίσει να μην το ψάχνω. Απλά προσπαθώ να έχω ανοιχτά τα μάτια μου, να μην κάνω τα ίδια λάθη, να είμαι πιο συνειδητή στους στόχους μου και να σκορπίζομαι μόνο όταν πρέπει. Εύχομαι να καταλάβω την αγάπη αφού έρθει. Όταν έχεις αγωνία να ονοματίσεις κάτι, σημαίνει πως μάλλον κάτι δεν πάει καλά. Οπότε καλό θα είναι να υπάρξει μια γλυκιά έκπληξη μόλις αποκαλυφθεί».
Η καλλιτεχνική φύση για την Αλεξάνδρα είναι θέμα dna. «Ο (σ.σ. εικαστικός) μπαμπάς μου έπαιξε, υποσυνείδητα, σημαντικό ρόλο στις επαγγελματικές μου επιλογές. Όταν ήμουν μικρή, ήθελα να σπουδάσω κτηνίατρος στην Ιταλία, αλλά τελικά δεν κατάφερα να μπω σε μια σειρά. Βλέπεις, επηρεάστηκα από όσα συνέβαιναν μέσα στο τρελό μου σπίτι. Θυμάμαι τον μπαμπά μου να ζωγραφίζει με δυνατή μουσική. Από την άλλη, η μητέρα μου είναι δημοσιογράφος και ασχολιόταν πάντα με θέματα κοινωνικού περιεχομένου. Δούλευε πολλά χρόνια στην Ελευθεροτυπία και, όταν έκλεισε, ξεκίνησε να δουλεύει ως ανταποκρίτρια για τη Rai. Τη θαυμάζω που γράφει τόσο καλά στα ελληνικά, ενώ εγώ τώρα προσπαθώ να βελτιώσω την ορθογραφία μου, καθώς πήγα σε ιταλικό σχολείο» λέει χαμογελώντας.
Εκείνη έχει σκεφτεί να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στην Ιταλία; «Συμβαίνουν πράγματα εδώ που με κινητοποιούν καλλιτεχνικά. Όμως για μένα η Ιταλία είναι πάντα μια πόρτα που την ανοίγω και την κλείνω, μια ζωντανή πόρτα προβληματισμού. Παλιότερα είχα κάνει κάποιες κινήσεις και είχα αποτύχει. Γιατί, αφού βρήκα τη δύναμη να μιλήσω με ανθρώπους –δεν είμαι καθόλου επικοινωνιακή, βλέπεις–, μου είπαν να πάω εκεί, αλλά σκάλωσα, γιατί στο μυαλό μου είχα φανταστεί να πηγαινοέρχομαι. Ίσως να μην είμαι ακόμα έτοιμη, αλλά πάντα αυτό λέω και δεν είμαι πια κοριτσάκι. Το καλοκαίρι έκανα ένα workshop στην Μπιενάλε του θεάτρου της Βενετίας, το οποίο με έκανε πιο πλούσια. Για μένα ο πλούτος είναι στη γνώση. Γύρισα με άπειρες ιδέες, όρεξη και ταυτόχρονα με πολύ θυμό, αλλά δεν θέλω να επικεντρωθώ σε αυτό το συναίσθημα γιατί δεν βοηθάει στην εξέλιξή σου».
Καταφέρνει να βιοπορίζεται μόνο από το θέατρο; «Πριν μερικά χρόνια είχε συμβεί να δουλέψω σε μπαρ για ένα χρόνο, μετά την ταινία του Αγγελόπουλου Το Λιβάδι που Δακρύζει. Είχα πιστέψει πως θα μου άνοιγαν περισσότερες πόρτες, όμως ξαφνικά έμεινα χωρίς δουλειά. Έτσι, ξεκίνησα να δουλεύω βράδυ και ήταν σωτήριο που ξεκουνήθηκα γιατί είχα πέσει σε κατάθλιψη. Έχω πάντα τη δικλείδα πως μπορώ να δουλέψω στο εργαστήρι του μπαμπά μου, για να έχω ένα μικρό χαρτζιλίκι. Μέχρι και οξυγονοκολλήσεις έχω μάθει να κάνω. Από την άλλη, έχω σταθεί τυχερή και δουλεύω πολύ σκληρά για να δικαιώνω τους ανθρώπους που με επιλέγουν για κάθε ρόλο. Αλλά αν είχα οικογένεια, δεν θα μπορούσα να τη συντηρήσω μόνο από το θέατρο».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
Η καλλιτεχνική φύση για την Αλεξάνδρα είναι θέμα dna. «Ο (σ.σ. εικαστικός) μπαμπάς μου έπαιξε, υποσυνείδητα, σημαντικό ρόλο στις επαγγελματικές μου επιλογές. Όταν ήμουν μικρή, ήθελα να σπουδάσω κτηνίατρος στην Ιταλία, αλλά τελικά δεν κατάφερα να μπω σε μια σειρά. Βλέπεις, επηρεάστηκα από όσα συνέβαιναν μέσα στο τρελό μου σπίτι. Θυμάμαι τον μπαμπά μου να ζωγραφίζει με δυνατή μουσική. Από την άλλη, η μητέρα μου είναι δημοσιογράφος και ασχολιόταν πάντα με θέματα κοινωνικού περιεχομένου. Δούλευε πολλά χρόνια στην Ελευθεροτυπία και, όταν έκλεισε, ξεκίνησε να δουλεύει ως ανταποκρίτρια για τη Rai. Τη θαυμάζω που γράφει τόσο καλά στα ελληνικά, ενώ εγώ τώρα προσπαθώ να βελτιώσω την ορθογραφία μου, καθώς πήγα σε ιταλικό σχολείο» λέει χαμογελώντας.
Εκείνη έχει σκεφτεί να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στην Ιταλία; «Συμβαίνουν πράγματα εδώ που με κινητοποιούν καλλιτεχνικά. Όμως για μένα η Ιταλία είναι πάντα μια πόρτα που την ανοίγω και την κλείνω, μια ζωντανή πόρτα προβληματισμού. Παλιότερα είχα κάνει κάποιες κινήσεις και είχα αποτύχει. Γιατί, αφού βρήκα τη δύναμη να μιλήσω με ανθρώπους –δεν είμαι καθόλου επικοινωνιακή, βλέπεις–, μου είπαν να πάω εκεί, αλλά σκάλωσα, γιατί στο μυαλό μου είχα φανταστεί να πηγαινοέρχομαι. Ίσως να μην είμαι ακόμα έτοιμη, αλλά πάντα αυτό λέω και δεν είμαι πια κοριτσάκι. Το καλοκαίρι έκανα ένα workshop στην Μπιενάλε του θεάτρου της Βενετίας, το οποίο με έκανε πιο πλούσια. Για μένα ο πλούτος είναι στη γνώση. Γύρισα με άπειρες ιδέες, όρεξη και ταυτόχρονα με πολύ θυμό, αλλά δεν θέλω να επικεντρωθώ σε αυτό το συναίσθημα γιατί δεν βοηθάει στην εξέλιξή σου».
Καταφέρνει να βιοπορίζεται μόνο από το θέατρο; «Πριν μερικά χρόνια είχε συμβεί να δουλέψω σε μπαρ για ένα χρόνο, μετά την ταινία του Αγγελόπουλου Το Λιβάδι που Δακρύζει. Είχα πιστέψει πως θα μου άνοιγαν περισσότερες πόρτες, όμως ξαφνικά έμεινα χωρίς δουλειά. Έτσι, ξεκίνησα να δουλεύω βράδυ και ήταν σωτήριο που ξεκουνήθηκα γιατί είχα πέσει σε κατάθλιψη. Έχω πάντα τη δικλείδα πως μπορώ να δουλέψω στο εργαστήρι του μπαμπά μου, για να έχω ένα μικρό χαρτζιλίκι. Μέχρι και οξυγονοκολλήσεις έχω μάθει να κάνω. Από την άλλη, έχω σταθεί τυχερή και δουλεύω πολύ σκληρά για να δικαιώνω τους ανθρώπους που με επιλέγουν για κάθε ρόλο. Αλλά αν είχα οικογένεια, δεν θα μπορούσα να τη συντηρήσω μόνο από το θέατρο».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα