Γιώργος Σαμπάνης: Ο άνθρωπος-τζουκμπόξ
24.11.2015
07:54
Αν αυτό τον καιρό απευθύνεις στον Γιώργο Σαμπάνη τη λίγο πολύ κοινότοπη και εν πολλοίς τυπική ερώτηση «τι κάνεις;», πιθανότατα η -αναπάντεχη- απάντηση που θα πάρεις είναι «είμαι ζωντανός»
Αν, δε, του επισημάνεις το μάλλον προφανές της απάντησής του, τότε σχεδόν αυτόματα θα σου πει πως «το προφανές είναι το νέο». Δεν πρόκειται για εξυπνακίστικο τρολάρισμα, αλλά για μια έκφανση του sui generis τρόπου με τον οποίο ο λαοπρόβλητος τραγουδοποιός αντιμετωπίζει τον κόσμο και πορεύεται μέσα σε αυτόν. Ενας τρόπος βαθιά συναισθηματικός που σαν σκαπάνη σκαλίζει αδιάκοπα κάτω από την επιφάνεια των ανθρώπων, των γεγονότων, της μουσικής, της ίδιας της ζωής προκειμένου να φτάσει στον πυρήνα τους, στην αλήθεια.
Και αυτό είναι κάτι που δεν το καταλαβαίνεις απλώς από τα λόγια του, αλλά μπορείς να το επιβεβαιώσεις από την υπερκινητικότητα των χεριών του, τις άρρητες φράσεις που σχηματίζει ακατάπαυστα η γλώσσα του σώματός του, το διεισδυτικό βλέμμα του. Για το πιστό κοινό του, που γεμίζει για τρίτη συνεχή χρονιά το κλαμπ «Acro» όπου εμφανίζεται, ο τρόπος του Γιώργου Σαμπάνη είναι λίγο πολύ γνωστός. Δεν πρόκειται απλώς για έναν ακάματο διασκεδαστή, έναν ταλαντούχο τραγουδοποιό «καταδικασμένο» να γράφει σουξέ, έναν ωραίο άνδρα, αλλά κυρίως για έναν άνθρωπο που κόντρα στην εποχή, αντί να κρύβει ή να καμουφλάρει το συναίσθημά του, επιλέγει να το απογυμνώνει, να το προτάσσει και να το μοιράζεται με το κοινό. Εξ επαφής, όπως ακριβώς είναι και ο τίτλος του άλμπουμ του από την Cobalt Music, εξ επαφής, όπως κάνει κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις κοσμοπλημμυρισμένες live εμφανίσεις του ή, πιο σωστά, στα μοναδικά πάρτυ που στήνει με την Ευρυδίκη και την Τάμτα στο καλλιτεχνικό σπίτι του, όπως πλέον αποκαλεί το «Acro».
«Προσπαθώ και αγωνίζομαι για το μαγαζί, πολλές φορές μάλιστα σε βάρος του δικού μου οικονομικού συμφέροντος. Ρίξαμε πάρα πολύ δουλειά γι’ αυτό το πρόγραμμα. Κάναμε 45 ημέρες πρόβες. Από τις 5 το απόγευμα μέχρι τις 5 το πρωί. Πρόβες για τα πάντα. Τόσο πολύ που βαρέθηκα να κάνω πρόβες, εγώ που τις λατρεύω», αφηγείται ενθουσιασμένος και συνεχίζει με κεκτημένη ταχύτητα: «Αγαπώ τη μουσική, αγαπώ τις live εμφανίσεις, αγαπώ τον κόσμο που έρχεται και με βλέπει. Θεωρώ ότι είναι συγκινητικό κάποιος να πληρώνει εισιτήριο για να έρθει να σε δει να τραγουδάς, ειδικά όταν δίνει τα ελάχιστα χρήματα που έχει ή έρχεται σε μια σημαντική μέρα της ζωής του. Είναι συγκλονιστική αυτή η σκέψη. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω πώς είναι να είσαι στο καμαρίνι, σε έναν κόσμο άλλον, μόνος σου ή με δυο φίλους σου, να μιλάς για τις δουλειές, την καθημερινότητα, να μην έχεις καταλάβει τίποτε από αυτά που πρόκειται να συμβούν. Και ξαφνικά να ανάβουν τα φώτα, να παίζει μουσική, να ανεβαίνεις στη σκηνή και να βλέπεις 1.400 άτομα όρθια να σε χειροκροτούν απλά επειδή εμφανίστηκες μπροστά τους. Τόση ευτυχία δεν αξίζει σε κανέναν.
Εκείνη τη στιγμή πρέπει να κάνεις ό,τι μπορείς περισσότερο για να αντιγυρίσεις την προσμονή, την αγάπη και την ανάγκη του κόσμου να είναι εκεί για να τραγουδήσει και να διασκεδάσει, να ξεχάσει ή να θυμηθεί, να ξαναερωτευτεί».
Και αυτό είναι κάτι που δεν το καταλαβαίνεις απλώς από τα λόγια του, αλλά μπορείς να το επιβεβαιώσεις από την υπερκινητικότητα των χεριών του, τις άρρητες φράσεις που σχηματίζει ακατάπαυστα η γλώσσα του σώματός του, το διεισδυτικό βλέμμα του. Για το πιστό κοινό του, που γεμίζει για τρίτη συνεχή χρονιά το κλαμπ «Acro» όπου εμφανίζεται, ο τρόπος του Γιώργου Σαμπάνη είναι λίγο πολύ γνωστός. Δεν πρόκειται απλώς για έναν ακάματο διασκεδαστή, έναν ταλαντούχο τραγουδοποιό «καταδικασμένο» να γράφει σουξέ, έναν ωραίο άνδρα, αλλά κυρίως για έναν άνθρωπο που κόντρα στην εποχή, αντί να κρύβει ή να καμουφλάρει το συναίσθημά του, επιλέγει να το απογυμνώνει, να το προτάσσει και να το μοιράζεται με το κοινό. Εξ επαφής, όπως ακριβώς είναι και ο τίτλος του άλμπουμ του από την Cobalt Music, εξ επαφής, όπως κάνει κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις κοσμοπλημμυρισμένες live εμφανίσεις του ή, πιο σωστά, στα μοναδικά πάρτυ που στήνει με την Ευρυδίκη και την Τάμτα στο καλλιτεχνικό σπίτι του, όπως πλέον αποκαλεί το «Acro».
«Προσπαθώ και αγωνίζομαι για το μαγαζί, πολλές φορές μάλιστα σε βάρος του δικού μου οικονομικού συμφέροντος. Ρίξαμε πάρα πολύ δουλειά γι’ αυτό το πρόγραμμα. Κάναμε 45 ημέρες πρόβες. Από τις 5 το απόγευμα μέχρι τις 5 το πρωί. Πρόβες για τα πάντα. Τόσο πολύ που βαρέθηκα να κάνω πρόβες, εγώ που τις λατρεύω», αφηγείται ενθουσιασμένος και συνεχίζει με κεκτημένη ταχύτητα: «Αγαπώ τη μουσική, αγαπώ τις live εμφανίσεις, αγαπώ τον κόσμο που έρχεται και με βλέπει. Θεωρώ ότι είναι συγκινητικό κάποιος να πληρώνει εισιτήριο για να έρθει να σε δει να τραγουδάς, ειδικά όταν δίνει τα ελάχιστα χρήματα που έχει ή έρχεται σε μια σημαντική μέρα της ζωής του. Είναι συγκλονιστική αυτή η σκέψη. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω πώς είναι να είσαι στο καμαρίνι, σε έναν κόσμο άλλον, μόνος σου ή με δυο φίλους σου, να μιλάς για τις δουλειές, την καθημερινότητα, να μην έχεις καταλάβει τίποτε από αυτά που πρόκειται να συμβούν. Και ξαφνικά να ανάβουν τα φώτα, να παίζει μουσική, να ανεβαίνεις στη σκηνή και να βλέπεις 1.400 άτομα όρθια να σε χειροκροτούν απλά επειδή εμφανίστηκες μπροστά τους. Τόση ευτυχία δεν αξίζει σε κανέναν.
Εκείνη τη στιγμή πρέπει να κάνεις ό,τι μπορείς περισσότερο για να αντιγυρίσεις την προσμονή, την αγάπη και την ανάγκη του κόσμου να είναι εκεί για να τραγουδήσει και να διασκεδάσει, να ξεχάσει ή να θυμηθεί, να ξαναερωτευτεί».
Και με την υπερβολή, που είναι αδελφή της νύχτας, τι γίνεται; Τον ενοχλούν, για παράδειγμα, τα λουλούδια με τα οποία τον ραίνουν ομαδόν οι θαυμαστές του; «Μ’ αρέσουν τα λουλούδια. Πολύ. Θα στενοχωριόμουν αν δεν υπήρχαν. Οχι, δεν τα βρίσκω υπερβολικά. Να τα χρεώνουν φθηνότερα, να τα δίνουν τσάμπα. Εμένα μ’ αρέσουν. Το θεωρώ τιμητικό να σου πετάει κανείς λουλούδια. Ο άλλος έχει 10 ευρώ στο παντελόνι του και βγάζει 20 για να πληρώσει, για να με ευχαριστήσει. Δεν παίρνω ποσοστά από τα λουλούδια, ένα μεροκάματο παίρνω. Αλλά μου αρέσει η κίνηση, τη θεωρώ τιμητική. Καταλαβαίνω όσους δεν τους αρέσουν τα λουλούδια. Αλλά εμένα μ’ αρέσουν. Οπως μ’ αρέσει ο άλλος να κάνει ό,τι γουστάρει, αρκεί να μου δείξει ότι περνάει καλά. Και όχι, καθόλου δεν με πειράζει να με λένε ‘‘τζουκμπόξ’’. Αφού αυτό κάνω. Τραγουδάω τα πάντα».
Σίγουρος για τον Μαζωνάκη, ανασφαλής για τον Σαμπάνη
Ο 32χρονος τραγουδοποιός πιστεύει ακράδαντα ότι η μουσική αναδεικνύει την καλύτερη πλευρά των ανθρώπων, και άρα η καλύτερη πλευρά του εαυτού του είναι εκείνη που το κοινό γνωρίζει μέσα από τα τραγούδια του. «Ποια είναι η χειρότερη πλευρά μου; Ολες αυτές οι συναισθηματικές ατέλειες, τα προβλήματα που δημιουργούμε, οι φόβοι που έχουμε όλοι οι άνθρωποι. Ποιο είναι το δικό μου θέμα; Είμαι αυθόρμητος, παρορμητικός, με την κακή έννοια». Είναι όμως και ανασφαλής, όπως ομολογεί λίγο αργότερα. «Οσο σίγουρος είμαι όταν προτείνω τραγούδια στον Γιώργο Νταλάρα ή στον Γιώργο Μαζωνάκη, τόσο ανασφαλής είμαι όταν προτείνω τραγούδια στον Γιώργο Σαμπάνη. Δεν ξέρω γιατί. Δεν τα ’χω απαντήσει όλα. Κλείνομαι στον εαυτό μου, απλώς γράφω τραγούδια και τα στέλνω. Σε εκείνη τη φάση εμπιστεύομαι μόνο την εταιρεία μου, την Ελεάνα Βραχάλη, τον Χρήστο Σούμκα και τον μάνατζέρ μου. Κανέναν άλλον. Τότε δεν μπορώ να γράψω για κανέναν άλλον, δεν έχω ψυχικό απόθεμα».
Εξηγεί ακόμη ότι πυξίδα στη δουλειά -και πιθανότατα στη ζωή του- είναι η καψούρα, όπως λέει. Του αρέσει να παθιάζεται με τους συνεργάτες του και να επικοινωνεί συναισθηματικά. Λόγου χάρη, εξομολογείται ότι για την ανανέωση του συμβολαίου του με τη δισκογραφική του δεν χρειάστηκε παρά ένας καφές με την ιδιοκτήτρια της εταιρείας Αννα-Μαρία Αντίππα. Του ήταν αρκετό για να καταλάβει ότι επικοινωνεί. «Δεν μπορώ χωρίς συναίσθημα.
Δεν είμαι επαγγελματίας. Μουσικός είμαι. Εκεί βασίζεται αυτό που είμαι. Οτι μπορώ να έχω την αλήθεια μου στα τραγούδια μου, πάνω στη σκηνή, στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους. Αυτή είναι η συνταγή της επιτυχίας. Κάνω επαγγελματικά μουσική, αλλά με ερασιτεχνικό τρόπο». Αυτόν τον αθώο και κάπως πρωτόγονο τρόπο τον είχε ανέκαθεν. Από τότε που 17άρης πήγαινε στα καμαρίνια των αγαπημένων του τραγουδιστών με ένα CD ανά χείρας ζητώντας τους απλώς να τον ακούσουν. «Ηταν συγκινητικό τώρα που το σκέφτομαι. Δεν ήξερα πώς λειτουργούν τα πράγματα. Πήγαινα με πολύ αθώο τρόπο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ακόμη οι ήρωές μου. Εχω απομυθοποιήσει ανθρώπους τα χρόνια που είμαι στη μουσική βιομηχανία, αλλά, ευτυχώς, όχι αυτούς που εκτιμούσα από παιδί».
Τον ρωτάω τι θέλει σήμερα. Για τι ελπίζει και για τι προσεύχεται. «Πρώτα απ’ όλα για να μπορώ να γράφω καλά. Από 17 ετών, τότε που ήμουν κανένας, το φοβάμαι, ότι κάποια στιγμή θα μου τελειώσει η έμπνευση. Οταν ερχόταν η στιγμή του χρόνου που δεν μπορούσα να γράψω ούτε νότα αισθανόμουν χάλια. Δεν ήθελα ούτε να μιλήσω. Δεν είδα ποτέ τη μουσική ως βιοπορισμό. Ισως γι’ αυτό βιοπορίζομαι από αυτή. Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής. Με έπεισαν να γίνω. Η εταιρεία που ήμουν τότε. Μου είπαν: “Είσαι ωραίος γκόμενος, γράφεις ωραία τραγούδια, πρέπει να σε βγάλουμε στη σκηνή”. Γέλασα. Μου φάνηκε αστείο το επιχείρημα. Μετά κατάλαβα ότι άλλο πράγμα είναι η μουσική, κι άλλο η βιομηχανία της μουσικής. Δεν είναι κακό αυτό. Πρέπει να υπάρχουν οι ορθολογιστές και οι καλλιτέχνες. Τα πρώτα-πρώτα χρόνια αναγκάστηκα να συμβιβαστώ. Εννοείται ότι πλέον δεν κάνω τίποτα που δεν μου αρέσει», εξηγεί. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως έχει αγκαλιάσει περισσότερο τον εαυτό του, τον έχει αγαπήσει; «Γενικά αγαπάω τον εαυτό μου.
Σε κάποιες φάσεις βέβαια όχι. Γενικά βαράω τον εαυτό μου. Είμαι δύσκολος άνθρωπος, αλλά καλός φίλος. Ξέρω να αγαπάω τους ανθρώπους χωρίς να τους κρίνω και να δίνω πράγματα όταν με έχουν ανάγκη. Με ενδιαφέρει ο πόνος και η ανάγκη του άλλου. Χωρίς να θέλω να πάρω κάτι. Κατά τα άλλα είμαι απαράδεκτος. Είμαι στον κόσμο μου. Μπορεί να γίνω κακότροπος, να είμαι σε έναν χώρο και να μην καταλάβω τίποτε απ’ όσα πρέπει να καταλάβω, να μιλήσω απότομα, να θεωρώ ότι είσαι υποχρεωμένος να σηκωθείς στις 4 τα ξημερώματα να έρθεις να με βρεις γιατί σε έχω ανάγκη. Εχω απαιτήσεις από τους ανθρώπους, αλλά, πίστεψέ με, μπορώ να προσφέρω τα διπλά από αυτά που θέλω».
Τελικά, ένας νέος άνδρας με επιτυχίες, σουξέ, αναγνωρισιμότητα και καλή φήμη, που τα βράδια πριν κοιμηθεί διαβάζει Ζοζέ Σαραμάγκου, νιώθει τόσο σπουδαίος όσο ενδεχομένως υποθέτει κανείς; «Δεν νιώθω σπουδαίος. Κανονικός άνθρωπος νιώθω. Δεν με φτιάχνει η δημοσιότητα και, νομίζω, έχω εξηγήσει στον εαυτό μου το γιατί. Επειδή ήμουν πολύ πιο σπουδαίος ως αθλητής. Και δεν με ήξερε κανένας. Εφτασα να τρέχω σε παγκόσμιο πρωτάθλημα και να κάνω τρία πανελλήνια ρεκόρ, ήμουν στις λίστες με τους 10 καλύτερους αθλητές στην Ευρώπη. Προφανώς, είναι πιο σπουδαίο και πιο δύσκολο αυτό. Το ίδιο είναι να γράφεις κομμάτια και το ίδιο να κάνεις 9 ώρες προπόνηση, να μην τρως τίποτα, να πεθαίνεις στην κούραση, να πρέπει να ξεπερνάς τα όρια; Και στο τέλος να τραυματίζεσαι και να μην τρέχεις στον αγώνα που είχες στόχο; Ο πρωταθλητισμός είναι ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει. Και είναι μόνο ιδανικό. Αυτές οι θυσίες δεν πληρώνονται».
Σίγουρος για τον Μαζωνάκη, ανασφαλής για τον Σαμπάνη
Ο 32χρονος τραγουδοποιός πιστεύει ακράδαντα ότι η μουσική αναδεικνύει την καλύτερη πλευρά των ανθρώπων, και άρα η καλύτερη πλευρά του εαυτού του είναι εκείνη που το κοινό γνωρίζει μέσα από τα τραγούδια του. «Ποια είναι η χειρότερη πλευρά μου; Ολες αυτές οι συναισθηματικές ατέλειες, τα προβλήματα που δημιουργούμε, οι φόβοι που έχουμε όλοι οι άνθρωποι. Ποιο είναι το δικό μου θέμα; Είμαι αυθόρμητος, παρορμητικός, με την κακή έννοια». Είναι όμως και ανασφαλής, όπως ομολογεί λίγο αργότερα. «Οσο σίγουρος είμαι όταν προτείνω τραγούδια στον Γιώργο Νταλάρα ή στον Γιώργο Μαζωνάκη, τόσο ανασφαλής είμαι όταν προτείνω τραγούδια στον Γιώργο Σαμπάνη. Δεν ξέρω γιατί. Δεν τα ’χω απαντήσει όλα. Κλείνομαι στον εαυτό μου, απλώς γράφω τραγούδια και τα στέλνω. Σε εκείνη τη φάση εμπιστεύομαι μόνο την εταιρεία μου, την Ελεάνα Βραχάλη, τον Χρήστο Σούμκα και τον μάνατζέρ μου. Κανέναν άλλον. Τότε δεν μπορώ να γράψω για κανέναν άλλον, δεν έχω ψυχικό απόθεμα». Εξηγεί ακόμη ότι πυξίδα στη δουλειά -και πιθανότατα στη ζωή του- είναι η καψούρα, όπως λέει. Του αρέσει να παθιάζεται με τους συνεργάτες του και να επικοινωνεί συναισθηματικά. Λόγου χάρη, εξομολογείται ότι για την ανανέωση του συμβολαίου του με τη δισκογραφική του δεν χρειάστηκε παρά ένας καφές με την ιδιοκτήτρια της εταιρείας Αννα-Μαρία Αντίππα. Του ήταν αρκετό για να καταλάβει ότι επικοινωνεί. «Δεν μπορώ χωρίς συναίσθημα.
Δεν είμαι επαγγελματίας. Μουσικός είμαι. Εκεί βασίζεται αυτό που είμαι. Οτι μπορώ να έχω την αλήθεια μου στα τραγούδια μου, πάνω στη σκηνή, στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους. Αυτή είναι η συνταγή της επιτυχίας. Κάνω επαγγελματικά μουσική, αλλά με ερασιτεχνικό τρόπο». Αυτόν τον αθώο και κάπως πρωτόγονο τρόπο τον είχε ανέκαθεν. Από τότε που 17άρης πήγαινε στα καμαρίνια των αγαπημένων του τραγουδιστών με ένα CD ανά χείρας ζητώντας τους απλώς να τον ακούσουν. «Ηταν συγκινητικό τώρα που το σκέφτομαι. Δεν ήξερα πώς λειτουργούν τα πράγματα. Πήγαινα με πολύ αθώο τρόπο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ακόμη οι ήρωές μου. Εχω απομυθοποιήσει ανθρώπους τα χρόνια που είμαι στη μουσική βιομηχανία, αλλά, ευτυχώς, όχι αυτούς που εκτιμούσα από παιδί».
«Με έπεισαν να γίνω τραγουδιστής»
Τον ρωτάω τι θέλει σήμερα. Για τι ελπίζει και για τι προσεύχεται. «Πρώτα απ’ όλα για να μπορώ να γράφω καλά. Από 17 ετών, τότε που ήμουν κανένας, το φοβάμαι, ότι κάποια στιγμή θα μου τελειώσει η έμπνευση. Οταν ερχόταν η στιγμή του χρόνου που δεν μπορούσα να γράψω ούτε νότα αισθανόμουν χάλια. Δεν ήθελα ούτε να μιλήσω. Δεν είδα ποτέ τη μουσική ως βιοπορισμό. Ισως γι’ αυτό βιοπορίζομαι από αυτή. Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής. Με έπεισαν να γίνω. Η εταιρεία που ήμουν τότε. Μου είπαν: “Είσαι ωραίος γκόμενος, γράφεις ωραία τραγούδια, πρέπει να σε βγάλουμε στη σκηνή”. Γέλασα. Μου φάνηκε αστείο το επιχείρημα. Μετά κατάλαβα ότι άλλο πράγμα είναι η μουσική, κι άλλο η βιομηχανία της μουσικής. Δεν είναι κακό αυτό. Πρέπει να υπάρχουν οι ορθολογιστές και οι καλλιτέχνες. Τα πρώτα-πρώτα χρόνια αναγκάστηκα να συμβιβαστώ. Εννοείται ότι πλέον δεν κάνω τίποτα που δεν μου αρέσει», εξηγεί. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως έχει αγκαλιάσει περισσότερο τον εαυτό του, τον έχει αγαπήσει; «Γενικά αγαπάω τον εαυτό μου.
Σε κάποιες φάσεις βέβαια όχι. Γενικά βαράω τον εαυτό μου. Είμαι δύσκολος άνθρωπος, αλλά καλός φίλος. Ξέρω να αγαπάω τους ανθρώπους χωρίς να τους κρίνω και να δίνω πράγματα όταν με έχουν ανάγκη. Με ενδιαφέρει ο πόνος και η ανάγκη του άλλου. Χωρίς να θέλω να πάρω κάτι. Κατά τα άλλα είμαι απαράδεκτος. Είμαι στον κόσμο μου. Μπορεί να γίνω κακότροπος, να είμαι σε έναν χώρο και να μην καταλάβω τίποτε απ’ όσα πρέπει να καταλάβω, να μιλήσω απότομα, να θεωρώ ότι είσαι υποχρεωμένος να σηκωθείς στις 4 τα ξημερώματα να έρθεις να με βρεις γιατί σε έχω ανάγκη. Εχω απαιτήσεις από τους ανθρώπους, αλλά, πίστεψέ με, μπορώ να προσφέρω τα διπλά από αυτά που θέλω».
Τελικά, ένας νέος άνδρας με επιτυχίες, σουξέ, αναγνωρισιμότητα και καλή φήμη, που τα βράδια πριν κοιμηθεί διαβάζει Ζοζέ Σαραμάγκου, νιώθει τόσο σπουδαίος όσο ενδεχομένως υποθέτει κανείς; «Δεν νιώθω σπουδαίος. Κανονικός άνθρωπος νιώθω. Δεν με φτιάχνει η δημοσιότητα και, νομίζω, έχω εξηγήσει στον εαυτό μου το γιατί. Επειδή ήμουν πολύ πιο σπουδαίος ως αθλητής. Και δεν με ήξερε κανένας. Εφτασα να τρέχω σε παγκόσμιο πρωτάθλημα και να κάνω τρία πανελλήνια ρεκόρ, ήμουν στις λίστες με τους 10 καλύτερους αθλητές στην Ευρώπη. Προφανώς, είναι πιο σπουδαίο και πιο δύσκολο αυτό. Το ίδιο είναι να γράφεις κομμάτια και το ίδιο να κάνεις 9 ώρες προπόνηση, να μην τρως τίποτα, να πεθαίνεις στην κούραση, να πρέπει να ξεπερνάς τα όρια; Και στο τέλος να τραυματίζεσαι και να μην τρέχεις στον αγώνα που είχες στόχο; Ο πρωταθλητισμός είναι ό,τι πιο δύσκολο υπάρχει. Και είναι μόνο ιδανικό. Αυτές οι θυσίες δεν πληρώνονται».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr