Αλέκος Συσσοβίτης: «Με ενδιαφέρει η καλή παράσταση και ας μένω απλήρωτος»

Ο Αλέκος Συσσοβίτης παίζει με τις πιθανότητες: Όσο λιγότερες, τόσο καλύτερα. Αυτό τον εξιτάρει. Αφού επέζησε από την κόλαση της Μυκόνου, ταξίδεψε στις πιο άγριες γωνιές της Αφρικής και άντεξε τους άγραφους νόμους της showbiz της χώρας μα

Βλέποντας τον Αλέκο Συσσοβίτη, αισθάνεσαι ότι έχει την τύχη με το μέρος του. Σε ό,τι κι αν πόνταρε του βγήκε. Η πρώτη του σχέση ήταν –μαντέψτε! – νορβηγοτζαμαϊκανή. Τι πιθανότητες έχεις καταρχάς να πέσεις κι έπειτα να τα φτιάξεις με τέτοιο συνδυασμό; Μία στο εκατομμύριο; Ε, λοιπόν, το πέτυχε. Αργότερα, όταν ασχολήθηκε με το μόντελινγκ, τι πιθανότητες είχε να κάνει πασαρέλα στο Παρίσι, σε show του Thierry Mugler, έχοντας δίπλα του την Diana Ross; Το κατάφερε. Και τι πιθανότητες είχε ένας νέος και αυτοδίδακτος, όπως σε όλα του, ηθοποιός να παίξει σε τόσο γοητευτικά έργα με τόσους ποιοτικούς συμπρωταγωνιστές όλα αυτά τα χρόνια; Και, επιπλέον, να βγάζει στα 51 του χρόνια τη γλώσσα στο χρόνο και να θεωρείται από τους ωραίους της σκηνής; Στην πραγματικότητα μοιάζει να τον κεντρίζει ό,τι πιο σύνθετο, πολύπλοκο και ακατόρθωτο. Αν του τύχει κάτι εύκολο και βατό, το πιθανότερο είναι να του γυρίσει την πλάτη. «Είμαι πολυσχιδής προσωπικότητα και έχω μια τάση να τραβάω προς το άγνωστο. Είμαι φύσει και θέσει εξερευνητής. Ακόμα και των ψυχών των άλλων. Αν κάτι είναι ευανάγνωστο, χωρίς ίντριγκα, θεωρώ πως δεν μπορεί να μου προσφέρει κάτι. Αντιθέτως, όταν βλέπω κάτι διαφορετικό, νιώθω ότι με βοηθάει να πάω μπροστά».

Ο καλλιτέχνης, ο επιχειρηματίας και η διπολικότητα
Φέτος, τον βλέπουμε με τη Μάνια Παπαδημητρίου, στη σκηνή του Faust, στην Κραυγή του Τενεσί Ουίλιαμς, που σκηνοθετεί η Έλλη Παπακωνσταντίνου, η οποία υπογράφει και τη μετάφραση μαζί με την Αθηνά Μαξίμου. Είναι η δεύτερη φορά που αναμετριέται με το έργο αυτό, αφού το είχε ανεβάσει και πέρσι στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Στη σκηνή υποδύονται δύο ηθοποιούς, αδέλφια στη ζωή, που χάνουν τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση, εγκαταλελειμμένοι από το θίασό τους. «Πολλές φορές η φαντασία χτίζει τη δική της πραγματικότητα και τα όρια είναι δυσδιάκριτα. Συμβαίνει και στη ζωή. Μερικές φορές νιώθω κι εγώ πως δεν θέλω να ταυτιστώ με αυτό που βλέπω γύρω μου. Θέλω το δικό μου ταξίδι» μου λέει. «Ωστόσο η ζωή είναι μία και ίσως μοιάζει φυσιολογικό να έχουμε περιόδους εξωστρέφειας και εσωστρέφειας. Αρκεί να καταλαβαίνουμε τι μας συμβαίνει και τι θέλουμε». Είναι δυνατό να επιζητά κανείς τη μοναξιά; «Μερικές φορές την έχω ανάγκη. Φαίνεται πως όσο μεγαλώνουμε γινόμαστε πιο ξεκάθαροι, πιο ήσυχοι και λέμε “αυτός είμαι”. Βέβαια, υπήρξαν και περίοδοι που έκανα συμβιβασμούς, αλλά φαίνεται πως δεν ήταν τόσο έντονοι». Ανασφάλεια υπάρχει; «Όπως λέει και ο Τενεσί Ουίλιαμς, ο χειρότερος εχθρός μας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Μερικές φορές μου λένε “Μην έχεις τέτοια ανασφάλεια, δεν σου πάει, είσαι άνθρωπος που πατάει στα πόδια του”. Νομίζω, όμως, πως αυτή η διπολικότητα του χαρακτήρα μου, που μερικές φορές μοιάζει και αφύσικη, είμαι εγώ και με χαρακτηρίζει». Διπολικότητα γιατί; «Δεν ξέρω. Από τη μια νιώθω μεγάλη αυτοπεποίθηση και από την άλλη ελεγχόμενη ανασφάλεια. Κυρίως σε θέματα της δουλειάς. Δεν είμαι από τους άνετους ηθοποιούς που βγαίνουν στη σκηνή και δεν επηρεάζονται από τίποτα, ό,τι κι αν συμβαίνει. Από την άλλη, μπορεί αυτή η ανασφάλεια να αποτελεί και κινητήριο δύναμη για δημιουργία. Ίσως και οι θεατές να δένονται περισσότερο με πιο ευάλωτους ήρωες και καλλιτέχνες. Όπως και να έχει, αυτή η τυραννία της ανασφάλειας με σπρώχνει συνεχώς στο να ψάχνομαι».

Αυτός είναι ο λόγος που δεν τον βλέπουμε σε μια εύπεπτη, ας πούμε, κωμωδία; «Αν διαβάσω ένα έργο και δεν μου κινήσει την περιέργεια, δεν μπορώ να το υποστηρίξω. Δεν το έχω καταφέρει. Μπορεί να παίξω σε έργα που μέσα στην τρέλα τους έχουν και μία κωμική διάσταση, αλλά σε καθαρή φάρσα δεν το βλέπω πιθανό». Μήπως η στάμπα του εμπορικού ισοσταθμίζεται από τις ποιοτικές θεατρικές επιλογές του; «Το εμπορικό δεν έχει έλλειψη σε ποιότητα. Πώς μπορείς να είσαι εμπορικός αν δεν είσαι ποιοτικός; Προσωπικά πάντα με ενδιέφερε το ποιοτικό έργο». Ακόμα και τώρα, που το θέατρο και ο πολυχώρος Faust είναι επιχειρηματικά δικός του; «Τον έχω με το συνέταιρό μου, Αντώνη Περιστεράκο. Ακολουθούμε έναν άξονα ρεπερτορίου, δηλαδή έργα που μας ανησυχούν, κι ας μη μας αφήνουν οικονομικά οφέλη. Θέλουμε αξιόλογους καλλιτέχνες δίπλα μας, οι παραστάσεις να γεμίζουν την ψυχούλα μας και να προσφέρουμε στον κόσμο κάτι που να είναι καλλιτεχνικά όμορφο. Με ενδιαφέρει η καλή παράσταση, κι ας μείνω απλήρωτος. Το ψωμί μου το βγάζω από το μπαρ και τη μουσική σκηνή». Αλήθεια, μπορούν να συνυπάρξουν ο καλλιτέχνης με τον επιχειρηματία; «Είναι δύσκολο, γιατί ο καλλιτέχνης είναι ταγμένος να πετάει στα σύννεφα, ενώ ο επιχειρηματίας να πατάει στη γη, αλλά ο συνδυασμός τους είναι θετικός. Πάντως, και τα δύο απαιτούν χρόνο, καθαρό μυαλό και συγκέντρωση». Το να στηρίζει το χώρο του παίζοντας κάθε σεζόν μήπως του στερεί καλλιτεχνικές εμπειρίες μακριά από το Faust; «Είμαι ικανοποιημένος που παίζω εδώ και μέχρι στιγμής δεν νιώθω εγκλωβισμένος. Αλλά την επόμενη ή τη μεθεπόμενη σεζόν μάλλον θα κάνω κίνηση εκτός Faust».

Το Faust, η Αφρική και η Μύκονος

Το Faust, ο πολυχώρος που έχει δημιουργήσει ο Αλέκος Συσσοβίτης τα τελευταία χρόνια, έγινε πάνω σε μια στιγμή τρέλας; Γιατί το 2010, πάνω στην κρίση, δύσκολο κάποιος να ανοίξει έναν τέτοιο χώρο; «Μπορεί να φαίνεται έτσι, αλλά δεν είναι. Πενήντα χώρους εξέτασα πριν καταλήξω εδώ. Ένα χρόνο έψαχνα. Και έξι μήνες μας πήρε να τον φτιάξουμε». Και γιατί Faust; Δεν είναι εκείνος που πούλησε την ψυχή του στο διάβολο για να ξαναγίνει νέος; «Μου αρέσει το έργο, αν και δεν το έχω παίξει ακόμη. Ο Faust είναι μια προσωπικότητα και, κατά μερικούς, μύθος, που επηρέασε τη μουσική, τόσο την κλασική και την τζαζ όσο και τη heavy metal, το θέατρο, τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Θέλει να πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο, αλλά το κάνει για να σπάσει το κατεστημένο, το πεπρωμένο και τον καθωσπρεπισμό. Βέβαια, απομακρύνεται από τις χαρές της ζωής και τον έρωτα. Αλλά παραμένει ένας γοητευτικός χαρακτήρας μέχρι και σήμερα. Επιπλέον, faust στα λατινικά σημαίνει ευοίωνος και καλότυχος. Δηλαδή φως. Τελικά ίσως να μην είναι και τόσο σκοτεινός τύπος όσο νομίζουμε». Χρειάζονται τέτοια πρότυπα σήμερα, που το μέλλον δεν φαίνεται τόσο ξεκάθαρο; «Ζούμε τον ερχομό μιας νέας τάξης πραγμάτων, που μοιάζει αναπόφευκτη. Οι άνθρωποι υπερπληθαίνουν, τα αγαθά στερεύουν και βλέπουμε μια αναδιάταξη στον παγκόσμιο χάρτη με άλλοθι τις θρησκείες. Ουσιαστικά συγκρούονται δύο κόσμοι». Ποια είναι η εντύπωσή του από τα ταξίδια του κυρίως στην Αφρική; «Έχω ταξιδέψει σε δύσκολες χώρες της κεντρικής και της δυτικής Αφρικής, όπως το Μάλι, το Σουδάν, τη Ναμίμπια, την Μποτσουάνα. Εκεί μερικές φορές τρομάζεις. Νιώθεις φόβο. Είναι κράτη που έχουν κάνει αρκετές φορές εκκαθαρίσεις στον πληθυσμό τους. Και καταλαβαίνω γιατί θέλουν να έρθουν στην Ευρώπη. Αλλά αυτό δεν γίνεται αν δεν προσαρμοστούν. Από την άλλη, δεν υπάρχουν γειτονιές στο Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη που κινδυνεύεις;».

Αυτός είναι και ο λόγος άραγε που λέει «για πάντα Μύκονος»; «Η Μύκονος είναι στην καρδιά μου». Όπως καταλάβατε, δεν είναι από τους Θεσσαλονικείς που λένε «σαν τη Χαλκιδική δεν υπάρχει στον κόσμο». «Ωραία η Χαλκιδική, αλλά προτιμώ τις Κυκλάδες. Εκεί νιώθω πληρότητα. Γι’ αυτό και δεν έχω λείψει ούτε ένα καλοκαίρι από το 1982 που πρωτοπήγα. Βέβαια τελευταία πηγαίνω αρκετά και στην Ίο και σε άλλα νησιά με φουσκωτά».

Η «μαμά Πόπη», ο γάμος και η Φιλοθέη

Ο Αλέκος Συσσοβίτης μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, στη γειτονιά πάνω από το Μακεδονία Παλλάς. Σε ένα σπίτι τριάντα τετραγωνικών. Ο πατέρας οικοδόμος, η μητέρα μοδίστρα. Πολύ δεμένη οικογένεια. Τους έχασε και τους δύο. Τον πατέρα πριν δέκα χρόνια. Τη μητέρα του πέρσι. «Επιδιορθώσεις ρούχων “Η Μαμά Πόπη”». Με τριακόσιες φωτογραφίες του Αλέκου στο μαγαζί. Πόντια. Μεγάλη καρδιά. Αλλά με τρύπιες τσέπες. Δούλευε 14 ώρες τη μέρα. Τις μισές τζάμπα. «Εσύ μοιάζεις του γιου μου, δεν θέλω λεφτά» τους έλεγε. Και πολλοί, κυρίως φοιτητές, πήγαιναν από την άλλη άκρη της πόλης γνωρίζοντας ότι δεν θα πληρώσουν. Η αδελφή του Αλέκου είναι παντρεμένη με δύο γιους. Εκείνος σκέφτεται το γάμο; «Ο γάμος μερικές φορές με τρομάζει. Από την άλλη, η μοναξιά συνήθως συντηρεί τη συνήθεια και τη γαλήνη σου. Αν την έχεις βρει. Σου στερεί, όμως, και χαρές». Το μεγαλύτερο διάστημα που έμεινε χωρίς ερωτικό σύντροφο ήταν ένας χρόνος. «Μόνος στην ψυχή περισσότερο» διευκρινίζει. Αυτήν την περίοδο, πάντως, είναι μόνος και δείχνει να το χαίρεται. Γυμνάζεται όσο μπορεί περισσότερο. Παραμένει 80 κιλά. Τρέχει, κάνει ποδήλατο και το καλοκαίρι κολυμπάει. Εδώ και επτά χρόνια μετακόμισε στη Φιλοθέη. «Οξυγόνο, πράσινο, ησυχία» λέει χαρτογραφώντας τη νέα του γειτονιά. Μαζί του έχει κι ένα μικρό στόλο. Τρεις μηχανές BMW, μία του ’51, μία του ’74 και μία καινούρια. Καθώς κι ένα Ford Granada του ’74 που συνήθως είναι στο συνεργείο. Η φήμη του ωραίου του έχει κάνει καλό; «Σου ανοίγει κάποιες πόρτες, αλλά την ίδια στιγμή, επειδή ο κόσμος είναι καχύποπτος και ανταγωνιστικός, σου κλείνει κάποιες άλλες». Τον έχουν αποκλείσει από δουλειές ή από παρέες; «Από δουλειές είμαι σίγουρος. Αλλά το θεωρώ και ανθρώπινο» προσθέτει. Το ένστικτο, η λογική ή το συναίσθημα υπερισχύουν στις αποφάσεις του; «Το ένστικτο είναι ο έρωτας για τη ζωή. Το συναίσθημα είναι ο παλμός που δονεί το σώμα. Η λογική είναι η αυτοκυριαρχία. Προσωπικά είμαι άνθρωπος του ενστίκτου. Αυτό με κρατάει νέο». Και χωρίς να χρειαστεί σαν τον Faust να πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο.

Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr