Οι Πειραιώτες του Χαριτόπουλου
09.03.2016
10:22
Μάγκες, αλάνια, τροτέζες, μεροκαματιάρηδες και φυσικά ο Θρύλος είναι οι πρωταγωνιστές στο νέο βιβλίο του συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλου για τη ζωή στο μεγάλο λιμάνι την περίοδο 1947-1967
Τις εποχές όπου ο κόσμος είχε μπέσα, άγρια ένστικτα και ανοιχτή καρδιά ο Διονύσης Χαριτόπουλος τις ξέρει καλά. Εκεί κάτω στο λιμάνι όπου περιφέρονταν πραγματικές γυναίκες και άνδρες, ιερόδουλες, μάγκες, μεροκαματιάρηδες, άνθρωποι του πόνου που τιμούσαν τον λόγο τους, το ψωμί, ο συγγραφέας του «Αρη» έβρισκε τα πρώτα υλικά για τα βιβλία του από την εποχή που έγραφε το «Η νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι» μέχρι σήμερα. Στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Πειραιώτες», το οποίο κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Τόπος -αποσπάσματα από το οποίο δημοσιεύει σε αποκλειστικότητα το «Πρώτο Θέμα»-, αφθονούν οι ιστορίες από τον Πειραιά μιας άλλης εποχής, από το 1947-1967, με εμβόλιμα αποσπάσματα από τις ειδήσεις για πραγματικά πρόσωπα -τους εφοπλιστάδες της εποχής, τους ποδοσφαιριστές και τις διάσημες εταίρες- και όχι μόνο. Αλλωστε, όπως λέει και ο ίδιος στο βιβλίο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Σεφέρη, «Πειραιά, ου μ’ εθέσπισεν». Στο μυαλό και στη σάρκα.
Οι φυλές του Πειραιά
Δύο είναι οι φυλές του Πειραιά. Και το αόρατο τείχος που τις χωρίζει είναι σκληρό κι αδιαπέραστο σαν το τείχος του Βερολίνου· αρχίζει από το πάνω φρύδι του Λιμανιού, τα μηχανουργεία του Αγιου Διονύση, και φτάνει ως τις φάμπρικες γύρω από το γήπεδο Καραϊσκάκη. Από την αποδώ πλευρά, τη βιτρίνα της πόλης, Πλατεία Κοραή, Δημοτικό Θέατρο, Καστέλα, Πασαλιμάνι, Φρεαττύδα, άντε και τις δυο νησιώτικες παροικίες, Χατζηκυριάκειο, Καλλίπολη, σε σπίτια κανονικά μέχρι αρχοντόσπιτα, κατοικούν επί το πλείστον πλοιοκτήτες, καπετάνιοι, εμπορευόμενοι, καθηγητές, δικηγόροι, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιωτικοί, το ανώτερο πλήρωμα των καραβιών, τελωνειακοί, εκτελωνιστές, και την περνάνε από υποφερτά έως ζάχαρη, χάρη στα πλούσια ελέη του Λιμανιού. Στην αποκεί πλευρά, τον βαθύ Πειραιά, με τις βόρειες συνοικίες πάνω από το Λιμάνι, Δραπετσώνα, Κερατσίνι, Καμίνια, Ταμπούρια, Αμφιάλη, Κοκκινιά, Ασπρα Χώματα, Πέραμα, Αγιά Σοφιά, Μανιάτικα, τα κανονικά σπίτια είναι μετρημένα· όλο παράγκες, παραπήγματα, χαμοκέλες, χαμόσπιτα που ανασαίνουν εργάτες και εργάτριες, μικροπωλητές, ναυτεργάτες και χαμάληδες στο Λιμάνι, αλλά και οι μάγκες, τα αλάνια κι οι αϊτονύχηδες της πιάτσας· γι’ αυτό, αν και η Τρούμπα ανήκει γεωγραφικά στον κεντρικό Πειραιά, την κουμαντάρουν και την περιδιαβαίνουν νύχτα μέρα τα αγόρια των συνοικιών, ενώ για τα καλόπαιδα του κέντρου η Τρούμπα είναι περιοχή απαγορευμένη. Τα αγόρια των καλών περιοχών και οι επισκέπτες της πόλης δεν περνάνε το αόρατο τείχος προς τις συνοικίες, δεν έχουν κανέναν λόγο για μπλεξίματα. Αλλά έρχονται οι συνοικίες στο κέντρο. Ιδίως τα Σαββατόβραδα πολλά αγόρια από τις ζόρικες γειτονιές ντύνονται τα καθαρά τους, λαδώνουν το μαλλί και κατηφορίζουν για βόλτα στον λουσάτο Πειραιά, να χαζέψουν φωτισμένες βιτρίνες, περιποιημένα κορίτσια, να δουν νέα έργα στο σινεμά, που δεν παίχτηκαν ακόμα στην περιοχή τους, να πιουν καφέ στα ζαχαροπλαστεία Πασαλιμανιού και πλατείας Κοραή, και με την παρουσία και το τσαμπουκαλεμένο φέρσιμό τους ενοχλούν τα τζιμάνια του κέντρου.
Ο μάγκας και η τραγουδίστρια
Ο μάγκας πήρε τη μικρή τραγουδίστρια κι έφυγε. Οχι επειδή τον τρέλαναν τα σκέρτσα της, αλλά επειδή έτσι. Ούτε βλέφαρο δεν έπαιξε στο σκυλάδικο, ποιος να κουνηθεί και τι να κάνει· μόνο ένας νεαρός σερβιτόρος τούς πήρε στο κατόπι, κι αυτός από μακριά.
Οι φυλές του Πειραιά
Δύο είναι οι φυλές του Πειραιά. Και το αόρατο τείχος που τις χωρίζει είναι σκληρό κι αδιαπέραστο σαν το τείχος του Βερολίνου· αρχίζει από το πάνω φρύδι του Λιμανιού, τα μηχανουργεία του Αγιου Διονύση, και φτάνει ως τις φάμπρικες γύρω από το γήπεδο Καραϊσκάκη. Από την αποδώ πλευρά, τη βιτρίνα της πόλης, Πλατεία Κοραή, Δημοτικό Θέατρο, Καστέλα, Πασαλιμάνι, Φρεαττύδα, άντε και τις δυο νησιώτικες παροικίες, Χατζηκυριάκειο, Καλλίπολη, σε σπίτια κανονικά μέχρι αρχοντόσπιτα, κατοικούν επί το πλείστον πλοιοκτήτες, καπετάνιοι, εμπορευόμενοι, καθηγητές, δικηγόροι, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιωτικοί, το ανώτερο πλήρωμα των καραβιών, τελωνειακοί, εκτελωνιστές, και την περνάνε από υποφερτά έως ζάχαρη, χάρη στα πλούσια ελέη του Λιμανιού. Στην αποκεί πλευρά, τον βαθύ Πειραιά, με τις βόρειες συνοικίες πάνω από το Λιμάνι, Δραπετσώνα, Κερατσίνι, Καμίνια, Ταμπούρια, Αμφιάλη, Κοκκινιά, Ασπρα Χώματα, Πέραμα, Αγιά Σοφιά, Μανιάτικα, τα κανονικά σπίτια είναι μετρημένα· όλο παράγκες, παραπήγματα, χαμοκέλες, χαμόσπιτα που ανασαίνουν εργάτες και εργάτριες, μικροπωλητές, ναυτεργάτες και χαμάληδες στο Λιμάνι, αλλά και οι μάγκες, τα αλάνια κι οι αϊτονύχηδες της πιάτσας· γι’ αυτό, αν και η Τρούμπα ανήκει γεωγραφικά στον κεντρικό Πειραιά, την κουμαντάρουν και την περιδιαβαίνουν νύχτα μέρα τα αγόρια των συνοικιών, ενώ για τα καλόπαιδα του κέντρου η Τρούμπα είναι περιοχή απαγορευμένη. Τα αγόρια των καλών περιοχών και οι επισκέπτες της πόλης δεν περνάνε το αόρατο τείχος προς τις συνοικίες, δεν έχουν κανέναν λόγο για μπλεξίματα. Αλλά έρχονται οι συνοικίες στο κέντρο. Ιδίως τα Σαββατόβραδα πολλά αγόρια από τις ζόρικες γειτονιές ντύνονται τα καθαρά τους, λαδώνουν το μαλλί και κατηφορίζουν για βόλτα στον λουσάτο Πειραιά, να χαζέψουν φωτισμένες βιτρίνες, περιποιημένα κορίτσια, να δουν νέα έργα στο σινεμά, που δεν παίχτηκαν ακόμα στην περιοχή τους, να πιουν καφέ στα ζαχαροπλαστεία Πασαλιμανιού και πλατείας Κοραή, και με την παρουσία και το τσαμπουκαλεμένο φέρσιμό τους ενοχλούν τα τζιμάνια του κέντρου.
Ο μάγκας και η τραγουδίστρια
Ο μάγκας πήρε τη μικρή τραγουδίστρια κι έφυγε. Οχι επειδή τον τρέλαναν τα σκέρτσα της, αλλά επειδή έτσι. Ούτε βλέφαρο δεν έπαιξε στο σκυλάδικο, ποιος να κουνηθεί και τι να κάνει· μόνο ένας νεαρός σερβιτόρος τούς πήρε στο κατόπι, κι αυτός από μακριά.
Ο μάγκας πήγε τη μικρή πίσω από τον Ηλεκτρικό Σταθμό, αρχή Μαυρομιχάλη στου ΜΕΛΕΤΗ, που είναι ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο για εργάτες και ξενύχτες, με πατσά πρώτης, γιουβαρλάκια, τασκεμπάπ με χοντρό μακαρόνι, κεφτέδες στη σάλτσα.
Ο πατσάς τον αηδίαζε. Ούτε αυτή ήθελε.
Πήραν από μία μακαρόνια με κιμά κι άρχισαν να τρώνε· από το τζάμι της πόρτας έκοψε τον νεαρό σερβιτόρο του σκυλάδικου να βολτάρει στο πεζοδρόμιο. Ο μάγκας είναι μάγκας της αρχιεπισκοπής, όχι κάνα παρακατιανό κουτσαβάκι της πιάτσας· δεν καταδέχεται να μανουριάσει με τον πιτσιρικά για τα κόλπα μιας μικρής που ακόμα μετράει τον ίσκιο της.
Του έγνεψε να μπει μέσα.
Ο σερβιτόρος μπήκε υπάκουα κι ήρθε πάνω από το τραπέζι τους.
- Κάτσε να φας.
Ο νεαρός ξαφνιάστηκε από την καλή υποδοχή· κάθισε σεμνός και μαζεμένος. Το κορίτσι αμίλητο, σκυμμένο στο πιάτο του.
- Τι τρέχει μ’ αυτή; τον ρωτάει.
Ο νεαρός δεν απάντησε.
- Ακούω, γυρνάει στη μικρή.
Βουβαμάρα.
Ο μάγκας τράβηξε αργά την καρέκλα του πίσω και σηκώθηκε.
- Δικιά σου, λέει του σερβιτόρου. Με δυο μάπες θα στρώσει.
Πλήρωσε τον λογαριασμό και τους άφησε μόνους.
Ο θρυλικός Μπούκοβι
Ο προπονητής του Ολυμπιακού Μάρτον Μπούκοβι ή «Μάρτσι Μπάτσι» («Θείος Μάρτσι») για τους Μαγυάρους, και «Πατέρας» για τους οπαδούς του Θρύλου, βγήκε από το ξενοδοχείο ΚΑΣΤΕΛΑ, που έχει εγκατασταθεί από τότε που ήρθε στον Πειραιά.
Καλύτερο τόπο διαμονής δεν θα μπορούσαν να έχουν βρει για τον ξένο στα μέρη μας προπονητή, και αυτός απολαμβάνει κάθε φορά την πρωινή βόλτα του: μόνο εδώ βρίσκει λίγη ησυχία με αυτούς τους τρελούς οπαδούς που έχει μπλέξει και τον κυνηγάνε παντού.
Η Καστέλα είναι μια καλλονή με παλιά αρχοντόσπιτα που κατηφορίζουν από την κορυφή του λόφου ως κάτω στο κύμα της θάλασσας, με ήρεμους, ευγενικούς ανθρώπους και μικρά κίτρινα τρόλεϊ FIAT, που δεν μουγκρίζουν οι μηχανές τους σαν των λεωφορείων, αλλά ρολάρουν αθόρυβα στον κεντρικό της δρόμο. Τα τρόλεϊ στην Καστέλα είναι σαν σχολικά αυτοκίνητα που οι επιβάτες γνωρίζονται μεταξύ τους όπως οι συμμαθητές: οι οδηγοί και οι εισπράκτορες με τις καφετιές στολές σαν πιτζάμες και τα άσπρα τους πηλήκια με γείσο ξέρουν με τα μικρά ονόματά τους καλοντυμένους ηλικιωμένους και τις φορτωμένες ψώνια παραδουλεύτρες, λένε τα νέα τους, τα βάσανα και τις χαρές, ανταλλάσσουν συμβουλές και ευχές, λες και ανήκουν όλοι σε έναν ιδιαίτερο κόσμο, όλο καλοσύνη και ενδιαφέρον για τον άλλον.
Ο Μπούκοβι ακολουθεί πάντα την ίδια πρωινή διαδρομή να πάει στο Πασαλιμάνι για καφέ: περπατάει, χωρίς να βιάζεται, στο πεζοδρόμιο προς τη θάλασσα, περνάει πάνω από τον ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΟΜΙΛΟ με δάσος κατάρτια των ιστιοπλοϊκών, μετά έξω από το ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ του σκληρού Μανιάτη Φωτάκου με τ’ όνομα, μπροστά από τα σκαλάκια που κατεβάζουν στη ΣΠΗΛΙΑ του δαιμόνιου Παρασκευά, που μετέτρεψε το αρχαίο σπήλαιο Σηράγγειον στο διασημότερο κέντρο διασκέδασης, κάτι μεταξύ μπουζουκάδικου και βαριετέ, που εμφανίζονται Μαρούδας, Γούναρης, Χιώτης, Λίντα, Βλαχοπούλου, Μπελίντα, Λάουρα, Μελάγια, Μπιθικώτσης και βέβαια η θεά επί της Γης Μάριον Σίβα, το αστέρι της πίστας, που θαμπώνει άντρες και γυναίκες· μόλις εμφανίζεται, δεν χρειάζεται να τραγουδήσει, οι θαμώνες τη θαυμάζουν άφωνοι και η ορχήστρα ξεχνιέται να παίξει, ενώ στα τραπέζια της ΣΠΗΛΙΑΣ βλέπεις το ανφάν γκατέ των φραγκάτων και της αριστοκρατίας παρέα με διασημότητες, Ωνάση, Κάλλας, Ρενιέ, Γκρέις Κέλι, Μάρλον Μπράντο, Αντονι Κουίν, Τζέιν Μάνσφιλντ, Σοφία Λόρεν, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Αλέν Ντελόν, Ρόμι Σνάιντερ, Σιμόν Σινιορέ.
Βέβαια ούτε στην Καστέλα ο Μπούκοβι γλιτώνει εντελώς από τους γαύρους, είναι μέχρι να τον αντιληφθούν οι οδηγοί των αυτοκινήτων που περνάνε. Αρχίζουν ο ένας μετά τον άλλον να κορνάρουν για χαιρετισμό, και κάποιοι ωρύονται για να τον πάρουν μαζί τους.
Ο πρωτάρης και η τροτέζα
Πήγε πρώτη φορά με κορίτσι στο ξενοδοχείο. Φέρθηκε ακριβώς όπως τον είχαν δασκαλέψει οι μεγαλύτεροι στο καφενείο: έδωσε ταυτότητα στον υπάλληλο της ρεσεψιόν, η κοπέλα περίμενε πιο πίσω, πήρε το κλειδί και ανέβηκαν στο δωμάτιο. Οι κουρτίνες στο παράθυρο ήσαν τραβηγμένες και δεν έμπαινε φως: γύρισε τον διακόπτη, και μια λάμπα άναψε πλάι στο διπλό κρεβάτι. Στο ξένο δωμάτιο ένιωσε μαγκωμένος. Εδώ πέφτουν τα προσχήματα, ξέρουν και οι δυο τον λόγο που ήρθαν, γι’ αυτό χρειάζεται μια προθέρμανση, να σπάσει η κρυάδα.
Από την αρχή το πάνω χέρι το είχε εκείνη.
Πωλήτρια σε καλό μαγαζί στο Πασαλιμάνι, πιο ξεβγαλμένη στον κόσμο, δυο-τρία χρόνια πιο μεγάλη, και στην ουσία αυτή που τον καμάκωσε με το θάρρος που του έδωσε.
Τώρα σειρά του να πάει παρακάτω.
Επρεπε να πάρει πρωτοβουλία, να οδηγήσει τα πράγματα, και το έκανε όσο πιο γλυκά μπορούσε: σε λίγο βρέθηκαν γυμνοί στο κρεβάτι, και τα κορμιά αγρίεψαν, αλλά, παρά τη μεγάλη έξαψη και λίγο πριν το τελικό μπάσιμο, είχε ακόμα μυαλό να προσέξει την αλλόκοτη συμπεριφορά της κοπέλας: έδειχνε ότι ανταποκρίνεται με πάθος, κόρωνε μαζί του, μα είχε βάλει το χέρι της κάτω από το κρεβάτι και ψαχούλευε τον σωμιέ. Μάλλον βρήκε κάποιο συρματάκι να εξέχει, τρύπησε το δάχτυλό της στη ρώγα, να τρέξει λίγο αίμα, το έφερε μπροστά και πέρασε με τρόπο το ματωμένο δάχτυλο ανάμεσα στα πόδια της.
Ο νεαρός έπιασε το νόημα.
Κατάλαβε πως αν έκανε ότι δεν είδε, προκειμένου να μη χαλάσει τη φτιάξη, μετά θα έμπλεκε με απαιτήσεις παράλογες. Τραβήχτηκε αποπάνω της και ανασηκώθηκε:
- Γιατί το έκανες αυτό, της λέει αυστηρά.
Τι να πει; έβαλε τα κλάματα.
Ο πατσάς τον αηδίαζε. Ούτε αυτή ήθελε.
Πήραν από μία μακαρόνια με κιμά κι άρχισαν να τρώνε· από το τζάμι της πόρτας έκοψε τον νεαρό σερβιτόρο του σκυλάδικου να βολτάρει στο πεζοδρόμιο. Ο μάγκας είναι μάγκας της αρχιεπισκοπής, όχι κάνα παρακατιανό κουτσαβάκι της πιάτσας· δεν καταδέχεται να μανουριάσει με τον πιτσιρικά για τα κόλπα μιας μικρής που ακόμα μετράει τον ίσκιο της.
Του έγνεψε να μπει μέσα.
Ο σερβιτόρος μπήκε υπάκουα κι ήρθε πάνω από το τραπέζι τους.
- Κάτσε να φας.
Ο νεαρός ξαφνιάστηκε από την καλή υποδοχή· κάθισε σεμνός και μαζεμένος. Το κορίτσι αμίλητο, σκυμμένο στο πιάτο του.
- Τι τρέχει μ’ αυτή; τον ρωτάει.
Ο νεαρός δεν απάντησε.
- Ακούω, γυρνάει στη μικρή.
Βουβαμάρα.
Ο μάγκας τράβηξε αργά την καρέκλα του πίσω και σηκώθηκε.
- Δικιά σου, λέει του σερβιτόρου. Με δυο μάπες θα στρώσει.
Πλήρωσε τον λογαριασμό και τους άφησε μόνους.
Ο θρυλικός Μπούκοβι
Ο προπονητής του Ολυμπιακού Μάρτον Μπούκοβι ή «Μάρτσι Μπάτσι» («Θείος Μάρτσι») για τους Μαγυάρους, και «Πατέρας» για τους οπαδούς του Θρύλου, βγήκε από το ξενοδοχείο ΚΑΣΤΕΛΑ, που έχει εγκατασταθεί από τότε που ήρθε στον Πειραιά.
Καλύτερο τόπο διαμονής δεν θα μπορούσαν να έχουν βρει για τον ξένο στα μέρη μας προπονητή, και αυτός απολαμβάνει κάθε φορά την πρωινή βόλτα του: μόνο εδώ βρίσκει λίγη ησυχία με αυτούς τους τρελούς οπαδούς που έχει μπλέξει και τον κυνηγάνε παντού.
Η Καστέλα είναι μια καλλονή με παλιά αρχοντόσπιτα που κατηφορίζουν από την κορυφή του λόφου ως κάτω στο κύμα της θάλασσας, με ήρεμους, ευγενικούς ανθρώπους και μικρά κίτρινα τρόλεϊ FIAT, που δεν μουγκρίζουν οι μηχανές τους σαν των λεωφορείων, αλλά ρολάρουν αθόρυβα στον κεντρικό της δρόμο. Τα τρόλεϊ στην Καστέλα είναι σαν σχολικά αυτοκίνητα που οι επιβάτες γνωρίζονται μεταξύ τους όπως οι συμμαθητές: οι οδηγοί και οι εισπράκτορες με τις καφετιές στολές σαν πιτζάμες και τα άσπρα τους πηλήκια με γείσο ξέρουν με τα μικρά ονόματά τους καλοντυμένους ηλικιωμένους και τις φορτωμένες ψώνια παραδουλεύτρες, λένε τα νέα τους, τα βάσανα και τις χαρές, ανταλλάσσουν συμβουλές και ευχές, λες και ανήκουν όλοι σε έναν ιδιαίτερο κόσμο, όλο καλοσύνη και ενδιαφέρον για τον άλλον.
Ο Μπούκοβι ακολουθεί πάντα την ίδια πρωινή διαδρομή να πάει στο Πασαλιμάνι για καφέ: περπατάει, χωρίς να βιάζεται, στο πεζοδρόμιο προς τη θάλασσα, περνάει πάνω από τον ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΟΜΙΛΟ με δάσος κατάρτια των ιστιοπλοϊκών, μετά έξω από το ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ του σκληρού Μανιάτη Φωτάκου με τ’ όνομα, μπροστά από τα σκαλάκια που κατεβάζουν στη ΣΠΗΛΙΑ του δαιμόνιου Παρασκευά, που μετέτρεψε το αρχαίο σπήλαιο Σηράγγειον στο διασημότερο κέντρο διασκέδασης, κάτι μεταξύ μπουζουκάδικου και βαριετέ, που εμφανίζονται Μαρούδας, Γούναρης, Χιώτης, Λίντα, Βλαχοπούλου, Μπελίντα, Λάουρα, Μελάγια, Μπιθικώτσης και βέβαια η θεά επί της Γης Μάριον Σίβα, το αστέρι της πίστας, που θαμπώνει άντρες και γυναίκες· μόλις εμφανίζεται, δεν χρειάζεται να τραγουδήσει, οι θαμώνες τη θαυμάζουν άφωνοι και η ορχήστρα ξεχνιέται να παίξει, ενώ στα τραπέζια της ΣΠΗΛΙΑΣ βλέπεις το ανφάν γκατέ των φραγκάτων και της αριστοκρατίας παρέα με διασημότητες, Ωνάση, Κάλλας, Ρενιέ, Γκρέις Κέλι, Μάρλον Μπράντο, Αντονι Κουίν, Τζέιν Μάνσφιλντ, Σοφία Λόρεν, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Αλέν Ντελόν, Ρόμι Σνάιντερ, Σιμόν Σινιορέ.
Βέβαια ούτε στην Καστέλα ο Μπούκοβι γλιτώνει εντελώς από τους γαύρους, είναι μέχρι να τον αντιληφθούν οι οδηγοί των αυτοκινήτων που περνάνε. Αρχίζουν ο ένας μετά τον άλλον να κορνάρουν για χαιρετισμό, και κάποιοι ωρύονται για να τον πάρουν μαζί τους.
Ο πρωτάρης και η τροτέζα
Πήγε πρώτη φορά με κορίτσι στο ξενοδοχείο. Φέρθηκε ακριβώς όπως τον είχαν δασκαλέψει οι μεγαλύτεροι στο καφενείο: έδωσε ταυτότητα στον υπάλληλο της ρεσεψιόν, η κοπέλα περίμενε πιο πίσω, πήρε το κλειδί και ανέβηκαν στο δωμάτιο. Οι κουρτίνες στο παράθυρο ήσαν τραβηγμένες και δεν έμπαινε φως: γύρισε τον διακόπτη, και μια λάμπα άναψε πλάι στο διπλό κρεβάτι. Στο ξένο δωμάτιο ένιωσε μαγκωμένος. Εδώ πέφτουν τα προσχήματα, ξέρουν και οι δυο τον λόγο που ήρθαν, γι’ αυτό χρειάζεται μια προθέρμανση, να σπάσει η κρυάδα.
Από την αρχή το πάνω χέρι το είχε εκείνη.
Πωλήτρια σε καλό μαγαζί στο Πασαλιμάνι, πιο ξεβγαλμένη στον κόσμο, δυο-τρία χρόνια πιο μεγάλη, και στην ουσία αυτή που τον καμάκωσε με το θάρρος που του έδωσε.
Τώρα σειρά του να πάει παρακάτω.
Επρεπε να πάρει πρωτοβουλία, να οδηγήσει τα πράγματα, και το έκανε όσο πιο γλυκά μπορούσε: σε λίγο βρέθηκαν γυμνοί στο κρεβάτι, και τα κορμιά αγρίεψαν, αλλά, παρά τη μεγάλη έξαψη και λίγο πριν το τελικό μπάσιμο, είχε ακόμα μυαλό να προσέξει την αλλόκοτη συμπεριφορά της κοπέλας: έδειχνε ότι ανταποκρίνεται με πάθος, κόρωνε μαζί του, μα είχε βάλει το χέρι της κάτω από το κρεβάτι και ψαχούλευε τον σωμιέ. Μάλλον βρήκε κάποιο συρματάκι να εξέχει, τρύπησε το δάχτυλό της στη ρώγα, να τρέξει λίγο αίμα, το έφερε μπροστά και πέρασε με τρόπο το ματωμένο δάχτυλο ανάμεσα στα πόδια της.
Ο νεαρός έπιασε το νόημα.
Κατάλαβε πως αν έκανε ότι δεν είδε, προκειμένου να μη χαλάσει τη φτιάξη, μετά θα έμπλεκε με απαιτήσεις παράλογες. Τραβήχτηκε αποπάνω της και ανασηκώθηκε:
- Γιατί το έκανες αυτό, της λέει αυστηρά.
Τι να πει; έβαλε τα κλάματα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr