Βενσάν Λιντόν: Σύγχρονος ιππότης
12.05.2016
08:13
Ο Βενσάν Λιντόν είναι τόσο ανθρώπινος, αρρενωπός και ευαίσθητος ταυτόχρονα που αγγίζει το ονειρικό
Ο Βενσάν Λιντόν σχεδόν «γλίστρησε» προς το Βραβείο Ερμηνείας που κέρδισε πέρσι στις Κάννες για τον «Νόμο της αγοράς». Ηταν σχεδόν αυτονόητο ότι κάποια στιγμή έπρεπε να κερδίσει. Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα καλύτερος, ολοένα πιο ώριμος στην τέχνη του. Τώρα, επιστρέφει με μία ακόμα αψεγάδιαστη ερμηνεία στον ρόλο του επικεφαλής μιας φαινομενικά αλτρουιστικής ομάδας σε ΜΚΟ που καλείται να μεταφέρει 300 παιδάκια από το Τσαντ στη Γαλλία στην ταινία «Λευκοί ιππότες» του Γιοακίμ Λαφός.
«Δεν έχω παίξει ποτέ μέχρι τώρα έναν τόσο αμφιλεγόμενο και σύνθετο χαρακτήρα όπως αυτόν του Ζακ», ομολογεί ο 57χρονος Γάλλος. «Για να επιλέξω έναν ρόλο, το πιο σημαντικό είναι να μου αρέσει η ιστορία. Επειτα, μου αρέσει να υπάρχει μια συζήτηση μεταξύ του χαρακτήρα και του ηθοποιού, δηλαδή εγώ θα πω “θα κάνω τα πάντα για να γίνω εσύ, όμως εσύ, δηλαδή ο χαρακτήρας, τι έχεις να μου προσφέρεις;”. Τι μπορώ να φέρω σε εμένα τον Βενσάν από αυτόν τον ήρωα που θα με αλλάξει με κάποιο τρόπο; Αν δεν υπάρχει κάτι να μου δώσει, τότε δεν με ενδιαφέρει».
Σκληρός, αποφασισμένος, άλλοτε γλυκός, ενίοτε σαρωτικός, ο Λιντόν κρατά την καρδιά της ταινίας στα χέρια του και τη χειρίζεται κατά βούληση, όπως κάνει και με τις καταστάσεις στην πλοκή. «Αυτό που μου άρεσε πολύ στον συγκεκριμένο ήρωα των “Λευκών Ιπποτών” είναι ότι πρόκειται για έναν άνδρα χαρακτηριστικό των καιρών που ζούμε», σημειώνει και προσθέτει: «Είναι νάρκισσος, ταυτόχρονα νιώθει ένα κενό και μια μελαγχολία, αλλά έχει και έναν σκοπό, μια προσδοκία. Εχει μέσα του μια τρέλα μεγαλομανίας -“με φώναξαν, με περιμένουν, εγώ θα τα καταφέρω”-, αλλά την ίδια στιγμή έχει και μια ειλικρινή επιθυμία να σώσει αυτά τα παιδιά. Είναι μια παθιασμένη και συναρπαστική προσωπικότητα που εκφράζει την τρέλα του κόσμου μας στη σημερινή εποχή. Θέλει να τραβάει την προσοχή πάνω του, μάχεται ενάντια στην αδικία, ενώ και ο ίδιος μπορεί να κάνει κάτι που δεν είναι σωστό. Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο καλό και το κακό».
Γεννημένος το 1959 στη Βόρεια Γαλλία, ο Λιντόν ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του ’80 να ασχολείται με το σινεμά, αρχικά ως βοηθός ενδυματολόγου στο «Ο θείος μου από την Αμερική» του Αλέν Ρενέ. Πέρασε στις ΗΠΑ, όπου και έμεινε για κάποια χρόνια δουλεύοντας σε μια εφημερίδα ως δημοσιογράφος. Ο πρώτος του κινηματογραφικός ρόλος ήταν στο «Le faucon» του Πολ Μπουζενά το 1983, τον οποίο ακολούθησαν διάφοροι δεύτεροι ρόλοι, όπως στο «Quelques jours avec moi» (1988) του Κλοντ Σοτέ και το «Betty Blue» του Ζαν-Ζακ Μπενέξ. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τα 90s απασχολούσε περισσότερο τα media λόγω της πεντάχρονης σχέσης του με την πριγκίπισσα Καρολίνα του Μονακό παρά με τις ταινίες του.
Η συνεργασία του ωστόσο με τον Κλοντ Λελούς («La belle histoire», «Tout ca pour ca!») θα είναι καταλυτική, πυροδοτώντας μια σειρά από σημαντικές συμμετοχές στο γαλλικό σινεμά, οι οποίες τα τελευταία 10-15 χρόνια έχουν αποκτήσει και διεθνές κοινό. Ακόμα πιο επιδραστική είναι η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη του «Νόμου της αγοράς» Στεφάν Μπριζέ, η οποία ξεκινά το 2009 με το «Mademoiselle Chambon» και συνεχίζεται και στο «A few hours of spring» (2012). («Είμαι ο πρεσβευτής των ονείρων, της γενναιοδωρίας, του επαγγελματισμού του», είπε ο Λιντόν για τον Μπριζέ παραλαμβάνοντας το Βραβείο Ερμηνείας στις Κάννες.) Το μικρό διαμαντάκι «Welcome» του Φιλίπ Λιορέ, όπου έπαιζε έναν προπονητή κολύμβησης που βοηθά έναν νεαρό πρόσφυγα, είναι η πρώτη ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί και η οποία συλλέγει πολλές υποψηφιότητες και βραβεία.
Η δύναμη του Λιντόν κρύβεται στο ότι διαρκώς βρίσκεται στο «τώρα», αναδεικνύει την αλήθεια της στιγμής όπως αυτή εκφράζεται από τη γλώσσα του σώματος, και όχι από μια βαθιά φιλοσοφική προετοιμασία. Και οι επιλογές του ως επί το πλείστον αφορούν απτές ανθρώπινες ιστορίες. «Οι ταινίες παλιότερα είχαν να κάνουν με τη φαντασία, αλλά ο κόσμος θέλει να βλέπει ολοένα περισσότερο ταινίες για τον κόσμο τους - τις ταινίες του Κεν Λόουτς και των αδελφών Νταρντέν», λέει στη FIPRESCI. «Εγώ δεν είμαι ήρωας. Απλώς κάνω ταινίες». Ας είναι Βενσάν, μόνο ταινίες.
«Δεν έχω παίξει ποτέ μέχρι τώρα έναν τόσο αμφιλεγόμενο και σύνθετο χαρακτήρα όπως αυτόν του Ζακ», ομολογεί ο 57χρονος Γάλλος. «Για να επιλέξω έναν ρόλο, το πιο σημαντικό είναι να μου αρέσει η ιστορία. Επειτα, μου αρέσει να υπάρχει μια συζήτηση μεταξύ του χαρακτήρα και του ηθοποιού, δηλαδή εγώ θα πω “θα κάνω τα πάντα για να γίνω εσύ, όμως εσύ, δηλαδή ο χαρακτήρας, τι έχεις να μου προσφέρεις;”. Τι μπορώ να φέρω σε εμένα τον Βενσάν από αυτόν τον ήρωα που θα με αλλάξει με κάποιο τρόπο; Αν δεν υπάρχει κάτι να μου δώσει, τότε δεν με ενδιαφέρει».
Σκληρός, αποφασισμένος, άλλοτε γλυκός, ενίοτε σαρωτικός, ο Λιντόν κρατά την καρδιά της ταινίας στα χέρια του και τη χειρίζεται κατά βούληση, όπως κάνει και με τις καταστάσεις στην πλοκή. «Αυτό που μου άρεσε πολύ στον συγκεκριμένο ήρωα των “Λευκών Ιπποτών” είναι ότι πρόκειται για έναν άνδρα χαρακτηριστικό των καιρών που ζούμε», σημειώνει και προσθέτει: «Είναι νάρκισσος, ταυτόχρονα νιώθει ένα κενό και μια μελαγχολία, αλλά έχει και έναν σκοπό, μια προσδοκία. Εχει μέσα του μια τρέλα μεγαλομανίας -“με φώναξαν, με περιμένουν, εγώ θα τα καταφέρω”-, αλλά την ίδια στιγμή έχει και μια ειλικρινή επιθυμία να σώσει αυτά τα παιδιά. Είναι μια παθιασμένη και συναρπαστική προσωπικότητα που εκφράζει την τρέλα του κόσμου μας στη σημερινή εποχή. Θέλει να τραβάει την προσοχή πάνω του, μάχεται ενάντια στην αδικία, ενώ και ο ίδιος μπορεί να κάνει κάτι που δεν είναι σωστό. Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο καλό και το κακό».
Γεννημένος το 1959 στη Βόρεια Γαλλία, ο Λιντόν ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του ’80 να ασχολείται με το σινεμά, αρχικά ως βοηθός ενδυματολόγου στο «Ο θείος μου από την Αμερική» του Αλέν Ρενέ. Πέρασε στις ΗΠΑ, όπου και έμεινε για κάποια χρόνια δουλεύοντας σε μια εφημερίδα ως δημοσιογράφος. Ο πρώτος του κινηματογραφικός ρόλος ήταν στο «Le faucon» του Πολ Μπουζενά το 1983, τον οποίο ακολούθησαν διάφοροι δεύτεροι ρόλοι, όπως στο «Quelques jours avec moi» (1988) του Κλοντ Σοτέ και το «Betty Blue» του Ζαν-Ζακ Μπενέξ. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι τα 90s απασχολούσε περισσότερο τα media λόγω της πεντάχρονης σχέσης του με την πριγκίπισσα Καρολίνα του Μονακό παρά με τις ταινίες του.
Η συνεργασία του ωστόσο με τον Κλοντ Λελούς («La belle histoire», «Tout ca pour ca!») θα είναι καταλυτική, πυροδοτώντας μια σειρά από σημαντικές συμμετοχές στο γαλλικό σινεμά, οι οποίες τα τελευταία 10-15 χρόνια έχουν αποκτήσει και διεθνές κοινό. Ακόμα πιο επιδραστική είναι η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη του «Νόμου της αγοράς» Στεφάν Μπριζέ, η οποία ξεκινά το 2009 με το «Mademoiselle Chambon» και συνεχίζεται και στο «A few hours of spring» (2012). («Είμαι ο πρεσβευτής των ονείρων, της γενναιοδωρίας, του επαγγελματισμού του», είπε ο Λιντόν για τον Μπριζέ παραλαμβάνοντας το Βραβείο Ερμηνείας στις Κάννες.) Το μικρό διαμαντάκι «Welcome» του Φιλίπ Λιορέ, όπου έπαιζε έναν προπονητή κολύμβησης που βοηθά έναν νεαρό πρόσφυγα, είναι η πρώτη ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί και η οποία συλλέγει πολλές υποψηφιότητες και βραβεία.
Η δύναμη του Λιντόν κρύβεται στο ότι διαρκώς βρίσκεται στο «τώρα», αναδεικνύει την αλήθεια της στιγμής όπως αυτή εκφράζεται από τη γλώσσα του σώματος, και όχι από μια βαθιά φιλοσοφική προετοιμασία. Και οι επιλογές του ως επί το πλείστον αφορούν απτές ανθρώπινες ιστορίες. «Οι ταινίες παλιότερα είχαν να κάνουν με τη φαντασία, αλλά ο κόσμος θέλει να βλέπει ολοένα περισσότερο ταινίες για τον κόσμο τους - τις ταινίες του Κεν Λόουτς και των αδελφών Νταρντέν», λέει στη FIPRESCI. «Εγώ δεν είμαι ήρωας. Απλώς κάνω ταινίες». Ας είναι Βενσάν, μόνο ταινίες.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr