Ο «πολεμοχαρής» Γεράσιμος Γεννατάς
02.08.2016
07:52
Είναι ένας εκκεντρικός τύπος που έχει τη σκληρή και ενίοτε παρατραβηγμένη κριτική στο τσεπάκι;
Ή ένας ηθοποιός που, αν και ενταγμένος στο καλλιτεχνικό σύστημα, δεν έχει μάθει να ελέγχει ούτε τα νεύρα, ούτε τη γλώσσα του; Ή μήπως πάλι είναι ένας ειλικρινής άνθρωπος που έχει μάθει να λέει την αλήθεια ωμή; Το σίγουρο είναι ότι ο Γεράσιμος Γεννατάς προκαλεί και όποιος κρίνει, κρίνεται
Οταν πριν από λίγες ημέρες βρέθηκε στα Χανιά επιλέγοντας να παρακολουθήσει την «Ορέστεια» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά με πρωταγωνιστές καταξιωμένους ηθοποιούς, όπως οι Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και Νίκος Κουρής, αρκούσε μια εκρηκτικά διατυπωμένη απορριπτική παρέμβασή του για να ανοίξει και πάλι τον ασκό του Αιόλου. Μια πύρινη ανάρτησή του στον προσωπικό του λογαριασμό στα social media έφερε τον Γεράσιμο Γεννατά στο προσκήνιο όχι με τον πλέον κομψό τρόπο: «ήμουν πριν από λίγο στην ανατολική Τάφρο στα Χανιά .. έβλεπα ορεστεια ... δε ντρέπεστε ρε μαλακες να μας δειχνετε αυτη την απερίγραπτη μαλακία, όπου ο Μαρκουλάκης βαζει κατι γυαλιά κ καμωνεται οτι κατι παίζει, ο Κουρής ειναι στον αυτισμο του κ δεν μπορει να φραζαρει φωνήεντα και σύμφωνα μαζί κ λάιφο κ αθενς βοισ μας λενε οτι πρόκειται για μεγαλη παράσταση ... ουστ κοπροσκυλα του χουβαρδα ... δεν παει αλλο πια ...».
Λίγες ημέρες μετά και ενώ είχε ξεσπάσει ολόκληρη παραφιλολογία στο Διαδίκτυο για την αντισυναδελφική συμπεριφορά και την άκομψη κριτική του γνωστού ηθοποιού, ο ίδιος αναγκάστηκε να σβήσει το σχόλιό του. Συμμαζεύοντας κάπως την κατάσταση, εξέφρασε μια γενικότερη τοποθέτηση με ένα απόσπασμα από τη θεατρική παραγωγή «Αριστοφανειάδα» στην οποία και πρωταγωνιστεί: «Καθένας μας σε αυτή τη ζωή καλείται να σπρώξει το δικό του κάρο. Το κάρο είναι συχνά βαρύ και ασήκωτο. Χρειάζεται πολύς μόχθος και πολλές μάσκες για να αντέξεις ρόλοι πολλοί σε μια ρωγμή». Αν και το συγκεκριμένο απόσπασμα θεωρήθηκε απάντηση σε όσους κατέκριναν το ξέσπασμά του, από συντακτικής άποψης η τελευταία φράση είναι μάλλον δυσερμήνευτη.
Με τη σύντροφό του Βάσω Τσακίρη, «ο μόνος άνθρωπος που με αντέχει», όπως δηλώνει ο ίδιος
Εν τω μεταξύ ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, από τη πλευρά του, αρνήθηκε την οποιαδήποτε τοποθέτηση στην αθυρόστομη κριτική του Γεννατά. Ο πρώτος, άλλωστε, είχε σχολιάσει σχεδόν προφητικά, πριν από την παρέμβαση του συναδέλφου του, τις ενδεχόμενες αρνητικές κριτικές για την παράσταση λέγοντας ότι «οι κάτοχοι της απόλυτης αλήθειας ας υποστείλουν τις σημαίες τους. Το θέατρο είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Και προχωρά όπως όλα στη ζωή, δοκιμάζοντας. Το καλό είναι ότι στις δοκιμές αυτές δεν πεθαίνει κανείς. Αντιθέτως, κάποιες φορές -σπάνιο αλλά συμβαίνει- κάποιος μπορεί να αναστηθεί». Ηταν μια ήρεμη υπεράσπιση του έργου του Χουβαρδά στο Facebook, χωρίς πιθανότατα να περιμένει το τι θα επακολουθούσε.
Λίγες ημέρες μετά και ενώ είχε ξεσπάσει ολόκληρη παραφιλολογία στο Διαδίκτυο για την αντισυναδελφική συμπεριφορά και την άκομψη κριτική του γνωστού ηθοποιού, ο ίδιος αναγκάστηκε να σβήσει το σχόλιό του. Συμμαζεύοντας κάπως την κατάσταση, εξέφρασε μια γενικότερη τοποθέτηση με ένα απόσπασμα από τη θεατρική παραγωγή «Αριστοφανειάδα» στην οποία και πρωταγωνιστεί: «Καθένας μας σε αυτή τη ζωή καλείται να σπρώξει το δικό του κάρο. Το κάρο είναι συχνά βαρύ και ασήκωτο. Χρειάζεται πολύς μόχθος και πολλές μάσκες για να αντέξεις ρόλοι πολλοί σε μια ρωγμή». Αν και το συγκεκριμένο απόσπασμα θεωρήθηκε απάντηση σε όσους κατέκριναν το ξέσπασμά του, από συντακτικής άποψης η τελευταία φράση είναι μάλλον δυσερμήνευτη.
Με τη σύντροφό του Βάσω Τσακίρη, «ο μόνος άνθρωπος που με αντέχει», όπως δηλώνει ο ίδιος
Εν τω μεταξύ ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, από τη πλευρά του, αρνήθηκε την οποιαδήποτε τοποθέτηση στην αθυρόστομη κριτική του Γεννατά. Ο πρώτος, άλλωστε, είχε σχολιάσει σχεδόν προφητικά, πριν από την παρέμβαση του συναδέλφου του, τις ενδεχόμενες αρνητικές κριτικές για την παράσταση λέγοντας ότι «οι κάτοχοι της απόλυτης αλήθειας ας υποστείλουν τις σημαίες τους. Το θέατρο είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Και προχωρά όπως όλα στη ζωή, δοκιμάζοντας. Το καλό είναι ότι στις δοκιμές αυτές δεν πεθαίνει κανείς. Αντιθέτως, κάποιες φορές -σπάνιο αλλά συμβαίνει- κάποιος μπορεί να αναστηθεί». Ηταν μια ήρεμη υπεράσπιση του έργου του Χουβαρδά στο Facebook, χωρίς πιθανότατα να περιμένει το τι θα επακολουθούσε.
Οταν το «thema people» επικοινώνησε με τον Γεράσιμο Γεννατά με αφορμή το συμβάν, εκείνος αρκέστηκε σε μια απάντηση που έλεγε: « Δεν θέλω να σχολιάσω τίποτα περαιτέρω. Το συμβάν είναι ήδη λήξαν. Δεν έχει αξία μια περαιτέρω ανάλυση. Αν θέλετε να μιλήσουμε, θα μιλήσουμε μόνο για την παράστασή μου. Ολα τα άλλα είναι περιττά και δεν έχουν νόημα».
Ποιος είναι, όμως, ο ηθοποιός που κατά καιρούς προκαλεί σωρεία αντιδράσεων με τις δηλώσεις του; Γεννημένος το 1961 στην Αθήνα, δίνει τον δικό του αγώνα από παιδί, αφού η ζωή τού δείχνει το σκληρό πρόσωπό της από πολύ νωρίς. Σε ηλικία 15 ετών χάνει τον πατέρα του και δύο χρόνια μετά τη μητέρα του. Η εφηβική ορφάνια συνοδεύεται από τεράστια οικονομικά προβλήματα που επηρεάζουν αρνητικά, αν δεν καταρρακώνουν, τη νεανική ψυχή του. Αναπόφευκτα, καθώς έπρεπε να φροντίσει τη μικρή του αδερφή και την ηλικιωμένη γιαγιά του ενώ παράλληλα σπούδαζε, προχωρά σε ένα είδος χειραφέτησης που ισούται με πρόωρη ωρίμανση.
Ο ίδιος έχει μιλήσει για εκείνη την περίοδο της ζωής του με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που δεν έχει παραδώσει τον εαυτό του στο πλήγμα που σημάδεψε τα εφηβικά του χρόνια: «Αισθάνομαι ότι δεν έζησα ποτέ τη ζωή μου στην ώρα της. Ο θάνατος των γονιών μου, που συνοδεύτηκε από εντάλματα προσωποκράτησης και κατάσχεσης του σπιτιού που μου άφησαν, μου επέβαλε να μεγαλώσω απότομα. Θέλεις - δεν θέλεις, όταν βλέπεις ένα ολόκληρο κράτος να σε κυνηγάει την ώρα που οι μίζες στις εφορίες πάνε κι έρχονται, παύεις να βλέπεις τα πράγματα με την παιδική αθωότητα. Την εφηβεία μου την πέρασα στα 35 μου. Εκανα επιπολαιότητες, δεν με ενδιέφερε η καριέρα μου. Ακόμη και τώρα, που είμαι 52, αισθάνομαι ότι κάνω πράγματα που δεν έκανα όταν έπρεπε. Η σύντροφός μου είναι πιο οριοθετημένη, ενώ εγώ είμαι πιο χύμα. Είμαι εξαιρετικά αναποφάσιστος. Για εμένα το πιο απλό πράγμα που κάνουν οι άλλοι ισοδυναμεί με τρεις μήνες πρόβας».
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στην «Ορέστεια» βρέθηκαν στο στόχαστρο της κριτικής του
Tελειόφοιτος του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Βεάκη το 1991, μπαίνει στον χώρο της τέχνης και εργάζεται για αρκετά χρόνια στα ΔΗΠΕΘΕ. Αργότερα παίρνει μέρος σε κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές όπως «Κόκκινος κύκλος», «10η εντολή», «Λένη», «Επτά θανάσιμες πεθερές», «Μίλα μου βρώμικα», «Ουδέν πρόβλημα» κ.ά. Το 1999 ο ταλαντούχος ηθοποιός τιμήθηκε με το βραβείο της Ενωσης Ελλήνων Κριτικών για την ερμηνεία του στον ρόλο του Τρουφαλντίνο στον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» του Κάρλο Γκολντόνι. Εκτοτε ερμηνεύει δύσκολους και διαφορετικούς ρόλους πρωταγωνιστώντας στο θέατρο, σε ταινίες και σίριαλ, γράφει, σκηνοθετεί και διδάσκει σε δραματικές σχολές. Πάντα υπερασπιζόμενος τον τίτλο τιμής του καλλιτέχνη που μπορεί να κοιτάζει το κοινό κατάματα, χωρίς να κρύβεται πίσω από μια προβλέψιμη, κωμική συνήθως, μανιέρα.
Παλαιότερα τα είχε βάλει με την προβεβλημένη showbiz δηλώνοντας: «Είναι κάποιες λέξεις που χρησιμοποιούνται στον χώρο μας με πολύ συγκεκριμένη χρήση. “Καριέρα”, “δημοσιότητα” είναι λέξεις κενές νοήματος και ουσίας. Με ενδιαφέρει να κάνω τη δουλειά μου. Αυτή η απίστευτη πιπίλα της αναγνωρισιμότητας δεν με αφορά καθόλου. Είναι ψέμα για τη χώρα που ζούμε. Σε αυτή τη μικρή χώρα αυτοί που συμπεριφέρονται ως “επώνυμοι” είναι τόσο βαθιά νυχτωμένοι. Αρκεί να πάρουν ένα αεροπλάνο και να πάνε στο Ρέικιαβικ ή το Λονδίνο που δεν τους ξέρει κανείς. Τι γίνεται εκεί; Ολοι αυτοί οι απίστευτοι “τενεκέδες” που “παρελαύνουν” και λένε, λένε, λένε... Ο,τι και αν είναι αυτοί, τραγουδιστές, ηθοποιοί, τυχαίνει στη συγκεκριμένη στιγμή να ζουν εύκολα επειδή έγινε η μούρη τους λίγο γνωστή. Κι αυτοί νομίζουν ότι κάτι είναι. Ε, δεν είναι τίποτα». Και ενώ για κάποιους εμφορείται από έπαρση ή για άλλους πορεύεται με αυτοπεποίθηση, το σίγουρο είναι ότι ο ίδιος αναλαμβάνει την ευθύνη όσων εκάστοτε δηλώνει. «Δεν είμαι από τους ανθρώπους που φοράνε ένα ψεύτικο, πλαστικό χαμόγελο και αρχίζουν τα μπλα-μπλα-μπλα», είχε τονίσει σε ανύποπτο χρόνο σε τηλεοπτική του συνέντευξη. Ωστόσο, από τη χειμαρρώδη και σκληρή κριτική που ενίοτε ασκεί δεν έχει ξεφύγει ούτε η πολιτική, την οποία έχει χαρακτηρίσει «οργανωμένη αλητεία που λυμαίνεται αυτόν τον τόπο».
Είτε με τον βερμπαλισμό του αγανακτισμένου, είτε από εδραία γνώση των συνθηκών, είχε υποστηρίξει την εποχή της οικουμενικής διακυβέρνησης ότι βιώνουμε έναν οικονομικό φασισμό, μια απροκάλυπτη χούντα. «Μια πρωτότυπη οικονομική χούντα, ενώ γίναμε πολίτες που δεν διεκδικούν τίποτα», είχε πει το 2014 όταν στο Θέατρο Χυτήριο πρωταγωνιστούσε στην πρωτότυπη πολιτική επιθεώρηση διαμαρτυρίας «Πατριδογνωσία ή τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη». Αρκετοί, πάντως, τότε από το θεατρικό σινάφι είχαν υπονοήσει ότι ο κωμικός ηθοποιός με το ατίθασο μαλλί είχε υιοθετήσει στοιχεία του ανυπότακτου ρόλου που ερμήνευε σε εκείνη την παράσταση στο αυθεντικά προσωπικό του προφίλ και τα οποία ενθάρρυναν την ενασχόλησή του με τα κοινά. Ωστόσο, για ένα έργο που ο ίδιος είχε συγγράψει, μερικές φορές είναι αδιόρατα λεπτή η γραμμή που χωρίζει τη θεατρική παράσταση από την κοινωνική ζωή. Ο Γεννατάς είχε θέσει υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Πετρούπολης με τον συνδυασμό που υποστήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ. Κατόρθωσε μεν να εκλεγεί, αφού μερίδα των πολιτών του δήμου εμπιστεύτηκε την ψήφο της στον οργισμένο αντιμνημονιακό του λόγο, αλλά μετά από οκτώ μήνες παραιτήθηκε δίνοντας υποσχέσεις στους συμπολίτες του ότι θα παραμείνει δίπλα στους αγώνες τους.
Ατομο με έντονο κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό, δηλωμένος αριστερός, υποστηρίζει ότι δεν κάνει δημόσιες σχέσεις, δεν γλείφει και παρά τα οικονομικά του προβλήματα αποφεύγει τα καλλιτεχνικά παρεάκια του σιναφιού. Του αρέσει μόνο να βρίσκεται στο εξοχικό του σπίτι στον Χελμό και να ηρεμεί φροντίζοντας το αμπέλι του και φτιάχνοντας μαζί με έναν φίλο του κρασί στην ημιορεινή Αχαΐα, έχοντας μαζί τον δίχρονο γιο του και τη σύντροφό του Βάσω Τσακίρη, τον μόνο άνθρωπο που, όπως λέει ο ίδιος, τον αντέχει. Θύματα της αιχμηρής του γλώσσας έχουν πέσει κατά καιρούς πρόσωπα και τηλεοπτικά προγράμματα. Είχε κατηγορήσει τα ριάλιτι αν και ο ίδιος είχε καθίσει στη θέση του κριτή στο τηλεοπτικό σόου «Your face sounds familiar» πριν από κάποια χρόνια. Τα είχε βάλει ακόμη και με τη Ζέτα Μακρυπούλια σχολιάζοντας ότι δεν τη θεωρεί συνάδελφό του.
«Οφείλω να πω ότι η ίδια η Ζέτα είχε διαχειριστεί πάρα πολύ ωραία το θέμα τότε», σχολίασε λίγο καιρό μετά ρίχνοντας παγωμένο νερό στο κρασί του. Ανασκευάζοντας κατά κάποιον τρόπο εκείνη τη δήλωσή του, είχε τονίσει για τη Ζέτα ότι η ίδια «είχε αναφερθεί στο πρόσωπό μου λέγοντας ότι είμαι πολύ καλός ηθοποιός και επομένως θα χαιρόταν να δουλέψει μαζί μου, μια πολύ κλασάτη συμπεριφορά και απάντηση. Επίσης θεωρώ ότι στο “Dancing” ήταν εξαιρετική παρουσιάστρια». Ωστόσο, το γεγονός ότι απέφυγε εκ νέου να την ονομάσει ως ηθοποιό δεν πέρασε απαρατήρητο από ανθρώπους της καλλιτεχνικής πιάτσας, οι οποίοι εκτίμησαν ότι η καθυστερημένη επιδαψίλευση επαίνων για τον ρόλο της ως παρουσιάστριας συγκάλυπτε την επιθετική του στάση απέναντι σε ανθρώπους που δεν μπορεί ο ίδιος να υποφέρει ως συναδέλφους.
Οπως και να ’χει, ο Γεράσιμος Γεννατάς, είτε ως ανυπότακτος είτε ως εγωκεντρικός, φορμάρει μια περσόνα που πλασάρει ότι τολμά να λέει φωναχτά αυτά που σκέφτονται όλοι αλλά διστάζουν να εκστομίσουν. Για το αν δικαιούται ή όχι να ανοίγει το στόμα του κατ’ αυτόν τον τρόπο, θίγοντας ερμηνείες και επικρίνοντας παραστάσεις, έχει βρει συμπαραστάτες αλλά και αντιπάλους. Ο ίδιος, πάντως, κάνοντας αυτοκριτική υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε ποτέ καλό παιδί και κόβει τον βήχα στους επικριτές του δηλώνοντας ότι το γεγονός πως είναι ευχάριστος στην παρέα δεν αναιρεί τη σκληρότητα της γλώσσας του. «Είμαι ένα πλάσμα που έχει άποψη γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Μόνο με την κριτική μπορούν να προχωρήσουν τα πράγματα». Εν μέρει σωστό αυτό, διότι υπάρχει και ο αντίλογος, διατυπωμένος από τον Αλμπέρ Καμύ, που λέει ότι «οι άνθρωποι σπεύδουν να ασκήσουν κριτική για να μην κριθούν οι ίδιοι».
Από νωρίς στα βάσανα
Ποιος είναι, όμως, ο ηθοποιός που κατά καιρούς προκαλεί σωρεία αντιδράσεων με τις δηλώσεις του; Γεννημένος το 1961 στην Αθήνα, δίνει τον δικό του αγώνα από παιδί, αφού η ζωή τού δείχνει το σκληρό πρόσωπό της από πολύ νωρίς. Σε ηλικία 15 ετών χάνει τον πατέρα του και δύο χρόνια μετά τη μητέρα του. Η εφηβική ορφάνια συνοδεύεται από τεράστια οικονομικά προβλήματα που επηρεάζουν αρνητικά, αν δεν καταρρακώνουν, τη νεανική ψυχή του. Αναπόφευκτα, καθώς έπρεπε να φροντίσει τη μικρή του αδερφή και την ηλικιωμένη γιαγιά του ενώ παράλληλα σπούδαζε, προχωρά σε ένα είδος χειραφέτησης που ισούται με πρόωρη ωρίμανση.
Ο ίδιος έχει μιλήσει για εκείνη την περίοδο της ζωής του με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που δεν έχει παραδώσει τον εαυτό του στο πλήγμα που σημάδεψε τα εφηβικά του χρόνια: «Αισθάνομαι ότι δεν έζησα ποτέ τη ζωή μου στην ώρα της. Ο θάνατος των γονιών μου, που συνοδεύτηκε από εντάλματα προσωποκράτησης και κατάσχεσης του σπιτιού που μου άφησαν, μου επέβαλε να μεγαλώσω απότομα. Θέλεις - δεν θέλεις, όταν βλέπεις ένα ολόκληρο κράτος να σε κυνηγάει την ώρα που οι μίζες στις εφορίες πάνε κι έρχονται, παύεις να βλέπεις τα πράγματα με την παιδική αθωότητα. Την εφηβεία μου την πέρασα στα 35 μου. Εκανα επιπολαιότητες, δεν με ενδιέφερε η καριέρα μου. Ακόμη και τώρα, που είμαι 52, αισθάνομαι ότι κάνω πράγματα που δεν έκανα όταν έπρεπε. Η σύντροφός μου είναι πιο οριοθετημένη, ενώ εγώ είμαι πιο χύμα. Είμαι εξαιρετικά αναποφάσιστος. Για εμένα το πιο απλό πράγμα που κάνουν οι άλλοι ισοδυναμεί με τρεις μήνες πρόβας».
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στην «Ορέστεια» βρέθηκαν στο στόχαστρο της κριτικής του
Tελειόφοιτος του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Βεάκη το 1991, μπαίνει στον χώρο της τέχνης και εργάζεται για αρκετά χρόνια στα ΔΗΠΕΘΕ. Αργότερα παίρνει μέρος σε κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές όπως «Κόκκινος κύκλος», «10η εντολή», «Λένη», «Επτά θανάσιμες πεθερές», «Μίλα μου βρώμικα», «Ουδέν πρόβλημα» κ.ά. Το 1999 ο ταλαντούχος ηθοποιός τιμήθηκε με το βραβείο της Ενωσης Ελλήνων Κριτικών για την ερμηνεία του στον ρόλο του Τρουφαλντίνο στον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» του Κάρλο Γκολντόνι. Εκτοτε ερμηνεύει δύσκολους και διαφορετικούς ρόλους πρωταγωνιστώντας στο θέατρο, σε ταινίες και σίριαλ, γράφει, σκηνοθετεί και διδάσκει σε δραματικές σχολές. Πάντα υπερασπιζόμενος τον τίτλο τιμής του καλλιτέχνη που μπορεί να κοιτάζει το κοινό κατάματα, χωρίς να κρύβεται πίσω από μια προβλέψιμη, κωμική συνήθως, μανιέρα.
Παλαιότερα τα είχε βάλει με την προβεβλημένη showbiz δηλώνοντας: «Είναι κάποιες λέξεις που χρησιμοποιούνται στον χώρο μας με πολύ συγκεκριμένη χρήση. “Καριέρα”, “δημοσιότητα” είναι λέξεις κενές νοήματος και ουσίας. Με ενδιαφέρει να κάνω τη δουλειά μου. Αυτή η απίστευτη πιπίλα της αναγνωρισιμότητας δεν με αφορά καθόλου. Είναι ψέμα για τη χώρα που ζούμε. Σε αυτή τη μικρή χώρα αυτοί που συμπεριφέρονται ως “επώνυμοι” είναι τόσο βαθιά νυχτωμένοι. Αρκεί να πάρουν ένα αεροπλάνο και να πάνε στο Ρέικιαβικ ή το Λονδίνο που δεν τους ξέρει κανείς. Τι γίνεται εκεί; Ολοι αυτοί οι απίστευτοι “τενεκέδες” που “παρελαύνουν” και λένε, λένε, λένε... Ο,τι και αν είναι αυτοί, τραγουδιστές, ηθοποιοί, τυχαίνει στη συγκεκριμένη στιγμή να ζουν εύκολα επειδή έγινε η μούρη τους λίγο γνωστή. Κι αυτοί νομίζουν ότι κάτι είναι. Ε, δεν είναι τίποτα». Και ενώ για κάποιους εμφορείται από έπαρση ή για άλλους πορεύεται με αυτοπεποίθηση, το σίγουρο είναι ότι ο ίδιος αναλαμβάνει την ευθύνη όσων εκάστοτε δηλώνει. «Δεν είμαι από τους ανθρώπους που φοράνε ένα ψεύτικο, πλαστικό χαμόγελο και αρχίζουν τα μπλα-μπλα-μπλα», είχε τονίσει σε ανύποπτο χρόνο σε τηλεοπτική του συνέντευξη. Ωστόσο, από τη χειμαρρώδη και σκληρή κριτική που ενίοτε ασκεί δεν έχει ξεφύγει ούτε η πολιτική, την οποία έχει χαρακτηρίσει «οργανωμένη αλητεία που λυμαίνεται αυτόν τον τόπο».
Είτε με τον βερμπαλισμό του αγανακτισμένου, είτε από εδραία γνώση των συνθηκών, είχε υποστηρίξει την εποχή της οικουμενικής διακυβέρνησης ότι βιώνουμε έναν οικονομικό φασισμό, μια απροκάλυπτη χούντα. «Μια πρωτότυπη οικονομική χούντα, ενώ γίναμε πολίτες που δεν διεκδικούν τίποτα», είχε πει το 2014 όταν στο Θέατρο Χυτήριο πρωταγωνιστούσε στην πρωτότυπη πολιτική επιθεώρηση διαμαρτυρίας «Πατριδογνωσία ή τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη». Αρκετοί, πάντως, τότε από το θεατρικό σινάφι είχαν υπονοήσει ότι ο κωμικός ηθοποιός με το ατίθασο μαλλί είχε υιοθετήσει στοιχεία του ανυπότακτου ρόλου που ερμήνευε σε εκείνη την παράσταση στο αυθεντικά προσωπικό του προφίλ και τα οποία ενθάρρυναν την ενασχόλησή του με τα κοινά. Ωστόσο, για ένα έργο που ο ίδιος είχε συγγράψει, μερικές φορές είναι αδιόρατα λεπτή η γραμμή που χωρίζει τη θεατρική παράσταση από την κοινωνική ζωή. Ο Γεννατάς είχε θέσει υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Πετρούπολης με τον συνδυασμό που υποστήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ. Κατόρθωσε μεν να εκλεγεί, αφού μερίδα των πολιτών του δήμου εμπιστεύτηκε την ψήφο της στον οργισμένο αντιμνημονιακό του λόγο, αλλά μετά από οκτώ μήνες παραιτήθηκε δίνοντας υποσχέσεις στους συμπολίτες του ότι θα παραμείνει δίπλα στους αγώνες τους.
Ατομο με έντονο κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό, δηλωμένος αριστερός, υποστηρίζει ότι δεν κάνει δημόσιες σχέσεις, δεν γλείφει και παρά τα οικονομικά του προβλήματα αποφεύγει τα καλλιτεχνικά παρεάκια του σιναφιού. Του αρέσει μόνο να βρίσκεται στο εξοχικό του σπίτι στον Χελμό και να ηρεμεί φροντίζοντας το αμπέλι του και φτιάχνοντας μαζί με έναν φίλο του κρασί στην ημιορεινή Αχαΐα, έχοντας μαζί τον δίχρονο γιο του και τη σύντροφό του Βάσω Τσακίρη, τον μόνο άνθρωπο που, όπως λέει ο ίδιος, τον αντέχει. Θύματα της αιχμηρής του γλώσσας έχουν πέσει κατά καιρούς πρόσωπα και τηλεοπτικά προγράμματα. Είχε κατηγορήσει τα ριάλιτι αν και ο ίδιος είχε καθίσει στη θέση του κριτή στο τηλεοπτικό σόου «Your face sounds familiar» πριν από κάποια χρόνια. Τα είχε βάλει ακόμη και με τη Ζέτα Μακρυπούλια σχολιάζοντας ότι δεν τη θεωρεί συνάδελφό του.
«Οφείλω να πω ότι η ίδια η Ζέτα είχε διαχειριστεί πάρα πολύ ωραία το θέμα τότε», σχολίασε λίγο καιρό μετά ρίχνοντας παγωμένο νερό στο κρασί του. Ανασκευάζοντας κατά κάποιον τρόπο εκείνη τη δήλωσή του, είχε τονίσει για τη Ζέτα ότι η ίδια «είχε αναφερθεί στο πρόσωπό μου λέγοντας ότι είμαι πολύ καλός ηθοποιός και επομένως θα χαιρόταν να δουλέψει μαζί μου, μια πολύ κλασάτη συμπεριφορά και απάντηση. Επίσης θεωρώ ότι στο “Dancing” ήταν εξαιρετική παρουσιάστρια». Ωστόσο, το γεγονός ότι απέφυγε εκ νέου να την ονομάσει ως ηθοποιό δεν πέρασε απαρατήρητο από ανθρώπους της καλλιτεχνικής πιάτσας, οι οποίοι εκτίμησαν ότι η καθυστερημένη επιδαψίλευση επαίνων για τον ρόλο της ως παρουσιάστριας συγκάλυπτε την επιθετική του στάση απέναντι σε ανθρώπους που δεν μπορεί ο ίδιος να υποφέρει ως συναδέλφους.
Οπως και να ’χει, ο Γεράσιμος Γεννατάς, είτε ως ανυπότακτος είτε ως εγωκεντρικός, φορμάρει μια περσόνα που πλασάρει ότι τολμά να λέει φωναχτά αυτά που σκέφτονται όλοι αλλά διστάζουν να εκστομίσουν. Για το αν δικαιούται ή όχι να ανοίγει το στόμα του κατ’ αυτόν τον τρόπο, θίγοντας ερμηνείες και επικρίνοντας παραστάσεις, έχει βρει συμπαραστάτες αλλά και αντιπάλους. Ο ίδιος, πάντως, κάνοντας αυτοκριτική υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε ποτέ καλό παιδί και κόβει τον βήχα στους επικριτές του δηλώνοντας ότι το γεγονός πως είναι ευχάριστος στην παρέα δεν αναιρεί τη σκληρότητα της γλώσσας του. «Είμαι ένα πλάσμα που έχει άποψη γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Μόνο με την κριτική μπορούν να προχωρήσουν τα πράγματα». Εν μέρει σωστό αυτό, διότι υπάρχει και ο αντίλογος, διατυπωμένος από τον Αλμπέρ Καμύ, που λέει ότι «οι άνθρωποι σπεύδουν να ασκήσουν κριτική για να μην κριθούν οι ίδιοι».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr