30 Αυγούστου 1949: Η τελευταία πράξη του Εμφυλίου στον Γράμμο και το Βίτσι

30 Αυγούστου 1949: Η τελευταία πράξη του Εμφυλίου στον Γράμμο και το Βίτσι

Τα γεγονότα από τις αρχές Μαΐου ως τα τέλη Αυγούστου 1949 – Το σχέδιο "Πυρσός" – Οι τελικές επιχειρήσεις στο Βίτσι και τον Γράμμο – Η πτώση της κορυφής Κάμενικ (30 Αυγούστου 1949)

30 Αυγούστου 1949: Η τελευταία πράξη του Εμφυλίου στον Γράμμο και το Βίτσι
Με την τελευταία περίοδο του εμφυλίου πολέμου, από τις αρχές Μαΐου ως τα τέλη Αυγούστου 1949 θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Σήμερα, 30 Αυγούστου, συμπληρώνονται 68 χρόνια από την κατάληψη από τις κυβερνητικές δυνάμεις της κορυφής Κάμενικ στο όρος Γράμμος, που σήμανε ουσιαστικά το τέλος του εμφυλίου.

Οι "εκκαθαριστικές επιχειρήσεις" σε Κεντρική και Νότια Ελλάδα

Στις αρχές Μαΐου 1949 ξεκίνησαν μεγάλες επιχειρήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων (περίπου 50.000 άνδρες) εναντίον των ανταρτών στη Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία, με την κωδική ονομασία "Πύραυλος".

Την ίδια περίοδο, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδος (Δ.Σ.Ε.) ήταν έτοιμος να δεχτεί διαμεσολαβητές για την κατάπαυση των εχθροπραξιών με απώτερο σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών υπό την εποπτεία του Ο.Η.Ε. Η Μόσχα, μέσω του, τότε αντιπροσώπου στον Ο.Η.Ε. Αντρέι Γκρομίκο, πρότεινε στους Άγγλους και τους Αμερικανούς τον τερματισμό του εμφυλίου στην Ελλάδα. Στις 4 Μαΐου 1949, ο Αντρέι Γκρομίκο, συναντήθηκε με τον Αμερικανό βοηθό υφυπουργό Εξωτερικών Dean Rusk και τον Βρετανό υφυπουργό Εξωτερικών Hector Mc Neil και επανέλαβε πρόταση που είχε διατυπώσει στις 20 Απριλίου 1949 για κατάπαυση του πυρός, γενική αμνηστία και νέες εκλογές. 

Κλείσιμο


Η ελληνική κυβέρνηση διαμήνυσε προς τη Μόσχα, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη συνομιλιών με τους αντάρτες, ήταν η κατάθεση των όπλων από μέρος τους. Ο τελευταίος όρος δεν έγινε δεκτός από το Κ.Κ.Ε. Η Μόσχα, σε μια έσχατη κίνηση, προσπάθησε να πετύχει διακοπή των εχθροπραξιών, αλλά συνάντησε κάθετη άρνηση από πλευράς των Αμερικανών, των Άγγλων και των Γάλλων. 

Έτσι, το σχέδιο "Πύραυλος" τέθηκε σε εφαρμογή. Στη Θεσσαλία και τη Στερεά, δρούσαν 12.000 εμπειροπόλεμοι κομμουνιστές, που είχαν αντιμετωπίσει στο παρελθόν με επιτυχία επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού. Από τον Μάρτιο όμως, το σπουδαίο ιππικό των ανταρτών στη Θεσσαλία είχε υποστεί σημαντικά πλήγματα.

Ο Καραγιώργης (ψευδώνυμο του Δ. Γυφτοδήμου) τοποθετήθηκε αρχηγός του Κεντρικού Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος. Οι στρατιωτικές του ικανότητες αμφισβητούνταν έντονα. Προσπάθησε να συγκεντρώσει καινούργιες δυνάμεις, πρόλαβαν ωστόσο οι κυβερνητικοί και τις διέλυσαν. Ο Καραγιώργης έφυγε εσπευσμένα για τη Μακεδονία και αντικαταστάθηκε από τον "υποστράτηγο" Κ.Κολιγιάννη ,ως τότε πολιτικό επίτροπο νότιας Ελλάδας. Ο Παπάγος, που από τον Γενάρη του 1949 ανέλαβε αρχιστράτηγος των κυβερνητικών δυνάμεων, κατάφερε μεγάλα πλήγματα εναντίον των ανταρτών.

5.000 άνδρες του Δ.Σ.Ε. έχασαν τη ζωή τους, σύμφωνα με τον Λεωνίδα Γαληνό. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ κάνει λόγο για 1.059 νεκρούς, 2.558 αιχμαλώτους και 1.012 λιποτάκτες. Το χειρότερο όμως για τους αντάρτες ήταν ότι σκοτώθηκαν πολλοί και σημαντικοί αξιωματικοί του Δ.Σ.Ε.
Μόνο δύο μεγάλες φάλαγγες ανταρτών υπό τους καπετάν Γιώτη και Κολιγιάννη κατάφεραν να φθάσουν στον Γράμμο μετά από περιπετειώδη πορεία. Το όρος αυτό ανακαταλήφθηκε από τους αντάρτες τον Απρίλιο του 1949, όταν πολλά κυβερνητικά στρατεύματα που αποτελούσαν τη φρουρά του, μετακινήθηκαν για τις επιχειρήσεις προς το νότο.



Τον Ιούνιο, ο Ζαχαριάδης διέταξε τη διάλυση των 8 στρατοπέδων εκπαίδευσης που είχαν δημιουργηθεί στα βουνά. Όλοι οι άνδρες της Σχολής Αξιωματικών πήγαν στο Βίτσι ενώ οι υπόλοιποι διατάχθηκαν να σχηματίσουν μικρές ομάδες με σκοπό να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις ανταρτοπολέμου, που είχαν διεξαχθεί με επιτυχία επί αρχηγίας Βαφειάδη. Η ροή των πολεμοφοδίων προς τον Δ.Σ.Ε. συνεχιζόταν απρόσκοπτα από Αλβανία και Βουλγαρία. Στο μεταξύ, οι κυβερνητικές δυνάμεις εξουδετέρωσαν πλήρως τους αντάρτες σε Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Σάμο και Ανατολική Μακεδονία.

Ο Δ.Σ.Ε. βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. Στις 24/6/1949, πέθανε ο πρωθυπουργός Θ. Σοφούλης. Ο Ζαχαριάδης προσπάθησε να αναπτερώσει το ηθικό των ανδρών του, λέγοντας ότι αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα τη διάλυση της εύθραυστης συμμαχίας των Λαϊκών με τους Φιλελεύθερους. Έπεσε όμως έξω στην εκτίμησή του αυτή. Πρωθυπουργός ανέλαβε στις 30 Ιουνίου 1949, ο Αλέξανδρος Διομήδης. Όλος ο "αστικός πολιτικός κόσμος" διακήρυττε την ενότητά του απέναντι στους αντάρτες. Στις 10 Ιουλίου 1949, ο Τίτο έκλεισε τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα, καθώς το Κ.Κ.Ε. συντάχθηκε με τη Μόσχα, με την οποία ο Γιόζιπ Μπροζ (Τίτο) είχε έρθει σε πλήρη ρήξη.

Έτσι ο Δ.Σ.Ε. θα έδινε την τελική μάχη απομονωμένος, έχοντας μόνο τη βοήθεια της Αλβανίας του Χότζα, πράγμα που λειτουργούσε υπέρ του κυβερνητικού στρατού.

Οι Αμερικανοί στρατιωτικοί στην Ελλάδα, πρότειναν στην κυβέρνηση να επιτεθεί στους αντάρτες σε Βίτσι-Γράμμο και να ακολουθήσει επιχείρηση κλεισίματος των ελληνοαλβανικών συνόρων. Η ελληνική κυβέρνηση εξέτασε το ενδεχόμενο, ο στρατός να μην σταματήσει στα σύνορα αλλά να εισβάλλει στην Αλβανία για να ολοκληρώσει την εξόντωση των ανταρτών.
Ωστόσο, ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Ελλάδα, Henry Grady, προειδοποίησε ότι οι Η.Π.Α. δεν θα πρόσφεραν διπλωματική ή στρατιωτική στήριξη στην Ελλάδα σε περίπτωση εισβολής στην Αλβανία και, γενικότερα, ότι ήταν αντίθετες σε μια τέτοια προοπτική.

Αύγουστος 1949 – Γράμμος-Βίτσι: Η τελική αναμέτρηση

Όπως είδαμε, οι αντάρτες συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στον Γράμμο και το Βίτσι όπου διέθεταν καλά οχυρωμένες θέσεις. Είχαν 5.000 μαχητές στον Γράμμο και 7.500 στο Βίτσι και 2.500 σε εφεδρεία στο αλβανικό έδαφος και πίστευαν ότι θα καταφέρουν να εμπλέξουν τους κυβερνητικούς σε πόλεμο φθοράς.

Από την άλλη πλευρά, στις αρχές Αυγούστου, είχαν συγκεντρωθεί 300.000 άνδρες (Τ. Βουρνάς, "Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας", Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ). Κατά τον Δρα Ιωάννη Παπαφλωράτο, οι κυβερνητικές δυνάμεις αποτελούνταν από 2 Σώματα Στρατού τα οποία απαρτιζόταν από: 7 μεραρχίες Πεζικού, 1 μεραρχία Ορεινών Καταδρομών (Λ.Ο.Κ.), 2 ανεξάρτητες Ταξιαρχίες και 14 ελαφρά τάγματα πεζικού.

Τα τμήματα αυτά, τελούσαν υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Δυτικής Μακεδονίας Ηπείρου, με επικεφαλής τον Υποστρατηγό Κων/νο Βεντήρη.

Το A' Σώμα Στρατού, διοικούσε ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος και το Β' Σώμα Στρατού, ο Στυλιανός Μανιδάκης. Δύο μεραρχίες και δύο ταξιαρχίες επιπλέον, βρισκόταν στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο και συγκροτούσαν το Γ' Σώμα Στρατού. Μεγάλο πλεονέκτημα των κυβερνητικών δυνάμεων. ήταν ο σύγχρονος οπλισμός, αμερικανικής προέλευσης κυρίως.



Περίπου 150 πυροβόλα Vickers και 200 άρματα μάχης. Παράλληλα, η (τότε) Βασιλική Αεροπορία, είχε μόλις παραλάβει 50 αεροσκάφη καθέτου εφορμήσεως Curtiss SB2C Helldiver από τις Η.Π.Α., τα οποία ο Δ.Σ.Ε. δεν είχε τρόπο να τα αντιμετωπίσει. Ο Παπάγος, διέταξε σφοδρό βομβαρδισμό των εχθρικών θέσεων από το Πυροβολικό ενώ και η Αεροπορία παρέλυσε τις επικοινωνίες των ανταρτών.



Η ηγεσία του Δ.Σ.Ε. είχε δύο επιλογές: να αποσυρθεί έγκαιρα εκτός συνόρων και, αναμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία να επανέλθει εφαρμόζοντας τις τακτικές του ανταρτοπολέμου ή να δώσει μια μάχη, ρισκάροντας όμως το ενδεχόμενο μιας οριστικής ήττας.

Ο Ζαχαριάδης, άπειρος σε στρατιωτικά θέματα, προτίμησε τη δεύτερη λύση, για πολιτικούς κυρίως λόγους. Επίσης είχε την κρυφή ελπίδα ότι θα επαναλαμβανόταν τα γεγονότα του 1948, όταν οι αντάρτες άντεξαν τις συνεχείς επιθέσεις και κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν. Στόχος του ήταν να μην ηττηθεί ως τον ερχομό του χειμώνα, οπότε ο Παπάγος θα ήταν υποχρεωμένος να αναστείλει τις επιχειρήσεις.
Πίστευε ότι έτσι θα ξεσπούσε πολιτική κρίση στην Αθήνα.



Έτσι, ενίσχυσε όσο μπορούσε τα οχυρά του σε Γράμμο – Βίτσι. Κατασκευάστηκαν δεκάδες υπόγεια πολυβολεία, ενώ οι μαχητές του Δ.Σ.Ε. είχαν στη διάθεσή τους πολυβόλα, βαρύ πυροβολικό και ορισμένα αντιαεροπορικά. Σύμφωνα με πίνακα του Γ.Ε.Σ., τον Ιούλιο του 1949, οι δυνάμεις των ανταρτών, ήταν 16.400 άνδρες. (Τάσος Βουρνάς)

Το σχέδιο "Πυρσός" – Τα πλάνα του Δ.Σ.Ε.

Το σχέδιο των κυβερνητικών δυνάμεων για την επιχείρηση σε Γράμμο – Βίτσι, είχε την κωδική ονομασία "Πυρσός" και περιλάμβανε τρεις φάσεις.

Το πρώτο σκέλος "Πυρσός Α'", προέβλεπε την εκδήλωση παραπλανητικών επιθέσεων στον Γράμμο για να πιστέψουν οι αντάρτες ότι εκεί θα εκδηλωνόταν η κύρια επίθεση και να καθηλωθούν οι άνδρες του. Το σκέλος αυτό θα διαρκούσε ως τις 8 Αυγούστου.
Το δεύτερο σκέλος "Πυρσός Β'", προέβλεπε την κατάληψη των οχυρών θέσεων του Δ.Σ.Ε. στο Βίτσι, όπου βρισκόταν και το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του (9.000 άνδρες). Αυτό το σκέλος, θα διαρκούσε ως τις 16 Αυγούστου.



Το τρίτο σκέλος, "Πυρσός Γ'", θα ξεκινούσε μετά την ολοκληρωτική επικράτηση εναντίον των ανταρτών στο Βίτσι. Προέβλεπε σφοδρή επίθεση στον Γράμμο, για να καταληφθούν οι θέσεις των ανταρτών και παράλληλα πλήρη αποκλεισμό των ελληνοαλβανικών συνόρων για να μην μπορούν οι άνδρες του Δ.Σ.Ε. να καταφύγουν στο αλβανικό έδαφος και επανέλθουν μέσω αυτού στην Ελλάδα, όπως είχε γίνει στο παρελθόν. 

Από την άλλη πλευρά, οι αντάρτες, θα πρόλαβαν ενεργητική άμυνα, με άμεσες αντεπιθέσεις για την κατάληψη των απολεσθέντων εδαφών.

Επίσης, σκόπευαν να οργανώσουν επιχειρήσεις στα μετόπισθεν των κυβερνητικών δυνάμεων με σκοπό την αποκοπή των συγκοινωνιών τους και να πραγματοποιήσουν αντεπιθέσεις σε διάφορα σημεία που θα πιέζονταν περισσότερο. Τέλος, στα ηγετικά κλιμάκια του Δ.Σ.Ε., υπήρχε η πεποίθηση ότι θα τους δοθεί η ευκαιρία για ένα "μαζικό συγκεντρωτικό χτύπημα" εναντίον των κυβερνητικών, για α αναγκαστεί  ο Παπάγος να αναστείλει τις επιχειρήσεις.





Οι Επιχειρήσεις

Αρχικά, οι κυβερνητικές δυνάμεις "εκκαθάρισαν" το Καϊμακτσαλάν (Βόρας), στο οποίο βρισκόταν 1.300 αντάρτες. Έτσι αποκλείστηκε κάθε πιθανότητα ενίσχυσης του Δ.Σ.Ε. σε Γράμμο – Βίτσι. Ο Παπάγος, άφησε για αργότερα την "εκκαθάριση" του Μπέλες, όπου βρισκόταν 1.300 αντάρτες.

Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 2 Αυγούστου. Ως τις 7 Αυγούστου, είχαν καταληφθεί αρκετές σημαντικές θέσεις των ανταρτών. Τη νύχτα της 8ης προς 9η Αυγούστου, το 583 Τάγμα υπό τη διοίκηση του Ταγματάρχη Κουμανάκου, με μία αιφνιδιαστική επιχείρηση, κατέλαβε το προπύργιο του Κάμενικ, το ύψωμα 1806. Το αρχηγείο του Δ.Σ.Ε. πείστηκε ότι το συγκεκριμένο όρος αποτελούσε βασικό στόχο των κυβερνητικών και μετέφερε εσπευσμένα δυνάμεις σ' αυτό.
Το σχέδιο του Παπάγου, είχε πετύχει…

Ακολούθησε η κύρια επίθεση εναντίον όσων είχαν οχυρωθεί στο Βίτσι. Ξεκίνησε στις 10 Αυγούστου, με 4 μεραρχίες και 2 ταξιαρχίες καταδρομών, που υποστηρίζονταν από την αεροπορία και άρματα μάχης.
Αρχικά, καταλήφθηκαν τα υψώματα 1585 και Πολενάτα.



Άνδρες της 22ης Ταξιαρχίας, εγκαταστάθηκαν στη θέση Τσούκα, στα νώτα των ανταρτών, που βρίσκονταν στο ύψωμα Λέσιτς (κομβικό σημείο στην αμυντική διάταξη του Δ.Σ.Ε.). Την ίδια νύχτα, η Γ' Μοίρα Καταδρομών επιτέθηκε εναντίον των ανταρτών που κατείχαν την οχυρή θέση Ρότι και το ύψωμα Μπάρο το οποίο και κατέλαβαν. Στράφηκαν έπειτα προς το ύψωμα Λέσιτς. Μετά από σκληρές μάχες οι κυβερνητικές δυνάμεις κατέλαβαν τον ορεινό όγκο Μισδάγιστα.
Οι αντάρτες βρήκαν καταφύγιο στη χερσόνησο Πυξός, μεταξύ Μεγάλης και Μικρής Πρέσπας.

Τότε ανέλαβε δράση η Βασιλική Αεροπορία. Εκτός από τους βομβαρδισμούς, αεροπλάνα έριξαν ομοιώματα αλεξιπτωτιστών κάτι που έκανε την ηγεσία των ανταρτών να αποφασίσει την εκκένωση της περιοχής. Οι κυβερνητικές δυνάμεις (Γ' Μοίρα Καταδρομών) άρχισαν αποβατικές επιχειρήσεις στη χερσόνησο Πυξός από τις λίμνες, χάρη στα πλωτά μέσα που διέθεταν. 





Οι αντάρτες είχαν πολύ μεγάλες απώλειες. Προσπάθεια αντεπίθεσης στον Γράμμο στις 14 Αυγούστου, απέτυχε. Έτσι, δίνεται εντολή τη νύχτα της 14ης προς 15η Αυγούστου, να υποχωρήσουν και να καταφύγουν σε αλβανικό έδαφος. Η στάση των Αλβανών, άνδρες των οποίων πολεμούσαν φανερά στο πλευρό του Δ.Σ.Ε. σε κάποιες περιπτώσεις, εξόργισε την Αθήνα.

Κάποιοι υπουργοί, κατά τον Ευάγγελο Αβέρωφ, πρότειναν την πραγματοποίηση επιχειρήσεων σε αλβανικό έδαφος αλλά δεν εισακούστηκαν. Στις 16 Αυγούστου, το Βίτσι το οποίο κατά τον Ζαχαριάδη, θα γινόταν "ο τάφος του μοναρχοφασισμού", έπεσε στα χέρια των κυβερνητικών δυνάμεων. 2.000 και πλέον αντάρτες είχαν σκοτωθεί (Δρ Ιωάννης Παπαφλωράτος).

Ο Τάσος Βουρνάς κάνει λόγο για 1.182 νεκρούς και 637 αιχμαλώτους. Παράλληλα, 40 πυροβόλα, 33 αντιαρματικά, 16 αντιαεροπορικά, 115 όλμοι και ελαφρά όπλα των ανταρτών, έπεσαν στα χέρια του στρατού, ο οποίος έχασε 256 αξιωματικούς και οπλίτες, ενώ άλλοι 1.336 τραυματίστηκαν.



Περίπου 1.000 αντάρτες κατέφυγαν στη Γιουγκοσλαβία και 4.000 στην Αλβανία.
Στις 20 Αυγούστου, κοινή ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. και του Γενικού Αρχηγείου του Δ.Σ.Ε. ανέφερε: "Ο εχθρός συγκεντρώνεται στον Γράμμο για μία αποφασιστική αναμέτρηση. Στο Γράμμο έχουμε όλες τις δυνατότητες να καταφέρουμε το θανάσιμο πλήγμα στον εχθρό. Έχουμε αρκετή δύναμη, ισχυρά μέσα και πλεονεκτικό έδαφος… Εδώ, μπορούμε και πρέπει να θάψουμε το μοναρχοφασισμό".

Αρχικά, ανέλαβε δράση η Αεροπορία που προκάλεσε απώλειες στους αντάρτες και καταρράκωσε το ηθικό τους. Στις 22 Αυγούστου, ο βασιλιάς Παύλος με τον Αμερικανό αντιστράτηγο James van Fleet και άλλους ξένους αξιωματούχους, επισκέφθηκε το μέτωπο και έφτασε σε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του υψώματος Αμμούδα.

Στις 25 Αυγούστου, ξεκίνησε η επίθεση του στρατού με επικεφαλής τον Θ. Τσακαλώτο. Ακόμα κα ο Εμβέρ Χότζα, είχε πεισθεί για την ήττα του Δ.Σ.Ε. και στις 26 Αυγούστου, ο ραδιοφωνικός σταθμός των Τιράνων ανακοίνωνε ότι όποιος Έλληνας περνούσε τα σύνορα θα αφοπλιζόταν και θα "έμπαινε" σε περιορισμό.

Αρχικά, οι αντάρτες εκτοπίστηκαν από τις ισχυρές θέσεις τους στο Τσάρνο και το Παπούλι, ενώ η 9η Μεραρχία με ευρύ ελιγμό στην κατεύθυνση Πόρτα Οσμάν-Γκούμπελ-Σακκούλι, ύψωμα 2.520 εξάρθρωσε πλήρως την άμυνα των ανταρτών, η ηγεσία των οποίων στις 27 Αυγούστου, διέταξε τη διαφυγή των ανδρών του Δ.Σ.Ε. προς την Αλβανία από τη μοναδική διέξοδο που υπήρξε πλέον, αυτή της Μπάρας. Αρκετοί έφυγαν, άλλοι όμως εγκλωβίστηκαν καθώς το βράδυ ο στρατός άναψε τεράστιες φωτιές κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων. Στις 30 Αυγούστου, οι καταδρομείς του Ταγματάρχη Παπαθανασίου κατέλαβαν το Κάμενικ, το τελευταίο καταφύγιο των ανταρτών. Ουσιαστικά, ο εμφύλιος είχε πλέον τελειώσει.
243 νεκροί και 1452 τραυματίες ήταν ο απολογισμός των τελευταίων μαχών για τις κυβερνητικές δυνάμεις, 922 νεκροί και 944 αιχμάλωτοι, ο απολογισμός για τον Δ.Σ.Ε.
Σκόρπιες εστίες ανταρτών (2.150 άνδρες κατά το Γ.Ε.Σ.), έδρασαν για λίγο ακόμα στο ελληνικό έδαφος.

Το 1950, υπήρχαν ακόμα ένοπλοι στα βουνά κατά το Γ.Ε.Σ. που όμως αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία.

Στις 16 Οκτωβρίου 1949, ο Δημήτρης Παρτσαλίδης, σαν πρόεδρος της προσωρινής "Δημοκρατικής Κυβέρνησης" ανάγγειλε από το ραδιόφωνο τον τερματισμό των εχθροπραξιών και έδωσε το στίγμα της νέας πορείας.
"Ο Δ.Σ.Ε. δεν κατέθεσε τα όπλα μα μονάχα τα έθεσε παρά πόδα. Υπεχώρησε μπροστά στην τεράστια υπεροχή του μοναρχοφασισμού".
Και όπως γράφει ο φιλικά διακείμενος προς τον Δ.Σ.Ε. Τάσος Βουρνάς: "Ήταν η εσχάτη πλάνη, η χείρων της πρώτης…".



ΠΗΓΕΣ: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»,ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.τόμος ΙΣΤ.

Τάσος Βουρνάς, «Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»,από την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»,εκδ. Τολίδη,1981.

Δρ. Ιωάννης Παπαφλωράτος, "Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)", δίτομο έργο. Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από τα βιβλία του.




Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Best of Network

Δείτε Επίσης