Χριστούγεννα σ΄ένα πλακιώτικο αρχοντικό

«Στο παληό πλακιώτικο αρχοντικό που ολόκληρο τον άλλο χρόνο από τότε που ο θάνατος πήρε τον νοικοκύρη του, έμενε κλειστό και βουβό, η εορτή των Χριστουγέννων ήταν ημέρα ξαναγυρίσματος στα καλά ευτυχισμένα  χρόνια.

Όχι γιατί ο θάνατος μαζί με τον νοικοκύρη είχε πάρει και τ’ αγαθά του, αλλά η χήρα του, μια φρέσκια γυναίκα, σαραντάρα, νοικοκυρά από τις πρώτες, ονομαστή για την πάστρα της και για τα καλά που έκανε στους απόκληρους της μοίρας, είχε πάρει την απόφαση να ζήση με την ανάμνησι του ανδρός της κλεισμένη με τις δυό ψυχοκόρες της και το μονάκριβό της αγόρι πίσω από τα ψηλά ντουβάρια του αρχοντικού μακρυά από κάθε εγκόσμια χαρά.

Η εκκλησία μόνο –η γειτονική Αγία Σωτήρα του Κοττάκη- όπου είχε στασίδι δικό της, την έβλεπε κάθε Κυριακή και  οι φύλακες του Νεκροταφείου κάθε Δευτέρα και Σάββατο. Όλο τον άλλο καιρό πέρναγε σκαλίζοντας τα άνθη του μικρού της περιβολιού, κυττάζοντας το νοικοκυριό της και ανατρέφοντας το αγόρι της. Γαλήνη βιβλική επικρατούσε στο σπιτικό.
Την παραμονή όμως της Γέννησης τα πράγματα αλλάζανε. Ο θόρυβος και η χαρά ερχόντουσαν να κατοικήσουν για λίγες ώρες εκεί όπου είχαν στήσει το θρόνο τους η σιωπή και η θλίψις. Το είχε δε κακό η Πλακιώτισσα αρχόντισσα να μη γιορτάση την γέννηση του Θεανθρώπου. Κάτι σαν γρουσουζιά και κακοσημαδιά.

Έτσι από όρθρου βαθέος η ψυχοκόρες αρχίζουν να ασβεστώνουν τους τοίχους της αυλής –αν και ήσαν πάντοτε πεντακάθαροι- να σφουγγαρίζουν με ποτάσσα και αλυσίβα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια, να ζυμώνουν τα Χριστόψωμα –εφτάζυμα με μαστίχα και γλυκάνισο- να πλάθουν τους κουραμπιέδες που θα αποτελούσαν έπειτα στο συνοικιακό φούρνο του μάστρο Νικόλα του Ηπειρώτη ψωμά, που τον έκαιγε όλο το θυμάρι του Υμηττού, το ζήτημα της ημέρας με το μοσχοβόλημα τους, να γυαλίζουν τα’ ασημικά, να στολίζουν τ’ αρχοντικό σαν να επρόκειτο ο νοικοκύρης του να γυρίση από το αιώνιό του ταξείδι.

Η γαλοπούλα καλοκαθαρισμένη μ’ ασπρορρόδινη και παχειά τη σάρκα κρεμότανε ψηλά στο φανάρι της κουζίνας και τ’ αρνάκι του γάλακτος από το μανδρί του μπάρμπα Σπύρου του Τρικκαλιώτη, που τα μάνδριζε πέρα, εκεί κατά την Καισαριανή, έτοιμα μέσα στο χάλκινο ταψί, πάνω στα ξερα κλήματα, περίμενε την ώρα που θα είχε κάψη καλά ο φούρνος για να ροδοκοκκινίση η πέτσα του και να μη μουλιάση.

Όταν το άστρο της ημέρας έγερνε προς τη δύσι του γεμίζοντας φλόγα και χρυσάφι τα μάρμαρα της Ακρόπολης και ξαπλώνοντας στη Φαληρική θάλασσα ένα υπερμεγέθη φανταστικό άλυκο μανδύα, η δουλειές του σπιτιού είχαν τελειώσει και η συνηθισμένη βιβλική γαλήνη είχε απλωθή και πάλι στις μεγάλες του κάμαρες με τα ξύλινα σκαλισμένα ταβάνια από κυπαρισσόξυλο που τους έδιναν ένα άρωμα γλυκό και μεθυστικό.



Ωχρά και αμφίβολα τρεμόσβυναν τα τελευταία άστρα στο στερέωμα και το ορνίθι είχε λαλήσει για Τρίτη φορά όταν απ’ τα παράθυρα του αρχοντικού όπως και των γύρω σπιτιών ο σκοτεινός δρόμος εχαραζότανε από το γλυκό τα’ απαλό φως των επτάφωτων λυχναριών.
… Θυμάμαι ήμουν μικρό παιδί ακόμη.

Με το τρίτο λάλημα του πετεινού, που ήταν το ξυπνητήρι της μητέρας όλοι έπρεπε να βρεθούμε στο πόδι. Οι ψυχοκόρες ρίχνανε καινούργιους κορμούς από πεύκο στο μεγάλο τζάκι που ο βορηάς καθώς κατέβαινε μανιασμένος από την καμινάδα το γέμιζε με σπινθήρες και εκρήξεις ρετσίνης. Από το εικονοστάσιο κατεβάζαμε την θαυματουργό εικόνα της Γέννησης, μια παληά μαυρισμένη βυζαντινή εικόνα, που είχε βρεθή στη φανερωμένη, στη Κούλουρη, και που αρκούσε να την τοποθετήσουν στο κεφάλι του αρρώστου για να του φύγη αμέσως η βασκανία, τ’ ανεμοπύρωμα –ξορκισμένο νάνε- ν΄ανοίξη τα μάτια του από τον βαθύ πυρετό και να πισωστρέψη το καλαγκάθι. Θα την πηγαίναμε όπως κάθε χρόνο στην εκκλησία για να τοποθετηθη στο οικογενειακό εικονοστάσι, όπου θάμενε μέχρι τα Φώτα, δίνοντας την αγία χάρι της στους πιστούς προσκυνητάς της.

Φρεσκαλλαγμένοι, μοσχολουσμένοι περιμέναμε να χτυπήση το σήμαντρο της εκκλησιάς. Και τότε από κάθε θύρα, από κάθε μαντρόπορτα, από κάθε σπίτι και αρχοντικό και χαμωκέλλα χυνόντουσαν στο μισοσκότεινο δρόμο σκιές μπαμπουλωμένων με το μποξά τους γυναικών, από καμμιά άκρη του οποίου διακρινότανε το κόκκινο φεσάκι τους με την μπλαβιά φουντίτσα, υψηλόκορμες σιλουέττες ανδρών με τα πανωβράκια τους από μπλέ τσόχα και τα κοντογούνια τους, και κάπου κάπου και καμμιά γυναικεία σιλουέττα με την τελευταία μόδα –κουτσομπολιά και κρυφή περιφρόνησις και χλευασμός τηε γειτονιάς για την καταπάτησι των πατρίων.
Σε λίγο όλη η παληά εκκλησία του Κοττάκη ήταν γεμάτη από πιστούς και στη θαλπωρή των κεριών, στο γλυκό φως των πολύχρομων κανδυλιών, στο στακτόφαιο και αχνό σύννεφο του θυμιάματος που η ευωδία του σου έφερνε ένα κόμπο στο λαιμό και σου προξενούσε μια νάρκη, η βροντώδης φωνή του παπά-Γρηγόρη ανέβαινε κυματιστή στα ύψη του τρούλου αινούσα τον Κύριον.

Όταν ο ήλιος τρία κοντάρια ψηλά κατεγίνετο να βάλη φωτιά στις κορυφές των κυπαρισσιών που τριγύριζαν τότε την αγία Σωτήρα του Κοττάκη, ο αυλόγυρος εγέμιζε από πιστούς που μετέφεραν σε κατακάθαρα μανδύλια τον «άρτον» στο σπίτι τους, ανταλλάσσοντας ευχές ενώ το σήμαντρο επανηγύριζε την Γέννηση του Κυρίου.

Έτσι θυμάμαι –ήμουν μικρό παιδί ακόμη- πως γιορτάζαμε στη Πλάκα το παληό καιρό τα Χριστούγεννα».

(Ημερήσιος Τύπος, 1930, Γ. Β-ς)

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr