Το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν του κυρίου Λαλάκη
30.12.2017
11:38
«Από την παραμονή το πρωί έχει σπάση τα τηλέφωνα ο Λαλάκης:
-Μπρός!... Μπρός!... Εσύ ‘σαι, Γιάννη;… Που θα πάτε απόψε;
-Λέμε στη ¨Μέντια Λουζ¨. Εσείς;
-Ίσως έρθουμε κ’ εμείς.
Κι’ αμέσως άλλο τηλεφώνημα:
-Εμπρός!... Γειά σου Νίκο. Για πού είσαστε το βράδυ;…
-Έχουμε σπίτι ένα μικρό γλεντάκι. Θάρθης;
-Θα περάσω.
Και συνέχεια:
-Μπρός!... Μπρός!... Εσύ ‘σαι, Γιάννη;… Που θα πάτε απόψε;
-Λέμε στη ¨Μέντια Λουζ¨. Εσείς;
-Ίσως έρθουμε κ’ εμείς.
Κι’ αμέσως άλλο τηλεφώνημα:
-Εμπρός!... Γειά σου Νίκο. Για πού είσαστε το βράδυ;…
-Έχουμε σπίτι ένα μικρό γλεντάκι. Θάρθης;
-Θα περάσω.
Και συνέχεια:
-Εμπρός. Καλημέρα κύριε Γεωργιάδη. Που θα ρεβεγιονάρετε;
-Θα είμαστε αργά στην «Αρτζεντίνα». Δεν ερχόσαστε από κεί;
-Θα προσπαθήσουμε. Δηλαδή ενενήντα εννιά τοις εκατό θάρθουμε.
Κατά το μεσημέρι ο Λαλάκης έχει δώση περί τα σαράντα «μάλλον», «ίσως» και «ενενήντα εννιά τοις εκατό» ραντεβού, διστακτικός και αμφιταλαντευόμενος, με πλήρη αβουλίαν για το «ρεβεγιόν» το οποίον εννοεί «να το γλεντήση» και να το αισθανθή όσο μπορεί καλλίτερα.
Α! όλα κι’ όλα. Δεν την ξαναπαθαίνει πιά! Πέρυσι πήγε και καρφώθηκε στου κυρίου Μαραθιά και πέρασε πληκτικώτατα. Πρόπερσι πάλι τα ίδια. Βλακεία πρώτου μεγέθους δηλαδή! Κάτι τέτοιες βραδυές ο άνθρωπος δεν πρέπει να τις χάνη ηλιθίως. Πρέπει να τις ζή, να τις νοιώθη. Να μεθά, να γυρίζη τα κέντρα, ν’ αλλάζη παρέες, να το ρίχνη έξω!
Έτσι με την πείρα των προηγουμένων ετών, καταστρώνει λεπτομερώς το εφετεινό σχέδιο και βγαίνει φρέσκος-φρέσκος από το σπίτι του κατά τις οκτώ συνοδευόμενος και από το τρυφερόν του ήμισυ.
Στην αρχή «περνάνε από της θείας Πολυξένης» να πούνε «τα χρόνια πολλά» και να πιούν ένα ποτήρι κρασί, πράγμα το οποίον και συμβαίνει, αλλά διαρκεί ολόκληρον δίωρον γιατί δεν εννοούν να τους αφήσουν να φύγουν «από τώρα»! Ο θείος Γιώργης μάλιστα θίγεται στο φιλότιμο και ισχυρίζεται ότι ¨δεν καταδέχονται την παρέα»! Επί τέλους κατά τις δέκα, με χίλια βάσανα, ξεμπλέκουν.
Αλλά πρέπει «να πεταχτούν μια στιγμή» κι’ από το θείο Γιάγκο. Και «πετάγονται». Εδώ όμως ο μπελάς είνε μεγαλείτερος. Ο θείος έχει ένα βαρελάκι «νέκταρ» που «του τώστειλαν πεσκέσι» και μόνο που δεν τους βάζει χειροπέδες για να μη φύγουν! Τους κρύβει τα παλτά και τα καπέλλα, κλειδώνει την εξώπορτα και δηλοί αποφασιστικώς ότι «απόψε δεν το κουνάνε από δώ». Υποχρεούνται έτσι να δοκιμάσουν κατά σειράν τη γαλοπούλα, τα μεζελίκια, το τυρί –ένα τυρί μωρέ παιδί μου, «να τρώη η μάννα και του παιδιού να μη δίνη»- και κατόπιν τα μελομακάρουνα, τους κουραμπιέδες και τα τσουρέκια «που τ’ άφτιαξε η θεία Ευανθία με τα χεράκια της»! Πίνουν και μισό «νέκταρ» αναγκαστικώς.
-Ά! Πιέτο κι’ αυτό γιατί θα τα χαλάσωμε…
Κατά τα μεσάνυχτα σπεύδουν πια στη «Μονμάρτρη» όπου φυσικά δεν υπάρχει τραπέζι, αλλά ο μαίτρ προθυμοποιείται και τους στριμώχνει σα σαρδέλλες μαζί με την ορχήστρα σε μια γωνιά. Ο Λαλάκης ζητεί ουίσκυ πληροφορείται όμως ότι το τάμπλ ντ’ οτ είνε υποχρεωτικόν λόγω ημέρας. Σερβίρεται έτσι αναγκαστικώς, μισοτρώει, μινοπίνει, ζεσταίνεται, ασθμαίνει, ενοχλείται, πλήττει, δυσφορεί, πληρώνει και φεύγει για την «Αρζεντίνα»!
Εδώ ευτυχώς τα πράγματα είνε πιο ευχάριστα. Η παρέα του κ. Γεωργιάδη τους υποδέχεται με τυρολέζικα επιφωνήματα ενθουσιασμού.
-Άααα. Ώωωω. Ίωωω!
-Ώωωω! Ωρύεται και ο Λαλάκης με την ελπίδα ότι έφθασε η ώρα του γλεντιού. Αλλά η παρέα του κ Γεωργιάδη έχει ενθουσιασμόν και λάρυγγα, δεν έχει όμως καρέκλες, ούτε χώρον. Στέκονται ορθοί μισή ώρα, πεισθέντες εις διαβεβαίωσιν ρητήν του γκαρσονιού «ότι τώρα θ’ αδειάση τραπέζι» και φεύγουν εκνευρισμένοι, έξαλλοι και αξιοδάκρυτοι…
Ταξί και «Μέντια- Λουζ». Ίδια κατάστασις.»Σε- νού». Ίδια και χειρότερα…
Άρχεται η γκρίνια:
-Ωραία τα καταφέραμε κι’ απόψε.
-Εμ’ είσαι εις θέσιν εσύ να κάνης τίποτα σωστό; Έτσι μου τα κάνεις πάντα!... Δέκα χρόνια τώρα, δε σε ξέρω;
-Εγώ τα φταίω πάλι;
-Αμ’ ποιος εγώ;… Βγαίνουμε απ’ το σπίτι μας χωρίς πρόγραμμα, χωρίς νάχουμε κλείση τραπέζι, χωρίς να ξέρουμε τι μας γίνεται!
-Ποιος ο λόγος να περάσουμε απ’ τους μπαρμπάδες σου; Μπορείς να μου πής; Αυτοί μας τα χάλασαν όλα!
-Εγώ είπα να περάσουμε;
-Αν είπες; Λύσσαξες!
-Τον κακό σου τον καιρό!
-Δεν πας στο διάολο λέω εγώ;… Πρωτοχρονιάτικα!
-Ά, να χαθής!... Βλάκα!
-Στρίγγλα!... Ταξί!!!
-Που θα πάμε;
-Σπίτι!...
Και φθάνουν στο σπίτι όπου επακολουθεί ισχυρός καυγάς και μαλλιοτραβήγματα ενώ ξημερώνει γραφικώτατα «κι’ ουρανοί αγάλλονται και χαίρ’ η κτίσης όλη»!
(ΕΘΝΟΣ, 1938, «ΕΥ»)
Με τις πιο θερμές ευχές μου για ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Πρωτοχρονιάτικη Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com
-Θα είμαστε αργά στην «Αρτζεντίνα». Δεν ερχόσαστε από κεί;
-Θα προσπαθήσουμε. Δηλαδή ενενήντα εννιά τοις εκατό θάρθουμε.
Κατά το μεσημέρι ο Λαλάκης έχει δώση περί τα σαράντα «μάλλον», «ίσως» και «ενενήντα εννιά τοις εκατό» ραντεβού, διστακτικός και αμφιταλαντευόμενος, με πλήρη αβουλίαν για το «ρεβεγιόν» το οποίον εννοεί «να το γλεντήση» και να το αισθανθή όσο μπορεί καλλίτερα.
Α! όλα κι’ όλα. Δεν την ξαναπαθαίνει πιά! Πέρυσι πήγε και καρφώθηκε στου κυρίου Μαραθιά και πέρασε πληκτικώτατα. Πρόπερσι πάλι τα ίδια. Βλακεία πρώτου μεγέθους δηλαδή! Κάτι τέτοιες βραδυές ο άνθρωπος δεν πρέπει να τις χάνη ηλιθίως. Πρέπει να τις ζή, να τις νοιώθη. Να μεθά, να γυρίζη τα κέντρα, ν’ αλλάζη παρέες, να το ρίχνη έξω!
Έτσι με την πείρα των προηγουμένων ετών, καταστρώνει λεπτομερώς το εφετεινό σχέδιο και βγαίνει φρέσκος-φρέσκος από το σπίτι του κατά τις οκτώ συνοδευόμενος και από το τρυφερόν του ήμισυ.
Στην αρχή «περνάνε από της θείας Πολυξένης» να πούνε «τα χρόνια πολλά» και να πιούν ένα ποτήρι κρασί, πράγμα το οποίον και συμβαίνει, αλλά διαρκεί ολόκληρον δίωρον γιατί δεν εννοούν να τους αφήσουν να φύγουν «από τώρα»! Ο θείος Γιώργης μάλιστα θίγεται στο φιλότιμο και ισχυρίζεται ότι ¨δεν καταδέχονται την παρέα»! Επί τέλους κατά τις δέκα, με χίλια βάσανα, ξεμπλέκουν.
Αλλά πρέπει «να πεταχτούν μια στιγμή» κι’ από το θείο Γιάγκο. Και «πετάγονται». Εδώ όμως ο μπελάς είνε μεγαλείτερος. Ο θείος έχει ένα βαρελάκι «νέκταρ» που «του τώστειλαν πεσκέσι» και μόνο που δεν τους βάζει χειροπέδες για να μη φύγουν! Τους κρύβει τα παλτά και τα καπέλλα, κλειδώνει την εξώπορτα και δηλοί αποφασιστικώς ότι «απόψε δεν το κουνάνε από δώ». Υποχρεούνται έτσι να δοκιμάσουν κατά σειράν τη γαλοπούλα, τα μεζελίκια, το τυρί –ένα τυρί μωρέ παιδί μου, «να τρώη η μάννα και του παιδιού να μη δίνη»- και κατόπιν τα μελομακάρουνα, τους κουραμπιέδες και τα τσουρέκια «που τ’ άφτιαξε η θεία Ευανθία με τα χεράκια της»! Πίνουν και μισό «νέκταρ» αναγκαστικώς.
-Ά! Πιέτο κι’ αυτό γιατί θα τα χαλάσωμε…
Κατά τα μεσάνυχτα σπεύδουν πια στη «Μονμάρτρη» όπου φυσικά δεν υπάρχει τραπέζι, αλλά ο μαίτρ προθυμοποιείται και τους στριμώχνει σα σαρδέλλες μαζί με την ορχήστρα σε μια γωνιά. Ο Λαλάκης ζητεί ουίσκυ πληροφορείται όμως ότι το τάμπλ ντ’ οτ είνε υποχρεωτικόν λόγω ημέρας. Σερβίρεται έτσι αναγκαστικώς, μισοτρώει, μινοπίνει, ζεσταίνεται, ασθμαίνει, ενοχλείται, πλήττει, δυσφορεί, πληρώνει και φεύγει για την «Αρζεντίνα»!
Εδώ ευτυχώς τα πράγματα είνε πιο ευχάριστα. Η παρέα του κ. Γεωργιάδη τους υποδέχεται με τυρολέζικα επιφωνήματα ενθουσιασμού.
-Άααα. Ώωωω. Ίωωω!
-Ώωωω! Ωρύεται και ο Λαλάκης με την ελπίδα ότι έφθασε η ώρα του γλεντιού. Αλλά η παρέα του κ Γεωργιάδη έχει ενθουσιασμόν και λάρυγγα, δεν έχει όμως καρέκλες, ούτε χώρον. Στέκονται ορθοί μισή ώρα, πεισθέντες εις διαβεβαίωσιν ρητήν του γκαρσονιού «ότι τώρα θ’ αδειάση τραπέζι» και φεύγουν εκνευρισμένοι, έξαλλοι και αξιοδάκρυτοι…
Ταξί και «Μέντια- Λουζ». Ίδια κατάστασις.»Σε- νού». Ίδια και χειρότερα…
Άρχεται η γκρίνια:
-Ωραία τα καταφέραμε κι’ απόψε.
-Εμ’ είσαι εις θέσιν εσύ να κάνης τίποτα σωστό; Έτσι μου τα κάνεις πάντα!... Δέκα χρόνια τώρα, δε σε ξέρω;
-Εγώ τα φταίω πάλι;
-Αμ’ ποιος εγώ;… Βγαίνουμε απ’ το σπίτι μας χωρίς πρόγραμμα, χωρίς νάχουμε κλείση τραπέζι, χωρίς να ξέρουμε τι μας γίνεται!
-Ποιος ο λόγος να περάσουμε απ’ τους μπαρμπάδες σου; Μπορείς να μου πής; Αυτοί μας τα χάλασαν όλα!
-Εγώ είπα να περάσουμε;
-Αν είπες; Λύσσαξες!
-Τον κακό σου τον καιρό!
-Δεν πας στο διάολο λέω εγώ;… Πρωτοχρονιάτικα!
-Ά, να χαθής!... Βλάκα!
-Στρίγγλα!... Ταξί!!!
-Που θα πάμε;
-Σπίτι!...
Και φθάνουν στο σπίτι όπου επακολουθεί ισχυρός καυγάς και μαλλιοτραβήγματα ενώ ξημερώνει γραφικώτατα «κι’ ουρανοί αγάλλονται και χαίρ’ η κτίσης όλη»!
(ΕΘΝΟΣ, 1938, «ΕΥ»)
Με τις πιο θερμές ευχές μου για ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Πρωτοχρονιάτικη Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr