Τα ολοκαίνουρια headphones Dyson OnTrac™ αλλάζουν τη σχέση μας με τη μουσική και δίνουν νέα διάσταση στον ήχο, μέσα από μια ανεπανάληπτη, καθηλωτική εμπειρία ακρόασης.
Ντουφτ και Μπασενάουερ: Οι πρώτοι σίριαλ-κίλερ στην Ελλάδα ήταν Γερμανοί
Ντουφτ και Μπασενάουερ: Οι πρώτοι σίριαλ-κίλερ στην Ελλάδα ήταν Γερμανοί
Ο ερχομός τους στη χώρα μας- Η «μεγάλη ζωή» στην Αθήνα- Τα έξι θύματα των αδίστακτων δολοφόνων- Πώς έφτασαν στα ίχνη τους οι αρχές- Η σύλληψη, η καταδίκη τους και η εκτέλεσή τους
Με το σημερινό μας άρθρο θα γυρίσουμε τον χρόνο 49 χρόνια πίσω, στο μακρινό 1969, όταν δύο Γερμανοί σκόρπισαν τον θάνατο στη χώρα μας σκοτώνοντας 6 ανθρώπους και τραυματίζοντας βαρύτατα έναν ακόμα. Πρόκειται για τους πρώτους σίριαλ-κίλερ που έδρασαν στη χώρα μας. Και όπως αναφέραμε οι δύο αυτοί στυγεροί δολοφόνοι ήταν Γερμανοί. Ο Herman Duft και ο Hans Wilhelm Bassenauer.
Η παρατηρητικότητα μιας γυναίκας στο Χαϊδάρι ήταν αυτή που οδήγησε στη σύλληψή τους. Αν δεν είχαν πιαστεί τότε, πιθανότατα θα σκότωναν και άλλους. Όπως γράφει ο ''Πατριάρχης του αστυνομικού ρεπορτάζ'' Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του ''Οι Αστέρες του Εγκληματικού Πανθέου όπως τους Έζησα'' οι Γερμανοί ''ηδονίζονταν να σκοτώνουν''. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ποιοι ήταν οι Duft και Bassenauer
Ο Herman Duft γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας το 1938. Είχε καταταγεί στη Λεγεώνα των Ξένων στη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας (ο οποίος ξεκίνησε το 1954 και τερματίστηκε το 1962, οπότε η Αλγερία απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία).
Σύμφωνα με την Ιντερπόλ ο Duft είχε υπηρετήσει στη Λεγεώνα των Ξένων για δύο χρόνια, όταν ήταν 20 ετών από το 1958 ως το 1960. Το επάγγελμά του, επίσημα τουλάχιστον, ήταν υδραυλικός. Ωστόσο είχε απασχολήσει επανειλημμένα τις αστυνομικές αρχές τόσο στην πατρίδα του όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ήταν σεσημασμένος για ληστείες και άλλες εγκληματικές πράξεις, ενώ γύρω στο 1960 είχε συλληφθεί για παράνομες ενέργειες στη Μασσαλία της Γαλλίας και στη Νάπολη της Ιταλίας.
Ο Duft, ο ιθύνων νους και αρχηγός του εγκληματικού διδύμου, ήταν άγαμος. Ο Hans Wilhelm Bassenauer γεννήθηκε στο Ντάρμσταντ της Γερμανίας επίσης το 1938, όπως και ο Duft. Όπως ανακάλυψε η Χωροφυλακή μετά τη σύλληψή του ήταν ναζιστής και στο εσωτερικό της ζώνης του είχε τον αγκυλωτό σταυρό. Σε νεαρή ηλικία έζησε αρκετά χρόνια σε αναμορφωτήριο στη γενέτειρά του. Και αυτός, επίσημα, ήταν υδραυλικός. Ήταν παντρεμένος για περίπου 10 χρόνια και είχε μάλιστα τρία παιδιά. Με σαφώς πιο ήπια χαρακτηριστικά από τον Duft (κάποιοι μάλιστα που τον λένε ότι ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός), προσπάθησε να κερδίσει τη συμπάθεια των δικαστών εμφανιζόμενος και ως πειθήνιο όργανο του Duft χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το μοιραίο προξενιό
Φαίνεται απίστευτο, αλλά η ολέθρια σχέση των Duft και Bassenauer με τη χώρα μας ξεκίνησε από ένα προξενιό! Ένας Έλληνας από τον Ορχομενό της Βοιωτίας, ο Γιάννης, γνώριζε τον Bassenauer, αγνοούσε όμως ότι είναι παντρεμένος! Έχοντας φυσικά και τη γνώμη πως πρόκειται για ένα ''καλό παιδί'', τον ρώτησε αν ήθελε να του κάνει προξενιό με μια όμορφη Ελληνίδα. Του έδειξε μάλιστα και φωτογραφία της υποψήφιας νύφης και συμφώνησαν να έρθει στην Ελλάδα ο Bassenauer για να τη γνωρίσει και να την αρραβωνιαστεί.
Ο Bassenauer μαζί με τον Duft έφτασαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 17 Φεβρουαρίου 1969 και έμειναν για 9 ημέρες. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι ακριβώς έκαναν εκείνο το χρονικό διάστημα, καθώς ούτε στους αξιωματικούς της Χωροφυλακής που τους ανέκριναν μετά τη σύλληψή τους είπαν κάτι. Μόνο ότι ήλθαν για τουρισμό. Φαίνεται ότι επισκέφθηκαν την υποψήφια νύφη, τη Ρένα, στη Βοιωτία και στη συνέχεια ήρθαν στην Αθήνα, όπου διέμειναν σε πολυτελή ξενοδοχεία. Στη Ρένα ,ο αδελφός της οποίας είχε ένα ραφείο στην Πλατεία Συντάγματος, ο Μπασενάουερ εμφανίστηκε σαν ευκατάστατος εκπρόσωπος μιας φαρμακευτικής εταιρείας.
Η παρατηρητικότητα μιας γυναίκας στο Χαϊδάρι ήταν αυτή που οδήγησε στη σύλληψή τους. Αν δεν είχαν πιαστεί τότε, πιθανότατα θα σκότωναν και άλλους. Όπως γράφει ο ''Πατριάρχης του αστυνομικού ρεπορτάζ'' Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του ''Οι Αστέρες του Εγκληματικού Πανθέου όπως τους Έζησα'' οι Γερμανοί ''ηδονίζονταν να σκοτώνουν''. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ποιοι ήταν οι Duft και Bassenauer
Ο Herman Duft γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας το 1938. Είχε καταταγεί στη Λεγεώνα των Ξένων στη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας (ο οποίος ξεκίνησε το 1954 και τερματίστηκε το 1962, οπότε η Αλγερία απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία).
Σύμφωνα με την Ιντερπόλ ο Duft είχε υπηρετήσει στη Λεγεώνα των Ξένων για δύο χρόνια, όταν ήταν 20 ετών από το 1958 ως το 1960. Το επάγγελμά του, επίσημα τουλάχιστον, ήταν υδραυλικός. Ωστόσο είχε απασχολήσει επανειλημμένα τις αστυνομικές αρχές τόσο στην πατρίδα του όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ήταν σεσημασμένος για ληστείες και άλλες εγκληματικές πράξεις, ενώ γύρω στο 1960 είχε συλληφθεί για παράνομες ενέργειες στη Μασσαλία της Γαλλίας και στη Νάπολη της Ιταλίας.
Ο Duft, ο ιθύνων νους και αρχηγός του εγκληματικού διδύμου, ήταν άγαμος. Ο Hans Wilhelm Bassenauer γεννήθηκε στο Ντάρμσταντ της Γερμανίας επίσης το 1938, όπως και ο Duft. Όπως ανακάλυψε η Χωροφυλακή μετά τη σύλληψή του ήταν ναζιστής και στο εσωτερικό της ζώνης του είχε τον αγκυλωτό σταυρό. Σε νεαρή ηλικία έζησε αρκετά χρόνια σε αναμορφωτήριο στη γενέτειρά του. Και αυτός, επίσημα, ήταν υδραυλικός. Ήταν παντρεμένος για περίπου 10 χρόνια και είχε μάλιστα τρία παιδιά. Με σαφώς πιο ήπια χαρακτηριστικά από τον Duft (κάποιοι μάλιστα που τον λένε ότι ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός), προσπάθησε να κερδίσει τη συμπάθεια των δικαστών εμφανιζόμενος και ως πειθήνιο όργανο του Duft χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το μοιραίο προξενιό
Φαίνεται απίστευτο, αλλά η ολέθρια σχέση των Duft και Bassenauer με τη χώρα μας ξεκίνησε από ένα προξενιό! Ένας Έλληνας από τον Ορχομενό της Βοιωτίας, ο Γιάννης, γνώριζε τον Bassenauer, αγνοούσε όμως ότι είναι παντρεμένος! Έχοντας φυσικά και τη γνώμη πως πρόκειται για ένα ''καλό παιδί'', τον ρώτησε αν ήθελε να του κάνει προξενιό με μια όμορφη Ελληνίδα. Του έδειξε μάλιστα και φωτογραφία της υποψήφιας νύφης και συμφώνησαν να έρθει στην Ελλάδα ο Bassenauer για να τη γνωρίσει και να την αρραβωνιαστεί.
Ο Bassenauer μαζί με τον Duft έφτασαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 17 Φεβρουαρίου 1969 και έμειναν για 9 ημέρες. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι ακριβώς έκαναν εκείνο το χρονικό διάστημα, καθώς ούτε στους αξιωματικούς της Χωροφυλακής που τους ανέκριναν μετά τη σύλληψή τους είπαν κάτι. Μόνο ότι ήλθαν για τουρισμό. Φαίνεται ότι επισκέφθηκαν την υποψήφια νύφη, τη Ρένα, στη Βοιωτία και στη συνέχεια ήρθαν στην Αθήνα, όπου διέμειναν σε πολυτελή ξενοδοχεία. Στη Ρένα ,ο αδελφός της οποίας είχε ένα ραφείο στην Πλατεία Συντάγματος, ο Μπασενάουερ εμφανίστηκε σαν ευκατάστατος εκπρόσωπος μιας φαρμακευτικής εταιρείας.
Την 1η Μαρτίου 1969 οι δύο Γερμανοί φτάνουν ξανά στην Ελλάδα. Από τότε ξεκίνησε η αντίστροφη πορεία για την εγκληματική δράση τους.
Αν και ο Πάνος Σόμπολος αναφέρει ότι ήρθαν στην Ελλάδα αεροπορικώς, το πιθανότερο είναι ότι έφτασαν στη χώρα μας με τη Mercedes του Duft έχοντας μαζί τους ένα ολόκληρο οπλοστάσιο. Μια καραμπίνα winchester, μαχαίρια και διάφορα άλλα αντικείμενα. Οι χαλαροί έλεγχοι στα τελωνεία, όπως αναφέρουν δημοσιογράφοι που έζησαν τα γεγονότα από κοντά, ήταν ο λόγος που αυτά δεν ανακαλύφθηκαν.
Τις πρώτες μέρες του Μαρτίου του 1969 οι Γερμανοί σπατάλησαν τα χρήματα που είχαν μαζί τους σε ασωτίες και διασκεδάσεις. Τελικά νοικιάζουν ένα ημιυπόγειο επιπλωμένο διαμέρισμα στην οδό Σκουφά στο Κολωνάκι με ενοίκιο 3.000 δραχμές.
Η αρχή της φρίκης- Η πρώτη διπλή δολοφονία
Τη νύχτα της 6ης Μαρτίου 1969 οι δύο Γερμανοί έκλεψαν από το πάρκινγκ του αεροδρομίου του Ελληνικού ένα αυτοκίνητο Volvo με ξένες πινακίδες κυκλοφορίας, καθώς και στρατιωτικά ρούχα. Προφανώς το αυτοκίνητο ανήκε σε κάποιον Αμερικανό στρατιωτικό που υπηρετούσε στη βάση του Ελληνικού.
Με το κλεμμένο αυτοκίνητο μπαίνουν στην Εθνική Οδό Αθηνών- Λαμίας. Στις 4:30 τα ξημερώματα φτάνουν στο πρατήριο υγρών καυσίμων του Μιχάλη Γκίκα κοντά στη Θήβα. Εκεί σταματούν. Ο Μπασενάουερ που οδηγούσε ζήτησε από τον υπάλληλο Νίκο Κανάρη 35 ετών, να γεμίσει το ρεζερβουάρ.
Για κακή του τύχη στο βενζινάδικο βρισκόταν και ο 22χρονος στρατιώτης Κωνσταντίνος Κούλης, ο οποίος αναζητούσε αυτοκίνητο, κάνοντας οτοστόπ, για να τον μεταφέρει στη μονάδα του. Όταν ο Κανάρης γέμισε το ρεζερβουάρ, ένιωσε στον αυχένα του την κρύα κάννη της winchester που κρατούσε ο Duft. Οι δύο Γερμανοί οδήγησαν τον Κανάρη και τον Κούλη στο εσωτερικό του βενζινάδικου ζητώντας τα χρήματα του ταμείου. Πριν προλάβουν να πουν οτιδήποτε, ο Κούλης πρώτα και ο Κανάρης στη συνέχεια, έπεσαν νεκροί, καθώς δέχτηκαν από μία σφαίρα ο καθένας από τον στυγερό εγκληματία Duft.
Την ίδια ώρα ο Bassenauer πήρε το συρτάρι του ταμείου που περιείχε 12.100 δραχμές και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο. Ένας άλλος υπάλληλος του βενζινάδικου, ο Αναστάσιος Γκιζίνος 34 ετών, που κοιμόταν σε ένα δωματιάκι στο βάθος του πρατηρίου, ξύπνησε έντρομος από τους πυροβολισμούς και πήγε να δει τι συμβαίνει. Ο αδίστακτος Duft τον πυροβόλησε πισώπλατα δύο φορές. Αμέσως μετά ο Duft πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι και άρχισε να χτυπά με μανία τα θύματά του. Τον άτυχο Γκιζίνο τον μαχαίρωσε δύο φορές. Οι δυο φονιάδες έφυγαν με τα χρήματα του ταμείου από το βενζινάδικο. Ήταν σίγουροι ότι είχαν σκοτώσει και τους τρεις άνδρες. Ο Γκιζίνος όμως προσποιήθηκε ότι είναι νεκρός. Μόλις οι Γερμανοί έφυγαν , με όσες δυνάμεις είχε πήγε στο τηλέφωνο και κάλεσε ένα τριψήφιο αριθμό λέγοντας: ''Στο πρατήριο Γκίκα κάποιοι εγκληματίες σκότωσαν δύο ανθρώπους. Σας παρακαλώ ειδοποιήστε την Αστυνομία κι ένα ασθενοφόρο''. Η γυναίκα στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, νομίζοντας ότι κάποιος της έκανε φάρσα μέσα στα άγρια χαράματα, απάντησε: ''Και γιατί δεν την παίρνεις εσύ'', κλείνοντας το τηλέφωνο! Με υπεράνθρωπες προσπάθειες ο Γκιζίνος σύρθηκε ως το δρόμο φωνάζοντας. Κανείς όμως δεν τον άκουγε και αυτοκίνητα περνούσαν με μεγάλη ταχύτητα μπροστά του. Για καλή του τύχη ένας οδηγός φορτηγού σταμάτησε και τον βοήθησε. Ένα ταξί μετέφερε τον άτυχο Γκιζίνο στο νοσοκομείο, ενώ ο φορτηγατζής ειδοποίησε την Αστυνομία.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας της Αστυνομίας της Θήβας πήρε έναν ταξιτζή και τον παρακάλεσε να μεταβεί γρήγορα στο βενζινάδικο για να παραλάβει τρεις τραυματίες (όπως νόμιζε) και να τους μεταφέρει στο νοσοκομείο. Ο ταξιτζής έφτασε πολύ γρήγορα στο βενζινάδικο. Εκεί έπαθε σοκ. Ο νεκρός στρατιώτης Κωνσταντίνος Κούλης ήταν αδελφός του. Ο Γκιζίνος νοσηλεύτηκε για αρκετό καιρό, αλλά κατάφερε να αναρρώσει. Έζησε όμως με μια βολίδα (σφαίρα) στο σώμα του ως το τέλος της ζωής του, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Η δολοφονία του χρηματιστή
Στις 13 Μαρτίου 1969 έγινε η δεύτερη δολοφονική ενέργεια των δύο Γερμανών. Είχαν εντοπίσει μια βίλα στη Βούλα της Αττικής στην οδό Αλκυονιδών 99. Ιδιοκτήτης της ήταν ο πενηντάχρονος επιχειρηματίας-χρηματιστής Παντελής Αθηναίος, ο οποίος είχε στην κατοχή του και ένα πολυτελέστατο αυτοκίνητο μάρκας Buick, το οποίο προφανώς είχαν δει οι δολοφόνοι. Αφού άφησαν σε κοντινό σημείο τη Mercedes, έφτασαν στη βίλα του Αθηναίου. Διαπίστωσαν ότι εκείνη την ώρα ο επιχειρηματίας έφευγε με μία κοπέλα. Παραβιάζοντας ένα παράθυρο μπήκαν στο σπίτι. Δεν βρήκαν ούτε χρήματα ούτε τιμαλφή. Αποφάσισαν να περιμένουν την επιστροφή του Αθηναίου. Μάλιστα έφαγαν και ήπιαν, ο δε Duft κοιμήθηκε για λίγο! Στη 1:00 π.μ. ο Αθηναίος επέστεψε. Όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού τον περίμενε ο Duft με την καραμπίνα στο χέρι. Τον οδήγησε στην κουζίνα όπου βρισκόταν ο Bassenauer. Μετά από εντολή του Duft ο Bassenauer χτύπησε δυο φορές δυνατά τον Αθηναίο με ένα ξύλο που είχαν βρει στο τζάκι. Ο άτυχος επιχειρηματίας έπεσε νεκρός. Οι δύο Γερμανοί είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν άλλη μέθοδο στη δολοφονία αυτή για να μη μοιάζει με εκείνες της Θήβας. Φεύγοντας πήραν 11.000 δραχμές και 3.000 δολάρια που είχε στις τσέπες του ο Αθηναίος, ένα πανάκριβο δαχτυλίδι και τα κλειδιά της Buick. Μάλιστα βγήκαν στην Εθνική Οδό για να ληστέψουν κάποιο βενζινάδικο, αλλά στα διόδια είδαν ένα περιπολικό με αναμμένο φάρο, φοβήθηκαν και επέστρεψαν με τη Buick στη Βούλα. Εκεί άφησαν το αυτοκίνητο του Αθηναίου, επιβιβάστηκαν στη Mercedes τους και εξαφανίστηκαν.
Στην Αστυνομία και τη Χωροφυλακή μετά και τη νέα δολοφονία σήμανε συναγερμός. Δόθηκε εντολή για απόλυτη λογοκρισία στον Τύπο της εποχής και υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση των ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας.
Η σύλληψη-ομολογία ενός αθώου και η ανάπαυλα των δολοφόνων
Ανάμεσα στα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν στη βίλα του Αθηναίου, υπήρχαν και εκείνα του σεσημασμένου μετρ των διαρρήξεων, Χρήστου Ολλανδέζου. Ο Ολλανδέζος συνελήφθη και μετά τις γνωστές ανακριτικές μεθόδους της εποχής, ομολόγησε ότι σκότωσε τον Αθηναίο. Ο διαρρήκτης είχε μπει πραγματικά εκείνη τη μέρα στο σπίτι του επιχειρηματία για να κλέψει, αλλά δεν είχε καμία σχέση με τη δολοφονία. Φυλακίστηκε, αλλά λίγο καιρό αργότερα αφέθηκε ελεύθερος.
Παράλληλα οι δύο δολοφόνοι, για να ''πάρουν μια ανάσα'' αλλά και για να θολώσουν τα νερά, έφυγαν στις 22 Μαρτίου από την Αθήνα και έφτασαν μέσω Ιταλίας στην (τότε) Δυτική Γερμανία. Στη Φρανκφούρτη ο Duft πούλησε στον οίκο Miller για 300 δολάρια το δαχτυλίδι του Αθηναίου. Μετά από 9 μέρες οι δύο Γερμανοί επέστρεψαν μέσω Κέρκυρας στην Ελλάδα.
Ο άτυχος ταξιτζής- Δολοφονία για 250 δραχμές…
Τη νύχτα της 7ης Απριλίου, Μεγάλης Δευτέρας 1969, οι Duft και Bassenauer έφυγαν από το σπίτι τους στην οδό Σκουφά και πήγαν με τη Mercedes τους στην περιοχή του Χίλτον. Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και αποφάσισαν να βρουν ένα ταξί και να κατευθυνθούν προς την παραλία. Ο Duft φορούσε παλτό κάτω από το οποίο έκρυβε το όπλο του και ζώνη με φυσίγγια. Εκείνη την ώρα πέρασε ένα ταξί με οδηγό τον Στέλιο Φραγκιαδάκη, 34 ετών. Οι δύο Γερμανοί επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο και ζήτησαν από τον Φραγκιαδάκη να τους πάει στον ''Αστέρα'' της Βουλιαγμένης. Ενώ πλησίαζαν στον προορισμό τους ο Duft έβγαλε την καραμπίνα του και διέταξε τον Φραγκιαδάκη να στρίψει σ' ένα χωματόδρομο προς την πλευρά της εκκλησίας του Άη- Γιώργη. Σε κάποιο σημείο σταμάτησαν. Ο Duft έδωσε εντολή στον Bassenauer να οδηγήσει εκείνος και υποχρέωσε τον άτυχο Φραγκιαδάκη να καθίσει στο διπλανό κάθισμα. Σε ένα ερημικό σημείο στο Καβούρι σταμάτησαν, έβγαλαν τον ταξιτζή από το αυτοκίνητο και με την απειλή του όπλου τον οδήγησαν κάτω από ένα μεγάλο πεύκο.
Ο Duft έδωσε στον Bassenauer την καραμπίνα για να πυροβολήσει τον Φραγκιαδάκη, τον οποίο είχαν υποχρεώσει προηγουμένως να ξαπλώσει μπρούμυτα. O Bassenauer αρνήθηκε και επέστρεψε το όπλο. Τελικά πήρε το μαχαίρι και το κάρφωσε δύο φορές στην πλάτη του Φραγκιαδάκη τραυματίζοντάς τον βαρύτατα. Ο Duft στη συνέχεια του έδωσε τη χαριστική βολή. Αφού βεβαιώθηκαν ότι είχαν σκοτώσει το θύμα τους έψαξαν τις τσέπες του και πήραν 250 δραχμές (τόσες ήταν οι εισπράξεις του), ενώ αφαίρεσαν κι ένα κουτί με κέρματα απ' το ταξί. Έπειτα έσυραν το πτώμα του Γιάννη Φραγκιαδάκη και το άφησαν ανάμεσα σε θάμνους. Με το ταξί του πήγαν στο Χίλτον, όπου επιβιβάστηκαν στη Mercedes τους για να γυρίσουν στο σπίτι στο Κολωνάκι.
Το πτώμα του άτυχου Φραγκιαδάκη βρήκε τυχαία ο δεκάχρονος Γιώργος Γαλανός, ο οποίος ενημέρωσε την αδερφή του και εκείνη με τη σειρά της ειδοποίησε τις Αρχές. Η ιατροδικαστική εξέταση αποκάλυψε ότι οι δύο αδίστακτοι δολοφόνοι είχαν κόψει στα δύο την αορτή του θύματος.
Η πέμπτη δολοφονία, σε βενζινάδικο της Εθνικής
Το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης 9 Απριλίου 1969 το εγκληματικό δίδυμο κινήθηκε στην Εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας. Στο 41ο χλμ., υπήρχε το βενζινάδικο του Γιάννη Σπανού. Εκείνη την ώρα είχε βάρδια ο 40χρονος Γιάννης Τσουτσάνης από τον Βαρνάβα Αττικής, ο οποίος έβαζε βενζίνη σ’ ένα Ι.Χ. με γερμανικές πινακίδες. Οι Duft και Bassenanuer άφησαν τη Mercedes λίγο πιο μακριά από το βενζινάδικο και προχώρησαν με τα πόδια προς αυτό. Κρύφτηκαν πίσω από μια νταλίκα και μόλις έφυγε το Ι.Χ. που «φουλάριζε» ο Τσουτσάνης κινήθηκαν προς το μέρος του. Ο Duft με την καραμπίνα κι ένα μαχαίρι τον ακινητοποίησε ενώ ο Bassenanuer άδειασε το ταμείο που περιείχε 3.850 δρχ. Οι δύο αδίστακτοι δολοφόνοι οδήγησαν τον Τσουτσάνη σ’ ένα χωράφι. Ο άτυχος 40χρονος εκλιπαρούσε λέγοντας «έχω πίκολο, πίκολο» (παιδιά στα ιταλικά). Ασυγκίνητοι οι Γερμανοί, τον σκότωσαν με 14 μαχαιριές. Ο αείμνηστος ιατροδικαστής Δημήτρης Καψάσκης που έκανε τη νεκροτομή, έμεινε άναυδος με το μένος των εγκληματιών.
«… Ο αδίστακτος δολοφόνος είχε χώσει με μανία το μαχαίρι στο σώμα του Τσουτσάνη ως τη λαβή του. Παρά ταύτα δεν ικανοποιείτο. Παρατήρησα ότι με πρωτοφανή μανία το έστριβε για να προκαλέσει πόνο και πιο επώδυνο θάνατο. Ήταν φοβερό…». Οι Γερμανοί αφού αποτελείωσαν τον Τσουτσάνη, επέστρεψαν στην Αθήνα.
Το τελευταίο θύμα – Το μοιραίο λάθος
Η κινητοποίηση των Αρχών μετά και το νέο φονικό ήταν πολύ μεγάλη. Επειδή όμως είχαν ρίξει το βάρος τους στην Εθνική Αθηνών-Λαμίας, οι σατανικοί Γερμανοί αποφάσισαν να κινηθούν προς την Πάτρα. Είχαν μάλιστα σκοπό να πάνε στην αρχαία Ολυμπία για να ληστέψουν τουρίστες!
Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής 11 Απριλίου 1969, οι δύο δολοφόνοι ξεκίνησαν για την Πάτρα. Γύρω στις 19.00 πέρασαν τον Ισθμό της Κορίνθου και συνέχισαν την πορεία τους. Κοντά στο Ξυλόκαστρο προσπάθησαν να προσπεράσουν ένα φορτηγό. Από το βαρύ όχημα, έπεσε ένα δέμα και προκάλεσε ζημιά στο μπροστινό αριστερό φανάρι της Mercedes που οδηγούσε ο Bassenanuer. Ο οδηγός του φορτηγού κατέβηκε για να μαζέψει το δέμα και να δει τι ζημιά είχε προκληθεί. Ταυτόχρονα κατέβηκε κι ο Duft με την καραμπίνα έτοιμος να τον δολοφονήσει.
Ο Bassenanuer τον απέτρεψε. Από καθαρή τύχη, ο οδηγός του φορτηγού γλίτωσε και συνέχισε την πορεία του. Αντίθετα, οι δύο Γερμανοί έχοντας ελλιπή φωτισμό και μην γνωρίζοντας καλά τον δρόμο προς την Πάτρα, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Αθήνα. Είχε νυχτώσει για τα καλά, όταν τους προσπέρασε μια πολυτελής BMW την οποία οι δολοφόνοι «στοχοποίησαν». Λίγα χιλιόμετρα μετά, ζήτησαν από τον οδηγό της να σταματήσει. Ευγενέστατα τον παρακάλεσαν να προπορευθεί για να τον ακολουθούν εκείνοι με τα λιγοστά φώτα τους. Ο ανυποψίαστος οδηγός, ο 39χρονος Γιώργος Παπαγεωργίου, υφαντουργός που εργαζόταν στη Γερμανία και είχε έρθει στην Ελλάδα οικογενειακώς για το Πάσχα, δέχτηκε ευχαρίστως.
Σε μια στροφή στην Κακιά Σκάλα, οι Γερμανοί ακινητοποίησαν τη Mercedes και έσβησαν τα φώτα. Ο Παπαγεωργίου που τους έβλεπε από τον καθρέφτη έκανε όπισθεν και σταμάτησε για να τους βοηθήσει. Την ώρα που είχε σκύψει πάνω από τη μηχανή της Mercedes, ο Bassenanuer μετά από εντολή του Duft τον πυροβόλησε δύο φορές στον αυχένα και τον σκότωσε. Την ώρα που έβαζαν το πτώμα του άτυχου Παπαγεωργίου στο πορτμπαγκάζ της Mercedes πέρασε μια μηχανή με δύο επιβάτες.
Όπως είπε ο Bassenauer, αν σταματούσαν, θα τους σκότωναν κι αυτούς! Η μηχανή όμως συνέχισε τον δρόμο της. Από τις τσέπες του Παπαγεωργίου, οι δολοφόνοι αφαίρεσαν 600 δραχμές και ένα χαρτονόμισμα των 100 μάρκων.
Έπειτα, ξεκίνησαν για την Αθήνα, οδηγώντας ο μεν Duft την BMW, ο δε Bassenauer τη Mercedes. Φτάνοντας στο Χαϊδάρι, σταμάτησαν στην οδό Πάρνηθος. Πάρκαραν τη Mercedes σε ένα πεζοδρόμιο και έβαλαν το πτώμα του Παπαγεωργίου στην BMW. Σύμφωνα με τον Πάνο Σόμπολο, κινήθηκαν πάλι προς την Πάτρα και λίγο πριν την αχαϊκή πρωτεύουσα, στην περιοχή Καμίνια, άφησαν το πτώμα, σκεπάζοντάς το με χαμόκλαδα. Υπάρχει μια ασάφεια στο σημείο αυτό, γιατί άλλοι δημοσιογράφοι που έζησαν τα γεγονότα, δεν αναφέρουν αυτήν την εκδοχή. Λένε απλά ότι άφησαν το άψυχο κορμί του Παπαγεωργίου και συνέχισαν να κινούνται με τη BMW.
Είχαν κάνει όμως ένα μοιραίο λάθος. Στη Mercedes υπήρχαν κηλίδες αίματος στον προφυλακτήρα και δύο ακόμα σημεία, από την τελευταία δολοφονία, τα οποία είναι οι δολοφόνοι δεν σκούπισαν. Η παρατηρητικότητα τριών ανθρώπων οδηγεί στη σύλληψη των αδίστακτων δολοφόνων
Το Μεγάλο Σάββατο, 12 Απριλίου 1969, η Μαρία Ταμπουράκη, βγαίνοντας από το σπίτι της, αντίκρισε μια άγνωστη Mercedes, παρκαρισμένη στο πεζοδρόμιό της.
Είδε ότι ήταν ελαφρά τρακαρισμένη και ότι είχε κηλίδες αίματος. Αμέσως, ενημέρωσε τον γιο της, Παναγιώτη εκτελωνιστή και την κόρη της, οι οποίοι ειδοποίησαν την Αστυνομία. Σύντομα η περιοχή περικυκλώθηκε από περιπολικά και μοτοσικλέτες. Οι αστυνομικοί της Σήμανσης, συμπέραναν ότι είναι πιθανό η Mercedes να σχετίζεται με τις δολοφονίες.
Στις 16.30 του Μεγάλου Σαββάτου, η BMW ΜΕ τους Duft και Bassenauer σταμάτησε κοντά στην οδό Πάρνηθος. Από μέσα βγήκε ο Duft, για να πάρει τη Mercedes. Πλησιάζοντας το αυτοκίνητο, εμφανίστηκαν οι αστυνομικοί της Ασφάλειας Προαστίων και τον συνέλαβαν. Έντρομος ο Bassenauer έφυγε για την Αθήνα.
Στην Ασφάλεια Προαστίων, ο Duft δεν παραδεχόταν τίποτα. Δήλωνε άγνοια για ό,τι τον ρωτούσαν. Όταν τον ρώτησαν που μένει, απάντησε στο ξενοδοχείο «Άστορ». Ο επικεφαλής των ανακρίσεων, Αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Μαυροειδής, έδωσε εντολή σε αστυνομικούς να μεταβούν αμέσως στο ξενοδοχείο. Στο «Άστορ» είπαν ότι δεν μένει εκεί κάποιος Duft τότε, αλλά βρήκαν στα αρχεία τους, ότι στο ξενοδοχείο από τις 19 ως τις 22 Φεβρουαρίου και στις 6 και 7 Μαρτίου, έμεινε ο Duft μαζί με κάποιον Bassenauer, τους οποίους και περιέγραψαν. Επιστρέφοντας οι αστυνομικοί στην Ασφάλεια, ενημέρωσαν τους ανωτέρους τους, που μίλησαν στον Duft και του ανέφεραν το όνομα Bassenauer. Ο σκληρός Duft, νομίζοντας ότι συνέλαβαν τον συνεργό του, κατέρρευσε και ομολόγησε τα πάντα.
Στο πορτμπαγκάζ της Mercedes, οι αστυνομικοί βρήκαν ένα πολεμικό όπλο Mauser, γεμάτο και οπλισμένο, ένα μαχαίρι, ένα ηλεκτρικό καψούλι δυναμίτιδας και πολλά διαρρηκτικά εργαλεία. Στις 22.30, οι αστυνομικοί Παπαλεξίου, Γκούντρας και Τζαμουράνης, με τον Duft δεμένο με χειροπέδες, έφτασαν στο διαμέρισμα της οδού Σκουφά 11. Άνοιξαν με το κλειδί του Duft και μπήκαν μέσα. Ο Bassenauer που ήταν ξαπλωμένος, δεν ανησύχησε. Όταν όμως είδε τους αστυνομικούς να τον σημαδεύουν με τα όπλα τους σήκωσε τα χέρια ψηλά και παραδόθηκε. Στο διαμέρισμα, βρισκόταν η αρραβωνιαστικιά του Bassenauer, ο αδελφός της και η σύζυγός του ,οι οποίοι είχαν πλήρη άγνοια για τη δράση των Γερμανών, που ήταν ψύχραιμοι και απαθείς στις αναπαραστάσεις των εγκλημάτων.
Η δίκη και η καταδίκη των Γερμανών
Η δίκη των δολοφόνων, άρχισε στις 21 Ιουλίου 1969 στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Πρόεδρός του, ήταν ο Π. Χρυσομάλλης, Εισαγγελέας ο Χ. Πατακιάς και σύνεδροι οι εφέτες Ι. Καλλιμόπουλος, Ι. Μαρινάκος, Σ. Κοσκινάς και Ν. Οικονόμου. Κανείς δικηγόρος δεν δέχθηκε να τους υπερασπιστεί. Έτσι διορίστηκαν αυτεπάγγελτα ως συνήγοροι τους οι Ταταράκης, Λιναράς, Αρμακόλας και Χριστόπουλος. Κατά την ακροαματική διαδικασία, αποκαλύφθηκε ότι οι δύο κακοποιοί είχαν ομοφυλοφιλική σχέση. Ο «παθητικός» Duft, είπε στον φίλο του: «Μην πηγαίνεις με γυναίκες. Οι εγκληματίες δεν πρέπει να έχουν σχέση με κοπέλες. Ο Χίτλερ γι’ αυτό έχασε τον πόλεμο». Ο Εισαγγελέας, ήταν καταπέλτης: «Ποίος γνωρίζει ποίων σπερμάτων αποτέλεσμα είναι αυτοί οι κτηνάνθρωποι. Ίσως απόγονοι αυτών που υπηρέτησαν στο Άουσβιτς και στο Νταχάου». Ο Duft, κάποια στιγμή της διαδικασίας ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. Τότε προσπάθησε να αρπάξει το πιστόλι του ενός χωροφύλακα που τον συνόδευε για να προκαλέσει μακελειό, αλλά τον πρόλαβαν την τελευταία στιγμή.
Η δίκη διήρκησε τρεις μέρες. Όταν ο πρόεδρος ανακοίνωσε την ποινή των δολοφόνων, «πεντάκις εις θάνατον», το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
Μεταφέρθηκαν στις φυλακές Κέρκυρας (ο Duft) και στις φυλακές Αίγινας (ο Bassenauer). Στις 15 Δεκεμβρίου 1969, εκτελέστηκαν. Ο Duft δεν δέχτηκε να του καλύψουν τα μάτια και απευθυνόμενος στο απόσπασμα, είπε στα ελληνικά «γεια σας», ενώ ο Bassenauer ζήτησε να του καλύψουν τα μάτια και έκλαιγε γοερά.
Οι δύο αδίστακτοι Γερμανοί, σχεδίαζαν να ληστέψουν το βράδυ της Ανάστασης κεντρικό χρυσοχοείο της Αθήνας, ενώ στη συνέχεια σκόπευαν να μεταβούν για να συνεχίσουν τη δράση τους ,σε Κωνσταντινούπολη και Μαδρίτη.
Οι οικογένειες των θυμάτων
Τα θύματα των αδίστακτων δολοφόνων, άφησαν πίσω τους γυναίκες και παιδιά.
Ο στρατιώτης Κ. Κούλης, ήταν παντρεμένος, πατέρας ενός αγοριού 13 μηνών, ενώ η σύζυγός του ήταν έγκυος στον τρίτο μήνα. Ο Κούλης, θα απολυόταν σε 5 μήνες.
Ο Ν. Κανάρης, ήταν παντρεμένος και είχε δυο παιδιά. Μια κόρη 8 ετών και ένα γιο 6 ετών.
Ο Π. Αθηναίος, ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών που έμεναν στην Αμερική.
Ο Σ. Φραγκιαδάκης, είχε παντρευτεί πριν 15 μήνες και η σύζυγός του ήταν έγκυος.
Ο Ι. Τσουτσάνης, ήταν παντρεμένος και είχε 2 αγόρια. Ένα 7 ετών κι ένα άλλο 2 μηνών.
Τέλος, ο Ι. Παπαγεωργίου, που είχε έρθει στην Ελλάδα οικογενειακώς για τις διακοπές του Πάσχα, είχε μια κόρη, 20 μηνών, την Αλεξία.
Η σύζυγός του Bassenauer, ήρθε στην Ελλάδα ότι έμαθε ότι ο άντρας της… αρραβωνιάστηκε, κάτι που της επιβεβαίωσε και ο ίδιος με επιστολή του, γράφοντας μάλιστα και τη διεύθυνση που έμενε. Όταν έφτασε στην οδό Σκουφά 11, η Μαρί, έτσι λεγόταν η κοπέλα, βρήκε εκεί αστυνομικούς που την οδήγησαν στην Ασφάλεια.
Κατέθεσε πως ήταν παντρεμένη 10 χρόνια, αλλά τα τελευταία 5 έτη, βρισκόταν σε διάσταση με τον άντρα της, τη δράση του οποίου δεν γνώριζε.
Η Ρένα, που μόλις έμαθε για τη δράση των Γερμανών έπαθε σοκ, σκοτώθηκε λίγα χρόνια αργότερα σε τροχαίο δυστύχημα. Για τις οικογένειες των θυμάτων, δεν υπήρξε καμία μέριμνα.
Αυτή ήταν η φρικτή ιστορία δύο πρώτων κατά τη συρροή δολοφόνων στην Ελλάδα, των ανθρώπων που «ηδονίζονταν να σκοτώνουν» , όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά…
Πηγή: Πάνος Σόμπολος, «ΟΙ ΑΣΤΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΝΘΕΟΥ ΟΠΩΣ ΤΟΥΣ ΕΖΗΣΑ». Εκδόσεις Πατάκη,2017.
Αν και ο Πάνος Σόμπολος αναφέρει ότι ήρθαν στην Ελλάδα αεροπορικώς, το πιθανότερο είναι ότι έφτασαν στη χώρα μας με τη Mercedes του Duft έχοντας μαζί τους ένα ολόκληρο οπλοστάσιο. Μια καραμπίνα winchester, μαχαίρια και διάφορα άλλα αντικείμενα. Οι χαλαροί έλεγχοι στα τελωνεία, όπως αναφέρουν δημοσιογράφοι που έζησαν τα γεγονότα από κοντά, ήταν ο λόγος που αυτά δεν ανακαλύφθηκαν.
Τις πρώτες μέρες του Μαρτίου του 1969 οι Γερμανοί σπατάλησαν τα χρήματα που είχαν μαζί τους σε ασωτίες και διασκεδάσεις. Τελικά νοικιάζουν ένα ημιυπόγειο επιπλωμένο διαμέρισμα στην οδό Σκουφά στο Κολωνάκι με ενοίκιο 3.000 δραχμές.
Η αρχή της φρίκης- Η πρώτη διπλή δολοφονία
Τη νύχτα της 6ης Μαρτίου 1969 οι δύο Γερμανοί έκλεψαν από το πάρκινγκ του αεροδρομίου του Ελληνικού ένα αυτοκίνητο Volvo με ξένες πινακίδες κυκλοφορίας, καθώς και στρατιωτικά ρούχα. Προφανώς το αυτοκίνητο ανήκε σε κάποιον Αμερικανό στρατιωτικό που υπηρετούσε στη βάση του Ελληνικού.
Με το κλεμμένο αυτοκίνητο μπαίνουν στην Εθνική Οδό Αθηνών- Λαμίας. Στις 4:30 τα ξημερώματα φτάνουν στο πρατήριο υγρών καυσίμων του Μιχάλη Γκίκα κοντά στη Θήβα. Εκεί σταματούν. Ο Μπασενάουερ που οδηγούσε ζήτησε από τον υπάλληλο Νίκο Κανάρη 35 ετών, να γεμίσει το ρεζερβουάρ.
Για κακή του τύχη στο βενζινάδικο βρισκόταν και ο 22χρονος στρατιώτης Κωνσταντίνος Κούλης, ο οποίος αναζητούσε αυτοκίνητο, κάνοντας οτοστόπ, για να τον μεταφέρει στη μονάδα του. Όταν ο Κανάρης γέμισε το ρεζερβουάρ, ένιωσε στον αυχένα του την κρύα κάννη της winchester που κρατούσε ο Duft. Οι δύο Γερμανοί οδήγησαν τον Κανάρη και τον Κούλη στο εσωτερικό του βενζινάδικου ζητώντας τα χρήματα του ταμείου. Πριν προλάβουν να πουν οτιδήποτε, ο Κούλης πρώτα και ο Κανάρης στη συνέχεια, έπεσαν νεκροί, καθώς δέχτηκαν από μία σφαίρα ο καθένας από τον στυγερό εγκληματία Duft.
Την ίδια ώρα ο Bassenauer πήρε το συρτάρι του ταμείου που περιείχε 12.100 δραχμές και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο. Ένας άλλος υπάλληλος του βενζινάδικου, ο Αναστάσιος Γκιζίνος 34 ετών, που κοιμόταν σε ένα δωματιάκι στο βάθος του πρατηρίου, ξύπνησε έντρομος από τους πυροβολισμούς και πήγε να δει τι συμβαίνει. Ο αδίστακτος Duft τον πυροβόλησε πισώπλατα δύο φορές. Αμέσως μετά ο Duft πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι και άρχισε να χτυπά με μανία τα θύματά του. Τον άτυχο Γκιζίνο τον μαχαίρωσε δύο φορές. Οι δυο φονιάδες έφυγαν με τα χρήματα του ταμείου από το βενζινάδικο. Ήταν σίγουροι ότι είχαν σκοτώσει και τους τρεις άνδρες. Ο Γκιζίνος όμως προσποιήθηκε ότι είναι νεκρός. Μόλις οι Γερμανοί έφυγαν , με όσες δυνάμεις είχε πήγε στο τηλέφωνο και κάλεσε ένα τριψήφιο αριθμό λέγοντας: ''Στο πρατήριο Γκίκα κάποιοι εγκληματίες σκότωσαν δύο ανθρώπους. Σας παρακαλώ ειδοποιήστε την Αστυνομία κι ένα ασθενοφόρο''. Η γυναίκα στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, νομίζοντας ότι κάποιος της έκανε φάρσα μέσα στα άγρια χαράματα, απάντησε: ''Και γιατί δεν την παίρνεις εσύ'', κλείνοντας το τηλέφωνο! Με υπεράνθρωπες προσπάθειες ο Γκιζίνος σύρθηκε ως το δρόμο φωνάζοντας. Κανείς όμως δεν τον άκουγε και αυτοκίνητα περνούσαν με μεγάλη ταχύτητα μπροστά του. Για καλή του τύχη ένας οδηγός φορτηγού σταμάτησε και τον βοήθησε. Ένα ταξί μετέφερε τον άτυχο Γκιζίνο στο νοσοκομείο, ενώ ο φορτηγατζής ειδοποίησε την Αστυνομία.
Ο αξιωματικός υπηρεσίας της Αστυνομίας της Θήβας πήρε έναν ταξιτζή και τον παρακάλεσε να μεταβεί γρήγορα στο βενζινάδικο για να παραλάβει τρεις τραυματίες (όπως νόμιζε) και να τους μεταφέρει στο νοσοκομείο. Ο ταξιτζής έφτασε πολύ γρήγορα στο βενζινάδικο. Εκεί έπαθε σοκ. Ο νεκρός στρατιώτης Κωνσταντίνος Κούλης ήταν αδελφός του. Ο Γκιζίνος νοσηλεύτηκε για αρκετό καιρό, αλλά κατάφερε να αναρρώσει. Έζησε όμως με μια βολίδα (σφαίρα) στο σώμα του ως το τέλος της ζωής του, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Η δολοφονία του χρηματιστή
Στις 13 Μαρτίου 1969 έγινε η δεύτερη δολοφονική ενέργεια των δύο Γερμανών. Είχαν εντοπίσει μια βίλα στη Βούλα της Αττικής στην οδό Αλκυονιδών 99. Ιδιοκτήτης της ήταν ο πενηντάχρονος επιχειρηματίας-χρηματιστής Παντελής Αθηναίος, ο οποίος είχε στην κατοχή του και ένα πολυτελέστατο αυτοκίνητο μάρκας Buick, το οποίο προφανώς είχαν δει οι δολοφόνοι. Αφού άφησαν σε κοντινό σημείο τη Mercedes, έφτασαν στη βίλα του Αθηναίου. Διαπίστωσαν ότι εκείνη την ώρα ο επιχειρηματίας έφευγε με μία κοπέλα. Παραβιάζοντας ένα παράθυρο μπήκαν στο σπίτι. Δεν βρήκαν ούτε χρήματα ούτε τιμαλφή. Αποφάσισαν να περιμένουν την επιστροφή του Αθηναίου. Μάλιστα έφαγαν και ήπιαν, ο δε Duft κοιμήθηκε για λίγο! Στη 1:00 π.μ. ο Αθηναίος επέστεψε. Όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού τον περίμενε ο Duft με την καραμπίνα στο χέρι. Τον οδήγησε στην κουζίνα όπου βρισκόταν ο Bassenauer. Μετά από εντολή του Duft ο Bassenauer χτύπησε δυο φορές δυνατά τον Αθηναίο με ένα ξύλο που είχαν βρει στο τζάκι. Ο άτυχος επιχειρηματίας έπεσε νεκρός. Οι δύο Γερμανοί είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν άλλη μέθοδο στη δολοφονία αυτή για να μη μοιάζει με εκείνες της Θήβας. Φεύγοντας πήραν 11.000 δραχμές και 3.000 δολάρια που είχε στις τσέπες του ο Αθηναίος, ένα πανάκριβο δαχτυλίδι και τα κλειδιά της Buick. Μάλιστα βγήκαν στην Εθνική Οδό για να ληστέψουν κάποιο βενζινάδικο, αλλά στα διόδια είδαν ένα περιπολικό με αναμμένο φάρο, φοβήθηκαν και επέστρεψαν με τη Buick στη Βούλα. Εκεί άφησαν το αυτοκίνητο του Αθηναίου, επιβιβάστηκαν στη Mercedes τους και εξαφανίστηκαν.
Στην Αστυνομία και τη Χωροφυλακή μετά και τη νέα δολοφονία σήμανε συναγερμός. Δόθηκε εντολή για απόλυτη λογοκρισία στον Τύπο της εποχής και υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση των ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας.
Η σύλληψη-ομολογία ενός αθώου και η ανάπαυλα των δολοφόνων
Ανάμεσα στα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν στη βίλα του Αθηναίου, υπήρχαν και εκείνα του σεσημασμένου μετρ των διαρρήξεων, Χρήστου Ολλανδέζου. Ο Ολλανδέζος συνελήφθη και μετά τις γνωστές ανακριτικές μεθόδους της εποχής, ομολόγησε ότι σκότωσε τον Αθηναίο. Ο διαρρήκτης είχε μπει πραγματικά εκείνη τη μέρα στο σπίτι του επιχειρηματία για να κλέψει, αλλά δεν είχε καμία σχέση με τη δολοφονία. Φυλακίστηκε, αλλά λίγο καιρό αργότερα αφέθηκε ελεύθερος.
Παράλληλα οι δύο δολοφόνοι, για να ''πάρουν μια ανάσα'' αλλά και για να θολώσουν τα νερά, έφυγαν στις 22 Μαρτίου από την Αθήνα και έφτασαν μέσω Ιταλίας στην (τότε) Δυτική Γερμανία. Στη Φρανκφούρτη ο Duft πούλησε στον οίκο Miller για 300 δολάρια το δαχτυλίδι του Αθηναίου. Μετά από 9 μέρες οι δύο Γερμανοί επέστρεψαν μέσω Κέρκυρας στην Ελλάδα.
Ο άτυχος ταξιτζής- Δολοφονία για 250 δραχμές…
Τη νύχτα της 7ης Απριλίου, Μεγάλης Δευτέρας 1969, οι Duft και Bassenauer έφυγαν από το σπίτι τους στην οδό Σκουφά και πήγαν με τη Mercedes τους στην περιοχή του Χίλτον. Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και αποφάσισαν να βρουν ένα ταξί και να κατευθυνθούν προς την παραλία. Ο Duft φορούσε παλτό κάτω από το οποίο έκρυβε το όπλο του και ζώνη με φυσίγγια. Εκείνη την ώρα πέρασε ένα ταξί με οδηγό τον Στέλιο Φραγκιαδάκη, 34 ετών. Οι δύο Γερμανοί επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο και ζήτησαν από τον Φραγκιαδάκη να τους πάει στον ''Αστέρα'' της Βουλιαγμένης. Ενώ πλησίαζαν στον προορισμό τους ο Duft έβγαλε την καραμπίνα του και διέταξε τον Φραγκιαδάκη να στρίψει σ' ένα χωματόδρομο προς την πλευρά της εκκλησίας του Άη- Γιώργη. Σε κάποιο σημείο σταμάτησαν. Ο Duft έδωσε εντολή στον Bassenauer να οδηγήσει εκείνος και υποχρέωσε τον άτυχο Φραγκιαδάκη να καθίσει στο διπλανό κάθισμα. Σε ένα ερημικό σημείο στο Καβούρι σταμάτησαν, έβγαλαν τον ταξιτζή από το αυτοκίνητο και με την απειλή του όπλου τον οδήγησαν κάτω από ένα μεγάλο πεύκο.
Ο Duft έδωσε στον Bassenauer την καραμπίνα για να πυροβολήσει τον Φραγκιαδάκη, τον οποίο είχαν υποχρεώσει προηγουμένως να ξαπλώσει μπρούμυτα. O Bassenauer αρνήθηκε και επέστρεψε το όπλο. Τελικά πήρε το μαχαίρι και το κάρφωσε δύο φορές στην πλάτη του Φραγκιαδάκη τραυματίζοντάς τον βαρύτατα. Ο Duft στη συνέχεια του έδωσε τη χαριστική βολή. Αφού βεβαιώθηκαν ότι είχαν σκοτώσει το θύμα τους έψαξαν τις τσέπες του και πήραν 250 δραχμές (τόσες ήταν οι εισπράξεις του), ενώ αφαίρεσαν κι ένα κουτί με κέρματα απ' το ταξί. Έπειτα έσυραν το πτώμα του Γιάννη Φραγκιαδάκη και το άφησαν ανάμεσα σε θάμνους. Με το ταξί του πήγαν στο Χίλτον, όπου επιβιβάστηκαν στη Mercedes τους για να γυρίσουν στο σπίτι στο Κολωνάκι.
Το πτώμα του άτυχου Φραγκιαδάκη βρήκε τυχαία ο δεκάχρονος Γιώργος Γαλανός, ο οποίος ενημέρωσε την αδερφή του και εκείνη με τη σειρά της ειδοποίησε τις Αρχές. Η ιατροδικαστική εξέταση αποκάλυψε ότι οι δύο αδίστακτοι δολοφόνοι είχαν κόψει στα δύο την αορτή του θύματος.
Η πέμπτη δολοφονία, σε βενζινάδικο της Εθνικής
Το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης 9 Απριλίου 1969 το εγκληματικό δίδυμο κινήθηκε στην Εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας. Στο 41ο χλμ., υπήρχε το βενζινάδικο του Γιάννη Σπανού. Εκείνη την ώρα είχε βάρδια ο 40χρονος Γιάννης Τσουτσάνης από τον Βαρνάβα Αττικής, ο οποίος έβαζε βενζίνη σ’ ένα Ι.Χ. με γερμανικές πινακίδες. Οι Duft και Bassenanuer άφησαν τη Mercedes λίγο πιο μακριά από το βενζινάδικο και προχώρησαν με τα πόδια προς αυτό. Κρύφτηκαν πίσω από μια νταλίκα και μόλις έφυγε το Ι.Χ. που «φουλάριζε» ο Τσουτσάνης κινήθηκαν προς το μέρος του. Ο Duft με την καραμπίνα κι ένα μαχαίρι τον ακινητοποίησε ενώ ο Bassenanuer άδειασε το ταμείο που περιείχε 3.850 δρχ. Οι δύο αδίστακτοι δολοφόνοι οδήγησαν τον Τσουτσάνη σ’ ένα χωράφι. Ο άτυχος 40χρονος εκλιπαρούσε λέγοντας «έχω πίκολο, πίκολο» (παιδιά στα ιταλικά). Ασυγκίνητοι οι Γερμανοί, τον σκότωσαν με 14 μαχαιριές. Ο αείμνηστος ιατροδικαστής Δημήτρης Καψάσκης που έκανε τη νεκροτομή, έμεινε άναυδος με το μένος των εγκληματιών.
«… Ο αδίστακτος δολοφόνος είχε χώσει με μανία το μαχαίρι στο σώμα του Τσουτσάνη ως τη λαβή του. Παρά ταύτα δεν ικανοποιείτο. Παρατήρησα ότι με πρωτοφανή μανία το έστριβε για να προκαλέσει πόνο και πιο επώδυνο θάνατο. Ήταν φοβερό…». Οι Γερμανοί αφού αποτελείωσαν τον Τσουτσάνη, επέστρεψαν στην Αθήνα.
Το τελευταίο θύμα – Το μοιραίο λάθος
Η κινητοποίηση των Αρχών μετά και το νέο φονικό ήταν πολύ μεγάλη. Επειδή όμως είχαν ρίξει το βάρος τους στην Εθνική Αθηνών-Λαμίας, οι σατανικοί Γερμανοί αποφάσισαν να κινηθούν προς την Πάτρα. Είχαν μάλιστα σκοπό να πάνε στην αρχαία Ολυμπία για να ληστέψουν τουρίστες!
Το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής 11 Απριλίου 1969, οι δύο δολοφόνοι ξεκίνησαν για την Πάτρα. Γύρω στις 19.00 πέρασαν τον Ισθμό της Κορίνθου και συνέχισαν την πορεία τους. Κοντά στο Ξυλόκαστρο προσπάθησαν να προσπεράσουν ένα φορτηγό. Από το βαρύ όχημα, έπεσε ένα δέμα και προκάλεσε ζημιά στο μπροστινό αριστερό φανάρι της Mercedes που οδηγούσε ο Bassenanuer. Ο οδηγός του φορτηγού κατέβηκε για να μαζέψει το δέμα και να δει τι ζημιά είχε προκληθεί. Ταυτόχρονα κατέβηκε κι ο Duft με την καραμπίνα έτοιμος να τον δολοφονήσει.
Ο Bassenanuer τον απέτρεψε. Από καθαρή τύχη, ο οδηγός του φορτηγού γλίτωσε και συνέχισε την πορεία του. Αντίθετα, οι δύο Γερμανοί έχοντας ελλιπή φωτισμό και μην γνωρίζοντας καλά τον δρόμο προς την Πάτρα, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Αθήνα. Είχε νυχτώσει για τα καλά, όταν τους προσπέρασε μια πολυτελής BMW την οποία οι δολοφόνοι «στοχοποίησαν». Λίγα χιλιόμετρα μετά, ζήτησαν από τον οδηγό της να σταματήσει. Ευγενέστατα τον παρακάλεσαν να προπορευθεί για να τον ακολουθούν εκείνοι με τα λιγοστά φώτα τους. Ο ανυποψίαστος οδηγός, ο 39χρονος Γιώργος Παπαγεωργίου, υφαντουργός που εργαζόταν στη Γερμανία και είχε έρθει στην Ελλάδα οικογενειακώς για το Πάσχα, δέχτηκε ευχαρίστως.
Σε μια στροφή στην Κακιά Σκάλα, οι Γερμανοί ακινητοποίησαν τη Mercedes και έσβησαν τα φώτα. Ο Παπαγεωργίου που τους έβλεπε από τον καθρέφτη έκανε όπισθεν και σταμάτησε για να τους βοηθήσει. Την ώρα που είχε σκύψει πάνω από τη μηχανή της Mercedes, ο Bassenanuer μετά από εντολή του Duft τον πυροβόλησε δύο φορές στον αυχένα και τον σκότωσε. Την ώρα που έβαζαν το πτώμα του άτυχου Παπαγεωργίου στο πορτμπαγκάζ της Mercedes πέρασε μια μηχανή με δύο επιβάτες.
Όπως είπε ο Bassenauer, αν σταματούσαν, θα τους σκότωναν κι αυτούς! Η μηχανή όμως συνέχισε τον δρόμο της. Από τις τσέπες του Παπαγεωργίου, οι δολοφόνοι αφαίρεσαν 600 δραχμές και ένα χαρτονόμισμα των 100 μάρκων.
Έπειτα, ξεκίνησαν για την Αθήνα, οδηγώντας ο μεν Duft την BMW, ο δε Bassenauer τη Mercedes. Φτάνοντας στο Χαϊδάρι, σταμάτησαν στην οδό Πάρνηθος. Πάρκαραν τη Mercedes σε ένα πεζοδρόμιο και έβαλαν το πτώμα του Παπαγεωργίου στην BMW. Σύμφωνα με τον Πάνο Σόμπολο, κινήθηκαν πάλι προς την Πάτρα και λίγο πριν την αχαϊκή πρωτεύουσα, στην περιοχή Καμίνια, άφησαν το πτώμα, σκεπάζοντάς το με χαμόκλαδα. Υπάρχει μια ασάφεια στο σημείο αυτό, γιατί άλλοι δημοσιογράφοι που έζησαν τα γεγονότα, δεν αναφέρουν αυτήν την εκδοχή. Λένε απλά ότι άφησαν το άψυχο κορμί του Παπαγεωργίου και συνέχισαν να κινούνται με τη BMW.
Είχαν κάνει όμως ένα μοιραίο λάθος. Στη Mercedes υπήρχαν κηλίδες αίματος στον προφυλακτήρα και δύο ακόμα σημεία, από την τελευταία δολοφονία, τα οποία είναι οι δολοφόνοι δεν σκούπισαν. Η παρατηρητικότητα τριών ανθρώπων οδηγεί στη σύλληψη των αδίστακτων δολοφόνων
Το Μεγάλο Σάββατο, 12 Απριλίου 1969, η Μαρία Ταμπουράκη, βγαίνοντας από το σπίτι της, αντίκρισε μια άγνωστη Mercedes, παρκαρισμένη στο πεζοδρόμιό της.
Είδε ότι ήταν ελαφρά τρακαρισμένη και ότι είχε κηλίδες αίματος. Αμέσως, ενημέρωσε τον γιο της, Παναγιώτη εκτελωνιστή και την κόρη της, οι οποίοι ειδοποίησαν την Αστυνομία. Σύντομα η περιοχή περικυκλώθηκε από περιπολικά και μοτοσικλέτες. Οι αστυνομικοί της Σήμανσης, συμπέραναν ότι είναι πιθανό η Mercedes να σχετίζεται με τις δολοφονίες.
Στις 16.30 του Μεγάλου Σαββάτου, η BMW ΜΕ τους Duft και Bassenauer σταμάτησε κοντά στην οδό Πάρνηθος. Από μέσα βγήκε ο Duft, για να πάρει τη Mercedes. Πλησιάζοντας το αυτοκίνητο, εμφανίστηκαν οι αστυνομικοί της Ασφάλειας Προαστίων και τον συνέλαβαν. Έντρομος ο Bassenauer έφυγε για την Αθήνα.
Στην Ασφάλεια Προαστίων, ο Duft δεν παραδεχόταν τίποτα. Δήλωνε άγνοια για ό,τι τον ρωτούσαν. Όταν τον ρώτησαν που μένει, απάντησε στο ξενοδοχείο «Άστορ». Ο επικεφαλής των ανακρίσεων, Αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Μαυροειδής, έδωσε εντολή σε αστυνομικούς να μεταβούν αμέσως στο ξενοδοχείο. Στο «Άστορ» είπαν ότι δεν μένει εκεί κάποιος Duft τότε, αλλά βρήκαν στα αρχεία τους, ότι στο ξενοδοχείο από τις 19 ως τις 22 Φεβρουαρίου και στις 6 και 7 Μαρτίου, έμεινε ο Duft μαζί με κάποιον Bassenauer, τους οποίους και περιέγραψαν. Επιστρέφοντας οι αστυνομικοί στην Ασφάλεια, ενημέρωσαν τους ανωτέρους τους, που μίλησαν στον Duft και του ανέφεραν το όνομα Bassenauer. Ο σκληρός Duft, νομίζοντας ότι συνέλαβαν τον συνεργό του, κατέρρευσε και ομολόγησε τα πάντα.
Στο πορτμπαγκάζ της Mercedes, οι αστυνομικοί βρήκαν ένα πολεμικό όπλο Mauser, γεμάτο και οπλισμένο, ένα μαχαίρι, ένα ηλεκτρικό καψούλι δυναμίτιδας και πολλά διαρρηκτικά εργαλεία. Στις 22.30, οι αστυνομικοί Παπαλεξίου, Γκούντρας και Τζαμουράνης, με τον Duft δεμένο με χειροπέδες, έφτασαν στο διαμέρισμα της οδού Σκουφά 11. Άνοιξαν με το κλειδί του Duft και μπήκαν μέσα. Ο Bassenauer που ήταν ξαπλωμένος, δεν ανησύχησε. Όταν όμως είδε τους αστυνομικούς να τον σημαδεύουν με τα όπλα τους σήκωσε τα χέρια ψηλά και παραδόθηκε. Στο διαμέρισμα, βρισκόταν η αρραβωνιαστικιά του Bassenauer, ο αδελφός της και η σύζυγός του ,οι οποίοι είχαν πλήρη άγνοια για τη δράση των Γερμανών, που ήταν ψύχραιμοι και απαθείς στις αναπαραστάσεις των εγκλημάτων.
Η δίκη και η καταδίκη των Γερμανών
Η δίκη των δολοφόνων, άρχισε στις 21 Ιουλίου 1969 στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Πρόεδρός του, ήταν ο Π. Χρυσομάλλης, Εισαγγελέας ο Χ. Πατακιάς και σύνεδροι οι εφέτες Ι. Καλλιμόπουλος, Ι. Μαρινάκος, Σ. Κοσκινάς και Ν. Οικονόμου. Κανείς δικηγόρος δεν δέχθηκε να τους υπερασπιστεί. Έτσι διορίστηκαν αυτεπάγγελτα ως συνήγοροι τους οι Ταταράκης, Λιναράς, Αρμακόλας και Χριστόπουλος. Κατά την ακροαματική διαδικασία, αποκαλύφθηκε ότι οι δύο κακοποιοί είχαν ομοφυλοφιλική σχέση. Ο «παθητικός» Duft, είπε στον φίλο του: «Μην πηγαίνεις με γυναίκες. Οι εγκληματίες δεν πρέπει να έχουν σχέση με κοπέλες. Ο Χίτλερ γι’ αυτό έχασε τον πόλεμο». Ο Εισαγγελέας, ήταν καταπέλτης: «Ποίος γνωρίζει ποίων σπερμάτων αποτέλεσμα είναι αυτοί οι κτηνάνθρωποι. Ίσως απόγονοι αυτών που υπηρέτησαν στο Άουσβιτς και στο Νταχάου». Ο Duft, κάποια στιγμή της διαδικασίας ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. Τότε προσπάθησε να αρπάξει το πιστόλι του ενός χωροφύλακα που τον συνόδευε για να προκαλέσει μακελειό, αλλά τον πρόλαβαν την τελευταία στιγμή.
Η δίκη διήρκησε τρεις μέρες. Όταν ο πρόεδρος ανακοίνωσε την ποινή των δολοφόνων, «πεντάκις εις θάνατον», το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
Μεταφέρθηκαν στις φυλακές Κέρκυρας (ο Duft) και στις φυλακές Αίγινας (ο Bassenauer). Στις 15 Δεκεμβρίου 1969, εκτελέστηκαν. Ο Duft δεν δέχτηκε να του καλύψουν τα μάτια και απευθυνόμενος στο απόσπασμα, είπε στα ελληνικά «γεια σας», ενώ ο Bassenauer ζήτησε να του καλύψουν τα μάτια και έκλαιγε γοερά.
Οι δύο αδίστακτοι Γερμανοί, σχεδίαζαν να ληστέψουν το βράδυ της Ανάστασης κεντρικό χρυσοχοείο της Αθήνας, ενώ στη συνέχεια σκόπευαν να μεταβούν για να συνεχίσουν τη δράση τους ,σε Κωνσταντινούπολη και Μαδρίτη.
Οι οικογένειες των θυμάτων
Τα θύματα των αδίστακτων δολοφόνων, άφησαν πίσω τους γυναίκες και παιδιά.
Ο στρατιώτης Κ. Κούλης, ήταν παντρεμένος, πατέρας ενός αγοριού 13 μηνών, ενώ η σύζυγός του ήταν έγκυος στον τρίτο μήνα. Ο Κούλης, θα απολυόταν σε 5 μήνες.
Ο Ν. Κανάρης, ήταν παντρεμένος και είχε δυο παιδιά. Μια κόρη 8 ετών και ένα γιο 6 ετών.
Ο Π. Αθηναίος, ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών που έμεναν στην Αμερική.
Ο Σ. Φραγκιαδάκης, είχε παντρευτεί πριν 15 μήνες και η σύζυγός του ήταν έγκυος.
Ο Ι. Τσουτσάνης, ήταν παντρεμένος και είχε 2 αγόρια. Ένα 7 ετών κι ένα άλλο 2 μηνών.
Τέλος, ο Ι. Παπαγεωργίου, που είχε έρθει στην Ελλάδα οικογενειακώς για τις διακοπές του Πάσχα, είχε μια κόρη, 20 μηνών, την Αλεξία.
Η σύζυγός του Bassenauer, ήρθε στην Ελλάδα ότι έμαθε ότι ο άντρας της… αρραβωνιάστηκε, κάτι που της επιβεβαίωσε και ο ίδιος με επιστολή του, γράφοντας μάλιστα και τη διεύθυνση που έμενε. Όταν έφτασε στην οδό Σκουφά 11, η Μαρί, έτσι λεγόταν η κοπέλα, βρήκε εκεί αστυνομικούς που την οδήγησαν στην Ασφάλεια.
Κατέθεσε πως ήταν παντρεμένη 10 χρόνια, αλλά τα τελευταία 5 έτη, βρισκόταν σε διάσταση με τον άντρα της, τη δράση του οποίου δεν γνώριζε.
Η Ρένα, που μόλις έμαθε για τη δράση των Γερμανών έπαθε σοκ, σκοτώθηκε λίγα χρόνια αργότερα σε τροχαίο δυστύχημα. Για τις οικογένειες των θυμάτων, δεν υπήρξε καμία μέριμνα.
Αυτή ήταν η φρικτή ιστορία δύο πρώτων κατά τη συρροή δολοφόνων στην Ελλάδα, των ανθρώπων που «ηδονίζονταν να σκοτώνουν» , όπως γράφτηκε χαρακτηριστικά…
Πηγή: Πάνος Σόμπολος, «ΟΙ ΑΣΤΕΡΕΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΝΘΕΟΥ ΟΠΩΣ ΤΟΥΣ ΕΖΗΣΑ». Εκδόσεις Πατάκη,2017.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα