Μιρέλλα Παπαοικονόμου: Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε
21.09.2018
18:38
Η σεναριογράφος των μεγάλων τηλεοπτικών επιτυχιών επιστρέφει με το σίκουελ του διάσημου σίριαλ «Λόγω τιμής» και μιλά στο «ΘΕΜΑ» για την τηλεόραση, τη ζωή της και τις παρέες που γράφουν τηλεοπτική ιστορία
Μέσα στο γεμάτο τραυματισμένες ψυχές και αποκαΐδια καλοκαίρι ήρθαν τα καλά μαντάτα: μια παρέα από το παρελθόν, από την εποχή που οι σχέσεις βασάνιζαν και ανάσταιναν τους ανθρώπους, συναντιέται ξανά. Με τα ίδια, όμορφα και ζεστά χαμόγελα και με το σκηνικό που δίνει το στίγμα μιας εποχής όπου μετρούσαν οι φιλίες, τα αληθινά λόγια και οι καλές μουσικές. Οσο για το σύνθημά τους, το «Λόγω τιμής», ανήκει σε όλα όσα πια δεν ακούγονται εύκολα και φέρνει στον νου όσα δεν έπαψαν ποτέ να μας απασχολούν, όσο και αν κάποιοι επιμένουν να τα ξεχνούν: τον έρωτα, τις σχέσεις, την ανθρωπίλα, τα γέλια που αντιστοιχούσαν στις καρδιές και όχι σε άψυχα emoji. Εν ολίγοις, τις ανθρώπινες σχέσεις και όχι τα προκάτ φλερτ σε ριάλιτι. Τους καλοδουλεμένους διαλόγους, τη δημιουργία χαρακτήρων, τη μυθοπλασία και όχι τα κακοφορμισμένα λόγια.
Η αντίδραση του κόσμου στην απρόσμενη αυτή συνάντηση ήταν ακαριαία και μαζική: μόλις σε λίγες ώρες το τρέιλερ για την επανέναρξη του διάσημου σίριαλ «Λόγω τιμής», 20 χρόνια μετά, έφτασε στις 280.000 προβολές και όλοι ήθελαν να μάθουν λεπτομέρειες για το κανάλι που θα το προβάλλει και για το τι και πώς. Ολοι εν ολίγοις ήθελαν να ξέρουν τι είναι αυτό που φέρνει την ακριβοθώρητη σεναριογράφο Μιρέλλα Παπαοικονόμου ξανά στο προσκήνιο και στην πρώτη γραμμή. Είχε ήδη προηγηθεί με απρόσμενη επιτυχία η πολλοστή προβολή της «Αναστασίας» από το MEGA, σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που η νεαρή Μυρτώ Αλικάκη έκλεβε ταυτόχρονα την καρδιά του πατέρα (Μηνά Χατζησάββα) και του γιου (Αλκι Κούρκουλου). Ολα αυτά μας φέρνουν στο σπίτι της ηθικής αυτουργού Μιρέλλας Παπαοικονόμου με φόντο την Ακρόπολη, ενώ φυσάει το πρώτο φθινοπωρινό αεράκι, πίνοντας δροσερό λευκό κρασί και απολαμβάνοντας ένα πλατό τυριών. Της σεναριογράφου της οποίας οι επιτυχημένες σειρές έχουν καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως δημιουργίες με brand name «Μιρέλλα Παπαοικονόμου» και όχι των άλλων συντελεστών.
Εδώ σε αυτό το σαλόνι, στην όμορφη πολυκατοικία της Διονυσίου Αεροπαγίτου, έχουν βολευτεί τα πιο διάσημα ονόματα της τηλεόρασης και του θεάτρου και έχει κάνει άπειρες πρόβες η παρέα του «Λόγω Τιμής» που δεν χάθηκαν με τα χρόνια αλλά παραμένουν καλοί φίλοι. Η φροντίδα με την οποία περιβάλλει η οικοδέσποινα τις λέξεις δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή με την οποία υποδέχεται τους φίλους της - ίσως επειδή ξέρει ότι κάθε ατάκα ή τυχαίο συναίσθημα, κάθε φαγητό που μοιράζεσαι πάνω από εξομολογήσεις ή παραπονεμένα λόγια είναι αυτό που τρέφει και την έμπνευση. Με αυτό το παρεΐστικο πνεύμα λειτούργησαν και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της διάσημης σειράς, σε εποχές που ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ήταν άγνωστος και ο Γιώργος Πυρπασόπουλος πιεζόταν να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του αφού τότε ήταν φαντάρος - στα γυρίσματα μάλιστα κοιμόταν όπου έβρισκε, ακόμα και πάνω σε χαρτόκουτα. «Και σήμερα έτσι αυθόρμητα λειτουργούμε», ομολογεί η Παπαοικονόμου με αγωνία για το πώς θα εξελιχθεί η συνέχεια μετά από 20 χρόνια και ποια υποδοχή θα επιφυλάξει ο κόσμος στην παρέα από τα παλιά.
«Τα έχω ζήσει αυτά τα παιδιά, είναι φίλοι και τα αγαπάω. Ερχονται στο σπίτι μου στα Κύθηρα, ψήνουμε αρνιά, πηγαίνουμε στις ταβέρνες, γελάμε, περνάμε ωραία. Τη Βίκυ Βολιώτη και τη Μυρτώ Αλικάκη τις ξέρω χρόνια, τον Αιμίλιο Χειλάκη τον έχω παντρέψει. Είναι η άλλη μου οικογένεια αυτή η παρέα. Για να μιλήσω ειλικρινά, δε, περισσότερες ώρες έχω περάσει μαζί τους παρά με τα παιδιά μου κάνοντας πρόβες, συζητώντας ατέλειωτες ώρες και μαγειρεύοντας: τη μια μέρα κινέζικο για τον Κωνσταντίνο, την άλλη σπαγγέτι για τον Αιμίλιο. Δεν γίνονται, όμως, αλλιώς τα πράγματα, άσχετα αν τώρα θέλουν οι συνθήκες στην τηλεόραση να αλλάξουν τα πάντα καταργώντας τις πρόβες και κάνοντας τα πάντα πιο οικονομικά και στο πόδι. Αυτές οι δουλειές θέλουν χρόνο, μεράκι και ψυχή. Θέλουν να τα δίνεις όλα γιατί απλώς δεν γίνεται αλλιώς».
Η επίμονη Μιρέλλα
Και τη συνταγή αυτή φαίνεται η ίδια να την ακολουθεί σε όλα στη ζωή της - ίσως και λόγω χαρακτήρα: όλα ή τίποτα στον έρωτα και στη δουλειά, ώρες ατελείωτες στα γυρίσματα, με πείσμα για τη σκηνή που έπρεπε να προστεθεί ή για το εξωτερικό πλάνο που έπρεπε να είχε ακριβώς αυτή τη νότα καλαισθησίας που θα επέτρεπε στον θεατή το όνειρο. «Ο λόγος που επιμένω σε κάποια πράγματα δεν είναι από παραξενιά αλλά γιατί έτσι θα γίνουν καλύτερα. Πώς θα γίνει να κάνεις τηλεόραση αν δεν παρασύρεις τον θεατή, αν δεν τον κάνεις να ονειρευτεί να ταξιδέψει έστω με τη φαντασία;».
Και αυτό είναι εμφανές στα σίριαλ που φέρουν την υπογραφή Μιρέλλα Παπαοικονόμου: από την «Αναστασία» με το Κάστρο της Μονεμβασιάς να δεσπόζει στην άκρη ενός πλάνου με μουσικές από τον Βιβάλντι ή το «Αντάτζιο» του Αλμπινόνι έως το «Λόγω Τιμής» με τη γνωστή παρέα να βολτάρει με φόντο εμβληματικά κτίρια της Πάτρας ή το λιμάνι. Και είναι τα σίριαλ αυτά εμπνευσμένα από έναν τρόπο ζωής που εναντιωνόταν στη μιζέρια και την εσωστρέφεια, που άνοιξαν τον δρόμο για τα αντίστοιχα του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, ο οποίος άλλωστε έκανε τα πρώτα του περάσματα στην «Αναστασία». Τον θυμόμαστε να χαζεύει τους δύτες πίνοντας μπίρες σε κάποια σκηνή, όταν οι καταδύσεις ήταν κάτι σπάνιο και εξωτικό για την Ελλάδα - αν όχι πρωτάκουστο.
Ακόμα και το «Νησί», όμως, το κύκνειο άσμα του MEGA και της ποιοτικής τηλεόρασης, στο οποίο η ίδια η Παπαοικονόμου έβαλε την υπογραφή της, ήταν γεμάτο ωραία πλάνα της Ελούντας ενώ επέβαλε ένα άλλο, ιμπρεσιονιστικό πνεύμα που έχει δυστυχώς διαγραφεί πλέον από την τηλεόραση. Μου λέει πόσο πονάει η καρδιά της που το MEGA, το κανάλι με το οποίο η ίδια είναι τόσο συνδεμένη και τόσο αγάπησε, κλείνει. «Οι άνθρωποί του είναι φίλοι μου, με εμπιστεύτηκαν και μου έδωσαν την ευκαιρία να καταξιωθώ και να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα. Το θεωρώ απαράδεκτο που αφήνουν να κλείσει το πλέον ποιοτικό κανάλι. Νιώθω σαν να χάνω έναν δικό μου άνθρωπο», μου λέει. Ηταν μιας άλλης αισθητικής τηλεόραση που ταίριαζε απόλυτα με τη δική της - και δεν μπορώ να μη ρωτήσω γι’ αυτή την εμμονή στο ωραίο. «Η αλήθεια είναι ότι το ωραίο με παραλύει», ομολογεί. «Η ομορφιά και η καλαισθησία, μέσα και έξω, με μαγνητίζουν, ενώ αντίθετα με τρελαίνει το ακαλαίσθητο. Εχω κυριολεκτικά μαγνήτη με τα ωραία πράγματα - τις ωραίες ψυχές, τους ωραίους ανθρώπους, τα ωραία σπίτια».
Ας μην ξεχνάμε ότι στα πρώτα της βήματα, γύρω στο 1984, όταν, πιτσιρίκα ακόμα, έγραφε το σενάριο για τους «Μικρούς Μεγάλους» για την ΕΡΤ, παράλληλα εργαζόταν ως ενδυματολόγος, αλλά και διακοσμήτρια εσωτερικού χώρου. Ηταν τότε που τα τεράστια ονόματα των σκηνογράφων έδιναν τον τόνο της πραγματικής τέχνης κάνοντάς τη να νιώθει ότι έπρεπε διαρκώς να υπερβαίνει εαυτόν για να τους ανταγωνιστεί. Αν και οι κριτικές στις δουλειές που έκανε για το Εθνικό Θέατρο και το θέατρο Στοά ήταν καλές, δεν άντεξε τον ψυχοφθόρο για εκείνην ανταγωνισμό. Εξακολουθεί, όμως, να αγαπάει πολύ το θέατρο - είχε, άλλωστε, διασκευάσει και το σενάριο της παράστασης «Κράμερ εναντίον Κράμερ» και έχει μεταφράσει τον πολύ πετυχημένο «Φεγγίτη» του Ντέιβιντ Χέιρ που ανέβηκε πέρυσι και συνεχίζεται φέτος, με σκηνοθέτη τον Μαρκουλάκη - ενώ δεν χάνει ευκαιρία να βρεθεί πίσω από τις κουίντες και στα βελούδινα καθίσματα της πλατείας.
Η αντίδραση του κόσμου στην απρόσμενη αυτή συνάντηση ήταν ακαριαία και μαζική: μόλις σε λίγες ώρες το τρέιλερ για την επανέναρξη του διάσημου σίριαλ «Λόγω τιμής», 20 χρόνια μετά, έφτασε στις 280.000 προβολές και όλοι ήθελαν να μάθουν λεπτομέρειες για το κανάλι που θα το προβάλλει και για το τι και πώς. Ολοι εν ολίγοις ήθελαν να ξέρουν τι είναι αυτό που φέρνει την ακριβοθώρητη σεναριογράφο Μιρέλλα Παπαοικονόμου ξανά στο προσκήνιο και στην πρώτη γραμμή. Είχε ήδη προηγηθεί με απρόσμενη επιτυχία η πολλοστή προβολή της «Αναστασίας» από το MEGA, σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που η νεαρή Μυρτώ Αλικάκη έκλεβε ταυτόχρονα την καρδιά του πατέρα (Μηνά Χατζησάββα) και του γιου (Αλκι Κούρκουλου). Ολα αυτά μας φέρνουν στο σπίτι της ηθικής αυτουργού Μιρέλλας Παπαοικονόμου με φόντο την Ακρόπολη, ενώ φυσάει το πρώτο φθινοπωρινό αεράκι, πίνοντας δροσερό λευκό κρασί και απολαμβάνοντας ένα πλατό τυριών. Της σεναριογράφου της οποίας οι επιτυχημένες σειρές έχουν καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως δημιουργίες με brand name «Μιρέλλα Παπαοικονόμου» και όχι των άλλων συντελεστών.
Εδώ σε αυτό το σαλόνι, στην όμορφη πολυκατοικία της Διονυσίου Αεροπαγίτου, έχουν βολευτεί τα πιο διάσημα ονόματα της τηλεόρασης και του θεάτρου και έχει κάνει άπειρες πρόβες η παρέα του «Λόγω Τιμής» που δεν χάθηκαν με τα χρόνια αλλά παραμένουν καλοί φίλοι. Η φροντίδα με την οποία περιβάλλει η οικοδέσποινα τις λέξεις δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή με την οποία υποδέχεται τους φίλους της - ίσως επειδή ξέρει ότι κάθε ατάκα ή τυχαίο συναίσθημα, κάθε φαγητό που μοιράζεσαι πάνω από εξομολογήσεις ή παραπονεμένα λόγια είναι αυτό που τρέφει και την έμπνευση. Με αυτό το παρεΐστικο πνεύμα λειτούργησαν και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της διάσημης σειράς, σε εποχές που ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ήταν άγνωστος και ο Γιώργος Πυρπασόπουλος πιεζόταν να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του αφού τότε ήταν φαντάρος - στα γυρίσματα μάλιστα κοιμόταν όπου έβρισκε, ακόμα και πάνω σε χαρτόκουτα. «Και σήμερα έτσι αυθόρμητα λειτουργούμε», ομολογεί η Παπαοικονόμου με αγωνία για το πώς θα εξελιχθεί η συνέχεια μετά από 20 χρόνια και ποια υποδοχή θα επιφυλάξει ο κόσμος στην παρέα από τα παλιά.
«Τα έχω ζήσει αυτά τα παιδιά, είναι φίλοι και τα αγαπάω. Ερχονται στο σπίτι μου στα Κύθηρα, ψήνουμε αρνιά, πηγαίνουμε στις ταβέρνες, γελάμε, περνάμε ωραία. Τη Βίκυ Βολιώτη και τη Μυρτώ Αλικάκη τις ξέρω χρόνια, τον Αιμίλιο Χειλάκη τον έχω παντρέψει. Είναι η άλλη μου οικογένεια αυτή η παρέα. Για να μιλήσω ειλικρινά, δε, περισσότερες ώρες έχω περάσει μαζί τους παρά με τα παιδιά μου κάνοντας πρόβες, συζητώντας ατέλειωτες ώρες και μαγειρεύοντας: τη μια μέρα κινέζικο για τον Κωνσταντίνο, την άλλη σπαγγέτι για τον Αιμίλιο. Δεν γίνονται, όμως, αλλιώς τα πράγματα, άσχετα αν τώρα θέλουν οι συνθήκες στην τηλεόραση να αλλάξουν τα πάντα καταργώντας τις πρόβες και κάνοντας τα πάντα πιο οικονομικά και στο πόδι. Αυτές οι δουλειές θέλουν χρόνο, μεράκι και ψυχή. Θέλουν να τα δίνεις όλα γιατί απλώς δεν γίνεται αλλιώς».
Η επίμονη Μιρέλλα
Και τη συνταγή αυτή φαίνεται η ίδια να την ακολουθεί σε όλα στη ζωή της - ίσως και λόγω χαρακτήρα: όλα ή τίποτα στον έρωτα και στη δουλειά, ώρες ατελείωτες στα γυρίσματα, με πείσμα για τη σκηνή που έπρεπε να προστεθεί ή για το εξωτερικό πλάνο που έπρεπε να είχε ακριβώς αυτή τη νότα καλαισθησίας που θα επέτρεπε στον θεατή το όνειρο. «Ο λόγος που επιμένω σε κάποια πράγματα δεν είναι από παραξενιά αλλά γιατί έτσι θα γίνουν καλύτερα. Πώς θα γίνει να κάνεις τηλεόραση αν δεν παρασύρεις τον θεατή, αν δεν τον κάνεις να ονειρευτεί να ταξιδέψει έστω με τη φαντασία;».
Και αυτό είναι εμφανές στα σίριαλ που φέρουν την υπογραφή Μιρέλλα Παπαοικονόμου: από την «Αναστασία» με το Κάστρο της Μονεμβασιάς να δεσπόζει στην άκρη ενός πλάνου με μουσικές από τον Βιβάλντι ή το «Αντάτζιο» του Αλμπινόνι έως το «Λόγω Τιμής» με τη γνωστή παρέα να βολτάρει με φόντο εμβληματικά κτίρια της Πάτρας ή το λιμάνι. Και είναι τα σίριαλ αυτά εμπνευσμένα από έναν τρόπο ζωής που εναντιωνόταν στη μιζέρια και την εσωστρέφεια, που άνοιξαν τον δρόμο για τα αντίστοιχα του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, ο οποίος άλλωστε έκανε τα πρώτα του περάσματα στην «Αναστασία». Τον θυμόμαστε να χαζεύει τους δύτες πίνοντας μπίρες σε κάποια σκηνή, όταν οι καταδύσεις ήταν κάτι σπάνιο και εξωτικό για την Ελλάδα - αν όχι πρωτάκουστο.
Ακόμα και το «Νησί», όμως, το κύκνειο άσμα του MEGA και της ποιοτικής τηλεόρασης, στο οποίο η ίδια η Παπαοικονόμου έβαλε την υπογραφή της, ήταν γεμάτο ωραία πλάνα της Ελούντας ενώ επέβαλε ένα άλλο, ιμπρεσιονιστικό πνεύμα που έχει δυστυχώς διαγραφεί πλέον από την τηλεόραση. Μου λέει πόσο πονάει η καρδιά της που το MEGA, το κανάλι με το οποίο η ίδια είναι τόσο συνδεμένη και τόσο αγάπησε, κλείνει. «Οι άνθρωποί του είναι φίλοι μου, με εμπιστεύτηκαν και μου έδωσαν την ευκαιρία να καταξιωθώ και να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα. Το θεωρώ απαράδεκτο που αφήνουν να κλείσει το πλέον ποιοτικό κανάλι. Νιώθω σαν να χάνω έναν δικό μου άνθρωπο», μου λέει. Ηταν μιας άλλης αισθητικής τηλεόραση που ταίριαζε απόλυτα με τη δική της - και δεν μπορώ να μη ρωτήσω γι’ αυτή την εμμονή στο ωραίο. «Η αλήθεια είναι ότι το ωραίο με παραλύει», ομολογεί. «Η ομορφιά και η καλαισθησία, μέσα και έξω, με μαγνητίζουν, ενώ αντίθετα με τρελαίνει το ακαλαίσθητο. Εχω κυριολεκτικά μαγνήτη με τα ωραία πράγματα - τις ωραίες ψυχές, τους ωραίους ανθρώπους, τα ωραία σπίτια».
Ας μην ξεχνάμε ότι στα πρώτα της βήματα, γύρω στο 1984, όταν, πιτσιρίκα ακόμα, έγραφε το σενάριο για τους «Μικρούς Μεγάλους» για την ΕΡΤ, παράλληλα εργαζόταν ως ενδυματολόγος, αλλά και διακοσμήτρια εσωτερικού χώρου. Ηταν τότε που τα τεράστια ονόματα των σκηνογράφων έδιναν τον τόνο της πραγματικής τέχνης κάνοντάς τη να νιώθει ότι έπρεπε διαρκώς να υπερβαίνει εαυτόν για να τους ανταγωνιστεί. Αν και οι κριτικές στις δουλειές που έκανε για το Εθνικό Θέατρο και το θέατρο Στοά ήταν καλές, δεν άντεξε τον ψυχοφθόρο για εκείνην ανταγωνισμό. Εξακολουθεί, όμως, να αγαπάει πολύ το θέατρο - είχε, άλλωστε, διασκευάσει και το σενάριο της παράστασης «Κράμερ εναντίον Κράμερ» και έχει μεταφράσει τον πολύ πετυχημένο «Φεγγίτη» του Ντέιβιντ Χέιρ που ανέβηκε πέρυσι και συνεχίζεται φέτος, με σκηνοθέτη τον Μαρκουλάκη - ενώ δεν χάνει ευκαιρία να βρεθεί πίσω από τις κουίντες και στα βελούδινα καθίσματα της πλατείας.
Υπήρξε, άλλωστε, για χρόνια σύντροφος και συνεργάτης του Θανάση Παπαγεωργίου, αν και ξεχνάει πόσες φορές ακριβώς χρειάστηκε να τρυπώσει στις πρόβες σπουδαίων πρωταγωνιστών όπως η Ελλη Λαμπέτη ή ο Δημήτρης Χορν ως μανιακή του θεάτρου: «Με μάγευε η διαδικασία της πρόβας από τότε και μου έκανε τεράστια εντύπωση πόσο διαφορετικοί ήταν οι ηθοποιοί χωρίς κοινό και πόσο άλλαζε η απόδοσή τους στις πρεμιέρες». Σταδιακά άρχισε να διακρίνει τις αντιδράσεις και να καταλαβαίνει τον μηχανισμό, ενδεχομένως και τους άγραφους νόμους του θεατρικού χώρου χωρίς όμως να χάνει τη μαγεία. Την ακούω να μιλάει με θαυμασμό για τα πρώτα βήματα του Γιώργου Κιμούλη και αντιλαμβάνομαι πως αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να ξεχωρίζει είναι το δικαίωμα που δίνει στον εαυτό του να μπορεί ακόμα να μαγεύεται και να γοητεύεται. Αυτό την έκανε, άλλωστε, να επιμένει εμφατικά σε συγκεκριμένες επιλογές ρόλων και προσώπων, όταν όλοι ήταν ενάντιοι.
Χρειάστηκε, για παράδειγμα, να δώσει μάχη τότε με τον τότε διευθυντή προγράμματος Τζώνη Καλημέρη για να τον πείσει πως η Μυρτώ Αλικάκη μπορεί να μην ήταν το μοντέλο που απαιτούσε η σειρά, αλλά ότι ήταν ιδανική για τον ρόλο. «Οταν είδα το πρόσωπό της να λάμπει στο πλάνο, κατάλαβα ότι ήταν αυτή!» μου λέει ακόμα με τον ίδιο ενθουσιασμό, όπως και για την επιμονή της να προτιμηθεί η Θέμις Μπαζάκα, που τότε είχε στιγματιστεί ως στρατευμένη από τη συμμετοχή της στα «Πέτρινα Χρόνια», για τις «Γυναίκες»: «Και για τους σκηνοθέτες που δεν είχαν ακόμα προλάβει να δοκιμαστούν σε τηλεοπτικές επιτυχίες επέμενα και δηλώνω τυχερή που δούλεψα με εξαιρετικούς στη δουλειά τους, όπως τον Ανδρέα Θωμόπουλο, τον Γιώργο Κορδέλα, τον Τάκη Κατσέλη, τον Θοδωρή Παπαδουλάκη. Την απόλυτη χημεία, ωστόσο, την είχα με τον Λάμπη Ζαρουτιάδη, ο οποίος καταλαβαίνει ακόμη και πώς σκέφτομαι». Η άρνησή της, ωστόσο, και η επιμονή δεν βγήκαν σε κακό και είτε από ένστικτο, είτε από τη γνώση που φέρνει η επαγγελματική εμπειρία, οι επιλογές της, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, δικαιώθηκαν. «Τελικά αυτή η λέξη, το Οχι, εμένα με έχει σώσει», ομολογεί με ειλικρίνεια.
Βέβαια επιμένει ότι το όχι αυτό συνδέεται και με μια άσχημη πλευρά του εαυτού της που είναι το πείσμα, αυτό που την έκανε να σκαρφαλώνει στα δέντρα μικρή και να επιστρέφει στο σπίτι με τραυματισμένα γόνατα, αυτό που την οδήγησε ξανά πίσω στην Ελλάδα από την Αγγλία, όπου έφυγε για σπουδές, και αυτό που την αναγκάζει να μην κάνει πίσω, όταν θεωρεί πως όλα έχουν τελειώσει. Το όχι που έλεγε διαρκώς στη μητέρα της, η οποία την ήθελε να παραμείνει στον πανεπιστημιακό χώρο αφού ήταν από μικρή πολύ καλή μαθήτρια. Υπαγόρευε εκθέσεις, μάλιστα, σε συμμαθήτριες και χάρη σε αυτήν έφταναν να εξασφαλίζουν επιτυχίες σε γραπτά και εξετάσεις. Δεν είχε όμως το προφίλ της απόμακρης αριστούχας. «Μη γράψεις, όμως, ότι είμαι αγία γιατί δεν είμαι», επιμένει, όταν άλλοι προσπαθούν ναρκισσιστικά να φτιασιδώσουν τις ελλείψεις τους και φοβούνται να εκτεθούν στην τρωτότητα. «Εκανα πολλά λάθη και ειδικά στον έρωτα», επιμένει, τότε που καιγόταν από τα πάθη και υπερέβαινε τα όρια. Ανάμεσα σε φλεγόμενες περιπτώσεις, σε σενάρια βιωμένα αυτή τη φορά στη ζωή της και αμέτρητα τσιγάρα, έκανε έναν γάμο, χώρισε, έχει δύο τρομερούς γιους, που ο ένας μάλιστα κάνει καριέρα στη Fox διαβάζοντας σενάρια, ενώ έχει γυρίσει και κινηματογραφικές ταινίες.
«Το καλό είναι πως όταν αποφάσιζα να κόψω κάτι το έκανα, όσο απότομο και οδυνηρό κι αν ήταν. Εν μια νυκτί έκοψα και το κάπνισμα: την προηγούμενη μέρα το ντουμάνιασα και την επόμενη το έκοψα μαχαίρι χωρίς κανένα πισωγύρισμα. Δεν άντεχα άλλο αυτή την εξάρτηση που δεν μου επέτρεπε να απολαύσω τίποτα αφού ήμουν αναγκασμένη να αφήνω στη μέση συζητήσεις και να φοράω το παλτό πάνω από τη νυχτικιά για να ψάχνω για περίπτερα. Και η αλήθεια είναι ότι ούτε έπαθα κατάθλιψη όταν το έκοψα, ούτε καν πήρα κιλά».
Το λυτρωτικό γράψιμο
Πώς όμως να παχύνει αφού δεν έχει ποτέ δοκιμάσει ποτέ ούτε μια σοκοφρέτα, δεν έχει νιώσει να παραδίδεται στη λιπαρή απόλαυση των τσιπς; «Μα μου αρέσουν οι σαλάτες και τα ψάρια. Πραγματικά». Αν όμως δεν υποκύπτει εύκολα στις καταχρήσεις και τις κακές συνήθειες, τι είναι αυτό που την κάνει να γλιτώνει την τρέλα; «Το γράψιμο. Το εννοώ. Διαφορετικά μπορεί να είχα δολοφονήσει κανέναν», λέει γελώντας. «Κάπου έπρεπε να διοχετευτεί αυτό το ηφαίστειο που έκρυβα, να ξεχυθεί αυτή η λάβα. Υπήρχε ένα πλεόνασμα συναισθημάτων που δεν εκφραζόταν, αφού ποτέ δεν μου άρεσαν οι ψεύτικες διαχύσεις ή τα σ’ αγαπώ-μ’ αγαπάς. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι δεν ένιωθα. Το γράψιμο λειτούργησε επομένως εξισορροπητικά, καθώς ήμουν αναγκασμένη επιτέλους να σκεφτώ ψύχραιμα, να μπω στη θέση του άλλου και να σκεφτώ. Παρότι ποτέ δεν είσαι με την πλευρά του ενός ή του άλλου ήρωα και πρέπει να δεις όλες τις πτυχές των αντιδράσεών του, είσαι αναγκασμένος να τον δεις συνολικά και έτσι τελικά φτάνεις να καταλαβαίνεις όχι μόνο αυτόν, αλλά και τον εαυτό σου. Αντιλαμβάνεσαι καλύτερα γιατί κάποιος ενεργεί με έναν τρόπο που δεν σου αρέσει, αλλά μπορεί να έχει τα δίκια του. Και με τους άνδρες το έχω πολύ αυτό, είναι αλήθεια. Μου αρέσουνπολύ η καθαρότητα και η αμεσότητά τους, κι ας λέμε ότι η εξυπνάδα ή η πονηριά τους δεν μπορεί να φτάσει αυτή της γυναίκας. Τους έχω μεγαλύτερη εμπιστοσύνη».
Ομολογεί πως έχει προδοθεί από φίλους, αν και πιστεύει πολύ στη φιλία. Εχει χρόνια φίλες, από το σχολείο ακόμα. Φαίνεται επίσης ότι έχει ανοιχτό σπιτικό και ανοιχτά σε εξομολογήσεις ώτα. Από αυτά που δεν φοβούνται, παρ’ όλη τη θλίψη που έχουν προκαλέσει οι διάφορες απογοητεύσεις. «Πέρασα σχεδόν μια δεκαετία σκέψης, σιωπής αλλά και ανασυγκρότησης. Δεν ήταν εύκολα. Τριάντα πέντε χρόνια η ζωή μου ήταν συνδεδεμένη με το γράψιμο, με γυρίσματα και με επαφή με τους ανθρώπους που είχαν το ίδιο όραμα με μένα. Κάθε νέο πρότζεκτ ήταν ένα υπέροχο και πολύ δημιουργικό ταξίδι, ήταν η γέννηση μιας άλλης ιστορίας, νέων ηρώων και καθημερινών ανθρώπων καθώς παρακολουθούσα τις αντιδράσεις, τις χαρές και τα βάσανά τους. Είναι συναρπαστική η στιγμή που όλα αυτά παίρνουν σάρκα και οστά και βγαίνουν στον αέρα. Δεν μπορώ να μην κάνω μια παρατήρηση όταν βλέπω κάποια σκηνή που τραβάει σε μήκος ή που δεν είναι αυτή που περίμενα, αφού πολλές φορές οι ήρωες παραβαίνουν την κανονικότητά τους και με εκπλήσσουν. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς».
Ομολογεί πως έχει τύχει να αλλάξει το τέλος από τη «Ζωή που δεν έζησα» γιατί θύμωσε με τον τρόπο που οι άνδρες φέρονταν, σύμφωνα με το σενάριο, στην ηρωίδα της και σκέφτηκε ότι είναι καλύτερο να την αφήσει να πάρει ένα ταξί και να φύγει μακριά απ’ όλους. Οπως κάνει και η ίδια κάθε φορά που βρίσκει τα σκούρα παίρνοντας το αμάξι της και τραβώντας για τα λατρεμένα της Κύθηρα, στον λαχανόκηπό της, αγναντεύοντας τη θάλασσα και χαζεύοντας τα σύννεφα πάνω από τη Χύτρα. Εχει ανεβάσει μάλιστα και μια θεατρική παράσταση εκεί με ερασιτέχνες ντόπιους ηθοποιούς στο «Ζείδωρον», στην οποία είχε εμπλακεί και όλη η παρέα: ο Αλκις Κούρκουλος ήταν υπεύθυνος για τα φώτα, η γυναίκα του Χριστόδουλου Στυλιανού, Στέφανι, για την κίνηση, ο Λάμπης Ζαρουτιάδης γενικών καθηκόντων και η Ευγενία Δημητροπούλου εκτελούσε χρέη βοηθού σκηνοθέτη. Ολα με την ίδια αγάπη, τη φροντίδα και τον παρεΐστικο αυθορμητισμό που ωστόσο δεν κάνει σκόντο στον επαγγελματισμό που φέρει τη σφραγίδα της Μιρέλλας Παπαοικονόμου - και κυρίως την πίστη πως αξίζουν ακόμα τα καλά πράγματα και η αγάπη. Λόγω τιμής.
Χρειάστηκε, για παράδειγμα, να δώσει μάχη τότε με τον τότε διευθυντή προγράμματος Τζώνη Καλημέρη για να τον πείσει πως η Μυρτώ Αλικάκη μπορεί να μην ήταν το μοντέλο που απαιτούσε η σειρά, αλλά ότι ήταν ιδανική για τον ρόλο. «Οταν είδα το πρόσωπό της να λάμπει στο πλάνο, κατάλαβα ότι ήταν αυτή!» μου λέει ακόμα με τον ίδιο ενθουσιασμό, όπως και για την επιμονή της να προτιμηθεί η Θέμις Μπαζάκα, που τότε είχε στιγματιστεί ως στρατευμένη από τη συμμετοχή της στα «Πέτρινα Χρόνια», για τις «Γυναίκες»: «Και για τους σκηνοθέτες που δεν είχαν ακόμα προλάβει να δοκιμαστούν σε τηλεοπτικές επιτυχίες επέμενα και δηλώνω τυχερή που δούλεψα με εξαιρετικούς στη δουλειά τους, όπως τον Ανδρέα Θωμόπουλο, τον Γιώργο Κορδέλα, τον Τάκη Κατσέλη, τον Θοδωρή Παπαδουλάκη. Την απόλυτη χημεία, ωστόσο, την είχα με τον Λάμπη Ζαρουτιάδη, ο οποίος καταλαβαίνει ακόμη και πώς σκέφτομαι». Η άρνησή της, ωστόσο, και η επιμονή δεν βγήκαν σε κακό και είτε από ένστικτο, είτε από τη γνώση που φέρνει η επαγγελματική εμπειρία, οι επιλογές της, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, δικαιώθηκαν. «Τελικά αυτή η λέξη, το Οχι, εμένα με έχει σώσει», ομολογεί με ειλικρίνεια.
Βέβαια επιμένει ότι το όχι αυτό συνδέεται και με μια άσχημη πλευρά του εαυτού της που είναι το πείσμα, αυτό που την έκανε να σκαρφαλώνει στα δέντρα μικρή και να επιστρέφει στο σπίτι με τραυματισμένα γόνατα, αυτό που την οδήγησε ξανά πίσω στην Ελλάδα από την Αγγλία, όπου έφυγε για σπουδές, και αυτό που την αναγκάζει να μην κάνει πίσω, όταν θεωρεί πως όλα έχουν τελειώσει. Το όχι που έλεγε διαρκώς στη μητέρα της, η οποία την ήθελε να παραμείνει στον πανεπιστημιακό χώρο αφού ήταν από μικρή πολύ καλή μαθήτρια. Υπαγόρευε εκθέσεις, μάλιστα, σε συμμαθήτριες και χάρη σε αυτήν έφταναν να εξασφαλίζουν επιτυχίες σε γραπτά και εξετάσεις. Δεν είχε όμως το προφίλ της απόμακρης αριστούχας. «Μη γράψεις, όμως, ότι είμαι αγία γιατί δεν είμαι», επιμένει, όταν άλλοι προσπαθούν ναρκισσιστικά να φτιασιδώσουν τις ελλείψεις τους και φοβούνται να εκτεθούν στην τρωτότητα. «Εκανα πολλά λάθη και ειδικά στον έρωτα», επιμένει, τότε που καιγόταν από τα πάθη και υπερέβαινε τα όρια. Ανάμεσα σε φλεγόμενες περιπτώσεις, σε σενάρια βιωμένα αυτή τη φορά στη ζωή της και αμέτρητα τσιγάρα, έκανε έναν γάμο, χώρισε, έχει δύο τρομερούς γιους, που ο ένας μάλιστα κάνει καριέρα στη Fox διαβάζοντας σενάρια, ενώ έχει γυρίσει και κινηματογραφικές ταινίες.
«Το καλό είναι πως όταν αποφάσιζα να κόψω κάτι το έκανα, όσο απότομο και οδυνηρό κι αν ήταν. Εν μια νυκτί έκοψα και το κάπνισμα: την προηγούμενη μέρα το ντουμάνιασα και την επόμενη το έκοψα μαχαίρι χωρίς κανένα πισωγύρισμα. Δεν άντεχα άλλο αυτή την εξάρτηση που δεν μου επέτρεπε να απολαύσω τίποτα αφού ήμουν αναγκασμένη να αφήνω στη μέση συζητήσεις και να φοράω το παλτό πάνω από τη νυχτικιά για να ψάχνω για περίπτερα. Και η αλήθεια είναι ότι ούτε έπαθα κατάθλιψη όταν το έκοψα, ούτε καν πήρα κιλά».
Το λυτρωτικό γράψιμο
Πώς όμως να παχύνει αφού δεν έχει ποτέ δοκιμάσει ποτέ ούτε μια σοκοφρέτα, δεν έχει νιώσει να παραδίδεται στη λιπαρή απόλαυση των τσιπς; «Μα μου αρέσουν οι σαλάτες και τα ψάρια. Πραγματικά». Αν όμως δεν υποκύπτει εύκολα στις καταχρήσεις και τις κακές συνήθειες, τι είναι αυτό που την κάνει να γλιτώνει την τρέλα; «Το γράψιμο. Το εννοώ. Διαφορετικά μπορεί να είχα δολοφονήσει κανέναν», λέει γελώντας. «Κάπου έπρεπε να διοχετευτεί αυτό το ηφαίστειο που έκρυβα, να ξεχυθεί αυτή η λάβα. Υπήρχε ένα πλεόνασμα συναισθημάτων που δεν εκφραζόταν, αφού ποτέ δεν μου άρεσαν οι ψεύτικες διαχύσεις ή τα σ’ αγαπώ-μ’ αγαπάς. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι δεν ένιωθα. Το γράψιμο λειτούργησε επομένως εξισορροπητικά, καθώς ήμουν αναγκασμένη επιτέλους να σκεφτώ ψύχραιμα, να μπω στη θέση του άλλου και να σκεφτώ. Παρότι ποτέ δεν είσαι με την πλευρά του ενός ή του άλλου ήρωα και πρέπει να δεις όλες τις πτυχές των αντιδράσεών του, είσαι αναγκασμένος να τον δεις συνολικά και έτσι τελικά φτάνεις να καταλαβαίνεις όχι μόνο αυτόν, αλλά και τον εαυτό σου. Αντιλαμβάνεσαι καλύτερα γιατί κάποιος ενεργεί με έναν τρόπο που δεν σου αρέσει, αλλά μπορεί να έχει τα δίκια του. Και με τους άνδρες το έχω πολύ αυτό, είναι αλήθεια. Μου αρέσουνπολύ η καθαρότητα και η αμεσότητά τους, κι ας λέμε ότι η εξυπνάδα ή η πονηριά τους δεν μπορεί να φτάσει αυτή της γυναίκας. Τους έχω μεγαλύτερη εμπιστοσύνη».
Ομολογεί πως έχει προδοθεί από φίλους, αν και πιστεύει πολύ στη φιλία. Εχει χρόνια φίλες, από το σχολείο ακόμα. Φαίνεται επίσης ότι έχει ανοιχτό σπιτικό και ανοιχτά σε εξομολογήσεις ώτα. Από αυτά που δεν φοβούνται, παρ’ όλη τη θλίψη που έχουν προκαλέσει οι διάφορες απογοητεύσεις. «Πέρασα σχεδόν μια δεκαετία σκέψης, σιωπής αλλά και ανασυγκρότησης. Δεν ήταν εύκολα. Τριάντα πέντε χρόνια η ζωή μου ήταν συνδεδεμένη με το γράψιμο, με γυρίσματα και με επαφή με τους ανθρώπους που είχαν το ίδιο όραμα με μένα. Κάθε νέο πρότζεκτ ήταν ένα υπέροχο και πολύ δημιουργικό ταξίδι, ήταν η γέννηση μιας άλλης ιστορίας, νέων ηρώων και καθημερινών ανθρώπων καθώς παρακολουθούσα τις αντιδράσεις, τις χαρές και τα βάσανά τους. Είναι συναρπαστική η στιγμή που όλα αυτά παίρνουν σάρκα και οστά και βγαίνουν στον αέρα. Δεν μπορώ να μην κάνω μια παρατήρηση όταν βλέπω κάποια σκηνή που τραβάει σε μήκος ή που δεν είναι αυτή που περίμενα, αφού πολλές φορές οι ήρωες παραβαίνουν την κανονικότητά τους και με εκπλήσσουν. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς».
Ομολογεί πως έχει τύχει να αλλάξει το τέλος από τη «Ζωή που δεν έζησα» γιατί θύμωσε με τον τρόπο που οι άνδρες φέρονταν, σύμφωνα με το σενάριο, στην ηρωίδα της και σκέφτηκε ότι είναι καλύτερο να την αφήσει να πάρει ένα ταξί και να φύγει μακριά απ’ όλους. Οπως κάνει και η ίδια κάθε φορά που βρίσκει τα σκούρα παίρνοντας το αμάξι της και τραβώντας για τα λατρεμένα της Κύθηρα, στον λαχανόκηπό της, αγναντεύοντας τη θάλασσα και χαζεύοντας τα σύννεφα πάνω από τη Χύτρα. Εχει ανεβάσει μάλιστα και μια θεατρική παράσταση εκεί με ερασιτέχνες ντόπιους ηθοποιούς στο «Ζείδωρον», στην οποία είχε εμπλακεί και όλη η παρέα: ο Αλκις Κούρκουλος ήταν υπεύθυνος για τα φώτα, η γυναίκα του Χριστόδουλου Στυλιανού, Στέφανι, για την κίνηση, ο Λάμπης Ζαρουτιάδης γενικών καθηκόντων και η Ευγενία Δημητροπούλου εκτελούσε χρέη βοηθού σκηνοθέτη. Ολα με την ίδια αγάπη, τη φροντίδα και τον παρεΐστικο αυθορμητισμό που ωστόσο δεν κάνει σκόντο στον επαγγελματισμό που φέρει τη σφραγίδα της Μιρέλλας Παπαοικονόμου - και κυρίως την πίστη πως αξίζουν ακόμα τα καλά πράγματα και η αγάπη. Λόγω τιμής.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr