1263: Η άγνωστη μάχη της Πρινίτσας στον Μοριά - Βυζαντινοί εναντίον Φράγκων
29.09.2018
17:31
Η μάχη της Πελαγονίας (1259) - Η αιχμαλωσία και η απευθέρωση του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου - Βυζαντινά στρατεύματα στον Μοριά - Η μάχη της Πρινίτσας και η συντριβή των Βυζαντινών (1263)
Η χιλιετής και πλέον βυζαντινή ιστορία, παρόλο ότι διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης(μέχρι σήμερα τουλάχιστον…), έχει πολλές άγνωστες πτυχές. Μερικές από αυτές τις έχουμε αναδείξει μέσα από το protothema.gr.
Η πολυετής δράση της Καταλανικής Εταιρείας σε ολόκληρη σχεδόν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και η Συνθήκη της Σαπιέντζας είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Θα αναφερθούμε σήμερα εκτενώς σε μία, σίγουρα άγνωστη αλλά πολύ σημαντική μάχη που έγινε στην Πρινίτσα της Ηλείας το 1263 ανάμεσα σε πολυάριθμο βυζαντινό στρατό, ο οποίος αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από μισθοφόρους Τούρκους και σε 300 ή 312 Φράγκους, οι οποίοι όσο κι αν φαίνεται απίστευτο κατατρόπωσαν τους βυζαντινούς εξασφαλίζοντας για μερικές ακόμα δεκαετίες τη φραγκική κυριαρχία στον Μοριά.
Θα ξεκινήσουμε όμως με μία μάχη που έγινε τέσσερα χρόνια νωρίτερα και είχε πολύ μεγάλη σημασία για την ιστορία όχι μόνο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου, τη μάχη της Πελαγονίας (1259).
Η μάχη της Πελαγονίας (ή μάχη της Καστοριάς)- Σεπτέμβριος 1259
Όπως είναι γνωστό (νομίζουμε) μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους σταυροφόρους το 1204 το σημαντικότερο από τα κράτη που δημιουργήθηκαν ήταν η αυτοκρατορία της Νίκαιας, ιδρυτής της οποίας ήταν ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρης. Βρισκόταν στην καρδιά του ζωτικού εδάφους της Μικράς Ασίας και περιλάμβανε τη Λυδία, τη Βιθυνία, τμήμα της Φρυγίας και ορισμένα αιγαιοπελαγίτικα νησιά ανάμεσά τους και τη Ρόδο.
Η αυτοκρατορία της Νίκαιας αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο τη νόμιμη συνέχεια του βυζαντινού κράτους και έγινε το σημαντικότερο από τα ελληνικά κράτη που είχαν δημιουργηθεί (Δεσποτάτο της Ηπείρου, Δεσποτάτο του Μορέως, αυτοκρατορία της Τραπεζούντας). Οι αυτοκράτορές της διεξήγαγαν συνεχείς αγώνες με τους Λατίνους ,τους οποίους κατόρθωσαν να περιορίσουν συνάπτοντας συχνά συμμαχίες με γειτονικά κράτη (Βούλγαρους, Σελτζούκους σουλτάνους του Ικονίου κ.α.). Το 1258 πέθανε ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β' Λάσκαρης ,ενώ είχε ήδη ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και την αυτοκρατορία της Νίκαιας για την ηγεμονία του ελληνικού κόσμου. Ο διάδοχος του Θεόδωρου Β' στη Νίκαια, Ιωάννης Δ' Λάσκαρης ήταν ανήλικος και η δολοφονία του αντιβασιλέα Γεωργίου Μουζάλωνα που είχε οριστεί από τον Γεώργιο Β' είχε σαν αποτέλεσμα να οριστεί νέος αντιβασιλέας ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Ήταν γόνος οικογένειας που αναφέρεται πρώτη φορά στα μέσα του 11ου αιώνα και που συνδεόταν μέσω γάμου με την αυτοκρατορική δυναστεία των Κομνηνών. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ήταν δισέγγονος του Αλέξιου Γ' και υπήρξε στρατηγός στην Ευρώπη, όπως κι ο πατέρας του. Δεσπότης της Ηπείρου εκείνη την εποχή ήταν ο Μιχαήλ Β' Δούκας.
Μια από τις πρώτες πράξεις του Μιχαήλ σαν αντιβασιλέας, ήταν να στείλει τον αδερφό του Ιωάννη στον Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ για ειρήνη με ευνοϊκούς όρους. Εκείνος όμως αρνήθηκε. Γι' αυτό ο Μιχαήλ Παλαιολόγος μετά και την αποτυχία των πρεσβευτών που έστειλε σε Σικελία και Αχαΐα και γύρισαν άπρακτοι ,έδωσε εντολή στον αδερφό του να κινηθεί στρατιωτικά εναντίον του Μιχαήλ Δούκα. Ο Δεσπότης της Ηπείρου υπολόγιζε πολύ στη βοήθεια των δύο γαμπρών του: του Μάνφρεντ βασιλιά των δύο Σικελιών, ο οποίος έστειλε 400 πάνοπλους Γερμανούς ιππότες και του Γουλιέλμου της Αχαϊας, ο οποίος έσπευσε επικεφαλής δύναμης από Φράγκους και Έλληνες του Μοριά. Οι επιτυχίες του Γουλιέλμου το προηγούμενο διάστημα οδήγησαν τα στρατεύματα της Εύβοιας και του Αρχιπελάγους (Αιγαίου), τον κόμη Ριχάρδο της Κεφαλλονιάς, τον Θωμά Β' των Σαλώνων (Άμφισσας) και τον Ουμπερτίνο της Βοδονίτζας καθώς και σώμα στρατιωτών από την Αθήνα και τη Θήβα με επικεφαλής τον Όθωνα, αδερφό και επίτροπο του δούκα Γκι Ντελαρός να συμπαραταχθούν κάτω από τη σημαία του Πριγκιπάτου της Αχαΐας.
Η μάχη της Πελαγονίας (1259)
Τελικά οι δύο στρατοί συναντήθηκαν την άνοιξη του 1259 στη Μακεδονία. Οι συγκρούσεις εντάθηκαν το καλοκαίρι όμως η αποφασιστική μάχη δόθηκε τον Οκτώβριο (κατ' άλλους τον Σεπτέμβριο) του 1259 στην Πελαγονία κοντά στον ποταμό Αξιό και όχι μακριά από την Καστοριά. Για τον λόγο αυτό σε κάποιες πηγές αναφέρεται και ως μάχη της Καστοριάς.
Ωστόσο καθώς το μεγαλύτερο μέρος των συγκρούσεων έγινε σε εδάφη που σήμερα ανήκουν στη FYROM όπως το Πρίλεπ (αρχ. Πρίλαπος) ,ορθότερη είναι η αναφορά ωα μάχη της Πελαγονίας.
Η πολυετής δράση της Καταλανικής Εταιρείας σε ολόκληρη σχεδόν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και η Συνθήκη της Σαπιέντζας είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Θα αναφερθούμε σήμερα εκτενώς σε μία, σίγουρα άγνωστη αλλά πολύ σημαντική μάχη που έγινε στην Πρινίτσα της Ηλείας το 1263 ανάμεσα σε πολυάριθμο βυζαντινό στρατό, ο οποίος αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από μισθοφόρους Τούρκους και σε 300 ή 312 Φράγκους, οι οποίοι όσο κι αν φαίνεται απίστευτο κατατρόπωσαν τους βυζαντινούς εξασφαλίζοντας για μερικές ακόμα δεκαετίες τη φραγκική κυριαρχία στον Μοριά.
Θα ξεκινήσουμε όμως με μία μάχη που έγινε τέσσερα χρόνια νωρίτερα και είχε πολύ μεγάλη σημασία για την ιστορία όχι μόνο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου, τη μάχη της Πελαγονίας (1259).
Η μάχη της Πελαγονίας (ή μάχη της Καστοριάς)- Σεπτέμβριος 1259
Όπως είναι γνωστό (νομίζουμε) μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους σταυροφόρους το 1204 το σημαντικότερο από τα κράτη που δημιουργήθηκαν ήταν η αυτοκρατορία της Νίκαιας, ιδρυτής της οποίας ήταν ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρης. Βρισκόταν στην καρδιά του ζωτικού εδάφους της Μικράς Ασίας και περιλάμβανε τη Λυδία, τη Βιθυνία, τμήμα της Φρυγίας και ορισμένα αιγαιοπελαγίτικα νησιά ανάμεσά τους και τη Ρόδο.
Η αυτοκρατορία της Νίκαιας αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο τη νόμιμη συνέχεια του βυζαντινού κράτους και έγινε το σημαντικότερο από τα ελληνικά κράτη που είχαν δημιουργηθεί (Δεσποτάτο της Ηπείρου, Δεσποτάτο του Μορέως, αυτοκρατορία της Τραπεζούντας). Οι αυτοκράτορές της διεξήγαγαν συνεχείς αγώνες με τους Λατίνους ,τους οποίους κατόρθωσαν να περιορίσουν συνάπτοντας συχνά συμμαχίες με γειτονικά κράτη (Βούλγαρους, Σελτζούκους σουλτάνους του Ικονίου κ.α.). Το 1258 πέθανε ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β' Λάσκαρης ,ενώ είχε ήδη ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και την αυτοκρατορία της Νίκαιας για την ηγεμονία του ελληνικού κόσμου. Ο διάδοχος του Θεόδωρου Β' στη Νίκαια, Ιωάννης Δ' Λάσκαρης ήταν ανήλικος και η δολοφονία του αντιβασιλέα Γεωργίου Μουζάλωνα που είχε οριστεί από τον Γεώργιο Β' είχε σαν αποτέλεσμα να οριστεί νέος αντιβασιλέας ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Ήταν γόνος οικογένειας που αναφέρεται πρώτη φορά στα μέσα του 11ου αιώνα και που συνδεόταν μέσω γάμου με την αυτοκρατορική δυναστεία των Κομνηνών. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ήταν δισέγγονος του Αλέξιου Γ' και υπήρξε στρατηγός στην Ευρώπη, όπως κι ο πατέρας του. Δεσπότης της Ηπείρου εκείνη την εποχή ήταν ο Μιχαήλ Β' Δούκας.
Μια από τις πρώτες πράξεις του Μιχαήλ σαν αντιβασιλέας, ήταν να στείλει τον αδερφό του Ιωάννη στον Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ για ειρήνη με ευνοϊκούς όρους. Εκείνος όμως αρνήθηκε. Γι' αυτό ο Μιχαήλ Παλαιολόγος μετά και την αποτυχία των πρεσβευτών που έστειλε σε Σικελία και Αχαΐα και γύρισαν άπρακτοι ,έδωσε εντολή στον αδερφό του να κινηθεί στρατιωτικά εναντίον του Μιχαήλ Δούκα. Ο Δεσπότης της Ηπείρου υπολόγιζε πολύ στη βοήθεια των δύο γαμπρών του: του Μάνφρεντ βασιλιά των δύο Σικελιών, ο οποίος έστειλε 400 πάνοπλους Γερμανούς ιππότες και του Γουλιέλμου της Αχαϊας, ο οποίος έσπευσε επικεφαλής δύναμης από Φράγκους και Έλληνες του Μοριά. Οι επιτυχίες του Γουλιέλμου το προηγούμενο διάστημα οδήγησαν τα στρατεύματα της Εύβοιας και του Αρχιπελάγους (Αιγαίου), τον κόμη Ριχάρδο της Κεφαλλονιάς, τον Θωμά Β' των Σαλώνων (Άμφισσας) και τον Ουμπερτίνο της Βοδονίτζας καθώς και σώμα στρατιωτών από την Αθήνα και τη Θήβα με επικεφαλής τον Όθωνα, αδερφό και επίτροπο του δούκα Γκι Ντελαρός να συμπαραταχθούν κάτω από τη σημαία του Πριγκιπάτου της Αχαΐας.
Η μάχη της Πελαγονίας (1259)
Τελικά οι δύο στρατοί συναντήθηκαν την άνοιξη του 1259 στη Μακεδονία. Οι συγκρούσεις εντάθηκαν το καλοκαίρι όμως η αποφασιστική μάχη δόθηκε τον Οκτώβριο (κατ' άλλους τον Σεπτέμβριο) του 1259 στην Πελαγονία κοντά στον ποταμό Αξιό και όχι μακριά από την Καστοριά. Για τον λόγο αυτό σε κάποιες πηγές αναφέρεται και ως μάχη της Καστοριάς.
Ωστόσο καθώς το μεγαλύτερο μέρος των συγκρούσεων έγινε σε εδάφη που σήμερα ανήκουν στη FYROM όπως το Πρίλεπ (αρχ. Πρίλαπος) ,ορθότερη είναι η αναφορά ωα μάχη της Πελαγονίας.
Απέναντι στις δυνάμεις του Δεσποτάτου της Ηπείρου η αυτοκρατορία της Νίκαιας μίσθωσε ξένα στρατεύματα και αντιπαρέταξε: 300 Γερμανούς ιππείς με αρχηγό τον δούκα της Καρινθίας (σημ. στην Αυστρία), 1.500 έφιππους τοξότες από την Ουγγαρία και 600 ακόμα από τη Σερβία, ένα βουλγαρικό απόσπασμα, 500 Τούρκους μισθοφόρους και 2.000 Κουμάνους έφιππους τοξότες.
Καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της μάχης ήταν ένα απρόβλεπτο επεισόδιο. Κάποιοι Φράγκοι ιππότες πείραξαν την ωραιότατη Βλάχα σύζυγο του στρατηγού και νόθου γιου του Μιχαήλ Β' της Ηπείρου, Ιωάννη Δούκα. Εξοργισμένος αυτός, πήγε στη σκηνή του Γουλιέλμου Β' Βιλεαρδουίνου εκφράζοντας του την δυσαρέσκειά του. Ο Γουλιέλμος αντί να επιπλήξει τους ιππότες του ,έκανε κάποιους υπαινιγμούς ότι ο Ιωάννης ήταν νόθος. Έξαλλος ο Ιωάννης Δούκας με τους στρατιώτες του αυτομόλησε στις δυνάμεις της Νίκαιας. Ο πατέρας του μέσα στη σύγχυση που δημιουργήθηκε ''έφυγε νύχτα'' κατά τον William Miller. Με την προτροπή του γενναίου ανιψιού του Γοδοφρείδου ντε Μπριγιέρ, ο Γουλιέλμος αποφάσισε να συγκεντρώσει τις λιγοστές πλέον δυνάμεις του και αντιμετωπίσει το ετερόκλητο εχθρικό στράτευμα. Οι Φράγκοι επιτέθηκαν εναντίον των Γερμανών. Ο Γοδοφρείδος σκότωσε σε μονομαχία τον δούκα της Καρινθίας και οι Γερμανοί ιππότες σαρώνονταν από το ξίφος του. Τότε ο Ιωάννης Παλαιολόγος έδωσε εντολή στους Ούγγρους και τους Κουμάνους να χτυπήσουν με τα τόξα τους τα άλογα των Φράγκων ιπποτών. Πραγματικά οι τοξότες πέτυχαν να εξουδετερώσουν τους ιππότες, οι οποίοι έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον. Ο Γοδεφρείδος ντε Μπριγιέρ αιχμαλωτίστηκε και ο θείος του Γουλιέλμος προσπαθώντας να τον ελευθερώσει έμεινε χωρίς άλογο. Προσπάθησε να κρυφτεί σε μια θημωνιά από άχυρα, αλλά οι στρατιώτες του Παλαιολόγου τον αναγνώρισαν από τα δόντια του που προεξείχαν: ''υπό αχυρμιά τινί κρυβείς κακ των οδόντων των τινί στρατιωτών γνωρισθείς εάλω (είχε γαρ τους εμπροσθίους ευμεγέθεις και προβεβλημένους των φατνωμάτων)''. Γι' αυτόν τον λόγο οι Έλληνες τον ήξεραν ως «μακρυδόντη».
Μόνο λίγοι Φράγκοι κατάφεραν να γλιτώσουν. Ορισμένοι όμως από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν από τους Θεσσαλούς Βλάχους του Ιωάννη Δούκα και τελικά ελάχιστοι μπόρεσαν να επιστρέψουν στον Μοριά.
Ο Γουλιέλμος και οι άλλοι επιφανείς αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στη σκηνή του Ιωάννη Παλαιολόγου και από εκεί στη Λάμψακο αιχμάλωτοι του Μιχαήλ.
Η ήττα τους στην Πελαγονία ήταν μοιραία για τους Φράγκους της Αχαΐας, καθώς αποτέλεσε την αφορμή όλων των καταστροφών που ακολούθησαν.
Ο Γερμανός ιστορικός Γκρεγκορόβιους γράφει σχετικά:
''Η Λατινική αυτοκρατορία ένα δημιούργημα των σταυροφόρων ιπποτών της Δυτικής Ευρώπης, της εγωιστικής εμπορικής πολιτικής των Ενετών και των ιδεών του παπισμού έπεσε ύστερα από μια άθλια συγκρότηση και πολιτική πενήντα εφτά χρόνων αφήνοντας πίσω της μόνο καταστροφή και αναρχία. Το παραμορφωμένο αυτό φεουδαλικό ιπποτικό κράτος των Λατίνων ανήκει στα πιο ανάξια λόγου φαινόμενα της ιστορίας''.
Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος αιχμάλωτος
Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος πρότεινε στο Γοδεφρείδο να του δώσει χρήματα για να αγοράσει γη στη Γαλλία και να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο και στη συνέχεια τον απείλησε ότι ακόμα κι αν επέστρεφε στο Πριγκιπάτο θα ξεκινούσε πόλεμο για να διώξει τους Φράγκους.
Ο Γάλλος ηγεμόνας απαντούσε σταθερά ότι την Πελοπόννησο οι Γάλλοι ιππότες την κέρδισαν με το σπαθί τους.
''Με το σπαθί εκερδίσασιν τον τόπο του Μορέως''. Επίσης ότι κατά το νομικό καθεστώς του Πριγκιπάτου (της Αχαΐας) δεν μπορούσε κανένας ούτε ο Πρίγκιπας να αποφασίζει για σοβαρά θέματα και για την τύχη του Πριγκιπάτου.
''…άνευ βουλής και θέλημα όλων του των συντρόφων''.
Η ανάκτηση όμως της Κωνσταντινούπολης από τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο το 1261 και η άνοδος στον θρόνο του Βυζαντίου του Μιχαήλ Παλαιολόγου ως Μιχαήλ Η', έκαναν τον Γουλιέλμο να ξανασκεφτεί τις προτάσεις του Μιχαήλ.
Για τρία χρόνια περίπου έμειναν στη φυλακή οι Φράγκοι ηγεμόνες. Ο ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς και το Χρονικό του Μορέως μας πληροφορούν ότι ο πρίγκιπας δέχτηκε τελικά να εξαγοράσει την ελευθερία του παραχωρώντας τρία σημαντικά κάστρα στη Λακωνία: της Μονεμβασιάς, της Μεγάλης Μαΐνης (Μάνης) και του Μυστρά. Ο Παχυμέρης αναφέρει ότι εκτός από τα τρία παραπάνω κάστρα παραδόθηκαν και δύο ακόμα του Γερακίου και του Λεύκτρου στην περιοχή της Κινστέρνας (κι(ν)στέρνα= δεξαμενή). ‘Ισως είχαν γίνει συζητήσεις και για τα κάστρα του Ναυπλίου, του Άργους και της Κορίνθου όπως μας πληροφορεί το αραγωνικό Χρονικό του Μορέως. Τελικά ο Μιχαήλ αρκέστηκε στα κάστρα της Λακωνίας, που θα χρησίμευαν ως βάσεις για πιθανές επιθέσεις εναντίον των Φράγκων του Μοριά και στις αρχές του 1262 μετά την παράδοση των φρουρίων απελευθέρωσε τον Γουλιέλμο και τους άλλους Φράγκους ηγεμόνες. Δεν είναι βέβαιο αν μαζί με τα φρούρια παραδόθηκαν και οι αντίστοιχες πόλεις και οι περιοχές τους.
Όπως γράφει ο William Miller ,οι τροβαδούροι θρήνησαν την αιχμαλωσία του πρίγκιπά τους και προφήτεψαν πένθιμα την απώλεια την Αχαΐας μετά και την απώλεια της Κωνσταντινούπολης... Όπως γράφει ο Ρώσος ιστορικός Βασίλιεφ οι δυτικές πηγές αναφέρουν απλά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261), ενώ οι ελληνικές εκφράζουν μεγάλη χαρά για το γεγονός. Πάντως πριν απελευθερώσει τον Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο ο Μιχαήλ τον υποχρέωσε να κάνει επίσημο όρκο στην κολυμπήθρα του γιου, ότι δεν θα έκανε ποτέ πόλεμο εναντίον του αυτοκράτορα και ως αντάλλαγμα του απένειμε τον τίτλο του μεγάλου δομέστικου ή ίσως αναγνώρισε τον παλαιότερο αυτό τίτλο.
Η επιστροφή του Γουλιέλμου στον Μοριά- Η μάχη της Πρινίτσας (1263)
Όταν γύρισε ο Πρίγκιπας στον Μοριά τον Μάιο του 1262 οι Φράγκοι γιόρτασαν το γεγονός. Όμως ''ο πρίγκιψ της Αχαΐας και μέγας δομέστικος της Ρωμανίας'' όπως αποκαλούσαν τώρα τον Γουλιέλμο ''τας συνθήκας διέλυε και τας όρκους παρ' ουδέν ετίθει''. Ο Γουλιέλμος και οι ιππότες του για την επιστροφή τους στην Λακωνία θα μπορούσαν να προβάλλουν ως δικαιολογία το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της απουσίας τους οι Έλληνες λεηλάτησαν τα σπίτια τους και ότι μερικοί τοπάρχες, που δεν τα πήγαιναν καλά με τους βαρόνους της περιοχής, εγκαταστάθηκαν στα κάστρα που κατείχαν οι Βυζαντινοί. Όσο για τον όρκο που είχε δώσει ο Γουλιέλμος φρόντισε ο, γαλλικής καταγωγής επίσης, πάπας Ουρβανός Β' αφού τον εφοδίασε με χρήματα ,να τον διαβεβαιώσει ότι δεν είχε καμία ισχύ, γιατί τον έδωσε σαν αιχμάλωτος πολέμου. Ο Γουλιέλμος εξασφάλισε και τη συμμαχία των Βενετών στο πλαίσιο μιας ευρύτερης επιχείρησης εναντίον των Βυζαντινών.
Έτσι συνοδευόμενος από πολλούς ιππείς εμφανίστηκε στην κοιλάδα του Ευρώτα. Η μικρή βυζαντινή φρουρά του Μυστρά είδε τον Γουλιέλμο και τους ιππότες στην πεδιάδα της Λακεδαίμονος. Κάλεσε αμέσως τους Μηλιγγούς του Ταΰγετου και ενημέρωσε τον διοικητή της στην Μονεμβασιά, Μιχαήλ Καντακουζηνό, ότι ο πρίγκιπας ετοιμάζει πόλεμο εναντίον του αυτοκράτορα. Μόλις πληροφορήθηκε τις εξελίξεις ο Μιχαήλ Η’ έστειλε στον Μοριά τον αδερφό του, σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνο συνοδευόμενο από τον εξάδερφό του και παρακοιμώμενο Ιωάννη Μακρηνό, τον Μέγα δομέστικο Φιλή και τον Αλέξιο Καβαλλάριο ή Καβαλλαρίτση. Παράλληλα ο Αλέξιος Φιλανθρωπηνός με στόλο θα έκανε επιθέσεις εναντίον των Φράγκων στα νησιά του Αιγαίου. Το πεζικό αποτελούσαν Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Μακεδονίας ,ιδιαίτερα αξιόμαχοι πολεμιστές, 1.500 Τούρκοι μισθοφόροι, ενώ τα πληρώματα του στόλου αποτελούσαν μεταξύ άλλων Τσάκωνες και Γασμούλοι. Οι Γασμούλοι ήταν παιδιά Φράγκων και Ελληνίδων και σπουδαίοι πολεμιστές. Όσο για τους Τούρκους; Μπορεί να ήταν Τουρκόπουλοι ή Τουρκομάνοι από τη Μικρά Ασία, όπως αναφέρει ο Αλέξης Γ.Κ. Σαββίδης. Οι αρχηγοί τους ονομάζονταν Μελίκ και Σαδίκ. Πρωτοεμφανίστηκαν στη μάχη της Πελαγονίας, ενώ το 1263 ήταν η πρώτη φορά που οι Τούρκοι πάτησαν το πόδι τους στην Πελοπόννησο. Υπολογίζεται ότι συνολικά ο αυτοκρατορικός στρατός απαρτιζόταν από 6.000 πεζούς και πολλούς ιππείς. Οι δυνάμεις που αναφέρονται στο «Χρονικό του Μορέως» (15.000- 20.000 άνδρες) θεωρούνται σήμερα υπερβολικές.
Στους στρατηγούς του, ο αυτοκράτορας έδωσε λευκά χαρτιά αφού τα σφράγισε, ώστε ανάλογα με την περίσταση ο στρατηγός να γράψει όσες ευεργεσίες πίστευε ότι άξιζαν σε κάθε περιοχή. Μάλιστα, για τους Σλάβους, τους Μανιάτες και τους Τσάκωνες, έδωσε ειδικά χρυσόβουλα, με τα οποία αναγνώριζε την ελευθερία τους. Ο Βυζαντινός στόλος με τη βοήθεια των Γενοβέζων είχε πολλές επιτυχίες στα νησιά και τις νότιες ακτές της Πελοποννήσου, σε περιοχές που ανήκαν ή βρίσκονταν επί την επικυριαρχία του Πρίγκιπα της Αχαΐας.
Ο βυζαντινός στρατός αποβιβάστηκε στη Μονεμβασιά.Οι Τσάκωνες, οι Μηλιγγοί και οι ανυπότακτοι κάτοικοι των δύο ακρωτηρίων, του Μαλέα και του Κάβο Ματαπά (Ταίναρου), προσχώρησαν σ’ αυτόν. Έτσι, με ευκολία οι αυτοκρατορικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Λακεδαιμονία και διάφορες πόλεις του Μοριά. Ο Μιχαήλ Η’, έστειλε ενισχύσεις με επικεφαλής ένα διακεκριμένο στρατιωτικό τον Μιχαήλ Καντακουζηνό. Με τις βυζαντινές δυνάμεις, ενώθηκαν και οι Σλάβοι των Σκορτών που δεν ελέγχονταν από καιρό από το μεγάλο κάστρο της Καρύταινας και τους Φράγκους.
Ο Γουλιέλμος, ζήτησε τη βοήθεια των «μεγάλων υποτελών του». Όμως μόνο ο παλιός του εχθρός Γουλιέλμος ντα Βερόνα, ο πλουσιότερος και ισχυρότερος βαρόνος της Εύβοιας του έστειλε δυνάμεις. Επίσης και ένα μικρό αθηναϊκό σώμα στρατού, κινήθηκε σε βοήθεια των Φράγκων. Όμως ο Γουλιέλμος είχε ένα μεγάλο πρόβλημα.
Ο ωραιότερος και γενναιότερος από τους ιππότες του, ο Γοδοφρείδος ντε Μπριγιέρ, τυφλωμένος από τα θέλγητρα μιας ωραίας γυναίκας, βρισκόταν μαζί της στην Απουλία με πρόσχημα να προσκυνήσει τον Άγιο Νικόλαο στο Μπάρι και τον Άγιο Μιχαήλ, που ήταν σε μια άκρη του βουνού Γκάργκανο.
Στο μεταξύ, ο βυζαντινός στρατός κινήθηκε προς την Ηλεία. Οι Τούρκοι μισθοφόροι πέρασαν τον ποταμό Αλφειό και πυρπόλησαν το λατινικό μοναστήρι της Παναγίας της Ίσοβας με τα γοτθικά παράθυρα. Οι Φράγκοι ήταν μόνο 312, καθώς ο Γουλιέλμος απουσίαζε στην Κόρινθο αναμένοντας τις ενισχύσεις.
Είχε αφήσει για αντικαταστάτη του τον βαρόνο Ντζιά ντε Καταβά. Η σύζυγός του ήταν αυτή που είχε ακολουθήσει τον Γοδοφρείδο στην Ιταλία.
Ο βαρόνος, είχε ρευματισμούς σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούσε να κρατήσει ούτε σπαθί ούτε κοντάρι.
«Αστένειαν είχε φοβερήν ότι ήτον ρεματιάρης κι ουδέν ημπόρειε να κρατεί ούτε κοντάριν»
(«Χρονικό του Μορέως»)
Οι ιππότες του Ντζιά ντε Καταβά, κινήθηκαν προς ένα ορεινό στενό στο Αγρίδι της Κουνουπίτσας, κοντά στον παραπόταμο του Αλφειού, στην Πρινίτσα. Εκεί κατά το Χρονικό του Μορέως, έστησαν τις σκηνές τους, φρόντισαν τα άλογά τους και περίμεναν.
Ο Ντζιά ντε Καταβάς, με δεμένη στο χέρι του τη σημαία του Πρίγκιπα, δίνει το σύνθημα για επίθεση εναντίον των Βυζαντινών, οι οποίοι αιφνιδιάζονται.
Ο Ντζιά ντε Καταβάς, φώναζε στους ιππότες πως ο Θεός τους έφερε σε τούτο τον κατάλληλο τόπο για να εξαφανίσουν τους Έλληνες. Τους είπε ότι είναι αγύμναστοι, έρχονται από διάφορους τόπους και τα άλογά τους είναι άχρηστα.
Σύμφωνα με την αραγωνική εκδοχή του «Χρονικού του Μορέως», οι Φράγκοι είχαν πληροφορίες από κάποιους κατασκόπους για τη χαλαρότητα που επικρατούσε στους Βυζαντινούς: «…διασκεδάζουν εις το στρατόπεδον παίζοντες σκάκι και τάβλι, τρώγοντες και πίνοντες». Χίλιοι άνδρες του σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνου, ρίχνονται στη μάχη. Όμως δεν καταφέρνουν τίποτα.
Ο Ντζιά ντε Καταβάς πάνω στο λευκό άλογό του, δίνει στους Βυζαντινούς την εντύπωση ότι είναι ο άγιος Γεώργιος που καθοδηγεί και εμψυχώνει τους Φράγκους, εκδικούμενος την καταστροφή του μοναστηριού της Ίσοβας. Κάποιοι διαδίδουν ότι αυτή η πράξη προκάλεσε και την οργή της Θεοτόκου. Άλλοι πάλι λένε ότι οι «Ρωμαίοι» σκοτώνονται από λίγους Φράγκους, γιατί ο «βασιλέας» (ενν. ο Μιχαήλ Η’), αθέτησε τον λόγο του και έκανε πόλεμο χωρίς αφορμή.
Ο Κωνσταντίνος μόλις που πρόλαβε να σωθεί. Πρόλαβε και διέκρινε τα φλάμπουρα των Γάλλων ιπποτών που ερχόταν προς το μέρος του και πήδηξε στο άλογό του. Με οδηγό κάποιον που γνώριζε την περιοχή, έφτασε στον Μυστρά. Ο στρατός του, διασκορπίστηκε στη Γορτυνία.Είχε υποτιμήσει τη δύναμη και την αξία των Γάλλων ιπποτών και δεν είχε προβλέψει τον αιφνιδιασμό τους.
Οι Φράγκοι σκότωσαν πολλούς Έλληνες. Ο Ντζιά ντε Καταβάς έφυγε για τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη), αφού ενημέρωσε για την επιτυχία του τον Γουλιέλμο.
Πού βρισκόταν η Πρινίτσα;
Η Πρινίτσα, όπου έγινε η μάχη που αναφέραμε, δεν είναι βέβαιο που ακριβώς βρισκόταν. Ο Πέτρος Καλονάρος, στα σχόλια του «Χρονικού του Μορέως», γράφει:
«Το χωρίον Πρινίτσα, (γαλλιστί la Brenyce, προβλ. Χρον.. 368,380,383,466), δεν υπάρχει σήμερον. Έκειτο παρά το χωρίον Βύλιζα του δήμου Ολυμπίων, νομού Ηλείας».
Ο Στέφανος Δραγούμης στο έργο του «ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ, ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ-ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ-ΙΣΤΟΡΙΚΑ», τοποθετεί την Πρινίτσα, μεταξύ των κωμοπόλεων Μπέλεσι και Πυρί της Γορτυνίας, στην περιοχή της Λιοδώρας.
Όσο για τον ποταμό που βρισκόταν κοντά στην Πρινίτσα, φαίνεται ότι πρόκειται για τον παραπόταμο του Αλφειού Ερύμανθο, ο οποίος διαρρέει τα χωριά Ανδρώνιον, Γιάρμενα, Κοκοτάρι, Κλειντιά, Κούμανι κλπ. της Ηλείας (Πέτρος Καλονάρος).
Ο Μιλτιάδης Τσαπόγας, στο βιβλίο του «Πέτρα και Ξίφος, τοποθετεί την Πρινίτσα, στην περιοχή του χωριού Δούκας της Ηλείας, που βρίσκεται στις άκρες του περίφημου δρυοδάσους της Φολόης.
(Ετυμολογικά, η λέξη Πρινίτσα, ίσως προέρχεται από τη λέξη πρίνος = πουρνάρι). Κατά τον Μ. Τσαπόγα, έτσι εξηγούνται και οι στίχοι του «Χρονικού του Μορέως»: «… έμποδον μέγαν κύρασιν τα δάση της Πρινίτσας, τους τόπους εκείνους τους σκληρούς και πολλά δασωμένους. Εκεί εγλίτωσαν οι Ρωμαίοι, όσοι εδράμαν και μπήκαν».
Αυτή ήταν η ιστορία της μάχης της Πρινίτσας.
Τον επόμενο χρόνο (1264), οι Βυζαντινοί υπέστησαν νέα ήττα από τους Φράγκους στο Μακρυπλάγι. Οι Τούρκοι μισθοφόροι, δυσαρεστημένοι από την μη πληρωμή τους, εγκατέλειψαν τους Βυζαντινούς και πολέμησαν στο πλευρό των Φράγκων. Και όπως γράφει ο William Miller: «Έτσι στις όχθες του ποταμού της Ήλιδας κλείστηκε η πρώτη ανόσια συμμαχία μεταξύ του Φράγκου κυρίαρχου της Ελλάδας και των αυριανών της κατακτητών…».
Πηγές: WILLIAM MILLER, «Η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1204-1456», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, 1990
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΚΑΤΣΑΦΑΝΑΣ, ΤΟ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ, εκδόσεις ΙΔΙΟΜΟΡΦή, 2003
« ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ», εκδόσεις ΕΚΑΤΗ,
Μιλτιάδης Τσαπόγας, «ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΞΙΦΟΣ,Κάστρα & Ιππότες στον Μοριά», εκδόσεις δαιδάλεος, 2015,
ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ν. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, «ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΑ-ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ-ΙΣΤΟΡΙΚΑ», Α’ έκδοση 1921, Β’ έκδοση 2006, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ.
Καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της μάχης ήταν ένα απρόβλεπτο επεισόδιο. Κάποιοι Φράγκοι ιππότες πείραξαν την ωραιότατη Βλάχα σύζυγο του στρατηγού και νόθου γιου του Μιχαήλ Β' της Ηπείρου, Ιωάννη Δούκα. Εξοργισμένος αυτός, πήγε στη σκηνή του Γουλιέλμου Β' Βιλεαρδουίνου εκφράζοντας του την δυσαρέσκειά του. Ο Γουλιέλμος αντί να επιπλήξει τους ιππότες του ,έκανε κάποιους υπαινιγμούς ότι ο Ιωάννης ήταν νόθος. Έξαλλος ο Ιωάννης Δούκας με τους στρατιώτες του αυτομόλησε στις δυνάμεις της Νίκαιας. Ο πατέρας του μέσα στη σύγχυση που δημιουργήθηκε ''έφυγε νύχτα'' κατά τον William Miller. Με την προτροπή του γενναίου ανιψιού του Γοδοφρείδου ντε Μπριγιέρ, ο Γουλιέλμος αποφάσισε να συγκεντρώσει τις λιγοστές πλέον δυνάμεις του και αντιμετωπίσει το ετερόκλητο εχθρικό στράτευμα. Οι Φράγκοι επιτέθηκαν εναντίον των Γερμανών. Ο Γοδοφρείδος σκότωσε σε μονομαχία τον δούκα της Καρινθίας και οι Γερμανοί ιππότες σαρώνονταν από το ξίφος του. Τότε ο Ιωάννης Παλαιολόγος έδωσε εντολή στους Ούγγρους και τους Κουμάνους να χτυπήσουν με τα τόξα τους τα άλογα των Φράγκων ιπποτών. Πραγματικά οι τοξότες πέτυχαν να εξουδετερώσουν τους ιππότες, οι οποίοι έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον. Ο Γοδεφρείδος ντε Μπριγιέρ αιχμαλωτίστηκε και ο θείος του Γουλιέλμος προσπαθώντας να τον ελευθερώσει έμεινε χωρίς άλογο. Προσπάθησε να κρυφτεί σε μια θημωνιά από άχυρα, αλλά οι στρατιώτες του Παλαιολόγου τον αναγνώρισαν από τα δόντια του που προεξείχαν: ''υπό αχυρμιά τινί κρυβείς κακ των οδόντων των τινί στρατιωτών γνωρισθείς εάλω (είχε γαρ τους εμπροσθίους ευμεγέθεις και προβεβλημένους των φατνωμάτων)''. Γι' αυτόν τον λόγο οι Έλληνες τον ήξεραν ως «μακρυδόντη».
Μόνο λίγοι Φράγκοι κατάφεραν να γλιτώσουν. Ορισμένοι όμως από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν από τους Θεσσαλούς Βλάχους του Ιωάννη Δούκα και τελικά ελάχιστοι μπόρεσαν να επιστρέψουν στον Μοριά.
Ο Γουλιέλμος και οι άλλοι επιφανείς αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στη σκηνή του Ιωάννη Παλαιολόγου και από εκεί στη Λάμψακο αιχμάλωτοι του Μιχαήλ.
Η ήττα τους στην Πελαγονία ήταν μοιραία για τους Φράγκους της Αχαΐας, καθώς αποτέλεσε την αφορμή όλων των καταστροφών που ακολούθησαν.
Ο Γερμανός ιστορικός Γκρεγκορόβιους γράφει σχετικά:
''Η Λατινική αυτοκρατορία ένα δημιούργημα των σταυροφόρων ιπποτών της Δυτικής Ευρώπης, της εγωιστικής εμπορικής πολιτικής των Ενετών και των ιδεών του παπισμού έπεσε ύστερα από μια άθλια συγκρότηση και πολιτική πενήντα εφτά χρόνων αφήνοντας πίσω της μόνο καταστροφή και αναρχία. Το παραμορφωμένο αυτό φεουδαλικό ιπποτικό κράτος των Λατίνων ανήκει στα πιο ανάξια λόγου φαινόμενα της ιστορίας''.
Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος αιχμάλωτος
Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος πρότεινε στο Γοδεφρείδο να του δώσει χρήματα για να αγοράσει γη στη Γαλλία και να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο και στη συνέχεια τον απείλησε ότι ακόμα κι αν επέστρεφε στο Πριγκιπάτο θα ξεκινούσε πόλεμο για να διώξει τους Φράγκους.
Ο Γάλλος ηγεμόνας απαντούσε σταθερά ότι την Πελοπόννησο οι Γάλλοι ιππότες την κέρδισαν με το σπαθί τους.
''Με το σπαθί εκερδίσασιν τον τόπο του Μορέως''. Επίσης ότι κατά το νομικό καθεστώς του Πριγκιπάτου (της Αχαΐας) δεν μπορούσε κανένας ούτε ο Πρίγκιπας να αποφασίζει για σοβαρά θέματα και για την τύχη του Πριγκιπάτου.
''…άνευ βουλής και θέλημα όλων του των συντρόφων''.
Η ανάκτηση όμως της Κωνσταντινούπολης από τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο το 1261 και η άνοδος στον θρόνο του Βυζαντίου του Μιχαήλ Παλαιολόγου ως Μιχαήλ Η', έκαναν τον Γουλιέλμο να ξανασκεφτεί τις προτάσεις του Μιχαήλ.
Για τρία χρόνια περίπου έμειναν στη φυλακή οι Φράγκοι ηγεμόνες. Ο ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς και το Χρονικό του Μορέως μας πληροφορούν ότι ο πρίγκιπας δέχτηκε τελικά να εξαγοράσει την ελευθερία του παραχωρώντας τρία σημαντικά κάστρα στη Λακωνία: της Μονεμβασιάς, της Μεγάλης Μαΐνης (Μάνης) και του Μυστρά. Ο Παχυμέρης αναφέρει ότι εκτός από τα τρία παραπάνω κάστρα παραδόθηκαν και δύο ακόμα του Γερακίου και του Λεύκτρου στην περιοχή της Κινστέρνας (κι(ν)στέρνα= δεξαμενή). ‘Ισως είχαν γίνει συζητήσεις και για τα κάστρα του Ναυπλίου, του Άργους και της Κορίνθου όπως μας πληροφορεί το αραγωνικό Χρονικό του Μορέως. Τελικά ο Μιχαήλ αρκέστηκε στα κάστρα της Λακωνίας, που θα χρησίμευαν ως βάσεις για πιθανές επιθέσεις εναντίον των Φράγκων του Μοριά και στις αρχές του 1262 μετά την παράδοση των φρουρίων απελευθέρωσε τον Γουλιέλμο και τους άλλους Φράγκους ηγεμόνες. Δεν είναι βέβαιο αν μαζί με τα φρούρια παραδόθηκαν και οι αντίστοιχες πόλεις και οι περιοχές τους.
Όπως γράφει ο William Miller ,οι τροβαδούροι θρήνησαν την αιχμαλωσία του πρίγκιπά τους και προφήτεψαν πένθιμα την απώλεια την Αχαΐας μετά και την απώλεια της Κωνσταντινούπολης... Όπως γράφει ο Ρώσος ιστορικός Βασίλιεφ οι δυτικές πηγές αναφέρουν απλά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261), ενώ οι ελληνικές εκφράζουν μεγάλη χαρά για το γεγονός. Πάντως πριν απελευθερώσει τον Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο ο Μιχαήλ τον υποχρέωσε να κάνει επίσημο όρκο στην κολυμπήθρα του γιου, ότι δεν θα έκανε ποτέ πόλεμο εναντίον του αυτοκράτορα και ως αντάλλαγμα του απένειμε τον τίτλο του μεγάλου δομέστικου ή ίσως αναγνώρισε τον παλαιότερο αυτό τίτλο.
Η επιστροφή του Γουλιέλμου στον Μοριά- Η μάχη της Πρινίτσας (1263)
Όταν γύρισε ο Πρίγκιπας στον Μοριά τον Μάιο του 1262 οι Φράγκοι γιόρτασαν το γεγονός. Όμως ''ο πρίγκιψ της Αχαΐας και μέγας δομέστικος της Ρωμανίας'' όπως αποκαλούσαν τώρα τον Γουλιέλμο ''τας συνθήκας διέλυε και τας όρκους παρ' ουδέν ετίθει''. Ο Γουλιέλμος και οι ιππότες του για την επιστροφή τους στην Λακωνία θα μπορούσαν να προβάλλουν ως δικαιολογία το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της απουσίας τους οι Έλληνες λεηλάτησαν τα σπίτια τους και ότι μερικοί τοπάρχες, που δεν τα πήγαιναν καλά με τους βαρόνους της περιοχής, εγκαταστάθηκαν στα κάστρα που κατείχαν οι Βυζαντινοί. Όσο για τον όρκο που είχε δώσει ο Γουλιέλμος φρόντισε ο, γαλλικής καταγωγής επίσης, πάπας Ουρβανός Β' αφού τον εφοδίασε με χρήματα ,να τον διαβεβαιώσει ότι δεν είχε καμία ισχύ, γιατί τον έδωσε σαν αιχμάλωτος πολέμου. Ο Γουλιέλμος εξασφάλισε και τη συμμαχία των Βενετών στο πλαίσιο μιας ευρύτερης επιχείρησης εναντίον των Βυζαντινών.
Έτσι συνοδευόμενος από πολλούς ιππείς εμφανίστηκε στην κοιλάδα του Ευρώτα. Η μικρή βυζαντινή φρουρά του Μυστρά είδε τον Γουλιέλμο και τους ιππότες στην πεδιάδα της Λακεδαίμονος. Κάλεσε αμέσως τους Μηλιγγούς του Ταΰγετου και ενημέρωσε τον διοικητή της στην Μονεμβασιά, Μιχαήλ Καντακουζηνό, ότι ο πρίγκιπας ετοιμάζει πόλεμο εναντίον του αυτοκράτορα. Μόλις πληροφορήθηκε τις εξελίξεις ο Μιχαήλ Η’ έστειλε στον Μοριά τον αδερφό του, σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνο συνοδευόμενο από τον εξάδερφό του και παρακοιμώμενο Ιωάννη Μακρηνό, τον Μέγα δομέστικο Φιλή και τον Αλέξιο Καβαλλάριο ή Καβαλλαρίτση. Παράλληλα ο Αλέξιος Φιλανθρωπηνός με στόλο θα έκανε επιθέσεις εναντίον των Φράγκων στα νησιά του Αιγαίου. Το πεζικό αποτελούσαν Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Μακεδονίας ,ιδιαίτερα αξιόμαχοι πολεμιστές, 1.500 Τούρκοι μισθοφόροι, ενώ τα πληρώματα του στόλου αποτελούσαν μεταξύ άλλων Τσάκωνες και Γασμούλοι. Οι Γασμούλοι ήταν παιδιά Φράγκων και Ελληνίδων και σπουδαίοι πολεμιστές. Όσο για τους Τούρκους; Μπορεί να ήταν Τουρκόπουλοι ή Τουρκομάνοι από τη Μικρά Ασία, όπως αναφέρει ο Αλέξης Γ.Κ. Σαββίδης. Οι αρχηγοί τους ονομάζονταν Μελίκ και Σαδίκ. Πρωτοεμφανίστηκαν στη μάχη της Πελαγονίας, ενώ το 1263 ήταν η πρώτη φορά που οι Τούρκοι πάτησαν το πόδι τους στην Πελοπόννησο. Υπολογίζεται ότι συνολικά ο αυτοκρατορικός στρατός απαρτιζόταν από 6.000 πεζούς και πολλούς ιππείς. Οι δυνάμεις που αναφέρονται στο «Χρονικό του Μορέως» (15.000- 20.000 άνδρες) θεωρούνται σήμερα υπερβολικές.
Στους στρατηγούς του, ο αυτοκράτορας έδωσε λευκά χαρτιά αφού τα σφράγισε, ώστε ανάλογα με την περίσταση ο στρατηγός να γράψει όσες ευεργεσίες πίστευε ότι άξιζαν σε κάθε περιοχή. Μάλιστα, για τους Σλάβους, τους Μανιάτες και τους Τσάκωνες, έδωσε ειδικά χρυσόβουλα, με τα οποία αναγνώριζε την ελευθερία τους. Ο Βυζαντινός στόλος με τη βοήθεια των Γενοβέζων είχε πολλές επιτυχίες στα νησιά και τις νότιες ακτές της Πελοποννήσου, σε περιοχές που ανήκαν ή βρίσκονταν επί την επικυριαρχία του Πρίγκιπα της Αχαΐας.
Ο βυζαντινός στρατός αποβιβάστηκε στη Μονεμβασιά.Οι Τσάκωνες, οι Μηλιγγοί και οι ανυπότακτοι κάτοικοι των δύο ακρωτηρίων, του Μαλέα και του Κάβο Ματαπά (Ταίναρου), προσχώρησαν σ’ αυτόν. Έτσι, με ευκολία οι αυτοκρατορικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Λακεδαιμονία και διάφορες πόλεις του Μοριά. Ο Μιχαήλ Η’, έστειλε ενισχύσεις με επικεφαλής ένα διακεκριμένο στρατιωτικό τον Μιχαήλ Καντακουζηνό. Με τις βυζαντινές δυνάμεις, ενώθηκαν και οι Σλάβοι των Σκορτών που δεν ελέγχονταν από καιρό από το μεγάλο κάστρο της Καρύταινας και τους Φράγκους.
Ο Γουλιέλμος, ζήτησε τη βοήθεια των «μεγάλων υποτελών του». Όμως μόνο ο παλιός του εχθρός Γουλιέλμος ντα Βερόνα, ο πλουσιότερος και ισχυρότερος βαρόνος της Εύβοιας του έστειλε δυνάμεις. Επίσης και ένα μικρό αθηναϊκό σώμα στρατού, κινήθηκε σε βοήθεια των Φράγκων. Όμως ο Γουλιέλμος είχε ένα μεγάλο πρόβλημα.
Ο ωραιότερος και γενναιότερος από τους ιππότες του, ο Γοδοφρείδος ντε Μπριγιέρ, τυφλωμένος από τα θέλγητρα μιας ωραίας γυναίκας, βρισκόταν μαζί της στην Απουλία με πρόσχημα να προσκυνήσει τον Άγιο Νικόλαο στο Μπάρι και τον Άγιο Μιχαήλ, που ήταν σε μια άκρη του βουνού Γκάργκανο.
Στο μεταξύ, ο βυζαντινός στρατός κινήθηκε προς την Ηλεία. Οι Τούρκοι μισθοφόροι πέρασαν τον ποταμό Αλφειό και πυρπόλησαν το λατινικό μοναστήρι της Παναγίας της Ίσοβας με τα γοτθικά παράθυρα. Οι Φράγκοι ήταν μόνο 312, καθώς ο Γουλιέλμος απουσίαζε στην Κόρινθο αναμένοντας τις ενισχύσεις.
Είχε αφήσει για αντικαταστάτη του τον βαρόνο Ντζιά ντε Καταβά. Η σύζυγός του ήταν αυτή που είχε ακολουθήσει τον Γοδοφρείδο στην Ιταλία.
Ο βαρόνος, είχε ρευματισμούς σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούσε να κρατήσει ούτε σπαθί ούτε κοντάρι.
«Αστένειαν είχε φοβερήν ότι ήτον ρεματιάρης κι ουδέν ημπόρειε να κρατεί ούτε κοντάριν»
(«Χρονικό του Μορέως»)
Οι ιππότες του Ντζιά ντε Καταβά, κινήθηκαν προς ένα ορεινό στενό στο Αγρίδι της Κουνουπίτσας, κοντά στον παραπόταμο του Αλφειού, στην Πρινίτσα. Εκεί κατά το Χρονικό του Μορέως, έστησαν τις σκηνές τους, φρόντισαν τα άλογά τους και περίμεναν.
Ο Ντζιά ντε Καταβάς, με δεμένη στο χέρι του τη σημαία του Πρίγκιπα, δίνει το σύνθημα για επίθεση εναντίον των Βυζαντινών, οι οποίοι αιφνιδιάζονται.
Ο Ντζιά ντε Καταβάς, φώναζε στους ιππότες πως ο Θεός τους έφερε σε τούτο τον κατάλληλο τόπο για να εξαφανίσουν τους Έλληνες. Τους είπε ότι είναι αγύμναστοι, έρχονται από διάφορους τόπους και τα άλογά τους είναι άχρηστα.
Σύμφωνα με την αραγωνική εκδοχή του «Χρονικού του Μορέως», οι Φράγκοι είχαν πληροφορίες από κάποιους κατασκόπους για τη χαλαρότητα που επικρατούσε στους Βυζαντινούς: «…διασκεδάζουν εις το στρατόπεδον παίζοντες σκάκι και τάβλι, τρώγοντες και πίνοντες». Χίλιοι άνδρες του σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνου, ρίχνονται στη μάχη. Όμως δεν καταφέρνουν τίποτα.
Ο Ντζιά ντε Καταβάς πάνω στο λευκό άλογό του, δίνει στους Βυζαντινούς την εντύπωση ότι είναι ο άγιος Γεώργιος που καθοδηγεί και εμψυχώνει τους Φράγκους, εκδικούμενος την καταστροφή του μοναστηριού της Ίσοβας. Κάποιοι διαδίδουν ότι αυτή η πράξη προκάλεσε και την οργή της Θεοτόκου. Άλλοι πάλι λένε ότι οι «Ρωμαίοι» σκοτώνονται από λίγους Φράγκους, γιατί ο «βασιλέας» (ενν. ο Μιχαήλ Η’), αθέτησε τον λόγο του και έκανε πόλεμο χωρίς αφορμή.
Ο Κωνσταντίνος μόλις που πρόλαβε να σωθεί. Πρόλαβε και διέκρινε τα φλάμπουρα των Γάλλων ιπποτών που ερχόταν προς το μέρος του και πήδηξε στο άλογό του. Με οδηγό κάποιον που γνώριζε την περιοχή, έφτασε στον Μυστρά. Ο στρατός του, διασκορπίστηκε στη Γορτυνία.Είχε υποτιμήσει τη δύναμη και την αξία των Γάλλων ιπποτών και δεν είχε προβλέψει τον αιφνιδιασμό τους.
Οι Φράγκοι σκότωσαν πολλούς Έλληνες. Ο Ντζιά ντε Καταβάς έφυγε για τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη), αφού ενημέρωσε για την επιτυχία του τον Γουλιέλμο.
Πού βρισκόταν η Πρινίτσα;
Η Πρινίτσα, όπου έγινε η μάχη που αναφέραμε, δεν είναι βέβαιο που ακριβώς βρισκόταν. Ο Πέτρος Καλονάρος, στα σχόλια του «Χρονικού του Μορέως», γράφει:
«Το χωρίον Πρινίτσα, (γαλλιστί la Brenyce, προβλ. Χρον.. 368,380,383,466), δεν υπάρχει σήμερον. Έκειτο παρά το χωρίον Βύλιζα του δήμου Ολυμπίων, νομού Ηλείας».
Ο Στέφανος Δραγούμης στο έργο του «ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ, ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ-ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ-ΙΣΤΟΡΙΚΑ», τοποθετεί την Πρινίτσα, μεταξύ των κωμοπόλεων Μπέλεσι και Πυρί της Γορτυνίας, στην περιοχή της Λιοδώρας.
Όσο για τον ποταμό που βρισκόταν κοντά στην Πρινίτσα, φαίνεται ότι πρόκειται για τον παραπόταμο του Αλφειού Ερύμανθο, ο οποίος διαρρέει τα χωριά Ανδρώνιον, Γιάρμενα, Κοκοτάρι, Κλειντιά, Κούμανι κλπ. της Ηλείας (Πέτρος Καλονάρος).
Ο Μιλτιάδης Τσαπόγας, στο βιβλίο του «Πέτρα και Ξίφος, τοποθετεί την Πρινίτσα, στην περιοχή του χωριού Δούκας της Ηλείας, που βρίσκεται στις άκρες του περίφημου δρυοδάσους της Φολόης.
(Ετυμολογικά, η λέξη Πρινίτσα, ίσως προέρχεται από τη λέξη πρίνος = πουρνάρι). Κατά τον Μ. Τσαπόγα, έτσι εξηγούνται και οι στίχοι του «Χρονικού του Μορέως»: «… έμποδον μέγαν κύρασιν τα δάση της Πρινίτσας, τους τόπους εκείνους τους σκληρούς και πολλά δασωμένους. Εκεί εγλίτωσαν οι Ρωμαίοι, όσοι εδράμαν και μπήκαν».
Αυτή ήταν η ιστορία της μάχης της Πρινίτσας.
Τον επόμενο χρόνο (1264), οι Βυζαντινοί υπέστησαν νέα ήττα από τους Φράγκους στο Μακρυπλάγι. Οι Τούρκοι μισθοφόροι, δυσαρεστημένοι από την μη πληρωμή τους, εγκατέλειψαν τους Βυζαντινούς και πολέμησαν στο πλευρό των Φράγκων. Και όπως γράφει ο William Miller: «Έτσι στις όχθες του ποταμού της Ήλιδας κλείστηκε η πρώτη ανόσια συμμαχία μεταξύ του Φράγκου κυρίαρχου της Ελλάδας και των αυριανών της κατακτητών…».
Πηγές: WILLIAM MILLER, «Η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1204-1456», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, 1990
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΚΑΤΣΑΦΑΝΑΣ, ΤΟ ΠΡΙΓΚΙΠΑΤΟ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ, εκδόσεις ΙΔΙΟΜΟΡΦή, 2003
« ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ», εκδόσεις ΕΚΑΤΗ,
Μιλτιάδης Τσαπόγας, «ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΞΙΦΟΣ,Κάστρα & Ιππότες στον Μοριά», εκδόσεις δαιδάλεος, 2015,
ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ν. ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, «ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ ΤΟΠΩΝΥΜΙΚΑ-ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΑ-ΙΣΤΟΡΙΚΑ», Α’ έκδοση 1921, Β’ έκδοση 2006, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr