Στα χρόνια του Όθωνα: Όταν την Ελλάδα κυβερνούσαν οι Βαυαροί (Α' μέρος)
12.10.2018
12:15
Πώς έγινε η επιλογή του Όθωνα – Ο ερχομός του στην Ελλάδα – Η πρώτη περίοδος της Αντιβασιλείας
Πριν λίγες μέρες, ο Υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας και αρχηγός της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU), Χορστ Ζεεχόφερ, κατά την διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης στην πόλη Ίνγκολστατ, έκανε μία προκλητική και εμπρηστική δήλωση, όπως χαρακτηρίστηκε από το σύνολο σχεδόν των ελληνικών Μ.Μ.Ε. Είπε συγκεκριμένα ο Γερμανός πολιτικός: «Οι Βαυαροί κυβέρνησαν την Ελλάδα για ένα διάστημα. Ίσως θα ήταν καλύτερο να μην ήταν προσωρινό».
Ο κύριος Ζεεχόφερ, αναφέρεται προφανώς στη διακυβέρνηση της χώρας από τον Όθωνα και την Αντιβασιλεία. Η αλήθεια είναι, ότι για την περίοδο αυτή οι περισσότεροι Έλληνες δεν γνωρίζουν πολλές λεπτομέρειες. Θα προσπαθήσουμε με το σημερινό μας άρθρο, να φωτίσουμε περισσότερο τα χρόνια αυτά.
Οι πρώτοι υποψήφιοι για τον θρόνο της Ελλάδας
Η Αγγλία, είχε φανερώσει από την αρχή την αντίθεσή της στην εκλογή του Καποδίστρια για κυβερνήτη της χώρας μας. Όταν η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος, πρότεινε και οι άλλες δύο δυνάμεις δέχτηκαν, να κυβερνιέται από μονάρχη. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατό να συμφωνήσουν και οι άλλες δύο Μεγάλες Δυνάμεις (Γαλλία και Ρωσία) σε κάποιο πρόσωπο, καθώς η καθεμία ήθελε να ανέβει στον θρόνο κάποιος πρίγκιπας της εμπιστοσύνης της, συμφωνήθηκε πως το στέμμα θα προσφερόταν σε ηγεμόνα «μη εκλεγόμενον εκ των βασιλευόντων οίκων των συνυπογραψάντων την συνθήκην της 6ης Ιουλίου 1827». Δεν θα έπρεπε δηλαδή να είναι Άγγλος, Γάλλος ή Ρώσος.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εμφανιστούν πολλοί μνηστήρες. Ανάμεσά τους, ο Ευγένιος Μποαρνέ, γιος της πρώτης συζύγου του Ναπολέοντα, καθώς κι ο αδελφός του Ιερώνυμος Βοναπάρτης που υπήρξε για λίγο βασιλιάς της Βεστφαλίας και συνήθιζε να κάνει μπάνιο μέσα σε κρασί του Ρήνου κατά την περίοδο της δόξας του αδελφού του, ο Πορτογάλος Ντον Μικέλ, ο πρίγκιπας του Νεβέρ της Γαλλίας, ο Κάρολος της Βαυαρίας, θείος του Όθωνα, ο πρίγκιπας Φίλιππος της Έσης, ο πρίγκιπας Γουλιέλμος της Βάδης, ο αρχιδούκας Μαξ της Αυστρίας, ο πρίγκιπας Βερνάρδος της Βαϊμάρης και άλλοι.
Όμως οι τρεις «μεγάλοι» δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε κανέναν από αυτούς. Τελικά, όταν υπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (22 Φεβρουαρίου/3 Μάρτιου 1830), με το οποίο αποφασιζόταν «όπως η Ελλάς σχηματίσει εν Κράτος ανεξάρτητον και να χαίρει όλα τα δίκαια πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά τα προσεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν», υπέγραψαν κι ένα άλλο με το οποίο όριζαν «ηγεμόνα κυρίαρχον της Ελλάδος», τον πρίγκιπα Λεοπόλδο, μικρότερο από τα οκτώ παιδιά του Δούκα του Σαξ – Κόμπουργκ Φραγκίσκου.
Ο Λεοπόλδος δέχτηκε το στέμμα που του προσφέρθηκε, χωρίς τελικά ποτέ να βασιλεύει στη χώρα μας.
Μετά από διάφορες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις όμως, ο Λεοπόλδος παραιτήθηκε στις 9/21 Μαΐου 1830. Τον επόμενο χρόνο όμως, έγινε βασιλιάς του Βελγίου…
Η επιλογή του Όθωνα
Μετά την άρνηση του Λεοπόλδου και τη δολοφονία του Καποδίστρια, δεν υπήρχαν πολλοί πρόθυμοι για να γίνουν βασιλιάδες στην Ελλάδα. Στη χώρα επικρατούσε αναρχία και συγκρούσεις που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε εμφύλιες διαμάχες.
Ο κύριος Ζεεχόφερ, αναφέρεται προφανώς στη διακυβέρνηση της χώρας από τον Όθωνα και την Αντιβασιλεία. Η αλήθεια είναι, ότι για την περίοδο αυτή οι περισσότεροι Έλληνες δεν γνωρίζουν πολλές λεπτομέρειες. Θα προσπαθήσουμε με το σημερινό μας άρθρο, να φωτίσουμε περισσότερο τα χρόνια αυτά.
Οι πρώτοι υποψήφιοι για τον θρόνο της Ελλάδας
Η Αγγλία, είχε φανερώσει από την αρχή την αντίθεσή της στην εκλογή του Καποδίστρια για κυβερνήτη της χώρας μας. Όταν η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος, πρότεινε και οι άλλες δύο δυνάμεις δέχτηκαν, να κυβερνιέται από μονάρχη. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατό να συμφωνήσουν και οι άλλες δύο Μεγάλες Δυνάμεις (Γαλλία και Ρωσία) σε κάποιο πρόσωπο, καθώς η καθεμία ήθελε να ανέβει στον θρόνο κάποιος πρίγκιπας της εμπιστοσύνης της, συμφωνήθηκε πως το στέμμα θα προσφερόταν σε ηγεμόνα «μη εκλεγόμενον εκ των βασιλευόντων οίκων των συνυπογραψάντων την συνθήκην της 6ης Ιουλίου 1827». Δεν θα έπρεπε δηλαδή να είναι Άγγλος, Γάλλος ή Ρώσος.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εμφανιστούν πολλοί μνηστήρες. Ανάμεσά τους, ο Ευγένιος Μποαρνέ, γιος της πρώτης συζύγου του Ναπολέοντα, καθώς κι ο αδελφός του Ιερώνυμος Βοναπάρτης που υπήρξε για λίγο βασιλιάς της Βεστφαλίας και συνήθιζε να κάνει μπάνιο μέσα σε κρασί του Ρήνου κατά την περίοδο της δόξας του αδελφού του, ο Πορτογάλος Ντον Μικέλ, ο πρίγκιπας του Νεβέρ της Γαλλίας, ο Κάρολος της Βαυαρίας, θείος του Όθωνα, ο πρίγκιπας Φίλιππος της Έσης, ο πρίγκιπας Γουλιέλμος της Βάδης, ο αρχιδούκας Μαξ της Αυστρίας, ο πρίγκιπας Βερνάρδος της Βαϊμάρης και άλλοι.
Όμως οι τρεις «μεγάλοι» δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε κανέναν από αυτούς. Τελικά, όταν υπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (22 Φεβρουαρίου/3 Μάρτιου 1830), με το οποίο αποφασιζόταν «όπως η Ελλάς σχηματίσει εν Κράτος ανεξάρτητον και να χαίρει όλα τα δίκαια πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά τα προσεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν», υπέγραψαν κι ένα άλλο με το οποίο όριζαν «ηγεμόνα κυρίαρχον της Ελλάδος», τον πρίγκιπα Λεοπόλδο, μικρότερο από τα οκτώ παιδιά του Δούκα του Σαξ – Κόμπουργκ Φραγκίσκου.
Ο Λεοπόλδος δέχτηκε το στέμμα που του προσφέρθηκε, χωρίς τελικά ποτέ να βασιλεύει στη χώρα μας.
Μετά από διάφορες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις όμως, ο Λεοπόλδος παραιτήθηκε στις 9/21 Μαΐου 1830. Τον επόμενο χρόνο όμως, έγινε βασιλιάς του Βελγίου…
Η επιλογή του Όθωνα
Μετά την άρνηση του Λεοπόλδου και τη δολοφονία του Καποδίστρια, δεν υπήρχαν πολλοί πρόθυμοι για να γίνουν βασιλιάδες στην Ελλάδα. Στη χώρα επικρατούσε αναρχία και συγκρούσεις που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε εμφύλιες διαμάχες.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, στράφηκαν προς τη, διαιρεμένη σε πολλά κρατίδια εκείνη την εποχή, Γερμανία.
Βασιλιάς της Βαυαρίας από το 1825, ήταν ο φιλέλληνας Λουδοβίκος, ο οποίος ήδη από την αρχή της Επανάστασης είχε δείξει την αγάπη του για τη χώρα μας και με ποιήματα όπως το ακόλουθο:
ΕΙΣ ΒΡΟΧΗΝ
Στάζετε, στάζετ’ ευτυχείς λεπταί σταγόνες της βροχής ως τόσα δάκρυα χαράς, αν η Ελλάς τα πλήθη των πολεμίων της νικά ως δάκρυα σπαρακτικά, αν η Ελλάς ηττήθη!
(1822, μτφρ. Σ. Καρύδης)
Δευτερότοκος γιος του Λουδοβίκου ήταν ο Όθωνας, που είχε γεννηθεί το 1815. Με τη Συνθήκη της 7ης Μαΐου 1832, εκλέχτηκε (καλύτερο ορίστηκε), βασιλιάς της Ελλάδας.
Η άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα
Στις 30 Ιανουαρίου 1833 η αγγλική φρεγάτα «Μαγαδασκάρη» με την οποία ταξίδευαν ο Όθωνας και η συνοδεία του, συνοδευόμενες από τη ρωσική «Αγία Άννα» και την αγγλική «Κορνηλία», αγκυροβόλησαν στο λιμάνι του Ναυπλίου. Ημέρα για την αποβίβαση, ορίστηκε η 6η Φεβρουαρίου.
Τη συγκεκριμένη μέρα, πλήθη κόσμου από πολλά μέρη της Ελλάδας είχαν σπεύσει στο Ναύπλιο για να πάρουν μέρος στις εορταστικές εκδηλώσεις.
Βαυαρικά στρατεύματα παρατάχθηκαν στην παραλία, ενώ στο λιμάνι τα πλοία των τριών Μεγάλων Δυνάμεων χαιρετούσαν με τα κανόνια τους την άφιξη του βασιλιά.
Ο Γ.Κουντουριώτης, πρόεδρος της, χωρίς εξουσίες πλέον, Κυβερνητικής Επιτροπής, χαιρέτησε με ένα σύντομο λόγο του Όθωνα. Αμέσως μετά, ο Όθωνας έφιππος, μπήκε επικεφαλής της συνοδείας που πορεύθηκε προς την πόλη. Στην είσοδο του Ναυπλίου, οι δημογέροντες υπέβαλαν τα σέβη τους, τα κλειδιά της πόλης όμως δεν τα παρέδωσαν αυτοί στον Όθωνα, αλλά ο Γάλλος φρούραρχος του Ναυπλίου. Μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ο επίσκοπος Κορίνθου με τους κληρικούς, υποδέχθηκε με μια σύντομη προσφώνηση τον Όθωνα.
Ύστερα από τη δοξολογία, ο νέος βασιλιάς δέχθηκε τον όρκο της υποταγής από τους επίσημους Έλληνες εκπροσώπους και ακολούθως κατευθύνθηκε στα «ανάκτορα». Στο μπαλκόνι από το οποίο χαιρέτησε τα πλήθη, είχε δεξιά κι αριστερά του τον Γάλλο Συνταγματάρχη Gourbet και τον Βαυρό Συνταγματάρχη Stuffel. Στα γύρω φρούρια, κυμάτιζαν οι σημαίες των τριών «προστάτιδων». Δυνάμεων και της Βαυαρίας δίπλα στην ελληνική σημαία…
Ο λόγος του Όθωνα ήταν σύντομος: αναφορές στην αναρχία του παρελθόντος, υποσχέσεις ότι το στέμμα θα γινόταν εγγυητής της τάξης και της ασφάλειας, προτροπές για συμφιλίωση και τέλος, ήπιες και καλυμμένες απειλές για όσους θα τάραζαν την ηρεμία και την «τάξη» της χώρας.
Η Αντιβασιλεία – Πρώτη περίοδος
Τους γραπτούς κανονισμούς για τη διακυβέρνηση της χώρας, καθώς σύμφωνα με τα όσα ίσχυαν τότε ο Όθωνας ήταν ανήλικος, είχε συντάξει ο πατέρας του Λουδοβίκος από τον Ιούλιο του 1832.
Με διάταγμα της 23ης Σεπτεμβρίου/5ης Οκτωβρίου 1832, ο Λουδοβίκος όρισε τα μέλη της Αντιβασιλείας.
Αυτό ήταν: ο κόμης Άρμανσμπεργκ, που ορίστηκε και πρόεδρος της Αντιβασιλείας, ο καθηγητής Μάουρερ και ο στρατηγός Έιδεκ. Ο Καρλ φον Άμπελ, τοποθετήθηκε ως γραμματέας και αναπληρωτής στο Συμβούλιο της Αντιβασιλείας, ενώ ο Βαυαρός Κρατικός λειτουργός Ι.Β. Γκράινερ, ορίστηκε ως σύνδεσμος ανάμεσα στην Αντιβασιλεία και τα Υπουργεία.
Ο Άρμανσμπεργκ, είχε τη φήμη του φιλελεύθερου πολιτικού. Είχε εμπειρία στα οικονομικά ζητήματα, πολιτική ευστροφία και κοινωνική άνεση.
Ο, σπουδασμένος στο Παρίσι και τη Χαϊδελβέργη καθηγητής Μάουρερ, ήταν εξαιρετικός νομομαθής Σχολαστικός, φιλάργυρος και αγέρωχος, ήταν εργατικός και εύστροφος στην εκτέλεση των καθηκόντων του θα αναλάμβανε τα θέματα της Εκκλησίας της Δικαιοσύνης και της Παιδείας.
Ο Έιδεκ, είχε κάποια υπεροχή απέναντι στους άλλους δύο, καθώς είχε έρθει ξανά στην Ελλάδα και είχε πολεμήσει εναντίον των Τούρκων. Αυτό όμως ταυτόχρονα, αποτελούσε και μειονέκτημα, καθώς πριν καλά καλά επιστρέψει στην Ελλάδα, είχε ταυτιστεί με το λεγόμενο κόμμα των Ναπαίων», το φιλορωσικό δηλαδή κόμμα. Ο Έιδεκ θα αναλάμβανε τα στρατιωτικά και ναυτικά ζητήματα.
Στις 2 Μαρτίου 1833, η Αντιβασιλεία δημοσίευσε το διάταγμα «περί διαλύσεως των ατάκτων στρατευμάτων» και τη δημιουργία 10 Ταγμάτων Ακροβολιστών.
Για ποιο λόγο οι Βαυαροί προχωρήσουν σ’ αυτή την κίνηση; Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Όθωνας, ήταν ακόμα επιστρατευμένοι 5.000 άτακτοι και 700 στρατιώτες του «τακτικού», χωρίς να πληρώνονται από την κυβέρνηση. Πολλοί απ’ αυτούς προέρχονταν από περιοχές που έμειναν έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους, ενώ άλλοι είχαν εξοικειωθεί με τη στρατιωτική ζωή και θεωρούσαν αδιανόητο να γίνουν αγρότες. Όλοι περίμεναν από την Πολιτεία κάποια εργασία, την παραχώρηση γης ή την συνταξιοδότησή τους. Ο Λουδοβίκος, θεώρησε ότι οι άντρες αυτοί, άτακτοι και ανοργάνωτοι, συχνά συνδεδεμένοι με κάποιο πολιτικό κόμμα, δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν αυστηρή πειθαρχία και σταθερό έλεγχο από την κεντρική εξουσία. Αποφασίστηκε να στρατολογηθούν 3.500 άνδρες από τα γερμανικά κρατίδια. (20 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1832). Με τη συνθήκη αυτή, καθοριζόταν οι όροι με τους οποίους αυτοί θα υπηρετούσαν και θα αμείβονταν.
Ώσπου να στρατολογηθούν οι Γερμανοί, ο Λουδοβίκος παραχώρησε στην Αντιβασιλεία στρατό αποτελούμενο από Βαυαρούς.
Η νέα στρατιωτική δύναμη, θα απορροφούσε περίπου 2.000 ατάκτους και θα μπορούσαν να γίνουν κάποιες παραχωρήσεις σχετικές με την ενδυμασία, τον οπλισμό και την τακτική, αφού ήταν γνωστό πως οι άτακτοι αποδοκίμαζαν καθετί δυτικόφερτο. Στην πραγματικότητα, οι κανόνες που θεσπίστηκαν, είχαν στόχο να διαλύσουν οριστικά το νέο σώμα, παρά να το διατηρήσουν.
Αλλά και το ποιόν των Βαυαρών στρατιωτών, δεν ήταν το καλύτερο: «κατά το μεγαλύτερον μέρος του αποτελέσθη εξ αλητών… εκ του συρφετού του γερμανικού λαού», γράφει ο Βαυαρός αξιωματικός Χριστόφορος Νέζερ.
Κάτι ακόμα απαράδεκτο, ήταν ότι όπου υπηρετούσαν μαζί Βαυαροί και Έλληνες, οι Βαυαροί θα διέταζαν τους Έλληνες, όποιον βαθμό κι αν είχαν! Έτσι «ένας ανθυπολοχαγάκος δηλαδή, που τον μόνο πόλεμο που είχε κάνει ήταν οι καβγάδες στις μπιραρίες του Μονάχου, είχε το λεύτερο, να πούμε, να προστάζει κοτζάμ συνταγματάρχη ήρωα του Εικοσιένα», γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης.
Και ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον – Μπαρτόλντι, σημειώνει: «Ενώ πάντες οι διακεκριμένοι φιλέλληνες και Έλληνες παλαιοί στρατιωτικοί παραγκωνίσθησαν, έπιπτον βροχηδόν αι τιμαί και τα αξιώματα επί των αποσχόλων βαυαρικών στρατιωτικών σχολών, οίτινες και αυτοί πολλάκις ηγνόουν πώς συνέβαινε τούτο». Οι στρατοπευδεμένοι στο Άργος αγωνιστές, πήγαν στο Ναύπλιο για να εκθέσουν τις απόψεις τους στον Όθωνα, αλλά διαλύθηκαν βίαια και η Αντιβασιλεία έλαβε αυστηρά μέτρα εναντίον τους.
Τα διατάγματα για τη συγκρότηση του Στρατού ανάγκασαν πολλούς αγωνιστές του 1821 να γίνουν ληστές. Αντίθετα, η ίδρυση της Χωροφυλακής (διάταγμα 20 Μαΐου/1 Ιουνίου 1833), ήταν ορθή ενέργεια. Δημιουργήθηκαν 1.200 θέσεις και αρκετοί από τους αγωνιστές του 1821 βρήκαν έντιμη και ικανοποιητική απασχόληση. Οι στολές και ο οπλισμός των ανδρών της Χωροφυλακής ακολουθούσαν δυτικά πρότυπα, ενώ όσοι υπηρετούσαν σ’ αυτήν αμείβονταν καλύτερα από τους άνδρες του Στρατού. Στη Χωροφυλακή κατατάχθηκαν ορισμένοι από τους πιο φημισμένους αγωνιστές του ’21. Ωστόσο, δυσπιστία εξακολουθούσε να υπάρχει, καθώς η κατάταξη προχωρούσε με πολύ αργούς ρυθμούς.
Στο διοικητικό σύστημα, η Αντιβασιλεία, με διάταγμα της 3/15 Απριλίου 1833, διαίρεσε τη χώρα σε 10 Νομαρχίες οι οποίες με τη σειρά τους διαιρέθηκαν σε 47 Επαρχίες, ενώ οι Δήμοι αποτέλεσαν την πρώτη διοικητική βαθμίδα. Επικεφαλής βρίσκονταν αντίστοιχα ο Νομάρχης, ο Έπαρχος και ο Δήμαρχος, περιστοιχιζόμενοι από συμβούλια εκλεγμένα από τον λαό.
Η δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα το 1833, ήταν αποκαρδιωτική. Τα δημόσια ταμεία ήταν άδεια, μεγάλο μέρος της εθνικής γης είχε εκποιηθεί παράνομα ή είχε επίσης παράνομα καταπατηθεί, ξένα δάνεια και αποζημιώσεις προς τους Τούρκους έπρεπε να πληρωθούν, ενώ επίσης ήταν απαραίτητο να αντιμετωπισθούν οικονομικές διεκδικήσεις στο εσωτερικό.
Τον Ιούλιο του 1833, είχε πραγματοποιηθεί και επικυρωθεί κατά τα 2/3 του το δάνειο των 60 εκ. φράγκων που είχε συναφθεί με την εγγύηση των Δυνάμεων. Το ποσό αυτό μειωνόταν συνεχώς από προμήθειες, προκαταβολές τόκων, την εξόφληση άλλων δανειακών υποχρεώσεων κλπ. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα της Αντιβασιλείας, στόχευαν στη δημιουργία ενός οργάνου ελέγχου, στην προσπάθεια να επισπευσθούν προγενέστερες κρατικές διεκδικήσεις και στην αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος.
Τον Οκτώβριο του 1833 δημιουργήθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο που ήταν ανεξάρτητο στη λειτουργία του από υπουργεία, ενεργούσε ως το ανώτατο διοικητικό σώμα εποπτεία των δημόσιων οικονομικών. Πρόεδρός του ήταν ο Γάλλος A. Jean – Francois de Rygny. Για την καλύτερη λειτουργία του συστήματος ιδρύθηκαν σε διάφορες πόλεις δημόσια ταμεία.
Ένα από τα πολλά μέτρα που εφαρμόστηκαν, ήταν η απευθείας είσπραξη φόρων σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν τα ποσά ήταν μικρά, από υπαλλήλους που είχαν προσληφθεί γι’ αυτό τον λόγο.
Χαρακτηριστικά της ελληνικής παθογένειας είναι τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο της Επικράτειας, ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1835, με σκοπό να ελέγχει το Ελεγκτικό Συνέδριο αλλά και, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, να περιορίσει την ισχύ των πολιτικών κομμάτων. Το 1844, το ΣτΕ καταργήθηκε. Το 1862, επανιδρύθηκε, για να καταργηθεί ξανά το 1865!
Το Συμβούλιο της Επικράτειας με τη σημερινή του μορφή, άρχισε να λειτουργεί από τον Μάιο του 1929, με πρώτο πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν.
Το 1836, με τη νομοθετική ρύθμιση «Περί Κτηματολογίων» όποιος είχε στην κατοχή του κάποια έκταση, έπρεπε να την καταγράψει με λεπτομέρειες (είδος, θέση, όρια κλπ.), σε ένα ειδικό δημόσιο βιβλίο, το «Κτηματολόγιον».
Σήμερα, 182 χρόνια αργότερα, το (Εθνικό) Κτηματολόγιο δεν έχει ολοκληρωθεί.
Όσο αφορά την Εκκλησία, με το διάταγμα της 23 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1833, ανακηρύχθηκε η Εκκλησία της Ελλάδος ως Αυτοκέφαλη, ενώ πλέον η Εκκλησία υπαγόταν στην κρατική εξουσία.
«Η αυτονομία και ανεξαρτησία της Εκκλησίας είναι αχώριστος από της αυτονομίας και ανεξαρτησίας της επικράτειας και πάσα κατ’ εκείνης άμεσος ή έμμεσος προσβολή είναι προσβολή και ταύτης, ανέφερε χαρακτηριστικά ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, πρωτεργάτης του Αυτοκέφαλου της Ελληνικής Εκκλησίας.
Η διευθέτηση του εκκλησιαστικού θέματος, έγινε με την ενθάρρυνση του Μάουρερ. Ωστόσο, αντανακλούσε την ευρωπαϊκή νοοτροπία του Υπουργού Εκκλησιαστικών και Παιδείας Σπυρίδωνος Τρικούπη, των βοηθών του στο Υπουργείο Κωνσταντίνου Σχινά και Σκαρλάτου Βυζάντιου και, φυσικά του Θεόκλητου Φαρμακίδη.
Με διάταγμα της 7/10/1833, αποφασίστηκε η διάλυση όλων των μοναστηριών που είχαν λιγότερους από 6 μοναχούς. Με άλλο διάταγμα, της 9/3/1834, καθοριζόταν η διάλυση όλων των γυναικείων μοναστηριών εκτός από τρία που αντιστοιχούσαν σε τρεις μεγάλες γεωγραφικές περιοχές. Όσες μοναχές ήταν μικρότερες από 40 ετών, υποχρεώθηκαν εγκαταλείψουν τα μοναστήρια και να επιστρέψουν στην εγκόσμιο βίο. Με τρίτο διάταγμα (8/5/1834) απαγορεύτηκαν οι δωρεές στην Εκκλησία και όλη η μοναστηριακή περιουσία περιήλθε στο κράτος για να διατεθεί στην εκπαίδευση, τη χρηματοδότηση αρχαιολογικών σπουδών κλπ.
Από τα 523 μοναστήρια που υπήρξαν, διατηρήθηκαν τα 146. 83 γιατί είχαν περισσότερους από 6 μοναχούς και τα υπόλοιπα 63 στη Μάνη, όπου η κυβέρνηση απέφυγε να επέμβει φοβούμενη συνέχιση της εξέγερσης (στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια), που είχε ξεσπάσει γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο.
Ο νόμος για τα μοναστήρια, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στον λαό, καθώς θεωρούσε ότι γίνεται προσπάθεια να χτυπηθεί η θρησκεία του. Η πώληση εκκλησιαστικών σκευών κλπ. θεωρήθηκε ιεροσυλία, ενώ και τα έσοδα της «εκποίησης» ήταν πενιχρά.
Σύλληψη και (κατα)δίκη των Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα
Η δημοσίευση της αλληλογραφίας του Θ. Κολοκοτρώνη με τον Ρώσο Υπουργό Εξωτερικών Νέσελροντ, που έγινε μέσω του Ρώσου πρεσβευτή Κατακάζι αλλά και μια επιστολή του καθηγητή Φραντς, διερμηνέα στα γραφεία της Αντιβασιλείας προς τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας με την οποία ζητούσε την ανάκληση των Μάουερ και Έιδεκ, έγιναν αφορμή ώστε η πλειοψηφία της Αντιβασιλείας να συλλάβει και να απελάσει του Φραντς και στις 18 Σεπτεμβρίου 1833, να δώσει εντολή να συλληφθούν από τον μοίραρχο Κλεόπα και 40 χωροφύλακες, ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο γιος του Γενναίος, ο Δ. Πλαπούτας, ο Τζαβέλας και άλλοι στρατιωτικοί γνωστοί για την αφοσίωσή τους στο καποδιστριακό κόμμα. Έξι μήνες έμεινε στο Ίτς Καλέ (Ακροναυπλία), ο Γέρος του Μοριά.
Προκλήθηκε τεράστια κυβερνητική κρίση. Η Αντιβασιλεία πήρε αυστηρά και απαράδεκτα μέτρα σε βάρος του Τύπου. Στη δίκη που έγινε στο Ναύπλιο από τις 16 Απριλίου ως τις 26 Μαΐου 1834, ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας, ήταν κατηγορούμενοι για συνωμοσία εναντίον του Όθωνα.
Το δικαστήριο με πλειοψηφία 3-2 καταδίκασε και τους δύο σε θάνατο. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Πολυζωίδης και ο Γεώργιος Τερτσέτης, ένας από τα 5 μέλη του, αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση. Τελικά οδηγήθηκαν δια της βίας στις έδρες τους και η απόφαση ανακοινώθηκε. Εισαγγελέας στη δίκη ήταν ο Σκωτσέζος Έντουαρντ Μάσον, γνωστός οπαδός του «γαλλικού κόμματος». Ο Κωλέττης, που είχε αναβαθμιστεί πλέον στην κυβέρνηση, έκανε τα πάντα για να εφαρμοστεί η απόφαση. Χάρη στην επέμβαση και την επιμονή του Όθωνα, οι θανατικές καταδίκες μετατράπηκαν σε ισόβια και σε εικοσαετή φυλάκιση αργότερα.
Με την ενηλικίωση του Όθωνα, το 1835 οι δύο ήρωες του ’21 αφέθηκαν ελεύθεροι.
Η εξέγερση της Μάνης
Η καταδίκη των Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα αλλά και ο τρόπος διεξαγωγής της δίκης, κλόνισαν συθέμελα τον θεσμό της Αντιβασιλείας. Οι αντιδράσεις του λαού ήταν θυελλώδεις. Κομβικής σημασίας ήταν η εξέγερση στη Μάνη. Οι πρώτες ταραχές ξέσπασαν όταν η Αντιβασιλεία θέλησε να αφοπλιστούν οι περίφημοι πύργοι της. Έστειλε μάλιστα στη Μάνη με χρήματα και στρατό τον Βαυαρό αξιωματικό Μαξιμιλιανό Φέδερ, για να μπορέσει να επιβάλλει με δωροδοκίες και με τα όπλα, όπου αυτό ήταν αναγκαίο την τάξη και το νόμο.
Η καταδίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα όμως, οδήγησε (ή συνέβαλε) στην εξέγερση των Μανιατών. Πολλοί ιερείς και μοναχοί διατυμπάνιζαν ότι η κυβέρνηση θέλει να αφανίσει τη θρησκεία, φυλακίζοντας τους μοναχούς ενώ και οι Μανιάτες γαιοκτήμονες ξεσηκώθηκαν, λέγοντας ότι ο αφοπλισμός των πύργων ήταν το πρώτο βήμα για την επιβολή κεφαλικού φόρου, που ούτε επί τουρκοκρατίας δεν είχαν πληρώσει. Με την παρέμβαση των Μαυρομιχαλαίων και των Τζανετάκηδων, η κατάσταση εκτονώθηκε. Μετά από διαπραγματεύσεις και διαβεβαιώσεις προς τους Μανιάτες ότι θα υπήρξε σεβασμός της αυτονομίας τους, χρηματικές ενισχύσεις, ακύρωση των νόμων για τους μοναχούς και οργάνωση των Μανιατών σε δικές τους στρατιωτικές μονάδες ως αντιστάθμισμα για τον αφοπλισμό ορισμένων πύργων, η κατάσταση εκτονώθηκε.
Όμως η Αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να διαπραγματευτεί μόνο όταν τα Βαυαρικά στρατεύματα, περίπου 2.500 άνδρες, με επικεφαλής τον Christian Schmaltz που είχαν σταλεί να καταπνίξουν την εξέγερση, υπέστησαν ταπεινωτικές ήττες στη Μάνη…
Ανάκληση των Μάουρερ και Άμπελ
Οι αντιδράσεις που είχαν προκληθεί για την Αντιβασιλεία και οι παρασκηνιακές ενέργειες των Μεγάλων Δυνάμεων, οδήγησαν τον Λουδοβίκο σε ανάκληση των Μάουρερ και Άμπελ. Αντικαταστάτης του πρώτου, ορίστηκε ο Κόμπελ (Ιούνιος 1834). Έτσι, ουσιαστικός κυβερνήτης ήταν πλέον ο Άρμανσμπεργκ, καθώς ο Έιδεκ προτίμησε να μείνει στο περιθώριο.
Έτσι έκλεισε η πρώτη περίοδος της Αντιβασιλείας, η οποία χειρίστηκε τις ελληνικές υποθέσεις με παρανοήσεις και λαθεμένους υπολογισμούς και εκτιμήσεις.
Παραγνώρισε και παρεμπόδισε τη συμμετοχή των Ελλήνων στη διακυβέρνηση της ίδιας του της χώρας. Ενεργούσε συνήθως ερήμην του ελληνικού λαού. Αδυνατούσε να δεχθεί τις βαθιές ρίζες που έχουν τα πολιτικά κόμματα στον ελληνικό λαό. Παρά τις όποιες καλές προθέσεις της «αφήνει την Ελλάδα η αντιβασιλεία εις ακαταστασίαν και δυσαρέσκειαν… η Ελλάς είναι και θα παραμείνει Ελλάς», έγραφε ο Σ. Τρικούπης στον Νικόλαο Δραγούμη, μετά την ανάκληση των Μάουερ και Άμπελ. Κορυφαία λάθη της, ήταν όμως οι νόμοι για το στρατό και τα μοναστήρια. Και τα λάθη αυτά τα πλήρωσε όπως θα δούμε και στο Β’ μέρος του άρθρου που θα δημοσιευθεί σύντομα.
Πηγές: «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΓ’, Εκδοτική Αθηνών.
Δημήτρης Φωτιάδης, «ΟΘΩΝΑΣ – Η ΜΟΝΑΡΧΙΑ», εκδόσεις Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
Βασιλιάς της Βαυαρίας από το 1825, ήταν ο φιλέλληνας Λουδοβίκος, ο οποίος ήδη από την αρχή της Επανάστασης είχε δείξει την αγάπη του για τη χώρα μας και με ποιήματα όπως το ακόλουθο:
ΕΙΣ ΒΡΟΧΗΝ
Στάζετε, στάζετ’ ευτυχείς λεπταί σταγόνες της βροχής ως τόσα δάκρυα χαράς, αν η Ελλάς τα πλήθη των πολεμίων της νικά ως δάκρυα σπαρακτικά, αν η Ελλάς ηττήθη!
(1822, μτφρ. Σ. Καρύδης)
Δευτερότοκος γιος του Λουδοβίκου ήταν ο Όθωνας, που είχε γεννηθεί το 1815. Με τη Συνθήκη της 7ης Μαΐου 1832, εκλέχτηκε (καλύτερο ορίστηκε), βασιλιάς της Ελλάδας.
Η άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα
Στις 30 Ιανουαρίου 1833 η αγγλική φρεγάτα «Μαγαδασκάρη» με την οποία ταξίδευαν ο Όθωνας και η συνοδεία του, συνοδευόμενες από τη ρωσική «Αγία Άννα» και την αγγλική «Κορνηλία», αγκυροβόλησαν στο λιμάνι του Ναυπλίου. Ημέρα για την αποβίβαση, ορίστηκε η 6η Φεβρουαρίου.
Τη συγκεκριμένη μέρα, πλήθη κόσμου από πολλά μέρη της Ελλάδας είχαν σπεύσει στο Ναύπλιο για να πάρουν μέρος στις εορταστικές εκδηλώσεις.
Βαυαρικά στρατεύματα παρατάχθηκαν στην παραλία, ενώ στο λιμάνι τα πλοία των τριών Μεγάλων Δυνάμεων χαιρετούσαν με τα κανόνια τους την άφιξη του βασιλιά.
Ο Γ.Κουντουριώτης, πρόεδρος της, χωρίς εξουσίες πλέον, Κυβερνητικής Επιτροπής, χαιρέτησε με ένα σύντομο λόγο του Όθωνα. Αμέσως μετά, ο Όθωνας έφιππος, μπήκε επικεφαλής της συνοδείας που πορεύθηκε προς την πόλη. Στην είσοδο του Ναυπλίου, οι δημογέροντες υπέβαλαν τα σέβη τους, τα κλειδιά της πόλης όμως δεν τα παρέδωσαν αυτοί στον Όθωνα, αλλά ο Γάλλος φρούραρχος του Ναυπλίου. Μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ο επίσκοπος Κορίνθου με τους κληρικούς, υποδέχθηκε με μια σύντομη προσφώνηση τον Όθωνα.
Ύστερα από τη δοξολογία, ο νέος βασιλιάς δέχθηκε τον όρκο της υποταγής από τους επίσημους Έλληνες εκπροσώπους και ακολούθως κατευθύνθηκε στα «ανάκτορα». Στο μπαλκόνι από το οποίο χαιρέτησε τα πλήθη, είχε δεξιά κι αριστερά του τον Γάλλο Συνταγματάρχη Gourbet και τον Βαυρό Συνταγματάρχη Stuffel. Στα γύρω φρούρια, κυμάτιζαν οι σημαίες των τριών «προστάτιδων». Δυνάμεων και της Βαυαρίας δίπλα στην ελληνική σημαία…
Ο λόγος του Όθωνα ήταν σύντομος: αναφορές στην αναρχία του παρελθόντος, υποσχέσεις ότι το στέμμα θα γινόταν εγγυητής της τάξης και της ασφάλειας, προτροπές για συμφιλίωση και τέλος, ήπιες και καλυμμένες απειλές για όσους θα τάραζαν την ηρεμία και την «τάξη» της χώρας.
Η Αντιβασιλεία – Πρώτη περίοδος
Τους γραπτούς κανονισμούς για τη διακυβέρνηση της χώρας, καθώς σύμφωνα με τα όσα ίσχυαν τότε ο Όθωνας ήταν ανήλικος, είχε συντάξει ο πατέρας του Λουδοβίκος από τον Ιούλιο του 1832.
Με διάταγμα της 23ης Σεπτεμβρίου/5ης Οκτωβρίου 1832, ο Λουδοβίκος όρισε τα μέλη της Αντιβασιλείας.
Αυτό ήταν: ο κόμης Άρμανσμπεργκ, που ορίστηκε και πρόεδρος της Αντιβασιλείας, ο καθηγητής Μάουρερ και ο στρατηγός Έιδεκ. Ο Καρλ φον Άμπελ, τοποθετήθηκε ως γραμματέας και αναπληρωτής στο Συμβούλιο της Αντιβασιλείας, ενώ ο Βαυαρός Κρατικός λειτουργός Ι.Β. Γκράινερ, ορίστηκε ως σύνδεσμος ανάμεσα στην Αντιβασιλεία και τα Υπουργεία.
Ο Άρμανσμπεργκ, είχε τη φήμη του φιλελεύθερου πολιτικού. Είχε εμπειρία στα οικονομικά ζητήματα, πολιτική ευστροφία και κοινωνική άνεση.
Ο, σπουδασμένος στο Παρίσι και τη Χαϊδελβέργη καθηγητής Μάουρερ, ήταν εξαιρετικός νομομαθής Σχολαστικός, φιλάργυρος και αγέρωχος, ήταν εργατικός και εύστροφος στην εκτέλεση των καθηκόντων του θα αναλάμβανε τα θέματα της Εκκλησίας της Δικαιοσύνης και της Παιδείας.
Ο Έιδεκ, είχε κάποια υπεροχή απέναντι στους άλλους δύο, καθώς είχε έρθει ξανά στην Ελλάδα και είχε πολεμήσει εναντίον των Τούρκων. Αυτό όμως ταυτόχρονα, αποτελούσε και μειονέκτημα, καθώς πριν καλά καλά επιστρέψει στην Ελλάδα, είχε ταυτιστεί με το λεγόμενο κόμμα των Ναπαίων», το φιλορωσικό δηλαδή κόμμα. Ο Έιδεκ θα αναλάμβανε τα στρατιωτικά και ναυτικά ζητήματα.
Στις 2 Μαρτίου 1833, η Αντιβασιλεία δημοσίευσε το διάταγμα «περί διαλύσεως των ατάκτων στρατευμάτων» και τη δημιουργία 10 Ταγμάτων Ακροβολιστών.
Για ποιο λόγο οι Βαυαροί προχωρήσουν σ’ αυτή την κίνηση; Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Όθωνας, ήταν ακόμα επιστρατευμένοι 5.000 άτακτοι και 700 στρατιώτες του «τακτικού», χωρίς να πληρώνονται από την κυβέρνηση. Πολλοί απ’ αυτούς προέρχονταν από περιοχές που έμειναν έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους, ενώ άλλοι είχαν εξοικειωθεί με τη στρατιωτική ζωή και θεωρούσαν αδιανόητο να γίνουν αγρότες. Όλοι περίμεναν από την Πολιτεία κάποια εργασία, την παραχώρηση γης ή την συνταξιοδότησή τους. Ο Λουδοβίκος, θεώρησε ότι οι άντρες αυτοί, άτακτοι και ανοργάνωτοι, συχνά συνδεδεμένοι με κάποιο πολιτικό κόμμα, δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν αυστηρή πειθαρχία και σταθερό έλεγχο από την κεντρική εξουσία. Αποφασίστηκε να στρατολογηθούν 3.500 άνδρες από τα γερμανικά κρατίδια. (20 Οκτωβρίου/1 Νοεμβρίου 1832). Με τη συνθήκη αυτή, καθοριζόταν οι όροι με τους οποίους αυτοί θα υπηρετούσαν και θα αμείβονταν.
Ώσπου να στρατολογηθούν οι Γερμανοί, ο Λουδοβίκος παραχώρησε στην Αντιβασιλεία στρατό αποτελούμενο από Βαυαρούς.
Η νέα στρατιωτική δύναμη, θα απορροφούσε περίπου 2.000 ατάκτους και θα μπορούσαν να γίνουν κάποιες παραχωρήσεις σχετικές με την ενδυμασία, τον οπλισμό και την τακτική, αφού ήταν γνωστό πως οι άτακτοι αποδοκίμαζαν καθετί δυτικόφερτο. Στην πραγματικότητα, οι κανόνες που θεσπίστηκαν, είχαν στόχο να διαλύσουν οριστικά το νέο σώμα, παρά να το διατηρήσουν.
Αλλά και το ποιόν των Βαυαρών στρατιωτών, δεν ήταν το καλύτερο: «κατά το μεγαλύτερον μέρος του αποτελέσθη εξ αλητών… εκ του συρφετού του γερμανικού λαού», γράφει ο Βαυαρός αξιωματικός Χριστόφορος Νέζερ.
Κάτι ακόμα απαράδεκτο, ήταν ότι όπου υπηρετούσαν μαζί Βαυαροί και Έλληνες, οι Βαυαροί θα διέταζαν τους Έλληνες, όποιον βαθμό κι αν είχαν! Έτσι «ένας ανθυπολοχαγάκος δηλαδή, που τον μόνο πόλεμο που είχε κάνει ήταν οι καβγάδες στις μπιραρίες του Μονάχου, είχε το λεύτερο, να πούμε, να προστάζει κοτζάμ συνταγματάρχη ήρωα του Εικοσιένα», γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης.
Και ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον – Μπαρτόλντι, σημειώνει: «Ενώ πάντες οι διακεκριμένοι φιλέλληνες και Έλληνες παλαιοί στρατιωτικοί παραγκωνίσθησαν, έπιπτον βροχηδόν αι τιμαί και τα αξιώματα επί των αποσχόλων βαυαρικών στρατιωτικών σχολών, οίτινες και αυτοί πολλάκις ηγνόουν πώς συνέβαινε τούτο». Οι στρατοπευδεμένοι στο Άργος αγωνιστές, πήγαν στο Ναύπλιο για να εκθέσουν τις απόψεις τους στον Όθωνα, αλλά διαλύθηκαν βίαια και η Αντιβασιλεία έλαβε αυστηρά μέτρα εναντίον τους.
Τα διατάγματα για τη συγκρότηση του Στρατού ανάγκασαν πολλούς αγωνιστές του 1821 να γίνουν ληστές. Αντίθετα, η ίδρυση της Χωροφυλακής (διάταγμα 20 Μαΐου/1 Ιουνίου 1833), ήταν ορθή ενέργεια. Δημιουργήθηκαν 1.200 θέσεις και αρκετοί από τους αγωνιστές του 1821 βρήκαν έντιμη και ικανοποιητική απασχόληση. Οι στολές και ο οπλισμός των ανδρών της Χωροφυλακής ακολουθούσαν δυτικά πρότυπα, ενώ όσοι υπηρετούσαν σ’ αυτήν αμείβονταν καλύτερα από τους άνδρες του Στρατού. Στη Χωροφυλακή κατατάχθηκαν ορισμένοι από τους πιο φημισμένους αγωνιστές του ’21. Ωστόσο, δυσπιστία εξακολουθούσε να υπάρχει, καθώς η κατάταξη προχωρούσε με πολύ αργούς ρυθμούς.
Στο διοικητικό σύστημα, η Αντιβασιλεία, με διάταγμα της 3/15 Απριλίου 1833, διαίρεσε τη χώρα σε 10 Νομαρχίες οι οποίες με τη σειρά τους διαιρέθηκαν σε 47 Επαρχίες, ενώ οι Δήμοι αποτέλεσαν την πρώτη διοικητική βαθμίδα. Επικεφαλής βρίσκονταν αντίστοιχα ο Νομάρχης, ο Έπαρχος και ο Δήμαρχος, περιστοιχιζόμενοι από συμβούλια εκλεγμένα από τον λαό.
Η δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα το 1833, ήταν αποκαρδιωτική. Τα δημόσια ταμεία ήταν άδεια, μεγάλο μέρος της εθνικής γης είχε εκποιηθεί παράνομα ή είχε επίσης παράνομα καταπατηθεί, ξένα δάνεια και αποζημιώσεις προς τους Τούρκους έπρεπε να πληρωθούν, ενώ επίσης ήταν απαραίτητο να αντιμετωπισθούν οικονομικές διεκδικήσεις στο εσωτερικό.
Τον Ιούλιο του 1833, είχε πραγματοποιηθεί και επικυρωθεί κατά τα 2/3 του το δάνειο των 60 εκ. φράγκων που είχε συναφθεί με την εγγύηση των Δυνάμεων. Το ποσό αυτό μειωνόταν συνεχώς από προμήθειες, προκαταβολές τόκων, την εξόφληση άλλων δανειακών υποχρεώσεων κλπ. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα της Αντιβασιλείας, στόχευαν στη δημιουργία ενός οργάνου ελέγχου, στην προσπάθεια να επισπευσθούν προγενέστερες κρατικές διεκδικήσεις και στην αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος.
Τον Οκτώβριο του 1833 δημιουργήθηκε το Ελεγκτικό Συνέδριο που ήταν ανεξάρτητο στη λειτουργία του από υπουργεία, ενεργούσε ως το ανώτατο διοικητικό σώμα εποπτεία των δημόσιων οικονομικών. Πρόεδρός του ήταν ο Γάλλος A. Jean – Francois de Rygny. Για την καλύτερη λειτουργία του συστήματος ιδρύθηκαν σε διάφορες πόλεις δημόσια ταμεία.
Ένα από τα πολλά μέτρα που εφαρμόστηκαν, ήταν η απευθείας είσπραξη φόρων σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν τα ποσά ήταν μικρά, από υπαλλήλους που είχαν προσληφθεί γι’ αυτό τον λόγο.
Χαρακτηριστικά της ελληνικής παθογένειας είναι τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο της Επικράτειας, ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1835, με σκοπό να ελέγχει το Ελεγκτικό Συνέδριο αλλά και, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, να περιορίσει την ισχύ των πολιτικών κομμάτων. Το 1844, το ΣτΕ καταργήθηκε. Το 1862, επανιδρύθηκε, για να καταργηθεί ξανά το 1865!
Το Συμβούλιο της Επικράτειας με τη σημερινή του μορφή, άρχισε να λειτουργεί από τον Μάιο του 1929, με πρώτο πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Ρακτιβάν.
Το 1836, με τη νομοθετική ρύθμιση «Περί Κτηματολογίων» όποιος είχε στην κατοχή του κάποια έκταση, έπρεπε να την καταγράψει με λεπτομέρειες (είδος, θέση, όρια κλπ.), σε ένα ειδικό δημόσιο βιβλίο, το «Κτηματολόγιον».
Σήμερα, 182 χρόνια αργότερα, το (Εθνικό) Κτηματολόγιο δεν έχει ολοκληρωθεί.
Όσο αφορά την Εκκλησία, με το διάταγμα της 23 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1833, ανακηρύχθηκε η Εκκλησία της Ελλάδος ως Αυτοκέφαλη, ενώ πλέον η Εκκλησία υπαγόταν στην κρατική εξουσία.
«Η αυτονομία και ανεξαρτησία της Εκκλησίας είναι αχώριστος από της αυτονομίας και ανεξαρτησίας της επικράτειας και πάσα κατ’ εκείνης άμεσος ή έμμεσος προσβολή είναι προσβολή και ταύτης, ανέφερε χαρακτηριστικά ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, πρωτεργάτης του Αυτοκέφαλου της Ελληνικής Εκκλησίας.
Η διευθέτηση του εκκλησιαστικού θέματος, έγινε με την ενθάρρυνση του Μάουρερ. Ωστόσο, αντανακλούσε την ευρωπαϊκή νοοτροπία του Υπουργού Εκκλησιαστικών και Παιδείας Σπυρίδωνος Τρικούπη, των βοηθών του στο Υπουργείο Κωνσταντίνου Σχινά και Σκαρλάτου Βυζάντιου και, φυσικά του Θεόκλητου Φαρμακίδη.
Με διάταγμα της 7/10/1833, αποφασίστηκε η διάλυση όλων των μοναστηριών που είχαν λιγότερους από 6 μοναχούς. Με άλλο διάταγμα, της 9/3/1834, καθοριζόταν η διάλυση όλων των γυναικείων μοναστηριών εκτός από τρία που αντιστοιχούσαν σε τρεις μεγάλες γεωγραφικές περιοχές. Όσες μοναχές ήταν μικρότερες από 40 ετών, υποχρεώθηκαν εγκαταλείψουν τα μοναστήρια και να επιστρέψουν στην εγκόσμιο βίο. Με τρίτο διάταγμα (8/5/1834) απαγορεύτηκαν οι δωρεές στην Εκκλησία και όλη η μοναστηριακή περιουσία περιήλθε στο κράτος για να διατεθεί στην εκπαίδευση, τη χρηματοδότηση αρχαιολογικών σπουδών κλπ.
Από τα 523 μοναστήρια που υπήρξαν, διατηρήθηκαν τα 146. 83 γιατί είχαν περισσότερους από 6 μοναχούς και τα υπόλοιπα 63 στη Μάνη, όπου η κυβέρνηση απέφυγε να επέμβει φοβούμενη συνέχιση της εξέγερσης (στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια), που είχε ξεσπάσει γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο.
Ο νόμος για τα μοναστήρια, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στον λαό, καθώς θεωρούσε ότι γίνεται προσπάθεια να χτυπηθεί η θρησκεία του. Η πώληση εκκλησιαστικών σκευών κλπ. θεωρήθηκε ιεροσυλία, ενώ και τα έσοδα της «εκποίησης» ήταν πενιχρά.
Σύλληψη και (κατα)δίκη των Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα
Η δημοσίευση της αλληλογραφίας του Θ. Κολοκοτρώνη με τον Ρώσο Υπουργό Εξωτερικών Νέσελροντ, που έγινε μέσω του Ρώσου πρεσβευτή Κατακάζι αλλά και μια επιστολή του καθηγητή Φραντς, διερμηνέα στα γραφεία της Αντιβασιλείας προς τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας με την οποία ζητούσε την ανάκληση των Μάουερ και Έιδεκ, έγιναν αφορμή ώστε η πλειοψηφία της Αντιβασιλείας να συλλάβει και να απελάσει του Φραντς και στις 18 Σεπτεμβρίου 1833, να δώσει εντολή να συλληφθούν από τον μοίραρχο Κλεόπα και 40 χωροφύλακες, ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο γιος του Γενναίος, ο Δ. Πλαπούτας, ο Τζαβέλας και άλλοι στρατιωτικοί γνωστοί για την αφοσίωσή τους στο καποδιστριακό κόμμα. Έξι μήνες έμεινε στο Ίτς Καλέ (Ακροναυπλία), ο Γέρος του Μοριά.
Προκλήθηκε τεράστια κυβερνητική κρίση. Η Αντιβασιλεία πήρε αυστηρά και απαράδεκτα μέτρα σε βάρος του Τύπου. Στη δίκη που έγινε στο Ναύπλιο από τις 16 Απριλίου ως τις 26 Μαΐου 1834, ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας, ήταν κατηγορούμενοι για συνωμοσία εναντίον του Όθωνα.
Το δικαστήριο με πλειοψηφία 3-2 καταδίκασε και τους δύο σε θάνατο. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου Πολυζωίδης και ο Γεώργιος Τερτσέτης, ένας από τα 5 μέλη του, αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση. Τελικά οδηγήθηκαν δια της βίας στις έδρες τους και η απόφαση ανακοινώθηκε. Εισαγγελέας στη δίκη ήταν ο Σκωτσέζος Έντουαρντ Μάσον, γνωστός οπαδός του «γαλλικού κόμματος». Ο Κωλέττης, που είχε αναβαθμιστεί πλέον στην κυβέρνηση, έκανε τα πάντα για να εφαρμοστεί η απόφαση. Χάρη στην επέμβαση και την επιμονή του Όθωνα, οι θανατικές καταδίκες μετατράπηκαν σε ισόβια και σε εικοσαετή φυλάκιση αργότερα.
Με την ενηλικίωση του Όθωνα, το 1835 οι δύο ήρωες του ’21 αφέθηκαν ελεύθεροι.
Η εξέγερση της Μάνης
Η καταδίκη των Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα αλλά και ο τρόπος διεξαγωγής της δίκης, κλόνισαν συθέμελα τον θεσμό της Αντιβασιλείας. Οι αντιδράσεις του λαού ήταν θυελλώδεις. Κομβικής σημασίας ήταν η εξέγερση στη Μάνη. Οι πρώτες ταραχές ξέσπασαν όταν η Αντιβασιλεία θέλησε να αφοπλιστούν οι περίφημοι πύργοι της. Έστειλε μάλιστα στη Μάνη με χρήματα και στρατό τον Βαυαρό αξιωματικό Μαξιμιλιανό Φέδερ, για να μπορέσει να επιβάλλει με δωροδοκίες και με τα όπλα, όπου αυτό ήταν αναγκαίο την τάξη και το νόμο.
Η καταδίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα όμως, οδήγησε (ή συνέβαλε) στην εξέγερση των Μανιατών. Πολλοί ιερείς και μοναχοί διατυμπάνιζαν ότι η κυβέρνηση θέλει να αφανίσει τη θρησκεία, φυλακίζοντας τους μοναχούς ενώ και οι Μανιάτες γαιοκτήμονες ξεσηκώθηκαν, λέγοντας ότι ο αφοπλισμός των πύργων ήταν το πρώτο βήμα για την επιβολή κεφαλικού φόρου, που ούτε επί τουρκοκρατίας δεν είχαν πληρώσει. Με την παρέμβαση των Μαυρομιχαλαίων και των Τζανετάκηδων, η κατάσταση εκτονώθηκε. Μετά από διαπραγματεύσεις και διαβεβαιώσεις προς τους Μανιάτες ότι θα υπήρξε σεβασμός της αυτονομίας τους, χρηματικές ενισχύσεις, ακύρωση των νόμων για τους μοναχούς και οργάνωση των Μανιατών σε δικές τους στρατιωτικές μονάδες ως αντιστάθμισμα για τον αφοπλισμό ορισμένων πύργων, η κατάσταση εκτονώθηκε.
Όμως η Αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να διαπραγματευτεί μόνο όταν τα Βαυαρικά στρατεύματα, περίπου 2.500 άνδρες, με επικεφαλής τον Christian Schmaltz που είχαν σταλεί να καταπνίξουν την εξέγερση, υπέστησαν ταπεινωτικές ήττες στη Μάνη…
Ανάκληση των Μάουρερ και Άμπελ
Οι αντιδράσεις που είχαν προκληθεί για την Αντιβασιλεία και οι παρασκηνιακές ενέργειες των Μεγάλων Δυνάμεων, οδήγησαν τον Λουδοβίκο σε ανάκληση των Μάουρερ και Άμπελ. Αντικαταστάτης του πρώτου, ορίστηκε ο Κόμπελ (Ιούνιος 1834). Έτσι, ουσιαστικός κυβερνήτης ήταν πλέον ο Άρμανσμπεργκ, καθώς ο Έιδεκ προτίμησε να μείνει στο περιθώριο.
Έτσι έκλεισε η πρώτη περίοδος της Αντιβασιλείας, η οποία χειρίστηκε τις ελληνικές υποθέσεις με παρανοήσεις και λαθεμένους υπολογισμούς και εκτιμήσεις.
Παραγνώρισε και παρεμπόδισε τη συμμετοχή των Ελλήνων στη διακυβέρνηση της ίδιας του της χώρας. Ενεργούσε συνήθως ερήμην του ελληνικού λαού. Αδυνατούσε να δεχθεί τις βαθιές ρίζες που έχουν τα πολιτικά κόμματα στον ελληνικό λαό. Παρά τις όποιες καλές προθέσεις της «αφήνει την Ελλάδα η αντιβασιλεία εις ακαταστασίαν και δυσαρέσκειαν… η Ελλάς είναι και θα παραμείνει Ελλάς», έγραφε ο Σ. Τρικούπης στον Νικόλαο Δραγούμη, μετά την ανάκληση των Μάουερ και Άμπελ. Κορυφαία λάθη της, ήταν όμως οι νόμοι για το στρατό και τα μοναστήρια. Και τα λάθη αυτά τα πλήρωσε όπως θα δούμε και στο Β’ μέρος του άρθρου που θα δημοσιευθεί σύντομα.
Πηγές: «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΓ’, Εκδοτική Αθηνών.
Δημήτρης Φωτιάδης, «ΟΘΩΝΑΣ – Η ΜΟΝΑΡΧΙΑ», εκδόσεις Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr