Βαμπίρ και βρικόλακες: Τι γράφουν οι ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα
03.11.2018
14:44
Τι είναι οι βρικόλακες- Ιστορίες με βρικόλακες που αναφέρουν ξένοι περιηγητές (16ος- 17ος αι.)- Τι γράφει για τους βρικόλακες ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης;
Μια ομολογουμένως εντυπωσιακή είδηση που διαβάσαμε στο protothema.gr στις 15 Οκτωβρίου 2018 μας έδωσε το έναυσμα για τη συγγραφή του σημερινού μας άρθρου. Συγκεκριμένα σε θαμμένο χωριό στην Ιταλία ,βρέθηκαν τα οστά ενός δεκάχρονου παιδιού, στο στόμα του οποίου είχε τοποθετηθεί μια πέτρα προκειμένου να μην εξαπλωθεί ,σύμφωνα με όσα πίστευαν οι άνθρωποι της εποχής (5ος αιώνας) η ελονοσία, από την οποία έπασχε το παιδί.
Περισσότερα από 50 θαμμένα βρέφη έχουν βρεθεί στο παράξενο αυτό νεκροταφείο. Χρονολογούνται από μια εποχή που οι άνθρωποι πίστευαν ότι με ανάλογες πρακτικές εμποδίζουν τους μολυσμένους ανθρώπους να επισκεφθούν τον κόσμο των ζωντανών. Ο δεκάχρονος... βρικόλακας λοιπόν μας έδωσε την αφορμή να ασχοληθούμε με τους βρικόλακες στην Ελλάδα. Οι βασικές πηγές για το θέμα αυτό είναι τα λεγόμενα Itineraria (οδοιπορικά) των περιηγητών του προηγούμενου αιώνα και οι ''Παραδόσεις'' του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαου Πολίτη.
Η λαϊκή πίστη για τους βρικόλακες
Πριν ασχοληθούμε εκτενέστερα με τους βρικόλακες ας δούμε λίγα στοιχεία για την ετυμολογία της λέξης. Σύμφωνα με το «Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών», βρικόλακας(σύμφωνα με τη Λαογραφία), είναι ο νεκρός που σηκώνεται τα βράδια από τον τάφο του και πίνει το αίμα των ζωντανών ή γενικότερα τους βλάπτει.Η λέξη βρικόλακας (η ΟΡΘΗ ΓΡΑΦΗ είναι βρι-, η γραφή βρυκόλακας δεν έχει ετυμολογική βάση) (και βουρκόλακας και βουλκόλακας) είναι μεσαιωνική. Προέρχεται από το βουλγαρικό valkolak/ virkolak, που ανάγεται σε παλαιό σλαβικό vulku = λύκος. (ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ)
Στο μνημειώδες ''Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100- 1669'' του Εμμανουήλ Κριαρά η λέξη ανάγεται στο παλαιότερο σλαβικό vlakodlaka. Διαβάζουμε επίσης ότι:
Η λέξη ως ''βρικόλακας'' υπάρχει στο Λεξικό του A. da Somavera ''Tesoro della lingua italiana e greca- volgare cioe richissimo dizzionario italiano e greco- volgare'' (Παρίσι 1709), ενώ σε πλάγια πτώση ,''βρικόλακα'' υπάρχει στο Λεξικό του Ch. Du Cange, ''Glossarium ad scriptores mediae et infimae graecitatis duos in tomos digestum'', Λούγδουνο 1688 (σημ. Λούγδουνο ονομαζόταν παλαιότερα η Λιόν της Γαλλίας).
Σε ελληνικό κείμενο, η λέξη στον τύπο βουλκόλαξ (-κας) εμφανίζεται τον 16ο αιώνα στο έργο του Μάρκου Μοναχού Σερρών, ''Ζήτησις περί βουλκολάκων'' που έφερε στην επιφάνεια ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Λάμπρος το 1904. <<λέγουσιν... οι βουλκόλακοι ότι: ''Ημείς θέλομεν φαγείν σε''>> και ''βουλκόλαξ δήλον βούλκος λάκκου ήγουν σήψις''.
Οι βρικόλακες σύμφωνα με τον Μ. Γ. Μερακλή είναι πειρακτικοί- βλαπτικοί νεκροί που επισκέπτονται τον κόσμο των ζωντανών για να ενοχλούν τους τελευταίους, κάποτε μάλιστα με ολέθριο τρόπο. Βρικόλακες γίνονταν σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη ,κυρίως όσοι είχαν κάνει πολλές αμαρτίες στη ζωή τους. Η εμφάνισή τους είναι αποκρουστική: παρουσιάζονται παραμορφωμένοι, αιμόφυρτοι, μισολιωμένοι, με σκισμένα ρούχα. Είναι πολύ πιθανό η απαίσια θέα των άλιωτων νεκρών, που οφείλεται συχνά στην ιδιάζουσα σύσταση του εδάφους, να οδήγησε τους ανθρώπους στη δημιουργία των δοξασιών για τους βρικόλακες. Οι απλοϊκοί και φοβισμένοι άνθρωποι πίστευαν ότι για τη μεταθανάτια κατάσταση των νεκρών υπεύθυνες ήταν οι αμαρτίες που είχαν κάνει όταν ζούσαν.
Οι Ευρωπαίοι περιηγητές για τους βρικόλακες
Το 1642 οι Καθολικοί κατόρθωσαν να εγκατασταθούν στη Σαντορίνη. Παρά την αντίδραση των Ελλήνων ,δωροδοκώντας τους Τούρκους κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν άδεια για χτίσουν την πρώτη εκκλησία τους.
Περισσότερα από 50 θαμμένα βρέφη έχουν βρεθεί στο παράξενο αυτό νεκροταφείο. Χρονολογούνται από μια εποχή που οι άνθρωποι πίστευαν ότι με ανάλογες πρακτικές εμποδίζουν τους μολυσμένους ανθρώπους να επισκεφθούν τον κόσμο των ζωντανών. Ο δεκάχρονος... βρικόλακας λοιπόν μας έδωσε την αφορμή να ασχοληθούμε με τους βρικόλακες στην Ελλάδα. Οι βασικές πηγές για το θέμα αυτό είναι τα λεγόμενα Itineraria (οδοιπορικά) των περιηγητών του προηγούμενου αιώνα και οι ''Παραδόσεις'' του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαου Πολίτη.
Η λαϊκή πίστη για τους βρικόλακες
Πριν ασχοληθούμε εκτενέστερα με τους βρικόλακες ας δούμε λίγα στοιχεία για την ετυμολογία της λέξης. Σύμφωνα με το «Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας της Ακαδημίας Αθηνών», βρικόλακας(σύμφωνα με τη Λαογραφία), είναι ο νεκρός που σηκώνεται τα βράδια από τον τάφο του και πίνει το αίμα των ζωντανών ή γενικότερα τους βλάπτει.Η λέξη βρικόλακας (η ΟΡΘΗ ΓΡΑΦΗ είναι βρι-, η γραφή βρυκόλακας δεν έχει ετυμολογική βάση) (και βουρκόλακας και βουλκόλακας) είναι μεσαιωνική. Προέρχεται από το βουλγαρικό valkolak/ virkolak, που ανάγεται σε παλαιό σλαβικό vulku = λύκος. (ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ)
Στο μνημειώδες ''Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100- 1669'' του Εμμανουήλ Κριαρά η λέξη ανάγεται στο παλαιότερο σλαβικό vlakodlaka. Διαβάζουμε επίσης ότι:
Η λέξη ως ''βρικόλακας'' υπάρχει στο Λεξικό του A. da Somavera ''Tesoro della lingua italiana e greca- volgare cioe richissimo dizzionario italiano e greco- volgare'' (Παρίσι 1709), ενώ σε πλάγια πτώση ,''βρικόλακα'' υπάρχει στο Λεξικό του Ch. Du Cange, ''Glossarium ad scriptores mediae et infimae graecitatis duos in tomos digestum'', Λούγδουνο 1688 (σημ. Λούγδουνο ονομαζόταν παλαιότερα η Λιόν της Γαλλίας).
Σε ελληνικό κείμενο, η λέξη στον τύπο βουλκόλαξ (-κας) εμφανίζεται τον 16ο αιώνα στο έργο του Μάρκου Μοναχού Σερρών, ''Ζήτησις περί βουλκολάκων'' που έφερε στην επιφάνεια ο ιστορικός και πολιτικός Σπυρίδων Λάμπρος το 1904. <<λέγουσιν... οι βουλκόλακοι ότι: ''Ημείς θέλομεν φαγείν σε''>> και ''βουλκόλαξ δήλον βούλκος λάκκου ήγουν σήψις''.
Οι βρικόλακες σύμφωνα με τον Μ. Γ. Μερακλή είναι πειρακτικοί- βλαπτικοί νεκροί που επισκέπτονται τον κόσμο των ζωντανών για να ενοχλούν τους τελευταίους, κάποτε μάλιστα με ολέθριο τρόπο. Βρικόλακες γίνονταν σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη ,κυρίως όσοι είχαν κάνει πολλές αμαρτίες στη ζωή τους. Η εμφάνισή τους είναι αποκρουστική: παρουσιάζονται παραμορφωμένοι, αιμόφυρτοι, μισολιωμένοι, με σκισμένα ρούχα. Είναι πολύ πιθανό η απαίσια θέα των άλιωτων νεκρών, που οφείλεται συχνά στην ιδιάζουσα σύσταση του εδάφους, να οδήγησε τους ανθρώπους στη δημιουργία των δοξασιών για τους βρικόλακες. Οι απλοϊκοί και φοβισμένοι άνθρωποι πίστευαν ότι για τη μεταθανάτια κατάσταση των νεκρών υπεύθυνες ήταν οι αμαρτίες που είχαν κάνει όταν ζούσαν.
Οι Ευρωπαίοι περιηγητές για τους βρικόλακες
Το 1642 οι Καθολικοί κατόρθωσαν να εγκατασταθούν στη Σαντορίνη. Παρά την αντίδραση των Ελλήνων ,δωροδοκώντας τους Τούρκους κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν άδεια για χτίσουν την πρώτη εκκλησία τους.
Ο Γάλλος ιερωμένος Francois Richard ήταν από τους πρωτοπόρους της εκστρατείας προσηλυτισμού στο Αιγαίο. Έζησε πολλά χρόνια στη Σαντορίνη και ταξίδεψε και σε άλλα νησιά του Αιγαίου γύρω στο 1650. Το χρονικό του που κυκλοφόρησε στο Παρίσι γύρω στο 1657, μας δίνει σημαντικές πληροφορίες για τα νησιά. Η Σαντορίνη εκείνη την εποχή είχε 7.000 κατοίκους, 700 από τους οποίους ήταν Καθολικοί και 300 εκκλησίες.
Ολόκληρο κεφάλαιο του χρονικού του Richard αναφέρεται στις δοξασίες περί βρικολάκων. Ο τίτλος του είναι:'' Οι Ψευδοαναστημένοι που οι Έλληνες ονομάζουν βρικόλακες''. Περιγράφει τρομακτικά περιστατικά και δεν αμφισβητεί την ύπαρξη των βρικολάκων. Γράφει χαρακτηριστικά:
''Κάθε τόσο οι Έλληνες παπάδες αφού προηγουμένως πάρουν άδεια του μητροπολίτη πηγαίνουν στο νεκροταφείο, διαβάζουν μερικές ευχές και ύστερα ξεθάβουν το νεκρό που υποπτεύονται πως έχει βρικολακιάσει. Κι αν βρουν το πτώμα ολόκληρο, φρέσκο και ματωμένο είναι πια βέβαιοι πως ο νεκρός έγινε όργανο του σατανά. Αρχίζουν τότε τους εξορκισμούς και δεν σταματούν αν δεν δουν σημάδια που να φανερώνουν πως έφυγε το δαιμόνιο: όταν δηλαδή αρχίσει η αποσύνθεση του πτώματος''.
Αφού αναφέρει την περίπτωση μιας μικρής κοπέλας της Καλλίστης που είχε βρικολακιάσει πριν λίγα χρόνια συνεχίζει:
''Ωστόσο μερικές φορές οι εξορκισμοί των Ελλήνων ιερέων δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, είτε γιατί οι ίδιοι οι ιερείς δεν έχουν μεγάλη πίστη, είτε γιατί το δαιμόνιο αντιστέκεται και δεν εννοεί να εγκαταλείψει τη λεία του. Τότε ξεριζώνουν την καρδιά του πεθαμένου, τη λιανίζουν με το τσεκούρι και ύστερα καίνε ολόκληρο τον νεκρό, ακριβώς όπως γίνεται στη Γαλλία με τους μάγους και τις μάγισσες ύστερα από απόφαση της Δικαιοσύνης''.
Τελευταία που πήγα στην Αστυπάλαια ,έκαψαν πέντε πτώματα. Τα τρία ήταν ανδρών παντρεμένων, το τέταρτο ενός Έλληνα παπά και το πέμπτο ενός κοριτσιού. Το ίδιο έγινε και στη Νίο (σημ. την Ίο). Πριν δύο χρόνια για την ίδια αιτία έκαψαν άλλα δύο πτώματα στη Σίφνο. Και δεν περνάει χρόνος που να μη γίνει λόγος γι' αυτούς τους ψευδοαναστημένους''.
Ο Richard συνεχίζει με την ιστορία ενός παπουτσή από τον Πύργο της Σαντορίνης που βρικολάκιασε μέχρι που τον ξέθαψαν και τον έκαψαν.
Στη συνέχεια γράφει:
''Έμαθα από ένα αξιόπιστο πρόσωπο πως στην Αμοργό αυτοί οι βρικόλακες έχουν τόσο αποχαλινωθεί ,που δεν τρέχουν μονάχα εδώ κι εκεί τις νύχτες αλλά παρουσιάζονται και μέρα μεσημέρι πολλές φορές πέντε μαζί στα χωράφια και μαζεύουν φάβα. Ήθελα να έλθουν εδώ μερικοί από τους δικούς μας τους άθεους της Γαλλίας, όχι για ν' ακούσουν αλλά για να δουν με τα μάτια τους στο φως της ημέρας και να βεβαιωθούν πόσο άδικο έχουν που πιστεύουν ότι σαν πεθαίνει ο άνθρωπος όλα πεθαίνουν μαζί του''.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα κείμενο που έχει συμπεριλάβει στο Χρονικό του ο Richard και είναι σχετικό με τα χαρακτηριστικά των βρικολάκων και τις αιτίες που προκαλούν το βρικολάκιασμα. Το αντέγραψε από παλιό χειρόγραφο που βρήκε στο ναό της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης.
''Όποιος έχει κατάραν κρατούσιν μόνος τα έμπροσθεν του σώματός του. Εκείνος που έχει ανάθεμα φαίνεται κίτρινος και ζαρωμένα τα δάχτυλά του.
Εκείνος οπού φαίνεται άσπρος είναι αφορισμένος παρά των θείων Νόμων.
Εκείνος οπού φαίνεται φαίνεται μαύρος είναι αφορισμένος υπό αρχιερέως''.
Μπορεί βέβαια κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Richard ήταν φαντασιόπληκτος, μυθομανής κλπ. Η αλήθεια των όσων αναφέρει στο Χρονικό του όμως επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές.
Χαρακτηριστικά περιγράφει μια σειρά από σεισμικές δονήσεις που συγκλόνισαν την Σαντορίνη το 1649- 1650. Ο μεγαλύτερος από αυτούς τους σεισμούς έγινε στις 7 Οκτωβρίου 1650 και είχε μέγεθος 6,8 Ρίχτερ. Για τους σεισμούς του 1650 στη Σαντορίνη γράφει αναλυτικά ο μεγάλος σεισμολόγος Β. Παπαζάχος στο βιβλίο ''ΟΙ ΣΕΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ'' (ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ- ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΖΑΧΟΥ) εκδόσεις ΖΗΤΗ, 1999 παραθέτοντας έξι πηγές απ' όπου άντλησε στοιχεία ,χωρίς καμία αναφορά στον Richard, κάτι που αποδεικνύει ότι ο Γάλλος ιερωμένος έγραφε αλήθειες.
Για τους βρικόλακες στη Σαντορίνη αναφέρεται και ο Sauger στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1699. Γράφει χαρακτηριστικά:
''Το λιμάνι της Σαντορίνης είναι άπατο ακόμα κι ένα βήμα από την ακτή. Άβυσσος που είναι αδύνατο να τη βυθομετρήσει κανείς. Σ' αυτό το νησί συμβαίνει κάτι ασύλληπτο για μένα. Μερικοί από τους πεθαμένους ξαναγυρίζουν στα σπίτια τους λίγες μέρες ύστερα από την ταφή τους. Και κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό που τους ξαναζωντανεύει. Οι Σαντορινιοί τους λένε βουκόλακες''.
Για τους βρικόλακες γράφει και ο Γάλλος περιηγητής Thevenot που ταξίδεψε στο Αιγαίο γύρω στο 1655. Στη Χίο διάβασε ένα υπόμνημα με πληροφορίες για τα χωριά του νησιού και τις δεισιδαιμονίες των κατοίκων. ''Οι κάτοικοι αυτού του τόπου (του Κάστρου της Αγίας Ελένης) πιστεύουν ότι το πτώμα που δεν θα λιώσει σε σαράντα μέρες γίνεται βρικόλακας''.
Ο συγγραφέας του υπομνήματος γράφει ότι περνώντας από εκεί τον Απρίλιο του 1637 βρήκε έναν ιερέα να διαβάζει ευχή πάνω σ' ένα πτώμα που ενώ ήταν θαμμένο πενήντα μέρες δεν έδειχνε κανένα σημάδι αποσύνθεσης. Μόνο ένα σκουλήκι έβγαινε από το μάτι του νεκρού. Είναι η πανουργία του σατανά είπε ο ιερέας για να μας ξεγελάσει ότι το σώμα έχει σαπίσει. Και όπως εξήγησε ,ο βρικόλακας γύριζε τις νύχτες στο χωριό, χτυπούσε τις πόρτες και καλούσε τους ανθρώπους με το όνομά τους. Όποιος απαντούσε πέθαινε σε 2- 3 μέρες.
Μια ανατριχιαστική ιστορία βρικολάκων αφηγείται ο Γάλλος περιηγητής Pitton de Tournefort, στην οποία ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Το περιστατικό διαδραματίστηκε στη Μύκονο το χειμώνα του 1700. Ένας δύστροπος Μυκονιάτης χωρικός σκοτώθηκε άγνωστο πως. Μετά από δύο μέρες τον είδαν να περπατάει τη νύχτα, να μπαίνει σε σπίτια και να προξενεί μεγάλες ζημιές. Η δράση του βρικόλακα παρά τις όποιες προσπάθειες έγιναν ήταν ανεξέλεγκτη και είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στο νησί.
''Όλο το νησί είχε υποστεί ομαδική παράκρουση. Ακόμα και οι έξυπνοι και οι μορφωμένοι είχαν παρασυρθεί. Ήταν μια αρρώστια του εγκεφάλου επικίνδυνη όπως η μανία ή η λύσσα. Οικογένειες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και έστηναν τα κρεβάτια τους καταμεσίς στην πλατεία για να περάσουν τη νύχτα τους. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην είχε διαπιστώσει την παρουσία του βρικόλακα. Όλη τη νύχτα άκουγες θρήνους. Πολλοί βγήκαν οικογενειακώς στα χωράφια''. Τελικά παρά τις διάφορες προσπάθειες να τον εξοντώσουν ,ο βρικόλακας παρέμενε αλώβητος. Τελικά μια μέρα ξέθαψαν το κουφάρι του και άναψαν δυνατή φωτιά με πίσσα και το αποτέφρωσαν.
''Ο διάβολος είχε παγιδευθεί κι εξοντώθηκε. Ήταν καιρός. Γιατί οι περισσότερες οικογένειες ετοιμάζονταν να μεταναστεύσουν στην Τήνο ή στη Σύρο''.
Όπως αναφέρει ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο σπουδαίο έργο του ''ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ'', τ. Α2 1500- 1700 απ' όπου αντλήσαμε και τις περιγραφές των περιηγητών:'' Οι λαϊκές δεισιδαιμονίες για τα βρικολακιάσματα εταλάνισαν τον τόπο μας κατά τους σκοτεινούς αιώνες της εθνικής δουλείας. Περιστατικά ομαδικών ψυχώσεων αναφέρονται κατά τη διάρκεια του Εικοσιένα, κατά την περίοδο που ακολούθησε την εθνική αποκατάσταση, ακόμα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας (ενν. του εικοστού). Οι δεισιδαιμονίες έπαιρναν διαστάσεις λαϊκού πανικού και αλλοφροσύνης, όπως ύστερα από τις επιδημίες που προκαλούσαν θανατικό''.
Και αναφέρει περιστατικά στη Νάξο (1823), στο Σοφικό Κορινθίας (1846), στη Φθιώτιδα (1850), το οποίο μάλιστα εξιστορεί ο πρώτος βιογράφος του Καραϊσκάκη Δημήτριος Αινιάν και στην Άνδρο (1893).
Ο Νικόλαος Πολίτης για τους βρικόλακες
Ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στους βρικόλακες (το 37ο). Σαρανταπέντε από τις παραδόσεις του (από την 933 έως και την 977) αναφέρονται σ' αυτούς. Είναι αδύνατο να μεταφέρουμε εδώ όλα όσα γράφει. Σημειώνουμε τα μέρη της Ελλάδας απ' όπου προέρχονται αυτές οι παραδόσεις: Μύκονος, Αμοργός, Κύπρος, Χανιά, Ζάκυνθος, Αιτωλία, Σάμος, Μαντούδι, Σοποτό Καλαβρύτων, Ανώπολη Σφακίων, Θήρα, Γραλίστα Καρδίτσας, Μήλος, Αράχοβα, Μάνη, Λίμπερδο Γυθείου, Πλατανιστός Κορινθίας, Θεσπρωτία, Γιαννίτσα Καλαμάτας και Σύμη.
Ιδιαίτερα στην Κρήτη οι βρικόλακες λέγονται και καταχανάδες. Θα αναφέρουμε μία παράδοση για βρικόλακα που προέρχεται από τον Καρέα της Αθήνας! Γράφει ο Ν. Πολίτης:
(937) Ο ΒΟΥΡΔΟΥΛΑΚΑΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΑ
''Στο βαθύ ρέμα του Καρέα έβγαινε ένας βουρδούλακας και φουσούραγε(φυσομανούσε) και μαζευόντουσαν τα πρόβατα κουβάρι. Κανείς δεν μπόρηγε να τον ιδεί και μόνο τα πρόβατα βρίσκανε στριμωγμένα σε μια αγκωνή (απόμερη θέση ,γωνιά) κουβάρι και ακούγανε και το φουσουρητό.
Ύστερα από κάμποσον καιρό ο Γιώργης ο Τζανέτος που ήταν αλαφροΐσκιωτος μπόρεσε να ιδεί το βουρδούλακα. Ήταν ένα πράμα σαν τουλούμι, που στεκότανε ορθό και φουσούραγε. Δε χάνει καιρό μόνε αρπάζει με το ζερβί του χέρι ένα κοτρόνι και του το πέταξε καταπάνω του. Και από τότες δεν ξαναφάνηκε ο βουρδούλακας''.
Στην πρώτη από τις παραδόσεις για τους βρικόλακες (933), γράφει ο Ν. Πολίτης :
ΟI ΒΟΥΡΒΟΥΛΑΚΟΙ (παράδοση από Μύκονο)
«Όσοι έκαμαν πολλές αμαρτίες στη ζωή τους, σαν πεθάνουν δεν αναπαύονται, αλλά βγαίνουν από τον τάφο και γυρίζουν στα μέρη που σύχναζαν όταν ήσαν ζωντανοί. Ένα τον είδαν να πηγαίνει καβάλα στο χωράφι του, άλλον τακτικά κάθε νύχτα τον έβρισκαν στο κρεβάτι του να κοιμάται ένας άλλος απάντησε στο δρόμο ένα φίλο του και τον χαιρέτησε. Πολλοί για να μην πάθουν από τους βουρβουλάκους, χαράζουν τη νύχτα, προτού να κοιμηθούν , στην πόρτα μία πεντάλφα, για να μην μπορούν να μπουν μέσα. Καμιά φορά οι συγγενείς εκείνου που βουρβουλάκιασε αναγκάζονται να τον ξεχώνουν, και να τους πηγαίνουν να τους ξαναθάβουν στο νησάκι του Μπάου που είν ‘ αντίκρυ στη Μύκονο. Γιατί από κει δεν μπορεί να περάσει τη θάλασσα και να’ ρθει. Έναν τον πήγαν και τον ξανάθαψαν στη Σαντορίνη και από τότες πλιο ησυχάσανε.»
Το νησάκι του Μπάου (Άγιος Γεώργιος) κοντά στη Μύκονο, χρησιμοποιήθηκε ως τόπος (επανα)ταφής βρικολάκων. Το ίδιο γινόταν και σε πολλά άλλα μικρά νησιά του Αιγαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι τα Βρικολακονήσια, κοντά στη Σκύρο.
Οι Κυκλάδες κατέχουν… τα πρωτεία στις αναφορές για βρικόλακες. Όπως γράφει ο Κυριάκος Σιμόπουλος. «Υπάρχει άραγε μια πανάρχαιη παράδοση στις δεισιδαιμονίες που κυριαρχούσαν στις Κυκλάδες κατά τον Μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους; Οι αρχαιολόγοι που μελέτησαν τα ευρήματα στα νεκροταφεία του Πρωτοκυκλαδικού λεγόμενου πολιτισμού, στη Σύρο, στη Νάξο, στην Αμοργό (3.000 π.Χ. περίπου) παρατήρησαν με έκπληξη ότι οι νεκροί θάβονταν σε στενόχωρους τετραγωνικούς τάφους, διπλωμένοι στα δύο έτσι που τα γόνατα να φθάνουν στο πρόσωπο. Μπορεί και να δένονταν πριν ακόμα ξεψυχήσουν. Και οι τάφοι καλύπτονταν από όλες τις πλευρές με βαριές πλάκες, κλείνονταν οι νεκροί ασφυκτικά στο κιβούρι τους για να μη μπορέσουν ίσως να ξαναγυρίσουν στον επάνω κόσμο και βασανίσουν τους ζωντανούς. Για να μη βρικολακιάσουν ίσως.»
Βρικόλακες φαίνεται ότι υπάρχουν στις παραδόσεις, κυρίως, των βαλκανικών λαών. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι γνωστοί ως vampires. Στο έγκυρο γερμανικό λεξικό Duden, στο λήμμα vampire, υπάρχει η εξής ερμηνεία:
«Βρικόλακας. Προέρχεται από τη μυθολογία σλαβικών λαών με πλησιέστερη μορφή το σερβο-κροατικό vampir «φάντασμα»
(Ευχαριστώ θερμά τον κορυφαίο Έλληνα γλωσσολόγο κύριο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη για τη μετάφραση του λήμματος).
Σε κάποιες περιοχές της χώρας μας, ο φόβος των βρικολάκων εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ζωηρός. Πάντως, όπως γράφει ο Μ.Γ. Μερακλής, ο σύγχρονος αστός, αν δεν ξεπέρασε τον φόβο αυτό, τον μετέβαλε σε ένα είδος αισθητικής συγκίνησης που προσφέρεται μέσα από κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες φρίκης, όπως χαρακτηρίζονται γενικά.
Πηγές: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, «ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, 1500-1700», Εκδόσεις Πιρόγα.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΠΟΛΙΤΗΣ, «ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ», Εκδόσεις «Γράμματα».
Ολόκληρο κεφάλαιο του χρονικού του Richard αναφέρεται στις δοξασίες περί βρικολάκων. Ο τίτλος του είναι:'' Οι Ψευδοαναστημένοι που οι Έλληνες ονομάζουν βρικόλακες''. Περιγράφει τρομακτικά περιστατικά και δεν αμφισβητεί την ύπαρξη των βρικολάκων. Γράφει χαρακτηριστικά:
''Κάθε τόσο οι Έλληνες παπάδες αφού προηγουμένως πάρουν άδεια του μητροπολίτη πηγαίνουν στο νεκροταφείο, διαβάζουν μερικές ευχές και ύστερα ξεθάβουν το νεκρό που υποπτεύονται πως έχει βρικολακιάσει. Κι αν βρουν το πτώμα ολόκληρο, φρέσκο και ματωμένο είναι πια βέβαιοι πως ο νεκρός έγινε όργανο του σατανά. Αρχίζουν τότε τους εξορκισμούς και δεν σταματούν αν δεν δουν σημάδια που να φανερώνουν πως έφυγε το δαιμόνιο: όταν δηλαδή αρχίσει η αποσύνθεση του πτώματος''.
Αφού αναφέρει την περίπτωση μιας μικρής κοπέλας της Καλλίστης που είχε βρικολακιάσει πριν λίγα χρόνια συνεχίζει:
''Ωστόσο μερικές φορές οι εξορκισμοί των Ελλήνων ιερέων δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, είτε γιατί οι ίδιοι οι ιερείς δεν έχουν μεγάλη πίστη, είτε γιατί το δαιμόνιο αντιστέκεται και δεν εννοεί να εγκαταλείψει τη λεία του. Τότε ξεριζώνουν την καρδιά του πεθαμένου, τη λιανίζουν με το τσεκούρι και ύστερα καίνε ολόκληρο τον νεκρό, ακριβώς όπως γίνεται στη Γαλλία με τους μάγους και τις μάγισσες ύστερα από απόφαση της Δικαιοσύνης''.
Τελευταία που πήγα στην Αστυπάλαια ,έκαψαν πέντε πτώματα. Τα τρία ήταν ανδρών παντρεμένων, το τέταρτο ενός Έλληνα παπά και το πέμπτο ενός κοριτσιού. Το ίδιο έγινε και στη Νίο (σημ. την Ίο). Πριν δύο χρόνια για την ίδια αιτία έκαψαν άλλα δύο πτώματα στη Σίφνο. Και δεν περνάει χρόνος που να μη γίνει λόγος γι' αυτούς τους ψευδοαναστημένους''.
Ο Richard συνεχίζει με την ιστορία ενός παπουτσή από τον Πύργο της Σαντορίνης που βρικολάκιασε μέχρι που τον ξέθαψαν και τον έκαψαν.
Στη συνέχεια γράφει:
''Έμαθα από ένα αξιόπιστο πρόσωπο πως στην Αμοργό αυτοί οι βρικόλακες έχουν τόσο αποχαλινωθεί ,που δεν τρέχουν μονάχα εδώ κι εκεί τις νύχτες αλλά παρουσιάζονται και μέρα μεσημέρι πολλές φορές πέντε μαζί στα χωράφια και μαζεύουν φάβα. Ήθελα να έλθουν εδώ μερικοί από τους δικούς μας τους άθεους της Γαλλίας, όχι για ν' ακούσουν αλλά για να δουν με τα μάτια τους στο φως της ημέρας και να βεβαιωθούν πόσο άδικο έχουν που πιστεύουν ότι σαν πεθαίνει ο άνθρωπος όλα πεθαίνουν μαζί του''.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα κείμενο που έχει συμπεριλάβει στο Χρονικό του ο Richard και είναι σχετικό με τα χαρακτηριστικά των βρικολάκων και τις αιτίες που προκαλούν το βρικολάκιασμα. Το αντέγραψε από παλιό χειρόγραφο που βρήκε στο ναό της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης.
''Όποιος έχει κατάραν κρατούσιν μόνος τα έμπροσθεν του σώματός του. Εκείνος που έχει ανάθεμα φαίνεται κίτρινος και ζαρωμένα τα δάχτυλά του.
Εκείνος οπού φαίνεται άσπρος είναι αφορισμένος παρά των θείων Νόμων.
Εκείνος οπού φαίνεται φαίνεται μαύρος είναι αφορισμένος υπό αρχιερέως''.
Μπορεί βέβαια κάποιος να ισχυριστεί ότι ο Richard ήταν φαντασιόπληκτος, μυθομανής κλπ. Η αλήθεια των όσων αναφέρει στο Χρονικό του όμως επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές.
Χαρακτηριστικά περιγράφει μια σειρά από σεισμικές δονήσεις που συγκλόνισαν την Σαντορίνη το 1649- 1650. Ο μεγαλύτερος από αυτούς τους σεισμούς έγινε στις 7 Οκτωβρίου 1650 και είχε μέγεθος 6,8 Ρίχτερ. Για τους σεισμούς του 1650 στη Σαντορίνη γράφει αναλυτικά ο μεγάλος σεισμολόγος Β. Παπαζάχος στο βιβλίο ''ΟΙ ΣΕΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ'' (ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ- ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΖΑΧΟΥ) εκδόσεις ΖΗΤΗ, 1999 παραθέτοντας έξι πηγές απ' όπου άντλησε στοιχεία ,χωρίς καμία αναφορά στον Richard, κάτι που αποδεικνύει ότι ο Γάλλος ιερωμένος έγραφε αλήθειες.
Για τους βρικόλακες στη Σαντορίνη αναφέρεται και ο Sauger στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1699. Γράφει χαρακτηριστικά:
''Το λιμάνι της Σαντορίνης είναι άπατο ακόμα κι ένα βήμα από την ακτή. Άβυσσος που είναι αδύνατο να τη βυθομετρήσει κανείς. Σ' αυτό το νησί συμβαίνει κάτι ασύλληπτο για μένα. Μερικοί από τους πεθαμένους ξαναγυρίζουν στα σπίτια τους λίγες μέρες ύστερα από την ταφή τους. Και κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό που τους ξαναζωντανεύει. Οι Σαντορινιοί τους λένε βουκόλακες''.
Για τους βρικόλακες γράφει και ο Γάλλος περιηγητής Thevenot που ταξίδεψε στο Αιγαίο γύρω στο 1655. Στη Χίο διάβασε ένα υπόμνημα με πληροφορίες για τα χωριά του νησιού και τις δεισιδαιμονίες των κατοίκων. ''Οι κάτοικοι αυτού του τόπου (του Κάστρου της Αγίας Ελένης) πιστεύουν ότι το πτώμα που δεν θα λιώσει σε σαράντα μέρες γίνεται βρικόλακας''.
Ο συγγραφέας του υπομνήματος γράφει ότι περνώντας από εκεί τον Απρίλιο του 1637 βρήκε έναν ιερέα να διαβάζει ευχή πάνω σ' ένα πτώμα που ενώ ήταν θαμμένο πενήντα μέρες δεν έδειχνε κανένα σημάδι αποσύνθεσης. Μόνο ένα σκουλήκι έβγαινε από το μάτι του νεκρού. Είναι η πανουργία του σατανά είπε ο ιερέας για να μας ξεγελάσει ότι το σώμα έχει σαπίσει. Και όπως εξήγησε ,ο βρικόλακας γύριζε τις νύχτες στο χωριό, χτυπούσε τις πόρτες και καλούσε τους ανθρώπους με το όνομά τους. Όποιος απαντούσε πέθαινε σε 2- 3 μέρες.
Μια ανατριχιαστική ιστορία βρικολάκων αφηγείται ο Γάλλος περιηγητής Pitton de Tournefort, στην οποία ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Το περιστατικό διαδραματίστηκε στη Μύκονο το χειμώνα του 1700. Ένας δύστροπος Μυκονιάτης χωρικός σκοτώθηκε άγνωστο πως. Μετά από δύο μέρες τον είδαν να περπατάει τη νύχτα, να μπαίνει σε σπίτια και να προξενεί μεγάλες ζημιές. Η δράση του βρικόλακα παρά τις όποιες προσπάθειες έγιναν ήταν ανεξέλεγκτη και είχε προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στο νησί.
''Όλο το νησί είχε υποστεί ομαδική παράκρουση. Ακόμα και οι έξυπνοι και οι μορφωμένοι είχαν παρασυρθεί. Ήταν μια αρρώστια του εγκεφάλου επικίνδυνη όπως η μανία ή η λύσσα. Οικογένειες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και έστηναν τα κρεβάτια τους καταμεσίς στην πλατεία για να περάσουν τη νύχτα τους. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην είχε διαπιστώσει την παρουσία του βρικόλακα. Όλη τη νύχτα άκουγες θρήνους. Πολλοί βγήκαν οικογενειακώς στα χωράφια''. Τελικά παρά τις διάφορες προσπάθειες να τον εξοντώσουν ,ο βρικόλακας παρέμενε αλώβητος. Τελικά μια μέρα ξέθαψαν το κουφάρι του και άναψαν δυνατή φωτιά με πίσσα και το αποτέφρωσαν.
''Ο διάβολος είχε παγιδευθεί κι εξοντώθηκε. Ήταν καιρός. Γιατί οι περισσότερες οικογένειες ετοιμάζονταν να μεταναστεύσουν στην Τήνο ή στη Σύρο''.
Όπως αναφέρει ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο σπουδαίο έργο του ''ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ'', τ. Α2 1500- 1700 απ' όπου αντλήσαμε και τις περιγραφές των περιηγητών:'' Οι λαϊκές δεισιδαιμονίες για τα βρικολακιάσματα εταλάνισαν τον τόπο μας κατά τους σκοτεινούς αιώνες της εθνικής δουλείας. Περιστατικά ομαδικών ψυχώσεων αναφέρονται κατά τη διάρκεια του Εικοσιένα, κατά την περίοδο που ακολούθησε την εθνική αποκατάσταση, ακόμα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας (ενν. του εικοστού). Οι δεισιδαιμονίες έπαιρναν διαστάσεις λαϊκού πανικού και αλλοφροσύνης, όπως ύστερα από τις επιδημίες που προκαλούσαν θανατικό''.
Και αναφέρει περιστατικά στη Νάξο (1823), στο Σοφικό Κορινθίας (1846), στη Φθιώτιδα (1850), το οποίο μάλιστα εξιστορεί ο πρώτος βιογράφος του Καραϊσκάκη Δημήτριος Αινιάν και στην Άνδρο (1893).
Ο Νικόλαος Πολίτης για τους βρικόλακες
Ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στους βρικόλακες (το 37ο). Σαρανταπέντε από τις παραδόσεις του (από την 933 έως και την 977) αναφέρονται σ' αυτούς. Είναι αδύνατο να μεταφέρουμε εδώ όλα όσα γράφει. Σημειώνουμε τα μέρη της Ελλάδας απ' όπου προέρχονται αυτές οι παραδόσεις: Μύκονος, Αμοργός, Κύπρος, Χανιά, Ζάκυνθος, Αιτωλία, Σάμος, Μαντούδι, Σοποτό Καλαβρύτων, Ανώπολη Σφακίων, Θήρα, Γραλίστα Καρδίτσας, Μήλος, Αράχοβα, Μάνη, Λίμπερδο Γυθείου, Πλατανιστός Κορινθίας, Θεσπρωτία, Γιαννίτσα Καλαμάτας και Σύμη.
Ιδιαίτερα στην Κρήτη οι βρικόλακες λέγονται και καταχανάδες. Θα αναφέρουμε μία παράδοση για βρικόλακα που προέρχεται από τον Καρέα της Αθήνας! Γράφει ο Ν. Πολίτης:
(937) Ο ΒΟΥΡΔΟΥΛΑΚΑΣ ΤΟΥ ΚΑΡΕΑ
''Στο βαθύ ρέμα του Καρέα έβγαινε ένας βουρδούλακας και φουσούραγε(φυσομανούσε) και μαζευόντουσαν τα πρόβατα κουβάρι. Κανείς δεν μπόρηγε να τον ιδεί και μόνο τα πρόβατα βρίσκανε στριμωγμένα σε μια αγκωνή (απόμερη θέση ,γωνιά) κουβάρι και ακούγανε και το φουσουρητό.
Ύστερα από κάμποσον καιρό ο Γιώργης ο Τζανέτος που ήταν αλαφροΐσκιωτος μπόρεσε να ιδεί το βουρδούλακα. Ήταν ένα πράμα σαν τουλούμι, που στεκότανε ορθό και φουσούραγε. Δε χάνει καιρό μόνε αρπάζει με το ζερβί του χέρι ένα κοτρόνι και του το πέταξε καταπάνω του. Και από τότες δεν ξαναφάνηκε ο βουρδούλακας''.
Στην πρώτη από τις παραδόσεις για τους βρικόλακες (933), γράφει ο Ν. Πολίτης :
ΟI ΒΟΥΡΒΟΥΛΑΚΟΙ (παράδοση από Μύκονο)
«Όσοι έκαμαν πολλές αμαρτίες στη ζωή τους, σαν πεθάνουν δεν αναπαύονται, αλλά βγαίνουν από τον τάφο και γυρίζουν στα μέρη που σύχναζαν όταν ήσαν ζωντανοί. Ένα τον είδαν να πηγαίνει καβάλα στο χωράφι του, άλλον τακτικά κάθε νύχτα τον έβρισκαν στο κρεβάτι του να κοιμάται ένας άλλος απάντησε στο δρόμο ένα φίλο του και τον χαιρέτησε. Πολλοί για να μην πάθουν από τους βουρβουλάκους, χαράζουν τη νύχτα, προτού να κοιμηθούν , στην πόρτα μία πεντάλφα, για να μην μπορούν να μπουν μέσα. Καμιά φορά οι συγγενείς εκείνου που βουρβουλάκιασε αναγκάζονται να τον ξεχώνουν, και να τους πηγαίνουν να τους ξαναθάβουν στο νησάκι του Μπάου που είν ‘ αντίκρυ στη Μύκονο. Γιατί από κει δεν μπορεί να περάσει τη θάλασσα και να’ ρθει. Έναν τον πήγαν και τον ξανάθαψαν στη Σαντορίνη και από τότες πλιο ησυχάσανε.»
Το νησάκι του Μπάου (Άγιος Γεώργιος) κοντά στη Μύκονο, χρησιμοποιήθηκε ως τόπος (επανα)ταφής βρικολάκων. Το ίδιο γινόταν και σε πολλά άλλα μικρά νησιά του Αιγαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι τα Βρικολακονήσια, κοντά στη Σκύρο.
Οι Κυκλάδες κατέχουν… τα πρωτεία στις αναφορές για βρικόλακες. Όπως γράφει ο Κυριάκος Σιμόπουλος. «Υπάρχει άραγε μια πανάρχαιη παράδοση στις δεισιδαιμονίες που κυριαρχούσαν στις Κυκλάδες κατά τον Μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους; Οι αρχαιολόγοι που μελέτησαν τα ευρήματα στα νεκροταφεία του Πρωτοκυκλαδικού λεγόμενου πολιτισμού, στη Σύρο, στη Νάξο, στην Αμοργό (3.000 π.Χ. περίπου) παρατήρησαν με έκπληξη ότι οι νεκροί θάβονταν σε στενόχωρους τετραγωνικούς τάφους, διπλωμένοι στα δύο έτσι που τα γόνατα να φθάνουν στο πρόσωπο. Μπορεί και να δένονταν πριν ακόμα ξεψυχήσουν. Και οι τάφοι καλύπτονταν από όλες τις πλευρές με βαριές πλάκες, κλείνονταν οι νεκροί ασφυκτικά στο κιβούρι τους για να μη μπορέσουν ίσως να ξαναγυρίσουν στον επάνω κόσμο και βασανίσουν τους ζωντανούς. Για να μη βρικολακιάσουν ίσως.»
Βρικόλακες φαίνεται ότι υπάρχουν στις παραδόσεις, κυρίως, των βαλκανικών λαών. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι γνωστοί ως vampires. Στο έγκυρο γερμανικό λεξικό Duden, στο λήμμα vampire, υπάρχει η εξής ερμηνεία:
«Βρικόλακας. Προέρχεται από τη μυθολογία σλαβικών λαών με πλησιέστερη μορφή το σερβο-κροατικό vampir «φάντασμα»
(Ευχαριστώ θερμά τον κορυφαίο Έλληνα γλωσσολόγο κύριο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη για τη μετάφραση του λήμματος).
Σε κάποιες περιοχές της χώρας μας, ο φόβος των βρικολάκων εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ζωηρός. Πάντως, όπως γράφει ο Μ.Γ. Μερακλής, ο σύγχρονος αστός, αν δεν ξεπέρασε τον φόβο αυτό, τον μετέβαλε σε ένα είδος αισθητικής συγκίνησης που προσφέρεται μέσα από κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες φρίκης, όπως χαρακτηρίζονται γενικά.
Πηγές: ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, «ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, 1500-1700», Εκδόσεις Πιρόγα.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΠΟΛΙΤΗΣ, «ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ», Εκδόσεις «Γράμματα».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr