Σπύρος Βελέντζας: Ο Έλληνας «νονός» της Νέας Υόρκης που έγινε ταινία
13.12.2018
07:30
Η συναρπαστική ζωή του διαβόητου «Σακαφλιά» που διοικούσε την ελληνική μαφία στη Νέα Υόρκη και ήταν στενός φίλος με τον αρχηγό των αρχηγών. Σήμερα, στα 83 του, εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης για έναν φόνο που αρνείται ότι διέπραξε - Δεν δέχθηκε ποτέ να γίνει «καρφί» της Αστυνομίας και του FBI
Σε μία από τις πρώτες σκηνές της φετινής ταινίας «Gotti» που σκιαγραφεί τη ζωή του τελευταίου μεγάλου «νονού» της μαφίας, ο Τζον Γκότι (Τζον Τραβόλτα) σε νεαρή ηλικία περπατάει στο Κουίνς μαζί με δύο συνεργάτες του.
Ενας από αυτούς τον ρωτάει ξαφνικά τι θα κάνουν με κάποιους επίδοξους νεαρούς συμμορίτες που κυκλοφορούν στην Αστόρια και ζητάνε λεφτά από μαγαζιά και μικρές επιχειρήσεις για προστασία.
«Να μην κάνετε τίποτα», απάντησε ο Γκότι. «Θα ασχοληθούν οι Ελληνες μαζί τους», συμπλήρωσε χαμογελαστός, προφανώς επειδή ήξερε ότι οι «Ελληνες», ειδικά ένας που γνώριζε πολύ καλά, δεν αστειεύονται. Αυτός ο ένας ήταν ο Σπύρος Βελέντζας, κολλητός του φίλος από τότε που ήταν έφηβοι και μεγάλωναν στο Κουίνς και στην Αστόρια για να γίνουν τελικά μαφιόζοι.
Στα 83 του χρόνια σήμερα, ο «νονός» της ελληνικής μαφίας στη Νέα Υόρκη εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης από το 1992, μετρώντας δηλαδή ήδη 26 χρόνια στη φυλακή.
Η ζωή του παραπέμπει σε ταινίες του Μάρτιν Σκορσέζε, όπως «Τα καλά παιδιά», με μαφιόζους που μεγαλώνουν μαζί, που στήνουν δουλειές και που τιμούν τη φιλία. Κυρίως όμως τιμούν την ομερτά, προτιμώντας όταν τους συλλάβουν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό, αρνούμενοι να συνεργαστούν με το FBI και την αστυνομία.
Ο «Σακαφλιάς», όπως αποκαλούσαν τον Βελέντζα, επέλεξε να μη μιλήσει και να μην αποκαλύψει τις συναλλαγές του για δεκαετίες με τη διαβόητη οικογένεια των Λουκέζε ή να «δώσει» μαφιόζους.
Οταν το 1992 δικάστηκε για τοκογλυφία, παράνομο τζόγο και εκβιασμούς, ο εισαγγελέας πρότεινε στον πρόεδρο του δικαστηρίου να προσθέσει στα οχτώ χρόνια φυλάκισης του Βελέντζα και την ποινή για τη δολοφονία του μαφιόζου Σάμι Νάλο.
Ο Ελληνας «νονός» αρνήθηκε την τελευταία κατηγορία και ζήτησε να δικαστεί ξεχωριστά για την υπόθεση, σίγουρος ότι θα αθωωθεί στη δίκη, μόνο που αυτή τη φορά πόνταρε λάθος και το τίμημα που πληρώνει ακόμη αποδείχθηκε πολύ ακριβό.
Οι κολλητοί γκάνγκστερ
Η φράση «τα χρήματα είναι πάντα ευπρόσδεκτα, ακόμη και όταν έρχονται σε μαύρες σακούλες» φέρεται να είναι μία από τις αγαπημένες του Βελέντζα, του Ελληνα «νονού» της Νέας Υόρκης, που μετράει πλέον σχεδόν τρεις δεκαετίες πίσω από τα σίδερα της φυλακής.
Τις πρώτες από αυτές κρατήθηκε στο υψίστης ασφαλείας σωφρονιστικό ίδρυμα του Τερ Χάουτ στην Ιντιάνα, ενώ εδώ και κάποια χρόνια μεταφέρθηκε στις φυλακές Αλενγουντ, όπου οι συνθήκες κράτησης είναι πιο χαλαρές.
Ενας από αυτούς τον ρωτάει ξαφνικά τι θα κάνουν με κάποιους επίδοξους νεαρούς συμμορίτες που κυκλοφορούν στην Αστόρια και ζητάνε λεφτά από μαγαζιά και μικρές επιχειρήσεις για προστασία.
«Να μην κάνετε τίποτα», απάντησε ο Γκότι. «Θα ασχοληθούν οι Ελληνες μαζί τους», συμπλήρωσε χαμογελαστός, προφανώς επειδή ήξερε ότι οι «Ελληνες», ειδικά ένας που γνώριζε πολύ καλά, δεν αστειεύονται. Αυτός ο ένας ήταν ο Σπύρος Βελέντζας, κολλητός του φίλος από τότε που ήταν έφηβοι και μεγάλωναν στο Κουίνς και στην Αστόρια για να γίνουν τελικά μαφιόζοι.
Στα 83 του χρόνια σήμερα, ο «νονός» της ελληνικής μαφίας στη Νέα Υόρκη εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης από το 1992, μετρώντας δηλαδή ήδη 26 χρόνια στη φυλακή.
Η ζωή του παραπέμπει σε ταινίες του Μάρτιν Σκορσέζε, όπως «Τα καλά παιδιά», με μαφιόζους που μεγαλώνουν μαζί, που στήνουν δουλειές και που τιμούν τη φιλία. Κυρίως όμως τιμούν την ομερτά, προτιμώντας όταν τους συλλάβουν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό, αρνούμενοι να συνεργαστούν με το FBI και την αστυνομία.
Ο «Σακαφλιάς», όπως αποκαλούσαν τον Βελέντζα, επέλεξε να μη μιλήσει και να μην αποκαλύψει τις συναλλαγές του για δεκαετίες με τη διαβόητη οικογένεια των Λουκέζε ή να «δώσει» μαφιόζους.
Οταν το 1992 δικάστηκε για τοκογλυφία, παράνομο τζόγο και εκβιασμούς, ο εισαγγελέας πρότεινε στον πρόεδρο του δικαστηρίου να προσθέσει στα οχτώ χρόνια φυλάκισης του Βελέντζα και την ποινή για τη δολοφονία του μαφιόζου Σάμι Νάλο.
Ο Ελληνας «νονός» αρνήθηκε την τελευταία κατηγορία και ζήτησε να δικαστεί ξεχωριστά για την υπόθεση, σίγουρος ότι θα αθωωθεί στη δίκη, μόνο που αυτή τη φορά πόνταρε λάθος και το τίμημα που πληρώνει ακόμη αποδείχθηκε πολύ ακριβό.
Οι κολλητοί γκάνγκστερ
Η φράση «τα χρήματα είναι πάντα ευπρόσδεκτα, ακόμη και όταν έρχονται σε μαύρες σακούλες» φέρεται να είναι μία από τις αγαπημένες του Βελέντζα, του Ελληνα «νονού» της Νέας Υόρκης, που μετράει πλέον σχεδόν τρεις δεκαετίες πίσω από τα σίδερα της φυλακής.
Τις πρώτες από αυτές κρατήθηκε στο υψίστης ασφαλείας σωφρονιστικό ίδρυμα του Τερ Χάουτ στην Ιντιάνα, ενώ εδώ και κάποια χρόνια μεταφέρθηκε στις φυλακές Αλενγουντ, όπου οι συνθήκες κράτησης είναι πιο χαλαρές.
Ξέρει ότι περίπτωση αποφυλάκισης δεν υφίσταται γι’ αυτόν.
Είναι καταχωρημένος ως ο «νονός» της ελληνικής μαφίας, διοικώντας μάλιστα πάνω από 40 άτομα την εποχή της παντοδυναμίας του.
Ο Βελέντζας ήταν 14 ετών όταν είδε τη Βοστόνη για πρώτη φορά και μεγάλωσε μαζί με τον αδερφό του Δημήτρη και τις αδερφές του στους κόλπους μιας οικογένειας που τους παρείχε ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Ο πατέρας του είχε ανοίξει ένα εστιατόριο, το οποίο πούλησε λίγα χρόνια αργότερα και το 1950 μετακόμισε μαζί με τη φαμίλια του στη Νέα Υόρκη. Εγκαταστάθηκαν στην Αστόρια και ο έφηβος πια Σπύρος που δεν τρελαινόταν κιόλας για το σχολείο, άνοιξε γρήγορα ένα καφέ με τις πλάτες του Πήτερ Κουράκος, που ήταν ο «Δον» των Ελλήνων μαφιόζων.
Στο καφέ, τα τυχερά παιχνίδια, όπως το μπαρμπούτι και το πόκερ έδιναν κι έπαιρναν, ενώ όταν ο Βελέντζας εκτελούσε χρέη οδηγού του Κουράκος και τον πήγαινε σε συναντήσεις με «νονούς» της μαφίας, ο αδερφός του ο Τζίμης πρόσεχε το μαγαζί.
Σημαντική παράμετρος; Ο Ελληνας πλήρωνε 10.000 δολάρια τον μήνα στην οικογένεια Λουκέζε -μια από τις πιο ισχυρές οικογένειες της μαφίας στις ΗΠΑ- για προστασία και φρόντιζε να μην καθυστερεί ποτέ την καταβολή τους. Οταν γνωρίζει τον Τζον Γκότι, νεαρό «στρατιώτη» ακόμη της οικογένειας Γκαμπίνο, ο Σπύρος είναι γύρω στα 30 και υπαρχηγός του Κουράκος. Ο μετέπειτα capo di tutti capi (το αφεντικό των αφεντικών) συμπαθεί από την πρώτη στιγμή τον Ελληνα μετανάστη, παρόλο που ο ίδιος δουλεύει για τους Γκαμπίνο. Οταν ο Κουράκος πεθαίνει, ο Βελέντζας παίρνει το χρίσμα από τους Λουκέζε να αναλάβει τα ηνία της ελληνικής μαφίας και αποδεικνύεται πανέξυπνος. Στο καφέ συχνάζει ο Τζον Γκότι που παίζει χαρτιά με τον κολλητό του πλέον Σπύρο, ο οποίος αρχίζει να επεκτείνει τις δουλειές του στην Αστόρια και στο Κουίνς. Στήνει παράνομες λέσχες, χορηγεί δάνεια με τόκο στους άρρωστους τζογαδόρους, ανοίγει γραφείο ταξιδίων, ιταλικό εστιατόριο και φούρνο που πουλάει μπέιγκελς, φρέσκο ψωμί και γλυκά.
Το χρήμα ρέει άφθονο και ο Ελληνας «νονός» έχει πλέον χρόνο για να παίζει στον ιππόδρομο και να πετάγεται για δείπνα στη «Μικρή Ιταλία» στο Μπρονξ ή στο Μπρούκλιν με τον Γκότι, τον Σάμι Γκραβάνο και τον Πιτ Τσιόντο. Ο τελευταίος είναι μέλος της οικογένειας Λουκέζε και ο άνθρωπος στον οποίο ο Βελέντζας δίνει λόγο για ό,τι κάνει, χωρίς να φαντάζεται ότι χρόνια αργότερα θα γίνει η νέμεσή του.
Οι σφαίρες και ο καβγάς με τον Γκότι
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Βελέντζας είναι ο Ελληνας «Δον» της Αστόρια που αρχίζει να ενοχλεί κάποιους με την άνοδό του. Θα το διαπιστώσει ένα βράδυ που θα δεχτεί επίθεση καθώς γυρίζει σπίτι του, εκεί όπου τον περίμενε η σύζυγός του Παναγιώτα, η γυναίκα που αγάπησε και παντρεύτηκε. Στην ενέδρα που του στήνουν θα πληγωθεί ελαφρά, αλλά θα γλιτώσει ανταποδίδοντας τους πυροβολισμούς, ενώ έκτοτε προσέχει παρά πολύ σε κάθε του έξοδο. Η εντολή για το χτύπημα είχε δοθεί από την οικογένεια Γκαμπίνο για τη διεκδίκηση μιας χαρτοπαιχτικής λέσχης στο Κουίνς από τον Βελέντζα, που δεν μέτρησε σωστά το ότι «ενοχλεί» μια πολύ ισχυρή φαμίλια. Το πόσο υπολογίσιμος στους κύκλους της μαφίας ήταν ο Ελληνας «νονός» φάνηκε από μια τηλεφωνική συνομιλία ανάμεσα στον Τζον Γκότι και τον «υπολοχαγό» των Γκαμπίνο, Σάμι Γκραβάνο που υπέκλεψε το FBI, στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
«Τον ξέρω καλά τον Σπύρο», λέει ο Γκότι στην ταινία. «Είναι το αφεντικό των Ελλήνων», συμπληρώνει και ο Γκραβάνο συναινεί απαντώντας με μια λέξη: «Αδιαμφισβήτητα». Μόνο που όσο καλά και αν τον ήξερε, όσο φίλοι κι αν ήταν, ο Γκότι που είχε πλέον βγάλει από τη μέση τον Πολ Καστελάνο και ήταν ο «αρχηγός των αρχηγών», έγινε έξαλλος όταν ο Βελέντζας μπήκε στα χωράφια του.
Με την καθοδήγηση του Τσιόντο, άνοιξε μια λέσχη για μπαρμπούτι και άλλα τυχερά παιχνίδια, λίγα μέτρα μακριά από ένα κλαμπ του Γκότι για μπακαρά. Ο ίδιος αγνοούσε ότι εκπροσωπώντας κατά κάποιον τρόπο τους Λουκέζε, εισήλθε σε μια περιοχή που έλεγχε αποκλειστικά η οικογένεια Γκαμπίνο, χωρίς καν να τους ζητήσει την άδεια.
Ο Τζον Γκότι έγινε έξαλλος με τον Ελληνα και τότε εκστόμισε την περίφημη φράση: «Να πείτε σε αυτόν τον αλήτη ότι εγώ, ο Τζον Γκότι, θα του κόψω το γαμ....ο του κεφάλι!».
Ο Γκραβάνο ξεκαθάρισε την κατάσταση όταν μετά από έρευνα διαπίστωσε ότι ο Πιτ Τσιόντο είχε ρίξει τον Βελέντζα στην παγίδα και τον έβαλε να ζητήσει συγγνώμη από τον Γκότι.
Η γιορτή και η δολοφονία
Στη μία και μοναδική συνέντευξη που παραχώρησε ποτέ ο Ελληνας μαφιόζος μέσα από τη φυλακή, τον Οκτώβριο του 1994, παραδέχθηκε πολλά για τη δράση του.
«Ημουν με τον δικό μου τρόπο ο βασιλιάς των Ελλήνων», θα πει στον Τζέρι Καπίσι, τον πιο ειδικευμένο δημοσιογράφο σε θέματα που αφορούν τις πέντε μεγάλες οικογένειες της μαφίας στη Νέα Υόρκη.
«Με ήξεραν όλοι, έδινα τις εντολές και ήμουν το αφεντικό της Αστόρια. Εκανα business στις κατασκευές, άνοιξα εστιατόρια, ενεχυροδανειστήρια, αλλά τα πολλά λεφτά τα έβγαλα από τον τζόγο».
Κατά τη διάρκεια της πορείας του στον κόσμο της μαφίας, ο Βελέντζας συνελήφθη τουλάχιστον τρεις φορές από την Αστυνομία για αδικήματα όπως λαθρεμπόριο πετρελαίου, κλοπές και φοροδιαφυγή.
Δύο τουλάχιστον Ελληνες θυμούνται ακόμη το γλέντι για την ονομαστική του γιορτή κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν ταξίδεψαν από την Ελλάδα στην Αμερική για συγκεκριμένη δουλειά.
Ο ένας ήταν εφοπλιστής που αντιμετώπιζε πρόβλημα με συγκεκριμένη τράπεζα στην οποία είχε δοσοληψίες που αφορούσαν αγορά και πώληση μετοχών στις ΗΠΑ, την οποία κατηγορούσε για διαφυγόντα κέρδη και απώλεια κεφαλαίων.
Ο άλλος ήταν φίλος του που απλά του είπαν να δει τον Βελέντζα μαζί με τον εφοπλιστή, μήπως και τους βοηθήσει με τις γνωριμίες του, όπερ και εγένετο.
Αμφότεροι έδωσαν το «παρών» στη γιορτή του Ελληνα μαφιόζου, μαζί με τον Τζον Γκότι, τον Σάμι Γκραβάνο, τον Πιτ Τσιόντο και τον Σάμι Νάλο, έναν διάσημο κλέφτη, που είχε «γδύσει» από κοσμήματα και χρήματα το διαμέρισμα της Σοφία Λόρεν στη Νέα Υόρκη.
Κάποια στιγμή ο Σπύρος χορεύει ζεϊμπέκικο και οι Ιταλοί μαφιόζοι φίλοι του πετάνε ρολά με εκατοδόλαρα στην πίστα, κάποια από τα οποία ο φίλος του εφοπλιστή πατάει και τραβάει προς το μέρος του με τρόπο!
Λίγα χρόνια μετά από εκείνο το βράδυ, στις 26 Οκτωβρίου του 1988, την εποχή της παντοδυναμίας του Βελέντζα στην Αστόρια, το Κουίνς και το Μπρούκλιν, θα γίνει η δολοφονία που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του.
Ο «Χοντρός Πιτ» και το κάρφωμα
Την ώρα που ο Ελληνας «νονός» μιλάει στο τηλέφωνο με τον Σάμι Νάλο, ο οποίος ήταν στο γραφείο ταξιδίων που είχε ο Βελέντζας, ακούει να τον πυροβολούν αρκετές φορές.
Ο Νάλο δεν πέθανε αμέσως και, σύμφωνα με μαρτυρίες των αστυνομικών που έφτασαν, τους είπε: «Ο Σπύρος το έκανε», μαρτυρία όμως που δεν έγινε δεκτή στη δίκη του.
Αυτός που τον «έκαψε» τέσσερα χρόνια μετά ήταν ο Πιτ Τσιόντο -τον έλεγαν ο «Χοντρός Πιτ» γιατί ζύγιζε κοντά 200 κιλά- ο άνθρωπος των Λουκέζε που είχε αναλάβει την «εποπτεία» του Σπύρου.
Ο Τσιόντο που ήταν από τους πιο έμπιστους capo της φαμίλιας και γνώριζε παρά πολλά από τα ένοχα και σκοτεινά μυστικά της συνελήφθη και διαπίστωσε ότι το FBI τον είχε «δέσει» με ακλόνητα στοιχεία για την υπόθεση «Παράθυρα», ένα καρτέλ που είχαν στήσει οι πέντε ισχυρές οικογένειες της μαφίας στη Νέα Υόρκη.
Αποφάσισε να δηλώσει ένοχος για να πετύχει μικρότερη ποινή, χωρίς όμως να ενημερώσει τους Λουκέζε και να ζητήσει άδεια γι’ αυτή του την απόφαση.
Οι τελευταίοι φοβούμενοι ότι θα τους «δώσει» διέταξαν τη δολοφονία του και δύο εκτελεστές τού έστησαν ενέδρα σε ένα βενζινάδικο του Στέιτεν Αϊλαντ στις 8 Μαΐου του 1991. Τον πυροβόλησαν δώδεκα φορές, αλλά ο «Χοντρός Πιτ» έζησε.
Σύμφωνα με τους γιατρούς, σώθηκε από το λίπος που δεν επέτρεψε σε καμία από τις σφαίρες να πλήξουν καίρια κανένα όργανο στο σώμα του.
Μετά την απόπειρα και τις απειλές των Λουκέζε ότι αν μιλήσει θα σκοτώσουν τη γυναίκα του, ο Τσιόντο ζήτησε αυτός και η οικογένειά του να μπουν στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.
Ανάμεσα σε αυτούς που έδωσε ήταν και ο Βελέντζας, στον οποίο «φόρτωσε» τη δολοφονία του Σάμι Νάλο, επειδή, όπως είπε ο τελευταίος, ήθελε να μπει στις δουλειές του Σπύρου και να πάρει μερίδιο.
Ο «νονός» της Αστόρια αρνείται μέχρι σήμερα την κατηγορία και υποστηρίζει ότι ο Νάλο σκοτώθηκε με εντολή του Τσιόντο, όταν δεν του επέστρεψε 100.000 δολάρια που του είχε δανείσει για να παίξει.
Η έφεση που έκανε δεν άλλαξε τίποτα και σήμερα εξακολουθεί να βλέπει τον ουρανό μέσα από την φυλακή του Αλενγουντ.
Η μυθιστορηματική του πορεία και η κατάληξή της επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο ένα αγαπημένο μότο των μαφιόζων, σύμφωνα με το οποίο «Ολες οι συμφωνίες γίνονται για να σπάνε»...
Είναι καταχωρημένος ως ο «νονός» της ελληνικής μαφίας, διοικώντας μάλιστα πάνω από 40 άτομα την εποχή της παντοδυναμίας του.
Ο Βελέντζας ήταν 14 ετών όταν είδε τη Βοστόνη για πρώτη φορά και μεγάλωσε μαζί με τον αδερφό του Δημήτρη και τις αδερφές του στους κόλπους μιας οικογένειας που τους παρείχε ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Ο πατέρας του είχε ανοίξει ένα εστιατόριο, το οποίο πούλησε λίγα χρόνια αργότερα και το 1950 μετακόμισε μαζί με τη φαμίλια του στη Νέα Υόρκη. Εγκαταστάθηκαν στην Αστόρια και ο έφηβος πια Σπύρος που δεν τρελαινόταν κιόλας για το σχολείο, άνοιξε γρήγορα ένα καφέ με τις πλάτες του Πήτερ Κουράκος, που ήταν ο «Δον» των Ελλήνων μαφιόζων.
Στο καφέ, τα τυχερά παιχνίδια, όπως το μπαρμπούτι και το πόκερ έδιναν κι έπαιρναν, ενώ όταν ο Βελέντζας εκτελούσε χρέη οδηγού του Κουράκος και τον πήγαινε σε συναντήσεις με «νονούς» της μαφίας, ο αδερφός του ο Τζίμης πρόσεχε το μαγαζί.
Σημαντική παράμετρος; Ο Ελληνας πλήρωνε 10.000 δολάρια τον μήνα στην οικογένεια Λουκέζε -μια από τις πιο ισχυρές οικογένειες της μαφίας στις ΗΠΑ- για προστασία και φρόντιζε να μην καθυστερεί ποτέ την καταβολή τους. Οταν γνωρίζει τον Τζον Γκότι, νεαρό «στρατιώτη» ακόμη της οικογένειας Γκαμπίνο, ο Σπύρος είναι γύρω στα 30 και υπαρχηγός του Κουράκος. Ο μετέπειτα capo di tutti capi (το αφεντικό των αφεντικών) συμπαθεί από την πρώτη στιγμή τον Ελληνα μετανάστη, παρόλο που ο ίδιος δουλεύει για τους Γκαμπίνο. Οταν ο Κουράκος πεθαίνει, ο Βελέντζας παίρνει το χρίσμα από τους Λουκέζε να αναλάβει τα ηνία της ελληνικής μαφίας και αποδεικνύεται πανέξυπνος. Στο καφέ συχνάζει ο Τζον Γκότι που παίζει χαρτιά με τον κολλητό του πλέον Σπύρο, ο οποίος αρχίζει να επεκτείνει τις δουλειές του στην Αστόρια και στο Κουίνς. Στήνει παράνομες λέσχες, χορηγεί δάνεια με τόκο στους άρρωστους τζογαδόρους, ανοίγει γραφείο ταξιδίων, ιταλικό εστιατόριο και φούρνο που πουλάει μπέιγκελς, φρέσκο ψωμί και γλυκά.
Το χρήμα ρέει άφθονο και ο Ελληνας «νονός» έχει πλέον χρόνο για να παίζει στον ιππόδρομο και να πετάγεται για δείπνα στη «Μικρή Ιταλία» στο Μπρονξ ή στο Μπρούκλιν με τον Γκότι, τον Σάμι Γκραβάνο και τον Πιτ Τσιόντο. Ο τελευταίος είναι μέλος της οικογένειας Λουκέζε και ο άνθρωπος στον οποίο ο Βελέντζας δίνει λόγο για ό,τι κάνει, χωρίς να φαντάζεται ότι χρόνια αργότερα θα γίνει η νέμεσή του.
Οι σφαίρες και ο καβγάς με τον Γκότι
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Βελέντζας είναι ο Ελληνας «Δον» της Αστόρια που αρχίζει να ενοχλεί κάποιους με την άνοδό του. Θα το διαπιστώσει ένα βράδυ που θα δεχτεί επίθεση καθώς γυρίζει σπίτι του, εκεί όπου τον περίμενε η σύζυγός του Παναγιώτα, η γυναίκα που αγάπησε και παντρεύτηκε. Στην ενέδρα που του στήνουν θα πληγωθεί ελαφρά, αλλά θα γλιτώσει ανταποδίδοντας τους πυροβολισμούς, ενώ έκτοτε προσέχει παρά πολύ σε κάθε του έξοδο. Η εντολή για το χτύπημα είχε δοθεί από την οικογένεια Γκαμπίνο για τη διεκδίκηση μιας χαρτοπαιχτικής λέσχης στο Κουίνς από τον Βελέντζα, που δεν μέτρησε σωστά το ότι «ενοχλεί» μια πολύ ισχυρή φαμίλια. Το πόσο υπολογίσιμος στους κύκλους της μαφίας ήταν ο Ελληνας «νονός» φάνηκε από μια τηλεφωνική συνομιλία ανάμεσα στον Τζον Γκότι και τον «υπολοχαγό» των Γκαμπίνο, Σάμι Γκραβάνο που υπέκλεψε το FBI, στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
«Τον ξέρω καλά τον Σπύρο», λέει ο Γκότι στην ταινία. «Είναι το αφεντικό των Ελλήνων», συμπληρώνει και ο Γκραβάνο συναινεί απαντώντας με μια λέξη: «Αδιαμφισβήτητα». Μόνο που όσο καλά και αν τον ήξερε, όσο φίλοι κι αν ήταν, ο Γκότι που είχε πλέον βγάλει από τη μέση τον Πολ Καστελάνο και ήταν ο «αρχηγός των αρχηγών», έγινε έξαλλος όταν ο Βελέντζας μπήκε στα χωράφια του.
Με την καθοδήγηση του Τσιόντο, άνοιξε μια λέσχη για μπαρμπούτι και άλλα τυχερά παιχνίδια, λίγα μέτρα μακριά από ένα κλαμπ του Γκότι για μπακαρά. Ο ίδιος αγνοούσε ότι εκπροσωπώντας κατά κάποιον τρόπο τους Λουκέζε, εισήλθε σε μια περιοχή που έλεγχε αποκλειστικά η οικογένεια Γκαμπίνο, χωρίς καν να τους ζητήσει την άδεια.
Ο Τζον Γκότι έγινε έξαλλος με τον Ελληνα και τότε εκστόμισε την περίφημη φράση: «Να πείτε σε αυτόν τον αλήτη ότι εγώ, ο Τζον Γκότι, θα του κόψω το γαμ....ο του κεφάλι!».
Ο Γκραβάνο ξεκαθάρισε την κατάσταση όταν μετά από έρευνα διαπίστωσε ότι ο Πιτ Τσιόντο είχε ρίξει τον Βελέντζα στην παγίδα και τον έβαλε να ζητήσει συγγνώμη από τον Γκότι.
Η γιορτή και η δολοφονία
Στη μία και μοναδική συνέντευξη που παραχώρησε ποτέ ο Ελληνας μαφιόζος μέσα από τη φυλακή, τον Οκτώβριο του 1994, παραδέχθηκε πολλά για τη δράση του.
«Ημουν με τον δικό μου τρόπο ο βασιλιάς των Ελλήνων», θα πει στον Τζέρι Καπίσι, τον πιο ειδικευμένο δημοσιογράφο σε θέματα που αφορούν τις πέντε μεγάλες οικογένειες της μαφίας στη Νέα Υόρκη.
«Με ήξεραν όλοι, έδινα τις εντολές και ήμουν το αφεντικό της Αστόρια. Εκανα business στις κατασκευές, άνοιξα εστιατόρια, ενεχυροδανειστήρια, αλλά τα πολλά λεφτά τα έβγαλα από τον τζόγο».
Κατά τη διάρκεια της πορείας του στον κόσμο της μαφίας, ο Βελέντζας συνελήφθη τουλάχιστον τρεις φορές από την Αστυνομία για αδικήματα όπως λαθρεμπόριο πετρελαίου, κλοπές και φοροδιαφυγή.
Δύο τουλάχιστον Ελληνες θυμούνται ακόμη το γλέντι για την ονομαστική του γιορτή κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν ταξίδεψαν από την Ελλάδα στην Αμερική για συγκεκριμένη δουλειά.
Ο ένας ήταν εφοπλιστής που αντιμετώπιζε πρόβλημα με συγκεκριμένη τράπεζα στην οποία είχε δοσοληψίες που αφορούσαν αγορά και πώληση μετοχών στις ΗΠΑ, την οποία κατηγορούσε για διαφυγόντα κέρδη και απώλεια κεφαλαίων.
Ο άλλος ήταν φίλος του που απλά του είπαν να δει τον Βελέντζα μαζί με τον εφοπλιστή, μήπως και τους βοηθήσει με τις γνωριμίες του, όπερ και εγένετο.
Αμφότεροι έδωσαν το «παρών» στη γιορτή του Ελληνα μαφιόζου, μαζί με τον Τζον Γκότι, τον Σάμι Γκραβάνο, τον Πιτ Τσιόντο και τον Σάμι Νάλο, έναν διάσημο κλέφτη, που είχε «γδύσει» από κοσμήματα και χρήματα το διαμέρισμα της Σοφία Λόρεν στη Νέα Υόρκη.
Κάποια στιγμή ο Σπύρος χορεύει ζεϊμπέκικο και οι Ιταλοί μαφιόζοι φίλοι του πετάνε ρολά με εκατοδόλαρα στην πίστα, κάποια από τα οποία ο φίλος του εφοπλιστή πατάει και τραβάει προς το μέρος του με τρόπο!
Λίγα χρόνια μετά από εκείνο το βράδυ, στις 26 Οκτωβρίου του 1988, την εποχή της παντοδυναμίας του Βελέντζα στην Αστόρια, το Κουίνς και το Μπρούκλιν, θα γίνει η δολοφονία που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του.
Ο «Χοντρός Πιτ» και το κάρφωμα
Την ώρα που ο Ελληνας «νονός» μιλάει στο τηλέφωνο με τον Σάμι Νάλο, ο οποίος ήταν στο γραφείο ταξιδίων που είχε ο Βελέντζας, ακούει να τον πυροβολούν αρκετές φορές.
Ο Νάλο δεν πέθανε αμέσως και, σύμφωνα με μαρτυρίες των αστυνομικών που έφτασαν, τους είπε: «Ο Σπύρος το έκανε», μαρτυρία όμως που δεν έγινε δεκτή στη δίκη του.
Αυτός που τον «έκαψε» τέσσερα χρόνια μετά ήταν ο Πιτ Τσιόντο -τον έλεγαν ο «Χοντρός Πιτ» γιατί ζύγιζε κοντά 200 κιλά- ο άνθρωπος των Λουκέζε που είχε αναλάβει την «εποπτεία» του Σπύρου.
Ο Τσιόντο που ήταν από τους πιο έμπιστους capo της φαμίλιας και γνώριζε παρά πολλά από τα ένοχα και σκοτεινά μυστικά της συνελήφθη και διαπίστωσε ότι το FBI τον είχε «δέσει» με ακλόνητα στοιχεία για την υπόθεση «Παράθυρα», ένα καρτέλ που είχαν στήσει οι πέντε ισχυρές οικογένειες της μαφίας στη Νέα Υόρκη.
Αποφάσισε να δηλώσει ένοχος για να πετύχει μικρότερη ποινή, χωρίς όμως να ενημερώσει τους Λουκέζε και να ζητήσει άδεια γι’ αυτή του την απόφαση.
Οι τελευταίοι φοβούμενοι ότι θα τους «δώσει» διέταξαν τη δολοφονία του και δύο εκτελεστές τού έστησαν ενέδρα σε ένα βενζινάδικο του Στέιτεν Αϊλαντ στις 8 Μαΐου του 1991. Τον πυροβόλησαν δώδεκα φορές, αλλά ο «Χοντρός Πιτ» έζησε.
Σύμφωνα με τους γιατρούς, σώθηκε από το λίπος που δεν επέτρεψε σε καμία από τις σφαίρες να πλήξουν καίρια κανένα όργανο στο σώμα του.
Μετά την απόπειρα και τις απειλές των Λουκέζε ότι αν μιλήσει θα σκοτώσουν τη γυναίκα του, ο Τσιόντο ζήτησε αυτός και η οικογένειά του να μπουν στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων.
Ανάμεσα σε αυτούς που έδωσε ήταν και ο Βελέντζας, στον οποίο «φόρτωσε» τη δολοφονία του Σάμι Νάλο, επειδή, όπως είπε ο τελευταίος, ήθελε να μπει στις δουλειές του Σπύρου και να πάρει μερίδιο.
Ο «νονός» της Αστόρια αρνείται μέχρι σήμερα την κατηγορία και υποστηρίζει ότι ο Νάλο σκοτώθηκε με εντολή του Τσιόντο, όταν δεν του επέστρεψε 100.000 δολάρια που του είχε δανείσει για να παίξει.
Η έφεση που έκανε δεν άλλαξε τίποτα και σήμερα εξακολουθεί να βλέπει τον ουρανό μέσα από την φυλακή του Αλενγουντ.
Η μυθιστορηματική του πορεία και η κατάληξή της επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο ένα αγαπημένο μότο των μαφιόζων, σύμφωνα με το οποίο «Ολες οι συμφωνίες γίνονται για να σπάνε»...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr