Ιουστινιανός: Ένας σπουδαίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου
24.02.2019
19:24
Από το Ταυρίσιο της Δαρδανίας στον θρόνο του Βυζαντίου - Οι μεγάλοι πόλεμοι σε Ανατολή και Δύση - Τα μεγάλα έργα του Ιουστινιανού - Η Θεοδώρα - Η «Στάση του Νίκα».
Ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, είναι ο Ιουστινιανός Α’. Τα όνομά του έχει συνδεθεί, κυρίως, με την εδαφική επέκταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, με τα μεγαλοπρεπή έργα, με τις νομοθετικές και φορολογικές ρυθμίσεις, ενώ πολλά έχουν γραφτεί για τη σύζυγό του Θεοδώρα και το αμαρτωλό παρελθόν της. Εκείνο που δεν είναι γνωστό, είναι ότι ο Προκόπιος, ο οποίος ενώ στα έργα του «Ιστορίες» και «Περί Κτισμάτων» αποθέωνε τον Ιουστινιανό, στο έργο «Ανέκδοτα» ή «Απόκρυφη Ιστορία», αποκαλύπτει απίστευτα πράγματα γι’ αυτόν, τη Θεοδώρα και τον στρατηγό του Βελισάριο…
Πώς ο Ιουστινιανός έγινε αυτοκράτορας
Ο Ιουστινιανός Α’ γεννήθηκε στο Ταυρίσιο της Δαρδανίας (πιθανότατα κοντά στη σημερινή σερβική πόλη Νις) το 482. Γειτονικό χωριό, ήταν η Βεδερίανα, όπου είχε γεννηθεί ο θείος του Ιουστινιανού Ιουστίνος Α’, αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 518 ως το 527. Το αρχικό όνομα του Ιουστινιανού ήταν Πέτρος Σαββάτιος.
Πολύ μικρός εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Μαθήτευσε κοντά σε φημισμένους γραμματοδιδάσκαλους της εποχής του και έμαθε και την ελληνική γλώσσα, καθώς μητρική του ήταν η λατινική. Από νωρίς εντάχθηκε σε μία από τις μονάδες της αυτοκρατορικής φρουράς, τις «σχολές».
Πολύ γρήγορα ξεχώρισε για την οξυδέρκειά του, τις οργανωτικές του ικανότητες αλλά και την απεριόριστη φιλοδοξία του. Ο θείος του Ιουστίνος Α’, αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 518 ως το 527, τον είχε δίπλα του ως τον πιο στενό και έμπιστο συνεργάτη του. Τον υιοθέτησε και μάλιστα αυτός τον ονόμασε Πέτρο Σαββάτιο Ιουστινιανό. Αυτό το τελευταίο όνομα προτιμούσε να χρησιμοποιεί και με αυτό έμεινε στην ιστορία.
Στη διάρκεια της βασιλείας του θείου του, ο Ιουστινιανός απέκτησε διάφορα αξιώματα. Την άνοιξη του 527, ο Ιουστίνος τον ανακήρυξε Αύγουστο και συναυτοκράτορα. Η εξουσία πέρασε εξ ολοκλήρου στα χέρια του την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους, όταν πέθανε ο υπερήλικας θείος του. Ο ίδιος είχε στεφθεί αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη λίγους μήνες νωρίτερα.
Καθοριστικής σημασίας, όχι μόνο για τον Ιουστινιανό αλλά και για ολόκληρη την αυτοκρατορία, ήταν ο γάμος του με τη Θεοδώρα (το 525), μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής με… αμαρτωλό παρελθόν.
Ο Ιουστίνος και πολλοί άλλοι αντέδρασαν όταν έμαθαν για την πρόθεση του Ιουστινιανού να παντρευτεί τη Θεοδώρα, εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Η Θεοδώρα, μία από τις πλέον πολυσυζητημένες γυναίκες της βυζαντινής ιστορίας, επηρέασε αποφασιστικά τον Ιουστινιανό και του συμπαραστάθηκε στις πιο κρίσιμες στιγμές της βασιλείας του.
Ο Ιουστινιανός από την αρχή ως το τέλος της βασιλείας του, εμπνεόταν από δύο μεγάλες ιδέες: την ανασύσταση του ρωμαϊκού κράτους και την επικράτηση της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Ευτύχησε να έχει εξαιρετικούς συνεργάτες που πρωτοστάτησαν τόσο στην άσκηση της εσωτερικής πολιτικής, όσο και στη διεξαγωγή των μεγάλων πολέμων του σε Ανατολή και Δύση.
Οι στρατηγοί Βελισάριος και Ναρσής ηγήθηκαν στους πολέμους στη Δύση, ο Τριβωνιανός κωδικοποίησε το Δίκαιο, ο Ιωάννης Καππαδόκης εισήγαγε τα σπουδαία διοικητικά και φορολογικά μέτρα, ενώ οι Ανθέμιος και Ισίδωρος σχεδίασαν και έχτισαν την Αγία Σοφία, που αποτελεί για πολλούς το λαμπρότερο μνημείο της βυζαντινής ιστορίας. Εμπνευστής όλων αυτών όμως, ήταν ο Ιουστινιανός.
Η Στάση του Νίκα (532)
Πώς ο Ιουστινιανός έγινε αυτοκράτορας
Ο Ιουστινιανός Α’ γεννήθηκε στο Ταυρίσιο της Δαρδανίας (πιθανότατα κοντά στη σημερινή σερβική πόλη Νις) το 482. Γειτονικό χωριό, ήταν η Βεδερίανα, όπου είχε γεννηθεί ο θείος του Ιουστινιανού Ιουστίνος Α’, αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 518 ως το 527. Το αρχικό όνομα του Ιουστινιανού ήταν Πέτρος Σαββάτιος.
Πολύ μικρός εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Μαθήτευσε κοντά σε φημισμένους γραμματοδιδάσκαλους της εποχής του και έμαθε και την ελληνική γλώσσα, καθώς μητρική του ήταν η λατινική. Από νωρίς εντάχθηκε σε μία από τις μονάδες της αυτοκρατορικής φρουράς, τις «σχολές».
Πολύ γρήγορα ξεχώρισε για την οξυδέρκειά του, τις οργανωτικές του ικανότητες αλλά και την απεριόριστη φιλοδοξία του. Ο θείος του Ιουστίνος Α’, αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 518 ως το 527, τον είχε δίπλα του ως τον πιο στενό και έμπιστο συνεργάτη του. Τον υιοθέτησε και μάλιστα αυτός τον ονόμασε Πέτρο Σαββάτιο Ιουστινιανό. Αυτό το τελευταίο όνομα προτιμούσε να χρησιμοποιεί και με αυτό έμεινε στην ιστορία.
Στη διάρκεια της βασιλείας του θείου του, ο Ιουστινιανός απέκτησε διάφορα αξιώματα. Την άνοιξη του 527, ο Ιουστίνος τον ανακήρυξε Αύγουστο και συναυτοκράτορα. Η εξουσία πέρασε εξ ολοκλήρου στα χέρια του την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους, όταν πέθανε ο υπερήλικας θείος του. Ο ίδιος είχε στεφθεί αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη λίγους μήνες νωρίτερα.
Καθοριστικής σημασίας, όχι μόνο για τον Ιουστινιανό αλλά και για ολόκληρη την αυτοκρατορία, ήταν ο γάμος του με τη Θεοδώρα (το 525), μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής με… αμαρτωλό παρελθόν.
Ο Ιουστίνος και πολλοί άλλοι αντέδρασαν όταν έμαθαν για την πρόθεση του Ιουστινιανού να παντρευτεί τη Θεοδώρα, εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Η Θεοδώρα, μία από τις πλέον πολυσυζητημένες γυναίκες της βυζαντινής ιστορίας, επηρέασε αποφασιστικά τον Ιουστινιανό και του συμπαραστάθηκε στις πιο κρίσιμες στιγμές της βασιλείας του.
Ο Ιουστινιανός από την αρχή ως το τέλος της βασιλείας του, εμπνεόταν από δύο μεγάλες ιδέες: την ανασύσταση του ρωμαϊκού κράτους και την επικράτηση της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Ευτύχησε να έχει εξαιρετικούς συνεργάτες που πρωτοστάτησαν τόσο στην άσκηση της εσωτερικής πολιτικής, όσο και στη διεξαγωγή των μεγάλων πολέμων του σε Ανατολή και Δύση.
Οι στρατηγοί Βελισάριος και Ναρσής ηγήθηκαν στους πολέμους στη Δύση, ο Τριβωνιανός κωδικοποίησε το Δίκαιο, ο Ιωάννης Καππαδόκης εισήγαγε τα σπουδαία διοικητικά και φορολογικά μέτρα, ενώ οι Ανθέμιος και Ισίδωρος σχεδίασαν και έχτισαν την Αγία Σοφία, που αποτελεί για πολλούς το λαμπρότερο μνημείο της βυζαντινής ιστορίας. Εμπνευστής όλων αυτών όμως, ήταν ο Ιουστινιανός.
Η Στάση του Νίκα (532)
Από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, ο Ιουστινιανός σημείωσε στρατιωτικές επιτυχίες. Συγκεκριμένα, το 530, ο νεαρός, τότε, στρατηγός Βελισάριος με υποδιοικητή τον Ερμογένη, συγκέντρωσε δύναμη 25.000 ανδρών, το σύνολο σχεδόν του στρατού εκστρατείας της Ανατολής και κατέλαβε θέσεις έξω από το Δάρας (Αναστασιούπολη), στον δρόμο προς τη Νίσιβη. Οι Πέρσες, που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βυζάντιο από το 527 έστειλαν μεγαλύτερο στρατό, πιθανότατα 40.000 ανδρών. Στη μάχη του Δάρας, οι Βυζαντινοί νίκησαν και ενίσχυσαν τη διαπραγματευτική τους θέση.
Αλλά και ο στρατηγός Σίττας νίκησε τους Πέρσες στη Θεοδοσιούπολη της Αρμενίας. Το Βυζάντιο συμμάχησε με το αραβικό χριστιανικό βασίλειο των Γασανιδών ενώ την ίδια χρονιά οι Βυζαντινοί στρατηγοί Μούνδος και Χιλβούδιος, συνέτριψαν τους Βούλγαρους και τους Σλάβους.
Το 532, οι Βυζαντινοί υπέγραψαν ειρήνη με τους Πέρσες, γνωστή ως «αιώνια ειρήνη». Την ίδια χρονιά όμως, ο Ιουστινιανός ήρθε αντιμέτωπος με μια σοβαρή κρίση που ξέσπασε στην ίδια την Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για τη γνωστή «Στάση του Νίκα». Η ψυχραιμία και η αποφασιστικότητα της Θεοδώρας, ήταν αυτές που βοήθησαν τον Ιουστινιανό να αντιμετωπίσει τους στασιαστές.
Όλα ξεκίνησαν, όταν τον Ιανουάριο του 532, στη διάρκεια αθλητικών εκδηλώσεων στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, μια αποστολή Ελλήνων πλησίασε στο αυτοκρατορικό θεωρείο, διαμαρτυρόμενη μεγαλόφωνα για κοινωνικές διακρίσεις.
Ο Ιουστινιανός τους απείλησε με αυστηρή τιμωρία, ενώ οι Βένετοι, ο Δήμος (φατρία), στους οποίους έδειχνε συμπάθεια ο Ιουστινιανός, σηκώθηκαν απειλητικά για να υποστηρίξουν τον αυτοκράτορα. Η άλλη μεγάλη φατρία, ήταν οι Πράσινοι.
Ξέσπασαν οδομαχίες, τις οποίες οι Αρχές κατέστειλαν, συλλαμβάνοντας επτά υποκινητές των ταραχών κι από τις δύο φατρίες. Τέσσερις αποκεφαλίστηκαν, ο πέμπτος απαγχονίστηκε, ενώ η τριχιά κόπηκε στη διαδικασία απαγχονισμού των δύο τελευταίων, ενός Βένετου και ενός Πράσινου . Και οι δύο δραπέτευσαν και κατέφυγαν σε μια εκκλησία για προστασία. Παράλληλα οι Πράσινοι και οι Βένετοι ένωσαν τις δυνάμεις τους και ξεσήκωσαν μεγάλη λαϊκή εξέγερση, που υποκινήθηκε κι από τα χρόνια παράπονα της εργατικής τάξης για την υπερβολική φορολόγηση.
Σύντομα, οργισμένα πλήθη είχαν ελευθερώσει τους κρατούμενους στις φυλακές δολοφονώντας τους φρουρούς και είχαν πυρπολήσει τον ναό της Αγίας Σοφίας και ένα τμήμα του παλατιού του αυτοκράτορα. Από το σύνθημά τους ‘’Νίκα’’ η όλη εξέγερση έμεινε στην ιστορία ως ‘’Στάση του Νίκα’’. Οι πλούσιοι έτρεξαν να περάσουν στην άλλη πλευρά του Βοσπόρου για να σωθούν. Ο όχλος απαίτησε από τον Ιουστινιανό την απόλυση δύο αντιδημοφιλών υπουργών κάτι που έγινε. Κατόπιν ανακήρυξε ως νέο αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανιψιό του Αναστάσιου (αυτοκράτορα από το 491 ως το 518) και τον έβαλε να καθίσει στην τιμητική θέση στον Ιππόδρομο.
Ο Ιουστινιανός που είχε κρυφτεί μέσα στο παλάτι ετοιμαζόταν να φύγει από την Κωνσταντινούπολη. Καθοριστική ήταν η παρέμβαση της Θεοδώρας, η οποία του είπε ότι ‘’πώς μπορεί να επιτρέψει ένας αυτοκράτορας στον εαυτό του να γίνει φυγάς’’ και επίσης ότι πιθανότατα θα μετάνιωνε που δεν επέλεξε τον θάνατο. Σε ό,τι αφορούσε την ίδια: ‘’Εμέ γαρ τις και παλιός αρέσκει λόγος, ως καλόν εντάφιον η βασιλεία εστί’’, δηλαδή: ‘’Μου αρέσει ένα παλιό ρητό (που λέει) πως η βασιλεία (η πορφύρα) είναι το πιο αρχοντικό σάβανο’’. Ο Ιουστινιανός αναθάρρησε. Ζήτησε από τον στρατηγό Βελισάριο να αποκαταστήσει την τάξη. Πραγματικά ο Βελισάριος με τον στρατηγό Μούνδο συγκέντρωσαν όσα μισθοφορικά στρατεύματα μπορούσαν να βρουν και κινήθηκαν προς τον Ιππόδρομο. Την ίδια ώρα ο ευνούχος κουβικουλάριος του Ιουστινιανού και διοικητής της Αυτοκρατορικής Σωματοφυλακής Ναρσής έφραξε την είσοδο του Ιπποδρόμου μην επιτρέποντας σε κανέναν να βγει έξω. Ακολούθησε ένα από τα χειρότερα λουτρά αίματος στη βυζαντινή ιστορία.
Στις 18 Ιανουαρίου 532 περίπου 30.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν και τα πτώματα τους κάλυψαν τον στίβο των αρματοδρομιών και τα καθίσματα του σταδίου, ενώ η άμμος μούσκεψε από το αίμα.
Ο Υπάτιος έντρομος συνελήφθη. Ο Ιουστινιανός ήταν διατεθειμένος να του δώσει χάρη όμως η Θεοδώρα είχε άλλη άποψη… Ο άτυχος σφετεριστής εκτελέστηκε και το πτώμα του ρίχτηκε στη θάλασσα. Η αποτρόπαια σφαγή μέσα στον Ιππόδρομο είχε σαν αποτέλεσμα την προσωρινή εξόντωση των Πράσινων και των Βένετων, ενώ ανέβασε το κύρος του Ιουστινιανού στα μάτια της νομοταγούς πλειοψηφίας.
Να σημειώσουμε εδώ ότι εκτός από τους Πράσινους και τους Βένετους (ή Κυανούς ή Γαλάζιους) υπήρχαν δύο ακόμα Δήμοι, οι Ρούσιοι (Κόκκινοι) και οι Λευκοί, με σαφώς μικρότερη επιρροή όμως.
Οι πόλεμοι του Ιουστινιανού
Μετά τον τερματισμό των εσωτερικών ταραχών ο Ιουστινιανός αποφάσισε να αρχίσει την υλοποίηση των σχεδίων του. Την επέκταση της αυτοκρατορίας στα παλιά της όρια. Δεν ήταν όμως αυτό καθόλου εύκολο. Έπρεπε να ανακαταληφθεί η βόρεια Αφρική από τους Βάνδαλους, να εκδιωχθούν οι Οστρογότθοι από την Ιταλία και οι Βησιγότθοι από την Ισπανία και να εξουδετερωθούν οι Φράγκοι και οι Σάξονες στη Γαλατία και τη Βρετανία.
Ο βυζαντινός στρατός της εποχής αριθμούσε περίπου 200.000 άνδρες, οι οποίοι ήταν όλοι μισθοφόροι, καθώς η υποχρεωτική και καθολική θητεία για τους Βυζαντινούς είχε καταργηθεί έναν αιώνα πριν. Οι καλύτεροι από τους μισθοφόρους ήταν οι Μακεδόνες, οι Θράκες, οι Ίσαυροι και οι Αρμένιοι.
Την εποχή του Ιουστινιανού, φαίνεται ότι εμφανίζονται για πρώτη φορά οι θρυλικοί ακρίτες. Ήταν μεθοριακοί φρουροί, εγκατεστημένοι σε καίρια σημεία των συνόρων της αυτοκρατορίας, μαζί με τις οικογένειές τους, σε εδάφη που τους είχαν παραχωρηθεί από τον αυτοκράτορα. Είναι γνωστή η σπουδαιότητα που απέκτησαν για την άμυνα του Βυζαντίου οι ακρίτες, που έμειναν αθάνατοι μέσα από τα ακριτικά τραγούδια.
Εκτός από τον στρατό όμως, ο Ιουστινιανός έπρεπε να φροντίσει και για το ναυτικό. Ο Βυζαντινός στόλος είχε καταστραφεί από τους Βάνδαλους το 468 ανοιχτά της Καρχηδόνας και έπρεπε να κατασκευαστούν καινούργια πλοία. Από τις αρχές του 533, ξεκίνησε η δραστηριότητα στα ναυπηγεία του Κεράτιου Κόλπου. Σύντομα, 92 δρόμωνες και 500 μεταγωγικά πλοία, με επικεφαλής τον Βελισάριο ξεκίνησαν για τη Βόρεια Αφρική. Ήταν Ιούνιος του 533.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο Βελισάριος αποβιβάστηκε στην Καπούτβαδα της Βυζακίας και σε μία βδομάδα έφτασε κοντά στην Καρχηδόνα. Ο Γελίμερος, βασιλιάς των Βανδάλων, μόλις είχε πληροφορηθεί για την άφιξη των Βυζαντινών στη Β. Αφρική.
Στη σκληρή μάχη του Δέκιμου, οι Βυζαντινοί, χάρη κυρίως στο άγριο ουννικό ιππικό νίκησαν τους Βάνδαλους. Ο Γελίμερος διέφυγε και ο Βελισάριος με 15.000 στρατιώτες μπήκε πανηγυρικά στην Καρχηδόνα.
Ο Ιουστινιανός βιάστηκε να καλέσει τον Βελισάριο στην Κωνσταντινούπολη για τον γύρο του θριάμβου.
Ο Γελίμερος ανασύνταξε τις δυνάμεις του και τον Δεκέμβριο κινήθηκε για να ανακαταλάβει την Καρχηδόνα.
Ο Βελισάριος επέστρεψε εσπευσμένα στη Β. Αφρική.
Στη μάχη του Τρικάμαρου, 30 χλμ. δυτικά της Καρχηδόνας, οι Έλληνες και οι άλλοι μισθοφόροι του Βυζαντίου κατατρόπωσαν τους Βάνδαλους, στους οποίους έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα οι Ούννοι ιππείς. Ο Γελίμερος περιπλανήθηκε στην έρημο για αρκετές εβδομάδες. Όταν συνελήφθη και παρουσιάστηκε μπροστά στον Βελισάριο, το μόνο που έκανε, ήταν να γελά υστερικά…
Ο Βελισάριος, ηγήθηκε του θριάμβου στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 534. Στην πομπή των αιχμαλώτων, βρισκόταν ο Γελίμερος με τα μέλη της οικογένειάς του που είχαν επιζήσει, ενώ πλήθος άμαξες ήταν φορτωμένες με λεία από τις νίκες των Βυζαντινών. Ανάμεσα στα λάφυρα της Καρχηδόνας, ήταν η Επτάφωτος Λυχνία, η Μενοράχ και άλλα κειμήλια του ναού του Σολομώντα που πήρε στη Ρώμη ο Τίτος το 70 μ.Χ. μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ και τα μετέφερε στην Καρχηδόνα ο Γιζέριχος το 455.
Οι επικεφαλής της ιουδαϊκής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, πρότειναν στον Ιουστινιανό να επιστραφούν αυτά τα ιερά κειμήλια για τον ιουδαϊσμό στην Ιερουσαλήμ, κάτι που έγινε.
Ακολούθησε το επόμενο σχέδιο του Ιουστινιανού, η ανάκτηση της Ιταλίας. Παρά τις αντιρρήσεις του πάπα Αγαπητού Α’, ο Βελισάριος κατέλαβε αμαχητί τη Σικελία (535) και περνώντας τα στενά της Μεσσήνης αποβιβάστηκε στην ηπειρωτική Ιταλία. Κινήθηκε προς τον βορρά και κατέλαβε τη Νάπολη, ύστερα από πολιορκία τριών εβδομάδων , στέλνοντας 400 στρατιώτες να συρθούν μέσα από ένα παλιό υδραγωγό κάτω απ’ τα τείχη. Ο λαός και ο κλήρος της πόλης, αποθέωσαν τον Βελισάριο όταν μπήκε τον Δεκέμβριο του 536 πανηγυρικά σ’ αυτή. Η κατοχή της Νάπολης από τους Οστρογότθους, έλαβε τέλος.
Ωστόσο, τον επόμενο Μάρτιο, ο Οστρογότθους βασιλιάς Ουίτιγις, με 15.000 άνδρες πολιόρκησε τη Ρώμη, όπου υπήρχαν μόλις 5.000 Βυζαντινοί στρατιώτες. Η πολιορκία διήρκεσε ένα χρόνο, στη διάρκεια του οποίου ο Ουίτιγις έκοψε τον εφοδιασμό της Ρώμης σε τρόφιμα και νερό. Τον Φεβρουάριο του 538, ο Βυζαντινός στρατηγός Ιωάννης, επιτέθηκε και κατέλαβε τη Ραβένα, προπύργιο των Οστρογότθων, αναγκάζονταν τον Ουίτιγι να αποσυρθεί από τη Ρώμη. Λίγο αργότερα ο Ουίτιγις αιχμαλωτίστηκε στη Μουλβία Γέφυρα ενώ και ο Βελισάριος αντιμετώπισε με επιτυχία και τους Γότθους.
Σύντομα όμως, ο Βελισάριος, ο σπουδαίος αυτός στρατηγός, ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αρχίσει να γίνεται πολύ δημοφιλής και ο Ιουστινιανός φοβόταν μήπως του πάρει τον θρόνο.
Παράλληλα, ο Βελισάριος είχε να αντιμετωπίσει κι ένα προσωπικό πρόβλημα. Η σύζυγος του Αντωνίνα, στην οποία ήταν απόλυτα πιστός, είχε συνάψει σχέσεις, ενόσω αυτός έλειπε στην Ιταλία, με τον βαφτισιμιό τους Θεοδόσιο. Τελικά, το 542 το ζευγάρι συμφιλιώθηκε και ο Βελισάριος ανέκτησε τη χαμένη αυτοπεποίθησή του.
Η αυτοκρατορία όμως, από το 541 είχε να αντιμετωπίσει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, τη βουβωνική πανώλη. Εκδηλώθηκε στην Αίγυπτο, σάρωσε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μέσα σε μία μόνο μέρα, πέθαναν 16.000 άνθρωποι. Η πανώλη, συνέχισε να αποδεκατίζει τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας ως το 544.
Στην Κωνσταντινούπολη μόνο, 230.000 άνθρωποι, το 40% του πληθυσμού της έχασαν τη ζωή τους.
Ανάμεσα στα θύματά της ήταν και ο περίφημος νομομαθής Τριβωνιανός, ενώ και ο ίδιος ο Ιουστινιανός αρρώστησε βαριά για πολλές εβδομάδες και τις αυτοκρατορικές υποθέσεις χειριζόταν η Θεοδώρα.
Στο μεταξύ, οι Γότθοι είχαν νέο βασιλιά, τον Τωτίλα, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε την απουσία του Βελισάριου από την Ιταλία, νίκησε τους Βυζαντινούς στη Φαέντσα και τους εγκλώβισε στη Ρώμη, τη Νεάπολη και τη Ραβένα. Ο Βελισάριος, στάλθηκε ξανά από τον Ιουστινιανό στην Ιταλία, μαζί με τους στρατηγούς Ιωάννη και Ισαάκιο και το ιππικό των Ούννων.
Όμως ο Βέσσας, ο διοικητής της αυτοκρατορικής φρουράς στη Ρώμη, ήταν υπερβολικά αδρανής. Στις 17 Δεκεμβρίου 546, κάποιοι Ίσαυροι στρατιώτες που δεν ήταν πλέον πιστοί στον αυτοκράτορα, άνοιξαν τις πύλες της Ρώμης και 10.000 Γότθοι με επικεφαλής τον Τωτίλα, μπήκαν στην «αιώνια πόλη» και τη λεηλάτησαν. Ο Βελισάριος ανακατέλαβε τη Ρώμη, για τρία χρόνια όμως μόνο, καθώς οι Γότθοι και πάλι την κυρίευσαν. Το 549, ο Βελισάριος ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Τον ίδιο χρόνο, πέθανε από καρκίνο η Θεοδώρα, βυθίζοντας σε θλίψη τον Ιουστινιανό. Το 551, ο 70χρονος Ναρσής, που παρέμενε εξαιρετικός στρατιωτικός, στάλθηκε στην Ιταλία, επικεφαλής 35.000 ανδρών. Εκεί ενώθηκε με τις δυνάμεις του Ιωάννη.
Οι Βυζαντινοί νίκησαν τους Γότθους στην τοποθεσία των Βουσταγαλλώρων κοντά στη Ραβένα και ο Τωτίλας τραυματίστηκε θανάσιμα. Ο διάδοχός του Τεΐας, προσπάθησε να ανακόψει την προέλαση του Ναρσή, αλλά σκοτώθηκε σε μάχη κοντά στον Βεζούβιο.
Έτσι τερματίστηκε η γοτθική παρουσία στην Ιταλία. Ο Ναρσής μάλιστα, έγινε κυβερνήτης της Ρώμης. Ο Βελισάριος, ανακλήθηκε από την αποστρατεία το 559, για να αντιμετωπίσει μια εισβολή των Κουτριγούρων Ούννων στην Κωνσταντινούπολη, κάτι που έγινε. Παράλληλα, το Αναστασιανό Τείχος στη Σηλυμβρία, επισκευάστηκε. Οι νέες επιτυχίες του Βελισάριου, ξύπνησαν στον Ιουστινιανό τον φόβο ότι θα τον εκθρόνιζε και ο γενναίος και ικανότατος στρατηγός, βρέθηκε να αντιμετωπίζει κατηγορίες εσχάτης προδοσίας. Τελικά, ο Ιουστινιανός μετάνιωσε (πάλι…) και αφού τον αποκατέστησε, του έδωσε σύνταξη.
Σύμφωνα με ένα θρύλο, ο Βελισάριος κατάντησε να κάθεται στην Πινκιανή Πύλη της Ρώμης, τυφλός και με ένα δοχείο ζητιανιάς. Μάλλον όμως αυτό δεν ισχύει.
Το πιο πιθανό, είναι ότι έχτισε τον ναό της Αγίας Μαρίας στο Τρίβιο, όπου σε μια πέτρα αναγράφεται ότι χτίστηκε για εξιλέωση από ένα αμάρτημα, πιθανότατα για την εκθρόνιση του πάπα Σιλβέριου, επειδή δήθεν υποστήριζε τους Γότθους.
Στο άλλο μέτωπο, το ανατολικό, ο Ιουστινιανός είχε επίσης σημαντικά προβλήματα με τους Πέρσες.
Μετά τις αρχικές νίκες των Βελισάριου και Μούνδου, στις οποίες αναφερθήκαμε η επόμενη σύγκρουση Βυζαντινών και Περσών ξεκίνησε το 540, όταν ο Χοσρόης Α’, παραβιάζοντας την «αιώνια ειρήνη» (γνωστή και ως «απέραντο ειρήνη»), εισέβαλε στη Συρία, κατέστρεψε την Αντιόχεια και προχώρησε προς τις μεσογειακές ακτές. Από το 541 ως το 543, ο πόλεμος μεταφέρθηκε στη Λαζική, τη Μεσοποταμία και την Αρμενία. Το 545, υπογράφτηκε πενταετής ανακωχή, με την οποία οι Βυζαντινοί υποχρεώθηκαν να πληρώνουν υψηλότερο φόρο.
Στους όρους αυτούς, δεν συμπεριλαμβανόταν η Λαζική (η αρχαία Κολχίδα), από την οποία ξεκίνησε ο τρίτος πόλεμος με τους Πέρσες (549). Ο πόλεμος αυτός έληξε το 557, αφού οι Βυζαντινοί κατέλαβαν την αμφισβητούμενη περιοχή. Η νέα συνθήκη ειρήνης, υπογράφτηκε στο Δάρας της Μεσοποταμίας το 562, αφού οι Βυζαντινοί δέχτηκαν να καταβάλλουν υψηλότερους φόρους στους Πέρσες.
Το έργο του Ιουστινιανού στους άλλους τομείς
Το σημαντικότερο επίτευγμα της βασιλείας του Ιουστινιανού, ήταν η κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου. Ο «Κώδιξ», οι «Πανδέκτες» και οι «Εισηγήσεις» δημοσιεύτηκαν στη λατινική γλώσσα, ενώ οι περισσότερες «Νεαρές» στην ελληνική, που έγινε πλέον, μαζί με τη λατινική, επίσημη γλώσσα του κράτους. Η κωδικοποίηση του δικαίου οφείλεται στον Τριβωνιακό, ενώ ο επίσης νομικός Ιωάννης Καππαδόκης, εισήγαγε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στην οικονομική διοίκηση του κράτους.
Επίσης, ο Ιουστινιανός φρόντισε για την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Κατασκεύασε πολλά αμυντικά και οχυρωματικά έργα, αλλά και ανάκτορα, υδραγωγεία, λιμάνια, γέφυρες κλπ. Κορυφαίο του βέβαια δημιούργημα, ήταν η Αγία Σοφία της Κων/πολης, τα εγκαίνια της οποίας έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου 537.
Το 529, έκλεισε τη Σχολή των Αθηνών, το επίσημο κέντρο της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας και εθνικής παιδείας.
Παράλληλα, εκχριστιανίστηκαν πληθυσμοί της δυτικής Μικράς Ασίας, της Λυδίας, της Καρίας, Αιθιοπίας, Συρίας, Αιγύπτου, αλλά και βαρβαρικοί λαοί.
Το τέλος του Ιουστινιανού
Μετά τον θάνατο της Θεοδώρας, ο Ιουστινιανός έπεσε σε κατάθλιψη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε αφοσιωθεί σε θεολογικά ζητήματα. Χαρακτηρίζεται μάλιστα ως ένας «γέρος που δεν νοιαζόταν για τίποτα».
Τη νύχτα της 14ης Νοεμβρίου 565, υπέστη καρδιακή προσβολή. Ο μόνος που βρισκόταν μαζί του τότε, ήταν ο πραιπόσιτος του ιερού κουβουκλίου Καλλίνικος, ο οποίος είπε ότι ο Ιουστινιανός όρισε διάδοχό του τον ανιψιό του Φλάβιο Ιουστίνο.
Για τον Ιουστινιανό, έχουμε στη διάθεση μας μεγάλη βιβλιογραφία, όπου αναλύονται «σκοτεινές πτυχές» τον χαρακτήρα του. Ο Γίβων, γράφει χαρακτηριστικά ότι στα χρόνια του Ιουστινιανού 100 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ ο υμνητής του Προκόπιος, τον εκθέτει ανεπανόρθωτα στην «Απόκρυφη Ιστορία». Σίγουρα, ο Ιουστινιανός δεν ήταν άγιος. Όμως πέτυχε πολλά και σημαντικά και χάρη σ’ αυτόν, η Βυζαντινή αυτοκρατορία άρχισε να γίνεται ολοένα και περισσότερο ελληνική, στη γλώσσα και τον πολιτισμό.
Πηγές: ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
JOHN C. CARR, «Οι Πολεμιστές Αυτοκράτορες του Βυζαντίου», Εκδόσεις Ψυχογιός, 2016
JOHN HALDON, «ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ», Εκδόσεις Κωνσταντίνου Τουρίκη 2001
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ, «ΑΝΕΚΔΟΤΑ ή ΑΠΟΚΡΥΦΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ, 2010
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr