Γιάννης Πατίστας: Η ιστορία της ομορφιάς σε μία λέξη
02.04.2019
07:01
Πώς ο νεαρός από την Αίγινα θεμελίωσε στην Αθήνα τον απόλυτο ναό της ομορφιάς - Το ποδοπάτημα των πελατών στην Ευριπίδου, οι «θεές»-αισθητικοί, ο άγουρος έρωτας και ο γάμος στα 89, ο μοναχικός θάνατος στα 97 και η αναγέννηση ενός ονόματος-μύθος μέσα από τη νέα γενιά
Αρωμα λεβάντας σε ολόκληρο το σπίτι. Στο κομοδίνο ένα μπουκάλι «σανέλια», κλεφτές σταγόνες στους καρπούς και πίσω από τα αυτιά. Λίγο κραγιόν στα χείλη -«ξεπατίκωμα» στην παλάμη-, μια στάλα ρουζ στα μάγουλα, η φωνή της γιαγιάς: «Μα πόσο όμορφο είναι το κορίτσι μου!». Και ύστερα παιδικά λικνίσματα μπροστά σε ασπρόμαυρη οθόνη υπό τους ήχους μιας διαφήμισης, στον ρυθμό της γυναικείας σιλουέτας που πολλαπλασιάζεται μέσα σε κουτάκια: «Την επόμενη φορά που θα πάω στον «Πατίστα» θα σε πάρω μαζί μου κούκλα μου!».
Υπόσχεση. Εκπλήρωση. Χαρά ανείπωτη. Γιαγιά και εγγονή στον αριθμό 4 της οδού Ευριπίδου, στριμωγμένες ανάμεσα σε κόσμο, χαμένες στο σύμπαν της ομορφιάς, πνιγμένες σε μυρωδιά λεβάντας: «Κράτα σφιχτά το χέρι μου, παιδί μου! Φοβάμαι μη χαθείς... Να! Εκείνος εκεί στο βάθος, επάνω στη σκάλα, είναι ο κύριος Πατίστας. Σωστός τζέντλεμαν! Σαν σταρ του σινεμά δεν μοιάζει;». Δεν θυμάμαι πια. Η ενηλικίωση της μνήμης θολώνει τις εικόνες. Η μυρωδιά της λεβάντας ωστόσο είναι ακόμη εδώ, πιο έντονη από ποτέ.
Ετος 1915. Στο κέντρο της Αθήνας, επί της οδού Ευριπίδου, ένας άνδρας με καταγωγή από την Αίγινα, ο Κώστας Πατίστας, ανοίγει μια μικρή αποθήκη και πουλά χύμα κολόνιες, σαπούνια και οδοντόπαστες. Ο αδελφός της συζύγου του, ο Σπύρος, με σπουδές στο Παρίσι, κρατά στα χέρια του το know how της αρωματοποιίας, και έτσι η μεταμόρφωση της αποθήκης στο πρώτο αρωματοπωλείο της πόλης είναι θέμα χρόνου να πραγματοποιηθεί. Οσο περνάει ο καιρός η δουλειά πηγαίνει από το καλό στο καλύτερο, οι υποχρεώσεις ωστόσο είναι πολλές. Ο Κώστας και η σύζυγός του Κωνσταντίνα έχουν πέντε στόματα να θρέψουν: το μεγάλωμα των γιων τους, του Γιάννη, του Θανάση, του Γιώργου, του Ματούφα και του Βαγγέλη, απαιτεί σκληρή δουλειά και πολλές θυσίες. Δεν πρέπει τίποτα να λείψει στα παιδιά: ούτε το φαγητό, ούτε τα ρούχα, ούτε, κυρίως, η μόρφωση.
Ανάμεσα στ’ αγόρια ξεχωρίζει ο Γιάννης Πατίστας. Είναι πολύ όμορφος -σαν σταρ του σινεμά-, πολύ έξυπνος και ιδιαίτερα φιλόδοξος. Δεν θέλει να αφήσει τη ζωή του στα όρια της μετριότητας, ποθεί όσο τίποτε άλλο να την απογειώσει στους ουρανούς της επιτυχίας. Το πρώτο διαβατήριο μιας άλλης ζωής το λαμβάνει στα 22 του χρόνια ως απόφοιτος της Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (τη σημερινή ΑΣΟΕΕ) με τις πόρτες τραπεζών και υπουργείων να είναι ορθάνοιχτες για εκείνον. Δεν θα τις διαβεί ποτέ. Για τον Γιάννη Πατίστα η μεταμόρφωση του μικρού αρωματοπωλείου του πατέρα του σε ανάκτορο ομορφιάς μοιάζει με στοίχημα ζωής που μπορεί να κερδίσει...
Μια αυτοκρατορία γεννιέται
Ο νεαρός Γιάννης Πατίστας μπαίνει στην οικογενειακή επιχείρηση και δεν βγαίνει από αυτήν παρά ελάχιστες ώρες μέσα στη μέρα. Το μαγαζί γίνεται δεύτερο σπίτι του, η δουλειά η πιο πιστή ερωμένη του. Το 1950, στα 28 του χρόνια, η επιχείρηση αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς χάρη στη διορατικότητα και το επιχειρηματικό πνεύμα του. Δίπλα του, στέκουν δύο από τα αδέλφια του, ο Θανάσης και ο Γιώργος, μαζί μοιράζονται την επαγγελματική επιτυχία και την τεράστια αγάπη που τρέφει ο ένας για τον άλλον. Στα ράφια με τις χύμα κολόνιες παίρνουν θέση αρώματα από την Ελβετία, στα πόστα με τα καλλυντικά πανέμορφες αισθητικοί, στις τσάντες των γυναικών σετ μακιγιάζ με την υπογραφή της Max Factor και βιβλιαράκια με συμβουλές περιποίησης και φροντίδας «από το Α ως το Ω». Μέσα κι έξω από το κατάστημα με την επιγραφή «Πατίστας» επικρατεί σε καθημερινή βάση το αδιαχώρητο. Για να διανύσεις μια απόσταση τριών μέτρων χρειάζεσαι τουλάχιστον μισή ώρα (!), οι πόρτες κλείνουν από τον κόσμο, η Αστυνομία αναγκάζεται πολλές φορές να συγκρατήσει το πλήθος, ο Γιάννης Πατίστας φωνάζει από ένα μικρόφωνο στις πελάτισσες να προσέχουν τις τσάντες και τα προσωπικά τους αντικείμενα.
Στους δρόμους της Αθήνας υπάλληλοί του σέρνουν καρότσια οικοδομής γεμάτα από «ψιλά που μας έστελνε ο κυρ-Γιάννης να προμηθευτούμε από την Τράπεζα της Ελλάδος», στους αιθέρες, πάνω από τις παραλίες του Σουνίου, στην Κόρινθο και τη Βοιωτία, πετούν αεροπλάνα με πανό που φέρουν την επιγραφή «Φρέσκα καλλυντικά Πατίστας - Ευριπίδου 4», ο ουρανός της επιτυχίας αγκαζέ με τον γυναικείο θαυμασμό αποτελούν το μονοπώλιο του Πατίστα. «Δεν ξεχώρισα ποτέ καμιά γυναίκα. Είτε ήταν νοικοκυρά είτε επώνυμη έχαιρε της ίδιας αγάπης και φροντίδας από μένα. Από το μαγαζί πέρασε κόσμος και κοσμάκης. Η Μαίρη Κουάντ, η μεγαλύτερη επαναστάτρια στον χώρο της μόδας, “η κυρία μίνι”, αλλά και η Ελενα Ρουμπινστάιν, η αυτοκράτειρα της κοσμετολογίας. Επίσης, όλα τα υψηλά στελέχη των ευρωπαϊκών οίκων μόδας. Ολες οι διάσημες Ελληνίδες έγιναν πελάτισσες και φίλες μου. Από τον χώρο της πολιτικής, του θεάτρου, του σινεμά. Ποια να πρωτοθυμηθώ… Την Αλίκη Βουγουκλάκη, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τη Ζωή Λάσκαρη, τη Ρίκα Διαλυνά, την Αννα Φόνσου, την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, με την οποία μας συνέδεε βαθιά φιλία και η απώλειά της μου κόστισε πάρα πολύ. Τη λατρεμένη μου Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλεξάνδρα Λαδικού με την οποία είμαστε κουμπάροι και αγαπημένοι φίλοι, τη μία και μοναδική Ζωζώ Σαπουντζάκη», είχε πει πριν από πέντε χρόνια σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Από το μαγαζί της Ευριπίδου 4 δεν περνά μόνο ολόκληρη η Ελλάδα, αλλά και εταιρείες του εξωτερικού στις οποίες ο Γιάννης Πατίστας κλείνει την πόρτα μαζί με τη φράση «Δεν θέλω κανένα ξένο κεφάλαιο στο μαγαζί μου. Το τελευταίο είναι και θα παραμείνει ελληνικό», καθώς και εκπρόσωποι οίκων του εξωτερικού οι οποίοι δεν μπορούν να πιστέψουν ότι ένα μόνο κατάστημα καλλυντικών μπορεί να πουλήσει τέτοιον όγκο εμπορευμάτων. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, και συγκεκριμένα το 1976, ο Γιάννης Πατίστας αποφασίζει να επεκτείνει ακόμη περισσότερο την επιχείρησή του νοικιάζοντας ένα οίκημα μια ανάσα από εκείνο της Ευριπίδου 4. Το διώροφο κατάστημα της Ευριπίδου 2 με τα μαρμάρινα περίπτερα και τις αισθητικούς-μανεκέν μένει ζωντανό έως το 1998. Τη χρονιά εκείνη λήγει το μισθωτήριο και ο ιδιοκτήτης ζητά από τον Γιάννη Πατίστα περί τα 10 εκατ. δραχμές «αέρα» προκειμένου να του ανανεώσει το συμβόλαιο. Ο Πατίστας αποφασίζει να κρατήσει μόνο την Ευριπίδου 4 αγοράζοντας το οίκημα. Παρά τον ανταγωνισμό που απλώνεται γύρω του μέσα από την είσοδο στην αγορά νέων καταστημάτων καλλυντικών, πιστεύει ότι είναι και θα συνεχίσει για πολλά ακόμη χρόνια να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της ομορφιάς.
Ο πρώτος μεγάλος έρωτας του απόλυτου bon viveur
Στέλλα. Αυτό ήταν το όνομα του όμορφου κοριτσιού από την Αίγινα που ο Γιάννης Πατίστας γνώριζε από τα παιδικά του χρόνια, καθώς τα σπίτια τους βρίσκονταν το ένα πλάι στο άλλο. Eνα κορίτσι από τις καλύτερες οικογένειες του νησιού που με τα χρόνια μεταμορφώθηκε σε αληθινή κυρία. Παρότι οι δυο τους γνωρίζονταν μια ολόκληρη ζωή, το μεταξύ τους ειδύλλιο αναπτύχθηκε στις αρχές της τέταρτης δεκαετίας της ζωής τους όταν αμφότεροι είχαν βγει από έναν χωρισμό που τους κόστισε πολύ. Ο Γιάννης βρήκε παρηγοριά στα λόγια της Στέλλας, ένα στήριγμα που έδιωχνε μακριά τη λύπη της. Ετσι, οι δυο τους δεν άργησαν να γίνουν ζευγάρι και να οδηγηθούν το 1964 στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Παιδιά δεν απέκτησαν ποτέ.
Υπόσχεση. Εκπλήρωση. Χαρά ανείπωτη. Γιαγιά και εγγονή στον αριθμό 4 της οδού Ευριπίδου, στριμωγμένες ανάμεσα σε κόσμο, χαμένες στο σύμπαν της ομορφιάς, πνιγμένες σε μυρωδιά λεβάντας: «Κράτα σφιχτά το χέρι μου, παιδί μου! Φοβάμαι μη χαθείς... Να! Εκείνος εκεί στο βάθος, επάνω στη σκάλα, είναι ο κύριος Πατίστας. Σωστός τζέντλεμαν! Σαν σταρ του σινεμά δεν μοιάζει;». Δεν θυμάμαι πια. Η ενηλικίωση της μνήμης θολώνει τις εικόνες. Η μυρωδιά της λεβάντας ωστόσο είναι ακόμη εδώ, πιο έντονη από ποτέ.
Ετος 1915. Στο κέντρο της Αθήνας, επί της οδού Ευριπίδου, ένας άνδρας με καταγωγή από την Αίγινα, ο Κώστας Πατίστας, ανοίγει μια μικρή αποθήκη και πουλά χύμα κολόνιες, σαπούνια και οδοντόπαστες. Ο αδελφός της συζύγου του, ο Σπύρος, με σπουδές στο Παρίσι, κρατά στα χέρια του το know how της αρωματοποιίας, και έτσι η μεταμόρφωση της αποθήκης στο πρώτο αρωματοπωλείο της πόλης είναι θέμα χρόνου να πραγματοποιηθεί. Οσο περνάει ο καιρός η δουλειά πηγαίνει από το καλό στο καλύτερο, οι υποχρεώσεις ωστόσο είναι πολλές. Ο Κώστας και η σύζυγός του Κωνσταντίνα έχουν πέντε στόματα να θρέψουν: το μεγάλωμα των γιων τους, του Γιάννη, του Θανάση, του Γιώργου, του Ματούφα και του Βαγγέλη, απαιτεί σκληρή δουλειά και πολλές θυσίες. Δεν πρέπει τίποτα να λείψει στα παιδιά: ούτε το φαγητό, ούτε τα ρούχα, ούτε, κυρίως, η μόρφωση.
Ανάμεσα στ’ αγόρια ξεχωρίζει ο Γιάννης Πατίστας. Είναι πολύ όμορφος -σαν σταρ του σινεμά-, πολύ έξυπνος και ιδιαίτερα φιλόδοξος. Δεν θέλει να αφήσει τη ζωή του στα όρια της μετριότητας, ποθεί όσο τίποτε άλλο να την απογειώσει στους ουρανούς της επιτυχίας. Το πρώτο διαβατήριο μιας άλλης ζωής το λαμβάνει στα 22 του χρόνια ως απόφοιτος της Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (τη σημερινή ΑΣΟΕΕ) με τις πόρτες τραπεζών και υπουργείων να είναι ορθάνοιχτες για εκείνον. Δεν θα τις διαβεί ποτέ. Για τον Γιάννη Πατίστα η μεταμόρφωση του μικρού αρωματοπωλείου του πατέρα του σε ανάκτορο ομορφιάς μοιάζει με στοίχημα ζωής που μπορεί να κερδίσει...
Μια αυτοκρατορία γεννιέται
Ο νεαρός Γιάννης Πατίστας μπαίνει στην οικογενειακή επιχείρηση και δεν βγαίνει από αυτήν παρά ελάχιστες ώρες μέσα στη μέρα. Το μαγαζί γίνεται δεύτερο σπίτι του, η δουλειά η πιο πιστή ερωμένη του. Το 1950, στα 28 του χρόνια, η επιχείρηση αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς χάρη στη διορατικότητα και το επιχειρηματικό πνεύμα του. Δίπλα του, στέκουν δύο από τα αδέλφια του, ο Θανάσης και ο Γιώργος, μαζί μοιράζονται την επαγγελματική επιτυχία και την τεράστια αγάπη που τρέφει ο ένας για τον άλλον. Στα ράφια με τις χύμα κολόνιες παίρνουν θέση αρώματα από την Ελβετία, στα πόστα με τα καλλυντικά πανέμορφες αισθητικοί, στις τσάντες των γυναικών σετ μακιγιάζ με την υπογραφή της Max Factor και βιβλιαράκια με συμβουλές περιποίησης και φροντίδας «από το Α ως το Ω». Μέσα κι έξω από το κατάστημα με την επιγραφή «Πατίστας» επικρατεί σε καθημερινή βάση το αδιαχώρητο. Για να διανύσεις μια απόσταση τριών μέτρων χρειάζεσαι τουλάχιστον μισή ώρα (!), οι πόρτες κλείνουν από τον κόσμο, η Αστυνομία αναγκάζεται πολλές φορές να συγκρατήσει το πλήθος, ο Γιάννης Πατίστας φωνάζει από ένα μικρόφωνο στις πελάτισσες να προσέχουν τις τσάντες και τα προσωπικά τους αντικείμενα.
Στους δρόμους της Αθήνας υπάλληλοί του σέρνουν καρότσια οικοδομής γεμάτα από «ψιλά που μας έστελνε ο κυρ-Γιάννης να προμηθευτούμε από την Τράπεζα της Ελλάδος», στους αιθέρες, πάνω από τις παραλίες του Σουνίου, στην Κόρινθο και τη Βοιωτία, πετούν αεροπλάνα με πανό που φέρουν την επιγραφή «Φρέσκα καλλυντικά Πατίστας - Ευριπίδου 4», ο ουρανός της επιτυχίας αγκαζέ με τον γυναικείο θαυμασμό αποτελούν το μονοπώλιο του Πατίστα. «Δεν ξεχώρισα ποτέ καμιά γυναίκα. Είτε ήταν νοικοκυρά είτε επώνυμη έχαιρε της ίδιας αγάπης και φροντίδας από μένα. Από το μαγαζί πέρασε κόσμος και κοσμάκης. Η Μαίρη Κουάντ, η μεγαλύτερη επαναστάτρια στον χώρο της μόδας, “η κυρία μίνι”, αλλά και η Ελενα Ρουμπινστάιν, η αυτοκράτειρα της κοσμετολογίας. Επίσης, όλα τα υψηλά στελέχη των ευρωπαϊκών οίκων μόδας. Ολες οι διάσημες Ελληνίδες έγιναν πελάτισσες και φίλες μου. Από τον χώρο της πολιτικής, του θεάτρου, του σινεμά. Ποια να πρωτοθυμηθώ… Την Αλίκη Βουγουκλάκη, τη Ρένα Βλαχοπούλου, τη Ζωή Λάσκαρη, τη Ρίκα Διαλυνά, την Αννα Φόνσου, την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, με την οποία μας συνέδεε βαθιά φιλία και η απώλειά της μου κόστισε πάρα πολύ. Τη λατρεμένη μου Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλεξάνδρα Λαδικού με την οποία είμαστε κουμπάροι και αγαπημένοι φίλοι, τη μία και μοναδική Ζωζώ Σαπουντζάκη», είχε πει πριν από πέντε χρόνια σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.
Από το μαγαζί της Ευριπίδου 4 δεν περνά μόνο ολόκληρη η Ελλάδα, αλλά και εταιρείες του εξωτερικού στις οποίες ο Γιάννης Πατίστας κλείνει την πόρτα μαζί με τη φράση «Δεν θέλω κανένα ξένο κεφάλαιο στο μαγαζί μου. Το τελευταίο είναι και θα παραμείνει ελληνικό», καθώς και εκπρόσωποι οίκων του εξωτερικού οι οποίοι δεν μπορούν να πιστέψουν ότι ένα μόνο κατάστημα καλλυντικών μπορεί να πουλήσει τέτοιον όγκο εμπορευμάτων. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, και συγκεκριμένα το 1976, ο Γιάννης Πατίστας αποφασίζει να επεκτείνει ακόμη περισσότερο την επιχείρησή του νοικιάζοντας ένα οίκημα μια ανάσα από εκείνο της Ευριπίδου 4. Το διώροφο κατάστημα της Ευριπίδου 2 με τα μαρμάρινα περίπτερα και τις αισθητικούς-μανεκέν μένει ζωντανό έως το 1998. Τη χρονιά εκείνη λήγει το μισθωτήριο και ο ιδιοκτήτης ζητά από τον Γιάννη Πατίστα περί τα 10 εκατ. δραχμές «αέρα» προκειμένου να του ανανεώσει το συμβόλαιο. Ο Πατίστας αποφασίζει να κρατήσει μόνο την Ευριπίδου 4 αγοράζοντας το οίκημα. Παρά τον ανταγωνισμό που απλώνεται γύρω του μέσα από την είσοδο στην αγορά νέων καταστημάτων καλλυντικών, πιστεύει ότι είναι και θα συνεχίσει για πολλά ακόμη χρόνια να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της ομορφιάς.
Ο πρώτος μεγάλος έρωτας του απόλυτου bon viveur
Στέλλα. Αυτό ήταν το όνομα του όμορφου κοριτσιού από την Αίγινα που ο Γιάννης Πατίστας γνώριζε από τα παιδικά του χρόνια, καθώς τα σπίτια τους βρίσκονταν το ένα πλάι στο άλλο. Eνα κορίτσι από τις καλύτερες οικογένειες του νησιού που με τα χρόνια μεταμορφώθηκε σε αληθινή κυρία. Παρότι οι δυο τους γνωρίζονταν μια ολόκληρη ζωή, το μεταξύ τους ειδύλλιο αναπτύχθηκε στις αρχές της τέταρτης δεκαετίας της ζωής τους όταν αμφότεροι είχαν βγει από έναν χωρισμό που τους κόστισε πολύ. Ο Γιάννης βρήκε παρηγοριά στα λόγια της Στέλλας, ένα στήριγμα που έδιωχνε μακριά τη λύπη της. Ετσι, οι δυο τους δεν άργησαν να γίνουν ζευγάρι και να οδηγηθούν το 1964 στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Παιδιά δεν απέκτησαν ποτέ.
Οι υποχρεώσεις τους ήταν τέτοιες που δεν θα τους επέτρεπαν να σταθούν όσο επιθυμούσαν δίπλα σε ένα παιδί, κι έτσι το τελευταίο δεν ήρθε ποτέ. Ο Γιάννης βρισκόταν από τις 6 το πρωί έως και αργά το βράδυ στη δουλειά, η Στέλλα εργαζόταν ως φιλόλογος σε ελληνογαλλικό σχολείο φτάνοντας μέχρι και τη θέση της διευθύντριας, οι απαιτήσεις της ήδη διαμορφωμένης καθημερινότητάς τους αμέτρητες. Οσοι γνώρισαν από κοντά την πρώτη σύζυγο του Γιάννη Πατίστα κάνουν λόγο για μια ξεχωριστή γυναίκα που δεν ανακατεύτηκε ποτέ στη δουλειά του συζύγου της, για μια φιγούρα που στάθηκε με διακριτικότητα και μοναδική αξιοπρέπεια στο πλευρό του επί 47 ολόκληρα χρόνια: «Κυρία με το κάπα κεφαλαίο. Αυτή ήταν η Στέλλα», λέει πρόσωπο από το στενό περιβάλλον του ζευγαριού και συνεχίζει: «Ποτέ δεν ερχόταν στο μαγαζί να επιτηρήσει τον λάτρη του γυναικείου φύλου Γιάννη Πατίστα, ουδέποτε έκανε σκηνές ζήλιας, πάντοτε έλεγε πως η γυναίκα οφείλει να είναι μακριά από τη δουλειά του άνδρα της και ο άνδρας μακριά από εκείνη της γυναίκας».
Τα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου του το ζευγάρι ζει σε ένα δυάρι στον Αγιο Νικόλαο, για να μετακομίσει εν συνεχεία σε ένα διαμέρισμα στην Πατησίων κι από εκεί σε μια ιδιόκτητη βίλα στην Εκάλη. Εκεί η Στέλλα, όταν δεν διαβάζει, φροντίζει τον κήπο της και περιμένει πάντα τον Γιάννη της να επιστρέψει από τη δουλειά. Ο bon viveur των Αθηνών αγαπά τα καλά ταβερνάκια και τα ψαγμένα ρεστοράν, τα ταξίδια που πάντα αναβάλλονταν λόγω δουλειάς, τον καπνό του τσιγάρου του που ποτέ δεν έσβηνε, το ακριβό ουίσκι, τους ανθρώπους με χιούμορ και το εκπληκτικό εξοχικό με τους πελαργούς που είχε φτιάξει στο Ξυλόκαστρο, ακριβώς επάνω στη θάλασσα. Μεγάλες του αδυναμίες, οι ωραίες γυναίκες, οι «λύκοι» του και ο εγγονός του αδελφού του Γιώργου, ο 37χρονος σήμερα Γιώργος Πατίστας, συνεχιστής του ονόματος του διάσημου παππού.
Ο νέος Πατίστας, ο δεύτερος γάμος και η απόλυτη απουσία
Στο πρόσωπο του νεαρού Γιώργου Πατίστα, απόφοιτου Διοίκησης Οικονομίας, ο Γιάννης Πατίστας αντικρίζει τα περασμένα νιάτα του και τον νου που τον έχρισε ως έναν από τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες της χώρας. Ο μικρός λατρεύει τη δουλειά στο μαγαζί της Ευριπίδου, ο παππούς δεν τον αφήνει στιγμή από τα μάτια του, του λέει πως όταν μεγαλώσει θα γίνει «ο καλύτερος Πατίστας όλων». Ο Γιώργος εργάζεται αρχικά σε κάποιες μεγάλες εταιρείες, για να μπει στη συνέχεια στην οικογενειακή επιχείρηση ανοίγοντας το 2010 το δικό του κατάστημα στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων: «Δεν γινόταν να είμαστε τρεις γενιές στο κατάστημα της Ευριπίδου», λέει ο Γιώργος Πατίστας και συνεχίζει: «Διαφορετικά μυαλά, άλλες νοοτροπίες κι άλλα σχέδια όσον αφορά στο αύριο της δουλειάς μας. Με τις ευλογίες του παππού Γιάννη και του πατέρα μου άνοιξα λοιπόν το κατάστημα των Αγίων Αναργύρων. Εκείνη την περίοδο ο θείος μου είχε κάνει κι ένα τύπου franchise, το οποίο όμως δεν τράβηξε».
Το 2011 ο Γιάννης Πατίστας χάνει τη σύζυγό του, Στέλλα. Είναι πλέον 89 ετών: «Σχεδόν είκοσι ημέρες μετά τον θάνατο της γιαγιάς, ο παππούς ξαναπαντρεύτηκε μία κυρία η οποία εργαζόταν επί σειρά ετών ως αισθητικός στο κατάστημα της Ευριπίδου, την κυρία Λίτσα. Την περνούσε πολλά χρόνια, πάνω από 35, αλλά ο έρωτας ισοπεδώνει κάθε διαφορά ηλικίας», λέει ο Γιώργος και συνεχίζει: «Εκείνη την περίοδο η επιχείρηση άρχισε να φθίνει με αποτέλεσμα να κλείσει έναν χρόνο μετά. Το σπίτι στην Εκάλη πουλήθηκε, ενώ το μαγαζί της Ευριπίδου παραχωρήθηκε το 2012 σε έναν καταπληκτικό επαγγελματία του χώρου, τον κ. Χρήστο Πολυκάρπη, ο οποίος διατηρεί μέχρι σήμερα το όνομα, το σήμα και το λογότυπο Πατίστας. Με τον Χρήστο και με ακόμη έναν συνεταίρο πορευόμαστε πλέον από κοινού σαν τα τρία μαγαζιά της Ευριπίδου, των Αγίων Αναργύρων και του Γαλατσίου να αποτελούν μία και μοναδική επιχείρηση. Την αγαπώ πολύ αυτή τη δουλειά και για να είμαι όσο περισσότερο συνεπής γίνεται απέναντι στις γυναίκες τελείωσα πρόσφατα και μία σχολή μακιγιάζ. Οχι.
Τα τελευταία επτά χρόνια δεν τον είχα δει τον παππού, ούτε είχα μιλήσει μαζί του. Ηξερα ότι ζει σε κάποιο ξενοδοχείο στην Πάρο, αγαπημένο προορισμό της δεύτερης συζύγου του, και ότι τα δύο τελευταία χρόνια είχε καταπέσει πολύ. Οσες φορές προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, η Λίτσα μού έλεγε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει, πως θα μου τηλεφωνούσε αργότερα. Δεν έγινε ποτέ. Τον θάνατό του τον πληροφορηθήκαμε αργά και έτσι δεν μπορέσαμε να παραβρεθούμε στην κηδεία του που έγινε στην Πάρο. Τουλάχιστον, είχε δίπλα του τη Λίτσα, η οποία τήρησε και με το παραπάνω τα λόγια που της είχα πει κάποτε: “Σε παρακαλώ, να μείνεις πλάι στον παππού μέχρι το τέλος της ζωής του”».
Τα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου του το ζευγάρι ζει σε ένα δυάρι στον Αγιο Νικόλαο, για να μετακομίσει εν συνεχεία σε ένα διαμέρισμα στην Πατησίων κι από εκεί σε μια ιδιόκτητη βίλα στην Εκάλη. Εκεί η Στέλλα, όταν δεν διαβάζει, φροντίζει τον κήπο της και περιμένει πάντα τον Γιάννη της να επιστρέψει από τη δουλειά. Ο bon viveur των Αθηνών αγαπά τα καλά ταβερνάκια και τα ψαγμένα ρεστοράν, τα ταξίδια που πάντα αναβάλλονταν λόγω δουλειάς, τον καπνό του τσιγάρου του που ποτέ δεν έσβηνε, το ακριβό ουίσκι, τους ανθρώπους με χιούμορ και το εκπληκτικό εξοχικό με τους πελαργούς που είχε φτιάξει στο Ξυλόκαστρο, ακριβώς επάνω στη θάλασσα. Μεγάλες του αδυναμίες, οι ωραίες γυναίκες, οι «λύκοι» του και ο εγγονός του αδελφού του Γιώργου, ο 37χρονος σήμερα Γιώργος Πατίστας, συνεχιστής του ονόματος του διάσημου παππού.
Ο νέος Πατίστας, ο δεύτερος γάμος και η απόλυτη απουσία
Στο πρόσωπο του νεαρού Γιώργου Πατίστα, απόφοιτου Διοίκησης Οικονομίας, ο Γιάννης Πατίστας αντικρίζει τα περασμένα νιάτα του και τον νου που τον έχρισε ως έναν από τους πιο επιτυχημένους επιχειρηματίες της χώρας. Ο μικρός λατρεύει τη δουλειά στο μαγαζί της Ευριπίδου, ο παππούς δεν τον αφήνει στιγμή από τα μάτια του, του λέει πως όταν μεγαλώσει θα γίνει «ο καλύτερος Πατίστας όλων». Ο Γιώργος εργάζεται αρχικά σε κάποιες μεγάλες εταιρείες, για να μπει στη συνέχεια στην οικογενειακή επιχείρηση ανοίγοντας το 2010 το δικό του κατάστημα στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων: «Δεν γινόταν να είμαστε τρεις γενιές στο κατάστημα της Ευριπίδου», λέει ο Γιώργος Πατίστας και συνεχίζει: «Διαφορετικά μυαλά, άλλες νοοτροπίες κι άλλα σχέδια όσον αφορά στο αύριο της δουλειάς μας. Με τις ευλογίες του παππού Γιάννη και του πατέρα μου άνοιξα λοιπόν το κατάστημα των Αγίων Αναργύρων. Εκείνη την περίοδο ο θείος μου είχε κάνει κι ένα τύπου franchise, το οποίο όμως δεν τράβηξε».
Το 2011 ο Γιάννης Πατίστας χάνει τη σύζυγό του, Στέλλα. Είναι πλέον 89 ετών: «Σχεδόν είκοσι ημέρες μετά τον θάνατο της γιαγιάς, ο παππούς ξαναπαντρεύτηκε μία κυρία η οποία εργαζόταν επί σειρά ετών ως αισθητικός στο κατάστημα της Ευριπίδου, την κυρία Λίτσα. Την περνούσε πολλά χρόνια, πάνω από 35, αλλά ο έρωτας ισοπεδώνει κάθε διαφορά ηλικίας», λέει ο Γιώργος και συνεχίζει: «Εκείνη την περίοδο η επιχείρηση άρχισε να φθίνει με αποτέλεσμα να κλείσει έναν χρόνο μετά. Το σπίτι στην Εκάλη πουλήθηκε, ενώ το μαγαζί της Ευριπίδου παραχωρήθηκε το 2012 σε έναν καταπληκτικό επαγγελματία του χώρου, τον κ. Χρήστο Πολυκάρπη, ο οποίος διατηρεί μέχρι σήμερα το όνομα, το σήμα και το λογότυπο Πατίστας. Με τον Χρήστο και με ακόμη έναν συνεταίρο πορευόμαστε πλέον από κοινού σαν τα τρία μαγαζιά της Ευριπίδου, των Αγίων Αναργύρων και του Γαλατσίου να αποτελούν μία και μοναδική επιχείρηση. Την αγαπώ πολύ αυτή τη δουλειά και για να είμαι όσο περισσότερο συνεπής γίνεται απέναντι στις γυναίκες τελείωσα πρόσφατα και μία σχολή μακιγιάζ. Οχι.
Τα τελευταία επτά χρόνια δεν τον είχα δει τον παππού, ούτε είχα μιλήσει μαζί του. Ηξερα ότι ζει σε κάποιο ξενοδοχείο στην Πάρο, αγαπημένο προορισμό της δεύτερης συζύγου του, και ότι τα δύο τελευταία χρόνια είχε καταπέσει πολύ. Οσες φορές προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, η Λίτσα μού έλεγε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει, πως θα μου τηλεφωνούσε αργότερα. Δεν έγινε ποτέ. Τον θάνατό του τον πληροφορηθήκαμε αργά και έτσι δεν μπορέσαμε να παραβρεθούμε στην κηδεία του που έγινε στην Πάρο. Τουλάχιστον, είχε δίπλα του τη Λίτσα, η οποία τήρησε και με το παραπάνω τα λόγια που της είχα πει κάποτε: “Σε παρακαλώ, να μείνεις πλάι στον παππού μέχρι το τέλος της ζωής του”».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr