Νίκι Λάουντα: Γκάζια στον παράδεισο με τον Χαντ και τον Σένα
29.05.2019
13:06
Ο θρύλος των Γκραν Πρι, που πριν από 43 χρόνια επέστρεψε από την άβυσσο και έγινε πρότυπο θάρρους και γενναιότητας, πέθανε σε ηλικία 70 ετών αφήνοντας παρακαταθήκη ένα μοναδικό μάθημα ζωής και μεγάλης καρδιάς
Ηταν ένας άνθρωπος χωρίς ίχνος ναρκισσισμού. Απλός, προσηνής, καταδεκτικός. Και ας ήταν εθνικός ήρωας για τη χώρα του, ένας θρύλος στις παγκόσμιες πίστες της Formula 1 και το πιο διάσημο τέκνο της βιεννέζικης γης μετά τον Μότσαρτ. Ετυχε να τον συναντήσω προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80, κάνα δυο χρόνια αφότου εγκατέλειψε τους αγώνες. Είχε φτάσει στα τέλη της τουριστικής σεζόν στη Σκιάθο, όπου η αεροπορική εταιρεία του, η Lauda Air, εκτελούσε τότε καθημερινές πτήσεις τσάρτερ προς και από το συγκεκριμένο νησί των Σποράδων. Δεν έπιανε το μάτι κανενός ότι η μικροκαμωμένη αλλά νευρώδης φιγούρα, ηλικιακά κοντά στα 40, με ύψος το πολύ 1,70, βαριά 65 κιλά, ανήκε σε μια μεγαλοφυΐα του μηχανοκίνητου αθλητισμού.
Επρεπε να επικεντρωθεί κανείς στο πρόσωπο αυτού του γαλανομάτη άντρα -με το άχαρο μπεζ μπουφάν, το φαρδύ τζιν παντελόνι αγορασμένο σαν από το πανέρι και το κόκκινο καπελάκι του μπέιζμπολ με το λογότυπο της Parmalat φορεμένο νυχτιάτικα στο κεφάλι- για να αναγνωρίσει έναν βιρτουόζο της οδήγησης στα όρια που έγραψε Ιστορία με τρία παγκόσμια πρωταθλήματα στην F1, δύο φορές στο τιμόνι του μονοθεσίου της Ferrari και μια σε εκείνο -στα 35 του- της McLaren. Ηταν αυτό το φρικτά παραμορφωμένο πρόσωπό του -με ουλές γύρω από τα δίχως φρύδια και τσίνορα μάτια και μεγάλους ανοιχτόχρωμους λεκέδες στο δέρμα από εγκαύματα τρίτου βαθμού- που αποτύπωνε πάνω του το κουράγιο, τον αγώνα και το πάθος ενός μαχητή της ζωής. Μια πρόσοψη γενναιότητας που γινόταν ακόμη πιο ξεχωριστή επειδή ο ίδιος είχε τολμηρά αρνηθεί να υποβληθεί σε αισθητική χειρουργική επέμβαση. Στον καθρέφτη του ίσως ήθελε να βλέπει ανεξίτηλα τα σημάδια του ανθρώπου που κορόιδεψε τον χάρο.
Εκείνο το απόβραδο καθόταν διακριτικά στην αυλή μιας ταβέρνας, του «Καρνάγιου» ίσως, στο λιμάνι της πόλης του Παπαδιαμάντη. Δίπλα του η κομψή Αμερικανίδα, πρώην μοντέλο, σύζυγος του Μαρλέν Κνάους, απέναντί τους ένας-δυο ταξιδιωτικοί πράκτορες καθώς και ο καπετάνιος του αεροσκάφους του. Αναπάντεχα πώς, μαζί με έναν φίλο βρεθήκαμε -συνεσταλμένοι, με σεβασμό και με περίσσιο δέος- στο τραπέζι της μικρής παρέας. Μεγάλη μας τιμή που από απόσταση ενάμισι μέτρου αντικρίζαμε έναν ζωντανό μύθο των Γκραν Πρι. Και ταυτόχρονα, μέσα στην αμηχανία μας, πέφταμε από τα σύννεφα καθώς όσα ξέραμε γι’ αυτόν από τον Τύπο της εποχής, ως το απόλυτα μεθοδικό, αυστηρά πειθαρχημένο και ψυχρό υπολογιστικό ρομπότ διαλυόταν με ριπές σαν την άπνοια από τη δροσερή νυχτερινή ανάσα της θάλασσας. Μπροστά μας χαλαρός, καμουφλάροντας μάλλον τη διαρκή του εγρήγορση, ένας εκτός κόκπιτ Νίκι Λάουντα ξεδίπλωνε με χαρισματική αμεσότητα τη ζεστή του ιδιοσυγκρασία. Δεν έπινε γουλιά κρασί, αλλά διηγούνταν ακομπλεξάριστα και με ευφράδεια στα, φιλτραρισμένα από την αυστριακή προφορά του, αγγλικά διάφορα περιστατικά. Αλλα ανάλαφρα με ακρίβειά στην περιγραφή και άλλα σοβαρότερα με ένα αλλόκοτα στωικό χιούμορ.
Διηγήθηκε πώς ξεκίνησε το 1979, όταν διέκοψε για μια τριετία τους αγώνες, την εταιρεία αεροταξί και κατόπιν τσάρτερ με δύο μικρά ολλανδικά αεροσκάφη Fokker, τα οποία ο ίδιος συχνά πιλοτάριζε. Για το πώς κατάφερε να σπάσει το μονοπώλιο των αερομεταφορών που κατείχε ως τότε η κρατική Austrian Airlines. Παρέλειψε ως μάλλον περιττή την αναφορά στη συμπαράσταση του τότε καγκελαρίου της Αυστρίας Μπρούνο Κράισκι για να πάρει τις απαιτούμενες άδειες διεθνών πτήσεων. Δεν ήταν, όμως, αυτό το κυρίαρχο που ζητούσε να μάθει από τα χείλη του το περιορισμένο ακροατήριο εκείνης της αξέχαστης βραδιάς, σε μια εποχή όπου δεν υπήρχαν κινητά και selfies για να απαθανατιστεί ως ανάμνηση. Ως έξυπνος άνθρωπος, προικισμένος και με συναισθηματική ευφυΐα, μετέφερε με ευελιξία την αφήγηση από το επιχειρηματικο-οικονομικό στο αθλητικο-αγωνιστικό. Εξιστόρησε μέσα σε θυμηδία το πώς του έστελνε κάθε Χριστούγεννα ιδιόχειρες, υπογεγραμμένες με μπλε μελάνι, ευχετήριες κάρτες ο γερο-Εντσο Φεράρι και ότι του τις έκοψε μαχαίρι θυμωμένος όταν μετακόμισε από τη Scuderia του Μαρανέλο στην Brabham του Μπέρνι Eκλεστον. Πρόσθεσε και μια πινελιά έντασης και σθένους από έναν αγώνα, ανάμεσα στους 171 που είχε συμμετάσχει στην καριέρα του, στην Ισπανία όταν έχασε στο τσακ την καρό σημαία επειδή πριν από τον αγώνα είχε σπάσει τρία πλευρά μετά από πτώση από το τρακτέρ του στο σπίτι του στην Αυστρία.
Τελικά αποχαιρέτησε χαμογελαστός την ομήγυρη της σκιαθίτικης ταβέρνας καθώς την επομένη επέστρεφε στη Αυστρία, μια και οι μικροί γιοι του Ματίας και Λούκας είχαν ξεκινήσει το σχολείο, κι εμείς μείναμε σκλαβωμένοι από μια πληθωρικά θερμή προσωπικότητα που αδίκως τη φανταζόμασταν πιο κρύα και από τις χιονισμένες Αλπεις. Είχαμε μάθει, απρόοπτα μεν αλλά εκ του σύνεγγυς, ότι ο «αρουραίος» (The Rat), όπως τον αποκαλούσαν περιπαιχτικά εξαιτίας του μακρόστενου προσώπου και των πεταχτών κοπτήρων της οδοντοστοιχίας του, ήταν πολλά παραπάνω από έναν πεισματάρη survivor μιας τρομακτικά δραματικής συντριβής.
Στις μπαριέρες με 200 χλμ./ώρα
Επρεπε να επικεντρωθεί κανείς στο πρόσωπο αυτού του γαλανομάτη άντρα -με το άχαρο μπεζ μπουφάν, το φαρδύ τζιν παντελόνι αγορασμένο σαν από το πανέρι και το κόκκινο καπελάκι του μπέιζμπολ με το λογότυπο της Parmalat φορεμένο νυχτιάτικα στο κεφάλι- για να αναγνωρίσει έναν βιρτουόζο της οδήγησης στα όρια που έγραψε Ιστορία με τρία παγκόσμια πρωταθλήματα στην F1, δύο φορές στο τιμόνι του μονοθεσίου της Ferrari και μια σε εκείνο -στα 35 του- της McLaren. Ηταν αυτό το φρικτά παραμορφωμένο πρόσωπό του -με ουλές γύρω από τα δίχως φρύδια και τσίνορα μάτια και μεγάλους ανοιχτόχρωμους λεκέδες στο δέρμα από εγκαύματα τρίτου βαθμού- που αποτύπωνε πάνω του το κουράγιο, τον αγώνα και το πάθος ενός μαχητή της ζωής. Μια πρόσοψη γενναιότητας που γινόταν ακόμη πιο ξεχωριστή επειδή ο ίδιος είχε τολμηρά αρνηθεί να υποβληθεί σε αισθητική χειρουργική επέμβαση. Στον καθρέφτη του ίσως ήθελε να βλέπει ανεξίτηλα τα σημάδια του ανθρώπου που κορόιδεψε τον χάρο.
Εκείνο το απόβραδο καθόταν διακριτικά στην αυλή μιας ταβέρνας, του «Καρνάγιου» ίσως, στο λιμάνι της πόλης του Παπαδιαμάντη. Δίπλα του η κομψή Αμερικανίδα, πρώην μοντέλο, σύζυγος του Μαρλέν Κνάους, απέναντί τους ένας-δυο ταξιδιωτικοί πράκτορες καθώς και ο καπετάνιος του αεροσκάφους του. Αναπάντεχα πώς, μαζί με έναν φίλο βρεθήκαμε -συνεσταλμένοι, με σεβασμό και με περίσσιο δέος- στο τραπέζι της μικρής παρέας. Μεγάλη μας τιμή που από απόσταση ενάμισι μέτρου αντικρίζαμε έναν ζωντανό μύθο των Γκραν Πρι. Και ταυτόχρονα, μέσα στην αμηχανία μας, πέφταμε από τα σύννεφα καθώς όσα ξέραμε γι’ αυτόν από τον Τύπο της εποχής, ως το απόλυτα μεθοδικό, αυστηρά πειθαρχημένο και ψυχρό υπολογιστικό ρομπότ διαλυόταν με ριπές σαν την άπνοια από τη δροσερή νυχτερινή ανάσα της θάλασσας. Μπροστά μας χαλαρός, καμουφλάροντας μάλλον τη διαρκή του εγρήγορση, ένας εκτός κόκπιτ Νίκι Λάουντα ξεδίπλωνε με χαρισματική αμεσότητα τη ζεστή του ιδιοσυγκρασία. Δεν έπινε γουλιά κρασί, αλλά διηγούνταν ακομπλεξάριστα και με ευφράδεια στα, φιλτραρισμένα από την αυστριακή προφορά του, αγγλικά διάφορα περιστατικά. Αλλα ανάλαφρα με ακρίβειά στην περιγραφή και άλλα σοβαρότερα με ένα αλλόκοτα στωικό χιούμορ.
Διηγήθηκε πώς ξεκίνησε το 1979, όταν διέκοψε για μια τριετία τους αγώνες, την εταιρεία αεροταξί και κατόπιν τσάρτερ με δύο μικρά ολλανδικά αεροσκάφη Fokker, τα οποία ο ίδιος συχνά πιλοτάριζε. Για το πώς κατάφερε να σπάσει το μονοπώλιο των αερομεταφορών που κατείχε ως τότε η κρατική Austrian Airlines. Παρέλειψε ως μάλλον περιττή την αναφορά στη συμπαράσταση του τότε καγκελαρίου της Αυστρίας Μπρούνο Κράισκι για να πάρει τις απαιτούμενες άδειες διεθνών πτήσεων. Δεν ήταν, όμως, αυτό το κυρίαρχο που ζητούσε να μάθει από τα χείλη του το περιορισμένο ακροατήριο εκείνης της αξέχαστης βραδιάς, σε μια εποχή όπου δεν υπήρχαν κινητά και selfies για να απαθανατιστεί ως ανάμνηση. Ως έξυπνος άνθρωπος, προικισμένος και με συναισθηματική ευφυΐα, μετέφερε με ευελιξία την αφήγηση από το επιχειρηματικο-οικονομικό στο αθλητικο-αγωνιστικό. Εξιστόρησε μέσα σε θυμηδία το πώς του έστελνε κάθε Χριστούγεννα ιδιόχειρες, υπογεγραμμένες με μπλε μελάνι, ευχετήριες κάρτες ο γερο-Εντσο Φεράρι και ότι του τις έκοψε μαχαίρι θυμωμένος όταν μετακόμισε από τη Scuderia του Μαρανέλο στην Brabham του Μπέρνι Eκλεστον. Πρόσθεσε και μια πινελιά έντασης και σθένους από έναν αγώνα, ανάμεσα στους 171 που είχε συμμετάσχει στην καριέρα του, στην Ισπανία όταν έχασε στο τσακ την καρό σημαία επειδή πριν από τον αγώνα είχε σπάσει τρία πλευρά μετά από πτώση από το τρακτέρ του στο σπίτι του στην Αυστρία.
Τελικά αποχαιρέτησε χαμογελαστός την ομήγυρη της σκιαθίτικης ταβέρνας καθώς την επομένη επέστρεφε στη Αυστρία, μια και οι μικροί γιοι του Ματίας και Λούκας είχαν ξεκινήσει το σχολείο, κι εμείς μείναμε σκλαβωμένοι από μια πληθωρικά θερμή προσωπικότητα που αδίκως τη φανταζόμασταν πιο κρύα και από τις χιονισμένες Αλπεις. Είχαμε μάθει, απρόοπτα μεν αλλά εκ του σύνεγγυς, ότι ο «αρουραίος» (The Rat), όπως τον αποκαλούσαν περιπαιχτικά εξαιτίας του μακρόστενου προσώπου και των πεταχτών κοπτήρων της οδοντοστοιχίας του, ήταν πολλά παραπάνω από έναν πεισματάρη survivor μιας τρομακτικά δραματικής συντριβής.
Στις μπαριέρες με 200 χλμ./ώρα
Ολος ο κόσμος, πέρα από τους πιστούς οπαδούς της F1, είχε σοκαριστεί εκείνο το απόγευμα της 1ης Αυγούστου 1976 με όσα τραγικά συνέβησαν στην «πράσινη κόλαση», όπως αποκαλούσαν λόγω των δασών που περιέβαλλαν τη διαβόητη για την επικινδυνότητά της πίστα του Νίρμπουργκρινγκ στης Γερμανία. Ο δέκατος αγώνας εκείνης της σεζόν είχε καθυστερήσει λόγω βροχής, αλλά ξεκίνησε μόλις καθάρισε ουρανός. Στα 27 του ο Λάουντα ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής από την περασμένη χρονιά, χαρίζοντας τον πρώτο τίτλο της Ferrari από το 1964 και ήδη προηγούνταν στην κατάταξη και της τρέχουσας σεζόν. Μπήκε λοιπόν στο σιρκουί με τη γνώριμη αυτοπεποίθηση, αποφασιστικότητα και το ανταγωνιστικό ταμπεραμέντο που ανέκαθεν τον διέκριναν. Αφού άλλαξε τα λάστιχα του μονοθεσίου του για καλύτερη πρόσφυση στο στεγνό πια οδόστρωμα, όρμηξε για να αντισταθμίσει τον χαμένο χρόνο στα πιτ.
Τότε ακριβώς τον μαστίγωνε αμείλικτα μια άδικη μοίρα. Λίγο πριν από τη στροφή Bergwerk, η Ferrari 312T2 που οδηγούσε καρφώθηκε με τη σφοδρότητα της ταχύτητας των 200 χλμ./ώρα στις μπαριέρες, απογειώθηκε ανεξέλεγκτα, στροβιλίστηκε στον αέρα και κατέληξε τυλιγμένη στις φλόγες και στον πυκνό μαύρο καπνό στη μέση της πίστας. Η πράσινη κόλαση είχε γίνει πλέον πύρινη, με τον πιλότο παγιδευμένο στη θέση του οδηγού επί 55 δευτερόλεπτα σε θερμοκρασία 426 βαθμών Κελσίου. Ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο τρεις ακόμη αγωνιστικές βολίδες ενεπλάκησαν σε καραμπόλα, ενώ τέσσερις άλλοι πιλότοι σταμάτησαν αυτομάτως τα μονοθέσιά τους και έσπευσαν με αυτοθυσία να απεγκλωβίσουν τον δεμένο με τη ζώνη στο κόκπιτ Λάουντα.
Τον έσυραν έξω με το κράνος σμπαραλιασμένο και την μπαλακλάβα που φορούσε στο κεφάλι φλεγόμενη. Η πυρίμαχη στολή του είχε, ευτυχώς, αντέξει. Λίγο αργότερα τα σωστικά συνεργεία τον μετέφεραν με ελικόπτερο στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας της Πανεπιστημιακής κλινικής του Μανχάιμ. Εκεί διαπιστώθηκαν σοβαρά εγκαύματα στο κεφάλι και στους καρπούς, μέρος από το δεξί του αυτί του είχε αποκολληθεί, διαγνώστηκε σοβαρό πρόβλημα στους δακρυϊκούς αδένες των ματιών, ενώ παράλληλα είχε υποστεί κατάγματα στα πλευρά, την κλείδα και στα ζυγωματικά. Χειρότερες ήταν οι επιπλοκές από τη μόλυνση των εσωτερικών του οργάνων, οι συνέπειες των οποίων θα τον ταλαιπωρούσαν στην υπόλοιπη ζωή του. Είχε εισπνεύσει τοξικές αναθυμιάσεις από τα καύσιμα που είχαν χυθεί στη πίστα και από τον αφρό του πυροσβεστήρα κατά τη διάρκεια κατάσβεσης της φωτιάς, οι οποίες είχαν προσβάλει τους πνεύμονες και το αίμα του. Οι γιατροί σχεδόν τον ξέγραψαν μόλις έπεσε σε κώμα. Η απελπισμένη, νιόπαντρη γυναίκα του -είχαν παντρευτεί μόλις πέντε μήνες πριν- κάλεσε ένα καθολικό ιερέα να τον «διαβάσει» πριν το τελευταίο του ταξίδι.
Στη Μόντσα με ματωμένους επιδέσμους
Σε ημικαταστολή κάπου ανάμεσα σε όνειρο και πραγματικότητα, ο Βιεννέζος εξοργίστηκε ακούγοντας αμυδρά να του κάνουν πρώιμο επικήδειο στα λατινικά. Πάλεψε με νύχια και δόντια τον θάνατο. Και με τη θέλησή του να ζήσει διέψευσε όλους όσοι τον έκλαιγαν πριν την ώρα του. Μετά από επίπονες πλύσεις στους πνεύμονες και πολύωρες επεμβάσεις κατάφερε να ανακάμψει. Ωστόσο αν η παγκόσμια έκπληξη εντοπίστηκε στη γρήγορη αποκατάσταση της θρυμματισμένης υγείας του, το πραγματικό θαύμα ήταν ότι έξι εβδομάδες μετά την παραλίγο μοιραία τραγωδία επέστρεψε στις πίστες. Στο στάδιο της αποθεραπείας άφησε γιατρούς, οικείους και κοινό άναυδους συμμετέχοντας τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς στο Γκραν Πρι της Μόντσα στην Ιταλία, όπου τερμάτισε 4ος τυλιγμένος με ματωμένους επιδέσμους κάτω από το ειδικά τροποποιημένο κράνος για τις ακόμη ανοιχτές πληγές του κεφαλιού του. Ηταν μια από τις πιο γενναίες πράξεις στην ιστορία του αθλήματος. Κι εκεί που όλοι περίμεναν ότι ήταν η τελευταία αναλαμπή μιας σπίθας που σβήνει οριστικά, συνέχισε να διεκδικεί ως «αναστημένος» μέχρι τέλους το τίτλο του πρωταθλητή της F1.
Δεν ήταν εμμονικά αυτοκαταστροφικός, ούτε κάποιο παράφορο τζάνκι της αδρεναλίνης της ταχύτητας. Ηταν παθιασμένος αλλά σε λογικά καλούπια. Αυτό που πραγματικά χρειαζόταν εκείνη την κρίσιμη φάση για να ξεπεράσει τη δοκιμασία και τον φόβο ήταν η ψύχραιμη επάνοδος στην κανονικότητα, η επανάκτηση της εμπιστοσύνης στον εαυτό του και μια αίσθηση συνέχειας στη ζωή. Το θαρραλέο κίνητρο για επιβεβαίωση της διανοητικής δύναμης πάνω από τη φυσική αντοχή τού το πρόσφερε ο αγώνας. Με την αίσθηση ευθύνης που τον διέκρινε μέτρησε πάνω από όλα το χρέος απέναντι στην αγωνιστική του ομάδα και τους φαν της καθώς και την ευγνωμοσύνη που όφειλε στους συναδέλφους πιλότους που του έσωσαν τη ζωή. Εχασε τον παγκόσμιο τίτλο εκείνη τη χρονιά για μόλις έναν βαθμό, αλλά την επόμενη τον κατέκτησε για δεύτερη φορά θριαμβευτικά, πάλι με τη Ferrari, αποδεικνύοντας ότι ήταν πολύ σκληρός για να πεθάνει και αγωνιστικά.
Η θρυλική κόντρα με τον Τζέιμς Χαντ
Ηταν η εποχή όπου οι συναρπαστικές μάχες για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στην F1 πρόσφεραν άφθονο υλικό για να καλλιεργηθούν μύθοι και να επινοηθούν αντιπαλότητες. Η πιο θρυλική κόντρα στις πίστες στα μέσα των 70s εγγραφόταν στα πρόσωπα δυο πριμαντόνων του αθλήματος. Από τη μια ο Αυστριακός Λάουντα από την άλλη ο Βρετανός Τζέιμς Χαντ. Αν και στη πραγματικότητα ήταν στενοί φίλοι και γλεντούσαν παρέα στο Λονδίνο, ο ανταγωνισμός τους στις πίστες έπαιρνε στην παραφιλολογία του αθλήματος διαστάσεις σύγκρουσης μονομάχων σε αρένα. Ο Χαντ, ξανθός, ψηλός, ομορφόπαιδο, εξωστρεφής, ο οποίος κάπνιζε καθημερινά 40 τσιγάρα και έπινε ένα μπουκάλι ουίσκι στην καθισιά του, περιβαλλόταν από την αίγλη ενός ροκ σταρ.
Αναμφίβολα, όμως, ήταν και προικισμένος οδηγός. Λίγο πριν πεθάνει, μόλις στα 45 του, από καρδιακή προσβολή, ο Χαντ ισχυριζόταν ότι από το κρεβάτι του είχαν περάσει περισσότερες από 5.000 γυναίκες. Στο αποκορύφωμα της καριέρας του στην F1 έφερε στη στολή του, σαν παράσημο, ένα αυτοκόλλητο που έγραφε «Sex: Breakfast of Champions». Λογικά τον αποκαλούσαν τότε playboy. Στον αντίποδα ο Λάουντα απεικονιζόταν ως ταλαντούχος μεν επαγγελματίας οδηγός, αλλά ασκητικός, σχολαστικός, συμμαζεμένος και εντελώς καθημερινός τύπος. Λίγοι γνώριζαν ότι ήταν ένας έμπρακτα αμφισβητίας των συμβάσεων της γενιάς του, αν όχι ένας επαναστάτης με τον δικό του τρόπο.
Η επανάσταση του Νίκι
Απέρριψε στα νιάτα του την παράδοση και τη ρουτίνα της άνετης βιεννέζικης ευημερίας στην οποία είχε γεννηθεί για να ακολουθήσει το πάθος του. Η εύπορη αστική οικογένεια των βιομηχάνων χαρτιού τού δίδαξε μεν πώς να κρατάει σωστά τα μαχαιροπίρουνα αλλά δεν κατασίγασε το ανήσυχο πνεύμα του. Ο πατέρας του Ερνστ-Πετερ και η μητέρα του Ελίζαμπεθ κρύβονταν στη αυταρχική σκιά του δεσποτικού παππού του Χανς. Ο τελευταίος φρίκαρε και μόνο στην ιδέα ότι ο έφηβος εγγονός του ήθελε να γίνει οδηγός αγώνων. «Το όνομα Λάουντα πρέπει να κοσμεί τις οικονομικές σελίδες των εφημερίδων, όχι να αναφέρεται ως κομπάρσου σοφέρ στις αθλητικές φυλλάδες», έλεγε - πού να ’ξερε τι θα επιφύλασσε το μέλλον. Ο επίμονος και φιλόδοξος νεαρός Νίκι ήρθε σε ρήξη με όλη την οικογένεια και διέκοψε κάθε σχέση μαζί της. Αποχαιρέτησε μόνο τον μικρότερο αδελφό του Φλόριαν και κρυφά τη γιαγιά του, η οποία του είχε μυστικά αγοράσει στα 19 του ένα αγωνιστικό MINI με το οποίο συμμετείχε -και κέρδισε- στον πρώτο επίσημο αγώνα του.
Χωρίς οικογενειακές δεσμεύσεις πια, ενστικτωδώς σίγουρος όμως ότι κάποτε οι συγγενείς του θα υπερηφανεύονταν γι’ αυτόν, τράβηξε στα 20 του μόνος τον δικό του δρόμο. Δανείστηκε -βοήθησε στις διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες και το βαρύ επίθετό του-, και ξαναδανείστηκε με υποθήκη το συμβόλαιο της ασφάλειας ζωής του για να εξαγοράσει μια θέση οδηγού πρώτα στη νεοφώτιστη ομάδα της March και κατόπιν στην BRM. Παρότι δούλευε σκληρά, απελπίστηκε από τις επιδόσεις των ομάδων του, βούλιαξε στα χρέη και φτάνοντας στα όρια της μελαγχολίας σκέφτηκε να τα παρατήσει. Ωστόσο, με το ταχύτατο αγωνιστικό στυλ οδήγησης του είχε ήδη ξεχωρίσει. Οταν όμως εμφανίστηκε σχεδόν σαν από μηχανής θεός ο «Ingegnere» Εντσο Φεράρι για να του προσφέρει θέση πιλότου στα κατακόκκινα μονοθέσιά του ο Νίκι ήταν σαν έτοιμος από καιρό να ανταποκριθεί στη μοναδική αυτή πρόκληση.
Μια ζωή μαχητής
Στις πίστες του κορυφαίου μηχανοκίνητου σπορ ο Λάουντα δεν κέρδισε μόνο δόξα και τίτλους, αλλά θεμελίωσε και το μαχητικό πνεύμα που τον διέκρινε σε όλη του τη ζωή και οικοδόμησε με τόλμη την ανεξαρτησία του. Εκεί αναγνώρισε ότι από την επιτυχία δεν μαθαίνεις τίποτε και μόνο από την αποτυχία βγάζεις συμπεράσματα. Οταν είχε πλέον αφιερωθεί επιχειρηματικά στην άλλη μεγάλη του αγάπη, τους αιθέρες, τον βρήκαν αρκετές συμφορές. Δεν λύγισε όμως. Το 1991 χώρισε μετά από 15 χρόνια γάμου από την πρώτη του γυναίκα. Αιτία θεωρήθηκε η αναγνώριση του γιου του Κρίστιαν, καρπού εξωσυζυγικής σχέσης του Νίκι. Την ίδια χρονιά ένα από τα Boeing 767-300 της Lauda Air συνετρίβη στη ζούγκλα της Ταϊλάνδης, σκοτώνοντας 233 επιβάτες. Του στοίχισε προσωπικά αυτή η τραγωδία και παρότι δεν ήταν δικό του φταίξιμο -επρόκειτο για κατασκευαστική βλάβη- ανέλαβε δημοσίως όλη την ευθύνη. Αλλά και τότε δεν το έβαλε κάτω. Μονο ένας δραπέτης του θανάτου, όπως ο ίδιος, θα μπορούσε να καταλάβει τον πόνο αλλά και να μην πτοηθεί από τα οδυνηρά εμπόδια της καθημερινότητας. Στα επόμενα χρόνια μετά από συγχωνεύσεις, επαναγορές και ταραχώδεις συγκρούσεις με συνεταίρους και ανταγωνιστές έχασε τον έλεγχο της Lauda Air, αλλά ξεκίνησε μια νέα αεροπορική εταιρεία τη Niki, ενώ προσφάτως εγκαινίασε μία ακόμη, τη Laudamotion.
Στο ίδιο διάστημα με αστείρευτη ενέργεια έγραψε πέντε βιβλία, σχολίαζε ζωντανά στην τηλεόραση τα Γκραν Πρι της F1 όπου έδινε το «παρών», διετέλεσε μάνατζερ της ομάδας της Jaguar, σύμβουλος στη Ferrari, μη εκτελεστικός πρόεδρος και μέτοχος της Mercedes. Πάρα τις μύριες όσες επιχειρηματικές του υποχρεώσεις, βρισκόταν πάντα κοντά στο άθλημα που αγαπούσε και το οποίο τον ανέδειξε. Η αλήθεια, ωστόσο, ήταν ότι εξαιτίας της κλονισμένης του υγείας μπαινόβγαινε κάθε τόσο στα νοσοκομεία για αιμοκάθαρση. Είχε ήδη υποβληθεί σε δύο μεταμοσχεύσεις νεφρών, το 1997 και το 2005. Μάλιστα στην πρώτη δότης ήταν ο αδελφός του Φλόριαν, ενώ στη δεύτερη η μετέπειτα σύζυγός του, η 30 χρόνια νεότερη του, πρώην αεροσυνοδό της Lauda Air Μπίργκιτ Βέτζινγκερ. Παντρεύτηκαν το 2008 και την επόμενη χρονιά απέκτησαν δίδυμα, τον Μαξ και τη Μία. Τον Ιούλιο του 2018, ο θρυλικός πιλότος που πριν από 43 χρόνια επέστρεψε από την άβυσσο, διαγνώστηκε με σοβαρή πνευμονική λοίμωξη. Υποβλήθηκε μάλιστα τον Αύγουστο σε διπλή μεταμόσχευση πνεύμονα στη Βιέννη. Οκτώ μήνες αργότερα ο άνθρωπος που δεν πίστευε στα θαύματα άφησε στα 70 του την τελευταία του πνοή. Στο άθλημα που υπηρέτησε κληροδότησε ένα πρότυπο θάρρους και ένα σημείο αναφοράς στη γενναιότητα. Στον εκτός F1 κόσμο, όμως, παρέδωσε ένα μάθημα ζωής και μεγάλης καρδιάς.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr