Σαράντα υπό σκιάν

«Φαντάζομαι ότι όταν ο συγχωρεμένος ο Διογένης εζητούσε με το φανάρι τον άνθρωπον εις τας Αθήνας, θα ήτο καλοκαίρι, και μάλιστα καλοκαίρι σαν το εφετεινό.

Μόνον εις την περίπτωσιν ενός τέτοιου καλοκαιριού κάθε ανθρώπινη ψυχή χάνεται από την πρωτεύουσα και γυρεύει διέξοδο στη θάλασσα, στο βουνό, στη δροσιά! Εφέτος δα το παράκαμε η ζέστη. Ασφαλώς ο ήλιος θα επανέλαβε την παλαιά του γκάφα και θα άφησε να οδηγήση την «κούρσα» του ο μοναχογυιός του ο Φαέθων.

Έτσι αυτές τις ημέρες κανείς δεν έμεινε στη θέσι του. Οι προνομιούχοι ευρέθηκαν στο Μπιάριτς, στην Οστάνδη, στάς Άλπεις. Οι απόκληροι ηρκέσθησαν στις Τζιτζιφιές, στο Μεγάλο Πεύκο, στην Αγία Παρασκευή.

Και μ’ αρκετή κακογλωσσιά διεδόθη κάποιος διάλογος ακουσθείς σε σαλόνι μοδίστρας-ώτ κουτύρ- μεταξύ μιας παλαιάς αριστοκράτισσας και μιας νεόπλουτου κυρίας:

-Πού θα παραθερίσετε εφέτος; Ηρώτησε η νεόπλουτος.
-Μά όπως πάντα στο Μπάντεν-Μπάντεν απήντησεν η αριστοκράτισσα. Κι’ εσείς;
-Εμείς στα Μέθανα-Μέθανα!...
***
Η Αθήνα εκστρατεύει!

Εκστρατεύει ολόκληρη συν γυναιξί, τέκνοις, ζώοις κατοικιδίοις, συν κατσαρόλαις, πιατικοίς και προ παντός συν μαγιό!

Όλα τα μεταφορικά μέσα ασχολούνται να εκκενώσουν τα Χαυτεία, τα οποία αν δεν ηρημώθησαν τελείως, τούτο σημαίνει ότι δεν έμεινε πλέον εις όλες τις αττικές ακρογιαλιές σκίνο και πεύκο που να μην στεγάζη δυό τουλάχιστον μαγιό!

Όλα τα μεταφορικά μέσα, αλλά προ πάντων ένα: το μπούσι!

Ά το μπούσι!

Δεν ακούεται πλέον το πατροπαράδοτον: «δυό θέσεις και φεύγομε!» Κάθε άλλο. Καμμιά θέσις δεν περιμένει. Το μπούσι καταλαμβάνεται εξ εφόδου.

Είνε η απολύτρωσις! Οδηγεί στην θάλασσα, στην δροσιά, το ανθρωποσωτήριον αυτό μπούσι.

-Πελοπίδα ανέβα!
-Το παιδί… Πού είνε το παιδί;
-Μαμά μου! Με ζουλίξανε!
-Αγλαΐτσα, μη χάσης το πακέτο…
-Τί τσιμπάτε, κύριε;
-Δεν χωράτε μαντάμ… κατεβήτε.
-Μη σπρώχνεται κύριε. Όλοι θα μπούμε…

Αλλά ο «κύριος» δεν εννοεί ν’ ακούση.

Κατορθώνει, αφού τσαλαπατήση τους μισούς καθισμένους, να καθίση και ο ίδιος στα γόνατα μιάς ευτραφούς κυρίας. Έτσι είνε. Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε!

Και το μπούσι ξεκινά. Αυτή η σαχλή λέξις είνε συμβολική. Μεταξύ της αθηναϊκής κολάσεως και του παραδείσου της Βουλιαγμένης, το μπούσι είνε καθαρτήριον. Εκεί θα μαρτυρήση κανείς περισσότερο ίσως από ότι εμαρτύρησε εις τους ¨σαράντα υπό σκιάν¨ της πρωτευούσης, αλλά θα λάβη και άφεσιν αμαρτιών, προσωρινήν τουλάχιστον, μόλις φθάση εις το τέρμα.

Το μπούσι. Μακάριοι οι εισελθόντες! Ημπορεί να γίνωνται ολίγον σαρδέλλες βαρελιού αλλά φεύγουν μακρυά από την φλεγομένην βάτον του Κυρίου και την πυρακτωμένην άσφαλτον.

Και αυτό είνε κάτι.

Έχω καθήση κοντά εις τον σωφέρ, αν είνε δυνατόν να λεχθή ότι ευρίσκομαι καθισμένος. Εις την πραγματικότητα ευρίσκομαι μεταξύ μερικών σιδερικών, που αντιπροσωπεύουν τα φρένα του αυτοκινήτου, και μιάς υπηρέτριας, η οποία κρατεί ένα μπόγον. Εχω ιδρώσει αλλά αυτό δεν έχει σημασία, αφού σε μισή ώρα θα είμαι στη Γλυφάδα. Υφίσταμαι λοιπόν το «μετέωρον της καταστάσεώς μου» με υπομονήν, υφίσταμαι και την ακατάσχετον φλυαρίαν του σωφέρ.

-Στη Γλυφάδα πάτε;
-Μάλιστα.
-Περί μπάνιο;
-Περίπου.

Εν τάξει, το μπάνιο είνε λεβεντιά. Το οποίον, σου λένε άλλοι, πως το μπάνιο σε ζωντανεύει, ένεκα το ιώδιον της θάλασσας.

Την φλυαρίαν του σωφέρ την διακόπτει ένα ακροβατικό νούμερο, ο εισπράκτωρ.

-Τα εισιτήριά σας.

Δεν μπόρεσα να καταλάβω από πού ήρθε ο ακροβάτης. Πάντως μέσα στο αυτοκίνητο δεν ήτανε. Απ’ έξω; Ίσως να εκρεμότανε ο μισός και ο άλλος μισός μας επεσκέφθη από πάνω. Πάντως ο ακροβάτης ήταν εκεί με την περίεργον φωνή του.
-Τα εισιτήριά σας!...
-Γλυφάδα!
***
Εφθάσαμε! Το μπούσι μας αδειάζει όλους.

Ώστε όλος αυτός ο κόσμος για την Γλυφάδα ήτανε. Ελάχιστοι εκατέβηκαν εις τους ενδιάμεσους σταθμούς. Όλοι οι άλλοι στην Γλυφάδα επήγαιναν. Για την Γλυφάδα ήτανε η νεαρά η κοκοτούλα. Για την Γλυφάδα και ο παπάς εκείνος ο χονδρός. Και οι κυρίες και τα κοριτσόπουλα τα αυθαδέστατα και οι αεροπόροι όλοι για την Γλυφάδα.

Μόλις κατεβαίνομε υφιστάμεθα την πρώτην εντύπωσιν.

Εφύγαμε από την Αθήνα για να γλυτώσωμε τους «σαράντα υπό σκιάν» και εδώ ευρισκόμαστε εις ένα καμίνι τουλάχιστον «σαράντα δύο υπό σκιάν»

Υπό σκιάν εννοείται τελείως υποθετικώς γιατί το μόνον πράγμα που δεν υπάρχει στη Γλυφάδα είνε η σκιά!

Εντύπωσις δευτέρα: Η πλάζ της Γλυφάδας είνε ένα απέραντον κρεοπωλείον!

Τσιγκέλια δεν υπάρχουν. Τα κρέατα –εμπορεύσιμα και μη- είνε εκτεθειμένα στην άμμο, η οποία βράζει κάτω από το τρομακτικό λιοπύρι.
Εν τούτοις ο κόσμος δροσίζεται και είνε ευχαριστημένος.

Το μαγιό κυριαρχεί. Επίσης διακρίνεται αραιά-αραιά καμμιά κομψή πυτζάμα. Ιδού ένα ιπποπόταμος με μαγιό. Είνε μία γνωστοτάτη Αθηναία πελωρίων διαστάσεων. Εν τούτοις δεν λογαριάζει τα αισθητικά νεύρα του κόσμου και κυκλοφορεί με τολμηρότατον μαγιό. Να και ο αντίπους. Μια ύπαρξις σκελετώδης, η οποία περιφέρει τα κόκκαλά της περιβεβλημένα με μαγιό αναιδές και αυθάδες! Κάποιος που την βλέπει ψιθυρίζει τον εθνικόν ύμνον:

-Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη…

Πολλά ζευγάρια –ζευγάρια μαγιό- είνε ξαπλωμένα στην άμμο, ψιθυρίζουν –εδώ βρήκανε να τα πούνε;- όρκους αιωνίας πίστεως. Ενώ εκείνος αφηρημένος, σχεδιάζει κάτι στην άμμο, εκείνη κτίζει τους πύργους της ευτυχίας της. Στην άμμο!

Να κι’ ένα ζευγάρι Ιταλών, ξαπλωμένο κι’ αυτό στην άμμο:

-Ίο τ’ άμμο! Του λέγει εκείνη.

Γύρω-γύρω πανδαιμόνιον.

Νέοι, γέροι, μεσόκοποι, παιδιά χαλάνε τον κόσμο στη θάλασσα.

Δροσίζονται. Ύστερα όταν θα γυρίσουν στην Αθήνα με το μπούσι θα πάρουν ένα δεύτερο λουτρό, ιδρώτος αυτή τη φορά.

Η Γλυφάδα είνε μια πρόληψις.

Όταν το θερμόμετρον δείχνει σαράντα υπό σκιάν, όποιος θέλει να δροσισθή θα παή το πρωΐ στη Γλυφάδα.

Και το βράδυ;

Εδώ επεμβαίνει το Γαλάτσι. Είνε η δευτέρα και προχειροτέρα δροσερά παρένθεσις εις τους «σαράντα υπό σκιάν».

Ένα βράδυ παρεσύρθην εις το Γαλάτσι. Δεν είχα ξαναπάη προ πολλών-πολλών ετών. Επερίμενα να πάρω δροσιά, επερίμενα να ιδώ ανθρώπους, να αναπνεύσω και τι είδα;

Ανθρώπους οι οποίοι εστράγγιζαν μαντήλια ιδρώτος, χορεύοντες!
Όλο το Γαλάτσι εχόρευε, εφούσκωνε, ίδρωνε, αγκομαχούσε!

Τι τα θέλετε; Έχω την γνώμη ότι όταν έχωμε «σαράντα υπό σκιάν» είνε καλλίτερο να ψηνόμαστε στον ήλιο της πλατείας του Συντάγματος παρά να δροσιζόμαστε στη Γλυφάδα ή το Γαλάτσι!... ».

(«Αθηναϊκά Νέα», 1934, Δ. Γιαννουκάκης)

Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος-Συγγραφέας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr