Θύμιος και Γιάννης Ρέντζος: Οι περιβόητοι Ηπειρώτες ληστές
18.08.2019
18:50
Πώς «βγήκαν» στην παρανομία – Οι εγκληματικές τους ενέργειες – Η αμνήστευσή τους – Η ληστεία της Πέτρας – Η φυγή τους στο εξωτερικό – Η σύλληψή τους και η δίκη τους – Η καταδίκη τους σε θάνατο και η εκτέλεσή τους – Ποιος ήταν ο ρόλος των Ρεντζαίων στη δολοφονία Τελίνι (1923)
Με τους περιβόητους λήσταρχους Ρεντζαίους, τον Γιάννη και τον Θύμιο που έδρασαν στην Ήπειρο τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο, φέρνοντας για πρώτη φορά στο διαδικτυακό φως, στοιχεία που πιστεύουμε ότι θα προκαλέσουν ιδιαίτερη εντύπωση. να σημειώσουμε προκαταβολικά ότι είναι αδύνατον να χωρέσει σε ένα άρθρο όλη η δράση των Ρεντζαίων, για τους οποίους έχουν γραφτεί ολόκληρα βιβλία.
Ποιοι ήταν οι Ρεντζαίοι
Ο Γιάννης και ο Ευθύμης (Θύμιος) Ρέντζος ήταν παιδιά του Κώστα και της Κωνσταντούλας Ρέντζου, κτηνοτρόφων από το ορεινό χωριό Ανώγειο (Ανώγι) Πρέβεζας (είναι χτισμένο στα 1.100 μ.). Είχαν τρία ακόμα αδέλφια: τον Βαγγέλη και δύο αδελφές. Ο Γιάννης Ρέντζος γεννήθηκε το 1896 και ο Θύμιος το 1899. Τον Μάιο του 1910, άγνωστοι τότε,ζωοκλέφτες σκότωσαν τον πατέρα των Ρεντζαίων στην τοποθεσία Μαραθιά και έριξαν το πτώμα του σε μία τρύπα πάνω από τα Αμπέλια Αμμότοπου προς το Κορφοβούνι. Σαράντα μέρες αργότερα (και όχι μερικά χρόνια όπως γράφεται στη Βικιπαίδεια),ένας βοσκός βρήκε συμπτωματικά σε μία μεγάλη τρύπα το άψυχο σώμα του άτυχου Κώστα Ρέντζου. Είχε σκαλώσει η κάπα του σε μία συκιά που υπήρχε στην τρύπα. Αν δεν είχε συμβεί αυτό, το πτώμα του Ρέντζου θα είχε πέσει στο βάθος της τρύπας και δεν θα έχει βρεθεί ποτέ. Ο Γιάννης Ρέντζος, μόλις 14 ετών τότε, ανέλαβε την προστασία της μητέρας και των αδελφών του. Από τη φτώχεια και τις κακουχίες, ο αδερφός του Βαγγέλης πέθανε.
Το 1912, η περιοχή της Πρέβεζας απελευθερώθηκε από τους Τούρκους (στις 21 Οκτωβρίου 1912, η Πρέβεζα παραδόθηκε de jure στον ελληνικό στρατό). Σύντομα παντρεύτηκαν και οι δύο αδελφές των Γιάννη και Θύμιου Ρέντζου. Η πρώτη, τον συγχωριανό της Γιώργο-Νίκο Γκάρτζο και η δεύτερη τον Σταύρο Στάθη από την Κλεισούρα.
Ο Γιάννης Ρέντζος είχε βάλει σκοπό της ζωής του να βρει και να σκοτώσει τους δολοφόνους του πατέρα του.
Το 1916, κλήθηκε να υπηρετήσει στη στρατιωτική του θητεία, στην 8η Μεραρχία στα Γιάννενα και συγκεκριμένα στο στρατόπεδο Ακραίου. Εκεί, τελείως συμπτωματικά, συνάντησε τον Γιαννακούλη Καρατζά, που άθελά του, ομολόγησε ότι ο αδελφός του ήταν ένας από τους δολοφόνους του πατέρα του. Σύντομα ο Γιάννης Ρέντζος λιποτάκτησε. Πήρε μαζί του και το στρατιωτικό του ντουφέκι και πολλές σφαίρες και ξεκίνησε να βρει τον Καρατζά. Τον ακολούθησε ο αδερφός του Θύμιος. Πρώτο τους θύμα ήταν ένας χωρικός από τη Ρόκα Άρτας από τον οποίο είχαν κλέψει αλεύρι.
Η εκδίκηση των Ρεντζαίων
Την Μεγάλη Παρασκευή του 1917, ο Γιάννης Ρέντζος, με μία σφαίρα, σκότωσε τον Βασίλη Καρατζά κοντά στον ποταμό Λούρο. Τα δύο αδέλφια είχαν βγει πλέον για τα καλά στην παρανομία. Την «τύχη» του Καρατζά είχε και ο Κώστας Βέτσος, ο δεύτερος από τους δολοφόνους του πατέρα των Ρεντζαίων. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, έπεσε σε έναν γκρεμό για να γλιτώσει από τον Γιάννη και τον Θύμιο που τον καταδίωκαν. Άλλες μαρτυρίες αναφέρουν ότι οι Ρεντζαίοι του έστησαν καρτέρι και τον σκότωσαν. Σειρά είχαν οι Γιολδασαίοι, συγγενείς του Καρατζά. Πρώτο θύμα των Ρεντζαίων ήταν ο Μήτρος Γιολδάσης, γνωστός και ως Αλίμονος. Τα δύο αδέλφια του Γιολδάση που ήταν φαντάροι στα Γιάννενα λιποτάκτησαν θέλοντας να εκδικηθούν τον φόνο του αδελφού τους. Έπεσαν στην παγίδα των Ρεντζαίων που τους σκότωσαν. Πάνω στο πτώμα του ενός βρέθηκε το σημείωμα: «Εκτελεστής Ιωάννης Ρέντζος».
Στο μεταξύ, στρατιωτικά αποσπάσματα είχαν επιδοθεί σε ένα ανελέητο κυνήγι των Ρεντζαίων. Συνέλαβαν πολλούς συγχωριανούς τους από το Ανώγειο και τους φυλάκισαν στα Γιάννενα. Περίπου 40 από αυτούς πέθαναν στις φυλακές Ακραίου από άγνωστη ασθένεια…
Οι Ρεντζαίοι βρήκαν και τον τρίτο της παρέας των δολοφόνων του πατέρα τους, τον Βαγγέλη Παππά. Είχαν μάθει ότι είχε διαφωνήσει με τον φόνο και δεν συμμετείχε. Κατάφεραν να τον βρουν και αφού βεβαιώθηκαν ότι ο Παππάς δεν είχε καμία εμπλοκή στη δολοφονία του πατέρα τους, τον άφησαν να φύγει με την υπόσχεση ότι «όσο εμείς ζούμε κανείς δεν θα σε πειράξει».
Η ληστρική - εγκληματική δράση των Ρεντζαίων
Από τότε, ουσιαστικά, ξεκινάει η εγκληματική δράση των Ρεντζαίων. Κατηγορούνται για 80 δολοφονίες, απαγωγές, ληστείες και άλλα αδικήματα. Καθοριστική ήταν η γνωριμία τους με τον Βασίλη Κολοβό, Βορειοηπειρώτη από το χωριό Σωτήρα, που ήταν οπλαρχηγός στον αγώνα για την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Όταν η πατρίδα του έμεινε εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους, εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα. Ο Κολοβός έτρεφε άσβεστο μίσος για τον Αλβανό αξιωματικό Μίτσι Ντούτσιε ο οποίος είχε σκοτώσει τον αδελφό του Σταύρο. Ήρθε σε συνεννόηση με τους Ρεντζαίους, πήγαν στην Αλβανία όπου σκότωσαν τον Μίτσι Ντούτσιε και τη συνοδεία του. Η ιστορία αυτή έγινε και δημοτικό ηπειρωτικό τραγούδι, ιδιαίτερα αγαπητό στα χωριά του ακριτικού Πωγωνίου:
Από Πέρα απ’ το Δερβένι, αυτοκίνητο διαβαίνει
Έχει μέσα κομπανία, πάνε για την Αλβανία
Έγινε μεγάλη μάχη κάτω απ’ το Μαρκάτι
Σκότωσαν τον Μίτσι Ντούτσιε κ’ όλη την παρέα που ‘χε…
Κολοβός με κομπανία, μπήκαν μες στην Αλβανία.
Ποιοι ήταν οι Ρεντζαίοι
Ο Γιάννης και ο Ευθύμης (Θύμιος) Ρέντζος ήταν παιδιά του Κώστα και της Κωνσταντούλας Ρέντζου, κτηνοτρόφων από το ορεινό χωριό Ανώγειο (Ανώγι) Πρέβεζας (είναι χτισμένο στα 1.100 μ.). Είχαν τρία ακόμα αδέλφια: τον Βαγγέλη και δύο αδελφές. Ο Γιάννης Ρέντζος γεννήθηκε το 1896 και ο Θύμιος το 1899. Τον Μάιο του 1910, άγνωστοι τότε,ζωοκλέφτες σκότωσαν τον πατέρα των Ρεντζαίων στην τοποθεσία Μαραθιά και έριξαν το πτώμα του σε μία τρύπα πάνω από τα Αμπέλια Αμμότοπου προς το Κορφοβούνι. Σαράντα μέρες αργότερα (και όχι μερικά χρόνια όπως γράφεται στη Βικιπαίδεια),ένας βοσκός βρήκε συμπτωματικά σε μία μεγάλη τρύπα το άψυχο σώμα του άτυχου Κώστα Ρέντζου. Είχε σκαλώσει η κάπα του σε μία συκιά που υπήρχε στην τρύπα. Αν δεν είχε συμβεί αυτό, το πτώμα του Ρέντζου θα είχε πέσει στο βάθος της τρύπας και δεν θα έχει βρεθεί ποτέ. Ο Γιάννης Ρέντζος, μόλις 14 ετών τότε, ανέλαβε την προστασία της μητέρας και των αδελφών του. Από τη φτώχεια και τις κακουχίες, ο αδερφός του Βαγγέλης πέθανε.
Το 1912, η περιοχή της Πρέβεζας απελευθερώθηκε από τους Τούρκους (στις 21 Οκτωβρίου 1912, η Πρέβεζα παραδόθηκε de jure στον ελληνικό στρατό). Σύντομα παντρεύτηκαν και οι δύο αδελφές των Γιάννη και Θύμιου Ρέντζου. Η πρώτη, τον συγχωριανό της Γιώργο-Νίκο Γκάρτζο και η δεύτερη τον Σταύρο Στάθη από την Κλεισούρα.
Ο Γιάννης Ρέντζος είχε βάλει σκοπό της ζωής του να βρει και να σκοτώσει τους δολοφόνους του πατέρα του.
Το 1916, κλήθηκε να υπηρετήσει στη στρατιωτική του θητεία, στην 8η Μεραρχία στα Γιάννενα και συγκεκριμένα στο στρατόπεδο Ακραίου. Εκεί, τελείως συμπτωματικά, συνάντησε τον Γιαννακούλη Καρατζά, που άθελά του, ομολόγησε ότι ο αδελφός του ήταν ένας από τους δολοφόνους του πατέρα του. Σύντομα ο Γιάννης Ρέντζος λιποτάκτησε. Πήρε μαζί του και το στρατιωτικό του ντουφέκι και πολλές σφαίρες και ξεκίνησε να βρει τον Καρατζά. Τον ακολούθησε ο αδερφός του Θύμιος. Πρώτο τους θύμα ήταν ένας χωρικός από τη Ρόκα Άρτας από τον οποίο είχαν κλέψει αλεύρι.
Η εκδίκηση των Ρεντζαίων
Την Μεγάλη Παρασκευή του 1917, ο Γιάννης Ρέντζος, με μία σφαίρα, σκότωσε τον Βασίλη Καρατζά κοντά στον ποταμό Λούρο. Τα δύο αδέλφια είχαν βγει πλέον για τα καλά στην παρανομία. Την «τύχη» του Καρατζά είχε και ο Κώστας Βέτσος, ο δεύτερος από τους δολοφόνους του πατέρα των Ρεντζαίων. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, έπεσε σε έναν γκρεμό για να γλιτώσει από τον Γιάννη και τον Θύμιο που τον καταδίωκαν. Άλλες μαρτυρίες αναφέρουν ότι οι Ρεντζαίοι του έστησαν καρτέρι και τον σκότωσαν. Σειρά είχαν οι Γιολδασαίοι, συγγενείς του Καρατζά. Πρώτο θύμα των Ρεντζαίων ήταν ο Μήτρος Γιολδάσης, γνωστός και ως Αλίμονος. Τα δύο αδέλφια του Γιολδάση που ήταν φαντάροι στα Γιάννενα λιποτάκτησαν θέλοντας να εκδικηθούν τον φόνο του αδελφού τους. Έπεσαν στην παγίδα των Ρεντζαίων που τους σκότωσαν. Πάνω στο πτώμα του ενός βρέθηκε το σημείωμα: «Εκτελεστής Ιωάννης Ρέντζος».
Στο μεταξύ, στρατιωτικά αποσπάσματα είχαν επιδοθεί σε ένα ανελέητο κυνήγι των Ρεντζαίων. Συνέλαβαν πολλούς συγχωριανούς τους από το Ανώγειο και τους φυλάκισαν στα Γιάννενα. Περίπου 40 από αυτούς πέθαναν στις φυλακές Ακραίου από άγνωστη ασθένεια…
Οι Ρεντζαίοι βρήκαν και τον τρίτο της παρέας των δολοφόνων του πατέρα τους, τον Βαγγέλη Παππά. Είχαν μάθει ότι είχε διαφωνήσει με τον φόνο και δεν συμμετείχε. Κατάφεραν να τον βρουν και αφού βεβαιώθηκαν ότι ο Παππάς δεν είχε καμία εμπλοκή στη δολοφονία του πατέρα τους, τον άφησαν να φύγει με την υπόσχεση ότι «όσο εμείς ζούμε κανείς δεν θα σε πειράξει».
Η ληστρική - εγκληματική δράση των Ρεντζαίων
Από τότε, ουσιαστικά, ξεκινάει η εγκληματική δράση των Ρεντζαίων. Κατηγορούνται για 80 δολοφονίες, απαγωγές, ληστείες και άλλα αδικήματα. Καθοριστική ήταν η γνωριμία τους με τον Βασίλη Κολοβό, Βορειοηπειρώτη από το χωριό Σωτήρα, που ήταν οπλαρχηγός στον αγώνα για την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Όταν η πατρίδα του έμεινε εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους, εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα. Ο Κολοβός έτρεφε άσβεστο μίσος για τον Αλβανό αξιωματικό Μίτσι Ντούτσιε ο οποίος είχε σκοτώσει τον αδελφό του Σταύρο. Ήρθε σε συνεννόηση με τους Ρεντζαίους, πήγαν στην Αλβανία όπου σκότωσαν τον Μίτσι Ντούτσιε και τη συνοδεία του. Η ιστορία αυτή έγινε και δημοτικό ηπειρωτικό τραγούδι, ιδιαίτερα αγαπητό στα χωριά του ακριτικού Πωγωνίου:
Από Πέρα απ’ το Δερβένι, αυτοκίνητο διαβαίνει
Έχει μέσα κομπανία, πάνε για την Αλβανία
Έγινε μεγάλη μάχη κάτω απ’ το Μαρκάτι
Σκότωσαν τον Μίτσι Ντούτσιε κ’ όλη την παρέα που ‘χε…
Κολοβός με κομπανία, μπήκαν μες στην Αλβανία.
Με την επιστροφή του στα Γιάννενα, ο Γιάννης Ρέντζος γνώρισε και ερωτεύτηκε την κόρη του Κολοβού, Χαρίκλεια, την οποία και παντρεύτηκε αργότερα,όπως θα δούμε.Ο Βασίλης Κολοβός, πολιτευτής με το βενιζελικό κόμμα και με «υψηλές» γνωριμίες (βουλευτές, δικαστές κλπ.),έβγαλε σε πολλές περιπτώσεις «λάδι» τους Ρεντζαίους ενώ θεωρείται ότι ήταν αυτός που τους καθοδηγούσε. Όπως αναφέραμε, στη διάρκεια της εγκληματικής τους δράσης, οι Ρεντζαίοι σκότωσαν 80 ανθρώπους(κατά τον ανακριτή Αργυράκη 42)
Ανάμεσα στα άλλα εγκλήματα των Ρεντζαίων, ξεχωριστή θέση είχαν οι απαγωγές. Από την απαγωγή του νεαρού Τάκη Παπαγιαννόπουλου, αποκόμισαν 850.000 δραχμές. Απήγαγαν τον Ελιά Μαραμένο, γιο πλούσιου Εβραίου των Ιωαννίνων και αποκόμισαν 1.000.000 δραχμές. Μετά την απελευθέρωσή του μικρού Ελιά, καταχαρούμενος ο πατέρας του, έστειλε ευχαριστήριο γράμμα (!) στους Ρεντζαίους και τους προσκάλεσε στο σπίτι του (!), Κάτι που έγινε αργότερα… Από την απαγωγή του Αλκιβιάδη Φωρτονόπουλου, εισέπραξαν 40.000 δραχμές. Φυσικά ζωοοκλοπές, ληστείες μικρών χρηματικών ποσών, εκβιασμοί κλπ., ήταν στην ημερήσια διάταξη για τους Ρεντζαίους.
Περιττό είναι ν' αναφέρουμε, ότι όλο αυτό το διάστημα τα στρατιωτικά αποσπάσματα προσπαθούσαν χωρίς αποτέλεσμα να εντοπίσουν και να τους συλλάβουν.Κάποια στιγμή, ο Ανώτερος Στρατιωτικός Διοικητής των Ιωαννίνων, κάλεσε τον πρόεδρο των Ανωγείων Θύμιο Παππά και με αυστηρό ύφος απαίτησε να συλλάβει τους Ρεντζαίους.
Ο πρόεδρος, σε έντονο ύφος, του απάντησε σοφά:
«Εσύ με τόσα ντουφέκια δεν μπορείς να τους συλλάβεις, εγώ με την αγκλίτσα θα τους συλλάβω;»
Η αμνηστία των Ρεντζαίων
Το 1924, η ληστεία στην Ελλάδα, αλλά ειδικότερα στην Ήπειρο, αποτελούσε μάστιγα.
Στις 19 Αυγούστου 1924, η κυβέρνηση θέσπισε το εξής διάταγμα, με την προσδοκία ότι θα δώσει λύση στο πρόβλημα:
«Όποιος ληστής σκοτώσει τον σύντροφό του παίρνει αμνηστία».
Ο πανούργος Κολοβός το διάβασε και ενημέρωσε τους Ρεντζαίους, προτείνοντάς τους να σκοτώσουν τους συντρόφους τους για να αμνηστευθούν. Οι Ρεντζαίοι αμφιταλαντεύτηκαν. Τελικά, μετά από άγρια μάχη, έπεσαν νεκροί οι «συνάδελφοι» και φίλοι των Ρεντζαίων Κοντογιώργος, Σιντόρης, Κατέρης και Σαρής. Για τον τελευταίο λέγεται ότι ήταν τόσο δεινός σκοπευτής που περνούσε μία σφαίρα μέσα από δαχτυλίδι!
Οι Ρεντζαίοι, με τα κεφάλια των συντρόφων τους ως αποδείξεις, ενημέρωσαν τον Κολοβό. Αυτός σύντομα φρόντισε για τα χαρτιά της αμνηστίας των Ρεντζαίων, ενώ τους έφερε και τα κλειδιά από το διώροφο σπίτι στο Μέγαρο Τσιγαρά που βρισκόταν απέναντι από την Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση Ιωαννίνων, που είχε αγοράσει για λογαριασμό τους.
Δείτε στο έγγραφο της αμνήστευσης των Ρεντζαίων, ότι δεν αναγράφονται τα επώνυμά τους, παρά μόνο τα αρχικά τους, ενώ αναφέρονται μόνο τα αρχικά των επωνύμων των «θυμάτων» τους.
Η είσοδος των Ρεντζαίων στα Γιάννενα
Οι Ρεντζαίοι έβαλαν όμως τους δικούς τους όρους «παράδοσης». Αξίωσαν και πέτυχαν, να τους περιμένει στο χάνι της Ανατολής έξω από τα Γιάννενα, με το έγγραφο της αμνηστίας, ο Αρχηγός Χωροφυλακής Παναγιωτόπουλος που είχε σταλεί ειδικά από την κυβέρνηση. Ο Παναγιωτόπουλος, τους συνόδευσε έως τα Γιάννενα, όπου παρέδωσαν τον οπλισμό τους.
Στη διαδρομή, επικρατούσε το αδιαχώρητο! Πλήθος κόσμου, επευφημούσε τους Ρεντζαίους. Το κράτος με το υπ' αριθ. 360-360-1924 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας, ανέστειλε για δέκα χρόνια την ποινική δίωξη κατά των Ρεντζαίων.
Σύμφωνα με το βούλευμα, αυτοί είχαν διαπράξει μόνο πέντε ληστείες. Έτσι οι δύο, τέως, ληστές, άρχισαν την καινούργια τους ζωή, απολαμβάνοντας την ελευθερία τους.
Ως ευκατάστατοι πολίτες, συναναστρέφονται με πολιτικούς, δικαστικούς, στρατιωτικούς, εμπόρους κλπ. Τον Φεβρουάριο του 1925, έγινε ο γάμος του Γιάννη Ρέντζιου με την Χαρίκλεια Κολοβού, στον οποίο γλέντησαν όλα τα Γιάννενα. Κουμπάρος τους, ήταν ο επιστήθιος φίλος του γαμπρού Γεώργιος Βλάχος ή Διαμάντης. Οι επιφανέστεροι Γιαννιώτες, έστειλαν τις 90 τούρτες του γάμου και άλλα δώρα μεγάλης αξίας. Το καλύτερο όλων των δώρων, έκανε στους νιόπαντρους ο έμπορος Μαραμένος, τον γιο του οποίου είχαν απαγάγει οι Ρεντζαίοι όπως είδαμε.
Η ζωή τους κυλούσε ήσυχα στα Γιάννενα. Μάλιστα προσλήφθηκαν στη Χωροφυλακή, όπου ο Γιάννης Ρέντζος έφερε τον βαθμό του Ενωμοτάρχη, ενώ ο Θύμιος, που δεν παντρεύτηκε καθώς ήταν άστατος χαρακτήρας, του Αποσπασματάρχη.
Ο μόνος που δεν ήταν ικανοποιημένος από την όλη κατάσταση, ήταν ο Κολοβός. Ζητούσε από τον γαμπρό του Γιάννη να μετακομίσουν στο Κιλκίς, όπου είχε αγοράσει ένα μεγάλο κτήμα, αλλά εκείνος χρονοτριβούσε. Νωρίτερα, θέλησαν να αγοράσουν ένα κτήμα στα Σκόπια, αλλά έπρεπε για την αγορά του να γίνουν Σέρβοι πολίτες, κάτι που ο Γιάννης Ρέντζος δεν δέχτηκε.
- «Πρώτα θα κάνω μία μεγάλη δουλειά και μετά θα έρθω στο Κιλκίς», έλεγε ο Γ. Ρέντζος στον πεθερό του.
Η ληστεία της Πέτρας
Στις 13 Ιουνίου 1926, ημέρα Κυριακή, αναχώρησε από την Πρέβεζα για τα Γιάννενα, ένα επταθέσιο Fiat, το οποίο είχε ναυλωθεί από το Υποκατάστημα Εθνικής Τράπεζας Ιωαννίνων, για τη μεταφορά ενός μεγάλου χρηματικού ποσού (15.000.000 δραχμών), από την Πρέβεζα προς τα Γιάννενα.
Στο αυτοκίνητο επέβαιναν οκτώ άτομα, ενώ υπήρχε συνοδεία από τέσσερις χωροφύλακες. Ακολουθούσε και δεύτερο συνοδευτικό αυτοκίνητο της Χωροφυλακής όπου επέβαιναν πέντε άνδρες.
Στη διαδρομή από την Πρέβεζα για τα Γιάννενα, μετά από μιάμιση ώρα, στις στροφές της Πέτρας, ένας κορμός δέντρου έφραξε τον δρόμο του πρώτου οχήματος.
Πέντε ληστές, είχαν στήσει ενέδρα. Ο οδηγός του οχήματος Απόστολος Δράκος, αιφνιδιάστηκε. Πριν προλάβει να φρενάρει, δέχτηκε καταιγισμό πυροβολισμών από τρεις μεριές. Ο Δράκος και ο επικεφαλής των Χωροφυλάκων Παπασταματίου, έπεσαν νεκροί. Ακυβέρνητο το αυτοκίνητο, που είχε και σκασμένα λάστιχα από τα πυρά κύλησε σε μια κατηφόρα. Οι πυροβολισμοί από τις κάννες των Μάνλιχερ και Μάουζερ συνεχίστηκαν. Νεκροί έπεσαν οι χωροφύλακες Σπύρος Κατσούρης και Ευάγγελος Πρέτζας και οι Χαρίτων Καρπούζης, Παναγιώτης Καλλίγερος, Σπύρος Μπόλας, υπάλληλοι της Τράπεζας, καθώς και ο έμπορος υφασμάτων Βασίλης Παπαγεωργίου, που είχε συνοδεύσει τον φίλο του Διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας Ιωαννίνων Αλέξανδρο Λειβαδέα στην Πρέβεζα και επέστρεφε στα Γιάννενα. Διασώθηκαν ο Βλαδίμηρος Λαζαρίδης, που επίσης συνόδευε τον Λειβαδέα στην Πρέβεζα και ο οποίος καταπλακώθηκε από τα πτώματα των συνεπιβατών και λιποθύμησε και ο Χωροφύλακας Λειβαδίτης που τραυματίστηκε αλλά κατάφερε να ξεφύγει μέσα στην πυκνή βλάστηση προς τον ποταμό Λούρο.
(Συνεχίζεται)
Πηγή: Νίκος Ι. Πάνος, «ΡΕΝΤΖΑΙΟΙ ΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ», Β' « Έκδοση» Φιλιππιάδα 2005.
Ανάμεσα στα άλλα εγκλήματα των Ρεντζαίων, ξεχωριστή θέση είχαν οι απαγωγές. Από την απαγωγή του νεαρού Τάκη Παπαγιαννόπουλου, αποκόμισαν 850.000 δραχμές. Απήγαγαν τον Ελιά Μαραμένο, γιο πλούσιου Εβραίου των Ιωαννίνων και αποκόμισαν 1.000.000 δραχμές. Μετά την απελευθέρωσή του μικρού Ελιά, καταχαρούμενος ο πατέρας του, έστειλε ευχαριστήριο γράμμα (!) στους Ρεντζαίους και τους προσκάλεσε στο σπίτι του (!), Κάτι που έγινε αργότερα… Από την απαγωγή του Αλκιβιάδη Φωρτονόπουλου, εισέπραξαν 40.000 δραχμές. Φυσικά ζωοοκλοπές, ληστείες μικρών χρηματικών ποσών, εκβιασμοί κλπ., ήταν στην ημερήσια διάταξη για τους Ρεντζαίους.
Περιττό είναι ν' αναφέρουμε, ότι όλο αυτό το διάστημα τα στρατιωτικά αποσπάσματα προσπαθούσαν χωρίς αποτέλεσμα να εντοπίσουν και να τους συλλάβουν.Κάποια στιγμή, ο Ανώτερος Στρατιωτικός Διοικητής των Ιωαννίνων, κάλεσε τον πρόεδρο των Ανωγείων Θύμιο Παππά και με αυστηρό ύφος απαίτησε να συλλάβει τους Ρεντζαίους.
Ο πρόεδρος, σε έντονο ύφος, του απάντησε σοφά:
«Εσύ με τόσα ντουφέκια δεν μπορείς να τους συλλάβεις, εγώ με την αγκλίτσα θα τους συλλάβω;»
Η αμνηστία των Ρεντζαίων
Το 1924, η ληστεία στην Ελλάδα, αλλά ειδικότερα στην Ήπειρο, αποτελούσε μάστιγα.
Στις 19 Αυγούστου 1924, η κυβέρνηση θέσπισε το εξής διάταγμα, με την προσδοκία ότι θα δώσει λύση στο πρόβλημα:
«Όποιος ληστής σκοτώσει τον σύντροφό του παίρνει αμνηστία».
Ο πανούργος Κολοβός το διάβασε και ενημέρωσε τους Ρεντζαίους, προτείνοντάς τους να σκοτώσουν τους συντρόφους τους για να αμνηστευθούν. Οι Ρεντζαίοι αμφιταλαντεύτηκαν. Τελικά, μετά από άγρια μάχη, έπεσαν νεκροί οι «συνάδελφοι» και φίλοι των Ρεντζαίων Κοντογιώργος, Σιντόρης, Κατέρης και Σαρής. Για τον τελευταίο λέγεται ότι ήταν τόσο δεινός σκοπευτής που περνούσε μία σφαίρα μέσα από δαχτυλίδι!
Οι Ρεντζαίοι, με τα κεφάλια των συντρόφων τους ως αποδείξεις, ενημέρωσαν τον Κολοβό. Αυτός σύντομα φρόντισε για τα χαρτιά της αμνηστίας των Ρεντζαίων, ενώ τους έφερε και τα κλειδιά από το διώροφο σπίτι στο Μέγαρο Τσιγαρά που βρισκόταν απέναντι από την Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση Ιωαννίνων, που είχε αγοράσει για λογαριασμό τους.
Δείτε στο έγγραφο της αμνήστευσης των Ρεντζαίων, ότι δεν αναγράφονται τα επώνυμά τους, παρά μόνο τα αρχικά τους, ενώ αναφέρονται μόνο τα αρχικά των επωνύμων των «θυμάτων» τους.
Η είσοδος των Ρεντζαίων στα Γιάννενα
Οι Ρεντζαίοι έβαλαν όμως τους δικούς τους όρους «παράδοσης». Αξίωσαν και πέτυχαν, να τους περιμένει στο χάνι της Ανατολής έξω από τα Γιάννενα, με το έγγραφο της αμνηστίας, ο Αρχηγός Χωροφυλακής Παναγιωτόπουλος που είχε σταλεί ειδικά από την κυβέρνηση. Ο Παναγιωτόπουλος, τους συνόδευσε έως τα Γιάννενα, όπου παρέδωσαν τον οπλισμό τους.
Στη διαδρομή, επικρατούσε το αδιαχώρητο! Πλήθος κόσμου, επευφημούσε τους Ρεντζαίους. Το κράτος με το υπ' αριθ. 360-360-1924 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας, ανέστειλε για δέκα χρόνια την ποινική δίωξη κατά των Ρεντζαίων.
Σύμφωνα με το βούλευμα, αυτοί είχαν διαπράξει μόνο πέντε ληστείες. Έτσι οι δύο, τέως, ληστές, άρχισαν την καινούργια τους ζωή, απολαμβάνοντας την ελευθερία τους.
Ως ευκατάστατοι πολίτες, συναναστρέφονται με πολιτικούς, δικαστικούς, στρατιωτικούς, εμπόρους κλπ. Τον Φεβρουάριο του 1925, έγινε ο γάμος του Γιάννη Ρέντζιου με την Χαρίκλεια Κολοβού, στον οποίο γλέντησαν όλα τα Γιάννενα. Κουμπάρος τους, ήταν ο επιστήθιος φίλος του γαμπρού Γεώργιος Βλάχος ή Διαμάντης. Οι επιφανέστεροι Γιαννιώτες, έστειλαν τις 90 τούρτες του γάμου και άλλα δώρα μεγάλης αξίας. Το καλύτερο όλων των δώρων, έκανε στους νιόπαντρους ο έμπορος Μαραμένος, τον γιο του οποίου είχαν απαγάγει οι Ρεντζαίοι όπως είδαμε.
Η ζωή τους κυλούσε ήσυχα στα Γιάννενα. Μάλιστα προσλήφθηκαν στη Χωροφυλακή, όπου ο Γιάννης Ρέντζος έφερε τον βαθμό του Ενωμοτάρχη, ενώ ο Θύμιος, που δεν παντρεύτηκε καθώς ήταν άστατος χαρακτήρας, του Αποσπασματάρχη.
Ο μόνος που δεν ήταν ικανοποιημένος από την όλη κατάσταση, ήταν ο Κολοβός. Ζητούσε από τον γαμπρό του Γιάννη να μετακομίσουν στο Κιλκίς, όπου είχε αγοράσει ένα μεγάλο κτήμα, αλλά εκείνος χρονοτριβούσε. Νωρίτερα, θέλησαν να αγοράσουν ένα κτήμα στα Σκόπια, αλλά έπρεπε για την αγορά του να γίνουν Σέρβοι πολίτες, κάτι που ο Γιάννης Ρέντζος δεν δέχτηκε.
- «Πρώτα θα κάνω μία μεγάλη δουλειά και μετά θα έρθω στο Κιλκίς», έλεγε ο Γ. Ρέντζος στον πεθερό του.
Η ληστεία της Πέτρας
Στις 13 Ιουνίου 1926, ημέρα Κυριακή, αναχώρησε από την Πρέβεζα για τα Γιάννενα, ένα επταθέσιο Fiat, το οποίο είχε ναυλωθεί από το Υποκατάστημα Εθνικής Τράπεζας Ιωαννίνων, για τη μεταφορά ενός μεγάλου χρηματικού ποσού (15.000.000 δραχμών), από την Πρέβεζα προς τα Γιάννενα.
Στο αυτοκίνητο επέβαιναν οκτώ άτομα, ενώ υπήρχε συνοδεία από τέσσερις χωροφύλακες. Ακολουθούσε και δεύτερο συνοδευτικό αυτοκίνητο της Χωροφυλακής όπου επέβαιναν πέντε άνδρες.
Στη διαδρομή από την Πρέβεζα για τα Γιάννενα, μετά από μιάμιση ώρα, στις στροφές της Πέτρας, ένας κορμός δέντρου έφραξε τον δρόμο του πρώτου οχήματος.
Πέντε ληστές, είχαν στήσει ενέδρα. Ο οδηγός του οχήματος Απόστολος Δράκος, αιφνιδιάστηκε. Πριν προλάβει να φρενάρει, δέχτηκε καταιγισμό πυροβολισμών από τρεις μεριές. Ο Δράκος και ο επικεφαλής των Χωροφυλάκων Παπασταματίου, έπεσαν νεκροί. Ακυβέρνητο το αυτοκίνητο, που είχε και σκασμένα λάστιχα από τα πυρά κύλησε σε μια κατηφόρα. Οι πυροβολισμοί από τις κάννες των Μάνλιχερ και Μάουζερ συνεχίστηκαν. Νεκροί έπεσαν οι χωροφύλακες Σπύρος Κατσούρης και Ευάγγελος Πρέτζας και οι Χαρίτων Καρπούζης, Παναγιώτης Καλλίγερος, Σπύρος Μπόλας, υπάλληλοι της Τράπεζας, καθώς και ο έμπορος υφασμάτων Βασίλης Παπαγεωργίου, που είχε συνοδεύσει τον φίλο του Διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας Ιωαννίνων Αλέξανδρο Λειβαδέα στην Πρέβεζα και επέστρεφε στα Γιάννενα. Διασώθηκαν ο Βλαδίμηρος Λαζαρίδης, που επίσης συνόδευε τον Λειβαδέα στην Πρέβεζα και ο οποίος καταπλακώθηκε από τα πτώματα των συνεπιβατών και λιποθύμησε και ο Χωροφύλακας Λειβαδίτης που τραυματίστηκε αλλά κατάφερε να ξεφύγει μέσα στην πυκνή βλάστηση προς τον ποταμό Λούρο.
(Συνεχίζεται)
Πηγή: Νίκος Ι. Πάνος, «ΡΕΝΤΖΑΙΟΙ ΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ», Β' « Έκδοση» Φιλιππιάδα 2005.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr