Ο γιατρός Βασίλειος Τσιρώνης, η αεροπειρατεία στην Αλβανία, η φυλάκισή του στη Σουηδία και το τέλος του
14.12.2019
19:05
Ποιος ήταν ο Βασίλειος Τσιρώνης - Το Ουδετερόφιλο Ελλαδικό Μέτωπο (ΟΕΜ) - Η δράση του τη δεκαετία του ’60 - Η αεροπειρατεία στην Αλβανία και η φυλάκισή του στη Σουηδία μέσα από καινούργια, αδημοσίευτα στοιχεία - Η επιστροφή του στην Ελλάδα και το τέλος του
Δύο από τα πλέον ενδιαφέροντα άρθρα μας που είχαν μεγάλη απήχηση στους αναγνώστες του protothema.gr ήταν το άρθρο της 19/5/2019 για τον Νίκο Ακριβογιάννη και αυτό της 30/6/2019 με τίτλο ‘’Οι Τσάμηδες μετά τον πόλεμο- Η ένταξή τους στον ΔΣΕ κατά τον ελληνικό εμφύλιο’’. Και στα δύο αυτά άρθρα είχαμε παρουσιάσει καινούργια στοιχεία, που ανακάλυψε μετά από έρευνα στα αλβανικά αρχεία ο Διδάκτωρ Ιστορίας του ΑΠΘ κύριος Σταύρος Γ. Ντάγιος και το συμπεριέλαβε στα βιβλία του ‘’Ο Νίκος Ακριβογιάννης και η Δίκη των Αεροπόρων’’ και ‘’Νίκος Ζαχαριάδης Ενβέρ Χότζα: Συνεργασία και Μυστικές Συμφωνίες του Κ.Κ.Ε. με την Αλβανία, 1943-1974’’. Και τα δύο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Literatus.
Ο κύριος Ντάγιος όμως συνεχίζει τις έρευνες στα αλβανικά αρχεία ,ανακαλύπτοντας εντυπωσιακά στοιχεία. Σε πρόσφατη επικοινωνία που είχαμε μας ενημέρωσε ότι βρήκε νέα στοιχεία για τον γιατρό Βασίλειο Τσιρώνη που είχε απασχολήσει τις ελληνικές αρχές τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Μια αεροπειρατεία που είχε κάνει το 1969 ο Τσιρώνης με τη βοήθεια των μελών της οικογένειάς του, τον έφερε στην Αλβανία.
Στα αλβανικά αρχεία ο Σταύρος Ντάγιος ανακάλυψε άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία για την αεροπειρατεία αυτή και όχι μόνο, και τα έθεσε στη διάθεσή μας. Τον ευχαριστούμε θερμά και ελπίζουμε με το σημερινό μας άρθρο όσοι ήξεραν για τον γιατρό Τσιρώνη και τη δράση του να μάθουν περισσότερα και εμείς οι νεότεροι να ‘’γνωρίσουμε’’ έναν ιδιόρρυθμο άνθρωπο και τη δράση του.
Ποιος ήταν ο Βασίλειος Τσιρώνης;
Ο Βασίλειος Τσιρώνης, παιδί Μικρασιατών προσφύγων, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1929. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και ήθελε ο γιος του να σπουδάσει στη Σχολή Ευελπίδων, αυτός όμως σπούδασε στη Σχολή Στρατιωτικής Ιατρικής. Μετά την αποφοίτησή του το 1958, εργάστηκε στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό ως γιατρός τον εξόριστων αριστερών του Άι-Στράτη. Εκεί διαπίστωσε βασανιστήρια σε βάρος των εκτοπισθέντων παρά τις ρητά απαγορευτικές εντολές που υπήρχαν . Αυτό τον έκανε να προβεί σε καταγγελία των κυβερνητικών πρακτικών αναφερόμενος σε ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης και κατηγορώντας τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για υποταγή και συνθηκολόγηση. Μάλιστα άφησε να διαρρεύσουν στον ξένο Τύπο εμπιστευτικές οδηγίες του Υφυπουργείου Ασφαλείας, που επιβεβαίωναν τους ισχυρισμούς του. Αυτό οδήγησε τον Τσιρώνη σε ευθεία σύγκρουση με την κρατική εξουσία. Κατηγορήθηκε από το Υπουργείο Πρόνοιας και απολύθηκε άμεσα για σοβαρές παραβάσεις της ιατρικής επιστήμης, επειδή ‘’η εν γένει συμπεριφορά του ανωτέρω ιατρού ήτο τοιαύτη, ώστε να δίδει την εντύπωσιν ότι είναι όργανο όχι της ιατρικής επιστήμης αλλά της κομμουνιστικής ηγεσίας. Συγκεκριμένως εξέδιδε αθρόας γνωματεύσεις περί της ανάγκης επειγούσης δήθεν νοσηλείας εκτοπισμένων ενώ ούτοι ήσαν υγιείς’’.
Ο Τσιρώνης θεώρησε ότι η απόφαση αντίκειται στην εργατική νομοθεσία, προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και δικαιώθηκε. Το ελληνικό Δημόσιο όμως δεν εκτέλεσε τη δικαστική απόφαση και δεν τον προσέλαβε πάλι. Τον Αύγουστο του 1960 επισκέφθηκε τον Ανδρέα Στράτο, Υπουργό Πρόνοιας της κυβέρνησης Καραμανλή, ζητώντας τη δικαίωσή του. Η συζήτησή τους οδηγήθηκε στα άκρα.
Ο Τσιρώνης χαρακτήρισε τον Στράτο ανέντιμο και αυτός τον μήνυσε. Ο Τσιρώνης με τη σειρά του μήνυσε τον Υπουργό για κατασυκοφάντηση. Τελικά ο Τσιρώνης παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση. Μετά την αποφυλάκισή του το Δημόσιο διεκδίκησε 66.472 δραχμές που αντιστοιχούσαν σε δίδακτρα της Σχολής όπου φοίτησε ο Τσιρώνης. Όντας άνεργος αδυνατούσε να καταβάλει το ποσό αυτό. Έτσι συνελήφθη εκ νέου καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Ως έγκλειστος πρωτοστάτησε σε απεργία πείνας όλων όσων είχαν καταδικαστεί για χρέη προς το Δημόσιο. Η υπόθεση Τσιρώνη έφτασε στη Βουλή με συνεχείς ερωτήσεις βουλευτών από όλα τα αντιπολιτευόμενα κόμματα. Στις αρχές του 1962, αφού είχε αφεθεί ελεύθερος δικάστηκε για τα επεισόδια στις φυλακές. Εξαγόρασε την ποινή του, ωστόσο παρέμενε ανεξόφλητο ένα ευτελές ποσό, το οποίο κλήθηκε να πληρώσει άμεσα. Στις 28 Οκτωβρίου 1962 κλήθηκε από το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχή του με το πρόσχημα ότι έπρεπε να υπογράψει σαν γιατρός ένα πιστοποιητικό θανάτου. Εκεί τον συνέλαβαν για το ανεξόφλητο χρέος που αδυνατούσε να καλύψει λόγω της αργίας της εθνικής επετείου. Ακολούθησε νέο φραστικό επεισόδιο με τους αστυνομικούς, οι οποίοι τον μήνυσαν για ‘’περιύβριση αρχής’’.
Φυλακίστηκε εκ νέου ως τον Δεκέμβριο του 1962. Τότε αποφυλακίστηκε και ίδρυσε το Ουδετερόφιλο Ελλαδικό Μέτωπο (ΟΕΜ), το οποίο το ονόμασε κατά καιρούς κόμμα, οργάνωση, κίνημα κλπ και τελικά όπως θα δούμε και κράτος. Μετά την άνοδο στην εξουσία της Ένωσης Κέντρου του Γ. Παπανδρέου, κατέβηκε σε απεργία πείνας πενήντα ημερών (Απρίλιος-Ιούνιος 1964) με αίτημα την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων από τις ανατολικές χώρες, κυρίως την Ε.Σ.Σ.Δ. Απώτερος σκοπός του όμως φαίνεται ότι ήταν η επαγγελματική του αποκατάσταση. Και πάλι ο Τσιρώνης δεν κατάφερε τίποτα. Θεωρώντας άδικη την απόλυσή του και την μη επαναφορά του στην εργασία του και έχοντας εκτίσει συνολικά ποινή φυλάκισης πέντε ετών ως το 1969, αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα καταλαμβάνοντας με τη σύζυγό του Βαρβάρα και τα δύο ανήλικα παιδιά τους ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής Αεροπορίας και οδηγώντας το στην Αλβανία.
Η αεροπειρατεία και η περιπέτεια στην Αλβανία
Το Σάββατο 16 Αυγούστου 1969, η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας ενημερωνόταν ότι αεροπλάνο της Ολυμπιακής Αεροπορίας, ένα Ντακότα DC-3, με 32 επιβαίνοντες και το πλήρωμά του, το οποίο εκτελούσε την πτήση Αθήνα-Αγρίνιο-Ιωάννινα σταμάτησε να εκπέμπει σήματα επικοινωνίας. Όλοι φοβήθηκαν το χειρότερο, ότι δηλαδή το αεροσκάφος είχε πέσει. Σύντομα όμως έφτασαν πληροφορίες ότι το Ντακότα DC-3 είχε οδηγηθεί με τη βία από κάποιους επιβάτες του στην Αλβανία. Θυμίζουμε ότι το 1969 υπήρχε δικτατορία στη χώρα μας. Οι υποψίες έπεσαν στην ‘’Οργάνωση Αντιστάσεως’’ που είχε απειλήσει με αλλεπάλληλες προκηρύξεις ότι θα χτυπούσε κάθε Σάββατο που υπάρχει μεγάλη τουριστική κίνηση.
Τελικά, η πραγματικότητα διέψευσε τους αρμόδιους.
Πρωταγωνιστής της αεροπειρατείας, ήταν ο Βασίλειος Τσιρώνης. «Οι εχθροί της Ελλάδας είχαν «εκλέξει» ένα ακόμα μέσον δια να… κάμουν εντύπωσιν», ανέφεραν οι Αρχές. Ο Τσιρώνης είχε επιβιβαστεί με τη σύζυγό του και τα δύο ανήλικα παιδιά τους, στο αεροπλάνο που εκτελούσε την πτήση Αθήνα-Αγρίνιο (τόπο καταγωγής του)- Ιωάννινα. Έτσι σκέφτηκε ότι δεν θα δημιουργήσει υποψίες. Λίγο μετά απογείωση του αεροσκάφους, ο Τσιρώνης και τα μέλη της οικογένειάς του, οπλισμένοι με δύο πιστόλια και δύο μαχαίρια (τότε δεν γίνονταν στα αεροδρόμια οι σημερινοί εξονυχιστικοί έλεγχοι), κατέλαβαν το κόκπιτ και υποχρέωσαν τον πιλότο να κατευθύνει το αεροσκάφος στην Αλβανία. «Στο όνομα της λευτεριάς και του ανθρώπου κυριεύω αυτό το αεροπλάνο», είπε. Ο πιλότος και κάποιοι επιβάτες διαπληκτίστηκαν έντονα με τον Τσιρώνη, ζητώντας του να οδηγηθεί σε άλλη χώρα το αεροσκάφος, καθώς Ελλάδα και Αλβανία δεν είχαν τότε διπλωματικές σχέσεις. Εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Έτσι, όταν μπήκαν στον αλβανικό εναέριο χώρο, αεροσκάφη Mig-21 της γειτονικής χώρας, συνόδευσαν το Ντακότα DC-3, σε ένα μικρό στρατιωτικό αεροδρόμιο της Αυλώνας, που είχε κατασκευαστεί προπολεμικά από τους Ιταλούς. Οι Αλβανοί, οδήγησαν τους επιβάτες σε κοντινό πανδοχείο. Παρόντες ήταν και άντρες των μυστικών υπηρεσιών. Ο Τσιρώνης και η οικογένειά του οδηγήθηκαν στα Τίρανα, ενώ από τους υπόλοιπους επιβάτες κάποιοι ανακρίθηκαν, χωρίς όμως περαιτέρω ταλαιπωρία…
Το… γλέντι στην Αυλώνα και η απέλαση του Τσιρώνη
Αυτή ήταν η, τρίτη φορά, που ένα ελληνικό αεροσκάφος είχε «αποδράσει» στην Αλβανία. Είχαν προηγηθεί το 1947 ο αεροπόρος Παναγιώτης Μπαλάφας και το 1952 ο Νίκος Ακριβογιάννης. Φυσικά, ο Ενβέρ Χότζα ενημερώθηκε άμεσα για το νέο συμβάν.
Ο κύριος Ντάγιος όμως συνεχίζει τις έρευνες στα αλβανικά αρχεία ,ανακαλύπτοντας εντυπωσιακά στοιχεία. Σε πρόσφατη επικοινωνία που είχαμε μας ενημέρωσε ότι βρήκε νέα στοιχεία για τον γιατρό Βασίλειο Τσιρώνη που είχε απασχολήσει τις ελληνικές αρχές τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Μια αεροπειρατεία που είχε κάνει το 1969 ο Τσιρώνης με τη βοήθεια των μελών της οικογένειάς του, τον έφερε στην Αλβανία.
Στα αλβανικά αρχεία ο Σταύρος Ντάγιος ανακάλυψε άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία για την αεροπειρατεία αυτή και όχι μόνο, και τα έθεσε στη διάθεσή μας. Τον ευχαριστούμε θερμά και ελπίζουμε με το σημερινό μας άρθρο όσοι ήξεραν για τον γιατρό Τσιρώνη και τη δράση του να μάθουν περισσότερα και εμείς οι νεότεροι να ‘’γνωρίσουμε’’ έναν ιδιόρρυθμο άνθρωπο και τη δράση του.
Ποιος ήταν ο Βασίλειος Τσιρώνης;
Ο Βασίλειος Τσιρώνης, παιδί Μικρασιατών προσφύγων, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1929. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και ήθελε ο γιος του να σπουδάσει στη Σχολή Ευελπίδων, αυτός όμως σπούδασε στη Σχολή Στρατιωτικής Ιατρικής. Μετά την αποφοίτησή του το 1958, εργάστηκε στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό ως γιατρός τον εξόριστων αριστερών του Άι-Στράτη. Εκεί διαπίστωσε βασανιστήρια σε βάρος των εκτοπισθέντων παρά τις ρητά απαγορευτικές εντολές που υπήρχαν . Αυτό τον έκανε να προβεί σε καταγγελία των κυβερνητικών πρακτικών αναφερόμενος σε ανθρωποκτονίες εκ προμελέτης και κατηγορώντας τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για υποταγή και συνθηκολόγηση. Μάλιστα άφησε να διαρρεύσουν στον ξένο Τύπο εμπιστευτικές οδηγίες του Υφυπουργείου Ασφαλείας, που επιβεβαίωναν τους ισχυρισμούς του. Αυτό οδήγησε τον Τσιρώνη σε ευθεία σύγκρουση με την κρατική εξουσία. Κατηγορήθηκε από το Υπουργείο Πρόνοιας και απολύθηκε άμεσα για σοβαρές παραβάσεις της ιατρικής επιστήμης, επειδή ‘’η εν γένει συμπεριφορά του ανωτέρω ιατρού ήτο τοιαύτη, ώστε να δίδει την εντύπωσιν ότι είναι όργανο όχι της ιατρικής επιστήμης αλλά της κομμουνιστικής ηγεσίας. Συγκεκριμένως εξέδιδε αθρόας γνωματεύσεις περί της ανάγκης επειγούσης δήθεν νοσηλείας εκτοπισμένων ενώ ούτοι ήσαν υγιείς’’.
Ο Τσιρώνης θεώρησε ότι η απόφαση αντίκειται στην εργατική νομοθεσία, προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και δικαιώθηκε. Το ελληνικό Δημόσιο όμως δεν εκτέλεσε τη δικαστική απόφαση και δεν τον προσέλαβε πάλι. Τον Αύγουστο του 1960 επισκέφθηκε τον Ανδρέα Στράτο, Υπουργό Πρόνοιας της κυβέρνησης Καραμανλή, ζητώντας τη δικαίωσή του. Η συζήτησή τους οδηγήθηκε στα άκρα.
Ο Τσιρώνης χαρακτήρισε τον Στράτο ανέντιμο και αυτός τον μήνυσε. Ο Τσιρώνης με τη σειρά του μήνυσε τον Υπουργό για κατασυκοφάντηση. Τελικά ο Τσιρώνης παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση. Μετά την αποφυλάκισή του το Δημόσιο διεκδίκησε 66.472 δραχμές που αντιστοιχούσαν σε δίδακτρα της Σχολής όπου φοίτησε ο Τσιρώνης. Όντας άνεργος αδυνατούσε να καταβάλει το ποσό αυτό. Έτσι συνελήφθη εκ νέου καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Ως έγκλειστος πρωτοστάτησε σε απεργία πείνας όλων όσων είχαν καταδικαστεί για χρέη προς το Δημόσιο. Η υπόθεση Τσιρώνη έφτασε στη Βουλή με συνεχείς ερωτήσεις βουλευτών από όλα τα αντιπολιτευόμενα κόμματα. Στις αρχές του 1962, αφού είχε αφεθεί ελεύθερος δικάστηκε για τα επεισόδια στις φυλακές. Εξαγόρασε την ποινή του, ωστόσο παρέμενε ανεξόφλητο ένα ευτελές ποσό, το οποίο κλήθηκε να πληρώσει άμεσα. Στις 28 Οκτωβρίου 1962 κλήθηκε από το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχή του με το πρόσχημα ότι έπρεπε να υπογράψει σαν γιατρός ένα πιστοποιητικό θανάτου. Εκεί τον συνέλαβαν για το ανεξόφλητο χρέος που αδυνατούσε να καλύψει λόγω της αργίας της εθνικής επετείου. Ακολούθησε νέο φραστικό επεισόδιο με τους αστυνομικούς, οι οποίοι τον μήνυσαν για ‘’περιύβριση αρχής’’.
Φυλακίστηκε εκ νέου ως τον Δεκέμβριο του 1962. Τότε αποφυλακίστηκε και ίδρυσε το Ουδετερόφιλο Ελλαδικό Μέτωπο (ΟΕΜ), το οποίο το ονόμασε κατά καιρούς κόμμα, οργάνωση, κίνημα κλπ και τελικά όπως θα δούμε και κράτος. Μετά την άνοδο στην εξουσία της Ένωσης Κέντρου του Γ. Παπανδρέου, κατέβηκε σε απεργία πείνας πενήντα ημερών (Απρίλιος-Ιούνιος 1964) με αίτημα την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων από τις ανατολικές χώρες, κυρίως την Ε.Σ.Σ.Δ. Απώτερος σκοπός του όμως φαίνεται ότι ήταν η επαγγελματική του αποκατάσταση. Και πάλι ο Τσιρώνης δεν κατάφερε τίποτα. Θεωρώντας άδικη την απόλυσή του και την μη επαναφορά του στην εργασία του και έχοντας εκτίσει συνολικά ποινή φυλάκισης πέντε ετών ως το 1969, αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα καταλαμβάνοντας με τη σύζυγό του Βαρβάρα και τα δύο ανήλικα παιδιά τους ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής Αεροπορίας και οδηγώντας το στην Αλβανία.
Η αεροπειρατεία και η περιπέτεια στην Αλβανία
Το Σάββατο 16 Αυγούστου 1969, η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας ενημερωνόταν ότι αεροπλάνο της Ολυμπιακής Αεροπορίας, ένα Ντακότα DC-3, με 32 επιβαίνοντες και το πλήρωμά του, το οποίο εκτελούσε την πτήση Αθήνα-Αγρίνιο-Ιωάννινα σταμάτησε να εκπέμπει σήματα επικοινωνίας. Όλοι φοβήθηκαν το χειρότερο, ότι δηλαδή το αεροσκάφος είχε πέσει. Σύντομα όμως έφτασαν πληροφορίες ότι το Ντακότα DC-3 είχε οδηγηθεί με τη βία από κάποιους επιβάτες του στην Αλβανία. Θυμίζουμε ότι το 1969 υπήρχε δικτατορία στη χώρα μας. Οι υποψίες έπεσαν στην ‘’Οργάνωση Αντιστάσεως’’ που είχε απειλήσει με αλλεπάλληλες προκηρύξεις ότι θα χτυπούσε κάθε Σάββατο που υπάρχει μεγάλη τουριστική κίνηση.
Τελικά, η πραγματικότητα διέψευσε τους αρμόδιους.
Πρωταγωνιστής της αεροπειρατείας, ήταν ο Βασίλειος Τσιρώνης. «Οι εχθροί της Ελλάδας είχαν «εκλέξει» ένα ακόμα μέσον δια να… κάμουν εντύπωσιν», ανέφεραν οι Αρχές. Ο Τσιρώνης είχε επιβιβαστεί με τη σύζυγό του και τα δύο ανήλικα παιδιά τους, στο αεροπλάνο που εκτελούσε την πτήση Αθήνα-Αγρίνιο (τόπο καταγωγής του)- Ιωάννινα. Έτσι σκέφτηκε ότι δεν θα δημιουργήσει υποψίες. Λίγο μετά απογείωση του αεροσκάφους, ο Τσιρώνης και τα μέλη της οικογένειάς του, οπλισμένοι με δύο πιστόλια και δύο μαχαίρια (τότε δεν γίνονταν στα αεροδρόμια οι σημερινοί εξονυχιστικοί έλεγχοι), κατέλαβαν το κόκπιτ και υποχρέωσαν τον πιλότο να κατευθύνει το αεροσκάφος στην Αλβανία. «Στο όνομα της λευτεριάς και του ανθρώπου κυριεύω αυτό το αεροπλάνο», είπε. Ο πιλότος και κάποιοι επιβάτες διαπληκτίστηκαν έντονα με τον Τσιρώνη, ζητώντας του να οδηγηθεί σε άλλη χώρα το αεροσκάφος, καθώς Ελλάδα και Αλβανία δεν είχαν τότε διπλωματικές σχέσεις. Εκείνος όμως ήταν ανένδοτος. Έτσι, όταν μπήκαν στον αλβανικό εναέριο χώρο, αεροσκάφη Mig-21 της γειτονικής χώρας, συνόδευσαν το Ντακότα DC-3, σε ένα μικρό στρατιωτικό αεροδρόμιο της Αυλώνας, που είχε κατασκευαστεί προπολεμικά από τους Ιταλούς. Οι Αλβανοί, οδήγησαν τους επιβάτες σε κοντινό πανδοχείο. Παρόντες ήταν και άντρες των μυστικών υπηρεσιών. Ο Τσιρώνης και η οικογένειά του οδηγήθηκαν στα Τίρανα, ενώ από τους υπόλοιπους επιβάτες κάποιοι ανακρίθηκαν, χωρίς όμως περαιτέρω ταλαιπωρία…
Το… γλέντι στην Αυλώνα και η απέλαση του Τσιρώνη
Αυτή ήταν η, τρίτη φορά, που ένα ελληνικό αεροσκάφος είχε «αποδράσει» στην Αλβανία. Είχαν προηγηθεί το 1947 ο αεροπόρος Παναγιώτης Μπαλάφας και το 1952 ο Νίκος Ακριβογιάννης. Φυσικά, ο Ενβέρ Χότζα ενημερώθηκε άμεσα για το νέο συμβάν.
Το απόγευμα της 16ης Αυγούστου 1969, οι Αλβανοί ενημέρωσαν τους υπόλοιπους επιβάτες, ότι την επόμενη ημέρα, όσοι ήθελαν βέβαια, μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Μάλιστα, πρόσφεραν δωρεάν τα καύσιμα του αεροσκάφους της «Ολυμπιακής». Τους παρατέθηκε δείπνο, ενώ μια λαϊκή αλβανική ορχήστρα φρόντισε για την ψυχαγωγία τους. Ακολούθησε ξενάγηση στην πόλη της Αυλώνας.
Την επόμενη μέρα, στις 10 το πρωί, το αεροσκάφος ξεκίνησε για την Ελλάδα. Αρχικά προσγειώθηκε στην Κέρκυρα, όπου τους επιβάτες και το πλήρωμα ανέμενε άλλο αεροπλάνο. Όταν έφτασαν στην Αθήνα, τους υποδέχτηκε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ιωάννης Αγαθαγγέλου, μετά από εντολή του Γεώργιου Παπαδόπουλου. Από την πλευρά της «Ολυμπιακής», ο Αλέξανδρος Ωνάσης, συνεχάρη το πλήρωμα του αεροσκάφους για την ψυχραιμία του και τόνισε στους επιβάτες ότι η εταιρεία θα βρίσκεται δίπλα τους σε ό, τι χρειαστεί.
Το βράδυ της αεροπειρατείας, το Αλβανικό Τηλεγραφικό Πρακτορείο, μετέδωσε τα εξής: «Την 16η Αυγούστου 1969 και ώρα 11.45 αεροσκάφος DC-3 της γραμμής Αθήνα-Αγρίνιο-Ιωάννινα, της ελληνικής αεροπορικής εταιρείας «Ολυμπιακή» που κυρίευσε ο Έλληνας πολίτης Ιατρός Βασίλης Τσιρώνης, προσγειώθηκε υπό κανονικές συνθήκες στο αεροδρόμιο της πόλης της Αυλώνας με 28 επιβάτες. Ο Βασίλης Τσιρώνης ζήτησε άσυλο από τις αρχές της πόλης της Αυλώνας. Το αεροσκάφος με τους υπόλοιπους επιβάτες, σύμφωνα με την επιθυμία τους, θα επιστρέψει στην Ελλάδα τη 17η Αυγούστου 1969».
Οι αλβανικές Αρχές, ενημέρωσαν τον Τσιρώνη ότι δεν θα παρέδιδαν αυτόν και την οικογένειά του στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορούσαν να τον αφήσουν να παραμείνει στην Αλβανία. Του έδιναν αυστηρή προθεσμία δέκα ημερών, για να επιλέξει να πάει σε όποια χώρα ήθελε.
Γιατί οι Αλβανοί δεν «κράτησαν» τον Τσιρώνη;
Η αλβανική απάντηση, ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη για τον Τσιρώνη και την οικογένειά του. Γιατί όμως δεν τον άφησαν να μείνει στη χώρα τους και να τον «χρησιμοποιήσουν» με κάποιον τρόπο;
Από τις αρχές του 1961, με τη διάρρηξη των σχέσεων Αλβανίας-Ε.Σ.Σ.Δ., είχε αρχίσει δειλά-δειλά, μια προσέγγιση της χώρας μας με το καθεστώς Χότζα.
Με την κατάληψη της εξουσίας από τους συνταγματάρχες στη χώρα μας το 1967, ως το 1969, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις ήταν ιδιαίτερα τεταμένες. Ωστόσο, στις αρχές του 1969, ο Παναγιώτης Πιπινέλης (1899-1970), παλιός βουλευτής της EPE, Υπουργός αλλά και πρωθυπουργός σε μία κυβέρνηση ανάγκης το 1963 και Υπουργός Εξωτερικών της Χούντας από το 1967 ως τον θάνατό του, δήλωνε ότι στόχος της Ελλάδας ήταν η εξομάλυνση των σχέσεων με τους βόρειους γείτονές της. Και από την αλβανική πλευρά, ο πρωθυπουργός Mehmet Shehu, έκανε αναφορά στα δικαιώματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Αλβανία. Η υπόθεση Τσιρώνη, μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη στην ανάπτυξη των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Έτσι, ο Τσιρώνης και η οικογένειά του οδηγήθηκαν στα τέλη Αυγούστου 1969, μετά από επιθυμία τους στη Σουηδία. Στις 14 Οκτωβρίου 1969, πρωθυπουργός της σκανδιναβικής χώρας ανέλαβε ο Ούλοφ Πάλμε, διαδεχόμενος τον επί 23 χρόνια πρωθυπουργό Τάγκε Ερλάντερ.
Ο Τσιρώνης και η οικογένειά του στη Σουηδία
Στις 10 Οκτωβρίου 1969, η σουηδική κυβέρνηση μέσω της πρεσβείας της στο Βελιγράδι, ζήτησε πληροφορίες από τον εκεί Αλβανό πρέσβη Lik Seiti, ο οποίος τον Μάιο του 1971 έγινε ο πρώτος Αλβανός πρέσβης, στην Αθήνα, αν ο Τσιρώνης είχε διαπράξει ποινικά αδικήματα κατά την προσπάθειά του να καταλάβει το αεροσκάφος.
Τελικά, οι Αλβανοί μετά από πολλές οχλήσεις των Σουηδών, τους μεταβίβασαν αυτούσιο το ανακοινωθέν του Αλβανικού Τηλεγραφικού Πρακτορείου, της 17ης Αυγούστου 1969, χωρίς περαιτέρω σχόλια. Αν και η μεταφορά του Τσιρώνη στη Σουηδία έγινε με συνωμοτικό τρόπο, οι ελληνικές Αρχές πληροφορήθηκαν το γεγονός και ζήτησαν στα τέλη Νοεμβρίου 1969 από την κυβέρνηση Πάλμε την έκδοση του Τσιρώνη στη χώρα μας.
Ο Τσιρώνης, που βρισκόταν υπό κράτηση, στη Σουηδία για απάτη σε βάρος ξενοδοχείων που διέπραξε εκεί, βρέθηκε από τον Ιανουάριο του 1970 αντιμέτωπος με σοβαρότερες κατηγορίες. Στις 5 Φεβρουαρίου 1970, οι ίδιες κατηγορίες απαγγέλθηκαν και στην οικογένειά του. Στις 7 Ιουλίου 1971, ο Τσιρώνης καταδικάστηκε σε 3,5 χρόνια φυλάκιση και απέλαση από τη χώρα μετά την έκτιση της ποινής του. Έτσι, οδηγήθηκε στις φυλακές Akersberga της Στοκχόλμης για την έκτιση της ποινής του.
Από εκεί, ο Τσιρώνης έστειλε επιστολές στον τότε Γ.Γ. του Ο.Η.Ε. Ου Θαντ (από τη Βιρμανία, τη νυν Μιανμάρ) και τον Ενβέρ Χότζα. Από τον Ου Θαντ, στον οποίο εξιστορούσε την περιπέτειά του, εμπλέκοντας και τη CIA (!), ζητούσε να μεσολαβήσει για να επιστρέψει στην Αλβανία καταγγέλλοντας ότι γίνεται προσπάθεια εξόντωσης του ίδιου και της οικογένειάς του (στο μεταξύ το 1969, γεννήθηκε στη Σουηδία η κόρη του Σοφία) «εκ μέρους της πόρνης (!) κρατικής Σουηδίας, οργάνου της CIA”.
Στις αρχές Νοεμβρίου 1970 επιστολή προς τον Χότζα, απέστειλαν η σύζυγος του Τσιρώνη, Βαρβάρα και τα παιδιά του Παναγιώτης (16 ετών), Κώστας (15 ετών) και η ενός έτους Σοφία… Ο Τσιρώνης είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα με την καρδιά του και εκλιπαρούσαν τον Αλβανό ηγέτη να μεσολαβήσει να επιστρέψουν στα Τίρανα.
Ακολούθησαν και άλλες προσπάθειες, τόσο του Τσιρώνη όσο και της συζύγου του, με επιστολές στον Χότζα, επισκέψεις στις πρεσβείες της Κίνας και της Αλβανίας στη Στοκχόλμη κλπ., χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Ο Τσιρώνης μεταφέρθηκε στις φυλακές του Μάλμοε, ενώ η γυναίκα του και τα παιδιά του, ζούσαν απομονωμένοι 15 χιλιόμετρα μακριά απ’ τη Στοκχόλμη και λάμβαναν επίδομα από το σουηδικό κράτος.
Η σιωπή των Αλβανών στις επανειλημμένες εκκλήσεις της οικογένειας Τσιρώνη, για μεταφορά τους στα Τίρανα, ήταν εκκωφαντική. Έτσι, ο Τσιρώνης εξέτισε την ποινή του και έπειτα απελάθηκε οικογενειακώς στην Ελλάδα.
Η επιστροφή στην Ελλάδα-Το τέλος του Βασίλη Τσιρώνη
Με την επάνοδό του στην Ελλάδα το 1974, ο Τσιρώνης συνέχισε την δράση του και τις «επαναστατικές ενέργειες», όπως τις θεωρούσε ο ίδιος. Στοχοποίησε κυρίως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που θεωρούσε βασικό υπεύθυνο των δεινών του και προέβαινε σε πράξεις που έδειχναν και τον κλονισμένο ψυχισμό του. Έφτασε να πυροβολήσει με καραμπίνα στην κεντρική αγορά της Αθήνας (!), ενώ συνεχώς εκτόξευε υβριστικά συνθήματα.
Στις 30 Νοεμβρίου 1977, άνδρες της Αστυνομίας επιχείρησαν και τον συλλάβουν στο σπίτι του, στην οδό Άρεως 35 στο Παλαιό Φάληρο, αλλά ο Τσιρώνης οχυρώθηκε στο διαμέρισμά του και απέφυγε τη σύλληψη.
Διωκόταν για διάφορα αδικήματα και εκκρεμούσαν σε βάρους του εντάλματα σύλληψης. Τον Φεβρουάριο του 1978, κήρυξε το διαμέρισμά του «Ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος». Από το μπαλκόνι του, εξαπέλυε απειλές με μεγάφωνα κατά του πολιτικού κατεστημένου με «πολεμικά ανακοινωθέντα», ενώ κάποιες φορές, ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν τα μεγάφωνά του. Συχνά και ο ίδιος πυροβολούσε από το διαμέρισμά του. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και οι κάτοικοι της περιοχής διαμαρτύρονταν. Οι εφημερίδες πίεζαν την κυβέρνηση να αναλάβει δράση. Χαρακτηριστικά, στις 7 Ιουλίου 1978 «Το Βήμα» έγραφε ότι: «Η υπόθεση δεν είναι φαιδρή, αλλά επικίνδυνη, η υπόθεση Τσιρώνη υπογραμμίζει την ανυπαρξία του κράτους».
Στις 4.15 π.μ. της 11 Ιουλίου 1978, 28 άνδρες της «Διμοιρίας Ειδικών Αποστολών», που είχαν εκπαιδευθεί στο εξωτερικό (η Διμοιρία είχε συγκροτηθεί δύο μήνες νωρίτερα), με επικεφαλής τον Μιχάλη Γεωργιακάκη, εισέβαλαν, με την παρουσία εισαγγελέα, στο διαμέρισμα του Τσιρώνη. Επρόκειτο για μία επικίνδυνη αποστολή, καθώς ο Τσιρώνης είχε στο διαμέρισμα πυρομαχικά και χειροβομβίδες. Εκείνο το ξημέρωμα, στο σπίτι του Τσιρώνη, εκτός από τον ίδιο, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, βρισκόταν και μια νεαρή κοπέλα-επισκέπτρια, από την Καρδίτσα.
Ο Τσιρώνης, αντικρίζοντας τους αστυνομικούς που τον καλούσαν να παραδοθεί, φώναξε: «Φασίστες ελάτε να με πιάσετε! Το κράτος του ΟΕΜ θα γίνει ο τάφος σας».
Οι άνδρες της Αστυνομίας, αιφνιδίασαν τον Τσιρώνη ο οποίος, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, αυτοκτόνησε. Το ίδιο έδειξε και η νεκροψία-νεκροτομή που έγινε.
Η σύζυγος και τα παιδιά του δεν έπαθαν τίποτα. Ωστόσο, την ώρα που η αστυνομική επιχείρηση τελείωνε, η Βαρβάρα Τσιρώνη είπε: "Οι φασίστες σκότωσαν τον Τσιρώνη μέσα στο σπίτι του".
Να σημειωθεί ότι με εντολή του Αρχηγού της Αστυνομίας Λεμονή, δεν είχε επιτραπεί στους δημοσιογράφους να πλησιάσουν το σπίτι του Τσιρώνη. Στις 13 Ιουλίου 1978 στην κηδεία του Β. Τσιρώνη, πλήθος κόσμου κυρίως από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά διαδήλωσε με συνθήματα κατά της βίας. Στο ετήσιο μνημόσυνο του Τσιρώνη όμως παρευρέθηκαν ελάχιστοι. Το Ο.Ε.Μ. με τη σύλληψη και καταδίκη των δύο υπαρχηγών του Γιάννη Σκανδάλη, 26 ετών και Δ. Νικολούλη, 21 ετών, διαλύθηκε.
Θυμίζουμε ότι όταν το 2002 εξαρθρώθηκε η "17 Νοέμβρη", ανακοινώθηκε ότι ο Γιάννης Σκανδάλης που σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα τον χειμώνα του 1994 στην Πελοπόννησο, ήταν μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης με το ψευδώνυμο "Κόμης". Μάλιστα οι αστυνομικοί που τον παρακολουθούσαν στενά (;) καθώς τον θεωρούσαν ύποπτο, είχαν πει ότι αυτό το γεγονός τους εξέπληξε.
Αυτή ήταν η ιστορία του γιατρού Τσιρώνη. Ήταν ένας ιδεολόγος, ένας Δον Κιχώτης του 20ου αιώνα, ένας αγωνιστής ή κάτι άλλο; Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του…
Θερμές ευχαριστίες ξανά στον κύριο Σταύρο Ντάγιο που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε τα στοιχεία και το φωτογραφικό υλικό της έρευνας του και να αναφέρουμε ότι οι αναζητήσεις του στα αλβανικά αρχεία συνεχίζονται και θα φέρουν στην επιφάνεια καινούργια στοιχεία για τα οποία μας προϊδέασε!
Την επόμενη μέρα, στις 10 το πρωί, το αεροσκάφος ξεκίνησε για την Ελλάδα. Αρχικά προσγειώθηκε στην Κέρκυρα, όπου τους επιβάτες και το πλήρωμα ανέμενε άλλο αεροπλάνο. Όταν έφτασαν στην Αθήνα, τους υποδέχτηκε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ιωάννης Αγαθαγγέλου, μετά από εντολή του Γεώργιου Παπαδόπουλου. Από την πλευρά της «Ολυμπιακής», ο Αλέξανδρος Ωνάσης, συνεχάρη το πλήρωμα του αεροσκάφους για την ψυχραιμία του και τόνισε στους επιβάτες ότι η εταιρεία θα βρίσκεται δίπλα τους σε ό, τι χρειαστεί.
Το βράδυ της αεροπειρατείας, το Αλβανικό Τηλεγραφικό Πρακτορείο, μετέδωσε τα εξής: «Την 16η Αυγούστου 1969 και ώρα 11.45 αεροσκάφος DC-3 της γραμμής Αθήνα-Αγρίνιο-Ιωάννινα, της ελληνικής αεροπορικής εταιρείας «Ολυμπιακή» που κυρίευσε ο Έλληνας πολίτης Ιατρός Βασίλης Τσιρώνης, προσγειώθηκε υπό κανονικές συνθήκες στο αεροδρόμιο της πόλης της Αυλώνας με 28 επιβάτες. Ο Βασίλης Τσιρώνης ζήτησε άσυλο από τις αρχές της πόλης της Αυλώνας. Το αεροσκάφος με τους υπόλοιπους επιβάτες, σύμφωνα με την επιθυμία τους, θα επιστρέψει στην Ελλάδα τη 17η Αυγούστου 1969».
Οι αλβανικές Αρχές, ενημέρωσαν τον Τσιρώνη ότι δεν θα παρέδιδαν αυτόν και την οικογένειά του στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορούσαν να τον αφήσουν να παραμείνει στην Αλβανία. Του έδιναν αυστηρή προθεσμία δέκα ημερών, για να επιλέξει να πάει σε όποια χώρα ήθελε.
Γιατί οι Αλβανοί δεν «κράτησαν» τον Τσιρώνη;
Η αλβανική απάντηση, ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη για τον Τσιρώνη και την οικογένειά του. Γιατί όμως δεν τον άφησαν να μείνει στη χώρα τους και να τον «χρησιμοποιήσουν» με κάποιον τρόπο;
Από τις αρχές του 1961, με τη διάρρηξη των σχέσεων Αλβανίας-Ε.Σ.Σ.Δ., είχε αρχίσει δειλά-δειλά, μια προσέγγιση της χώρας μας με το καθεστώς Χότζα.
Με την κατάληψη της εξουσίας από τους συνταγματάρχες στη χώρα μας το 1967, ως το 1969, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις ήταν ιδιαίτερα τεταμένες. Ωστόσο, στις αρχές του 1969, ο Παναγιώτης Πιπινέλης (1899-1970), παλιός βουλευτής της EPE, Υπουργός αλλά και πρωθυπουργός σε μία κυβέρνηση ανάγκης το 1963 και Υπουργός Εξωτερικών της Χούντας από το 1967 ως τον θάνατό του, δήλωνε ότι στόχος της Ελλάδας ήταν η εξομάλυνση των σχέσεων με τους βόρειους γείτονές της. Και από την αλβανική πλευρά, ο πρωθυπουργός Mehmet Shehu, έκανε αναφορά στα δικαιώματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Αλβανία. Η υπόθεση Τσιρώνη, μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη στην ανάπτυξη των ελληνοαλβανικών σχέσεων. Έτσι, ο Τσιρώνης και η οικογένειά του οδηγήθηκαν στα τέλη Αυγούστου 1969, μετά από επιθυμία τους στη Σουηδία. Στις 14 Οκτωβρίου 1969, πρωθυπουργός της σκανδιναβικής χώρας ανέλαβε ο Ούλοφ Πάλμε, διαδεχόμενος τον επί 23 χρόνια πρωθυπουργό Τάγκε Ερλάντερ.
Ο Τσιρώνης και η οικογένειά του στη Σουηδία
Στις 10 Οκτωβρίου 1969, η σουηδική κυβέρνηση μέσω της πρεσβείας της στο Βελιγράδι, ζήτησε πληροφορίες από τον εκεί Αλβανό πρέσβη Lik Seiti, ο οποίος τον Μάιο του 1971 έγινε ο πρώτος Αλβανός πρέσβης, στην Αθήνα, αν ο Τσιρώνης είχε διαπράξει ποινικά αδικήματα κατά την προσπάθειά του να καταλάβει το αεροσκάφος.
Τελικά, οι Αλβανοί μετά από πολλές οχλήσεις των Σουηδών, τους μεταβίβασαν αυτούσιο το ανακοινωθέν του Αλβανικού Τηλεγραφικού Πρακτορείου, της 17ης Αυγούστου 1969, χωρίς περαιτέρω σχόλια. Αν και η μεταφορά του Τσιρώνη στη Σουηδία έγινε με συνωμοτικό τρόπο, οι ελληνικές Αρχές πληροφορήθηκαν το γεγονός και ζήτησαν στα τέλη Νοεμβρίου 1969 από την κυβέρνηση Πάλμε την έκδοση του Τσιρώνη στη χώρα μας.
Ο Τσιρώνης, που βρισκόταν υπό κράτηση, στη Σουηδία για απάτη σε βάρος ξενοδοχείων που διέπραξε εκεί, βρέθηκε από τον Ιανουάριο του 1970 αντιμέτωπος με σοβαρότερες κατηγορίες. Στις 5 Φεβρουαρίου 1970, οι ίδιες κατηγορίες απαγγέλθηκαν και στην οικογένειά του. Στις 7 Ιουλίου 1971, ο Τσιρώνης καταδικάστηκε σε 3,5 χρόνια φυλάκιση και απέλαση από τη χώρα μετά την έκτιση της ποινής του. Έτσι, οδηγήθηκε στις φυλακές Akersberga της Στοκχόλμης για την έκτιση της ποινής του.
Από εκεί, ο Τσιρώνης έστειλε επιστολές στον τότε Γ.Γ. του Ο.Η.Ε. Ου Θαντ (από τη Βιρμανία, τη νυν Μιανμάρ) και τον Ενβέρ Χότζα. Από τον Ου Θαντ, στον οποίο εξιστορούσε την περιπέτειά του, εμπλέκοντας και τη CIA (!), ζητούσε να μεσολαβήσει για να επιστρέψει στην Αλβανία καταγγέλλοντας ότι γίνεται προσπάθεια εξόντωσης του ίδιου και της οικογένειάς του (στο μεταξύ το 1969, γεννήθηκε στη Σουηδία η κόρη του Σοφία) «εκ μέρους της πόρνης (!) κρατικής Σουηδίας, οργάνου της CIA”.
Στις αρχές Νοεμβρίου 1970 επιστολή προς τον Χότζα, απέστειλαν η σύζυγος του Τσιρώνη, Βαρβάρα και τα παιδιά του Παναγιώτης (16 ετών), Κώστας (15 ετών) και η ενός έτους Σοφία… Ο Τσιρώνης είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα με την καρδιά του και εκλιπαρούσαν τον Αλβανό ηγέτη να μεσολαβήσει να επιστρέψουν στα Τίρανα.
Ακολούθησαν και άλλες προσπάθειες, τόσο του Τσιρώνη όσο και της συζύγου του, με επιστολές στον Χότζα, επισκέψεις στις πρεσβείες της Κίνας και της Αλβανίας στη Στοκχόλμη κλπ., χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Ο Τσιρώνης μεταφέρθηκε στις φυλακές του Μάλμοε, ενώ η γυναίκα του και τα παιδιά του, ζούσαν απομονωμένοι 15 χιλιόμετρα μακριά απ’ τη Στοκχόλμη και λάμβαναν επίδομα από το σουηδικό κράτος.
Η σιωπή των Αλβανών στις επανειλημμένες εκκλήσεις της οικογένειας Τσιρώνη, για μεταφορά τους στα Τίρανα, ήταν εκκωφαντική. Έτσι, ο Τσιρώνης εξέτισε την ποινή του και έπειτα απελάθηκε οικογενειακώς στην Ελλάδα.
Η επιστροφή στην Ελλάδα-Το τέλος του Βασίλη Τσιρώνη
Με την επάνοδό του στην Ελλάδα το 1974, ο Τσιρώνης συνέχισε την δράση του και τις «επαναστατικές ενέργειες», όπως τις θεωρούσε ο ίδιος. Στοχοποίησε κυρίως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που θεωρούσε βασικό υπεύθυνο των δεινών του και προέβαινε σε πράξεις που έδειχναν και τον κλονισμένο ψυχισμό του. Έφτασε να πυροβολήσει με καραμπίνα στην κεντρική αγορά της Αθήνας (!), ενώ συνεχώς εκτόξευε υβριστικά συνθήματα.
Στις 30 Νοεμβρίου 1977, άνδρες της Αστυνομίας επιχείρησαν και τον συλλάβουν στο σπίτι του, στην οδό Άρεως 35 στο Παλαιό Φάληρο, αλλά ο Τσιρώνης οχυρώθηκε στο διαμέρισμά του και απέφυγε τη σύλληψη.
Διωκόταν για διάφορα αδικήματα και εκκρεμούσαν σε βάρους του εντάλματα σύλληψης. Τον Φεβρουάριο του 1978, κήρυξε το διαμέρισμά του «Ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος». Από το μπαλκόνι του, εξαπέλυε απειλές με μεγάφωνα κατά του πολιτικού κατεστημένου με «πολεμικά ανακοινωθέντα», ενώ κάποιες φορές, ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν τα μεγάφωνά του. Συχνά και ο ίδιος πυροβολούσε από το διαμέρισμά του. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και οι κάτοικοι της περιοχής διαμαρτύρονταν. Οι εφημερίδες πίεζαν την κυβέρνηση να αναλάβει δράση. Χαρακτηριστικά, στις 7 Ιουλίου 1978 «Το Βήμα» έγραφε ότι: «Η υπόθεση δεν είναι φαιδρή, αλλά επικίνδυνη, η υπόθεση Τσιρώνη υπογραμμίζει την ανυπαρξία του κράτους».
Στις 4.15 π.μ. της 11 Ιουλίου 1978, 28 άνδρες της «Διμοιρίας Ειδικών Αποστολών», που είχαν εκπαιδευθεί στο εξωτερικό (η Διμοιρία είχε συγκροτηθεί δύο μήνες νωρίτερα), με επικεφαλής τον Μιχάλη Γεωργιακάκη, εισέβαλαν, με την παρουσία εισαγγελέα, στο διαμέρισμα του Τσιρώνη. Επρόκειτο για μία επικίνδυνη αποστολή, καθώς ο Τσιρώνης είχε στο διαμέρισμα πυρομαχικά και χειροβομβίδες. Εκείνο το ξημέρωμα, στο σπίτι του Τσιρώνη, εκτός από τον ίδιο, τη γυναίκα του και τα παιδιά του, βρισκόταν και μια νεαρή κοπέλα-επισκέπτρια, από την Καρδίτσα.
Ο Τσιρώνης, αντικρίζοντας τους αστυνομικούς που τον καλούσαν να παραδοθεί, φώναξε: «Φασίστες ελάτε να με πιάσετε! Το κράτος του ΟΕΜ θα γίνει ο τάφος σας».
Οι άνδρες της Αστυνομίας, αιφνιδίασαν τον Τσιρώνη ο οποίος, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, αυτοκτόνησε. Το ίδιο έδειξε και η νεκροψία-νεκροτομή που έγινε.
Η σύζυγος και τα παιδιά του δεν έπαθαν τίποτα. Ωστόσο, την ώρα που η αστυνομική επιχείρηση τελείωνε, η Βαρβάρα Τσιρώνη είπε: "Οι φασίστες σκότωσαν τον Τσιρώνη μέσα στο σπίτι του".
Να σημειωθεί ότι με εντολή του Αρχηγού της Αστυνομίας Λεμονή, δεν είχε επιτραπεί στους δημοσιογράφους να πλησιάσουν το σπίτι του Τσιρώνη. Στις 13 Ιουλίου 1978 στην κηδεία του Β. Τσιρώνη, πλήθος κόσμου κυρίως από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά διαδήλωσε με συνθήματα κατά της βίας. Στο ετήσιο μνημόσυνο του Τσιρώνη όμως παρευρέθηκαν ελάχιστοι. Το Ο.Ε.Μ. με τη σύλληψη και καταδίκη των δύο υπαρχηγών του Γιάννη Σκανδάλη, 26 ετών και Δ. Νικολούλη, 21 ετών, διαλύθηκε.
Θυμίζουμε ότι όταν το 2002 εξαρθρώθηκε η "17 Νοέμβρη", ανακοινώθηκε ότι ο Γιάννης Σκανδάλης που σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα τον χειμώνα του 1994 στην Πελοπόννησο, ήταν μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης με το ψευδώνυμο "Κόμης". Μάλιστα οι αστυνομικοί που τον παρακολουθούσαν στενά (;) καθώς τον θεωρούσαν ύποπτο, είχαν πει ότι αυτό το γεγονός τους εξέπληξε.
Αυτή ήταν η ιστορία του γιατρού Τσιρώνη. Ήταν ένας ιδεολόγος, ένας Δον Κιχώτης του 20ου αιώνα, ένας αγωνιστής ή κάτι άλλο; Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του…
Θερμές ευχαριστίες ξανά στον κύριο Σταύρο Ντάγιο που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε τα στοιχεία και το φωτογραφικό υλικό της έρευνας του και να αναφέρουμε ότι οι αναζητήσεις του στα αλβανικά αρχεία συνεχίζονται και θα φέρουν στην επιφάνεια καινούργια στοιχεία για τα οποία μας προϊδέασε!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr