Και τι δεν ακούς σ’ αυτό το εμπορικό τοπικό καραβάνι…
18.01.2020
09:40
Κάθε Σάββατο η Β Λαϊκή Χαλανδρίου έχει την τιμητική της. Μόλις επέστρεψα απ΄αυτήν, φορτωμένος όλα τα καλούδια της φύσης, και σκέπτομαι να της αφιερώσω την σημερινή μου ανάρτηση, μια που οι εικόνες που μας δίνει το 1935 δεν είναι και πολύ διαφορετικές...
«-Ένα τάλιρο δέκα!
-Μια κι εξήντα το ματσάκι
-Σορόπια! Σορόπια!
-Σήμερα η φτήνια!
-Τα μοντέρνα... Τα μοντέρνα... κρεπδεσίν και καπαρδίνες!
Λαϊκή! Η εφήμερη εγκατάσταση του άστεγου και περιοδεύοντος εμπορίου, η πανηγυριώτικη υπαίθρια έκθεση. Το πιο απίθανο σε ανομοιογένεια επαγγελματικό συγκρότημα που δημιούργησε ποτέ η βιοπάλη. Ορίστε κρέας του γαλάτου και πλάι παντόφλες, ορίστε ψάρια –μαρίδα της ώρας- δίπλα σ’ έναν περιπλανώμενο οίκο νεωτερισμών που έχει από παπούτσια, κάλτσες και πιτζάμες μέχρι αρώματα και ψαθάκια! Ορίστε κουνουπίδια δίπλα σε ζουμπούλια και μενεξέδες!
-Χαλκώματα, γυαλικά, σιδηρικά, ψιλικά... και σα να μην έφταναν όλα αυτά, έχει και φάρμακο για τους… κάλους, που προσπαθεί να πουλήσει σε μια «δύσκολη» γιαγιά...
-Αν δεν είναι καλό μην το ξαναπαίρνεις, λέει ο "καταστηματάρχης".
-Μα θα πετάξω έτσι τις δώδεκα δραχμές;
-Άμα δε σ’ αρέσει μου το επιστρέφεις!
-Μια κι εξήντα το ματσάκι
-Σορόπια! Σορόπια!
-Σήμερα η φτήνια!
-Τα μοντέρνα... Τα μοντέρνα... κρεπδεσίν και καπαρδίνες!
Λαϊκή! Η εφήμερη εγκατάσταση του άστεγου και περιοδεύοντος εμπορίου, η πανηγυριώτικη υπαίθρια έκθεση. Το πιο απίθανο σε ανομοιογένεια επαγγελματικό συγκρότημα που δημιούργησε ποτέ η βιοπάλη. Ορίστε κρέας του γαλάτου και πλάι παντόφλες, ορίστε ψάρια –μαρίδα της ώρας- δίπλα σ’ έναν περιπλανώμενο οίκο νεωτερισμών που έχει από παπούτσια, κάλτσες και πιτζάμες μέχρι αρώματα και ψαθάκια! Ορίστε κουνουπίδια δίπλα σε ζουμπούλια και μενεξέδες!
-Χαλκώματα, γυαλικά, σιδηρικά, ψιλικά... και σα να μην έφταναν όλα αυτά, έχει και φάρμακο για τους… κάλους, που προσπαθεί να πουλήσει σε μια «δύσκολη» γιαγιά...
-Αν δεν είναι καλό μην το ξαναπαίρνεις, λέει ο "καταστηματάρχης".
-Μα θα πετάξω έτσι τις δώδεκα δραχμές;
-Άμα δε σ’ αρέσει μου το επιστρέφεις!
-Και που θα σε ξαναβρώ;
Ο "καταστηματάρχης" θίγεται.
-Τι λες κυρά μου; Εγώ είμαι ο Πανταζίδης ο Σμυρνιός με τ’ όνομα. Όποιον και να ρωτήσεις με ξέρει!
Εδώ πλέον η γριούλα υποχωρεί και ξετυλίγει με κόπο το κόμπο που 'χει κάνει στο μαντήλι.
-Παπά έδεσες γιαγιά; φωνάζει το χαμίνι που παρακολουθεί τη σκηνή.
Στο διπλανό ψαράδικο πλησιάζει μια πλούσια κυρία. Ο ψαράς την έχει "κόψει", από τη στιγμή που βγήκε από τ’ απέναντι μέγαρο.
-Γιατί ακριβαίνουνε κάθε μέρα τα πράγματα; ρωτάει με δυσφορία.
-Ένεκα ο ηθικός ρυθμός κυρία μου!
-Έλα τώρα, άφησε τις κουταμάρες και βάλε μου μια οκά μπαρμπούνια! αγανακτεί η κυρία, που συγχύστηκε προφανώς από την άσχετη απάντηση.
Μια δεσποινίς, της οποίας η όλη εμφάνιση δεν θα έπαιρνε βραβείο αισθητικής, βασανίζει εδώ κι ένα τέταρτο τον έμπορο, παζαρεύοντας πεισματικά ένα ζευγάρι τσόκαρα. Στο τέλος, αποφαίνεται ότι "δεν της αρέσουν" και φεύγει.
-Τι να τα κάνεις μαμζέλ, φωνάζει συγχυσμένος ο "καταστηματάρχης", …τσόκαρο είσαι μόνη σου!
Συζητούν δυο υπηρετριούλες:
-Δεν έχει καλά πράγματα καημένη, πάμε...
-Τι λες καλέ. Εγώ ψωνίζω απ’ τη λαϊκή κρυφά απ’ την κυρά μου, για να μου μένει η διαφορά... Κερδίζω ένα τάλιρο τη μέρα και περισσότερο.
-Εμένα δε μου μένει τίποτα. Η κυρά μου θέλει να ψωνίζουμε στη λαϊκή για να της μένει εκείνης η διαφορά και νάχει χαρτζιλίκι. Έχει δίκιο η κακομοίρα, ξέρεις, είναι ένας τσιγκούνης ο κύριος!!!
Και τι δεν ακούς σ’ αυτό το εμπορικό τοπικό καραβάνι…».
(βασισμένο σε ρεπορτάζ του Δ.Ε. για το "Έθνος", Μάιος 1935)
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος-Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
Ο "καταστηματάρχης" θίγεται.
-Τι λες κυρά μου; Εγώ είμαι ο Πανταζίδης ο Σμυρνιός με τ’ όνομα. Όποιον και να ρωτήσεις με ξέρει!
Εδώ πλέον η γριούλα υποχωρεί και ξετυλίγει με κόπο το κόμπο που 'χει κάνει στο μαντήλι.
-Παπά έδεσες γιαγιά; φωνάζει το χαμίνι που παρακολουθεί τη σκηνή.
Στο διπλανό ψαράδικο πλησιάζει μια πλούσια κυρία. Ο ψαράς την έχει "κόψει", από τη στιγμή που βγήκε από τ’ απέναντι μέγαρο.
-Γιατί ακριβαίνουνε κάθε μέρα τα πράγματα; ρωτάει με δυσφορία.
-Ένεκα ο ηθικός ρυθμός κυρία μου!
-Έλα τώρα, άφησε τις κουταμάρες και βάλε μου μια οκά μπαρμπούνια! αγανακτεί η κυρία, που συγχύστηκε προφανώς από την άσχετη απάντηση.
Μια δεσποινίς, της οποίας η όλη εμφάνιση δεν θα έπαιρνε βραβείο αισθητικής, βασανίζει εδώ κι ένα τέταρτο τον έμπορο, παζαρεύοντας πεισματικά ένα ζευγάρι τσόκαρα. Στο τέλος, αποφαίνεται ότι "δεν της αρέσουν" και φεύγει.
-Τι να τα κάνεις μαμζέλ, φωνάζει συγχυσμένος ο "καταστηματάρχης", …τσόκαρο είσαι μόνη σου!
Συζητούν δυο υπηρετριούλες:
-Δεν έχει καλά πράγματα καημένη, πάμε...
-Τι λες καλέ. Εγώ ψωνίζω απ’ τη λαϊκή κρυφά απ’ την κυρά μου, για να μου μένει η διαφορά... Κερδίζω ένα τάλιρο τη μέρα και περισσότερο.
-Εμένα δε μου μένει τίποτα. Η κυρά μου θέλει να ψωνίζουμε στη λαϊκή για να της μένει εκείνης η διαφορά και νάχει χαρτζιλίκι. Έχει δίκιο η κακομοίρα, ξέρεις, είναι ένας τσιγκούνης ο κύριος!!!
Και τι δεν ακούς σ’ αυτό το εμπορικό τοπικό καραβάνι…».
(βασισμένο σε ρεπορτάζ του Δ.Ε. για το "Έθνος", Μάιος 1935)
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος-Συγγραφέας, FB: Σιταράς Θωμάς
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr