Το Ύψωμα 731: Η ελληνική εποποιία τον Μάρτιο του 1941 στο ύψωμα βόρεια της Κλεισούρας
04.04.2020
19:10
Συγκλονιστικές λεπτομέρειες και περιγραφή των συγκρούσεων μέρα με την ημέρα- Η αυταπάρνηση των Ελλήνων και οι άγνωστοι ήρωες-πρωτεργάτες του ελληνικού θριάμβου.
Μπορεί ο κορονοϊός να συνεχίζει να μονοπωλεί την επικαιρότητα αλλά εμείς θα συνεχίσουμε να επιμένουμε με ιστορικά άρθρα. Άλλωστε η κάλυψη του θέματος κορονοϊός από το protothema.gr είναι κάτι παραπάνω από πλήρης και δεν έχει νόημα να γράψουμε κάτι σχετικό με αυτόν. Ίσως ασχοληθούμε όμως τις επόμενες ημέρες με την ετυμολογική-ορθογραφική πλευρά της λέξης κορονοϊός και τη λέξη καραντίνα, που ουσιαστικά προέρχεται από το ελληνικό σαράντα όπως θα δούμε. Σήμερα θα ασχοληθούμε με το περίφημο Ύψωμα 731, όπου τον Μάρτιο του 1941 πολεμώντας σαν λιοντάρια οι πρόγονοί μας αναχαίτισαν την ιταλική επίθεση και έγραψαν σελίδες δόξας στο βιβλίο ‘’Έλληνες Ήρωες’’.
Πού βρίσκεται το Ύψωμα 731
Ίσως ελάχιστοι γνωρίζουν σήμερα τις καθοριστικής σημασίας νίκες των ελληνικών στρατευμάτων επί των Ιταλών τον Μάρτιο και Απρίλιο του 1941. Θεωρούμε απειροελάχιστη υποχρέωσή μας να αναφερθούμε στις μάχες που έγιναν στο Ύψωμα 731 από τις 9 ως τις 24 Μαρτίου 1941 και συνεχίστηκαν, με μικρότερη ένταση, ως τα μέσα Απριλίου του ίδιου έτους. Το Ύψωμα 731 βρίσκεται περίπου 20 χιλιόμετρα βόρεια της Κλεισούρας στην Αλβανία. Το είχε καταλάβει ο Ελληνικός Στρατός μετά από σκληρές μάχες την χρονική περίοδο από τις 6 ως τις 11 Ιανουαρίου 1941.
Ήταν ένα από τα ισχυρότερα ερείσματα του Ελληνικού Στρατού και κομβικό σημείο στην όλη τοποθεσία στον κεντρικό τομέα του αλβανικού μετώπου. Στο Ύψωμα 731 και στα γειτονικά υψώματα οι Έλληνες κατατρόπωσαν τις ιταλικές δυνάμεις και ντρόπιασαν τον Μουσολίνι και την περιβόητη και μεγαλεπήβολη εαρινή επίθεσή του.
Η ιταλική εαρινή επίθεση
Την άνοιξη του 1941 τα ελληνικά στρατεύματα κατείχαν τη γραμμή βόρεια από τους Αγίους Σαράντα (που ο αλαζόνας Μουσολίνι είχε μετονομάσει σε Πόρτο Έντα ,δίνοντάς τους το όνομα της κόρης του), Αργυροκάστρου, Κλεισούρας, Μπούμπεσι και Γαρονίν. Ο βαρύς χειμώνας, τα ανεπαρκή μεταφορικά μέσα και η σθεναρή αντίσταση των Ιταλών σε συνδυασμό με την υπεροπλία τους σε αεροπορικές δυνάμεις, δεν επέτρεψαν στις ελληνικές δυνάμεις να προχωρήσουν περισσότερο. Είχαν βέβαια πετύχει έναν τεράστιο άθλο. Να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση σε ελληνικό έδαφος και να προχωρήσουν στο έδαφος της Αλβανίας, η οποία είχε καταληφθεί από τους Ιταλούς χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση από τις 7 ως τις 12 Απριλίου 1939.
Οι ελληνικές επιτυχίες επί των Ιταλών κλόνιζαν από τα θεμέλια το γόητρο τόσο του Μουσολίνι όσο και του φασιστικού στρατού. Παράλληλα ανέτρεπε την εικόνα του δόγματος του κεραυνοβόλου πολέμου και του αήττητου του Άξονα που είχε καλλιεργηθεί σε Ευρώπη και Αφρική από τις επιτυχίες των δυνάμεων του Χίτλερ και του Μουσολίνι.
Αποκαλυπτική για τις σκέψεις του Μουσολίνι είναι η επιστολή που έστειλε την 1η Ιανουαρίου 1941 στον Στρατηγό Ούγκο Καμπαλέρο που είχε διοριστεί Γενικός Επιτελάρχης από τις 3 Δεκεμβρίου 1940.
Στην Επιστολή αυτή μεταξύ άλλων ο Μουσολίνι αναφέρει τα εξής:
‘’Αγαπητέ μου Καμπαλέρο
Πού βρίσκεται το Ύψωμα 731
Ίσως ελάχιστοι γνωρίζουν σήμερα τις καθοριστικής σημασίας νίκες των ελληνικών στρατευμάτων επί των Ιταλών τον Μάρτιο και Απρίλιο του 1941. Θεωρούμε απειροελάχιστη υποχρέωσή μας να αναφερθούμε στις μάχες που έγιναν στο Ύψωμα 731 από τις 9 ως τις 24 Μαρτίου 1941 και συνεχίστηκαν, με μικρότερη ένταση, ως τα μέσα Απριλίου του ίδιου έτους. Το Ύψωμα 731 βρίσκεται περίπου 20 χιλιόμετρα βόρεια της Κλεισούρας στην Αλβανία. Το είχε καταλάβει ο Ελληνικός Στρατός μετά από σκληρές μάχες την χρονική περίοδο από τις 6 ως τις 11 Ιανουαρίου 1941.
Ήταν ένα από τα ισχυρότερα ερείσματα του Ελληνικού Στρατού και κομβικό σημείο στην όλη τοποθεσία στον κεντρικό τομέα του αλβανικού μετώπου. Στο Ύψωμα 731 και στα γειτονικά υψώματα οι Έλληνες κατατρόπωσαν τις ιταλικές δυνάμεις και ντρόπιασαν τον Μουσολίνι και την περιβόητη και μεγαλεπήβολη εαρινή επίθεσή του.
Η ιταλική εαρινή επίθεση
Την άνοιξη του 1941 τα ελληνικά στρατεύματα κατείχαν τη γραμμή βόρεια από τους Αγίους Σαράντα (που ο αλαζόνας Μουσολίνι είχε μετονομάσει σε Πόρτο Έντα ,δίνοντάς τους το όνομα της κόρης του), Αργυροκάστρου, Κλεισούρας, Μπούμπεσι και Γαρονίν. Ο βαρύς χειμώνας, τα ανεπαρκή μεταφορικά μέσα και η σθεναρή αντίσταση των Ιταλών σε συνδυασμό με την υπεροπλία τους σε αεροπορικές δυνάμεις, δεν επέτρεψαν στις ελληνικές δυνάμεις να προχωρήσουν περισσότερο. Είχαν βέβαια πετύχει έναν τεράστιο άθλο. Να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση σε ελληνικό έδαφος και να προχωρήσουν στο έδαφος της Αλβανίας, η οποία είχε καταληφθεί από τους Ιταλούς χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση από τις 7 ως τις 12 Απριλίου 1939.
Οι ελληνικές επιτυχίες επί των Ιταλών κλόνιζαν από τα θεμέλια το γόητρο τόσο του Μουσολίνι όσο και του φασιστικού στρατού. Παράλληλα ανέτρεπε την εικόνα του δόγματος του κεραυνοβόλου πολέμου και του αήττητου του Άξονα που είχε καλλιεργηθεί σε Ευρώπη και Αφρική από τις επιτυχίες των δυνάμεων του Χίτλερ και του Μουσολίνι.
Αποκαλυπτική για τις σκέψεις του Μουσολίνι είναι η επιστολή που έστειλε την 1η Ιανουαρίου 1941 στον Στρατηγό Ούγκο Καμπαλέρο που είχε διοριστεί Γενικός Επιτελάρχης από τις 3 Δεκεμβρίου 1940.
Στην Επιστολή αυτή μεταξύ άλλων ο Μουσολίνι αναφέρει τα εξής:
‘’Αγαπητέ μου Καμπαλέρο
α) Η επίθεσις που θα εξαπολύσουμε μπορεί και πρέπει να επιφέρει την ριζική μεταβολή της καταστάσεως ιδίως από της απόψεως του ηθικού των στρατευμάτων. Έπειτα από εξήντα ημερών αγώνα ο στρατός μας παύει να είναι άκμων (αμόνι) και μετατρέπεται σε σφύρα(σφυρί).
β) Η επιχείρησις πρέπει να αρχίσει αιφνιδιαστικά και να διεξαχθεί με μεγάλη ενεργητικότητα και πείσμα. Πρέπει το ιταλικό στρατιωτικό γόητρο να αποκατασταθεί πλήρως στα μάτια της υφηλίου.
γ) Η Γερμανία είναι έτοιμη να αποστείλει μία Μεραρχία αλπινιστών στην Αλβανία, ενώ παράλληλα ετοιμάζει μια στρατιά που προορίζεται να επιτεθεί τον Μάρτιο εναντίον της Ελλάδος διά μέσου της Βουλγαρίας. Εγώ όμως επιθυμώ η γενναιότης και ικανότης των ιταλικών στρατευμάτων να καταστήσουν περιττή τη γερμανική βοήθεια στο αλβανικό Μέτωπο και είμαι βέβαιος ότι η επιθυμία μου θα εκπληρωθεί.
δ) Ο ιταλικός λαός περιμένει με αγωνία να αλλάξει ο άνεμος στην Αλβανία. Υπολογίζω σε σας και σε όλους τους γενναίους στρατιώτες σας’’.
(Ζαφείρης Παπαμιχαλόπουλος ‘’17 Ημέρες του Μαρτίου’’ ,Γ’ συμπληρωμένη έκδοση, Αθήνα 1967).
Στις 19 και 20 Ιανουαρίου οι Χίτλερ και Μουσολίνι συναντήθηκαν στο Σάλτσμπουργκ. Ο Μουσολίνι έμεινε με την εντύπωση ότι του δόθηκε ο απαιτούμενος χρόνος για την προετοιμασία της εαρινής (αντ)επίθεσης ενώ στην πραγματικότητα ο Χίτλερ ήταν επιφυλακτικός καθώς ήθελε να ξεκαθαρίσει γρήγορα η κατάσταση στα Βαλκάνια. Ο Χίτλερ δεν ανέφερε τίποτα στον Μουσολίνι για την επίθεση που σχεδίαζε εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Μουσολίνι βρισκόταν σε δύσκολη θέση καθώς πριν λίγες μέρες τα ιταλικά στρατεύματα στην Κυρηναϊκή (στη σημερινή Λιβύη) ηττήθηκαν από τους Βρετανούς( στην Μπάρντια) και 45.000 Ιταλοί στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν. Μόλις επέστρεψε στη Ρώμη από το Σάλτσμπουργκ, αποφάσισε να ασχοληθεί περισσότερο με την Ελλάδα και το μεσογειακό μέτωπο μεταφέροντας στρατεύματα από την Αφρική στην Αλβανία. Απευθυνόμενος προς τον Αρχιστράτηγο του Αλβανικού Μετώπου Καμπαλέρο στις 12 Μαρτίου 1941 έλεγε: ‘’Έχομεν απόλυτην ανάγκην μιας σημαντικής στρατιωτικής νίκης. Το απαιτεί το γόητρον του Ιταλικού Στρατού. Εδώ είναι (στην Αλβανία) το πραγματικόν Μέτωπον και εδώ πρέπει να νικήσωμεν’’.
Ο Μουσολίνι κατάφερε από τα τέλη Ιανουαρίου ως τις αρχές Μαρτίου 1941 να στείλει στην Αλβανία δέκα νέες Μεραρχίες και επίλεκτα Συντάγματα, να ενισχύσει τις αεροπορικές του δυνάμεις και το Πυροβολικό, να εμπλουτίσει τα στρατηγεία και τις μάχιμες μονάδες με κάθε είδους υλικά και μέσα ,κι έτσι να δώσει σ’ αυτές μεγαλύτερες επιθετικές δυνατότητες. Στην Αλβανία είχε πλέον 29-30 Μεραρχίες. Ο Μουσολίνι αναχώρησε από την Ιταλία και στις 2 Μαρτίου 1941 έφτασε στην Αλβανία για να εποπτεύσει προσωπικά τις προετοιμασίες για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων και να εξυψώσει το φρόνημα των Ιταλών στρατιωτών. Από τις 2 ως τις 8 Μαρτίου περιφερόταν στις ιταλικές μονάδες, έτρωγε μαζί με τους αξιωματικούς και μιλούσε σ’ αυτούς και τους στρατιώτες προεξοφλώντας τον ιταλικό θρίαμβο. Μαζί του έσπευσαν στην Αλβανία οι υπουργοί Μπαρτάι, Παβολίνι, Ρικάρντι, Ρίτσι, Γκόρλα, οι αξιωματούχοι του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος Φαρανάτσι και Τζιανέτι και ο γαμπρός του Υπουργός των Εξωτερικών Τσιάνο.
Η εαρινή επίθεση αρχίζει
Η σχεδίαση και διεξαγωγή της ιταλικής επίθεσης, είχε ανατεθεί στην 11η Ιταλική Στρατιά την οποία διοικούσε ο Στρατηγός Τζελόζο. Κάτω από τις διαταγές του, βρισκόταν τα IV, VIII και XXV Σώματα Στρατού.
Από τις τριάντα ιταλικές μεραρχίες που βρίσκονταν στη Αλβανία, στην εαρινή επίθεση πήραν μέρος έντεκα. Έξι στο Α’ κλιμάκιο, τρεις σαν άμεσες εφεδρείες της 11ης Στρατιάς, οι Μεραρχίες Σιένα, Πιεμόντε και η Μεραρχία Κενταύρων (Τεθωρακισμένων) συν δύο για κάλυψη των πλευρών: οι Μεραρχίες Πουστερία και Τζούλια. Υπήρχαν επίσης Συντάγματα Μελανοχιτώνων και Τάγματα Βερσαλιέρων και Γρεναδιέρων (που ήταν ειδικά εκπαιδευμένοι στη ρίψη χειροβομβίδων).
Το κύριο βάρος της ιταλικής επίθεσης, θα “έπεφτε” στην ζώνη του Β’ Σώματος Στρατού, που είχε τις δυνάμεις του διατεταγμένες ως εξής:
Βόρειος Τομέας (δεξιό τμήμα): η XI Μεραρχία, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Ιππικού Δημάρατο, με 4 Τάγματα στο πρώτο κλιμάκιο και ένα τάγμα εφεδρεία.
Κεντρικός Τομέας: η XV Μεραρχία, με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Σπηλιωτόπουλο, με δύο Συντάγματα στο πρώτο κλιμάκιο και το 28 Σύνταγμα σαν εφεδρεία.
Αριστερός τομέας (νότιος): η I Μεραρχία, με διοικητή τον Υποστράτηγο Βασίλειο Βραχνό, με έξι Τάγματα στο πρώτο κλιμάκιο και τρία Τάγματα εφεδρείες.
Τομέας Σεντέλι: Από βορρά προς νότο, η V Μεραρχία με εννιά Τάγματα και η XVII Μεραρχία με έξι Τάγματα.
Πίσω από το Β’ Σώμα Στρατού, βρίσκονταν το 19ο, το 21ο και το 31ο Συντάγματα και η IV Μεραρχία στο Λιμπόχαβο. Από όλες αυτές τις δυνάμεις, 13 Τάγματα βρίσκονταν στη ζώνη κύριας προσπάθειας των Ιταλών.
Το Β΄ Σώμα Στρατού, είχε λάβει πληροφορίες από τις αρχές Φεβρουαρίου για τις πυρετώδεις ιταλικές προετοιμασίες και από τις 9 Φεβρουαρίου εκδόθηκε διαταγή αμυντικής εγκατάστασης και κατά βάθος κλιμάκωσης των μονάδων. Ως τις 9 Μαρτίου, είχαν οργανωθεί άριστα αμυντικά όλες οι μονάδες και είχαν μελετηθεί όλες οι πιθανές ιταλικές ενέργειες.
Στις 7 Μαρτίου, αντικαταστάθηκε ο Διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγος Δημήτριος Παπαδόπουλος, που πιστώνεται τους νικηφόρους αγώνες του από την αρχή του πολέμου μέχρι και την κατάληψη του κόμβου Κλεισούρας, με τον Υποστράτηγο Γεώργιο Μπάκα.
Έμεινε όμως στο Β’ Σώμα ως τη λήξη της εαρινής επίθεσης, ο Επιτελάρχης του, Συνταγματάρχης Δημήτριος Μαχάς, ο οποίος από την αρχή του πολέμου βρισκόταν στη θέση αυτή και γνώριζε άριστα κάθε λεπτομέρεια για όλες τις μονάδες του Β΄ Σώματος.
Στις 6.30 π.μ. της 9ης Μαρτίου 1941, άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός του εχθρικού πυροβολικού σε όλη τη ζώνη του Β΄ Σώματος Στρατού, με μεγαλύτερη πυκνότητα στον τομέα της Ι Μεραρχίας. Τριακόσια πυροβόλα, έριξαν για 2,5 ώρες 100.000 βλήματα σε μέτωπο 6 χιλιομέτρων. Η περιοχή των υψωμάτων 731 και 717 (Μπρέγκου Ραπίτ), κυριολεκτικά ανασκάφηκε, οι τηλεφωνικές επικοινωνίες διακόπηκαν, ενώ καπνοί και φλόγες κάλυψαν τα δύο υψώματα. Στις επιχειρήσεις μετείχε και η ιταλική αεροπορία που βομβάρδιζε τις συγκοινωνίες και τις εφεδρείες.
Από ελληνικής πλευράς, το κύριο βάρος των επιθέσεων δέχτηκε το 5ο Σύνταγμα Πεζικού, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Γεωργούλα και ειδικότερα ο δεξιός υποτομέας, που περιλάμβανε τα υψώματα 731 και 717, όπου αμυνόταν το υποσυγκρότημα του Σ/χη Θεμιστοκλή Κετσέα.
Ο Υποστράτηγος Βασίλειος Βραχνός, βρισκόταν από τα ξημερώματα της 9ης Μαρτίου 1941 στο παρατηρητήριό του. Παρακολουθούσε τον καταιγισμό των εχθρικών πυρών και την εξέλιξη της επίθεσης και είπε:
“Εφόσον υπάρχουν ζωντανοί Έλληνες που χειρίζονται τα πολυβόλα, η τοποθεσία δεν θα πέσει”.
Ο Συνταγματάρχης Θεμιστοκλής Κετσέας, διοικητής τον Υποτομέα των υψωμάτων 731 και Μπρέγκου Ραπίτ, τα οποία σφυροκόπησαν οι Ιταλοί, διέταξε: “Τηρήσατε θέσεις σας μέχρις εσχάτων”
Οι σκληρές μάχες από τις 9 ως τις 24 Μαρτίου 1941
Παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες των Ιταλών, την πρώτη μέρα της επίθεσης, τα εδαφικά τους κέρδη ήταν ασήμαντα. Ο Μουσολίνι παρακολουθούσε από το παρατηρητήριο της Γκλάβας το VIII ιταλικό Σώμα Στρατού που είχε αναλάβει το κύριο βάρος της επίθεσης και σίγουρα δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος με όσα έβλεπε.
Τη Δευτέρα, 10 Μαρτίου 1941, οι Ιταλοί επιτέθηκαν στα υψώματα 731, 717, 1060 (Τρεμπεσίνα) και Κιάφε Λουζίτ. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Με τη βοήθεια και της ομίχλης στις 11.20 π.μ. κατέλαβαν το τμήμα του υψώματος “Μάλι Σπαντάριτ”. Η ελληνική αντεπίθεση στις 14.30, οδήγησε στην ανακατάληψή του. Το βράδυ, οι Ιταλοί έριξαν εκατομμύρια προκηρύξεις από τα αεροπλάνα τους, με τις οποίες καλούσαν τους Έλληνες να παραδοθούν, κάτι που φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί.
Η Τρίτη 11 Μαρτίου 1941, ήταν εφιαλτική για τους Ιταλούς καθώς έπαθαν μεγάλη πανωλεθρία. Επωφελούμενοι από το σκοτάδι και την ομίχλη, επιχείρησαν νυχτερινή διασκέδαση μέσα από τη χαράδρα Πρόι Μαθ (Μεγάλο Ρέμα), για να υπερκεράσουν το ύψωμα 731 με δύο Τάγματα, ενώ παράλληλα επιτέθηκαν εναντίον του 731, με το Ι/72 Τάγμα και πλευρικά, με το III/72 Τάγμα. Στις 8.45 π.μ., ο Σ/χης Κετσέας διέταξε έναρξη του πυρός. Η χαράδρα Πρόι Μαθ, μεταβλήθηκε σε νεκροταφείο για τους Ιταλούς. Τα Τάγματα II/5 (Διοικητής Κασλάς) και III/19 (Διοικητής Κουτρίδης) και αυτοβούλως οπλίτες Πυροβολικού, με επικεφαλής τον Ανθυπολογαχό (ΠΒ) Μητρομάρα, μάγειροι και ημιονηγοί (“μουλαράδες”), θέρισαν τους Ιταλούς. 250 νεκροί και 501 αιχμάλωτοι Ιταλοί, ανάμεσά τους 3 Ταγματάρχες και άλλοι 17 αξιωματικοί ήταν τα θύματα των ηρωικών Ελλήνων μαχητών.
Την Τετάρτη 12 Μαρτίου 1941, οι Ιταλοί επιχείρησαν με είκοσι Τάγματα νυχτερινή επίθεση (από τις 00.45 ως τις 5.30 π.μ.), εναντίον των Ελλήνων στο Ύψωμα 731, στο Κιάφε Λούζιτ και στο Μπρέγκου Ραπίτ, ωστόσο απέτυχαν και πάλι. Νέα επίθεση εναντίον του Κιάφε Λουζίτ, στις 9.30 π.μ., αποκρούστηκε. Το απόσπασμα Κετσέα, έριξε 2.364 βλήματα εναντίον των Ιταλών. Ο Μουσολίνι σε σύσκεψη με τους Καμπαλέρο και Τζελόζο, έκαναν σε μια επισκόπηση της κατάστασης. Σύμφωνα με το “Μυστικό Αρχείο” του Καμπαλέρο, τα σχόλια για τον ιταλικό στρατό στην Αλβανία και την Αφρική, δεν ήταν καθόλου κολακευτικά...
Την Πέμπτη 13 Μαρτίου 1941, το II/5 Τάγμα Κασλά, αντικαταστάθηκε, λόγω των απωλειών αλλά και της εξάντλησης των ανδρών του, από το III/19 Τάγμα Κουτρίδη. Οι Ιταλοί επιχείρησαν σφοδρή επίθεση στο Ύψωμα 731. Ο Ταγματάρχης Κασλάς, παρέμεινε στο Ύψωμα, για να βοηθήσει τον Κουτρίδη στον συντονισμό των ενεργειών.
Οι μάχες γίνονται εκ του συστάδην, με λόγχες. Ο Κασλάς, με εφεδρικά τμήματα, αποκρούουν τους Λόχους Αρντίτι. Κάποια στιγμή, ο Λοχαγός Κουτρίδης τραυματίστηκε. Ενώ δεχόταν τις περιποιήσεις του Ανθυπίατρου Λεωνίδα Κουβαρά, ένας στρατιώτης ανέφερε κατάληψη τμήματος του Υψώματος 731. Ο Κουτρίδης, αμέσως φόρεσε την εξάρτυσή του, εφοδιάστηκε με σακίδιο χειροβομβίδων που το πέρασε γύρω από τον λαιμό του και με το περίστροφο στο δεξί χέρι, βροντοφώναξε: “Όσοι είναι Έλληνες και έχουν ελληνική καρδιά να με ακολουθήσουν”. Όλοι, ακολούθησαν τον γενναίο Λοχαγό και συμπαρασύροντας τους οπλίτες του 10ου Λόχου, ανακατέλαβαν την τοποθεσία από τους Ιταλούς.
Τη μέρα εκείνη, τα ελληνικά αντιαεροπορικά κατέρριψαν δύο ιταλικά αεροπλάνα. Άλλα δύο ιταλικά αεροπλάνα και ένα βρετανικό, καταρρίφθηκαν μετά από αερομαχίες. Για μία ακόμα μέρα, οι Ιταλοί δεν κατάφεραν τίποτα ουσιαστικό.
Ο τότε Επιλοχίας του 9ου Λόχου Θεόδωρος Ζήκος, αναφέρει ένα κωμικό περιστατικό, με πρωταγωνιστή τον Καλαβρυτινό στρατιώτη Παναγιώτη Μαντά. Ήταν κινητός σκοπός στο Ύψωμα 731, το βράδυ της 13ης προς 14η Μαρτίου 1941. “Ένιωσεν την πίεσιν σωματικής ανάγκης και κατήλθε σ’ έναν μεγάλο κρατήρα βόμβα ή βλήματος Πυροβολικού δια να αφοδεύσει. Ήτο μικρόσωμος και η χλαίνη που φορούσε έφθανε ως την άκρη των ποδιών του. Την στιγμήν που ανεκουφίζετο, κάνοντας την σωματικήν του ανάγκη, βλέπει στο χείλος του κρατήρος έναν Ιταλό με προτεταμένο το όπλο.
“Καθώς ήμουν χαμηλά”, διηγείται ο Μαντάς “ακουμπώ την ξιφολόγχη μου στο μηρό του Ιταλού και φωνάζω αλτ. Ο Ιταλός αιφνιδιάζεται, παρατάει το όπλο και σηκώνει τα χέρια. Εγώ, χωρίς να επιχειρήσω να μαζέψω τα ρούχα, κρατώντας στο δεξί μου χέρι το όπλο και συγκρατώντας με το αριστερό τα ρούχα-ευτυχώς η χλαίνη δεν αφήνει να φανούν πολλά πράγματα από μέσα της-οδήγησα τον Ιταλό στον σταθερό σκοπό. Τον πήρε εκείνος και σας τον έφερε στο σκέπαστρο του Λόχου”.
Ήταν ένα αστείο συμβάν, που απάλυνε τον πόνο και τη θλίψη των στρατιωτών μας για τον χαμό και τον τραυματισμό πολλών συναδέλφων τους.
Την Παρασκευή 14 Μαρτίου 1941, οι Ιταλοί επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην κατάληψη του υψώματος 717, στην κορυφή του οποίου ανέβηκαν δύο φορές χωρίς όμως να καταφέρουν να παραμείνουν σ’ αυτή ως το τέλος της ημέρας.
Το Σάββατο 15 Μαρτίου 1941, ιταλικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο Ύψωμα 731 και έφτασαν πολύ κοντά σ’ αυτό. Ωστόσο, οι ηρωικοί υπερασπιστές του με τη χρήση λόγχης και χειροβομβίδων, κατάφεραν να τους αντιμετωπίσουν με επιτυχία.
Μετά από απόφαση των Μουσολίνι - Καμπαλέρο, από το πρωί της 16ης ως το βράδυ της 18ης Μαρτίου, υπήρξε αναστολή των ιταλικών επιθέσεων, κάτι που έδωσε τη δυνατότητα στις ελληνικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν.
Την Τετάρτη 19 Μαρτίου 1941, οι Ιταλοί επιτέθηκαν για 18η(!) φορά, εναντίον του Υψώματος 731, χρησιμοποιώντας επίλεκτο Λόχο με ελαφρά άρματα.
Οι υπερασπιστές του 731, με πολυβόλα και χειροβομβίδες, αποδεκάτισαν τον ιταλικό Λόχο. Το ελληνικό πυροβολικό, κατέστρεψε δύο άρματα, που έπεσαν στη χαράδρα Πρόι Μαθ και αχρήστευσαν άλλο ένα ,που έμεινε στο Ύψωμα, με τους άνδρες του πληρώματος νεκρούς.
Το τέταρτο άρμα κατόρθωσε να ξεφύγει. Παρά τον καταιγιστικό βομβαρδισμό και των υψωμάτων της Τρεμπεσίνας και του Κιάφε Λιουζίτ, οι Ιταλοί αντιμετωπίσθηκαν με επιτυχία.
Ακολούθως, ζήτησαν ολιγόωρη ανακωχή για να θάψουν τους νεκρούς τους. Πραγματικά, έγινε ανακωχή 4-6 ωρών για την ταφή 100 περίπου αξιωματικών και οπλιτών. Οι Ιταλοί, δεν ήθελαν τόσο να τιμήσουν τους νεκρούς τους, όσο να μην αντικρίσουν οι συνάδελφοί τους τα άψυχα κορμιά τους και κλονιστεί περισσότερο το ηθικό τους.
Οι μάχες συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες, με μικρότερη όμως ένταση. Σε σύσκεψη των Ιταλών στις 20 Μαρτίου 1941, ο Μουσολίνι είπε στον στενό του συνεργάτη, αρχηγό και Υφυπουργό Αεροπορίας Πτέραρχο Πρίκολο: “Απεφάσισα να επιστρέψω εντός της αύριον εις Ρώμην. Αηδίασα από το περιβάλλον αυτό. Δεν επροχωρήσαμε βήμα. Μέχρι τούδε με έχουν εξαπατήσει. Περιφρονώ βαθύτατα αυτούς τους ανθρώπους (προφανώς τους Στρατηγούς του)”. Στις 21 Μαρτίου 1941, απογοητευμένος, αναχώρησε από το αεροδρόμιο των Τιράνων για τη Ρώμη.
Όπως αναφέραμε, ιδιαίτερα από τις 25 Μαρτίου 1941, οι ιταλικές προσπάθειες κατάληψης του 731 και των άλλων υψωμάτων, είχαν μικρότερη ένταση. Από τις 6 Απριλίου 1941, οπότε άρχισε η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα έως και τις 13-14 Απριλίου 1941, οι ελληνικές δυνάμεις κρατούσαν σταθερά τις θέσεις τους στη Βόρειο Ήπειρο. Μετά την ανακωχή Ελλάδας-Γερμανίας στις 20 Απριλίου 1941, οι έφεδροι άνδρες της I Μεραρχίας, παρέδωσαν τον οπλισμό τους και έλαβαν προσωρινό απολυτήριο. Είχαν καταφέρει, όπως φυσικά και οι άνδρες των υπόλοιπων Μεραρχιών, ένα θαύμα, που δυστυχώς αναγνωρίστηκε μόνο με λόγια και όχι με πράξεις, από τους Συμμάχους μετά τη λήξη του Πολέμου.
Επίλογος
Το τίμημα που κατέβαλαν οι ελληνικές δυνάμεις κατά τις πολυήμερες μάχες με επίκεντρο το Ύψωμα 731, ήταν βαρύ: 47 αξιωματικοί και 1.196 οπλίτες νεκροί, 144 αξιωματικοί και 3.872 οπλίτες τραυματίες. Οι ιταλικές απώλειες, ήταν βαρύτατες. Συνολικά 11.800 αξιωματικοί και οπλίτες νεκροί και τραυματίες. Εντυπωσιακό είναι το στοιχείο που παραθέτει ο Ζαχαρίας Τσιρπανλής στο βιβλίο του "Έλληνες και Ιταλοί στα 1940-41", όπου σε όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι Ιταλοί είχαν 25.067 αγνοούμενους, έναντι 1.290 των Ελλήνων. Κλείνουμε με όσα γράφει ο Αν/γος Γεώργιος Μ. Τζουβαλάς:
"Βαρύ το τίμημα, αλλά και απροσμέτρητον το μεγαλείον και η δόξα δια τους Έλληνας μαχητάς. Η θυσία των πεσόντων και ο ηρωισμός όσων επέζησαν δεν διαγράφονται ούτε παραγράφονται. Μένουν ως φωτεινά μετέωρα ζείδωρος δύναμις διαιωνίσεως και θωρακίσεως του μεγαλείου της Ελλάδος".
Ένα μεγαλείο και μία ιστορία, που κάποιοι θα ήθελαν πολύ να μην μάθουμε ή να τα ξεχάσουμε, αλλά ό,τι και να κάνουν δεν πρόκειται να τα καταφέρουν...
Πηγές: ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μ. ΤΖΟΥΒΑΛΑΣ, "ΤΟ ΥΨΩΜΑ 731", ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ, 2017,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΠΑΝΤΑΖΗΣ "ΤΑ ΔΥΟ ΟΧΙ", ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΔΩΔΩΝΗ", 1972,
Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, "Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού" (1883-1941)", ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2014.
Ευχαριστούμε θερμά τον Δόκτορα Ιωάννη Παπαφλωράτο,που για μία ακόμη φορά μας έδωσε πρόθυμα και ευγενέστατα την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το έργο του.
β) Η επιχείρησις πρέπει να αρχίσει αιφνιδιαστικά και να διεξαχθεί με μεγάλη ενεργητικότητα και πείσμα. Πρέπει το ιταλικό στρατιωτικό γόητρο να αποκατασταθεί πλήρως στα μάτια της υφηλίου.
γ) Η Γερμανία είναι έτοιμη να αποστείλει μία Μεραρχία αλπινιστών στην Αλβανία, ενώ παράλληλα ετοιμάζει μια στρατιά που προορίζεται να επιτεθεί τον Μάρτιο εναντίον της Ελλάδος διά μέσου της Βουλγαρίας. Εγώ όμως επιθυμώ η γενναιότης και ικανότης των ιταλικών στρατευμάτων να καταστήσουν περιττή τη γερμανική βοήθεια στο αλβανικό Μέτωπο και είμαι βέβαιος ότι η επιθυμία μου θα εκπληρωθεί.
δ) Ο ιταλικός λαός περιμένει με αγωνία να αλλάξει ο άνεμος στην Αλβανία. Υπολογίζω σε σας και σε όλους τους γενναίους στρατιώτες σας’’.
(Ζαφείρης Παπαμιχαλόπουλος ‘’17 Ημέρες του Μαρτίου’’ ,Γ’ συμπληρωμένη έκδοση, Αθήνα 1967).
Στις 19 και 20 Ιανουαρίου οι Χίτλερ και Μουσολίνι συναντήθηκαν στο Σάλτσμπουργκ. Ο Μουσολίνι έμεινε με την εντύπωση ότι του δόθηκε ο απαιτούμενος χρόνος για την προετοιμασία της εαρινής (αντ)επίθεσης ενώ στην πραγματικότητα ο Χίτλερ ήταν επιφυλακτικός καθώς ήθελε να ξεκαθαρίσει γρήγορα η κατάσταση στα Βαλκάνια. Ο Χίτλερ δεν ανέφερε τίποτα στον Μουσολίνι για την επίθεση που σχεδίαζε εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Μουσολίνι βρισκόταν σε δύσκολη θέση καθώς πριν λίγες μέρες τα ιταλικά στρατεύματα στην Κυρηναϊκή (στη σημερινή Λιβύη) ηττήθηκαν από τους Βρετανούς( στην Μπάρντια) και 45.000 Ιταλοί στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν. Μόλις επέστρεψε στη Ρώμη από το Σάλτσμπουργκ, αποφάσισε να ασχοληθεί περισσότερο με την Ελλάδα και το μεσογειακό μέτωπο μεταφέροντας στρατεύματα από την Αφρική στην Αλβανία. Απευθυνόμενος προς τον Αρχιστράτηγο του Αλβανικού Μετώπου Καμπαλέρο στις 12 Μαρτίου 1941 έλεγε: ‘’Έχομεν απόλυτην ανάγκην μιας σημαντικής στρατιωτικής νίκης. Το απαιτεί το γόητρον του Ιταλικού Στρατού. Εδώ είναι (στην Αλβανία) το πραγματικόν Μέτωπον και εδώ πρέπει να νικήσωμεν’’.
Ο Μουσολίνι κατάφερε από τα τέλη Ιανουαρίου ως τις αρχές Μαρτίου 1941 να στείλει στην Αλβανία δέκα νέες Μεραρχίες και επίλεκτα Συντάγματα, να ενισχύσει τις αεροπορικές του δυνάμεις και το Πυροβολικό, να εμπλουτίσει τα στρατηγεία και τις μάχιμες μονάδες με κάθε είδους υλικά και μέσα ,κι έτσι να δώσει σ’ αυτές μεγαλύτερες επιθετικές δυνατότητες. Στην Αλβανία είχε πλέον 29-30 Μεραρχίες. Ο Μουσολίνι αναχώρησε από την Ιταλία και στις 2 Μαρτίου 1941 έφτασε στην Αλβανία για να εποπτεύσει προσωπικά τις προετοιμασίες για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων και να εξυψώσει το φρόνημα των Ιταλών στρατιωτών. Από τις 2 ως τις 8 Μαρτίου περιφερόταν στις ιταλικές μονάδες, έτρωγε μαζί με τους αξιωματικούς και μιλούσε σ’ αυτούς και τους στρατιώτες προεξοφλώντας τον ιταλικό θρίαμβο. Μαζί του έσπευσαν στην Αλβανία οι υπουργοί Μπαρτάι, Παβολίνι, Ρικάρντι, Ρίτσι, Γκόρλα, οι αξιωματούχοι του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος Φαρανάτσι και Τζιανέτι και ο γαμπρός του Υπουργός των Εξωτερικών Τσιάνο.
Η εαρινή επίθεση αρχίζει
Η σχεδίαση και διεξαγωγή της ιταλικής επίθεσης, είχε ανατεθεί στην 11η Ιταλική Στρατιά την οποία διοικούσε ο Στρατηγός Τζελόζο. Κάτω από τις διαταγές του, βρισκόταν τα IV, VIII και XXV Σώματα Στρατού.
Από τις τριάντα ιταλικές μεραρχίες που βρίσκονταν στη Αλβανία, στην εαρινή επίθεση πήραν μέρος έντεκα. Έξι στο Α’ κλιμάκιο, τρεις σαν άμεσες εφεδρείες της 11ης Στρατιάς, οι Μεραρχίες Σιένα, Πιεμόντε και η Μεραρχία Κενταύρων (Τεθωρακισμένων) συν δύο για κάλυψη των πλευρών: οι Μεραρχίες Πουστερία και Τζούλια. Υπήρχαν επίσης Συντάγματα Μελανοχιτώνων και Τάγματα Βερσαλιέρων και Γρεναδιέρων (που ήταν ειδικά εκπαιδευμένοι στη ρίψη χειροβομβίδων).
Το κύριο βάρος της ιταλικής επίθεσης, θα “έπεφτε” στην ζώνη του Β’ Σώματος Στρατού, που είχε τις δυνάμεις του διατεταγμένες ως εξής:
Βόρειος Τομέας (δεξιό τμήμα): η XI Μεραρχία, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Ιππικού Δημάρατο, με 4 Τάγματα στο πρώτο κλιμάκιο και ένα τάγμα εφεδρεία.
Κεντρικός Τομέας: η XV Μεραρχία, με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Σπηλιωτόπουλο, με δύο Συντάγματα στο πρώτο κλιμάκιο και το 28 Σύνταγμα σαν εφεδρεία.
Αριστερός τομέας (νότιος): η I Μεραρχία, με διοικητή τον Υποστράτηγο Βασίλειο Βραχνό, με έξι Τάγματα στο πρώτο κλιμάκιο και τρία Τάγματα εφεδρείες.
Τομέας Σεντέλι: Από βορρά προς νότο, η V Μεραρχία με εννιά Τάγματα και η XVII Μεραρχία με έξι Τάγματα.
Πίσω από το Β’ Σώμα Στρατού, βρίσκονταν το 19ο, το 21ο και το 31ο Συντάγματα και η IV Μεραρχία στο Λιμπόχαβο. Από όλες αυτές τις δυνάμεις, 13 Τάγματα βρίσκονταν στη ζώνη κύριας προσπάθειας των Ιταλών.
Το Β΄ Σώμα Στρατού, είχε λάβει πληροφορίες από τις αρχές Φεβρουαρίου για τις πυρετώδεις ιταλικές προετοιμασίες και από τις 9 Φεβρουαρίου εκδόθηκε διαταγή αμυντικής εγκατάστασης και κατά βάθος κλιμάκωσης των μονάδων. Ως τις 9 Μαρτίου, είχαν οργανωθεί άριστα αμυντικά όλες οι μονάδες και είχαν μελετηθεί όλες οι πιθανές ιταλικές ενέργειες.
Στις 7 Μαρτίου, αντικαταστάθηκε ο Διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού Αντιστράτηγος Δημήτριος Παπαδόπουλος, που πιστώνεται τους νικηφόρους αγώνες του από την αρχή του πολέμου μέχρι και την κατάληψη του κόμβου Κλεισούρας, με τον Υποστράτηγο Γεώργιο Μπάκα.
Έμεινε όμως στο Β’ Σώμα ως τη λήξη της εαρινής επίθεσης, ο Επιτελάρχης του, Συνταγματάρχης Δημήτριος Μαχάς, ο οποίος από την αρχή του πολέμου βρισκόταν στη θέση αυτή και γνώριζε άριστα κάθε λεπτομέρεια για όλες τις μονάδες του Β΄ Σώματος.
Στις 6.30 π.μ. της 9ης Μαρτίου 1941, άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός του εχθρικού πυροβολικού σε όλη τη ζώνη του Β΄ Σώματος Στρατού, με μεγαλύτερη πυκνότητα στον τομέα της Ι Μεραρχίας. Τριακόσια πυροβόλα, έριξαν για 2,5 ώρες 100.000 βλήματα σε μέτωπο 6 χιλιομέτρων. Η περιοχή των υψωμάτων 731 και 717 (Μπρέγκου Ραπίτ), κυριολεκτικά ανασκάφηκε, οι τηλεφωνικές επικοινωνίες διακόπηκαν, ενώ καπνοί και φλόγες κάλυψαν τα δύο υψώματα. Στις επιχειρήσεις μετείχε και η ιταλική αεροπορία που βομβάρδιζε τις συγκοινωνίες και τις εφεδρείες.
Από ελληνικής πλευράς, το κύριο βάρος των επιθέσεων δέχτηκε το 5ο Σύνταγμα Πεζικού, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Γεωργούλα και ειδικότερα ο δεξιός υποτομέας, που περιλάμβανε τα υψώματα 731 και 717, όπου αμυνόταν το υποσυγκρότημα του Σ/χη Θεμιστοκλή Κετσέα.
Ο Υποστράτηγος Βασίλειος Βραχνός, βρισκόταν από τα ξημερώματα της 9ης Μαρτίου 1941 στο παρατηρητήριό του. Παρακολουθούσε τον καταιγισμό των εχθρικών πυρών και την εξέλιξη της επίθεσης και είπε:
“Εφόσον υπάρχουν ζωντανοί Έλληνες που χειρίζονται τα πολυβόλα, η τοποθεσία δεν θα πέσει”.
Ο Συνταγματάρχης Θεμιστοκλής Κετσέας, διοικητής τον Υποτομέα των υψωμάτων 731 και Μπρέγκου Ραπίτ, τα οποία σφυροκόπησαν οι Ιταλοί, διέταξε: “Τηρήσατε θέσεις σας μέχρις εσχάτων”
Οι σκληρές μάχες από τις 9 ως τις 24 Μαρτίου 1941
Παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες των Ιταλών, την πρώτη μέρα της επίθεσης, τα εδαφικά τους κέρδη ήταν ασήμαντα. Ο Μουσολίνι παρακολουθούσε από το παρατηρητήριο της Γκλάβας το VIII ιταλικό Σώμα Στρατού που είχε αναλάβει το κύριο βάρος της επίθεσης και σίγουρα δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένος με όσα έβλεπε.
Τη Δευτέρα, 10 Μαρτίου 1941, οι Ιταλοί επιτέθηκαν στα υψώματα 731, 717, 1060 (Τρεμπεσίνα) και Κιάφε Λουζίτ. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Με τη βοήθεια και της ομίχλης στις 11.20 π.μ. κατέλαβαν το τμήμα του υψώματος “Μάλι Σπαντάριτ”. Η ελληνική αντεπίθεση στις 14.30, οδήγησε στην ανακατάληψή του. Το βράδυ, οι Ιταλοί έριξαν εκατομμύρια προκηρύξεις από τα αεροπλάνα τους, με τις οποίες καλούσαν τους Έλληνες να παραδοθούν, κάτι που φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί.
Η Τρίτη 11 Μαρτίου 1941, ήταν εφιαλτική για τους Ιταλούς καθώς έπαθαν μεγάλη πανωλεθρία. Επωφελούμενοι από το σκοτάδι και την ομίχλη, επιχείρησαν νυχτερινή διασκέδαση μέσα από τη χαράδρα Πρόι Μαθ (Μεγάλο Ρέμα), για να υπερκεράσουν το ύψωμα 731 με δύο Τάγματα, ενώ παράλληλα επιτέθηκαν εναντίον του 731, με το Ι/72 Τάγμα και πλευρικά, με το III/72 Τάγμα. Στις 8.45 π.μ., ο Σ/χης Κετσέας διέταξε έναρξη του πυρός. Η χαράδρα Πρόι Μαθ, μεταβλήθηκε σε νεκροταφείο για τους Ιταλούς. Τα Τάγματα II/5 (Διοικητής Κασλάς) και III/19 (Διοικητής Κουτρίδης) και αυτοβούλως οπλίτες Πυροβολικού, με επικεφαλής τον Ανθυπολογαχό (ΠΒ) Μητρομάρα, μάγειροι και ημιονηγοί (“μουλαράδες”), θέρισαν τους Ιταλούς. 250 νεκροί και 501 αιχμάλωτοι Ιταλοί, ανάμεσά τους 3 Ταγματάρχες και άλλοι 17 αξιωματικοί ήταν τα θύματα των ηρωικών Ελλήνων μαχητών.
Την Τετάρτη 12 Μαρτίου 1941, οι Ιταλοί επιχείρησαν με είκοσι Τάγματα νυχτερινή επίθεση (από τις 00.45 ως τις 5.30 π.μ.), εναντίον των Ελλήνων στο Ύψωμα 731, στο Κιάφε Λούζιτ και στο Μπρέγκου Ραπίτ, ωστόσο απέτυχαν και πάλι. Νέα επίθεση εναντίον του Κιάφε Λουζίτ, στις 9.30 π.μ., αποκρούστηκε. Το απόσπασμα Κετσέα, έριξε 2.364 βλήματα εναντίον των Ιταλών. Ο Μουσολίνι σε σύσκεψη με τους Καμπαλέρο και Τζελόζο, έκαναν σε μια επισκόπηση της κατάστασης. Σύμφωνα με το “Μυστικό Αρχείο” του Καμπαλέρο, τα σχόλια για τον ιταλικό στρατό στην Αλβανία και την Αφρική, δεν ήταν καθόλου κολακευτικά...
Την Πέμπτη 13 Μαρτίου 1941, το II/5 Τάγμα Κασλά, αντικαταστάθηκε, λόγω των απωλειών αλλά και της εξάντλησης των ανδρών του, από το III/19 Τάγμα Κουτρίδη. Οι Ιταλοί επιχείρησαν σφοδρή επίθεση στο Ύψωμα 731. Ο Ταγματάρχης Κασλάς, παρέμεινε στο Ύψωμα, για να βοηθήσει τον Κουτρίδη στον συντονισμό των ενεργειών.
Οι μάχες γίνονται εκ του συστάδην, με λόγχες. Ο Κασλάς, με εφεδρικά τμήματα, αποκρούουν τους Λόχους Αρντίτι. Κάποια στιγμή, ο Λοχαγός Κουτρίδης τραυματίστηκε. Ενώ δεχόταν τις περιποιήσεις του Ανθυπίατρου Λεωνίδα Κουβαρά, ένας στρατιώτης ανέφερε κατάληψη τμήματος του Υψώματος 731. Ο Κουτρίδης, αμέσως φόρεσε την εξάρτυσή του, εφοδιάστηκε με σακίδιο χειροβομβίδων που το πέρασε γύρω από τον λαιμό του και με το περίστροφο στο δεξί χέρι, βροντοφώναξε: “Όσοι είναι Έλληνες και έχουν ελληνική καρδιά να με ακολουθήσουν”. Όλοι, ακολούθησαν τον γενναίο Λοχαγό και συμπαρασύροντας τους οπλίτες του 10ου Λόχου, ανακατέλαβαν την τοποθεσία από τους Ιταλούς.
Τη μέρα εκείνη, τα ελληνικά αντιαεροπορικά κατέρριψαν δύο ιταλικά αεροπλάνα. Άλλα δύο ιταλικά αεροπλάνα και ένα βρετανικό, καταρρίφθηκαν μετά από αερομαχίες. Για μία ακόμα μέρα, οι Ιταλοί δεν κατάφεραν τίποτα ουσιαστικό.
Ο τότε Επιλοχίας του 9ου Λόχου Θεόδωρος Ζήκος, αναφέρει ένα κωμικό περιστατικό, με πρωταγωνιστή τον Καλαβρυτινό στρατιώτη Παναγιώτη Μαντά. Ήταν κινητός σκοπός στο Ύψωμα 731, το βράδυ της 13ης προς 14η Μαρτίου 1941. “Ένιωσεν την πίεσιν σωματικής ανάγκης και κατήλθε σ’ έναν μεγάλο κρατήρα βόμβα ή βλήματος Πυροβολικού δια να αφοδεύσει. Ήτο μικρόσωμος και η χλαίνη που φορούσε έφθανε ως την άκρη των ποδιών του. Την στιγμήν που ανεκουφίζετο, κάνοντας την σωματικήν του ανάγκη, βλέπει στο χείλος του κρατήρος έναν Ιταλό με προτεταμένο το όπλο.
“Καθώς ήμουν χαμηλά”, διηγείται ο Μαντάς “ακουμπώ την ξιφολόγχη μου στο μηρό του Ιταλού και φωνάζω αλτ. Ο Ιταλός αιφνιδιάζεται, παρατάει το όπλο και σηκώνει τα χέρια. Εγώ, χωρίς να επιχειρήσω να μαζέψω τα ρούχα, κρατώντας στο δεξί μου χέρι το όπλο και συγκρατώντας με το αριστερό τα ρούχα-ευτυχώς η χλαίνη δεν αφήνει να φανούν πολλά πράγματα από μέσα της-οδήγησα τον Ιταλό στον σταθερό σκοπό. Τον πήρε εκείνος και σας τον έφερε στο σκέπαστρο του Λόχου”.
Ήταν ένα αστείο συμβάν, που απάλυνε τον πόνο και τη θλίψη των στρατιωτών μας για τον χαμό και τον τραυματισμό πολλών συναδέλφων τους.
Την Παρασκευή 14 Μαρτίου 1941, οι Ιταλοί επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην κατάληψη του υψώματος 717, στην κορυφή του οποίου ανέβηκαν δύο φορές χωρίς όμως να καταφέρουν να παραμείνουν σ’ αυτή ως το τέλος της ημέρας.
Το Σάββατο 15 Μαρτίου 1941, ιταλικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο Ύψωμα 731 και έφτασαν πολύ κοντά σ’ αυτό. Ωστόσο, οι ηρωικοί υπερασπιστές του με τη χρήση λόγχης και χειροβομβίδων, κατάφεραν να τους αντιμετωπίσουν με επιτυχία.
Μετά από απόφαση των Μουσολίνι - Καμπαλέρο, από το πρωί της 16ης ως το βράδυ της 18ης Μαρτίου, υπήρξε αναστολή των ιταλικών επιθέσεων, κάτι που έδωσε τη δυνατότητα στις ελληνικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν.
Την Τετάρτη 19 Μαρτίου 1941, οι Ιταλοί επιτέθηκαν για 18η(!) φορά, εναντίον του Υψώματος 731, χρησιμοποιώντας επίλεκτο Λόχο με ελαφρά άρματα.
Οι υπερασπιστές του 731, με πολυβόλα και χειροβομβίδες, αποδεκάτισαν τον ιταλικό Λόχο. Το ελληνικό πυροβολικό, κατέστρεψε δύο άρματα, που έπεσαν στη χαράδρα Πρόι Μαθ και αχρήστευσαν άλλο ένα ,που έμεινε στο Ύψωμα, με τους άνδρες του πληρώματος νεκρούς.
Το τέταρτο άρμα κατόρθωσε να ξεφύγει. Παρά τον καταιγιστικό βομβαρδισμό και των υψωμάτων της Τρεμπεσίνας και του Κιάφε Λιουζίτ, οι Ιταλοί αντιμετωπίσθηκαν με επιτυχία.
Ακολούθως, ζήτησαν ολιγόωρη ανακωχή για να θάψουν τους νεκρούς τους. Πραγματικά, έγινε ανακωχή 4-6 ωρών για την ταφή 100 περίπου αξιωματικών και οπλιτών. Οι Ιταλοί, δεν ήθελαν τόσο να τιμήσουν τους νεκρούς τους, όσο να μην αντικρίσουν οι συνάδελφοί τους τα άψυχα κορμιά τους και κλονιστεί περισσότερο το ηθικό τους.
Οι μάχες συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες, με μικρότερη όμως ένταση. Σε σύσκεψη των Ιταλών στις 20 Μαρτίου 1941, ο Μουσολίνι είπε στον στενό του συνεργάτη, αρχηγό και Υφυπουργό Αεροπορίας Πτέραρχο Πρίκολο: “Απεφάσισα να επιστρέψω εντός της αύριον εις Ρώμην. Αηδίασα από το περιβάλλον αυτό. Δεν επροχωρήσαμε βήμα. Μέχρι τούδε με έχουν εξαπατήσει. Περιφρονώ βαθύτατα αυτούς τους ανθρώπους (προφανώς τους Στρατηγούς του)”. Στις 21 Μαρτίου 1941, απογοητευμένος, αναχώρησε από το αεροδρόμιο των Τιράνων για τη Ρώμη.
Όπως αναφέραμε, ιδιαίτερα από τις 25 Μαρτίου 1941, οι ιταλικές προσπάθειες κατάληψης του 731 και των άλλων υψωμάτων, είχαν μικρότερη ένταση. Από τις 6 Απριλίου 1941, οπότε άρχισε η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα έως και τις 13-14 Απριλίου 1941, οι ελληνικές δυνάμεις κρατούσαν σταθερά τις θέσεις τους στη Βόρειο Ήπειρο. Μετά την ανακωχή Ελλάδας-Γερμανίας στις 20 Απριλίου 1941, οι έφεδροι άνδρες της I Μεραρχίας, παρέδωσαν τον οπλισμό τους και έλαβαν προσωρινό απολυτήριο. Είχαν καταφέρει, όπως φυσικά και οι άνδρες των υπόλοιπων Μεραρχιών, ένα θαύμα, που δυστυχώς αναγνωρίστηκε μόνο με λόγια και όχι με πράξεις, από τους Συμμάχους μετά τη λήξη του Πολέμου.
Επίλογος
Το τίμημα που κατέβαλαν οι ελληνικές δυνάμεις κατά τις πολυήμερες μάχες με επίκεντρο το Ύψωμα 731, ήταν βαρύ: 47 αξιωματικοί και 1.196 οπλίτες νεκροί, 144 αξιωματικοί και 3.872 οπλίτες τραυματίες. Οι ιταλικές απώλειες, ήταν βαρύτατες. Συνολικά 11.800 αξιωματικοί και οπλίτες νεκροί και τραυματίες. Εντυπωσιακό είναι το στοιχείο που παραθέτει ο Ζαχαρίας Τσιρπανλής στο βιβλίο του "Έλληνες και Ιταλοί στα 1940-41", όπου σε όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, οι Ιταλοί είχαν 25.067 αγνοούμενους, έναντι 1.290 των Ελλήνων. Κλείνουμε με όσα γράφει ο Αν/γος Γεώργιος Μ. Τζουβαλάς:
"Βαρύ το τίμημα, αλλά και απροσμέτρητον το μεγαλείον και η δόξα δια τους Έλληνας μαχητάς. Η θυσία των πεσόντων και ο ηρωισμός όσων επέζησαν δεν διαγράφονται ούτε παραγράφονται. Μένουν ως φωτεινά μετέωρα ζείδωρος δύναμις διαιωνίσεως και θωρακίσεως του μεγαλείου της Ελλάδος".
Ένα μεγαλείο και μία ιστορία, που κάποιοι θα ήθελαν πολύ να μην μάθουμε ή να τα ξεχάσουμε, αλλά ό,τι και να κάνουν δεν πρόκειται να τα καταφέρουν...
Πηγές: ΓΕΩΡΓΙΟΣ Μ. ΤΖΟΥΒΑΛΑΣ, "ΤΟ ΥΨΩΜΑ 731", ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ, 2017,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΠΑΝΤΑΖΗΣ "ΤΑ ΔΥΟ ΟΧΙ", ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΔΩΔΩΝΗ", 1972,
Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, "Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού" (1883-1941)", ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2014.
Ευχαριστούμε θερμά τον Δόκτορα Ιωάννη Παπαφλωράτο,που για μία ακόμη φορά μας έδωσε πρόθυμα και ευγενέστατα την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το έργο του.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr