Ελληνίδα μοντέλο είδε την Τεχνητή Νοημοσύνη να «κλέβει» το πρόσωπό της

Πώς η Νάσια Μάτσα βρέθηκε να πρωταγωνιστεί σε διαφημιστική καμπάνια χωρίς να το ξέρει

Παλιά, πριν δηλαδή από την παντοκρατορία του Διαδικτύου, την πανανθρώπινη υπόκλιση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον εκδημοκρατισμό όλων των λογιών των ψηφιακών βελτιωτικών (βλ. φίλτρων) της έξωθεν καλής μαρτυρίας μας, τα πράγματα ήταν σχεδόν απλά. Μπορούσε τουλάχιστον κανείς να διαχωρίσει στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων την ήρα από το στάρι. Να καταλάβει, με άλλα λόγια, αν η φωτογραφία ενός σταρ στο εξώφυλλο ενός περιοδικού καθρέφτιζε έστω και στο ελάχιστο την πραγματικότητα ή εάν επρόκειτο για αποτέλεσμα μεθοδικής επεξεργασίας και λεπτοδουλειάς που θα ζήλευαν και οι μάστορες της μεγάλης των Φλαμανδών σχολής. Αλλά ακόμα και αν δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε τις διαφορές λόγω στρουθοκαμηλισμού, εθελοτυφλίας ή απλώς απειρίας, είχαμε τη στέρεη βεβαιότητα πως ο άνθρωπος που κάθε φορά απεικονιζόταν σε μια φωτογραφία ήταν ο ίδιος, με σάρκα και οστά, είχε σταθεί απέναντι στον φακό και είχε απαθανατιστεί με τη σιωπηρή έστω συναίνεσή του.

Με την Τεχνητή Νοημοσύνη και την εκλαΐκευσή της μέσω εφαρμογών που μπορεί κανείς να έχει στην παλάμη του χεριού του μέσω του κινητού τηλεφώνου του, όπως το περίφημο DaVinci -τρίζουν τα κόκαλα του Λεονάρντο-, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος πως αυτό που αντικρίζουν τα μάτια του ισοδυναμεί με την πραγματική, απτή, αναλογική αλήθεια. Μπορεί μέσω ανάλογων apps να μπορούμε πια -και μάλιστα χωρίς να διαθέτουμε κατάρτιση, γνώσεις και πιστοποίηση geek της Σίλικον Βάλεϊ- να μοιάζουμε με μια καλύτερη, χειρότερη, σίγουρα άλλη εκδοχή του εαυτού μας, να έχουμε τη δυνατότητα να μας τοποθετήσουμε σε όποιο φόντο κατεβάσει η κούτρα μας ή να συμμετέχουμε σε σοσιαλμιντιακά trends μεταμφιεζόμενοι σε Μπράντον και Μπρέντα από το «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς», αλλά ακριβώς το ίδιο μπορούν να πράξουν και οι άλλοι και μάλιστα, δίχως να χρειάζονται την άδεια ή τη συγκατάθεσή μας.

Στην περίπτωση της Νάσιας Μάτσα, του μοντέλου -μόλις πριν από λίγες εβδομάδες πρόσθεσε στο βιογραφικό της μια ακόμα καμπάνια του οίκου Louboutin- και δημοσιογράφου -με αρθρογραφία σε σημαντικά βρετανικά ΜΜΕ- η παραπάνω συνειδητοποίηση ήρθε με τον μάλλον πιο σκληρό τρόπο. Οταν δηλαδή πριν από λίγους μήνες, περιμένοντας το μετρό, είδε τη διαφήμιση μιας ασφαλιστικής εταιρείας με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα που της έμοιαζε σε ύποπτο βαθμό. Παρότι απαθανάτισε την εικόνα και την κοιτούσε για μέρες, αποφάσισε, όπως περιέγραψε σε άρθρο της στο διαδικτυακό Dazed, να τη σβήσει έπειτα από λίγες ημέρες, σχεδόν πείθοντας τον εαυτό της ότι δεν είχε χρησιμοποιήσει κάποιος το πρόσωπό της για μια καμπάνια χωρίς την άδειά της αλλά πως επρόκειτο για εξωφρενική μεν, ομοιότητα δε. Λίγους μήνες μετά η ιστορία επαναλήφθηκε.

Και μάλιστα ως φάρσα. Η Μάτσα ήρθε ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με μια αφίσα της ίδιας ασφαλιστικής εταιρείας, στην οποία αναγνώρισε το πρόσωπο ενός συναδέλφου της μοντέλου. Το αποτέλεσμα της εξίσωσης ήταν τρομακτικό αλλά αυτονόητο. Τα δύο μοντέλα είχαν πέσει θύματα κλοπής του προσώπου τους, το οποίο με τη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης και ελάχιστες παρεμβάσεις είχε τοποθετηθεί σε άλλα -φτιαγμένα στον δοκιμαστικό σωλήνα των αλγόριθμων- σώματα και χρησιμοποιούνταν για εμπορικούς σκοπούς. «Τα πρόσωπά μας μεταμορφώθηκαν σε ψηφιακές κούκλες για να προωθήσουν ένα project στο οποίο δεν συμμετείχαμε ποτέ. Στα ακόμα χειρότερα νέα, δεν μπορώ να αποδείξω ή να κάνω κάτι γι’ αυτό, αφού οι κανονισμοί για την Τεχνητή Νοημοσύνη αποτελούν ακόμα μια γκρίζα ζώνη. Τελικά, σε ποιον ανήκει το πρόσωπό μου;», αναρωτιέται -εύλογα- στο άρθρο της η Μάτσα.

Κι αυτή είναι μια απορία που στο εγγύς μέλλον θα μας απασχολήσει συλλογικά. Προς το παρόν φέρνει σε αμηχανία και διχάζει τη βιομηχανία της μόδας, τη βιομηχανία του θεάματος, τους celebrities που κάθε τόσο ανακαλύπτουν πως ο εαυτός τους έχει πέσει θύμα deep fake - πιο πρόσφατο παράδειγμα εκείνο της Τέιλορ Σουίφτ, οι χειραγωγημένες γυμνές φωτογραφίες της οποίας κατέκλυσαν το X (πρώην Twitter) και αναδείχτηκαν σε trending topic (κανένα σχόλιο για το ανθρώπινο είδος) πριν το μέσο κοινωνικής δικτύωσης αντιδράσει με βηματισμό χελώνας. Αν σε κάποιους το παράδειγμα της Αμερικανίδας τραγουδίστριας φαίνεται ακραίο -αν και δε θα έπρεπε, αφού στην πραγματικότητα προστίθεται στη λίστα με τη Σκάρλετ Γιόχανσον, την Κρίστεν Μπελ και πολλές ακόμα διασημότητες που φωτογραφίες τους έχουν τύχει της ίδιας χάλκευσης- ή μεμονωμένο, στην περίπτωση της βιομηχανίας της μόδας η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης έχει σοβαρέψει.

Η κλοπή του προσώπου της Νάσιας Μάτσα ήρθε να θυμίσει και να αναδείξει τη στροφή των εταιρειών και των brands στη χρήση μοντέλων που δεν υπάρχουν. Οχι λόγω των εξωπραγματικών αναλογιών ή της έκπαγλης ομορφιάς τους, αλλά επειδή είναι φτιαγμένα από bits και bytes. Ηδη η Levi’s λάνσαρε το 2023 την πρώτη της καμπάνια στην οποία πρωταγωνιστούσαν μετα-άνθρωποι, δηλαδή μοντέλα που δημιουργήθηκαν στους υπολογιστές του Lalaland.ai. Το εν λόγω στούντιο ειδικεύεται στην κατασκευή όλων των λογιών των μοντέλων σε ό,τι μέγεθος, χρώμα και χαρακτηριστικά επιθυμεί ο πελάτης -νυν υπέρ πάντων το diversity και το inclusivity- με τιμές που ξεκινούν μόλις από τα 600 ευρώ τον μήνα. Ποιος ξέρει αν για τη Ναόμι, τη Σίντι, την Μπέλα ή την Τζίτζι του μέλλοντος δεν θα πρέπει να μακαρίζουμε τα γονίδια της ένωσης των γονιών τους αλλά το κέφι και, κυρίως, την υπολογιστική δύναμη του αλγόριθμου;

Το ζήτημα της χρήσης της Τεχνητής Νοημοσύνης απασχολεί ήδη και το Χόλιγουντ. Στην πρόσφατη πεντάμηνη απεργία των σεναριογράφων, τον δίκαιο αγώνα τον οποίο στήριξαν και οι ηθοποιοί, ένα από τα βασικά αιτούμενα ήταν η θέσπιση κανόνων στη χρήση της AI από τα κινηματογραφικά στούντιο και τις on demand πλατφόρμες, οι οποίες έχουν πια το πάνω χέρι.

Οι σεναριογράφοι ανησυχούν πως το Chat GPT και οι ανάλογες μηχανές αργά ή γρήγορα θα τους αντικαταστήσουν ή, τέλος πάντων, θα υποσκελίσουν τη δουλειά τους, αφού είναι ανθρωπίνως αδύνατο να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αθρόας παραγωγής τηλεοπτικών σειρών. Οι ηθοποιοί, από τη μεριά τους, τρέμουν και μόνο στην ιδέα πως οι ψηφιακοί κασκαντέρ που είναι το ίδιο φωτογενείς με τους ίδιους θα γίνουν σύντομα και πιο χρήσιμοι από εκείνους. Γιατί τα στούντιο να καταβάλουν ουρανομήκη ποσά στους πρωταγωνιστές όταν μπορούν να έχουν τα ψηφιακά ολογράμματά τους, τα οποία, ως γνωστόν, μπορούν να προγραμματιστούν για να μη συμπεριφέρονται ως ντίβες;

Ενα πρώτης τάξεως -και το δίχως άλλο αυτοαναφορικό- σχόλιο για το ηθικό αλλά τελικά και πρακτικό ζήτημα που έχει ανακύψει στη βιομηχανία του θεάματος με αφορμή την Τεχνητή Νοημοσύνη το έζησε στο πετσί της η Σάλμα Χάγεκ. Ή αλλιώς, η πρωταγωνίστρια του πρώτου επεισοδίου του έκτου κύκλου της σειράς «Black Mirror». Στο «Joan is Awful» η Μεξικανή ηθοποιός και σύζυγος του Γάλλου μεγιστάνα Φρανσουά-Ανρί Πινό υποδύθηκε ένα ολόγραμμα που αναβίωνε στην τηλεόραση τη ζωή και την καθημερινότητα μιας γυναίκας, της Τζόαν, η οποία είχε εκχωρήσει το δικαίωμα σε on demand τηλεοπτική πλατφόρμα να λαμβάνει και να αξιοποιεί κατά το δοκούν όλα τα προσωπικά δεδομένα της - ναι, δεν είχε διαβάσει τους όρους και τις προϋποθέσεις.

Η ιστορία είχε αίσιο τέλος αφού ολόγραμμα και άνθρωπος συνασπίστηκαν για να διαλύσουν τον υπερυπολογιστή που μεθόδευε τη μεταφορά της αληθινής ζωής στη μικρή οθόνη. Στη ζωή τα πράγματα είναι κατά τι διαφορετικά. Αλλωστε και στην περίπτωση της Νάσιας Μάτσα δεν αποφάσισε κάποια μηχανή να υποκλέψει το πρόσωπό της και να το εκμεταλλευτεί εμπορικά χωρίς την άδειά της. Ενας άνθρωπος είχε την ιδέα κι ένας άνθρωπος πάτησε το κουμπί.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr