Η Σαντορίνη του Γιώργου Χατζηγιαννάκη
12.07.2021
07:39
Ο ιδρυτής της διάσημης «Σελήνης» επιστρέφει φέτος στο νησί ως επισκέπτης και γίνεται ξεναγός μας
Ακολουθήσαμε τον Γιώργο Χατζηγιαννάκη σε μια μεγάλη βόλτα γεμάτη αναμνήσεις, ενδιαφέρουσες συζητήσεις και συγκινητικά ανταμώματα με καλούς φίλους και συνεργάτες.
Είχε από τον περασμένο Οκτώβρη να έρθει στο νησί. Στο τελείωμα της περσινής σεζόν, αποχαιρέτησε τη «Σελήνη» του -που είχε ήδη μετακομίσει στο νέο της σπίτι και σε νέο ιδιοκτήτη στα Φηρά-, τους συνεργάτες του και έκλεισε τον κύκλο μετά 35 χρόνια. Ο Γιώργος Χατζηγιαννάκης, ήρθε για πρώτη φορά στη Σαντορίνη στα μέσα της δεκαετίας του ’70, με τη σύντροφό του Έβελυν και μια παρέα αρχιτεκτόνων. Ερωτεύτηκε με πάθος το νησί, μαγεύτηκε από την ενέργειά του και αφού το χάρηκε ως επίμονος ταξιδιώτης, δεν άργησε να το δει και ως τον τόπο εκείνο που θα περνούσε τα καλοκαίρια του ως επαγγελματίας της εστίασης.
Μέχρι τότε ο Χατζηγιαννάκης δεν είχε σχέση με τη συγκεκριμένη δουλειά, ήταν όμως λάτρης των ταξιδιών, του καλού φαγητού και του κρασιού. Καλή αφετηρία, όσο να ‘ναι. Γεννημένος στην Νίκαια του Πειραιά το 1946 από Μικρασιάτες γονείς, η μόνη επαφή που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είχε με την κουζίνα ήταν τα μαγειρέματα της γιαγιάς του και οι προμήθειες που έφερνε στο σπίτι ο παππούς του, ο οποίος προπολεμικά διατηρούσε καφενείο στην Κοκκινιά. Μεγαλώνοντας σπούδασε στη Βιομηχανική Σχολή και έκανε διάφορες δουλειές. Τη «Σελήνη» την άνοιξε το 1986 στα 40 του χρόνια.
Η σαντορινιά «Σελήνη»
Η πρώτη χρονιά της «Σελήνης», σε ένα κτίριο στα Φηρά με μεγάλη ταράτσα και καθηλωτική θέα στο ηφαίστειο, επιλογή της αρχιτεκτόνισσας Έβελυν, ήταν κατά τα πρότυπα των αθηναϊκών εστιατορίων, θυμάται σήμερα ο Χατζηγιαννάκης, ο οποίος γρήγορα συνειδητοποίησε ότι ετούτος ο τόπος, που είχε επιλέξει να ρίξει άγκυρα, είχε τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα δικά του μοναδικά προϊόντα και σε αυτά θα έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στην κουζίνα του. Ήδη από το δεύτερο καλοκαίρι λειτουργίας της «Σελήνης», ο εστιάτορας Χατζηγιαννάκης («ένα επάγγελμα που έχει αρχίσει και χάνεται στις μέρες μας», όπως λέει ο ίδιος) έδωσε προτεραιότητα στη Σαντορίνη, στον ιδιόρρυθμο αυτό ηφαιστειογενή και άνυδρο τόπο που έγινε πια χωριό του – Μικρασιάτης γαρ χωριό άλλο δεν είχε. Έδωσε σημασία στη φάβα, στο τοματάκι, στην άσπρη μελιτζάνα, στο στρόγγυλο κολοκυθάκι, στην κάπαρη, στο χλωροτύρι, στο κρασί. Κι έπειτα έστρεψε το βλέμμα στη θάλασσα που τον έφερνε βόλτα, στο Αιγαίο, στα διπλανά νησιά και στα δικά τους μοναδικά καλούδια, όπως τα υπέροχα τυριά της γειτονικής Ίου και στα τόσα άλλα νόστιμα προϊόντα που ανακάλυπτε εδώ κι εκεί.
Κάπως έτσι η «Σελήνη» του απέκτησε φήμη. Και η δική του γαστρονομική στροφή φαίνεται πως επηρέασε λίγο ή πολύ και τους υπόλοιπους εστιάτορες του νησιού εκείνη την εποχή. Γιατί δεν ήταν μόνο ο Χατζηγιαννάκης που επένδυσε πρώτα τα συναισθήματα και έπειτα τις οικονομίες του στον ιδιαίτερο ετούτο τόπο. Υπήρξαν και κάμποσοι άλλοι από εκείνη την παρέα που έριξαν, πρωτύτερα ή αργότερα, τις δικές τους άγκυρες στο νησί, και μάλιστα από διαφορετικές αφετηρίες ο καθένας – από τη Θεσσαλονίκη και την Κρήτη και ασφαλώς από τον Πειραιά, όπου ουκ ολίγοι Σαντορινιοί είχαν μετοικήσει μετά τον σεισμό του ’56 και σιγά-σιγά η διαφαινόμενη τουριστική ανάπτυξη τους έδειξε τον δρόμο της επιστροφής.
«Δεν είναι ότι κάναμε τα ίδια πράγματα», λέει σήμερα ο Χατζηγιαννάκης σε σχέση με τους υπόλοιπους εστιάτορες, με κάποιους από τους οποίους διατηρεί φιλικές σχέσεις εδώ και δεκαετίες. «Προσπαθούσαμε όμως όλοι για το καλύτερο, υπήρχε αυτό που λέμε ευγενής άμιλλα μεταξύ μας και αυτό ήταν καλό για όλους, και τους επαγγελματίες και τον κόσμο». Ο ίδιος βέβαια ως επιμένων στην τοπικότητα των πρώτων υλών στην υψηλή γαστρονομία που και εν τέλει πρωτοπόρος δεν άργησε να αποκτήσει από τους φίλους και τους συνεργάτες του το τιμητικό αν μη τι άλλο παρατσούκλι «πατριάρχης της κουζίνας του Αιγαίου». Κάθε Σαντορινιός έχει το παρατσούκλι του.
Δεν ήταν μικρή, λοιπόν, εκείνη η παρέα της δεκαετίας του ’70 που είχε μαγευτεί από την καλντέρα και το ηφαίστειο και που την έβγαζε με αβγά, πατάτες και ντοματοκεφτέδες από τα χέρια της Μαρουλίας που διατηρούσε το ξενοδοχείο «Lauda» στην Οία, το θερινό καταφύγιο της οικογένειας Χατζηγιαννάκη. Ακόμα θυμάται εκείνο το μικρό παραθυράκι με την απίστευτη θέα στο χαμηλοτάβανο δώμα που ξάπλωνε ο νέος τότε Γιώργος, αφήνοντας το μεγαλύτερο κρεβάτι για την Έβελυν και τη μικρή Ζωή. Όπως δεν είναι λίγοι οι καρδιακοί του φίλοι, και κάποιοι από αυτούς καλοί συνεργάτες, σχεδόν συγγενείς, που συναντούμε στις βόλτες που κάνουμε παρέα στο νησί.
Διαβάστε περισσότερα στο travel.gr
Είχε από τον περασμένο Οκτώβρη να έρθει στο νησί. Στο τελείωμα της περσινής σεζόν, αποχαιρέτησε τη «Σελήνη» του -που είχε ήδη μετακομίσει στο νέο της σπίτι και σε νέο ιδιοκτήτη στα Φηρά-, τους συνεργάτες του και έκλεισε τον κύκλο μετά 35 χρόνια. Ο Γιώργος Χατζηγιαννάκης, ήρθε για πρώτη φορά στη Σαντορίνη στα μέσα της δεκαετίας του ’70, με τη σύντροφό του Έβελυν και μια παρέα αρχιτεκτόνων. Ερωτεύτηκε με πάθος το νησί, μαγεύτηκε από την ενέργειά του και αφού το χάρηκε ως επίμονος ταξιδιώτης, δεν άργησε να το δει και ως τον τόπο εκείνο που θα περνούσε τα καλοκαίρια του ως επαγγελματίας της εστίασης.
Μέχρι τότε ο Χατζηγιαννάκης δεν είχε σχέση με τη συγκεκριμένη δουλειά, ήταν όμως λάτρης των ταξιδιών, του καλού φαγητού και του κρασιού. Καλή αφετηρία, όσο να ‘ναι. Γεννημένος στην Νίκαια του Πειραιά το 1946 από Μικρασιάτες γονείς, η μόνη επαφή που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είχε με την κουζίνα ήταν τα μαγειρέματα της γιαγιάς του και οι προμήθειες που έφερνε στο σπίτι ο παππούς του, ο οποίος προπολεμικά διατηρούσε καφενείο στην Κοκκινιά. Μεγαλώνοντας σπούδασε στη Βιομηχανική Σχολή και έκανε διάφορες δουλειές. Τη «Σελήνη» την άνοιξε το 1986 στα 40 του χρόνια.
Η σαντορινιά «Σελήνη»
Η πρώτη χρονιά της «Σελήνης», σε ένα κτίριο στα Φηρά με μεγάλη ταράτσα και καθηλωτική θέα στο ηφαίστειο, επιλογή της αρχιτεκτόνισσας Έβελυν, ήταν κατά τα πρότυπα των αθηναϊκών εστιατορίων, θυμάται σήμερα ο Χατζηγιαννάκης, ο οποίος γρήγορα συνειδητοποίησε ότι ετούτος ο τόπος, που είχε επιλέξει να ρίξει άγκυρα, είχε τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα δικά του μοναδικά προϊόντα και σε αυτά θα έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στην κουζίνα του. Ήδη από το δεύτερο καλοκαίρι λειτουργίας της «Σελήνης», ο εστιάτορας Χατζηγιαννάκης («ένα επάγγελμα που έχει αρχίσει και χάνεται στις μέρες μας», όπως λέει ο ίδιος) έδωσε προτεραιότητα στη Σαντορίνη, στον ιδιόρρυθμο αυτό ηφαιστειογενή και άνυδρο τόπο που έγινε πια χωριό του – Μικρασιάτης γαρ χωριό άλλο δεν είχε. Έδωσε σημασία στη φάβα, στο τοματάκι, στην άσπρη μελιτζάνα, στο στρόγγυλο κολοκυθάκι, στην κάπαρη, στο χλωροτύρι, στο κρασί. Κι έπειτα έστρεψε το βλέμμα στη θάλασσα που τον έφερνε βόλτα, στο Αιγαίο, στα διπλανά νησιά και στα δικά τους μοναδικά καλούδια, όπως τα υπέροχα τυριά της γειτονικής Ίου και στα τόσα άλλα νόστιμα προϊόντα που ανακάλυπτε εδώ κι εκεί.
Κάπως έτσι η «Σελήνη» του απέκτησε φήμη. Και η δική του γαστρονομική στροφή φαίνεται πως επηρέασε λίγο ή πολύ και τους υπόλοιπους εστιάτορες του νησιού εκείνη την εποχή. Γιατί δεν ήταν μόνο ο Χατζηγιαννάκης που επένδυσε πρώτα τα συναισθήματα και έπειτα τις οικονομίες του στον ιδιαίτερο ετούτο τόπο. Υπήρξαν και κάμποσοι άλλοι από εκείνη την παρέα που έριξαν, πρωτύτερα ή αργότερα, τις δικές τους άγκυρες στο νησί, και μάλιστα από διαφορετικές αφετηρίες ο καθένας – από τη Θεσσαλονίκη και την Κρήτη και ασφαλώς από τον Πειραιά, όπου ουκ ολίγοι Σαντορινιοί είχαν μετοικήσει μετά τον σεισμό του ’56 και σιγά-σιγά η διαφαινόμενη τουριστική ανάπτυξη τους έδειξε τον δρόμο της επιστροφής.
«Δεν είναι ότι κάναμε τα ίδια πράγματα», λέει σήμερα ο Χατζηγιαννάκης σε σχέση με τους υπόλοιπους εστιάτορες, με κάποιους από τους οποίους διατηρεί φιλικές σχέσεις εδώ και δεκαετίες. «Προσπαθούσαμε όμως όλοι για το καλύτερο, υπήρχε αυτό που λέμε ευγενής άμιλλα μεταξύ μας και αυτό ήταν καλό για όλους, και τους επαγγελματίες και τον κόσμο». Ο ίδιος βέβαια ως επιμένων στην τοπικότητα των πρώτων υλών στην υψηλή γαστρονομία που και εν τέλει πρωτοπόρος δεν άργησε να αποκτήσει από τους φίλους και τους συνεργάτες του το τιμητικό αν μη τι άλλο παρατσούκλι «πατριάρχης της κουζίνας του Αιγαίου». Κάθε Σαντορινιός έχει το παρατσούκλι του.
Δεν ήταν μικρή, λοιπόν, εκείνη η παρέα της δεκαετίας του ’70 που είχε μαγευτεί από την καλντέρα και το ηφαίστειο και που την έβγαζε με αβγά, πατάτες και ντοματοκεφτέδες από τα χέρια της Μαρουλίας που διατηρούσε το ξενοδοχείο «Lauda» στην Οία, το θερινό καταφύγιο της οικογένειας Χατζηγιαννάκη. Ακόμα θυμάται εκείνο το μικρό παραθυράκι με την απίστευτη θέα στο χαμηλοτάβανο δώμα που ξάπλωνε ο νέος τότε Γιώργος, αφήνοντας το μεγαλύτερο κρεβάτι για την Έβελυν και τη μικρή Ζωή. Όπως δεν είναι λίγοι οι καρδιακοί του φίλοι, και κάποιοι από αυτούς καλοί συνεργάτες, σχεδόν συγγενείς, που συναντούμε στις βόλτες που κάνουμε παρέα στο νησί.
Διαβάστε περισσότερα στο travel.gr
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr