Νέα τάση: Όλη η Ελλάδα στο ντιβάνι του ψυχολόγου
Γιατί η επίσκεψη σε ψυχολόγο έχει μετατραπεί από ταμπού σε μία βασική ανάγκη της καθημερινότητας - Το 35% των Ελλήνων έχει απευθυνθεί σε ειδικό, πιο συχνά οι γυναίκες και η Generation Z - Κανείς δεν γνωρίζει τον αριθμό των θεραπευτών στην Ελλάδα
Το ντιβάνι του ψυχολόγου αποτελούσε για χρόνια ένα από τα ισχυρότερα ταμπού για την ελληνική κοινωνία, με τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο να υφίστανται στην κοινή μας συνείδηση σαν έννοιες ταυτισμένες με το «πρόβλημα» και την «τρέλα».
Χρειάστηκαν δεκαετίες για να φτάσουμε να θεωρούμε συλλογικά ότι όχι μόνο η ψυχική μας υγεία χρήζει σοβαρής και καθημερινής προσοχής, αλλά και ότι το δωμάτιο του ψυχολόγου δεν μεταφράζεται μόνο στην ύπαρξη ενός σοβαρού ψυχικού ζητήματος, αλλά και στην επιθυμία και δέσμευσή μας να γίνουμε οι καλύτεροι εαυτοί μας.
Η σημερινή εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Το ντιβάνι γίνεται πολυθρόνα και το στίγμα που περιβάλλει την ψυχική υγεία και τη θεραπεία μειώνεται σημαντικά. Θα έλεγε κανείς ότι η Ελλάδα βιάζεται πλέον να σταθεί απέναντι από τον ψυχολόγο, σαν να προσπαθεί να κερδίσει τα χαμένα χρόνια που δεν το έκανε. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, συγγενείς και γείτονές μας, αναζητούν τη βοήθεια ειδικών για να αντιμετωπίσουν τα άγχη και τις φοβίες τους, να βρουν απάντηση στα ερωτηματικά τους για τις σχέσεις τους, την καριέρα τους, τη ζωή τους. Χωρίς ταμπού και καμία ενοχή.
«Ο ψυχολόγος μου»
«Εσύ πόσα χρόνια κάνεις ψυχοθεραπεία;». Αυτή είναι μια συνηθισμένη πλέον ατάκα στις συζητήσεις μεταξύ φίλων, συναδέλφων, ακόμα και οικογενειών. Προμηνύει ότι όχι μόνο ο συνομιλητής μας επισκέπτεται ήδη έναν ψυχολόγο, αλλά και ότι η ψυχοθεραπεία είναι ένα από τα βασικότερα και πιο απαραίτητα κομμάτια της καθημερινότητάς του. Τόσο συνηθισμένη όσο ο πρωινός του καφές.
Στη συνέχεια ακολουθούν ερωτήσεις όπως: «Πόσο κοστίζει η συνεδρία;», «Κάνεις ψυχανάλυση ή κάποια άλλη θεραπεία;», «Πώς λένε τον ψυχολόγο σου;» και «Μήπως είδες τι είπε ο Gabor Mate ή ο Jordan Peterson για τα παιδικά τραύματα;». Ολες έτοιμες να απαντηθούν με ακρίβεια και μεγάλη ταχύτητα, γεγονός που υποδηλώνει ξεκάθαρα τη μετάλλαξη της έννοιας του ψυχολόγου από ταμπού σε μια ανθρώπινη, βασική ανάγκη.
Κάπως έτσι το κοινωνικό τοπίο αναδιαμορφώνεται, οι άνθρωποι συζητάμε μεταξύ μας καθημερινά για τις κοινές μας εμπειρίες στην πολυθρόνα του ψυχολόγου και η φράση «Είμαι κεφάτη γυρίζω απ’ τον Βερόπουλο» μετατρέπεται στο «Είμαι κεφάτος γυρίζω απ’ τον ψυχολόγο».
Είτε πρόκειται για τη συμβουλευτική ζευγαριών, την αντιμετώπιση τραυματικών εμπειριών ή τη διαχείριση του άγχους, φαίνεται ότι πολλοί πλέον έχουμε τον αριθμό του ψυχοθεραπευτή μας περασμένο στην ταχεία κλήση. Ποιο είναι όμως το έναυσμα γι’ αυτή την «αναγέννηση» του ψυχοθεραπευτικού τοπίου και την άνεση με την οποία οι άνθρωποι μιλάνε για το επόμενο ραντεβού τους στον ψυχολόγο σαν να συζητάνε για το τι πρόκειται να μαγειρέψουν το μεσημέρι;
Η ψυχολόγος και αναλύτρια συμπεριφοράς, Εύη Νεοφώτιστου, αποδίδει μεγάλο μέρος αυτής της αλλαγής στη δημόσια συζήτηση που εκτυλίσσεται αυτή τη στιγμή μέσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
«Οι άνθρωποι αναζητούν ψυχολογική υποστήριξη ανοιχτά και δεν ντρέπονται πλέον να το εκφράσουν». «Τα social media μετατρέπονται σε μια ανοιχτή σε όλους πλατφόρμα για να μοιραστούμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, και να κάνουμε το ψυχοθεραπευτικό μας coming out. Σε αυτό συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό και τα χρόνια της πανδημίας, κατά τη διάρκεια των οποίων, αναδύθηκαν σε πολλούς ανθρώπους θέματα ψυχικής υγείας που τους οδήγησαν στη θεραπεία», συμπληρώνει η ίδια.
Το 2021 μάλιστα η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία ανέφερε αύξηση 30% στους πελάτες θεραπείας σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, γεγονός που απέδωσε στην καταιγίδα του άγχους που προκλήθηκε από την πανδημία, αλλά και τη συλλογική συνειδητοποίηση ότι το να κλείνεις τα συναισθήματά σου μέσα σου δεν ωφελεί τελικά και τόσο πολύ.
Πόσοι πηγαίνουν
Οπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, οι αριθμοί που πιστοποιούν αυτή την τάση στη χώρα μας είναι δύσκολα ανιχνεύσιμοι. H κυριότερη δυσκολία ωστόσο στο να δώσει κανείς απάντηση στο ερώτημα «Πόσοι Ελληνες σήμερα πάνε στον ψυχολόγο;» δεν έχει να κάνει με έλλειψη ενδιαφέροντος των εταιρειών έρευνας, όσο με την απουσία καταγραφής όσων ασκούν το επάγγελμα αυτό σήμερα. Πόσοι ψυχολόγοι υπάρχουν λοιπόν στην Ελλάδα;
Ο Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων, που ιδρύθηκε το 1963 και αποτελεί τον μεγαλύτερο και παλαιότερο από τους επαγγελματικούς-επιστημονικούς φορείς αυτού του κλάδου στην Ελλάδα, αριθμεί περίπου 3.000 μέλη. Ο ίδιος όμως διευκρινίζει ότι δεν είναι απαραίτητο κάποιος που ασκεί το επάγγελμα του ψυχολόγου να εγγραφεί στον σύλλογο. Επιπλέον, η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία (ΕΛΨΕ), που υφίσταται από το 1990, αριθμεί περίπου 800 μέλη με διδακτορικό δίπλωμα ή υποψήφιους διδάκτορες.
Η εκτίμηση όλων όσοι ασχολούνται με τον κλάδο είναι ότι σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν τουλάχιστον 10.000 πρόσωπα -αναφερόμαστε σε ψυχολόγους αποκλειστικά και όχι ψυχιάτρους, ψυχοθεραπευτές, life coaches κ.τ.λ.- που προσφέρουν υπηρεσίες ψυχολόγου. Με διαφορετικό παρελθόν, διαφορετικές σπουδές, διαφορετικούς τρόπους διείσδυσης στους δυνητικούς πελάτες και, φυσικά, διαφορετική αποζημίωση ανά συνεδρία ή συγκεκριμένο αριθμό συνεδριών.
Επανερχόμενοι όμως στο βασικό μας ερώτημα αντιλαμβανόμαστε ότι για να υπάρχουν τόσο μεγάλα νούμερα επαγγελματιών ψυχικής υγείας, θα υπάρχουν αντίστοιχα και υψηλά ποσοστά εν δυνάμει θεραπευόμενων. Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία, έρευνα έχει δείξει ότι τα 2/3 όσων ρωτήθηκαν παραδέχτηκαν ότι έχουν άγχος λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον και το 41% από αυτούς κατέφυγε σε ψυχολόγο για να το αντιμετωπίσει. Η αναγωγή μας δίνει ένα ποσοστό 25% στον γενικό πληθυσμό, το οποίο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ειδικών του κλάδου, έχει πια ανέλθει σε επίπεδα που ξεπερνούν το 35% - αναφερόμαστε σε πρόσωπα που έχουν ζητήσει τη βοήθεια ψυχολόγου τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους ανεξαρτήτως διάρκειας συνεδριών.
Τα ποσοστά εκτοξεύονται ακόμα περισσότερο αν η έρευνα επικεντρωθεί στις γυναίκες ή στις μικρότερες ηλικίες. Σύμφωνα με απολύτως μετρήσιμα στοιχεία του 2019 από το νοσοκομείο Μυτιλήνης, οι γυναίκες που ζήτησαν ψυχολογική βοήθεια ήταν 260 έναντι 95 ανδρών. Οι γυναίκες μεταξύ 35 και 50 ετών αναζητούν περισσότερο τη θεραπεία από ό,τι οι άνδρες. Το ίδιο ισχύει και για τους νέους που ανήκουν στην Generation Z (με έτη γέννησης από το 1997 ως το 2012), οι οποίοι αποτελούν μια γενιά πιο ανοιχτή στη συζήτηση γύρω από την ψυχική υγεία και την αναγκαία υποστήριξη.
Τι συζητάμε
Στη θεραπεία οι άνθρωποι μιλούν για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όλα ανάλογα με τις ατομικές ανάγκες, τους στόχους ψυχικής υγείας και τις εμπειρίες ζωής. Το άγχος βέβαια αποτελεί έναν από τους συνηθέστερους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι αναζητούν θεραπεία. Το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας αναφέρει ότι σχεδόν ένας στους πέντε ενήλικες στις ΗΠΑ πάσχει από αγχώδη διαταραχή και πολλοί άνθρωποι πηγαίνουν σε θεραπεία για να μάθουν να διαχειρίζονται καθημερινούς στρεσογόνους παράγοντες που επιδεινώνουν τα συμπτώματα άγχους. Οι θεραπευτές συχνά συνεργάζονται με τους πελάτες για να αναπτύξουν στρατηγικές αντιμετώπισης και να διαχειριστούν τις αντιδράσεις του στρες μέσω τεκμηριωμένων μεθόδων, όπως η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία (CBT), η οποία έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική για τη μείωση των συμπτωμάτων.
Στην Ελλάδα το άγχος καλά κρατεί, με το μεγαλύτερο ποσοστό των θεραπευόμενων να βιώνει έντονες κρίσεις πανικού και φοβίες. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλοι ψυχοπιεστικοί παράγοντες που οδηγούν τον Ελληνα στον ψυχολόγο, όπως προβλήματα σχέσεων, ερωτικών και φιλικών, αλλά και εργασιακό στρες (burn out), καταστάσεις που συναντάμε όλο και πιο συχνά σε σχέση με το παρελθόν.
Η θεραπεία του τραύματος έχει επίσης κερδίσει περισσότερη προσοχή με την πάροδο των ετών, καθώς ο τομέας της ψυχικής υγείας αναγνωρίζει όλο και περισσότερο τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των τραυματικών εμπειριών. Σε παγκόσμιο επίπεδο, εκατομμύρια άνθρωποι αναζητούν θεραπεία για να επεξεργαστούν το ψυχικό τραύμα, ενώ σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) περίπου το 3,6% του παγκόσμιου πληθυσμού, ή περίπου 280 εκατομμύρια άνθρωποι, πάσχουν από μετατραυματικό σοκ ανά πάσα στιγμή.
Τεκμηριωμένες προσεγγίσεις όπως η Απευαισθητοποίηση και Επανεπεξεργασία της Κίνησης των Ματιών (EMDR) και η CBT με επίκεντρο το τραύμα είναι δημοφιλείς μέθοδοι για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να επεξεργαστούν αυτές τις αρνητικές αναμνήσεις και τις επιπτώσεις τους. Η ίδια έρευνα του ΠΟΥ δείχνει επίσης ότι σημαντικό μέρος των ενηλίκων που αναζητούν ανάλογες θεραπείες -περίπου 20% με 25%- είναι επιζώντες παιδικής κακοποίησης.
«Θέλω να γίνω ψυχολόγος»
«Οταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω ψυχολόγος». Πόσα παιδιά θα μπορούσαν να πουν αυτή τη φράση πριν από 20 χρόνια; Η ζήτηση φοίτησης στα τμήματα Ψυχολογίας των ελληνικών κρατικών ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι αλματώδης. Χαρακτηριστικά, το 2009 οι υποψήφιοι φοιτητές απ’ όλη την Ελλάδα που συμμετείχαν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις και επέλεξαν το τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ ως πρώτη επιλογή στα μηχανογραφικά τους ήταν μόλις 155. Το 2020 ο αριθμός αυτός είχε εκτοξευτεί στους 1.535, δηλαδή είχε αυξηθεί κατά 1.000%! Από το 2015 και μετά οι υποψήφιοι που επιλέγουν αυτό το τμήμα ως πρώτη επιλογή είναι πάνω από 1.000, με μοναδική εξαίρεση το 2022 (941). Το 2024 ανήλθαν στους 1.032.
Για τις πανεπιστημιακές τους σπουδές, οι μαθητές της Γ' Λυκείου μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα στα επτά Τμήματα Ψυχολογίας τα οποία εντάσσονται αποκλειστικά στο 1ο Επιστημονικό Πεδίο. Συγκεκριμένα, τα τμήματα αυτά λειτουργούν στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο (ΕΚΠΑ), στο Πάντειο, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (ΑΠΘ), στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ρέθυμνο, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας στη Φλώρινα. Το καλοκαίρι του 2024 δέχτηκε για πρώτη φορά φοιτητές και το τμήμα Ψυχολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, το οποίο λειτουργεί στο Διδυμότειχο. Φυσικά υπάρχει και το τμήμα Ψυχολογίας της Στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών Σωμάτων (ΣΣΑΣ).
Οπως είναι φυσικό, οι βάσεις εισαγωγής σε αυτά τα τμήματα έχουν πάρει για τα καλά την ανηφόρα τα τελευταία χρόνια. Για την ακρίβεια, τα μόρια που χρειάζεται κάποιος υποψήφιος για να εισαχθεί στα τμήματα παρουσιάζουν αξιοθαύμαστη σταθερότητα, που παρατηρείται συχνά σε σχολές του 1ου Επιστημονικού Πεδίου, αλλά και δείχνει την προτίμηση όλο και περισσότερων προς αυτό.
Τα συγκριτικά στοιχεία των μορίων εισαγωγής πριν από 20 χρόνια στα τμήματα Ψυχολογίας δείχνουν, επίσης, ανάγλυφα τη διαφορά στη ζήτηση. Για να εισαχθεί κάποιος σε τμήμα Ψυχολογίας αρκούσαν βαθμοί από μέτριοι ως καλοί σε μέσο όρο. Οι βάσεις εισαγωγής που καταγράφηκαν αυτό το καλοκαίρι δεν είναι οι υψηλότερες που έχουν παρατηρηθεί.
Η δουλειά του θεραπευτή
Η δουλειά του ψυχολόγου ωστόσο δεν είναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται. Ενα παράδειγμα: κάθε ψυχολόγος πρέπει να έχει έναν «επόπτη» ψυχολόγο, επίσης, επαγγελματία με μεγαλύτερη εμπειρία και γνώση, τον οποίο ο ψυχολόγος μπορεί να συμβουλεύεται για τον χειρισμό των περιστατικών που βλέπει, αλλά να ζητάει και ο ίδιος υποστήριξη.
Οι αμοιβές των «εποπτών», επειδή είναι πρόσωπα μεγάλου κύρους και αποδοχής στον συγκεκριμένο κλάδο, μπορεί να είναι πολύ μεγάλες ακόμα και για ραντεβού «ενημέρωσης» που δεν ξεπερνούν τη μία ώρα εβδομαδιαίως. Παραμένει άγνωστο, όμως, πόσοι από αυτούς που δηλώνουν ψυχολόγοι στην Ελλάδα έχουν όντως «επόπτη» και αν προτιμούν να ενσωματώσουν την αμοιβή του επόπτη στη δική τους, κάτι που θα αύξανε κατά πολύ το κόστος της συνεδρίας.
Πολλοί ψυχολόγοι, επίσης, ξεπερνούν το (ηθικά υποχρεωτικό) ζήτημα του συμβολαίου, που σε ορισμένες κατευθύνσεις είναι υποχρεωτικό να υπογράψουν με κάθε πελάτη τους. Μιας συμφωνίας δηλαδή που θα δέσμευε και τις δύο πλευρές κατ’ αρχάς για την αδιάλειπτη παρουσία στις συνεδρίες, αλλά και θα εξασφάλιζε το απόρρητο των συνεδριών, άρα και την εχεμύθεια του ψυχολόγου έναντι του πελάτη. Ο όρος «συμβόλαιο» είναι κάτι που φοβίζει, λένε οι ψυχολόγοι, γι’ αυτό μόνο μία μικρή μειοψηφία από αυτούς επιλέγει να το αναφέρει (και να το εφαρμόσει) πριν ξεκινήσει τις συνεδρίες.
Η αμοιβή του ψυχολόγου για τις υπηρεσίες του είναι ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο, το οποίο έχει φυσικά σχέση και με τις σπουδές του, με το πόσο καλός είναι στη δουλειά του, ακόμα και με το πόση διαφημιστική προβολή επιδιώκει και απολαμβάνει (όπως και κάθε επαγγελματίας), αλλά φυσικά και με το πόσο είναι διατεθειμένος να τηρήσει τα αυστηρά πρωτόκολλα της εργασίας του. Ετσι, λοιπόν, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε καν ένας αποδεκτός μέσος όρος αμοιβής για τους ψυχολόγους σήμερα. Υπάρχουν πρόσωπα που ζητούν παραπάνω από 150 ευρώ για μια ωριαία συνεδρία και άλλοι που είναι πρόθυμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για 30-40 ευρώ την ώρα. Οι αποκλίσεις είναι μεγάλες, και ακριβώς η έλλειψη καταγραφής και ενιαίας οπτικής του κλάδου καθιστά σχεδόν απίθανη την ομαδοποίησή τους στο άμεσο μέλλον.
Το μέλλον στην πολυθρόνα
Καθώς οι εφαρμογές ψυχοθεραπείας πολλαπλασιάζονται και η ποπ ψυχολογία γεμίζει τις ροές των social media μας, το μέλλον υπόσχεται μια εποχή όπου το να μιλάμε για το «παιδί μέσα μας» στο τραπέζι του οικογενειακού δείπνου θα είναι τόσο φυσιολογικό όσο το να σκρολάρουμε στο τηλέφωνό μας εν μέσω μιας συζήτησης.
Καθώς οι ψυχολόγοι εντάσσονται στην καθημερινή μας ζωή, ο κάποτε κρυμμένος κόσμος της ψυχικής υγείας είναι πλέον ανοιχτός, εορτάζεται και ενσωματώνεται ευρέως στον πολιτισμό μας. Αυτή η κοινωνική αλλαγή έχει συμβάλει στην ομαλοποίηση των συζητήσεων για την ψυχική υγεία, φέρνοντας τη συναισθηματική ευημερία στο προσκήνιο ως κρίσιμη πτυχή μιας ισορροπημένης ζωής.
Λέγεται Art Therapy και είναι μία από τις πιο δημοφιλείς αναδυόμενες μορφές θεραπείας που βοηθούν ανθρώπους οι οποίοι αντιμετωπίζουν μια μεγάλη γκάμα προβλημάτων ψυχικής υγείας. Δεν χρειάζεται να είστε όντως ο Πικάσο για να συμμετάσχετε, καθώς ο στόχος δεν είναι να ζωγραφίσετε ένα αριστούργημα, αλλά να εκφράσετε τα συναισθήματά σας οπτικά όταν οι λέξεις δεν αρκούν.
Στην εικαστική θεραπεία οι άνθρωποι ενθαρρύνονται να αφήσουν τον καλλιτέχνη που κρύβουν μέσα τους να βγει στην επιφάνεια, χρησιμοποιώντας χρώματα, σχήματα και υφές για να εκφράσουν συναισθήματα και γεγονότα που μπορεί να είναι δύσκολο να εξωτερικευτούν διαφορετικά. Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας αυτής είναι μεγάλη, με έρευνες όπως εκείνη στο Journal of the National Cancer Institute να δείχνουν ότι τουλάχιστον το 70% των συμμετεχόντων σε προγράμματα art therapy παρουσιάζει σημαντική μείωση του άγχους, αυξημένη αυτοεκτίμηση και μείωση των συμπτωμάτων μετατραυματικού στρες.
Αν έχετε βάλει ποτέ Adele μετά από έναν χωρισμό και νιώσατε μια αδικαιολόγητη ανακούφιση ακούγοντας κάποιον άλλο να βιώνει τα ίδια αρνητικά συναισθήματα με εσάς, τότε εξασκηθήκατε εμμέσως σε μια πολύ βασική μορφή μουσικοθεραπείας.
Ωστόσο, η επίσημη διαδικασία της μουσικοθεραπείας πηγαίνει πολύ πιο βαθιά από αυτό. Περιλαμβάνει εκπαιδευμένους επαγγελματίες που βοηθούν τα άτομα να χρησιμοποιήσουν μουσικές εμπειρίες για να θεραπεύσουν τραύματα, να μειώσουν το στρες και να διαχειριστούν τον πόνο τους.
Οι θεραπευτές χρησιμοποιούν τη συγγραφή τραγουδιών, την ανάλυση στίχων, ακόμα και το παίξιμο οργάνων για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να επεξεργαστούν τα πολύπλοκα συναισθήματα. Η μέθοδος αυτή είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική για άτομα που αντιμετωπίζουν καταστάσεις όπως το μετατραυματικό σοκ, το Αλτσχάιμερ και διάφορες αναπτυξιακές δυσκολίες.
Σήμερα, στο ψυχόδραμα ο πρωταγωνιστής καλείται να είναι επί σκηνής ο εαυτός του με στόχο τη συνειδητοποίηση των προσωπικών του ρόλων που διαδραματίζει στην καθημερινή του ζωή. Στόχος είναι η κάθαρσις, δηλαδή η αυθεντική έκφραση των συναισθημάτων του. Σε ένα παρόμοιο πλαίσιο κινείται και η μέθοδος της δραματοθεραπείας. Σε μια τυπική συνεδρία, ένας δραματοθεραπευτής μπορεί να ζητήσει από τον θεραπευόμενο να υποδυθεί ένα συγκεκριμένο σενάριο από τη ζωή του - είτε πρόκειται για μια δύσκολη συζήτηση που απέφευγε είτε μια αλληλεπίδραση που τον έκανε να νιώθει άβολα. Τα άτομα μπορούν επίσης να συμμετάσχουν σε παιχνίδια ρόλων, αυτοσχεδιασμούς και ασκήσεις αφήγησης.
Το ψυχογράφημα των θεραπευόμενων
Την πόρτα του ψυχολόγου χτυπούν πολύ συχνότερα οι γυναίκες, απόρροια των πολλών ρόλων που καλούνται να υποδυθούν στη ζωή τους - σπανίως χωρίς συναισθηματικές επιπτώσεις. Το ποσοστό αυτό σήμερα εκτιμάται σε περίπου 65%, όταν την περασμένη δεκαετία ξεπερνούσε το 80%.
Το πιο συχνό ηλικιακό γκρουπ, πάντως, είναι γυναίκες ηλικίας 35 ως 50 ετών που αντιμετωπίζουν κρίσεις άγχους και πανικού, κατάθλιψη, διατροφικές διαταραχές, απώλεια σκοπού, σεξουαλικό ανηδονισμό, αλλά και προβλήματα στις σχέσεις τους. Οι ερωτικές σχέσεις και η αναζήτηση πυξίδας σε αυτές αποτελεί ίσως το πιο κοινό μοτίβο των θεραπευόμενων γυναικών, με τις περισσότερες παντρεμένες και μακροχρόνια δεσμευμένες που έρχονται στη θεραπεία να εκφράζουν ξεκάθαρα τη δυσαρέσκειά τους από τον γάμο ή τη σχέση τους. Ωστόσο και πολλές ελεύθερες γυναίκες προβληματίζονται έντονα λόγω του ότι αδυνατούν να βρουν μακροχρόνια σχέση, παρότι δεν πείθουν πάντοτε τους θεραπευτές τους ότι επιζητούν πραγματικά κάτι τέτοιο.
Στο σημείο αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι οι περισσότεροι άντρες που εργάζονται στη βιοπάλη συνήθως δεν πιστεύουν στην ψυχοθεραπεία και ως εκ τούτου η παρουσία τους στα γραφεία των ειδικών αναζητείται με το κιάλι. Αλλά και όταν αυτή καταγράφεται, οφείλεται ή στις παραινέσεις των συζύγων/συντρόφων τους ή αφορούν προβλήματα επιθετικότητας και δυσπροσαρμοστικότητας που εμφανίζουν τα παιδιά τους που βρίσκονται στην εφηβεία. Αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες φαίνεται να απορρίπτουν την ψυχοθεραπεία παρότι έχουν την οικονομική δυνατότητα, ενώ αντίθετα οδηγούν εκείνοι πολλές φορές τα στενά τους πρόσωπα στην πόρτα του ψυχοθεραπευτή αντί να πάνε οι ίδιοι.
Και αν στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και τα άλλα αστικά κέντρα η στροφή στον ψυχολόγο για βοήθεια είναι εύκολη λόγω των πολλών επιλογών που υπάρχουν, στην επαρχία ο φόβος στιγματισμού αποτρέπει τους ανθρώπους και τους οδηγεί να αναζητούν online ψυχοθεραπεία και να εξομολογούνται τα εσώψυχά τους σε κάποιον επαγγελματία που απέχει εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Κάτι εξαιρετικά βολικό για ένα επάγγελμα που ανθεί και βλέπει τις ανάγκες του πληθυσμού να μεγαλώνουν, ιδιαίτερα στο κομμάτι του μη τυπικού σεξουαλικού προσανατολισμού και της LGBQT κοινότητας, που περισσότερο εξωστρεφής από ποτέ αναζητά διακαώς ειδικευμένους ψυχολόγους πάνω στα εν λόγω θέματα.
O άκρατος εγωισμός των σύγχρονων γενεών, η ραγδαία υποχώρηση των ανθρωπιστικών αξιών και η επιδείνωση των οικονομικών σχέσεων απομακρύνουν όλο και περισσότερο τον άνθρωπο από τον εσωτερικό εαυτό του, οδηγώντας τον στον ψυχοθεραπευτή, στον ψυχολόγο ή τον ψυχίατρο, που αρκετές φορές υποφέρει από τα ίδια ακριβώς πράγματα.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Shutterstock
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr