Πώς αντιμετωπίζεται μια εξωμήτρια κύηση;

Κύριοι παράγοντες κινδύνου μιας κύησης που βρίσκεται έξω από το ενδομήτριο της μήτρας είναι η εξωσωματική γονιμοποίηση, η χρήση σπιράλ για αντισύλληψη, οι παθολογικές σάλπιγγες και η προηγούμενη εξωμήτρια κύηση

Αρκετά σπάνιες είναι οι περιπτώσεις των εξωμήτριων κυήσεων, καθώς σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία δεν ξεπερνούν το 2% όλων των κυήσεων. 

Κύριοι παράγοντες κινδύνου μιας κύησης που βρίσκεται έξω από το ενδομήτριο της μήτρας, δηλ. στις ωοθήκες, στην σάλπιγγα, ή και σε οποιοδήποτε σημείο της κοιλιάς, είναι η εξωσωματική γονιμοποίηση, η χρήση σπιράλ για αντισύλληψη, οι παθολογικές σάλπιγγες και η προηγούμενη εξωμήτρια κύηση.

Η πιθανότητα μιας εξωμήτριας κύησης ελέγχεται στην αρχή της εγκυμοσύνης υπερηχογραφικά. Ειδικότερα, όπως εξηγεί ο μαιευτήρας χειρουργός γυναικολόγος Χάρης Χηνιάδης «Εκτός από την μήτρα, ελέγχονται οι ωοθήκες και αν είναι δυνατόν και οι σάλπιγγες. Εκτός από το υπερηχογράφημα είναι δυνατόν να ελέγξουμε την πιθανότητα εξωμήτριας κύησης πιο νωρίς στην εγκυμοσύνη με βάση την αύξηση της χοριακής γοναδοτροπίνης στο αίμα. Παρόλα αυτά δεν κάνουμε συχνά χοριακή γοναδοτροπίνη γιατί όταν πραγματοποιούμε το πρώτο υπερηχογράφημα της εγκυμοσύνης ο σάκος της κύησης είναι ήδη στη μήτρα και είναι ιδιαίτερα εμφανής».

Εκτός από την εξωμήτρια κύηση υπάρχει και η πιθανότητα της λεγόμενης ετερότοπης κύησής. Αυτή αφορά στην περίπτωση όπου υπάρχουν δύο εγκυμοσύνες: η μια μέσα στη μήτρα και η δεύτερη εκτός αυτής. Η πιθανότητα μια γυναίκα να έχει ετερότοπη κύηση είναι περίπου 1:15.000. Από τη στιγμή που θα διαγνωστεί η εξωμήτρια κύηση είναι πιθανό να υποστρέψει από μόνη της και να υποχωρήσει η χοριακή γοναδοτροπίνη, χωρίς να χρειαστεί περαιτέρω παρέμβαση. Στις περιπτώσεις όμως που η διάγνωση καθυστερήσει, ενδεχομένως να απαιτηθεί η υποβολή της εγκύου σε φαρμακευτική ή χειρουργική θεραπεία. 

Η φαρμακευτική αντιμετώπιση γίνεται μόνο στην περίπτωση που δεν υπάρχει αιμορραγία, ή προχωρημένη κύηση με καρδιακή λειτουργία. Γίνεται με χορήγηση φαρμάκων που χρησιμοποιούνται και στη χημειοθεραπεία και έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή του ιστού της εγκυμοσύνης. 

Η χειρουργική αντιμετώπιση κατά τεκμήριο γίνεται λαπαροσκοπικά και αφορά συνήθως στην αφαίρεση της σάλπιγγας η οποία φέρει την εξωμήτρια κύηση, ή στην εύρεση της εξωμήτριας κύησης σε όποιο σημείο της κοιλιάς είναι αυτή, και στην αφαίρεσή της. Σύμφωνα με τον κ. Χηνιάδη, είναι προτιμότερο να αφαιρείται η σάλπιγγα σε περίπτωση εξωμήτριας κύησης που βρίσκεται εκεί, παρά να διενεργείται η λεγόμενη σαλπιγγοτομή και να αφαιρείται μόνο ο σάκος της κύησης αφήνοντας την σάλπιγγα στη θέση της, γιατί αυτό αυξάνει πάρα πολύ τις πιθανότητες να προκύψει πάλι εξωμήτρια κύηση στο ίδιο σημείο.

Μετά τη θεραπεία της εξωμήτριας κύησης η γυναίκα έχει σημαντικά αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσει πάλι εξωμήτρια κύηση (8%) και πρέπει να είναι πολύ προσεκτική την επόμενη φορά που θα μείνει έγκυος.

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr