Νέα θεραπευτικά δεδομένα για τους ασθενείς με διαβήτη και χοληστερίνη

Οι ασθενείς με υψηλή χοληστερόλη πρέπει να γνωρίζουν τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης τους και ανάλογα με τον συνολικό κίνδυνο που διατρέχουν, να λαμβάνουν εξατομικευμένες συστάσεις από το γιατρό τους 

Νέα δεδομένα για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των ασθενών που διατρέχουν υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο, πάσχοντες και από σακχαρώδη διαβήτη και από δυσλιπιδαιμία (κοινώς αυξημένη χοληστερίνη) παρουσιάστηκαν από διεθνούς εμβέλειας επιστήμονες σε περισσότερους από 400 Έλληνες επαγγελματίες υγείας, στο πλαίσιο της  επιστημονικής εκδήλωσης «CardioMetabolic Summit», που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα.
 
Η επιστημονική αυτή εκδήλωση επικεντρώθηκε στον ασθενή με καρδιομεταβολικά νοσήματα και συγκεκριμένα στον ασθενή με διαβήτη και δυσλιπιδαιμία διότι οι δύο αυτές παθήσεις αποτελούν τις βασικές αιτίες εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων, όπως είναι το έμφραγμα του μυοκαρδίου και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
 
Επιδημιολογικά στοιχεία: διαβήτης - δυσλιπιδαιμία
 
Η αντιμετώπιση του διαβήτη αποτελεί παγκόσμια πρόκληση, καθώς αποτελεί μάστιγα της εποχής μας και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο σύγχρονο τρόπο ζωής. Ενδεικτικό είναι ότι 8.3% του παγκόσμιου πληθυσμού, που αντιστοιχεί σε 387 εκατομμύρια ανθρώπους, πάσχει σήμερα από σακχαρώδη διαβήτη, ενώ σε λιγότερο από 15 χρόνια ο αριθμός αυτός υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί εκρηκτικά, φθάνοντας τα 592 εκατομμύρια. Στην Ελλάδα τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 και 2 ανέρχονται σήμερα σε περίπου 585.000, δηλαδή ποσοστό περίπου 7% του γενικού πληθυσμού, ενώ είναι σημαντικό και το ποσοστό που πάσχει και δεν έχει διαγνωστεί.
 
Από την άλλη μεριά, η δυσλιπιδαιμία παρουσιάζεται με εξίσου υψηλά επίπεδα εμφάνισης, καθώς υπολογίζεται ότι το 33% του πληθυσμού στην Ελλάδα πάσχουν από υπερχοληστερολαιμία και το 10% από μικτή υπερλιπιδαιμία, δηλαδή διαταραχές σε LDL-χοληστερόλη και τριγλυκερίδια. Η υπερχοληστερολαιμία είναι σιωπηλή νόσος. Δεν υπάρχουν συμπτώματα μέχρι να εκδηλωθούν επιπλοκές, και μπορεί να οδηγήσει σε καρδιαγγειακά νοσήματα κυρίως με τη μορφή εμφράγματος μυοκαρδίου και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Το πρόβλημα από επιδημιολογικής άποψης είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Ενδεικτικά, στη χώρα μας αναφέρονται περίπου 20.000 εμφράγματα και 35.000 εγκεφαλικά επεισόδια ανά έτος, αποτελώντας έτσι την αιτία για δύο από τις κυριότερες αιτίες θανάτου.
 
Αναγκαία η ολιστική προσέγγιση των ασθενών
 
«Η θεραπευτική προσέγγιση θα πρέπει να εξατομικεύεται σε κάθε ασθενή» τόνισε ο διευθυντής του Διαβητολογικού Κέντρου στο Τζάνειο κ. Ανδρέας Μελιδώνης, δίνοντας έμφαση στα  οφέλη της έγκαιρης εντατικής ρύθμισης και την πολυπαραγοντική παρέμβαση, με στόχο την πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών επεισοδίων.
 
Ο διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής, Ευρωκλινικής Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λιπιδιολογίας, Αθηροσκλήρωσης και Αγγειακής Νόσου κ. Δημήτρης Ρίχτερ τόνισε πως οι ασθενείς με υψηλή χοληστερόλη πρέπει να γνωρίζουν τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης τους και ανάλογα με τον συνολικό κίνδυνο που διατρέχουν, να λαμβάνουν εξατομικευμένες συστάσεις από το γιατρό τους για το τι πρέπει να κάνουν προκειμένου να τη μειώσουν. Η αλλαγή του τρόπου ζωής, η βελτίωση των διατροφικών συνηθειών, η απώλεια βάρους και η σωματική άσκηση βοηθούν.
 
20 χρόνια έρευνας για την LDL χοληστερόλη
 
Ο D. Mikhailidis, διευθυντής Κλινικής Βιοχημείας στο Νοσοκομείο Royal Free του Λονδίνου μαζί με την N. Κατσίκη, Επιστημονική Συνεργάτη της Β΄ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής του ΑΠΘ, περιέγραψαν το 20ετές ταξίδι της LDL χοληστερόλης, ξεκινώντας από μελέτες που υπήρξαν «ακρογωνιαίοι λίθοι» για την θεραπευτική προσέγγιση της δυσλιπιδαιμίας, όπως οι μελέτες 4S και HPS. Παρουσίασαν επίσης και πιο πρόσφατα δεδομένα, όπως η 20ετής ανάλυση της μελέτης WOSCOPS για να δείξουν την κλινική αξία της ελάττωσης της LDL χοληστερόλης. Η τελευταία αποτελεί τη μόνη λιπιδαιμική παράμετρο που αποδεδειγμένα σχετίζεται με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και γι’ αυτό αποτελεί το βασικό θεραπευτικό στόχο για τους ασθενείς με υψηλή χοληστερόλη όπως συστήνεται στις θεραπευτικές οδηγίες.
 
Φλέγοντα θέματα στην αθηροσκλήρωση και η κλινική εφαρμογή τους
 
Από την LDL χοληστερόλη ξεκίνησε την ομιλία του και ο U. Laufs, Καθηγητής Κλινικής και Ερευνητικής της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Saarland της Γερμανίας, ο οποίος τόνισε πως, «με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν συνολικά πλέον στη βιβλιογραφία, δεν μιλάμε με υποθέσεις για τη σημασία της χαμηλής LDL, αλλά με δεδομένα». Παρά ταύτα, οι ασθενείς δεν πετυχαίνουν τα χαμηλά επίπεδα της κακής χοληστερόλης που συνιστώνται, σύμφωνα με τα νεότερα επιδημιολογικά στοιχεία από την Ευρώπη και την Ελλάδα, που παρουσίασε ο A. Gitt, Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου για Εμφράγματα του Μυοκαρδίου του Καρδιολογικού Κέντρου Ludwigshafen της Γερμανίας.
 
Το γεγονός αυτό δυνητικά αυξάνει τον κίνδυνο οι ασθενείς να εκδηλώσουν καρδιαγγειακά συμβάντα όπως έμφραγμα του μυοκαρδίου και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο όπως ανέφερε ο P. Toth, Αναπληρωτής Καθηγητής του Johns Hopkins της Αμερικής. Ο ίδιος παρουσίασε και πρόσφατες γενετικές μελέτες που απέδειξαν πως άτομα τα οποία σε όλη τους τη ζωή είχαν χαμηλά επίπεδα LDL χοληστερόλης είχαν ιδιαίτερο κλινικό όφελος. 
 
Αυτό το όφελος τονίστηκε και με βάση τα πρόσφατα δεδομένα της μελέτης IMPROVE-IT τα οποία παρουσιάστηκαν από τον G. De Ferrari, Διευθυντή του Κέντρου Κλινικής Καρδιαγγειακής Έρευνας της Pavia στην Ιταλία. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι ασθενείς που ελάττωσαν την LDL χοληστερόλη τους σε πολύ χαμηλά επίπεδα με τη χρήση θεραπείας συνδυασμού στατίνης με εζετιμίμπη, είχαν σημαντικό κλινικό όφελος, αφού ελαττώθηκαν τα εμφράγματα και τα εγκεφαλικά επεισόδια.
 
O F. Giorgino, Καθηγητής Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού του Πανεπιστήμιου του Μπάρι της Ιταλίας, αναφέρθηκε στη σημασία της αξιολόγησης των παραγόντων που παίζουν ρόλο στην ανταπόκριση των ασθενών στις αντι-διαβητικές θεραπείες.
 
Ο B. Gallwitz, Καθηγητής της Ιατρικής και Αναπληρωτής Διευθυντής στο Τμήμα Ιατρικής του IV Eberhard-Karls-University, Tuebinge της Γερμανίας, αναφέρθηκε στην παθοφυσιολογία του σακχαρώδη διαβήτη και στο σημαντικό ρόλο, τόσο του α όσο και του β κυττάρου στη γλυκαιμική ρύθμιση. Πιο συγκεκριμένα, τόνισε την κλινική αξία του συνδυασμού θεραπείας με αναστολείς DPP4 και ινσουλίνη και αναφέρθηκε σε νεότερα δεδομένα της σιταγλιπτίνης στο πεδίο αυτό.
 
O A. Consoli, Καθηγητής Ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο "G. d'Annunzio" της Ιατρικής Σχολής του Chieti στην Ιταλία, τόνισε την αξία της ύπαρξης δεδομένων από μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε πραγματικές συνθήκες (real world data), τα οποία μάλιστα παίζουν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στη λήψη αποφάσεων για τις αποζημιώσεις φαρμάκων. 
 
Ο H. Sourij, Καθηγητής στο Τμήμα Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Γκρατς στην Αυστρία τέλος, ανέλυσε τα υπάρχοντα δεδομένα καρδιαγγειακής ασφάλειας των αναστολέων DPP-4. Όπως τόνισε, υπάρχει μεγάλη προσμονή από την επιστημονική κοινότητα για τα αποτελέσματα της μελέτης TECOS (θα αξιολογήσει την καρδιαγγειακή ασφάλεια της σιταγλιπτίνης), καθώς πρόκειται για μελέτη με τη μεγαλύτερη διάμεση διάρκεια παρακολούθησης, η οποία αναμένεται να προσθέσει σημαντικές πληροφορίες στην υπάρχουσα επιστημονική γνώση για τον πιο διαδεδομένο εκπρόσωπο της κατηγορίας παγκοσμίως, τη σιταγλιπτίνη. Τα αποτελέσματα της μελέτης TECOS αναμένεται να ανακοινωθούν σύντομα.

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr