Συγκλονίζει η ιστορία της Μπεκχάλ Μαχμούντ: Έγινε μία άλλη για ένα έγκλημα τιμής…
10.10.2020
17:13
Πριν από 15 χρόνια ο πατέρας και ο θείος της δολοφόνησαν την αδελφή της - Τι ακολούθησε μετά...
Κάθε φορά που κάποιος ρωτά την 36χρονη Μπεκχάλ Μαχμούντ από πού είναι, εκείνη απαντά οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια. «Λέω ότι είμαι Ιταλίδα ή ότι οι γονείς μου είναι Πολωνοί – οτιδήποτε… Δεν μπορώ να πω τίποτα για το παρελθόν μου, γιατί αν κάποιος ήξερε ποιά πραγματικά ήμουν, η ζωή μου θα κινδύνευε. Έτσι, αν ακούσω κάποιον να μιλά τη μητρική μου γλώσσα, γυρίζω την πλάτη και απομακρύνομαι. Αν βρίσκομαι σε ένα σούπερ μάρκετ, παρατάω τα ψώνια μου και φεύγω. Αν βρίσκομαι σε μέσα μαζικής μεταφοράς, κατεβαίνω. Αν δω άλλους Ιρακινούς Κούρδους σε ένα καφέ, εξαφανίζομαι. Τρέμω μήπως κάποιος με ρωτήσει: "Πώς τη λένε τη μαμά σου; Τον μπαμπά σου; Από ποια περιοχή είσαι;"»…
«Η ζωή μου θα είναι πάντα σε κίνδυνο»
Η Μπεκχάλ ζει σε καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα για περισσότερα από 13 χρόνια - από τότε που ο πατέρας και ο θείος της καταδικάστηκαν για τη «δολοφονία τιμής» της μικρότερης αδερφής της Μπανάζ σε ηλικία 20 ετών. Την περασμένη εβδομάδα, η νέα μίνι δραματική σειρά του ITV «Honour», η οποία είναι βασισμένη στην δική της αληθινή ιστορία την έκανε να θυμηθεί: τον σοκαριστικό φόνο της αδελφής της πριν μία δεκαπενταετία καθώς και την γενναία απόφασή της να καταθέσει αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος του πατέρα της τα οποία συνέβαλαν καθοριστικά στην απόδοση της δικαιοσύνης. «Ήταν πολύ οδυνηρό για μένα να το παρακολουθώ κι έκλαιγα με αναφιλητά. Η "ενσάρκωση" του εαυτού μου από την ηθοποιό Ριάν Μπαρέτο ήταν ανατριχιαστικά ακριβής... Ήταν σαν να ξαναζούσε ολόκληρη τη δοκιμασία για δεύτερη φορά».
Τον Ιανουάριο του 2006 η Μπανάζ, η οικογένεια της οποίας κατοικούσε στο Νότιο Λονδίνο, βασανίσθηκε, βιάσθηκε και στραγγαλίστηκε με σκοινί από κάποιους άνδρες με εντολή του πατέρα και του θείου της επειδή «ντρόπιασε» την οικογένειά της.
Μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, είχε καταφέρει να «δραπετεύσει» από έναν κανονισμένο από την οικογένειά της γάμο και ολοκληρώνοντας την «ατιμία» λόγους μήνες μετά όταν εξαιτίας του έρωτά της με έναν Ιρακινό της δικής της επιλογής. Το πτώμα της βρέθηκε από την αστυνομία σε μια βαλίτσα, θαμμένη δυο μέτρα κάτω από το αίθριο ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου στο Μπέρμιγχαμ, τρεις μήνες μετά τη δήλωση εξαφάνισής της που έκανε ο 29χρονος φίλος της Ραχμάτ Σουλεμανί στην Αστυνομία. Τον Ιούνιο του 2007, ο 58χρονος πατέρας της Μπαμπακίρ Μαχμούντ και ο 57χρονος θείος της Αρί Μαχμούντ κρίθηκαν ένοχοι για τη δολοφονία της Μπανάζ. Ένας τρίτος κατηγορούμενος, ο Μοχάμεντ Χάμα, 30 ετών, ομολόγησε την ενοχή του. Όλοι τους, καταδικάσθηκαν σε ισόβια κάθειρξη.
Η Μπεκχάλ -θεωρείται ότι είναι η πρώτη γυναίκα στα βρετανικά νομικά χρονικά που έδωσε στοιχεία εναντίον μελών της οικογένειάς της σε μια δίκη δολοφονίας για «λόγους τιμής» - διακινδύνευσε την προσωπική της ασφάλεια για να καταθέσει στο Δικαστήριο πώς έφυγε από το σπίτι σε ηλικία 16 ετών για να ξεφύγει από τους ξυλοδαρμούς του πατέρα της. Δίνοντας αποδεικτικά στοιχεία πίσω από μια οθόνη, αποκάλυψε πώς η ίδια είχε επιζήσει από μια απόπειρα κατά της ζωής της επειδή είχε επίσης «ντροπιάσει» την οικογένειά της αρνούμενη έναν κανονισμένο από τον πατέρα της γάμο.
«Η ζωή μου θα είναι πάντα σε κίνδυνο»
Η Μπεκχάλ ζει σε καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα για περισσότερα από 13 χρόνια - από τότε που ο πατέρας και ο θείος της καταδικάστηκαν για τη «δολοφονία τιμής» της μικρότερης αδερφής της Μπανάζ σε ηλικία 20 ετών. Την περασμένη εβδομάδα, η νέα μίνι δραματική σειρά του ITV «Honour», η οποία είναι βασισμένη στην δική της αληθινή ιστορία την έκανε να θυμηθεί: τον σοκαριστικό φόνο της αδελφής της πριν μία δεκαπενταετία καθώς και την γενναία απόφασή της να καταθέσει αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος του πατέρα της τα οποία συνέβαλαν καθοριστικά στην απόδοση της δικαιοσύνης. «Ήταν πολύ οδυνηρό για μένα να το παρακολουθώ κι έκλαιγα με αναφιλητά. Η "ενσάρκωση" του εαυτού μου από την ηθοποιό Ριάν Μπαρέτο ήταν ανατριχιαστικά ακριβής... Ήταν σαν να ξαναζούσε ολόκληρη τη δοκιμασία για δεύτερη φορά».
Τον Ιανουάριο του 2006 η Μπανάζ, η οικογένεια της οποίας κατοικούσε στο Νότιο Λονδίνο, βασανίσθηκε, βιάσθηκε και στραγγαλίστηκε με σκοινί από κάποιους άνδρες με εντολή του πατέρα και του θείου της επειδή «ντρόπιασε» την οικογένειά της.
Μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, είχε καταφέρει να «δραπετεύσει» από έναν κανονισμένο από την οικογένειά της γάμο και ολοκληρώνοντας την «ατιμία» λόγους μήνες μετά όταν εξαιτίας του έρωτά της με έναν Ιρακινό της δικής της επιλογής. Το πτώμα της βρέθηκε από την αστυνομία σε μια βαλίτσα, θαμμένη δυο μέτρα κάτω από το αίθριο ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου στο Μπέρμιγχαμ, τρεις μήνες μετά τη δήλωση εξαφάνισής της που έκανε ο 29χρονος φίλος της Ραχμάτ Σουλεμανί στην Αστυνομία. Τον Ιούνιο του 2007, ο 58χρονος πατέρας της Μπαμπακίρ Μαχμούντ και ο 57χρονος θείος της Αρί Μαχμούντ κρίθηκαν ένοχοι για τη δολοφονία της Μπανάζ. Ένας τρίτος κατηγορούμενος, ο Μοχάμεντ Χάμα, 30 ετών, ομολόγησε την ενοχή του. Όλοι τους, καταδικάσθηκαν σε ισόβια κάθειρξη.
Η Μπεκχάλ -θεωρείται ότι είναι η πρώτη γυναίκα στα βρετανικά νομικά χρονικά που έδωσε στοιχεία εναντίον μελών της οικογένειάς της σε μια δίκη δολοφονίας για «λόγους τιμής» - διακινδύνευσε την προσωπική της ασφάλεια για να καταθέσει στο Δικαστήριο πώς έφυγε από το σπίτι σε ηλικία 16 ετών για να ξεφύγει από τους ξυλοδαρμούς του πατέρα της. Δίνοντας αποδεικτικά στοιχεία πίσω από μια οθόνη, αποκάλυψε πώς η ίδια είχε επιζήσει από μια απόπειρα κατά της ζωής της επειδή είχε επίσης «ντροπιάσει» την οικογένειά της αρνούμενη έναν κανονισμένο από τον πατέρα της γάμο.
Η πρώτη φορά που Μπεκχάλ έδωσε τη μοναδική της συνέντευξη μετά τις καταδίκες ήταν πριν από 13 χρόνια στο αστυνομικό τμήμα του Λιούισαμ. Φορώντας ένα χιτζάμπ και μαύρο πέπλο για να προστατεύσει την ταυτότητά της, είπε: «Η ζωή μου θα είναι πάντα σε κίνδυνο. Υπάρχουν άνθρωποι στην κοινότητά μου που θέλουν να με δουν νεκρή και δεν θα ησυχάσουν έως ότου το πετύχουν». Σήμερα, η Μπεκχάλ - που ζει με νέα ταυτότητα - αποκαλύπτει πως η ζωή της εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο. Έχει απομακρυνθεί και αποξενωθεί εντελώς από την οικογένειά της και δεν τους έχει μιλήσει ποτέ μετά τη δολοφονία της Μπανάζ. Είναι τόσο μεγάλη η απειλή για την ασφάλειά της που δεν μπορεί να πει πουθενά εάν εργάζεται, αν είναι παντρεμένη ή αν έχει παιδιά: «Προσπαθώ να μην ζω κάθε λεπτό της ημέρας με φόβο και υπήρξαν στιγμές χαράς στη ζωή μου, αλλά τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Κοιτάζω πάντα πάνω από τον ώμο μου», λέει η Μπεκχάλ. «Μου λείπει πολύ η οικογένειά μου, αλλά το μόνο που έχω από την παλιά μου ζωή είναι μερικές φωτογραφίες της Μπανάζ κι ένα μαντήλι της μαμάς μου - μαύρο με λίγο ασημί- που δεν πλένω ποτέ. Κάθε τόσο το βγάζω από ένα συρτάρι και το μυρίζω για να μου τη θυμίζει. Δεν μπορώ να έχω καμία επαφή με την οικογένειά μου γιατί είναι πολύ επικίνδυνο, όχι μόνο για μένα αλλά και για αυτούς. Θα έθετα σε κίνδυνο τη μαμά και τις αδερφές μου αν εγώ, το ίδιο κορίτσι που “ντρόπιασα” την οικογένεια, επέστρεφα στη ζωή τους». Όσο για τα συναισθήματά της απέναντι στους δολοφόνους πατέρα και θείο της η Μπανάζ παραδέχεται: «Είμαι τρομοκρατημένη από το πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια και τρέμω την ημέρα που θα αποφυλακισθούν. Αν είχα την επιλογή, θα τους άφηνα άλλα 23 χρόνια στη φυλακή. Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι στην κοινότητά μου που εξακολουθούν να με θέλουν νεκρή επειδή πιστεύουν ότι η φήμη των Κούρδων έχει αμαυρωθεί λόγω τού τι συνέβη. Μερικές φορές φαντάζομαι να βλέπω τη μητέρα μου ξανά, να με αγκαλιάζει και να με φιλάει. Ωστόσο, δεν μπορώ ποτέ να ξεχάσω ότι στάθηκε δίπλα στον πατέρα μου υποστηρίζοντάς τον».
Έξι βασανισμένα παιδιά και μία «κουφή» αστυνομία
Η Μπεκχάλ ήταν 14 ετών και η Μπανάζ 12 όταν οι Ιρακινοί Κούρδοι γονείς τους έφτασαν στη Βρετανία με τα έξι παιδιά τους ως αιτούντες άσυλο, δραπετεύοντας από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Αρχικά, η νέα τους ζωή στο Μίτσαμ, στο νότιο Λονδίνο, φαινόταν ένα ασφαλές καταφύγιο σε σύγκριση με την κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα τους. Για πρώτη φορά, τα κορίτσια παρακολούθησαν σωστά το σχολείο, αλλά οι εντάσεις προέκυψαν καθώς η Μπεκχάλ - ποθώντας τις ελευθερίες των νέων Βρετανών φίλων της - βρέθηκε εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς. Η Μπεκχάλ θυμάται πώς ο αυστηρός πατέρας της την χτύπησε περισσότερες από 20 φορές επειδή έγινε, στα μάτια του, «πολύ δυτικοποιημένη». Την είχε χτυπήσει άλλες δυο φορές στο κεφάλι, τη μια διότι δεν φορούσε μαντίλα και την άλλη επειδή είχε ανοίξει το πάνω κουμπί του πουκάμισού της. Αφού τελείωσε το σχολείο, εργάστηκε με μερική απασχόληση σε ένα σούπερ μάρκετ και ο πατέρας της είχε αντιδράσει με οργή όταν κάποιος του μετέφερε ότι την είδε να περπατά προς το σπίτι συνοδευόμενη από έναν άνδρα συνάδελφό της. Η Μπεκχάλ θυμάται επίσης πώς ο πατέρας της την είχε κλειδώσει στο δωμάτιό της όταν αρνήθηκε έναν κανονισμένο γάμο με κάποιον ξάδελφό της στα 16 της χρόνια: «Δεν ήθελα να έχω αγόρι, ούτε να βγαίνω έξω τα βράδια, ούτε τίποτε παρόμοιο. Σεβόμουν τους γονείς μου. Ήθελα απλώς να μπορώ να έχω φίλους, να λέω τη γνώμη μου, μικροπράγματα, που τα κορίτσια στη Βρετανία θεωρούν δεδομένα».
Η Μπεκχάλ το έσκασε πολλές φορές από το σπίτι, έως ότου παρενέβησαν οι Κοινωνικές Υπηρεσίες και τοποθετήθηκε σε ανάδοχη οικογένεια. Σύμφωνα με την κατάθεσή της ο πατέρας της είχε διατάξει ακόμη και τον μοναδικό γιο του να τη σκοτώσει για να αποκαταστήσει την τιμή της οικογένειας! Επιβίωσε μόνο και μόνο επειδή ο αδερφός της έβαλε τα κλάματα, καθώς εκείνη ικέτευε για τη ζωή της.
Για να αποκαταστήσει τη φήμη της οικογένειας, μετά την «ντροπή» που είχε προκαλέσει η Μπεκχάλ, ο πατέρας της κανόνισε γρήγορα γάμους για τις δύο μικρότερες κόρες του, με έξι μήνες διαφορά. Σε ηλικία 17 ετών, η Μπανάζ παντρεύτηκε έναν υπάλληλο μπακάλικου στα Μίντλαντς, 11 χρόνια μεγαλύτερό της, που ο πατέρας της περιέγραφε ως «ο David Beckham των συζύγων» ! Μια άλλη αδερφή της ήταν μόλις 16 ετών όταν παντρεύτηκε έναν φαλακρό σερβιτόρο τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερό της: «Η Μπανάζ δεν ήταν το είδος του ατόμου που θα το έσκαγε από το σπίτι όπως είχα κάνει εγώ. Δεν ήθελε ποτέ να αναστατώσει κανέναν και θα έκανε ό, τι χρειαζόταν για να τους έχει όλους ευχαριστημένους», λέει η Μπεκχάλ και συνεχίζει. «Αλλά κανένα παιδί ηλικίας 16 ή 17 ετών δεν είναι έτοιμο για την ευθύνη του γάμου. Δεν θα έπρεπε να ανησυχεί για το πώς θα ικανοποιήσει έναν άντρα και πώς να είναι νοικοκυρά αλλά θα έπρεπε να μπορεί να κάνει όνειρα». Εκεί, στον τόπο κατοικίας του ζευγαριού η Μπανάζ πήγε για πρώτη φορά στην Αστυνομία, καταγγέλοντας πως ο σύζυγός της την είχε βιάσει επανειλημμένα. Όμως, όπως κατατέθηκε στο Δικαστήριο του Old Bailey (Ποινικό Δικαστήριο), δεν έγινε από την Αστυνομία η παραμικρή ενέργεια. Η Μπανάζ επέστρεψε στο σπίτι των γονιών της το 2005 για να ξεφύγει από την κακοποίηση, αλλά όταν συνάντησε τον Ραχμάτι Σουλεμανί σε μια οικογενειακή συγκέντρωση και αργότερα τον ερωτεύτηκε, η «ανυπακοή» της απειλούσε ξανά τη φήμη της οικογένειας.
Αυτό που αποδείχθηκε στη δίκη για τη δολοφονία της και προκάλεσε πραγματικά σοκ ήταν ότι η Μπανάζ είχε ζητήσει βοήθεια από την Αστυνομία σε τέσσερις ακόμη περιπτώσεις τους μήνες πριν από τον θάνατό της. Η μία από αυτές ήταν όταν κρυφάκουσε ένα τηλεφώνημα από τον θείο της προς τη μητέρα της, στο οποίο έλεγαν ότι υπήρχαν άνθρωποι έτοιμοι να τη σκοτώσουν. Μάλιστα, μια γυναίκα αξιωματικός την είχε διώξει από το Αστυνομικό Τμήμα, ότι τάχα έλεγε ψέματα διότι «αναζητούσε την προσοχή των άλλων» όταν κατήγγειλε πως γλίτωσε από μια απόπειρα κατά της ζωής της από τον πατέρα της την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2005 - λίγες μόλις εβδομάδες πριν την στραγγαλίσουν στο σπίτι της οικογένειας. Ο φίλος της Ραχμάτ, ο οποίος μπήκε επίσης στο σύστημα προστασίας μαρτύρων αφού έδωσε στοιχεία στη δίκη, αυτοκτόνησε δέκα χρόνια αργότερα.
Η Μπεκχάλ δεν θα ξεχάσει ποτέ το σοκ που ένιωσε βλέποντας την Αστυνομία να της χτυπά την πόρτα του σπιτιού της για να την ενημερώσει για την εξαφάνιση της Μπανάζ ούτε τα τρομαχτικά νέα για την ανακάλυψη του άψυχου σώματός της. «Έχω φοβερούς εφιάλτες από τότε και με τον καιρό χειροτερεύουν. Η δολοφονία της Μπανάζ είναι σαν μια πληγή που δε γιατρεύεται ποτέ. Είναι στο μυαλό μου κάθε μέρα. Δεν την ξεχνώ». Η Μπέκχαλ είναι ευγνώμων στην ντετέκτιβ Καρολάιν Γκούντ, στην οποία απονεμήθηκε το Μετάλλιο της Βασίλισσας για το έργο της στην προσαγωγή των δολοφόνων στη Δικαιοσύνη, αλλά πιστεύει ότι η Αστυνομία «απέτυχε οικτρά» στην υπόθεση της αδελφής της: «Η αδερφή μου πήγαινε στην Αστυνομία, λέγοντας: “Ο σύζυγός μου με βιάζει”. Τους έδωσε ονόματα, λέγοντας: “Αυτό το άτομο θέλει να με σκοτώσει και με απειλεί”. Η Μπανάζ πήγε στην Αστυνομία πολλές φορές αλλά ποτέ δεν υπήρξε οποιαδήποτε υποστήριξη ή διαβεβαίωση ότι θ΄ ασχοληθούν σοβαρά με την υπόθεσή της. Κανείς δεν της είπε: “Αν φύγεις από το σπίτι , εμείς μπορούμε να σε προστατεύσουμε, να σου δώσουμε ένα ασφαλές καταφύγιο”».
Το 2015, το Σώμα Επιθεωρητών της Αστυνομίας πραγματοποίησε την πρώτη του έρευνα σχετικά με την ανταπόκριση της Αστυνομίας σε εγκλήματα βίας με βάση την τιμή, τον αναγκαστικό γάμο και τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων και κατέληξε πως οι ιθύνοντες δεν έχουν επιδείξει τη δέουσα προσοχή απέναντι στα ζητήματα αυτά. Η Μπέκχαλ Μαχμουντ, που ζει τόσα χρόνια μια μυστική ζωή κρυμμένη στις σκιές και μακριά από την οικογένειά της ένα πράγμα έχει πλέον να πει. Κάποιοι, οφείλουν να το σκεφθούν σοβαρά: «Έχουν περάσει σχεδόν 15 χρόνια και δεν νομίζω ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα όσο θα μπορούσαν. Η Αστυνομία πρέπει να σκεφτεί: “Αν αυτή η γυναίκα ήταν η κόρη μου, θα την έδιωχνα χωρίς να τη βοηθήσω;” … Κανείς δεν μπορεί να φέρει την αδερφή μου πίσω, είναι αναντικατάστατη, αλλά δεν θέλω ο θάνατός της να είναι μάταιος. Τώρα φοβάμαι μόνο για το μέλλον και για όλα αυτά τα κορίτσια που βρίσκονται σε παρόμοια θέση».
Ειδήσεις σήμερα:
Ναγκόρνο Καραμπάχ: Συμφωνία για εκεχειρία από σήμερα το μεσημέρι ανακοίνωσε ο Λαβρόφ
Τραμπ: «Σταμάτησα να παίρνω φάρμακα» - Ανησυχεί ο Φάουτσι για τη «θεραπεία» του προέδρου
Οι πολιτικοί που «έβγαλαν γλώσσα» στον κορωνοϊό και ασθένησαν
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr