Αμερικανικές εκλογές 2020: Ο επίμονος «θείος Τζο» έριξε τον Τραμπ
09.11.2020
09:49
Έπρεπε να φτάσει στα 78 του, μετά από 50 χρόνια πολιτικής σταδιοδρομίας, ώστε να γίνει ο μεγαλύτερος σε ηλικία πρόεδρος που πέρασε ποτέ το κατώφλι του Λευκού Οίκου - Μια επιβράβευση, ίσως και δικαίωση, για έναν ανθεκτικό μαχητή, του οποίου η ζωή έχει σημαδευτεί από ανεξίτηλες ουλές, χαμένες και κερδισμένες μάχες, απώλειες και τραγωδίες
Απομένουν 73 ημέρες ως τις 20 Ιανουαρίου του 2021, όταν θα ορκιστεί στην Ουάσινγκτον ο 46ος εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ. Στα σχεδόν 50 χρόνια αξιοπρεπούς πολιτικής σταδιοδρομίας ονειρευόταν αυτή την ημέρα για περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Επρεπε να φτάσει στα 78 του ώστε να γίνει, εκτός απροόπτου, ο μεγαλύτερος σε ηλικία πρόεδρος που θα περάσει το κατώφλι του Λευκού Οίκου.
Μια επιβράβευση, ίσως και δικαίωση, για έναν ανθεκτικό μαχητή του οποίου η ζωή έχει σημαδευτεί από ανεξίτηλες ουλές και έχει ξεδιπλωθεί σαν ιστορία επιβίωσης. Πάνω απ’ όλα, όμως, με τη λαϊκή έγκριση, στην περίπτωσή του επικυρώνεται ότι η σοφία των γηρατειών και οι ρυτίδες της πείρας γίνονται, όταν χρειαστεί, απάνεμο λιμάνι για θύελλες και φουρτούνες. Με την ελπίδα ότι το αραξοβόλι θα μετατραπεί σε ορμητήριο ευημερίας.
Η διεύθυνση της λεωφόρου Πενσιλβάνια 1600 δεν του είναι άγνωστη. Εχει ξαναπεράσει από εκεί. Οκτώ χρόνια κάθισε στο γραφείο του στη Δυτική Πτέρυγα του Λευκού Οίκου. Ψηλός, ευθυτενής μέσα στο κλισέ επίσημο μπλε κοστούμι του, με τη μινιατούρα της σημαίας καρφιτσωμένη στο αριστερό πέτο δούλεψε σκληρά εκεί, σε ένα περιβάλλον διακοσμημένο με σκούρο ξύλο, βαριές κουρτίνες και χαλιά σε μπλε μαρέν απόχρωση κάτω από τα πορτρέτα των δυο πρώτων αντιπροέδρων του έθνους, του Τζον Ανταμς και τον Τόμας Τζέφερσον. Από το 2009 ως το 2017, υπηρετώντας για δύο συνεχόμενες θητείες ως αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας του εκείνα τα φεγγάρια. Δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο ο οικείος στο αμερικανικό κοινό ως «θείο Τζο», ο πέμπτος νεότερος γερουσιαστής των ΗΠΑ στην Ιστορία, με τη μεγαλύτερη θητεία στο σώμα, σωστά 36 χρόνια, στο Ντέλαγουερ.
Δείτε την πρώτη του ομιλία μετά την εκλογή του:
Είχε κέρδισε τον σεβασμό, ένα πανεθνικό «Respect», σαν να του το τραγουδούσε παραγγελιά η Αρίθα Φράνκλιν, ως ένας από τους κορυφαίους εμπειρογνώμονες εξωτερικής πολιτικής της Γερουσίας, υπηρετώντας ως πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων για αρκετά χρόνια. Του πιστώνεται ότι το μακρινό 1979 εξασφάλισε την έγκριση του σώματος για τις συμφωνίες περιορισμού του στρατηγικού οπλοστασίου μεταξύ των ΗΠΑ και της τότε της Σοβιετικής Ενωσης, μειώνοντας τον κίνδυνο παγκόσμιας πυρηνικής καταστροφής. Και βέβαια ως Νο 2 του Ομπάμα, αντί να στρώνει αραχτός επιδερμίδα στις ακρογιαλιές, όπως αρκετοί τεμπέληδες προκάτοχοί του στην αντιπροεδρία, απολάμβανε τη δουλειά του εκφράζοντας με ισχυρή φωνή την εξωτερική πολιτική του πρώτου μαύρου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πετούσε κάθε τόσο από χώρα σε χώρα με το Air Force Two, πάντα άψογος, προσεκτικός, τελετουργικά ευγενής με τη γνήσια γοητεία του πολύπειρου πολιτικού που προσφέρει δόσεις οξυγόνου στο αποπνικτικό δωμάτιο των διαπραγματεύσεων. Αυτός, ο γιος ενός πωλητή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και ο πρώτος σε πέντε γενιές της φαμίλιας του που πήγε πανεπιστήμιο, χάρισε στο πόστο του αντιπροέδρου ενέργεια, ρεαλισμό και αίσθηση επείγοντος. Λογικό για μια πολιτική φιγούρα διόλου τεχνοκρατική, με έντονο το πολιτικό ένστικτο και ριζωμένες δημοκρατικές πεποιθήσεις, που με την προοδευτική και ευαίσθητη στάση του απέναντι στα ατομικά δικαιώματα άφηνε έκπληκτο και τον ίδιο τον Ομπάμα. Ειδικότερα, όταν το 2012 πήρε ανοιχτά θέση υπέρ των γάμων των ομοφυλόφιλων, ζήτημα που ο Λευκός Οίκος χειριζόταν προσεκτικά, οι σύμβουλοι του προέδρου κόντεψαν να πάθουν αποπληξία. Αλλά αυτός είναι ο Τζο Μπάιντεν, ένας αγωνιστής υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Ο άνθρωπος που συνέταξε και ηγήθηκε της προσπάθειας για τη ψήφιση του νόμου κατά της βίας ενάντια στις γυναίκες, εδώ και περίπου 30 χρόνια. Πολύ πριν ο Μπέρνι Σάντερς αναδειχθεί σε μοναχικό ριζοσπαστικό προφήτη των Δημοκρατικών, ο τίμιος Τζο από το Ντέλαγουερ είχε ξεχωρίσει ως σημαντικό, καθιερωμένο και μεταρρυθμιστικό μέλος του νομοθετικού κλαμπ του Δημοκρατικού Κόμματος. Και παράλληλα, ένας ειλικρινής αλλά και σφοδρός υποστηρικτής των αυστηρότερων νόμων κατά της εγκληματικότητας.
«We Care of Our Owns»
Προφανώς, με το φορτωμένο πολιτικές διακρίσεις παλμαρέ του, δεν έπεσε από τον ουρανό όταν μετά από τρία χρόνια σχετικής σιωπής και περιστασιακής κριτικής στη διακυβέρνηση Τραμπ διεκδίκησε το χρίσμα του κόμματός του για την προεδρική υποψηφιότητα του 2020. Το 2016 δεν διεκδίκησε την προεδρία καθώς ήταν συντετριμμένος από τον θάνατο του γιου του Μπο, ο οποίος πέθανε στα 46 του χρόνια, τον Μάιο 2015, μετά από εξουθενωτική μάχη με τον καρκίνο στον εγκέφαλο. Μεγάλη μερίδα της κοινωνίας αγκάλιασε την οδύνη του Τζο με δάκρυα συμπάθειας και συμπαραστάθηκε στο πένθος του - για τον ίδιο δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για εκστρατείες. Ηταν περίοδος αναστοχασμού και ανασυγκρότησης. Εως ότου επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο από το οποίο δεν έλειψε πάνω από μισό αιώνα. Πίστευε πάντα ότι ποτέ δεν είναι αργά για να κάνει τη διαφορά. Στο συλλογικό κομματικό υποσυνείδητο ίσως δεν ήταν ο ιδανικά τέλειος αλλά ήταν πάντα ο σοβαρός, ο αξιόπιστος, ο ώριμος. Κρίθηκε ως καταλληλότερος στη συγκεκριμένη φάση να ξεσπιτώσει τον Τραμπ από την ανακτορική βολή του στον Λευκό Οίκο. Το ’φεραν έτσι οι συγκυρίες ώστε να φτάσει, έστω καθυστερημένα, η ώρα του Μπάιντεν. Και αυτό το ραντεβού δεν έπαιρνε αναβολή. Να τος, λοιπόν, ο κομψός και λιτοδίαιτος Τζο, που δεν πίνει ούτε καπνίζει, σαν καθησυχαστικός φάρος περιπολικού μεσάνυχτα σε κακόφημη γειτονιά, με αστραφτερή οδοντοστοιχία που θα έκανε με τη λευκότητά της να βουρκώσουν από ζήλια μέχρι και τα πορσελάνινα πλακάκια του μπάνιου της σουίτας του ξενοδοχείου «Four Seasons» στην Τζορτζτάουν και -έκπληξη!- με αναγεννημένο το λευκό τριχωτό της κεφαλής του. Προφανώς από μεταμόσχευση μαλλιών, καθότι, ως πρώιμα φαλακρός, ο Τζο ανέκαθεν όποτε αντίκριζε δασύτριχη αντρική κόμη έλεγε χιουμοριστικά: «Αν είχα μαλλιά σαν τα δικά σου θα ήμουν ήδη πρόεδρος». Τον είχε τον ωραιοπαθή καημό του με την τσατσάρα και τη χωρίστρα. Ενας φαν των σπορ κάμπριο αυτοκινήτων όπως ο ίδιος, όσο να ’ναι, γούσταρε να φυσάει ο αέρας και να του ανακατώνει τα μαλλιά.
Μια επιβράβευση, ίσως και δικαίωση, για έναν ανθεκτικό μαχητή του οποίου η ζωή έχει σημαδευτεί από ανεξίτηλες ουλές και έχει ξεδιπλωθεί σαν ιστορία επιβίωσης. Πάνω απ’ όλα, όμως, με τη λαϊκή έγκριση, στην περίπτωσή του επικυρώνεται ότι η σοφία των γηρατειών και οι ρυτίδες της πείρας γίνονται, όταν χρειαστεί, απάνεμο λιμάνι για θύελλες και φουρτούνες. Με την ελπίδα ότι το αραξοβόλι θα μετατραπεί σε ορμητήριο ευημερίας.
Η διεύθυνση της λεωφόρου Πενσιλβάνια 1600 δεν του είναι άγνωστη. Εχει ξαναπεράσει από εκεί. Οκτώ χρόνια κάθισε στο γραφείο του στη Δυτική Πτέρυγα του Λευκού Οίκου. Ψηλός, ευθυτενής μέσα στο κλισέ επίσημο μπλε κοστούμι του, με τη μινιατούρα της σημαίας καρφιτσωμένη στο αριστερό πέτο δούλεψε σκληρά εκεί, σε ένα περιβάλλον διακοσμημένο με σκούρο ξύλο, βαριές κουρτίνες και χαλιά σε μπλε μαρέν απόχρωση κάτω από τα πορτρέτα των δυο πρώτων αντιπροέδρων του έθνους, του Τζον Ανταμς και τον Τόμας Τζέφερσον. Από το 2009 ως το 2017, υπηρετώντας για δύο συνεχόμενες θητείες ως αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας του εκείνα τα φεγγάρια. Δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο ο οικείος στο αμερικανικό κοινό ως «θείο Τζο», ο πέμπτος νεότερος γερουσιαστής των ΗΠΑ στην Ιστορία, με τη μεγαλύτερη θητεία στο σώμα, σωστά 36 χρόνια, στο Ντέλαγουερ.
Δείτε την πρώτη του ομιλία μετά την εκλογή του:
Είχε κέρδισε τον σεβασμό, ένα πανεθνικό «Respect», σαν να του το τραγουδούσε παραγγελιά η Αρίθα Φράνκλιν, ως ένας από τους κορυφαίους εμπειρογνώμονες εξωτερικής πολιτικής της Γερουσίας, υπηρετώντας ως πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων για αρκετά χρόνια. Του πιστώνεται ότι το μακρινό 1979 εξασφάλισε την έγκριση του σώματος για τις συμφωνίες περιορισμού του στρατηγικού οπλοστασίου μεταξύ των ΗΠΑ και της τότε της Σοβιετικής Ενωσης, μειώνοντας τον κίνδυνο παγκόσμιας πυρηνικής καταστροφής. Και βέβαια ως Νο 2 του Ομπάμα, αντί να στρώνει αραχτός επιδερμίδα στις ακρογιαλιές, όπως αρκετοί τεμπέληδες προκάτοχοί του στην αντιπροεδρία, απολάμβανε τη δουλειά του εκφράζοντας με ισχυρή φωνή την εξωτερική πολιτική του πρώτου μαύρου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πετούσε κάθε τόσο από χώρα σε χώρα με το Air Force Two, πάντα άψογος, προσεκτικός, τελετουργικά ευγενής με τη γνήσια γοητεία του πολύπειρου πολιτικού που προσφέρει δόσεις οξυγόνου στο αποπνικτικό δωμάτιο των διαπραγματεύσεων. Αυτός, ο γιος ενός πωλητή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και ο πρώτος σε πέντε γενιές της φαμίλιας του που πήγε πανεπιστήμιο, χάρισε στο πόστο του αντιπροέδρου ενέργεια, ρεαλισμό και αίσθηση επείγοντος. Λογικό για μια πολιτική φιγούρα διόλου τεχνοκρατική, με έντονο το πολιτικό ένστικτο και ριζωμένες δημοκρατικές πεποιθήσεις, που με την προοδευτική και ευαίσθητη στάση του απέναντι στα ατομικά δικαιώματα άφηνε έκπληκτο και τον ίδιο τον Ομπάμα. Ειδικότερα, όταν το 2012 πήρε ανοιχτά θέση υπέρ των γάμων των ομοφυλόφιλων, ζήτημα που ο Λευκός Οίκος χειριζόταν προσεκτικά, οι σύμβουλοι του προέδρου κόντεψαν να πάθουν αποπληξία. Αλλά αυτός είναι ο Τζο Μπάιντεν, ένας αγωνιστής υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Ο άνθρωπος που συνέταξε και ηγήθηκε της προσπάθειας για τη ψήφιση του νόμου κατά της βίας ενάντια στις γυναίκες, εδώ και περίπου 30 χρόνια. Πολύ πριν ο Μπέρνι Σάντερς αναδειχθεί σε μοναχικό ριζοσπαστικό προφήτη των Δημοκρατικών, ο τίμιος Τζο από το Ντέλαγουερ είχε ξεχωρίσει ως σημαντικό, καθιερωμένο και μεταρρυθμιστικό μέλος του νομοθετικού κλαμπ του Δημοκρατικού Κόμματος. Και παράλληλα, ένας ειλικρινής αλλά και σφοδρός υποστηρικτής των αυστηρότερων νόμων κατά της εγκληματικότητας.
«We Care of Our Owns»
Προφανώς, με το φορτωμένο πολιτικές διακρίσεις παλμαρέ του, δεν έπεσε από τον ουρανό όταν μετά από τρία χρόνια σχετικής σιωπής και περιστασιακής κριτικής στη διακυβέρνηση Τραμπ διεκδίκησε το χρίσμα του κόμματός του για την προεδρική υποψηφιότητα του 2020. Το 2016 δεν διεκδίκησε την προεδρία καθώς ήταν συντετριμμένος από τον θάνατο του γιου του Μπο, ο οποίος πέθανε στα 46 του χρόνια, τον Μάιο 2015, μετά από εξουθενωτική μάχη με τον καρκίνο στον εγκέφαλο. Μεγάλη μερίδα της κοινωνίας αγκάλιασε την οδύνη του Τζο με δάκρυα συμπάθειας και συμπαραστάθηκε στο πένθος του - για τον ίδιο δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για εκστρατείες. Ηταν περίοδος αναστοχασμού και ανασυγκρότησης. Εως ότου επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο από το οποίο δεν έλειψε πάνω από μισό αιώνα. Πίστευε πάντα ότι ποτέ δεν είναι αργά για να κάνει τη διαφορά. Στο συλλογικό κομματικό υποσυνείδητο ίσως δεν ήταν ο ιδανικά τέλειος αλλά ήταν πάντα ο σοβαρός, ο αξιόπιστος, ο ώριμος. Κρίθηκε ως καταλληλότερος στη συγκεκριμένη φάση να ξεσπιτώσει τον Τραμπ από την ανακτορική βολή του στον Λευκό Οίκο. Το ’φεραν έτσι οι συγκυρίες ώστε να φτάσει, έστω καθυστερημένα, η ώρα του Μπάιντεν. Και αυτό το ραντεβού δεν έπαιρνε αναβολή. Να τος, λοιπόν, ο κομψός και λιτοδίαιτος Τζο, που δεν πίνει ούτε καπνίζει, σαν καθησυχαστικός φάρος περιπολικού μεσάνυχτα σε κακόφημη γειτονιά, με αστραφτερή οδοντοστοιχία που θα έκανε με τη λευκότητά της να βουρκώσουν από ζήλια μέχρι και τα πορσελάνινα πλακάκια του μπάνιου της σουίτας του ξενοδοχείου «Four Seasons» στην Τζορτζτάουν και -έκπληξη!- με αναγεννημένο το λευκό τριχωτό της κεφαλής του. Προφανώς από μεταμόσχευση μαλλιών, καθότι, ως πρώιμα φαλακρός, ο Τζο ανέκαθεν όποτε αντίκριζε δασύτριχη αντρική κόμη έλεγε χιουμοριστικά: «Αν είχα μαλλιά σαν τα δικά σου θα ήμουν ήδη πρόεδρος». Τον είχε τον ωραιοπαθή καημό του με την τσατσάρα και τη χωρίστρα. Ενας φαν των σπορ κάμπριο αυτοκινήτων όπως ο ίδιος, όσο να ’ναι, γούσταρε να φυσάει ο αέρας και να του ανακατώνει τα μαλλιά.
Ωστόσο δεν ήταν τα μαλλιά αλλά τα φρέσκα μυαλά και οι νωπές ιδέες που τον έκαναν να μοιάζει με λαμπερά αναζωογονημένο ηλικιωμένο μετά από ολοκληρωμένη γηριατρική φροντίδα. Εξάλλου, ήταν μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον Τραμπ, που το έπαιζε τζόβενο, ενώ δεν του έλειπαν το πάθος, ο δυναμισμός και η ενέργεια. Μπορεί να έμοιαζε λίγο πιο αδύνατος από όσο ήταν στην αντιπροεδρία και το παράστημα να μη γέμιζε πια το σακάκι, αλλά ποιος άλλος έχει τόσες διεθνείς επαφές... Και ακόμη περισσότερο, κανένας άλλος δεν μπορούσε να καμαρώνει, εν μέσω πανδημίας, ότι στην καριέρα του γνώρισε από κοντά οκτώ προέδρους, εκ των οποίων τους τρεις πολύ στενά. Αναπόφευκτα πια αναμένεται αυτός ο Ρωμαιοκαθολικός στο θρήσκευμα και περήφανος για τις ιρλανδικές του ρίζες πολιτικός να μπει στα παπούτσια του. Μόλις δεκαεπτά βήματα μακριά από το παλιό του γραφείο, τον περιμένει πια το Οβάλ Γραφείο, όπου, παρ’ όλες τις ανακαινίσεις, στους τοίχους του ακόμη δεσπόζουν στέρεες οι προσωπογραφίες του Τζορτζ Ουάσινγκτον και του Αβραάμ Λίνκολν. Κάτω από το επιβλητικό του βλέμμα θα κορυφώσει μια διακεκριμένη πολιτική σταδιοδρομία που χαράχτηκε από μεγάλες φιλοδοξίες και διαψευσμένες ελπίδες, υπογράφτηκε από επιτυχίες, επιτεύγματα, γκάφες και λάθη σε μια ζωή που τη στάμπαραν προσωπικά τραύματα και θλιβερές οικογενειακές τραγωδίες.
Ωστόσο, στα νέα καθήκοντα που του επιβάλλει το υψηλότερο πολιτικό αξίωμα στη χώρα του δείχνει αποφασισμένος να υλοποιήσει τη δέσμευσή του να αποκαταστήσει «την ψυχή της Αμερικής». Εχει αποδεδειγμένα τα κότσια, τη θέληση, την επιμονή, τη συμπόνια, αλλά και την προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες ώστε να μεταφέρει ακέραιο στους συμπατριώτες του το προσωπικό του μήνυμα. Οτι ενδιαφέρεται πραγματικά για τους απλούς Αμερικανούς επειδή βλέπει στους αγώνες τους την αντανάκλαση των δικών του. Και έτσι προβλέπεται ότι θα πορευτεί στην προεδρική θητεία του, πιστός στο τέμπο του «We Care of Our Own» (νοιαζόμαστε για τους δικούς μας) του αγαπημένου του Μπρους Σπρίνγκστιν. Δεν είναι μόνο ο εκλογικός θρίαμβος που τον παρακινεί. Τον ενεργοποιεί και η συμβουλή του πάτερα του που έλεγε; «Δεν έχει νόημα να πεθάνουμε σε έναν μικρό σταυρό». Προηγουμένως, όμως, σήκωσε τον δικό του σταυρό του κι ανέβηκε τον προσωπικό του γολγοθά.
Γεννημένος τον Νοέμβριο του 1942, 11 μήνες μετά το Περλ Χάρμπορ, στη Σκάρντον στη βορειοανατολική Πενσιλβάνια, σε αυτή την εργατούπολη με εξορυκτική βιομηχανία άνθρακα, κλωστοϋφαντουργία και σιδηροδρομικό κέντρο, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου τα συνδικάτα εργατών αγωνίζονταν για να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας, να αυξήσουν τους μισθούς και να εγγυηθούν δίκαιη μεταχείριση. Τυπικό παιδί της οικονομικά ανθηρής δεκαετίας του ’50, ήταν μεγαλύτερος από τα τρία αδέλφια του. Ηταν αυτός στον ο οποίο ο πατέρας του έδινε ένα δολάριο για να πάρει μισό γαλόνι παγωτό Breyers, για να το φάνε και οι έξι τους τα ρουτινιάρικα απογεύματα της Κυριακής στο σαλόνι, παρακολουθώντας στην ασπρόμαυρη τηλεόραση τη «Λάσι», τη «Λούσι» και το «Σόου του Εντ Σάλιβαν». Ο πατέρας του Τζόζεφ Μπάιντεν ο πρεσβύτερος είχε δει και καλύτερες μέρες στα νιάτα ως εύπορος γόνος μιας οικογένειας επιχειρηματιών των πετρελαιοειδών στη Βαλτιμόρη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιχείρηση ξέπεσε και ο ίδιος κατέληξε να δουλεύει πωλητής σε μάντρα μεταχειρισμένων αυτοκίνητων. Οι νιτσεράδες της ιστιοπλοΐας και το ξύλινο μπαστούνι του πόλο με άλογα στριμώχτηκαν σε μια ντουλάπα ως απομεινάρια μιας προηγούμενης ευημερίας, αλλά διατήρησε το υπερήφανο στυλ του με μια αναπτυγμένη αίσθηση αξιοπρέπειας απέναντι σε προσβολές και αυθάδειες. Τις ευαισθησίες του τις μετέφερε στους γιους του λέγοντας: «Ενας άνδρας δεν ζυγίζεται από το πόσο συχνά πέφτει, αλλά από το πόσο γρήγορα σηκώνεται». Το 1955, όταν ο Τζο ήταν 13 ετών, η οικογένεια μετακόμισε για καλύτερη τύχη στο Μέιφιλντ του Ντέλαγουερ - μια ταχέως αναπτυσσόμενη κοινότητα της μεσαίας τάξης που υποστηριζόταν κυρίως από την κοντινή χημική εταιρεία DuPont.
Από τα 4 χρονών ο Τζο πάλευε με το τραύλισμα. Κόμπιαζε, επαναλάμβανε σύμφωνα και φθόγγους, η γλώσσα πρόδιδε τη σκέψη του και εμπόδιζε την παραγωγή του σωστού ήχου μιας λέξης. Οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν με την παιδική τους κακία, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά συχνά τον καρπάζωναν. Γύριζε σπίτι με ματωμένη μύτη γεμάτος θυμό, οργή, ταπείνωση και ντροπή. Μισούσε τον χλευασμό. Γι’ αυτό και αργότερα σιχαινόταν τα γελοία τζόκεϊ καπέλα με συνθήματα και απαγόρευε να του κολλάνε παρατσούκλια. Στην πραγματικότητα δεν τραύλιζε τόσο ώστε οι φουριόζοι μπάρμαν να τον παρατάνε σύξυλο για να εξυπηρετήσουν κάποιον άλλο πελάτη μέχρι να ολοκληρώσει το όνομα της μπίρας που θα παράγγελλε. Αλλά ο ίδιος το ’φερε βαρέως. Τότε δεν γυρίζονταν ταινίες σαν το οσκαρικό «Ο λόγος του Βασιλιά» για να πάρει κουράγιο. Και οι λογοθεραπευτές σπάνιζαν. Κοπίασε μόνος του να ξεπεράσει το εμπόδιο. Πάσχισε σκληρά απομνημονεύοντας μεγάλα αποσπάσματα ποίησης και απαγγέλλοντας δυνατά μπροστά στον καθρέφτη με προσοχή στο ρυθμό υπό την επίβλεψη της μητέρας του Κάθριν-Τζιν, το γένος Φίνεγκαν. Αφού σκότωσε τον δαίμονα του τραυλίσματος που τον ταλαιπωρούσε, έγινε δεκτός στο διάσημο ιδιωτικό ρωμαιοκαθολικό κολέγιο Archmere. Ηταν ένα κοκαλιάρικο αλλά νευρώδες παλικάρι που διακρίθηκε στην ομάδα αμερικανικού ποδοσφαίρου του προπαρασκευαστικού σχολείου. Παρόλο που έπρεπε να δουλέψει πλένοντας τα παράθυρα και καθαρίζοντας τους κήπους για να ελαττώσει το βάρος των διδάκτρων που πλήρωνε η οικογένειά του, για τον ίδιο το κολέγιο ήταν ένας θαυμαστός κόσμος.
Η τραγωδία
Αποφοίτησε το 1961. Η εποχή της προεδρίας του Τζον Κενεντι και του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων τον ενέπνευσαν να προσεγγίσει τη δημόσια ζωή και την πολιτική. Είχε αφήσει πίσω τις παλιές του ανασφάλειες, ως φοιτητής πλέον Πολιτικών Επιστημών του κοντινού Πανεπιστημίου του Ντέλαγουερ. Σε ένα ταξίδι των εαρινών διακοπών, που συνηθίζουν στα τέλη της άνοιξης τα αμερικανικά πανεπιστήμια, γνώρισε στις Μπαχάμες τη συνομήλικη του φοιτήτρια Νίλια Χάντερ. Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Με το που πήρε πτυχίο την ακολούθησε στο Πανεπιστημίο των Συρακουσών που εκείνη φοιτούσε για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή. Παντρεύτηκαν μέσα στον επόμενο χρόνο, πήρε πτυχίο με το ζόρι (76ος σε μια τάξη 85 φοιτητών) ενώ ο πατέρας του, ενθουσιασμένος, του δώρισε μια Chevrolet Corvette Stingray του 1967. Αμέσως το ζευγάρι μετακόμισε στο Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ για κάνει τη δικηγορική του άσκηση. Ο Τζο έγινε ενεργό μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος, εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και ίδρυσε τη δική του δικηγορική εταιρεία. Μέσα στον ταχύτατο αυτό στροβιλισμό έγινε και πατέρας τριών παιδιών.
Μόλις στα 28 του το Δημοκρατικό Κόμμα τον ενθάρρυνε να διεκδικήσει τη θέση του γερουσιαστή στην Πολιτεία. Είχε ελάχιστες πιθανότητας επιτυχίας απέναντι στον δημοφιλή, βετεράνο Ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή του Ντέλαγουερ. Κι όμως, με μια ακούραστη εκστρατεία που οργανώθηκε κυρίως από μέλη της οικογένειάς του (γονείς, αδέλφια, σύζυγο, θείους και ανίψια) έκανε τη θεαματική έκπληξη. Κέρδισε την έδρα. Δυστυχώς τη στιγμή του θριάμβου και ενώ ζούσε το γλυκύτερο όνειρο της ζωής του, τον χτύπησε αδυσώπητα μια άδικη μοίρα. Εξι εβδομάδες μετά την εκλογή του, ολόκληρος ο κόσμος του άλλαξε για πάντα. Ενώ βρισκόταν στην Ουάσινγκτον προσλαμβάνοντας προσωπικό για το γραφείο του, δέχτηκε ένα ολέθριο τηλεφώνημα. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο αδελφός του Τζίμι. Στο ακουστικό ο Τζο έγινε ακαριαία πιο άσπρος από το χιόνι που είχε στρωθεί στην ομοσπονδιακή πρωτεύουσα. Ηταν μία εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα του 1972 όταν η σύζυγός του και τρία παιδιά τους, πηγαίνοντας να αγοράσουν χριστουγεννιάτικο δέντρο, είχαν εμπλακεί σε ένα τρομερό τροχαίο ατύχημα λίγο έξω από το Γουίλμινγκτον. Ενα φορτηγό έπεσε με δύναμη πάνω στο αυτοκίνητό τους, σκότωσε τη γυναίκα του και τη μόλις ενός έτους κόρη τους Ναόμι, ενώ τραυμάτισε σοβαρά τα δυο αγόρια, τον Μπο και τον Χάντερ, 3 και 2 ετών αντίστοιχα.
29 ετών χήρος
Ο μέχρι τότε κόσμος του Μπάιντεν ντεραπάρισε καταστροφικά. Μετά την οδυνηρή συντριβή ακολούθησε η απελπισία. Συγκλονισμένος από την τραγωδία που αναπάντεχα τον βρήκε, ήθελε να τα παρατήσει όλα καθώς αισθανόταν ότι ο Θεός τού είχε παίξει ένα φρικτό παιχνίδι. Από το μυαλό του περνούσαν αυτοκτονικές σκέψεις. Επεσε ορμητικά όλη η υπόλοιπη οικογένειά του να τον συνεφέρει. «Εχεις δύο αγόρια ζωντανά που δεν έχουν πια μάνα. Αν καταρρεύσεις κι εσύ δεν θα έχουν κανέναν», του είπαν αυστηρά. Επιπλέον, του υπενθύμισαν ότι έχει δεσμευτεί στον λαό του Ντέλαγουερ να τον εκπροσωπεί στη Γερουσία. Δεν πήγε στην επίσημη ορκωμοσία του σώματος, αλλά ορκίστηκε ως νεοεκλεγείς στο δωμάτιο του νοσοκομείου, πάνω σε ένα κομοδίνο πλάι στα κρεβάτια που νοσηλεύονταν αναρρώνοντας οι μικροί γιοι του. Αποφάσισε τότε να περνάει όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο με τους επιζήσαντες γιους του. Συνέχισε να ζει στο Γουίλμινγκτον, μετακόμισε και η αδελφή του η Βάλερι στο σπίτι για να προσέχει τα αγόρια, ενώ ο ίδιος ξεκίνησε να ταξιδεύει σιδηροδρομικά διαδρομή μιάμισης ώρας προς την Ουάσινγκτον. Αυτό το τελετουργικό θα γινόταν το μόνιμο αξεσουάρ τη της ζωής του. Διατήρησε αυτή τη συνήθεια επί δεκαετίες, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του στη Γερουσία. Χρειάστηκε πολύ χρόνο για να ενσταλάξει ο πόνος μέσα του. Ηταν μόνο 29 χρονών και δεν ήθελε η δημόσια εικόνα του να συμβολίζει το πένθος ενός χήρου πατέρα που τον χτυπούν παρηγορητικά στη πλάτη οι συμπολίτες του. Η εικόνα που είχε για τον εαυτό του δεν αποτύπωνε έναν ευάλωτο άνθρωπο. Ηταν αυτή του ασυμβίβαστου μαχητή, του διακεκριμένου ποδοσφαιριστή του κολεγίου, του νεότατου εκλεγμένου γερουσιαστή, του νικητή του τραυλίσματος. Μέσα σε αυτό το ανακουφιστικό κάδρο σκόρπιζε την ψυχολογική μαυρίλα του καθισμένος, εκείνα τα ατέλειωτα ενενηντάλεπτα, στο τρένο AMTRAK που τον μετέφερε τις καθημερινές στο κεντρικό σταθμό Union της Ουάσινγκτον. Προσπαθούσε να μη βουλιάξει σε να εσωτερικό θρήνο και διαρκώς υπενθύμιζε στον εαυτό του τη ρήση του Τζον Κένεντι «Οταν η συνέχεια γίνεται ζόρικη, οι ζόρικοι συνεχίζουν». Τα χτυπήματα της μοίρας, ωστόσο, διαμόρφωναν και τον χαρακτήρα του.
Τα πράγματα άρχισαν πάλι να του χαμογελούν όταν σε ένα ραντεβού στα τυφλά που έστησε ο αδελφό του Φρανκ γνώρισε την εννιά χρόνια μικρότερή του Τζιλ Τρέισι Τζέικομπς, φοιτήτρια, περιστασιακό μοντέλο και συνιδιοκτήτρια ενός κολεγιακού μπαρ με ζωντανή μουσική. Ηταν το 1975, ο Τζο στα 33 του χρόνια, η Τζιλ στα 24. Εκείνος προσπαθούσε να ξεσκαλώσει από τα βάσανά του, εκείνη να απεμπλακεί μέσω διαζυγίου από έναν άστοχο γάμο στα 20 της με έναν πρώην κολεγιακό ποδοσφαιριστή. Συμπάθησε ο ένας τον άλλον και ήρθαν συναισθηματικά κοντά. Ο πολυάσχολος και επικεντρωμένος στην καριέρα του Μπάιντεν δίσταζε να της προτείνει γάμο για να μην τη δεσμεύσει να αναθρέψει τους δύο ορφανούς από μητέρα γιους του. Επρεπε να περάσουν τεσσεράμισι χρόνια από το τρομακτικό δυστύχημα μέχρι να αποφασίσουν να συμπορευτούν στη ζωή. Τους πάντρεψε ένας καθολικός ιερέας στις 17 Ιουνίου 1977, στο παρεκκλήσι των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Τα νήπια Μπο και Χάντερ τη φώναζαν κιόλας μαμά και αυτή τα υπεραγαπούσε. Τέσσερα χρόνια αργότερα, γέννησε την κόρη τους την Ασλεϊ, και η Τζιλ, για να μεγαλώσει τα τρία παιδιά, σταμάτησε να εργάζεται για δύο χρόνια. Μόνο τότε. Εγινε η πρώτη σύζυγος αντιπροέδρου που συνέχισε να εργάζεται καθ’ όλη τη θητεία του συζύγου της με πλήρη απασχόληση ως καθηγήτρια διδάσκοντας Αγγλική Φιλολογία σε ένα δημόσιο κοινοτικό κολέγιο. Γυναίκα ανεξάρτητη, συναισθηματική άγκυρα και βράχος συμπαράστασης στον σύζυγό της, θεωρείται πως είναι αυτή που ώθησε τον Τζο να γίνει αντιπρόεδρος. Οταν του το πρότεινε ο Ομπάμα και ο Μπάιντεν δίσταζε επειδή μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει αφεντικό πάνω από το κεφάλι του, η Τζιλ φέρεται να του είπε: «Επιτέλους, Τζο, καιρός να ωριμάσεις πια!».
Ο σταρ της Γερουσίας
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον δεύτερο γάμο του ο Μπάιντεν, πιο ήρεμος και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, εξελίχθηκε σε «σταρ» της Γερουσίας. Είχε πια πάρει την απόφαση για το μεγάλο άλμα. Ηταν η ώρα να υλοποιήσει τις προεδρικές του φιλοδοξίες. Να διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών με κύριο εσωκομματικό αντίπαλο τον Μάικλ Δουκάκη και εφόσον τον κέρδιζε, να αντιπαρατεθεί, το 1987, με τον αντιπρόεδρο του Ρέιγκαν, τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο για τον Λευκό Οίκο. Τα πράγματα, ωστόσο, στράβωσαν νωρίς. Η υποψηφιότητά του κατέρρευσε κάτω από το βάρος των δικών του σφαλμάτων ή εντέλει των ελαττωμάτων του. Εκφώνησε μια συναισθηματική ομιλία για τις εργατικές του ρίζες από τους ανθρακωρύχους προγόνους του -που ποτέ δεν υπήρξαν- και, το χειρότερο, αποκαλύφθηκε ότι ο λόγος του ήταν κλεμμένος από τον ηγέτη του Εργατικού κόμματος της Αγγλίας Νιλ Κίνοκ, ο οποίος ήταν πραγματικά ταπεινής καταγωγής με γονείς ανθρακωρύχους. Οταν τα ΜΜΕ ξεκίνησαν να ξεσκαλίζουν τα παλιά, υποτιθέμενα δοξασμένα επιτεύγματα του Τζο ανακάλυψαν ότι είχε υπερβάλει για τα ακαδημαϊκά του τρόπαια (δεν ήταν εντελώς σκράπας, αλλά όχι και ο παραλίγο Αϊνστάιν που παρίστανε), ενώ το είχε παρακάνει με τη δήθεν συμμετοχή του στο αντιπολεμικό κίνημα για το Βιετνάμ. Η αλήθεια είναι ότι τόσο αυτός όσο και ο Τραμπ είχαν τότε με διάφορα τερτίπια αποφύγει τη στράτευση. Οπως και να ’χει, με την αλαζονεία του ο Τζο αμαύρωσε το καλό όνομα που είχε χτίσει στη Γερουσία. Μετά τη νίλα τα μάζεψε άρον άρον και αντίο προεδρικές βλέψεις. Ατυχώς για τον ίδιο, δεν του έφτασε αυτό το κακό, γιατί ακολούθησε ένα χειρότερο. Ο Μπάιντεν υπέφερε από σοβαρούς πονοκεφάλους κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του και λίγο μετά την αποχώρησή του από προεδρικός υποψήφιος, το 1988, οι γιατροί ανακάλυψαν ότι με το δίκιο του παραπονιόταν. Βρήκαν ότι είχε δύο απειλητικά για τη ζωή εγκεφαλικά ανευρύσματα. Επιπλοκές από την επακόλουθη εγχείρηση εγκεφάλου οδήγησαν σε θρόμβους αίματος στους πνεύμονές του, οι οποίοι, με τη σειρά τους, τον ανάγκασαν να υποβληθεί και σε άλλη επέμβαση. Η μετεγχειρητική του κατάσταση του θεωρήθηκε κρίσιμη και οι θεράποντες, παρότι απεύχονταν να παραδώσει το πνεύμα, κάλεσαν έναν ιερέα για να τον εξομολογήσει και να τον κοινωνήσει. Ανθεκτικό σκαρί, όμως, ξεπέρασε τον κίνδυνο. Σωστός μυθολογικός φοίνικας, «αναγεννώμενος εκ της κόνεώς του». Εμεινε για επτά μήνες μακριά από τη δημόσια ζωή, ανάρρωσε, ανέκαμψε και επέστρεψε στη Γερουσία. Τότε είχε δηλώσει συνεσταλμένα, αν και μέχρι τότε η μετριοφροσύνη του δεν ήταν στο φόρτε της, ότι «τα καλά νέα είναι ότι μπορώ να κάνω οτιδήποτε έκανα πριν. Τα κακά νέα είναι ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο». Είχε επανέλθει νικητής και υγιής, αλλά η δοκιμασία που βίωσε τον έκανε πολύ πιο συμπονετικό ως άνθρωπο, προσφέροντας έκτοτε ανακούφιση σε ευάλωτους, πάσχοντες και αδύναμους συμπολίτες του. Στα 46 του χρόνια, τότε, είχε ακόμη καιρό μπροστά του ώστε να δουλέψει σκληρά για να ξαναχτίσει τη φήμη του.
Είκοσι έτη μετά την πρώτη αποτυχημένη προεδρική υποψηφιότητά του, ο Μπάιντεν αποφάσισε για άλλη μία φορά να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία των ΗΠΑ. Είχε άμεμπτη πορεία και αψεγάδιαστη συμπεριφορά στη Γερουσία, παρότι είχε υποστηρίξει τον πόλεμο του Τζορτζ Μπους του νεότερου στο Ιράκ, επιλογή για την οποία μετάνιωσε πικρά. Ωστόσο, το 2007 οι συσχετισμοί στο Δημοκρατικό Κόμμα είχαν αλλάξει. Ο ίδιος δεν μπορούσε να αναπτύξει δυναμική ανάμεσα στις συμπληγάδες της παλιάς καλής του φίλης Χίλαρι Κλίντον και του ανερχόμενου αστέρα Μπαράκ Ομπάμα. Αποπειράθηκε να συμμετάσχει στις κρίσιμες προκριματικές της Αϊόβα και αφού έλαβε λιγότερο από το 1% των εσωκομματικών ψήφων, αποχώρησε από την κούρσα. Πού να βρει χρηματοδότες με τέτοιο ποσοστό για να συνεχίσει; Ωστόσο, είχε εντυπωσιάσει τον Ομπάμα, ο οποίος, αφότου πήρε το χρίσμα, άρχισε να τον καλεί προεκλογικά και να τον συμβουλεύεται σχετικά με την εθνική ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική. Οι γνώσεις του έμπειρου «θείου Τζο» και για την οικονομία βοήθησαν την εκστρατεία κατά του Ρεπουμπλικάνου Τζον ΜακΚέιν, ώστε ο Ομπάμα να μεταδώσει το μήνυμα της ανάκαμψης στους ζωτικής σημασίας ψηφοφόρους των ταλαντευόμενων Πολιτειών Οχάιο και Πενσιλβάνια. Με το καλό κλίμα ανάμεσά τους και τη συμπόρευση στις απόψεις έδεσε το γλυκό. Οταν στις 20 Ιανουαρίου του 2009, ο Ομπάμα ορκιζόταν ως ο 44ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Μπάιντεν ορκιζόταν ως 47ος αντιπρόεδρος και εκ της ιδιότητάς του πρόεδρος της Γερουσίας. Τα πήγε περίφημα επί μια οκταετία.
Ο «άσωτος υιός»
Το μελανό στίγμα που αποδίδουν οι Ρεπουμπλικάνοι στη θητεία της αντιπροεδρίας Μπάιντεν οφείλεται στον «άσωτο», όπως τον αποκαλεί ο φιλοτραμπικός Τύπος, 50χρονο γιο του Χάντερ. Τον κατηγορούσαν ότι, αφότου ολοκλήρωσε τουλάχιστον έξι προγράμματα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά, επικεντρώθηκε σε ύποπτες μπίζνες. Το 2014, ο υιός Μπάιντεν μπήκε στο διοικητικό συμβούλιο μιας ουκρανικής εταιρείας φυσικού αερίου που ελεγχόταν από τον ολιγάρχη Λομπατσέφσκι, μια αινιγματική πολιτική προσωπικότητα με αμφίβολης αξιοπιστίας επιχειρηματικό παρελθόν. Την ίδια εποχή, ο πατέρας του ως αντιπρόεδρος ηγούνταν των προσπαθειών της κυβέρνησης Ομπάμα για συνεργασία και με την Ουκρανία, η οποία ζοριζόταν τότε από τη Ρωσία για την αυτόνομη περιοχή της Κριμαίας.
Οι Ρεπουμπλικάνοι μυρίστηκαν σκάνδαλο που συνδύαζε επιχειρηματικά και πολιτικά νταραβέρια, έκαναν λόγο για «σύγκρουση συμφερόντων» και εξαργύρωση πολιτικοοικονομικών διευκολύνσεων επ’ αμοιβαία ωφελεία πατέρα και γιου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν υπήρξε ούτε ένδειξη εις βάρος του πρώην αντιπροέδρου.
Αφότου ο Μπάιντεν πήρε το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος ως υποψήφιος για την προεδρία, οι αντίπαλοί του έψαξαν να βρουν βρωμοϊστορίες από τα παρελθόν για να τον σπιλώσουν στα μάτια της κοινής γνώμης και να του κολλήσουν τη ρετσινιά του μουρντάρη. Ξαφνικά, τον Μάρτιο του 2020, μια πρώην υπάλληλος της Γερουσίας ονόματι Τάρα Ριντ ισχυρίστηκε ότι πριν από 27 χρόνια, το 1993, ο Μπάιντεν της επιτέθηκε σεξουαλικά, σε έναν διάδρομο του Καπιτώλιου. Στη συνέχεια καμιά δεκαριά άλλες γυναίκες θυμήθηκαν ότι ο ίδιος είτε τις άγγιζε ανάρμοστα, είτε παραβίαζε τον προσωπικό τους χώρο με τρόπους που τις έκαναν να νιώθουν άβολα. Ατάραχος, ο Μπάιντεν αρνήθηκε δημοσίως και κατηγορηματικά κάθε διαβολή, δέχτηκε αν υπάρχουν στοιχεία να βγουν αμέσως στη φόρα και φυσικά αρνήθηκε να ζητήσει οποιαδήποτε συγγνώμη.
Η επιχείρηση «στάχτη στα μάτια» για να ισοφαριστούν οι κατηγορίες τουλάχιστον 23 γυναικών κατά του Τραμπ δεν πέρασε στον κόσμο. Οπως δεν πέρασαν και οι προσβλητικοί και υβριστικοί χαρακτηρισμοί εναντίον του. Σίγουρα ο υποψήφιος των Δημοκρατικών δεν είναι άγιος για να αναρτηθεί η φωτογραφία του στο εικονοστάσι. Είναι, όμως, ένας άνθρωπος με αναγνωρισμένο ήθος. Ενας πολιτικός που συγκέντρωσε στις 3 Νοεμβρίου του 2020 τις περισσότερες από ποτέ ψήφους στην Ιστορία των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, πιστοποιώντας ότι οι δυσκολίες που κάνουν κάποιους ανθρώπους να σπάνε, άλλους τους ωθούν να σπάνε ρεκόρ. Ο Μπάιντεν ανήκει σε εκείνη την πάστα των καθημερινών αγωνιστών που έμαθαν από νωρίς και μέσα από συμφορές ότι ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος. Και αφού δεν λιποψύχησε διαβαίνοντας τις τόσες αντιξοότητες που εμφανίστηκαν στον μέχρι τώρα βίο του, αναμένεται να επιδείξει το ίδιο κουράγιο και κατά την εγκατάστασή του στον Λευκό Οίκο.
Ειδήσεις σήμερα:
Οι τρεις άξονες του σχεδίου της ΕΛ.ΑΣ. για τους ελέγχους
Με 40λεπτη σχολική ώρα ξεκινά η τηλεκπαίδευση - Απουσίες για όσους δεν συμμετέχουν
Δολοφονία στην Αγία Βαρβάρα: Ο 17χρονος τσακωνόταν καθημερινά με την 50χρονη γυναίκα
Ωστόσο, στα νέα καθήκοντα που του επιβάλλει το υψηλότερο πολιτικό αξίωμα στη χώρα του δείχνει αποφασισμένος να υλοποιήσει τη δέσμευσή του να αποκαταστήσει «την ψυχή της Αμερικής». Εχει αποδεδειγμένα τα κότσια, τη θέληση, την επιμονή, τη συμπόνια, αλλά και την προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες ώστε να μεταφέρει ακέραιο στους συμπατριώτες του το προσωπικό του μήνυμα. Οτι ενδιαφέρεται πραγματικά για τους απλούς Αμερικανούς επειδή βλέπει στους αγώνες τους την αντανάκλαση των δικών του. Και έτσι προβλέπεται ότι θα πορευτεί στην προεδρική θητεία του, πιστός στο τέμπο του «We Care of Our Own» (νοιαζόμαστε για τους δικούς μας) του αγαπημένου του Μπρους Σπρίνγκστιν. Δεν είναι μόνο ο εκλογικός θρίαμβος που τον παρακινεί. Τον ενεργοποιεί και η συμβουλή του πάτερα του που έλεγε; «Δεν έχει νόημα να πεθάνουμε σε έναν μικρό σταυρό». Προηγουμένως, όμως, σήκωσε τον δικό του σταυρό του κι ανέβηκε τον προσωπικό του γολγοθά.
Γεννημένος τον Νοέμβριο του 1942, 11 μήνες μετά το Περλ Χάρμπορ, στη Σκάρντον στη βορειοανατολική Πενσιλβάνια, σε αυτή την εργατούπολη με εξορυκτική βιομηχανία άνθρακα, κλωστοϋφαντουργία και σιδηροδρομικό κέντρο, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου τα συνδικάτα εργατών αγωνίζονταν για να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας, να αυξήσουν τους μισθούς και να εγγυηθούν δίκαιη μεταχείριση. Τυπικό παιδί της οικονομικά ανθηρής δεκαετίας του ’50, ήταν μεγαλύτερος από τα τρία αδέλφια του. Ηταν αυτός στον ο οποίο ο πατέρας του έδινε ένα δολάριο για να πάρει μισό γαλόνι παγωτό Breyers, για να το φάνε και οι έξι τους τα ρουτινιάρικα απογεύματα της Κυριακής στο σαλόνι, παρακολουθώντας στην ασπρόμαυρη τηλεόραση τη «Λάσι», τη «Λούσι» και το «Σόου του Εντ Σάλιβαν». Ο πατέρας του Τζόζεφ Μπάιντεν ο πρεσβύτερος είχε δει και καλύτερες μέρες στα νιάτα ως εύπορος γόνος μιας οικογένειας επιχειρηματιών των πετρελαιοειδών στη Βαλτιμόρη. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιχείρηση ξέπεσε και ο ίδιος κατέληξε να δουλεύει πωλητής σε μάντρα μεταχειρισμένων αυτοκίνητων. Οι νιτσεράδες της ιστιοπλοΐας και το ξύλινο μπαστούνι του πόλο με άλογα στριμώχτηκαν σε μια ντουλάπα ως απομεινάρια μιας προηγούμενης ευημερίας, αλλά διατήρησε το υπερήφανο στυλ του με μια αναπτυγμένη αίσθηση αξιοπρέπειας απέναντι σε προσβολές και αυθάδειες. Τις ευαισθησίες του τις μετέφερε στους γιους του λέγοντας: «Ενας άνδρας δεν ζυγίζεται από το πόσο συχνά πέφτει, αλλά από το πόσο γρήγορα σηκώνεται». Το 1955, όταν ο Τζο ήταν 13 ετών, η οικογένεια μετακόμισε για καλύτερη τύχη στο Μέιφιλντ του Ντέλαγουερ - μια ταχέως αναπτυσσόμενη κοινότητα της μεσαίας τάξης που υποστηριζόταν κυρίως από την κοντινή χημική εταιρεία DuPont.
Από τα 4 χρονών ο Τζο πάλευε με το τραύλισμα. Κόμπιαζε, επαναλάμβανε σύμφωνα και φθόγγους, η γλώσσα πρόδιδε τη σκέψη του και εμπόδιζε την παραγωγή του σωστού ήχου μιας λέξης. Οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν με την παιδική τους κακία, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά συχνά τον καρπάζωναν. Γύριζε σπίτι με ματωμένη μύτη γεμάτος θυμό, οργή, ταπείνωση και ντροπή. Μισούσε τον χλευασμό. Γι’ αυτό και αργότερα σιχαινόταν τα γελοία τζόκεϊ καπέλα με συνθήματα και απαγόρευε να του κολλάνε παρατσούκλια. Στην πραγματικότητα δεν τραύλιζε τόσο ώστε οι φουριόζοι μπάρμαν να τον παρατάνε σύξυλο για να εξυπηρετήσουν κάποιον άλλο πελάτη μέχρι να ολοκληρώσει το όνομα της μπίρας που θα παράγγελλε. Αλλά ο ίδιος το ’φερε βαρέως. Τότε δεν γυρίζονταν ταινίες σαν το οσκαρικό «Ο λόγος του Βασιλιά» για να πάρει κουράγιο. Και οι λογοθεραπευτές σπάνιζαν. Κοπίασε μόνος του να ξεπεράσει το εμπόδιο. Πάσχισε σκληρά απομνημονεύοντας μεγάλα αποσπάσματα ποίησης και απαγγέλλοντας δυνατά μπροστά στον καθρέφτη με προσοχή στο ρυθμό υπό την επίβλεψη της μητέρας του Κάθριν-Τζιν, το γένος Φίνεγκαν. Αφού σκότωσε τον δαίμονα του τραυλίσματος που τον ταλαιπωρούσε, έγινε δεκτός στο διάσημο ιδιωτικό ρωμαιοκαθολικό κολέγιο Archmere. Ηταν ένα κοκαλιάρικο αλλά νευρώδες παλικάρι που διακρίθηκε στην ομάδα αμερικανικού ποδοσφαίρου του προπαρασκευαστικού σχολείου. Παρόλο που έπρεπε να δουλέψει πλένοντας τα παράθυρα και καθαρίζοντας τους κήπους για να ελαττώσει το βάρος των διδάκτρων που πλήρωνε η οικογένειά του, για τον ίδιο το κολέγιο ήταν ένας θαυμαστός κόσμος.
Η τραγωδία
Αποφοίτησε το 1961. Η εποχή της προεδρίας του Τζον Κενεντι και του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων τον ενέπνευσαν να προσεγγίσει τη δημόσια ζωή και την πολιτική. Είχε αφήσει πίσω τις παλιές του ανασφάλειες, ως φοιτητής πλέον Πολιτικών Επιστημών του κοντινού Πανεπιστημίου του Ντέλαγουερ. Σε ένα ταξίδι των εαρινών διακοπών, που συνηθίζουν στα τέλη της άνοιξης τα αμερικανικά πανεπιστήμια, γνώρισε στις Μπαχάμες τη συνομήλικη του φοιτήτρια Νίλια Χάντερ. Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Με το που πήρε πτυχίο την ακολούθησε στο Πανεπιστημίο των Συρακουσών που εκείνη φοιτούσε για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή. Παντρεύτηκαν μέσα στον επόμενο χρόνο, πήρε πτυχίο με το ζόρι (76ος σε μια τάξη 85 φοιτητών) ενώ ο πατέρας του, ενθουσιασμένος, του δώρισε μια Chevrolet Corvette Stingray του 1967. Αμέσως το ζευγάρι μετακόμισε στο Γουίλμινγκτον του Ντέλαγουερ για κάνει τη δικηγορική του άσκηση. Ο Τζο έγινε ενεργό μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος, εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και ίδρυσε τη δική του δικηγορική εταιρεία. Μέσα στον ταχύτατο αυτό στροβιλισμό έγινε και πατέρας τριών παιδιών.
Μόλις στα 28 του το Δημοκρατικό Κόμμα τον ενθάρρυνε να διεκδικήσει τη θέση του γερουσιαστή στην Πολιτεία. Είχε ελάχιστες πιθανότητας επιτυχίας απέναντι στον δημοφιλή, βετεράνο Ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή του Ντέλαγουερ. Κι όμως, με μια ακούραστη εκστρατεία που οργανώθηκε κυρίως από μέλη της οικογένειάς του (γονείς, αδέλφια, σύζυγο, θείους και ανίψια) έκανε τη θεαματική έκπληξη. Κέρδισε την έδρα. Δυστυχώς τη στιγμή του θριάμβου και ενώ ζούσε το γλυκύτερο όνειρο της ζωής του, τον χτύπησε αδυσώπητα μια άδικη μοίρα. Εξι εβδομάδες μετά την εκλογή του, ολόκληρος ο κόσμος του άλλαξε για πάντα. Ενώ βρισκόταν στην Ουάσινγκτον προσλαμβάνοντας προσωπικό για το γραφείο του, δέχτηκε ένα ολέθριο τηλεφώνημα. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο αδελφός του Τζίμι. Στο ακουστικό ο Τζο έγινε ακαριαία πιο άσπρος από το χιόνι που είχε στρωθεί στην ομοσπονδιακή πρωτεύουσα. Ηταν μία εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα του 1972 όταν η σύζυγός του και τρία παιδιά τους, πηγαίνοντας να αγοράσουν χριστουγεννιάτικο δέντρο, είχαν εμπλακεί σε ένα τρομερό τροχαίο ατύχημα λίγο έξω από το Γουίλμινγκτον. Ενα φορτηγό έπεσε με δύναμη πάνω στο αυτοκίνητό τους, σκότωσε τη γυναίκα του και τη μόλις ενός έτους κόρη τους Ναόμι, ενώ τραυμάτισε σοβαρά τα δυο αγόρια, τον Μπο και τον Χάντερ, 3 και 2 ετών αντίστοιχα.
29 ετών χήρος
Ο μέχρι τότε κόσμος του Μπάιντεν ντεραπάρισε καταστροφικά. Μετά την οδυνηρή συντριβή ακολούθησε η απελπισία. Συγκλονισμένος από την τραγωδία που αναπάντεχα τον βρήκε, ήθελε να τα παρατήσει όλα καθώς αισθανόταν ότι ο Θεός τού είχε παίξει ένα φρικτό παιχνίδι. Από το μυαλό του περνούσαν αυτοκτονικές σκέψεις. Επεσε ορμητικά όλη η υπόλοιπη οικογένειά του να τον συνεφέρει. «Εχεις δύο αγόρια ζωντανά που δεν έχουν πια μάνα. Αν καταρρεύσεις κι εσύ δεν θα έχουν κανέναν», του είπαν αυστηρά. Επιπλέον, του υπενθύμισαν ότι έχει δεσμευτεί στον λαό του Ντέλαγουερ να τον εκπροσωπεί στη Γερουσία. Δεν πήγε στην επίσημη ορκωμοσία του σώματος, αλλά ορκίστηκε ως νεοεκλεγείς στο δωμάτιο του νοσοκομείου, πάνω σε ένα κομοδίνο πλάι στα κρεβάτια που νοσηλεύονταν αναρρώνοντας οι μικροί γιοι του. Αποφάσισε τότε να περνάει όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο με τους επιζήσαντες γιους του. Συνέχισε να ζει στο Γουίλμινγκτον, μετακόμισε και η αδελφή του η Βάλερι στο σπίτι για να προσέχει τα αγόρια, ενώ ο ίδιος ξεκίνησε να ταξιδεύει σιδηροδρομικά διαδρομή μιάμισης ώρας προς την Ουάσινγκτον. Αυτό το τελετουργικό θα γινόταν το μόνιμο αξεσουάρ τη της ζωής του. Διατήρησε αυτή τη συνήθεια επί δεκαετίες, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του στη Γερουσία. Χρειάστηκε πολύ χρόνο για να ενσταλάξει ο πόνος μέσα του. Ηταν μόνο 29 χρονών και δεν ήθελε η δημόσια εικόνα του να συμβολίζει το πένθος ενός χήρου πατέρα που τον χτυπούν παρηγορητικά στη πλάτη οι συμπολίτες του. Η εικόνα που είχε για τον εαυτό του δεν αποτύπωνε έναν ευάλωτο άνθρωπο. Ηταν αυτή του ασυμβίβαστου μαχητή, του διακεκριμένου ποδοσφαιριστή του κολεγίου, του νεότατου εκλεγμένου γερουσιαστή, του νικητή του τραυλίσματος. Μέσα σε αυτό το ανακουφιστικό κάδρο σκόρπιζε την ψυχολογική μαυρίλα του καθισμένος, εκείνα τα ατέλειωτα ενενηντάλεπτα, στο τρένο AMTRAK που τον μετέφερε τις καθημερινές στο κεντρικό σταθμό Union της Ουάσινγκτον. Προσπαθούσε να μη βουλιάξει σε να εσωτερικό θρήνο και διαρκώς υπενθύμιζε στον εαυτό του τη ρήση του Τζον Κένεντι «Οταν η συνέχεια γίνεται ζόρικη, οι ζόρικοι συνεχίζουν». Τα χτυπήματα της μοίρας, ωστόσο, διαμόρφωναν και τον χαρακτήρα του.
Τα πράγματα άρχισαν πάλι να του χαμογελούν όταν σε ένα ραντεβού στα τυφλά που έστησε ο αδελφό του Φρανκ γνώρισε την εννιά χρόνια μικρότερή του Τζιλ Τρέισι Τζέικομπς, φοιτήτρια, περιστασιακό μοντέλο και συνιδιοκτήτρια ενός κολεγιακού μπαρ με ζωντανή μουσική. Ηταν το 1975, ο Τζο στα 33 του χρόνια, η Τζιλ στα 24. Εκείνος προσπαθούσε να ξεσκαλώσει από τα βάσανά του, εκείνη να απεμπλακεί μέσω διαζυγίου από έναν άστοχο γάμο στα 20 της με έναν πρώην κολεγιακό ποδοσφαιριστή. Συμπάθησε ο ένας τον άλλον και ήρθαν συναισθηματικά κοντά. Ο πολυάσχολος και επικεντρωμένος στην καριέρα του Μπάιντεν δίσταζε να της προτείνει γάμο για να μην τη δεσμεύσει να αναθρέψει τους δύο ορφανούς από μητέρα γιους του. Επρεπε να περάσουν τεσσεράμισι χρόνια από το τρομακτικό δυστύχημα μέχρι να αποφασίσουν να συμπορευτούν στη ζωή. Τους πάντρεψε ένας καθολικός ιερέας στις 17 Ιουνίου 1977, στο παρεκκλήσι των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Τα νήπια Μπο και Χάντερ τη φώναζαν κιόλας μαμά και αυτή τα υπεραγαπούσε. Τέσσερα χρόνια αργότερα, γέννησε την κόρη τους την Ασλεϊ, και η Τζιλ, για να μεγαλώσει τα τρία παιδιά, σταμάτησε να εργάζεται για δύο χρόνια. Μόνο τότε. Εγινε η πρώτη σύζυγος αντιπροέδρου που συνέχισε να εργάζεται καθ’ όλη τη θητεία του συζύγου της με πλήρη απασχόληση ως καθηγήτρια διδάσκοντας Αγγλική Φιλολογία σε ένα δημόσιο κοινοτικό κολέγιο. Γυναίκα ανεξάρτητη, συναισθηματική άγκυρα και βράχος συμπαράστασης στον σύζυγό της, θεωρείται πως είναι αυτή που ώθησε τον Τζο να γίνει αντιπρόεδρος. Οταν του το πρότεινε ο Ομπάμα και ο Μπάιντεν δίσταζε επειδή μέχρι τότε δεν είχε γνωρίσει αφεντικό πάνω από το κεφάλι του, η Τζιλ φέρεται να του είπε: «Επιτέλους, Τζο, καιρός να ωριμάσεις πια!».
Ο σταρ της Γερουσίας
Στα χρόνια που ακολούθησαν τον δεύτερο γάμο του ο Μπάιντεν, πιο ήρεμος και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, εξελίχθηκε σε «σταρ» της Γερουσίας. Είχε πια πάρει την απόφαση για το μεγάλο άλμα. Ηταν η ώρα να υλοποιήσει τις προεδρικές του φιλοδοξίες. Να διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών με κύριο εσωκομματικό αντίπαλο τον Μάικλ Δουκάκη και εφόσον τον κέρδιζε, να αντιπαρατεθεί, το 1987, με τον αντιπρόεδρο του Ρέιγκαν, τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο για τον Λευκό Οίκο. Τα πράγματα, ωστόσο, στράβωσαν νωρίς. Η υποψηφιότητά του κατέρρευσε κάτω από το βάρος των δικών του σφαλμάτων ή εντέλει των ελαττωμάτων του. Εκφώνησε μια συναισθηματική ομιλία για τις εργατικές του ρίζες από τους ανθρακωρύχους προγόνους του -που ποτέ δεν υπήρξαν- και, το χειρότερο, αποκαλύφθηκε ότι ο λόγος του ήταν κλεμμένος από τον ηγέτη του Εργατικού κόμματος της Αγγλίας Νιλ Κίνοκ, ο οποίος ήταν πραγματικά ταπεινής καταγωγής με γονείς ανθρακωρύχους. Οταν τα ΜΜΕ ξεκίνησαν να ξεσκαλίζουν τα παλιά, υποτιθέμενα δοξασμένα επιτεύγματα του Τζο ανακάλυψαν ότι είχε υπερβάλει για τα ακαδημαϊκά του τρόπαια (δεν ήταν εντελώς σκράπας, αλλά όχι και ο παραλίγο Αϊνστάιν που παρίστανε), ενώ το είχε παρακάνει με τη δήθεν συμμετοχή του στο αντιπολεμικό κίνημα για το Βιετνάμ. Η αλήθεια είναι ότι τόσο αυτός όσο και ο Τραμπ είχαν τότε με διάφορα τερτίπια αποφύγει τη στράτευση. Οπως και να ’χει, με την αλαζονεία του ο Τζο αμαύρωσε το καλό όνομα που είχε χτίσει στη Γερουσία. Μετά τη νίλα τα μάζεψε άρον άρον και αντίο προεδρικές βλέψεις. Ατυχώς για τον ίδιο, δεν του έφτασε αυτό το κακό, γιατί ακολούθησε ένα χειρότερο. Ο Μπάιντεν υπέφερε από σοβαρούς πονοκεφάλους κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του και λίγο μετά την αποχώρησή του από προεδρικός υποψήφιος, το 1988, οι γιατροί ανακάλυψαν ότι με το δίκιο του παραπονιόταν. Βρήκαν ότι είχε δύο απειλητικά για τη ζωή εγκεφαλικά ανευρύσματα. Επιπλοκές από την επακόλουθη εγχείρηση εγκεφάλου οδήγησαν σε θρόμβους αίματος στους πνεύμονές του, οι οποίοι, με τη σειρά τους, τον ανάγκασαν να υποβληθεί και σε άλλη επέμβαση. Η μετεγχειρητική του κατάσταση του θεωρήθηκε κρίσιμη και οι θεράποντες, παρότι απεύχονταν να παραδώσει το πνεύμα, κάλεσαν έναν ιερέα για να τον εξομολογήσει και να τον κοινωνήσει. Ανθεκτικό σκαρί, όμως, ξεπέρασε τον κίνδυνο. Σωστός μυθολογικός φοίνικας, «αναγεννώμενος εκ της κόνεώς του». Εμεινε για επτά μήνες μακριά από τη δημόσια ζωή, ανάρρωσε, ανέκαμψε και επέστρεψε στη Γερουσία. Τότε είχε δηλώσει συνεσταλμένα, αν και μέχρι τότε η μετριοφροσύνη του δεν ήταν στο φόρτε της, ότι «τα καλά νέα είναι ότι μπορώ να κάνω οτιδήποτε έκανα πριν. Τα κακά νέα είναι ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι καλύτερο». Είχε επανέλθει νικητής και υγιής, αλλά η δοκιμασία που βίωσε τον έκανε πολύ πιο συμπονετικό ως άνθρωπο, προσφέροντας έκτοτε ανακούφιση σε ευάλωτους, πάσχοντες και αδύναμους συμπολίτες του. Στα 46 του χρόνια, τότε, είχε ακόμη καιρό μπροστά του ώστε να δουλέψει σκληρά για να ξαναχτίσει τη φήμη του.
Είκοσι έτη μετά την πρώτη αποτυχημένη προεδρική υποψηφιότητά του, ο Μπάιντεν αποφάσισε για άλλη μία φορά να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία των ΗΠΑ. Είχε άμεμπτη πορεία και αψεγάδιαστη συμπεριφορά στη Γερουσία, παρότι είχε υποστηρίξει τον πόλεμο του Τζορτζ Μπους του νεότερου στο Ιράκ, επιλογή για την οποία μετάνιωσε πικρά. Ωστόσο, το 2007 οι συσχετισμοί στο Δημοκρατικό Κόμμα είχαν αλλάξει. Ο ίδιος δεν μπορούσε να αναπτύξει δυναμική ανάμεσα στις συμπληγάδες της παλιάς καλής του φίλης Χίλαρι Κλίντον και του ανερχόμενου αστέρα Μπαράκ Ομπάμα. Αποπειράθηκε να συμμετάσχει στις κρίσιμες προκριματικές της Αϊόβα και αφού έλαβε λιγότερο από το 1% των εσωκομματικών ψήφων, αποχώρησε από την κούρσα. Πού να βρει χρηματοδότες με τέτοιο ποσοστό για να συνεχίσει; Ωστόσο, είχε εντυπωσιάσει τον Ομπάμα, ο οποίος, αφότου πήρε το χρίσμα, άρχισε να τον καλεί προεκλογικά και να τον συμβουλεύεται σχετικά με την εθνική ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική. Οι γνώσεις του έμπειρου «θείου Τζο» και για την οικονομία βοήθησαν την εκστρατεία κατά του Ρεπουμπλικάνου Τζον ΜακΚέιν, ώστε ο Ομπάμα να μεταδώσει το μήνυμα της ανάκαμψης στους ζωτικής σημασίας ψηφοφόρους των ταλαντευόμενων Πολιτειών Οχάιο και Πενσιλβάνια. Με το καλό κλίμα ανάμεσά τους και τη συμπόρευση στις απόψεις έδεσε το γλυκό. Οταν στις 20 Ιανουαρίου του 2009, ο Ομπάμα ορκιζόταν ως ο 44ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Μπάιντεν ορκιζόταν ως 47ος αντιπρόεδρος και εκ της ιδιότητάς του πρόεδρος της Γερουσίας. Τα πήγε περίφημα επί μια οκταετία.
Ο «άσωτος υιός»
Το μελανό στίγμα που αποδίδουν οι Ρεπουμπλικάνοι στη θητεία της αντιπροεδρίας Μπάιντεν οφείλεται στον «άσωτο», όπως τον αποκαλεί ο φιλοτραμπικός Τύπος, 50χρονο γιο του Χάντερ. Τον κατηγορούσαν ότι, αφότου ολοκλήρωσε τουλάχιστον έξι προγράμματα απεξάρτησης από τα ναρκωτικά, επικεντρώθηκε σε ύποπτες μπίζνες. Το 2014, ο υιός Μπάιντεν μπήκε στο διοικητικό συμβούλιο μιας ουκρανικής εταιρείας φυσικού αερίου που ελεγχόταν από τον ολιγάρχη Λομπατσέφσκι, μια αινιγματική πολιτική προσωπικότητα με αμφίβολης αξιοπιστίας επιχειρηματικό παρελθόν. Την ίδια εποχή, ο πατέρας του ως αντιπρόεδρος ηγούνταν των προσπαθειών της κυβέρνησης Ομπάμα για συνεργασία και με την Ουκρανία, η οποία ζοριζόταν τότε από τη Ρωσία για την αυτόνομη περιοχή της Κριμαίας.
Οι Ρεπουμπλικάνοι μυρίστηκαν σκάνδαλο που συνδύαζε επιχειρηματικά και πολιτικά νταραβέρια, έκαναν λόγο για «σύγκρουση συμφερόντων» και εξαργύρωση πολιτικοοικονομικών διευκολύνσεων επ’ αμοιβαία ωφελεία πατέρα και γιου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δεν υπήρξε ούτε ένδειξη εις βάρος του πρώην αντιπροέδρου.
Αφότου ο Μπάιντεν πήρε το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος ως υποψήφιος για την προεδρία, οι αντίπαλοί του έψαξαν να βρουν βρωμοϊστορίες από τα παρελθόν για να τον σπιλώσουν στα μάτια της κοινής γνώμης και να του κολλήσουν τη ρετσινιά του μουρντάρη. Ξαφνικά, τον Μάρτιο του 2020, μια πρώην υπάλληλος της Γερουσίας ονόματι Τάρα Ριντ ισχυρίστηκε ότι πριν από 27 χρόνια, το 1993, ο Μπάιντεν της επιτέθηκε σεξουαλικά, σε έναν διάδρομο του Καπιτώλιου. Στη συνέχεια καμιά δεκαριά άλλες γυναίκες θυμήθηκαν ότι ο ίδιος είτε τις άγγιζε ανάρμοστα, είτε παραβίαζε τον προσωπικό τους χώρο με τρόπους που τις έκαναν να νιώθουν άβολα. Ατάραχος, ο Μπάιντεν αρνήθηκε δημοσίως και κατηγορηματικά κάθε διαβολή, δέχτηκε αν υπάρχουν στοιχεία να βγουν αμέσως στη φόρα και φυσικά αρνήθηκε να ζητήσει οποιαδήποτε συγγνώμη.
Η επιχείρηση «στάχτη στα μάτια» για να ισοφαριστούν οι κατηγορίες τουλάχιστον 23 γυναικών κατά του Τραμπ δεν πέρασε στον κόσμο. Οπως δεν πέρασαν και οι προσβλητικοί και υβριστικοί χαρακτηρισμοί εναντίον του. Σίγουρα ο υποψήφιος των Δημοκρατικών δεν είναι άγιος για να αναρτηθεί η φωτογραφία του στο εικονοστάσι. Είναι, όμως, ένας άνθρωπος με αναγνωρισμένο ήθος. Ενας πολιτικός που συγκέντρωσε στις 3 Νοεμβρίου του 2020 τις περισσότερες από ποτέ ψήφους στην Ιστορία των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, πιστοποιώντας ότι οι δυσκολίες που κάνουν κάποιους ανθρώπους να σπάνε, άλλους τους ωθούν να σπάνε ρεκόρ. Ο Μπάιντεν ανήκει σε εκείνη την πάστα των καθημερινών αγωνιστών που έμαθαν από νωρίς και μέσα από συμφορές ότι ο σωστός δρόμος είναι ο ανήφορος. Και αφού δεν λιποψύχησε διαβαίνοντας τις τόσες αντιξοότητες που εμφανίστηκαν στον μέχρι τώρα βίο του, αναμένεται να επιδείξει το ίδιο κουράγιο και κατά την εγκατάστασή του στον Λευκό Οίκο.
Ειδήσεις σήμερα:
Οι τρεις άξονες του σχεδίου της ΕΛ.ΑΣ. για τους ελέγχους
Με 40λεπτη σχολική ώρα ξεκινά η τηλεκπαίδευση - Απουσίες για όσους δεν συμμετέχουν
Δολοφονία στην Αγία Βαρβάρα: Ο 17χρονος τσακωνόταν καθημερινά με την 50χρονη γυναίκα
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr