Τη μάχη με τον χρόνο κερδίζει το
Ισραήλ που ηγείται της κούρσας των εμβολιασμών, σε μια περίοδο που κυβερνητικά επιτελεία ανά τον κόσμο ψάχνουν ακόμη τη στρατηγική επιτάχυνσης της διαδικασίας.
Το παράδειγμα του Ισραήλ αποτελεί αντικείμενο έρευνας την ώρα που ορισμένες χώρες επεξεργάζονται σχέδιο καθυστέρησης της δεύτερης δόσης του εμβολίου.
Η
Γερμανία εισηγήθηκε την καθυστέρηση έγχυσης της δεύτερης δόσης με σκοπό να λάβουν περισσότεροι την πρώτη, ενώ η βρετανική κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον προκρίνει την τριών μηνών καθυστέρηση μέχρι τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου της Pfizer, πολιτική που έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις στους επιστημονικούς κόλπους.
Πολλοί αναρωτιούνται μέσα στην αμηχανία της χορήγησης των εμβολίων πώς τα κατάφερε το Ισραήλ, καθώς την πρώτη δόση του εμβολίου της Pfizer έχουν λάβει
1,4 εκατομμύρια πολίτες, αριθμός που απαρτίζει το ένα έκτο του πληθυσμού, σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες από την κυκλοφορία του εμβολίου.
Το υπουργείο Υγείας του Ισραήλ εξηγεί ότι
χωρίζει τα προϊόντα Pfizer σε μικρές παρτίδες ώστε να μεταφερθούν σε απομακρυσμένα σημεία της χώρας.
Ορισμένοι νοσηλευτές βγάζουν, από την άλλη,
έξι δόσεις από κάθε φιαλίδιο, αντί για πέντε όπως προτείνεται.
Μερικοί που ανήκουν εκτός ευάλωτης ομάδας, που αποτελεί προτεραιότητα, έχουν εμβολιαστεί σε κλινικές λαμβάνοντας εφεδρικές δόσεις.
Στους περίπου
100.000 φτάνουν, συγκεκριμένα, Ισραηλινοί που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 20 - 40 ετών και που έχουν εμβολιαστεί.
Η επιτυχία οφείλεται και στο γεγονός ότι το Ισραήλ προχώρησε σε
παραγγελίες αποθεμάτων των εμβολίων των Pfizer/BioNTech, Moderna και Oxford/AstraZeneca προτού εγκριθούν επισήμως από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές.
Η έξυπνη πολιτική των συμφωνιών με τις φαρμακευτικές εταιρείες χάρισε την πρωτιά στο Ισραήλ.
Το σύστημα υγείας της χώρας αποτέλεσε, ακόμη, πεδίο έλξης για τις φαρμακευτικές εταιρείες. Οι Ισραηλινοί καλούνται να εγγραφούν σε
έναν από τους τέσσερις ανταγωνιστικούς αλλά μη κερδοσκοπικούς παρόχους υγειονομικής περίθαλψης.
Το 2020, μάλιστα, το Bloomberg κατέταξε το Ισράηλ στην πέμπτη θέση μετά την Σιγκπούρη, το Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα στην ποιότητα του υγειονομικού πεδίου, ενώ ο μέσος όρος ζωής στη συγκεκριμένη χώρα είναι από τους υψηλότερους στον κόσμο, φτάνοντας στα 83 χρόνια.