Με καινοτόμες λύσεις, συσκευές που σκέφτονται, βιώσιμη φιλοσοφία και υψηλή αισθητική, η BSH πρωτοπορεί φέρνοντας την τεχνολογία στο κέντρο μιας απολαυστικής και συναρπαστικής καθημερινότητας που εξασφαλίζει έναν καλύτερο τρόπο ζωής.
Η δίκη του αιώνα με 355 μαφιόζους στο εδώλιο
Η δίκη του αιώνα με 355 μαφιόζους στο εδώλιο
Πάνω από 900 μάρτυρες, 700 συνήγοροι υπεράσπισης, 58 προστατευόμενοι μάρτυρες κατηγορίας στη μητέρα όλων των δικών για την πολυεθνική εγκληματική οργάνωση Ντρανγκέτα, της οποίας ο ετήσιος τζίρος από το εμπόριο κοκαΐνης και άλλες παράνομες δραστηριότητες ξεπερνά τα 60 δισ. ευρώ
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ενα κλειστό στάδιο θα ήταν ίσως η καλύτερη επιλογή για τη δίκη-μαμούθ της Ντρανγκέτα. Οι κατηγορούμενοι φτάνουν τους 355. Οι μάρτυρες φτάνουν τους 900, ενώ 700 είναι οι συνήγοροι υπεράσπισης και 58 οι προστατευόμενοι μάρτυρες κατηγορίας, οι καταθέσεις των οποίων αναμένεται να κρίνουν την έκβαση της δίκης, εφόσον φέρονται διατεθειμένοι να σπάσουν τον όρκο σιωπής, την περιβόητη ομερτά, για να αποκαλύψουν με κάθε λεπτομέρεια τη φρίκη της καλαβρέζικης μαφίας.
Τα πάντα σε αυτή την υπόθεση φαντάζουν κολοσσιαία. Μόνο για να αναγνωστούν τα ονόματα των διαδίκων χρειάστηκαν τρεις ώρες. Δέος προκαλεί το πλήθος των κατηγορουμένων και ο ασύλληπτος αριθμός των εγκλημάτων για τα οποία καλούνται να απολογηθούν. Ο ετήσιος όγκος του τζίρου από το εμπόριο κοκαΐνης και άλλες παράνομες δραστηριότητες για την «πολυεθνική» Ντρανγκέτα και το παγκόσμιο δίκτυό της είναι της τάξης των 60 δισ. ευρώ. Στην Ιταλία έχουν εφεύρει ειδικό όρο για τέτοιου είδους ακροαματικές διαδικασίες, μολονότι δεν γίνονται συχνά. Μaxiprocesso, η «μεγα-δίκη». Το δεδικασμένο είναι ζοφερό, καθώς το προηγούμενο Μaxiprocesso διήρκεσε έξι χρόνια, από το 1986 έως το 1992. Από τους κατηγορούμενους ως αυτουργούς ή συνεργούς στα αναρίθμητα εγκλήματα της σικελιάνικης μαφίας, της Κόζα Νόστρα, 338 άτομα άκουσαν ποινές συνολικά 2.665 ετών κάθειρξης. Εκτός αυτών, η ετυμηγορία του δικαστηρίου επέβαλε 19 ισόβια δεσμά στους «εγκεφάλους» της οργάνωσης. Ομως, με εντολή του τότε φυγόδικου padre padrone Σαλβατόρε Ρίινα, εκτελέστηκαν με ειδεχθή τρόπο οι δύο βασικοί δημόσιοι κατήγοροι Τζιοβάνι Φαλκόνε και Πάολο Μπορσελίνο, οι οποίοι είχαν κατορθώσει να σύρουν την πανίσχυρη Μαφία στο δικαστήριο.
Η δίκη που ξεκίνησε την περασμένη Τετάρτη αφορά τη δράση μόνο μιας οικογένειας από όσες έχουν ενεργή ανάμειξη στις επιχειρήσεις της Ντρανγκέτα. Πρόκειται για τους Μανκούζο, με ηγέτη τον 66χρονο Λουίτζι, τον λεγόμενο και «Θείο», ο οποίος βρίσκεται ήδη στη φυλακή από προηγούμενη καταδίκη. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα ο Νικόλα Γκρατέρι, λόγω της ιδιότητάς του ως δημόσιου κατηγόρου και πρωτεργάτη στην προσπάθεια να δικαστεί -και ιδανικά να εξουδετερωθεί- η Ντρανγκέτα, γνωρίζει πολύ καλά ότι βρίσκεται στο στόχαστρο της πλέον αδίστακτης εγκληματικής οργάνωσης στον κόσμο, όπως και ότι μπορεί να πληρώσει με τη ζωή του την αφοσίωση στο καθήκον. Τα τελευταία 30 χρόνια ο Γκρατέρι έχει αναγκαστεί να ζει με μόνιμη συντροφιά την απειλή ενός αιφνίδιου, βίαιου θανάτου. Ο ίδιος περιγράφει την καθημερινότητά του ως εξής: «Δεν έχω πάει στον κινηματογράφο τα τελευταία 30 χρόνια. Εδώ και δύο δεκαετίες δεν έχω βγει για φαγητό σε εστιατόριο. Δεν κάνω ούτε 10 μέτρα χωρίς το θωρακισμένο αυτοκίνητό μου. Βρίσκομαι μονίμως σε φρουρούμενα μέρη. Τρώω στο γραφείο. Το σπίτι μου είναι κατ’ ουσίαν ένα οχυρό κι έχω μια μεγάλη ομάδα από σωματοφύλακες. Εχω εκπαιδευτεί να διαχειρίζομαι τον φόβο. Κοιτάζεις τον θάνατο κατά πρόσωπο, τον εκλογικεύεις. Ειδάλλως δεν μπορεί κανείς να συνεχίσει να κάνει τη δική μου δουλειά για τόσα πολλά χρόνια».
Οι ξεγραμμένοι μάρτυρες
Ο 62χρονος Γκρατέρι κατάγεται από την Καλαβρία, την πιο φτωχή περιοχή ολόκληρης της Ιταλίας και πατροπαράδοτη έδρα της Ντρανγκέτα. Από παιδί είχε συνηθίσει να βλέπει γύρω του πτώματα και να ακούει διηγήσεις για τις αιματοβαμμένες επιχειρήσεις της Μαφίας. Οι εμπειρίες αυτές τον έκαναν να επιλέξει τη νομική σταδιοδρομία, με στόχο ζωής να συμβάλει στην εξουδετέρωση της Ντρανγκέτα. Ωστόσο, πέρα από την προσωπική αναμέτρηση με τη Μαφία, κάτι που πιθανώς ισχύει για τον Γκρατέρι, γενικότερα η τακτική της «μεγα-δίκης» έχει επιλεγεί από την Ιταλική Δικαιοσύνη ως η μόνη πραγματικά αποτελεσματική μέθοδος για την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος και την εξάρθρωση τεράστιων οργανώσεων όπως η Ντρανγκέτα. Δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αλλιώς ο «Θείος» Λουίτζι Μανκούζο, μαζί με τους συγγενείς και τους συνεργούς του, τύπους που βασιλεύουν στον υπόκοσμο με ψευδώνυμα όπως «Λύκος», «Κατσικάκι», «Χοντρούλης», «Ξανθός», «Μυταράς», «Στεγνωτήρας», «Γλυκούλης» κ.ο.κ. Ολοι αυτοί κατηγορούνται για μια ατελείωτη σειρά από βαρύτατα ποινικά αδικήματα, όπως δολοφονίες, παράνομη κατοχή και λαθρεμπόριο όπλων, διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών, απαγωγές, εκβιασμούς, ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Εκτός από τους κατεξοχήν μαφιόζους της Ντρανγκέτα, μεταξύ των κατηγορουμένων συγκαταλέγονται πολιτικοί και δημόσιοι λειτουργοί ή «πολίτες υπεράνω πάσης υποψίας» με ευυπόληπτες επαγγελματικές ιδιότητες. Η δίκη διεξάγεται στην Καλαβρία, στην πόλη Λαμέτσια Τέρμε, σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο-φρούριο, με εκατοντάδες γραφεία και οθόνες, καθώς και με σιδερόφρακτα κλουβιά για τους ήδη φυλακισμένους κατηγορούμενους.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται οι καταθέσεις των «pentiti», των ανθρώπων εκείνων που υπήρξαν ενεργά μέλη της Ντρανγκέτα και αποφάσισαν να μετατραπούν σε καρφιά των συγγενών τους. Ενας από αυτούς είναι ο ανιψιός του «Θείου», ο Εμανουέλε Μανκούζο, ο οποίος, σε δραματική ανοιχτή επιστολή του, εκφράζει την αγωνία για τη δική του ζωή αλλά κυρίως για την ασφάλεια της μόλις 2,5 ετών κόρης του. Ο Εμανουέλε αποκαλύπτει ότι ο Λουίτζι Μανκούζο τον έχει επικηρύξει προσφέροντας 1 εκατ. ευρώ σε όποιον τον δολοφονήσει. Γράφει επίσης ότι ο ίδιος θέλησε να ενταχθεί στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές αποκηρύσσοντας το εγκληματικό του παρελθόν με την Ντρανγκέτα για χάρη της κόρης του, προκειμένου «το παιδί μου να μεγαλώσει σε ένα υγιές και ασφαλές περιβάλλον». Ωστόσο, η σύζυγός του διαφωνεί πλήρως με την επιλογή του και προτιμά να διατηρεί σχέσεις με την Ντρανγκέτα, γεγονός που ρίχνει τον Εμανουέλε σε βαθιά απόγνωση, εξ ου και ζητά περαιτέρω κάλυψη από το ιταλικό κράτος.
Αντίθετα από τον Εμανουέλε Μανκούζο, τη φυσιογνωμία του οποίου γνωρίζει όλος ο πλανήτης από τη στιγμή που δημοσιοποιήθηκαν φωτογραφίες του, ένα άλλο καρφί εμφανίζεται μόνο με το πρόσωπό του καλυμμένο. Δεσμοί αίματος συνδέουν τον 49χρονο Λουίτζι Μποναβεντούρα με την Ντρανγκέτα, στην ιεραρχία της οποίας είχε διατελέσει υψηλόβαθμο στέλεχος. Ωστόσο, τερμάτισε την καριέρα του στο οργανωμένο έγκλημα το 2006, όταν άρχισε να συνεργάζεται με τη Δικαιοσύνη καταδίδοντας τους συγγενείς και πρώην συνεργούς του. Χάρη σε εκ των έσω μαρτυρίες, όπως αυτές του Μποναβεντούρα, δόθηκε εξήγηση στο πώς οι άνθρωποι της Ντρανγκέτα κατάφερναν πάντα να παραμένουν ασύλληπτοι. Μολονότι πρόκειται για μια κεντρικά ελεγχόμενη οργάνωση, με την κλασική διάταξη της πυραμίδας όπου όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον αρχηγό και διαχέονται προς τη βάση, η Ντρανγκέτα στρατολογεί σχεδόν αποκλειστικά μέλη ορισμένων οικογενειών από την περιοχή του όρους Ασπρομόντε της Καλαβρίας. Τα άτομα αυτά ενθαρρύνονται να κινούνται σχετικά ελεύθερα και αυτόνομα, επεκτείνοντας διαρκώς τις δραστηριότητες της οργάνωσης πολύ πέρα από την Καλαβρία. Με αυτό τον τρόπο, το δίκτυο της Ντρανγκέτα έφτασε να ελέγχει τη διακίνηση του 80% της κοκαΐνης στην Ευρώπη και να πραγματοποιεί αποστολές φορτίων με ναρκωτικά έως τις ΗΠΑ και την Αυστραλία.
Από παιδί στο αίμα
Η περίπτωση του Μποναβεντούρα είναι χαρακτηριστική των ηθών και των μεθόδων της Ντρανγκέτα. O πατέρας του ήταν αυτός που τον μύησε στο έγκλημα, μεταλαμπαδεύοντας στην επόμενη γενιά των Μποναβεντούρα γνώσεις τις οποίες είχε λάβει ο ίδιος από τον δικό του πατέρα. Ο Λουίτζι έπαιζε με αληθινά πυροβόλα όπλα από τη νηπιακή του ηλικία, έτσι ώστε να εξοικειωθεί με τη σωστή τους χρήση. Εκπαιδεύτηκε στο να σκοτώνει χωρίς έλεος ή δισταγμούς αρχίζοντας από τα ζώα. Στη σκληραγώγησή του συμπεριλαμβάνονταν δοκιμασίες αντοχής στον πόνο -σωματικό και συναισθηματικό-, αλλά και αποστολές εκτός έδρας προκειμένου να αποκτήσει κύκλο επαφών και να μάθει τις διαφορετικές διαλέκτους που χρησιμοποιούσαν τα διάφορα κατά τόπους παρακλάδια της Ντρανγκέτα.
Αφότου ολοκλήρωσε την κατάρτισή του, ο Λουίτζι ανέλαβε καθήκοντα στην πρώτη γραμμή των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης. Εχει ομολογήσει ότι είχε συμμετάσχει σε φόνους, εμπόριο ναρκωτικών, εκβιασμούς κ.λπ. Θεωρούσε τον εαυτό του στρατιώτη, ο οποίος εκτελούσε διαταγές και προσέφερε τις υπηρεσίες του στην ευρύτερη οικογένειά του. Εξ ου και δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να σκοτώνει οποιονδήποτε θα μπορούσε να βλάψει την Ντρανγκέτα, ιδιαίτερα όταν ξεσπούσε εμφύλια βεντέτα με άλλες μαφιόζικες ομάδες. Ο Λουίτζι Μποναβεντούρα δηλώνει ότι δεν θα μετανιώσει ποτέ για το ότι εκδικήθηκε τη δολοφονία ενός παιδιού από το δικό του σόι, πνίγοντας τους δράστες στο ίδιο τους το αίμα.
Οπως και ο άλλος μετανοημένος μαφιόζος, ο Εμανουέλε Μανκούζο, ο Μποναβεντούρα πέρασε στην αντίπερα όχθη του νόμου ύστερα από τη γέννηση του δεύτερου παιδιού του.
Η μαρτυρία του Μποναβεντούρα είναι κρίσιμης σημασίας διότι, πέρα από τις καθαυτό καταδόσεις των αφεντικών του εγκλήματος, αποκαλύπτει τον μελλοντικό προσανατολισμό της Ντρανγκέτα. Το νέο αίμα των ηγετικών μορφών της οργάνωσης παραμένει πιστό στις οικογενειακές αξίες, πλέον όμως δεν δίνει προτεραιότητα στην αναπαραγωγή δολοφόνων. Κατά τον Μποναβεντούρα, οι σημερινοί αρχηγοί της οργάνωσης δίνουν έμφαση στη μόρφωση των παιδιών τους, τα στέλνουν στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου προκειμένου να αναλάβουν την ανάπτυξη της οργάνωσης στα μη αιματηρά αλλά εξαιρετικά προσοδοφόρα οικονομικά εγκλήματα.
«Aγία» μαφία
Είναι αυτονόητο ότι της παραπομπής των 355 κατηγορουμένων για ανάμειξη στη δραστηριότητα της Ντρανγκέτα προηγήθηκε μακροχρόνια και διεξοδική έρευνα. Ανάμεσα σε χιλιάδες πειστήρια, ατελείωτες ώρες ηχογραφημένων υποκλοπών κ.ά., υπάρχει μια τηλεφωνική συνομιλία από τον Δεκέμβριο του 2013 μεταξύ του Λουίτζι Μανκούζο και του ιερέα των φυλακών Σεκοντιλιάνο στη Νάπολη. Ο Μανκούζο είχε φιλοξενηθεί για μερικούς μήνες στο συγκεκριμένο σωφρονιστικό κατάστημα κατά τη διάρκεια του 2012. Η συζήτηση δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αντιθέτως προς την προσφώνηση εκ μέρους του ιερωμένου: αντί των συνήθων «Ντον Λουίτζι» ή «Πριντσιπίνο» (δηλαδή «Πρόεδρέ μου»), ο παπάς αποκαλεί τον αρχιμαφιόζο «Αγιο». Ο «San Luigi» μπορεί να βαρύνεται με δεκάδες κατηγορίες, με μεγάλη πιθανότητα να περάσει το υπόλοιπο του βίου του στη φυλακή, απολαύει όμως απόλυτου σεβασμού και αφοσίωσης, ακόμη και από εκπροσώπους της Εκκλησίας. Εξάλλου, η ετυμολογία της λέξης «Ντρανγκέτα» παραπέμπει σε ηρωισμό: n ’Ndrangheta είναι παραφθορά του αρχαιοελληνικού «ανδραγαθία», εκ του «ανήρ αγαθός», εκείνου που επιδεικνύει γενναιότητα και αρετή, σύμφωνα με το ιδανικό του ανδρείου και τίμιου ανθρώπου.
Τα πάντα σε αυτή την υπόθεση φαντάζουν κολοσσιαία. Μόνο για να αναγνωστούν τα ονόματα των διαδίκων χρειάστηκαν τρεις ώρες. Δέος προκαλεί το πλήθος των κατηγορουμένων και ο ασύλληπτος αριθμός των εγκλημάτων για τα οποία καλούνται να απολογηθούν. Ο ετήσιος όγκος του τζίρου από το εμπόριο κοκαΐνης και άλλες παράνομες δραστηριότητες για την «πολυεθνική» Ντρανγκέτα και το παγκόσμιο δίκτυό της είναι της τάξης των 60 δισ. ευρώ. Στην Ιταλία έχουν εφεύρει ειδικό όρο για τέτοιου είδους ακροαματικές διαδικασίες, μολονότι δεν γίνονται συχνά. Μaxiprocesso, η «μεγα-δίκη». Το δεδικασμένο είναι ζοφερό, καθώς το προηγούμενο Μaxiprocesso διήρκεσε έξι χρόνια, από το 1986 έως το 1992. Από τους κατηγορούμενους ως αυτουργούς ή συνεργούς στα αναρίθμητα εγκλήματα της σικελιάνικης μαφίας, της Κόζα Νόστρα, 338 άτομα άκουσαν ποινές συνολικά 2.665 ετών κάθειρξης. Εκτός αυτών, η ετυμηγορία του δικαστηρίου επέβαλε 19 ισόβια δεσμά στους «εγκεφάλους» της οργάνωσης. Ομως, με εντολή του τότε φυγόδικου padre padrone Σαλβατόρε Ρίινα, εκτελέστηκαν με ειδεχθή τρόπο οι δύο βασικοί δημόσιοι κατήγοροι Τζιοβάνι Φαλκόνε και Πάολο Μπορσελίνο, οι οποίοι είχαν κατορθώσει να σύρουν την πανίσχυρη Μαφία στο δικαστήριο.
Η δίκη που ξεκίνησε την περασμένη Τετάρτη αφορά τη δράση μόνο μιας οικογένειας από όσες έχουν ενεργή ανάμειξη στις επιχειρήσεις της Ντρανγκέτα. Πρόκειται για τους Μανκούζο, με ηγέτη τον 66χρονο Λουίτζι, τον λεγόμενο και «Θείο», ο οποίος βρίσκεται ήδη στη φυλακή από προηγούμενη καταδίκη. Παρ’ όλα αυτά, σήμερα ο Νικόλα Γκρατέρι, λόγω της ιδιότητάς του ως δημόσιου κατηγόρου και πρωτεργάτη στην προσπάθεια να δικαστεί -και ιδανικά να εξουδετερωθεί- η Ντρανγκέτα, γνωρίζει πολύ καλά ότι βρίσκεται στο στόχαστρο της πλέον αδίστακτης εγκληματικής οργάνωσης στον κόσμο, όπως και ότι μπορεί να πληρώσει με τη ζωή του την αφοσίωση στο καθήκον. Τα τελευταία 30 χρόνια ο Γκρατέρι έχει αναγκαστεί να ζει με μόνιμη συντροφιά την απειλή ενός αιφνίδιου, βίαιου θανάτου. Ο ίδιος περιγράφει την καθημερινότητά του ως εξής: «Δεν έχω πάει στον κινηματογράφο τα τελευταία 30 χρόνια. Εδώ και δύο δεκαετίες δεν έχω βγει για φαγητό σε εστιατόριο. Δεν κάνω ούτε 10 μέτρα χωρίς το θωρακισμένο αυτοκίνητό μου. Βρίσκομαι μονίμως σε φρουρούμενα μέρη. Τρώω στο γραφείο. Το σπίτι μου είναι κατ’ ουσίαν ένα οχυρό κι έχω μια μεγάλη ομάδα από σωματοφύλακες. Εχω εκπαιδευτεί να διαχειρίζομαι τον φόβο. Κοιτάζεις τον θάνατο κατά πρόσωπο, τον εκλογικεύεις. Ειδάλλως δεν μπορεί κανείς να συνεχίσει να κάνει τη δική μου δουλειά για τόσα πολλά χρόνια».
Οι ξεγραμμένοι μάρτυρες
Ο 62χρονος Γκρατέρι κατάγεται από την Καλαβρία, την πιο φτωχή περιοχή ολόκληρης της Ιταλίας και πατροπαράδοτη έδρα της Ντρανγκέτα. Από παιδί είχε συνηθίσει να βλέπει γύρω του πτώματα και να ακούει διηγήσεις για τις αιματοβαμμένες επιχειρήσεις της Μαφίας. Οι εμπειρίες αυτές τον έκαναν να επιλέξει τη νομική σταδιοδρομία, με στόχο ζωής να συμβάλει στην εξουδετέρωση της Ντρανγκέτα. Ωστόσο, πέρα από την προσωπική αναμέτρηση με τη Μαφία, κάτι που πιθανώς ισχύει για τον Γκρατέρι, γενικότερα η τακτική της «μεγα-δίκης» έχει επιλεγεί από την Ιταλική Δικαιοσύνη ως η μόνη πραγματικά αποτελεσματική μέθοδος για την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος και την εξάρθρωση τεράστιων οργανώσεων όπως η Ντρανγκέτα. Δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αλλιώς ο «Θείος» Λουίτζι Μανκούζο, μαζί με τους συγγενείς και τους συνεργούς του, τύπους που βασιλεύουν στον υπόκοσμο με ψευδώνυμα όπως «Λύκος», «Κατσικάκι», «Χοντρούλης», «Ξανθός», «Μυταράς», «Στεγνωτήρας», «Γλυκούλης» κ.ο.κ. Ολοι αυτοί κατηγορούνται για μια ατελείωτη σειρά από βαρύτατα ποινικά αδικήματα, όπως δολοφονίες, παράνομη κατοχή και λαθρεμπόριο όπλων, διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών, απαγωγές, εκβιασμούς, ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Εκτός από τους κατεξοχήν μαφιόζους της Ντρανγκέτα, μεταξύ των κατηγορουμένων συγκαταλέγονται πολιτικοί και δημόσιοι λειτουργοί ή «πολίτες υπεράνω πάσης υποψίας» με ευυπόληπτες επαγγελματικές ιδιότητες. Η δίκη διεξάγεται στην Καλαβρία, στην πόλη Λαμέτσια Τέρμε, σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο-φρούριο, με εκατοντάδες γραφεία και οθόνες, καθώς και με σιδερόφρακτα κλουβιά για τους ήδη φυλακισμένους κατηγορούμενους.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται οι καταθέσεις των «pentiti», των ανθρώπων εκείνων που υπήρξαν ενεργά μέλη της Ντρανγκέτα και αποφάσισαν να μετατραπούν σε καρφιά των συγγενών τους. Ενας από αυτούς είναι ο ανιψιός του «Θείου», ο Εμανουέλε Μανκούζο, ο οποίος, σε δραματική ανοιχτή επιστολή του, εκφράζει την αγωνία για τη δική του ζωή αλλά κυρίως για την ασφάλεια της μόλις 2,5 ετών κόρης του. Ο Εμανουέλε αποκαλύπτει ότι ο Λουίτζι Μανκούζο τον έχει επικηρύξει προσφέροντας 1 εκατ. ευρώ σε όποιον τον δολοφονήσει. Γράφει επίσης ότι ο ίδιος θέλησε να ενταχθεί στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων και να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές αποκηρύσσοντας το εγκληματικό του παρελθόν με την Ντρανγκέτα για χάρη της κόρης του, προκειμένου «το παιδί μου να μεγαλώσει σε ένα υγιές και ασφαλές περιβάλλον». Ωστόσο, η σύζυγός του διαφωνεί πλήρως με την επιλογή του και προτιμά να διατηρεί σχέσεις με την Ντρανγκέτα, γεγονός που ρίχνει τον Εμανουέλε σε βαθιά απόγνωση, εξ ου και ζητά περαιτέρω κάλυψη από το ιταλικό κράτος.
Αντίθετα από τον Εμανουέλε Μανκούζο, τη φυσιογνωμία του οποίου γνωρίζει όλος ο πλανήτης από τη στιγμή που δημοσιοποιήθηκαν φωτογραφίες του, ένα άλλο καρφί εμφανίζεται μόνο με το πρόσωπό του καλυμμένο. Δεσμοί αίματος συνδέουν τον 49χρονο Λουίτζι Μποναβεντούρα με την Ντρανγκέτα, στην ιεραρχία της οποίας είχε διατελέσει υψηλόβαθμο στέλεχος. Ωστόσο, τερμάτισε την καριέρα του στο οργανωμένο έγκλημα το 2006, όταν άρχισε να συνεργάζεται με τη Δικαιοσύνη καταδίδοντας τους συγγενείς και πρώην συνεργούς του. Χάρη σε εκ των έσω μαρτυρίες, όπως αυτές του Μποναβεντούρα, δόθηκε εξήγηση στο πώς οι άνθρωποι της Ντρανγκέτα κατάφερναν πάντα να παραμένουν ασύλληπτοι. Μολονότι πρόκειται για μια κεντρικά ελεγχόμενη οργάνωση, με την κλασική διάταξη της πυραμίδας όπου όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον αρχηγό και διαχέονται προς τη βάση, η Ντρανγκέτα στρατολογεί σχεδόν αποκλειστικά μέλη ορισμένων οικογενειών από την περιοχή του όρους Ασπρομόντε της Καλαβρίας. Τα άτομα αυτά ενθαρρύνονται να κινούνται σχετικά ελεύθερα και αυτόνομα, επεκτείνοντας διαρκώς τις δραστηριότητες της οργάνωσης πολύ πέρα από την Καλαβρία. Με αυτό τον τρόπο, το δίκτυο της Ντρανγκέτα έφτασε να ελέγχει τη διακίνηση του 80% της κοκαΐνης στην Ευρώπη και να πραγματοποιεί αποστολές φορτίων με ναρκωτικά έως τις ΗΠΑ και την Αυστραλία.
Από παιδί στο αίμα
Η περίπτωση του Μποναβεντούρα είναι χαρακτηριστική των ηθών και των μεθόδων της Ντρανγκέτα. O πατέρας του ήταν αυτός που τον μύησε στο έγκλημα, μεταλαμπαδεύοντας στην επόμενη γενιά των Μποναβεντούρα γνώσεις τις οποίες είχε λάβει ο ίδιος από τον δικό του πατέρα. Ο Λουίτζι έπαιζε με αληθινά πυροβόλα όπλα από τη νηπιακή του ηλικία, έτσι ώστε να εξοικειωθεί με τη σωστή τους χρήση. Εκπαιδεύτηκε στο να σκοτώνει χωρίς έλεος ή δισταγμούς αρχίζοντας από τα ζώα. Στη σκληραγώγησή του συμπεριλαμβάνονταν δοκιμασίες αντοχής στον πόνο -σωματικό και συναισθηματικό-, αλλά και αποστολές εκτός έδρας προκειμένου να αποκτήσει κύκλο επαφών και να μάθει τις διαφορετικές διαλέκτους που χρησιμοποιούσαν τα διάφορα κατά τόπους παρακλάδια της Ντρανγκέτα.
Αφότου ολοκλήρωσε την κατάρτισή του, ο Λουίτζι ανέλαβε καθήκοντα στην πρώτη γραμμή των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης. Εχει ομολογήσει ότι είχε συμμετάσχει σε φόνους, εμπόριο ναρκωτικών, εκβιασμούς κ.λπ. Θεωρούσε τον εαυτό του στρατιώτη, ο οποίος εκτελούσε διαταγές και προσέφερε τις υπηρεσίες του στην ευρύτερη οικογένειά του. Εξ ου και δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να σκοτώνει οποιονδήποτε θα μπορούσε να βλάψει την Ντρανγκέτα, ιδιαίτερα όταν ξεσπούσε εμφύλια βεντέτα με άλλες μαφιόζικες ομάδες. Ο Λουίτζι Μποναβεντούρα δηλώνει ότι δεν θα μετανιώσει ποτέ για το ότι εκδικήθηκε τη δολοφονία ενός παιδιού από το δικό του σόι, πνίγοντας τους δράστες στο ίδιο τους το αίμα.
Οπως και ο άλλος μετανοημένος μαφιόζος, ο Εμανουέλε Μανκούζο, ο Μποναβεντούρα πέρασε στην αντίπερα όχθη του νόμου ύστερα από τη γέννηση του δεύτερου παιδιού του.
Η μαρτυρία του Μποναβεντούρα είναι κρίσιμης σημασίας διότι, πέρα από τις καθαυτό καταδόσεις των αφεντικών του εγκλήματος, αποκαλύπτει τον μελλοντικό προσανατολισμό της Ντρανγκέτα. Το νέο αίμα των ηγετικών μορφών της οργάνωσης παραμένει πιστό στις οικογενειακές αξίες, πλέον όμως δεν δίνει προτεραιότητα στην αναπαραγωγή δολοφόνων. Κατά τον Μποναβεντούρα, οι σημερινοί αρχηγοί της οργάνωσης δίνουν έμφαση στη μόρφωση των παιδιών τους, τα στέλνουν στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου προκειμένου να αναλάβουν την ανάπτυξη της οργάνωσης στα μη αιματηρά αλλά εξαιρετικά προσοδοφόρα οικονομικά εγκλήματα.
«Aγία» μαφία
Είναι αυτονόητο ότι της παραπομπής των 355 κατηγορουμένων για ανάμειξη στη δραστηριότητα της Ντρανγκέτα προηγήθηκε μακροχρόνια και διεξοδική έρευνα. Ανάμεσα σε χιλιάδες πειστήρια, ατελείωτες ώρες ηχογραφημένων υποκλοπών κ.ά., υπάρχει μια τηλεφωνική συνομιλία από τον Δεκέμβριο του 2013 μεταξύ του Λουίτζι Μανκούζο και του ιερέα των φυλακών Σεκοντιλιάνο στη Νάπολη. Ο Μανκούζο είχε φιλοξενηθεί για μερικούς μήνες στο συγκεκριμένο σωφρονιστικό κατάστημα κατά τη διάρκεια του 2012. Η συζήτηση δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αντιθέτως προς την προσφώνηση εκ μέρους του ιερωμένου: αντί των συνήθων «Ντον Λουίτζι» ή «Πριντσιπίνο» (δηλαδή «Πρόεδρέ μου»), ο παπάς αποκαλεί τον αρχιμαφιόζο «Αγιο». Ο «San Luigi» μπορεί να βαρύνεται με δεκάδες κατηγορίες, με μεγάλη πιθανότητα να περάσει το υπόλοιπο του βίου του στη φυλακή, απολαύει όμως απόλυτου σεβασμού και αφοσίωσης, ακόμη και από εκπροσώπους της Εκκλησίας. Εξάλλου, η ετυμολογία της λέξης «Ντρανγκέτα» παραπέμπει σε ηρωισμό: n ’Ndrangheta είναι παραφθορά του αρχαιοελληνικού «ανδραγαθία», εκ του «ανήρ αγαθός», εκείνου που επιδεικνύει γενναιότητα και αρετή, σύμφωνα με το ιδανικό του ανδρείου και τίμιου ανθρώπου.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα