Ενεργειακός πόλεμος: Τελικά ποιος (και τι) χάνει, ο Πούτιν ή οι Ευρωπαίοι;

Πέντε μήνες μετά την έναρξη του πολέμου, η Ευρώπη βιώνει αναταράξεις και έπεται βαρύς χειμώνας για τους πολίτες - Τα σχέδια για αναχαίτιση της ενεργειακής κρίσης και της ύφεσης στην ΕΕ

Εναν υβριδικό πόλεμο με στόχο την αναθεώρηση της παγκόσμιας τάξης ξεκίνησε ο πρόεδρος της Ρωσίας μετά την παγκόσμια «παύση» που επέβαλε η πανδημία του κορωνοϊού: με «πυρομαχικά», εκτός από τη στρατιωτική ισχύ, το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο, τον χρυσό, αλλά και τα τρόφιμα, κλονίζει την παγκόσμια ισορροπία. Τις σφοδρότερες συνέπειες υφίσταται η Γηραιά Ηπειρος, η οποία συσσωρεύει ολοένα περισσότερα προβλήματα, με προεξάρχον αυτό της ενεργειακής επάρκειας ελλείψει κυρίως φυσικού αερίου, τη στιγμή που οι περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες συμπιέζονται ασφυκτικά εξαιτίας της ραγδαίας υποχώρησης της αγοραστικής δύναμης εκατομμυρίων πολιτών, συνθήκη που επωάζει, καθώς φαίνεται, την κατάρρευση παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων, αλλά και ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων.

Το χορό της «ελεύθερης πτώσης» σειράς ευρωπαϊκών κυβερνήσεων άνοιξαν οι διπλές εκλογές της Γαλλίας τον Απρίλιο και τον Ιούνιο, με τον σημερινό πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να καταφέρνει οριακά την επανεκλογή του λίγες ημέρες μετά το ρεκόρ στην τιμή του ντίζελ, το οποίο η γαλλική κοινή γνώμη αισθάνθηκε στο σώμα της ως «δηλητήριο του Απριλίου».

Μολονότι η γαλλική κυβέρνηση μείωσε την τιμή στην αντλία κατά 0,15 ευρώ από 1ης Απριλίου μέχρι και την 1η Αυγούστου, η πρωτόγνωρη έκρηξη στις τιμές των καυσίμων συμπαρέσυρε τις τιμές των τροφίμων. Στο υψηλότερο σημείο βρέθηκε η τιμή των ζυμαρικών, η οποία αυξήθηκε κατά 39% σε σχέση με το 2021. Με τις τιμές στα γαλλικά ράφια να ξεπερνούν κάθε φαντασία, η ανάδειξη του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού της Μαρίν Λεπέν και της ριζοσπαστικής Ανυπότακτης Γαλλίας του Ζαν-Λικ Μελανσόν στις ηγέτιδες δυνάμεις της αντιπολίτευσης, παρά και τον εγνωσμένο ευρωσκεπτικισμό τους, συνιστούν τη νέα πολιτική κανονικότητα της Γαλλίας. Τους Γάλλους ψηφοφόρους δεν προβλημάτισε, άλλωστε, ούτε το γεγονός ότι παραμονές των βουλευτικών γαλλικών εκλογών η Gazprom έκλεισε τη στρόφιγγα προς το Παρίσι, με δεδομένη και τη στενή φιλική σχέση του Βλαντιμίρ Πούτιν με την προεδρική φιναλίστ Μαρίν Λεπέν.

Σε αυτό το περιβάλλον και με τη γαλλική κυβέρνηση να διασώζει με πακέτο 9,7 δισ. ευρώ την εταιρεία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας EDF (με αντίβαρο εκπτώσεις στα γαλλικά νοικοκυριά), επέκταση για την αγορά μετοχών της εξαιτίας του ρεκόρ κερδών ανακοίνωσε στα τέλη της εβδομάδας η TotalEnergies. Συγκεκριμένα, τα προσαρμοσμένα καθαρά κέρδη της αυξήθηκαν στο δεύτερο τρίμηνο του 2022 στα 9,8 δισ. δολάρια από 3,46 δισ. δολάρια το 2021, πάνω δηλαδή και από τις πλέον αισιόδοξες προβλέψεις των αναλυτών, αν και η γαλλική Εθνοσυνέλευση απέρριψε την επιβολή έκτακτης εισφοράς στα υπερκέρδη της.

Ο χορός των λαϊκιστών

Την ίδια «μεθοδολογία» -αυτή του σταδιακού περιορισμού της ροής φυσικού αερίου- ακολούθησε η Μόσχα και στην περίπτωση της Ιταλίας, ενισχύοντας τις ευρωσκεπτικιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις, ώστε να ροκανίσουν την παραμονή του πρώην διοικητή της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι στην πρωθυπουργία.

Λίγο πριν από την «ανατροπή» του και ενώ η ιταλική οικονομία παραπαίει λόγω του υπέρογκου δημόσιου χρέους της, ύψους 2,7 τρισ. ευρώ, η Gazprom προχωρούσε σε περικοπή κατά 35% της προμήθειας με φυσικό αέριο προς την ιταλική εταιρεία Eni.

Η εγγύτητα των κινήσεων του ρωσικού ενεργειακού κολοσσού με τις πολιτικές εξελίξεις στη γειτονική χώρα διαφάνηκε στις 14 Ιουλίου, ανήμερα δηλαδή της παραίτησης του Μάριο Ντράγκι, οπότε η Gazprom ανακοίνωσε αιφνιδίως την αύξηση κατά 71,4% των προμηθειών της προς τη Ρώμη, πριμοδοτώντας το φιλορωσικό αίσθημα των Ιταλών.

Το πόσο μακρύς υπήρξε ο ρωσικός δάκτυλος στο πολιτικό σκηνικό της Ιταλίας (μετά και το προηγούμενο της ανάμειξής της στις αμερικανικές εκλογές) αποκάλυψε η εφημερίδα «La Stampa», σύμφωνα με την οποία το κόμμα της Λέγκα, που πρωτοστάτησε στις διεργασίες αποπομπής του Μάριο Ντράγκι, διατηρούσε επαφές στο παρελθόν με υψηλόβαθμους διπλωμάτες της ρωσικής πρεσβείας στη Ρώμη. Οι τελευταίοι φέρονται να ενδιαφέρονταν για το «αν η Λέγκα εννοούσε να αποσύρει τους υπουργούς της από την κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι», μολονότι στελέχη της Λέγκας διέψευσαν κάθε σχετικό σενάριο. Σύμφωνα με τον ιστότοπο Politico, ωστόσο, ο επικεφαλής της Ματέο Σαλβίνι παρακάθισε σε δείπνο με τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ιδρυτή του κόμματος Forza Italia, συνωμοτώντας τηλεφωνικά με την αρχηγό του κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι για την οριστική έξοδο Ντράγκι από την πρωθυπουργία.

To ακροδεξιό κόμμα «Αδέρφια» της Ιταλίας, στο οποίο ηγείται η Τζόρτζια Μελόνι, προηγείται στις δημοσκοπήσεις ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου


Η μουσολινικών καταβολών Μελόνι, η οποία φιγουράρει πλέον ως η επικρατέστερη διάδοχος του Ιταλού τραπεζίτη στην πρωθυπουργία, καταδίκασε απερίφραστα τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία «ρετουσάροντας» το πολιτικό της προφίλ, αφού προηγουμένως το 2018 πανηγύριζε με ενθουσιασμό την επανεκλογή Πούτιν ως «την αδιαμφισβήτητη βούληση του ρωσικού λαού». Η οσμή της βενζίνης, αλλά και οι μυρωδιές της βρετανικής κουζίνας αναδίδονται πίσω από το άρωμα σκανδάλων που κόστισαν την πρωθυπουργία στον Βρετανό Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος αναγκάστηκε σε παραίτηση στις αρχές Ιουλίου μετά την αποκάλυψη ότι ήταν εν γνώσει του καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση από πλευράς βουλευτή του.

Ωστόσο, η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει αρκετά απέναντι στον Βρετανό πρωθυπουργό όχι μόνο εξαιτίας περιστατικών αποκλίνουσας κοινωνικής συμπεριφοράς του, όπως η διοργάνωση πάρτυ στην Ντάουνινγκ Στριτ μεσούσης της πανδημίας, αλλά κυρίως από τα τραύματα που επέφερε στην πλειοψηφία των Βρετανών πολιτών η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, παρά τα μέτρα ανακούφισης 15 δισ. λιρών της κυβέρνησης Τζόνσον. Η αύξηση του ενεργειακού κόστους (4.000 λίρες ετησίως στην ηλεκτρική ενέργεια), αλλά και το κόστος των τροφίμων (κυρίως στο ψωμί, στα δημητριακά και το κρέας) έφεραν τον πληθωρισμό τον περασμένο Μάιο στο 9,1%, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, στα επίπεδα δηλαδή του Μαρτίου του 1982.

«Bailout» στη Γερμανία

Η ευαλωτότητα του Βερολίνου απέναντι στη ρωσική ενεργειακή «καταιγίδα» οφείλεται στην ισχυρή εξάρτηση της Γερμανίας από τα ρωσικά αποθέματα φυσικού αερίου, τα οποία διοχετεύονταν προς τη χώρα με κύρια γραμμή διανομής τον αγωγό Nord Stream 1 και δευτερευόντως μέσω του αγωγού Yamal-Europe. Μετά την απόφαση της Gazprom να περιορίσει στο 20% των δυνατοτήτων του αγωγού την ποσότητα του φυσικού αερίου, η Γερμανία φλερτάρει ακόμη και με το ενδεχόμενο «bailout» της βιομηχανικής της παραγωγής, η οποία συνιστά το στρατηγικό της πλεονέκτημα σε περιβάλλον διεθνούς ανταγωνισμού.

Το «μαρτύριο της σταγόνας», στο οποίο υποβάλλει η Gazprom την ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και εντεύθεν, συνιστά μια σοκαριστική κατάσταση για τον μέσο Γερμανό πολίτη, καθώς η γερμανορωσική συνεργασία τον τομέα της ενέργειας επενδύθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια με πολιτική στήριξη (μέσω κυρίως της Ανγκελα Μέρκελ και του Γκέρχαρντ Σρέντερ), επενδυτική επέκταση (καθώς η θυγατρική της Gazprom, Gazprom Germania πριν αποχωρήσει τον περασμένο Απρίλιο, είχε υπό τη διαχείρισή της τη μεγαλύτερη αποθήκη φυσικού αερίου στο Rehden, χωρητικότητας 4 δισ. κυβικών μέτρων αερίου και συνολικά 5 αποθηκών σε Γερμανία και Αυστρία).

Ο καγκελάριος της Γερμανίας Όλαφ Σολτς, έχει να αντιμετωπίσει ένα πολύ δύσκολο χειμώνα στο ενεργειακό πεδίο και οι υπουργοί του προετοιμάζουν την κοινωνία για περικοπές, ακόμα και στο οικιακό ρεύμα


Δεδομένου ότι οι εισαγωγές φυσικού αερίου προς τη Γερμανία ανέρχονταν στις αρχές του 2022 σε ποσοστό 55% (από 40% το 2012), η γερμανική κυβέρνηση υλοποιεί ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τηλεργασία, περικοπές στη θέρμανση και την ψύξη, θερμοστάτη στα δημόσια κτίρια και μείωση του ηλεκτροφωτισμού. Πολλά χιλιόμετρα όμως χωρίζουν το Βερολίνο από την επίτευξη ενεργειακής επάρκειας, ιδίως στον τομέα της βιομηχανίας. Παράλληλα, η αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών από την πλευρά των εισαγωγέων φυσικού αερίου, όπως στην περίπτωση της Uniper που κρατικοποιήθηκε με πακέτο διάσωσης 15 δισ. ευρώ, για να αποφευχθεί η χρεοκοπία της, ανέβασε κατακόρυφα το κόστος του φυσικού αερίου, το οποίο καλούνται να πληρώσουν τώρα τα γερμανικά νοικοκυριά υπό τη μορφή έκτακτης εισφοράς από τον Οκτώβριο μέχρι και τον Μάρτιο του 2024, πληρώνοντας από 1,5 και μέχρι 5 λεπτά ανά κιλοβατώρα.

Στη μετακύλιση μέρους του κόστους παραγωγής στους Γερμανούς καταναλωτές προσανατολίζονται και κορυφαίες βιομηχανίες της χώρας, ενώ δεν αποκλείεται σειρά εταιρειών να αναστείλει ή να περιορίσει τις γραμμές παραγωγής, με τα προϊόντα τους να παίρνουν εξ αυτού του λόγου την ανιούσα. Για παράδειγμα, η Mercedes-Benz μελετά τώρα τη δημοπρασία μέρους από το φυσικό αέριο που έχει στη διάθεσή της, για να εξασφαλίσει επάρκεια εν όψει του χειμώνα, έχοντας εκπονήσει σχέδιο μείωσης χρήσης ενέργειας κατά 50% στις εγκαταστάσεις της. Η σκληρότητα των μέτρων φέρνει, ωστόσο, τριγμούς και εντός της γερμανικής κυβέρνησης, με την υπουργό Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ να εκτιμά πως η πλήρης διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε «λαϊκές εξεγέρσεις».
Οι κλυδωνισμοί που προκαλεί η τακτική Πούτιν είναι πλέον εμφανείς και στο πολιτικό σκηνικό της Ευρώπης, με τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να καταφέρνει οριακά την πανεκλογή του και τον Ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι να επιλέγει τον δρόμο της παραίτησης
Νέες κρίσεις προσεχώς

Δυσοίωνα, λόγω της ενεργειακής κρίσης, προοιωνίζονται τα πράγματα και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, παρότι ο πρόεδρος Μπάιντεν έχει εκκινήσει σταυροφορία για τη μείωση της τιμής του αερίου (υπολογίζεται σε 40 σεντς το γαλόνι), έχοντας αναστείλει τον ομοσπονδιακό φόρο στο αέριο για 90 ημέρες. Η εστίαση του Λευκού Οίκου στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, ο οποίος έφτασε στο 9,1% τον περασμένο Ιούνιο, εδράζεται στους φόβους για μια νέα «Μεγάλη Υφεση» τον 21ο αιώνα.

Η πληθωριστική πίεση ακουμπά κυρίως τα κατώτερα οικονομικά στρώματα και δη τη «λευκή εργατική τάξη», δηλαδή εργατικό δυναμικό που περιθωριοποιήθηκε με τη μεταφορά μέρους της δευτερογενούς παραγωγής στην Ασία, οδηγώντας τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ωστόσο, η επιδίωξη της Fed να φρενάρει την κούρσα του πληθωρισμού, ανακοινώνοντας αύξηση των επιτοκίων, συνεπάγεται την αύξηση του κόστους δανεισμού, σε μια στιγμή που η επιβράδυνση στην αγορά στέγης, η αύξηση αιτήσεων ανεργίας και η μείωση της κατανάλωσης έχουν συρρικνώσει περαιτέρω την αμερικανική οικονομία το δεύτερο τρίμηνο του 2022.



Το βαρύ πολιτικό αποτύπωμα του πληθωρισμού αναδεικνύει δημοσκόπηση του CNN, σύμφωνα με την οποία το 75% των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών επιθυμούν άλλον υποψήφιο για το κόμμα τους στις Προεδρικές εκλογές του 2022, ενώ ως μικρογραφία τους εκτιμάται ότι θα εξελιχθούν οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, όπου η ήττα των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο έχει σχεδόν προεξοφληθεί, μπλοκάροντας, σε μια τέτοια περίπτωση, το νομοθετικό έργο της διοίκησης Μπάιντεν.

Στον αντίποδα, συστηματική προσπάθεια να κεφαλαιοποιήσει το κύμα αντιδράσεων για τον πληθωρισμό επιχειρεί ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει αναγάγει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σε όχημα επιστροφής του στην εξουσία. Υποστηρίζοντας ότι ούτε ο πόλεμος του Πούτιν, ούτε ο πληθωρισμός θα συνέβαιναν στη διάρκεια μιας δικής του προεδρίας, ο Τραμπ επιχειρεί τη δυναμική επάνοδό του, επιδίωξη που δεν φαίνεται να συμμερίζονται 6 στους 10 Αμερικανούς σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Αυτό, ωστόσο, που διαφαίνεται είναι η δυναμική ενός «μετριοπαθούς τραμπισμού» απέναντι στις κοινωνικές δαπάνες των Δημοκρατικών, με πιθανούς εκφραστές τους Μάικ Πομπέο, Μάικλ Πενς και Νίκι Χέιλι, αξιωματούχοι όλοι της κυβέρνησης Τραμπ.

Νέες συμμαχίες

Η υποχώρηση της αμερικανικής οικονομίας ακουμπά και την εξωτερική της πολιτική ιδίως στο πεδίο των αμερικανοσινικών σχέσεων, με τον Τζο Μπάιντεν να ρίχνει γέφυρες προς το Πεκίνο, στη διάρκεια συνομιλίας του στα τέλη της εβδομάδας με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, τροποποιώντας ένα πλαίσιο δασμών που είχε επιβάλει ο προκάτοχός του. Η κίνηση του Λευκού Οίκου δεν μοιάζει αθώα, καθώς η νέα ρωσοσινική προσέγγιση, που ξεκίνησε στις 4 Φεβρουαρίου μεταξύ του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Σι Τζινπίνγκ (με τις φήμες να οργιάζουν ότι ο Ρώσος πρόεδρος ενημέρωσε εγκαίρως τον προκάτοχό του για την εισβολή του στην Ουκρανία), αγχώνει την Ουάσινγκτον. Εκτός από την «άμεση απειλή» της Ρωσίας, η Κίνα για πρώτη φορά περιγράφεται ως «κοινή πρόκληση» στην αναθεώρηση της «Στρατηγικής Πυξίδας» του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, καθώς το ενδεχόμενο εισβολής του Πεκίνου στην Ταϊβάν στα χνάρια του Πούτιν, φαντάζει ως εξαιρετικά πιθανό.

Ηδη το Πεκίνο (παρά την επιβράδυνση της παραγωγής λόγω των περιορισμών του κορωνοϊού) απολαμβάνει την εύνοια της Μόσχας (εισαγωγές 16,5 δισ. κ.μ. αερίου), σχεδιάζοντας από κοινού τον αγωγό «Power of Siberia 2» με έναρξη κατασκευής το 2024, ο οποίος αναμένεται να ενώσει τα δίκτυα της δυτικής Σιβηρίας με την Κίνα, ώστε η Gazprom να στέλνει απευθείας (αδύνατο σήμερα) αέριο προς το Πεκίνο. Αίροντας σε μεγάλο βαθμό το αδιέξοδο ως την εξεύρεση νέων αγορών για τα ορυκτά καύσιμά της, η Μόσχα διαθέτει σε προνομιακή τιμή και αυξημένες ποσότητες πετρέλαιο προς την Κίνα και την Ινδία, πριμοδοτώντας τες -λόγω του χαμηλού κόστους παραγωγής- στον διεθνή ανταγωνισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ινδία προμηθεύτηκε συνολικά 59 εκατομμύρια βαρέλια ρωσικού πετρελαίου μόνο το τρίμηνο Μαρτίου - Μαΐου 2022, με το Πεκίνο να απορροφά κατά το ίδιο χρονικό διάστημα 14,5 εκατομμύρια βαρέλια (τριπλάσια ποσότητα από το 2021), αλλά και το 7% της συνολικής παραγωγής ρωσικού φυσικού αερίου, δηλαδή περίπου 16,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα. Στο νέο δόγμα της Μόσχας, άλλωστε, κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η «προικοδότηση» όσων χωρών μοιράζονται μαζί της την ίδια αναθεωρητική οπτική, προκειμένου να ανοίξουν από κοινού βηματισμό για μια ευρεία γεωπολιτική αναδιάταξη και την ανάδυση μιας νέας, αυταρχικής παγκόσμιας τάξης.

Σε αυτό το τοπίο, το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) θα μπορούσε να αποτελέσει μια κάποια εναλλακτική λύση. Εντούτοις, η μαζική τροφοδοσία με υγροποιημένο φυσικό αέριο κυρίως από τις ΗΠΑ προσκρούει σε πολλαπλά εμπόδια, όπως το περιορισμένο εύρος παραγωγής, η έλλειψη υποδομών για τη μεταφορά και την αποθήκευσή του και κυρίως ο χορός δισεκατομμυρίων για την προμήθειά του, αφήνοντας εκτός νυμφώνος τα πιο αδύναμα κράτη, όπως το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και η Ινδία.

Η ξέφρενη κούρσα για την προμήθειά του εν όψει του χειμώνα έχει απογειώσει τις τιμές, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν ακόμη περισσότερο με την επιστροφή της Κίνας στις spot αγορές, υπό τον κίνδυνο να «κατακτήσει» αποθέματα που προορίζονται αυτή την ώρα για την Ευρώπη, σύμφωνα με τη Σαμάνθα Νταρτ, επικεφαλής έρευνας φυσικού αερίου της Goldman Sachs. Ηδη χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο αναζητούν εναγωνίως προμήθειες σε LNG πληρώνοντας αδρά και συγκρατώντας σε υψηλά επίπεδα τις τιμές, ενώ το σαφάρι για φυσικό αέριο κάθε μορφής δεν εμποδίζει τις συναλλαγές, ακόμη και όταν η μεγαβατώρα ξεπερνά τα 214 ευρώ, όπως δηλαδή συνέβη την επομένη της συμφωνίας των κρατών-μελών της Ε.Ε. για «ψαλίδι» 15% στη χρήση φυσικού αερίου, κίνηση η οποία δεν έπεισε σοβαρά παρόχους και αγορές.

Τα κέρδη

Στον υβριδικό μεν, ολοκληρωτικό δε πόλεμο της Μόσχας προστίθενται από το φθινόπωρο και νέες απώλειες, καθώς 52 προμηθευτές φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχουν ήδη ανακοινώσει αυξήσεις τιμών κατά μέσο όρο 50% για τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο κατά τον ιστότοπο Verivox, ενώ μερίδα αναλυτών εκτιμά ότι τα ενεργειακά διαθέσιμα σε αρκετές χώρες της Γηραιάς Ηπείρου θα αρχίσουν να εξαντλούνται ανησυχητικά γύρω στα Χριστούγεννα. Υπό αυτό το πρίσμα, ζητούμενο αποτελεί αν οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν στα ίδια επίπεδα εξαγωγής τις ποσότητες υγροποιημένου φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, συνολικά 39 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, δεδομένου ότι ο ρυθμός των εξαγωγών επιβαρύνεται και από κατά τόπους απρόοπτα, όπως η πυρκαγιά που σημειώθηκε τον Ιούνιο στο Freeport LNG, προμηθευτή του 20% του υγροποιημένου αερίου στις ΗΠΑ.



Στο ενδιάμεσο, ο μόνος κερδισμένος του ενεργειακού παιχνιδιού παραμένει ο Πούτιν, ο οποίος κατάφερε να πουλά μικρότερες ποσότητες ορυκτών καυσίμων σε αστρονομικές τιμές, σε νέες και παραδοσιακές για τη Ρωσία αγορές, αποθησαυρίζοντας «τεράστια έσοδα» κατά το ΔΝΤ, γεγονός που επιτρέπει στο Κρεμλίνο να χρηματοδοτεί τον πόλεμο της Ουκρανίας με τα λεφτά των Ευρωπαίων φορολογουμένων. Συγκεκριμένα, τις 100 πρώτες ημέρες του πολέμου η Ρωσία σημείωνε κέρδη 97 δισ. δολάρια από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, εκ των οποίων το 61%, αξίας περίπου 59 δισ. δολαρίων, προερχόταν από την Ευρώπη!

Η ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας απέναντι στις Δυτικές κυρώσεις (που έχουν κοστίσει στην Ε.Ε. ήδη 400 δισ. ευρώ), αλλά και ο έμμεσος επηρεασμός των Δυτικών κοινωνιών με δούρειο ίππο τη διάθεση ρωσικής ενέργειας, δεν είναι τα μόνο πεδία στον πόλεμο φθοράς του Βλαντιμίρ Πούτιν. Χωρίς να παραγνωρίζει την ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος, ο Ρώσος πρόεδρος προωθεί με ένταση τον Οργανισμό Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας, μια στρατιωτική συμμαχία αντίστοιχη του ΝΑΤΟ, η οποία εξέφρασε «βαθιά ανησυχία για τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση του διεθνούς συστήματος ασφάλειας» τον περασμένο Ιούνιο, ενώ προγραμματίζει στρατιωτική συνεκπαίδευση για τις 2-5 Αυγούστου, την ίδια περίοδο δηλαδή που ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα γίνει δεκτός από τον Βλαντιμίρ Πούτιν στην ιδιωτική του κατοικία στο Σότσι, όπου είθισται να υποδέχεται εγκάρδιους φίλους και στρατηγικούς του συμμάχους, «εμβαθύνοντας τους δεσμούς των δύο ηγετών», σύμφωνα με τη «Hurriyet».

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: AFP / VISUALHELLAS.GR
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr