Η βασίλισσα Ελισάβετ και οι 15 πρωθυπουργοί της: Aπό τον Τσόρτσιλ στην Τρας
12.09.2022
21:04
Η συνύπαρξή της µε τους επικεφαλής των κυβερνήσεων είχε διακυµάνσεις - Είπε το τελευταίο αντίο µόνο στον «πατέρα της νίκης» και στη «Σιδηρά Κυρία», µε την οποία είχε την πιο δύσκολη συνεργασία
Η απόφαση της Ελισάβετ να αποβιώσει ως εν ενεργεία βασίλισσα, να φτάσει ως το έσχατο τέρμα της βιολογικής ύπαρξής της παραμένοντας στον θρόνο της δεν θα μπορούσε παρά να είναι πολιτική. Οπως πολιτική σημασία -και δη μείζονα- είχε η διά βίου προσπάθειά της να διατηρήσει το γόητρο της μοναρχίας ως θεσμού, ενώ ταυτόχρονα η ίδια, ως κληρονομική κάτοχος του Στέμματος της πάλαι ποτέ Βρετανικής Αυτοκρατορίας, συμμορφωνόταν πλήρως με την ουσιαστική, ολοένα και μεγαλύτερη αποδυνάμωση της εξουσίας της.
Ιδιαίτερου πολιτικού βάρους είναι επίσης το μεγαλύτερο από τα επιτεύγματά της: το να μετατρέψει τη γυναίκα Ελισάβετ σε σύμβολο ταυτόσημο του θρόνου, όχι μόνο για την επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου και, κυρίως, όχι μόνο ως διακοσμητικό υπόλειμμα ενός κάποιου παρελθόντος που συντηρείται αποκλειστικά για εθιμοτυπικούς λόγους. Με άλλα λόγια, κάθε ενέργειά της ήταν, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, πολιτική. Κάτι που φαντάζει οξύμωρο, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η πάγια και ευλαβικά τηρούμενη θέση της βασίλισσας ήταν ανέκαθεν η πολιτική ουδετερότητα.
Η κεφαλή του κράτους στο Ηνωμένο Βασίλειο «δεν εξηγεί και δεν παραπονιέται» (βάσει του δόγματος «do not explain, do not complain»), αλλά η Ελισάβετ είχε καθιερώσει έναν εντελώς ιδιότυπο τρόπο να δηλώνει παρούσα σε κάθε εξέλιξη η οποία αφορούσε τον λαό της. Εντέλει, πέρα ως πέρα πολιτικό ήταν το κατόρθωμά της να νοηματοδοτεί τη βασιλεία με την προσωπικότητα και το ιδιαίτερο modus operandi της, παρά να υφίσταται παθητικά το αντίθετο. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς τον μηχανισμό και την εσώτερη λογική που διέπει τη βρετανική πολιτική αν δεν εντρυφήσει στο είδος της εξουσίας την οποία άσκησε η πιο διάσημη Ευρωπαία βασίλισσα, η Ελισάβετ Β’.
Παγκόσμια αίσθηση
Προς επίρρωσιν αυτού, εάν π.χ. σήμερα ζούσε ακόμη η Μάργκαρετ Θάτσερ, θα θεωρούνταν βέβαιο ότι θα φρόντιζε να παραστεί στην κηδεία της βασίλισσας Ελισάβετ. Το αντίστροφο όμως ουδέποτε θεωρήθηκε ως δεδομένο, γι’ αυτό και τον Απρίλιο του 2013, η απόφαση της βασίλισσας να παρακολουθήσει διά ζώσης τον ενταφιασμό της Θάτσερ είχε συζητηθεί έντονα, καθώς είχε προκαλέσει παγκόσμια εντύπωση. Ευλόγως, εφόσον η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πιο ισχυρές γυναίκες του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν η πιο σφοδρή που είχε ποτέ η βασίλισσα σε ολόκληρη την 70χρονη θητεία της.
Δείτε το βίντεο: Η βασίλισσα Ελισάβετ και οι 15 πρωθυπουργοί της
Και μόνο η Θάτσερ θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι την πρόσβαλε θανάσιμα και αμφισβήτησε στην πράξη το κύρος της, μεταξύ των 15 προσώπων στα οποία η Ελισάβετ ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Κι όμως, η βασίλισσα πήγε στην κηδεία της Θάτσερ, μελανειμονούσα, μάλιστα, από την κορυφή ως τα νύχια, σαν να πενθούσε δικό της άνθρωπο. Επιπλέον, το αξιοπερίεργο ήταν ότι για χάρη της Θάτσερ με την οποία τη χώριζε μια άβυσσος, η βασίλισσα παρέβη την πάγια συνήθειά της να μην παρίσταται σε κηδείες πρωθυπουργών.
Σε 70 χρόνια, η Ελισάβετ τίμησε μόνο δύο εξ αυτών με τη φυσική παρουσία της: τον σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ το 1965 και, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Η Ελισάβετ αγαπούσε βαθιά και ειλικρινά τον Τσόρτσιλ, συναισθήματα που ουδόλως έτρεφε για τη Θάτσερ. Παρ’ όλα αυτά, ο Τσόρτσιλ και η Θάτσερ ήταν οι πρωθυπουργοί που ξεχώρισε απ’ όλους τους υπόλοιπους - καθέναν για τελείως διαφορετικούς λόγους, λόγους που μόνο η ίδια η Ελισάβετ γνώριζε. Κι αν στην εξίσωση προστεθεί ο καθαυτό πολιτικός παράγοντας, ο Τσόρτσιλ ήταν το αρχέτυπο των Συντηρητικών, άρα εξ ορισμού «φιλομοναρχικός». Συντηρητική, ωστόσο, ήταν και η Θάτσερ, αλλά και εξίσου εμμονικά προσηλωμένη στην εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού -έως και αιματηρού- προγράμματος μεταρρυθμίσεων σε κάθε πτυχή της βρετανικής κοινωνίας.
Αυτό όμως δεν εμπόδιζε καθόλου την τότε πρωθυπουργό να υποστηρίζει, εξίσου φανατικά, τον θεσμό της μοναρχίας. Σε πλήρη αντίστιξη π.χ. με τον Τόνι Μπλερ, τον επίδοξο αναμορφωτή της Βρετανίας, ο οποίος αποστρεφόταν την «αρτιοσκλήρυνση» της βασιλικής δυναστείας και σχεδίαζε να την περιθωριοποιήσει - διά της μεθόδου του βίαιου εκσυγχρονισμού, αντικαθιστώντας την «παλιάς σχολής» Ελισάβετ με τη μοντέρνα λαίδη Νταϊάνα. Εντούτοις, ο Τόνι Μπλερ, ύστερα από μια αλληλουχία απρόοπτων γεγονότων και κυρίως του θανάτου της Νταϊάνας, αποδείχθηκε εντέλει ο σωτήρας της μοναρχίας.
Ιδιαίτερου πολιτικού βάρους είναι επίσης το μεγαλύτερο από τα επιτεύγματά της: το να μετατρέψει τη γυναίκα Ελισάβετ σε σύμβολο ταυτόσημο του θρόνου, όχι μόνο για την επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου και, κυρίως, όχι μόνο ως διακοσμητικό υπόλειμμα ενός κάποιου παρελθόντος που συντηρείται αποκλειστικά για εθιμοτυπικούς λόγους. Με άλλα λόγια, κάθε ενέργειά της ήταν, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, πολιτική. Κάτι που φαντάζει οξύμωρο, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η πάγια και ευλαβικά τηρούμενη θέση της βασίλισσας ήταν ανέκαθεν η πολιτική ουδετερότητα.
Η κεφαλή του κράτους στο Ηνωμένο Βασίλειο «δεν εξηγεί και δεν παραπονιέται» (βάσει του δόγματος «do not explain, do not complain»), αλλά η Ελισάβετ είχε καθιερώσει έναν εντελώς ιδιότυπο τρόπο να δηλώνει παρούσα σε κάθε εξέλιξη η οποία αφορούσε τον λαό της. Εντέλει, πέρα ως πέρα πολιτικό ήταν το κατόρθωμά της να νοηματοδοτεί τη βασιλεία με την προσωπικότητα και το ιδιαίτερο modus operandi της, παρά να υφίσταται παθητικά το αντίθετο. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς τον μηχανισμό και την εσώτερη λογική που διέπει τη βρετανική πολιτική αν δεν εντρυφήσει στο είδος της εξουσίας την οποία άσκησε η πιο διάσημη Ευρωπαία βασίλισσα, η Ελισάβετ Β’.
Παγκόσμια αίσθηση
Προς επίρρωσιν αυτού, εάν π.χ. σήμερα ζούσε ακόμη η Μάργκαρετ Θάτσερ, θα θεωρούνταν βέβαιο ότι θα φρόντιζε να παραστεί στην κηδεία της βασίλισσας Ελισάβετ. Το αντίστροφο όμως ουδέποτε θεωρήθηκε ως δεδομένο, γι’ αυτό και τον Απρίλιο του 2013, η απόφαση της βασίλισσας να παρακολουθήσει διά ζώσης τον ενταφιασμό της Θάτσερ είχε συζητηθεί έντονα, καθώς είχε προκαλέσει παγκόσμια εντύπωση. Ευλόγως, εφόσον η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πιο ισχυρές γυναίκες του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν η πιο σφοδρή που είχε ποτέ η βασίλισσα σε ολόκληρη την 70χρονη θητεία της.
Δείτε το βίντεο: Η βασίλισσα Ελισάβετ και οι 15 πρωθυπουργοί της
Και μόνο η Θάτσερ θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι την πρόσβαλε θανάσιμα και αμφισβήτησε στην πράξη το κύρος της, μεταξύ των 15 προσώπων στα οποία η Ελισάβετ ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Κι όμως, η βασίλισσα πήγε στην κηδεία της Θάτσερ, μελανειμονούσα, μάλιστα, από την κορυφή ως τα νύχια, σαν να πενθούσε δικό της άνθρωπο. Επιπλέον, το αξιοπερίεργο ήταν ότι για χάρη της Θάτσερ με την οποία τη χώριζε μια άβυσσος, η βασίλισσα παρέβη την πάγια συνήθειά της να μην παρίσταται σε κηδείες πρωθυπουργών.
Σε 70 χρόνια, η Ελισάβετ τίμησε μόνο δύο εξ αυτών με τη φυσική παρουσία της: τον σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ το 1965 και, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Η Ελισάβετ αγαπούσε βαθιά και ειλικρινά τον Τσόρτσιλ, συναισθήματα που ουδόλως έτρεφε για τη Θάτσερ. Παρ’ όλα αυτά, ο Τσόρτσιλ και η Θάτσερ ήταν οι πρωθυπουργοί που ξεχώρισε απ’ όλους τους υπόλοιπους - καθέναν για τελείως διαφορετικούς λόγους, λόγους που μόνο η ίδια η Ελισάβετ γνώριζε. Κι αν στην εξίσωση προστεθεί ο καθαυτό πολιτικός παράγοντας, ο Τσόρτσιλ ήταν το αρχέτυπο των Συντηρητικών, άρα εξ ορισμού «φιλομοναρχικός». Συντηρητική, ωστόσο, ήταν και η Θάτσερ, αλλά και εξίσου εμμονικά προσηλωμένη στην εφαρμογή ενός ριζοσπαστικού -έως και αιματηρού- προγράμματος μεταρρυθμίσεων σε κάθε πτυχή της βρετανικής κοινωνίας.
Αυτό όμως δεν εμπόδιζε καθόλου την τότε πρωθυπουργό να υποστηρίζει, εξίσου φανατικά, τον θεσμό της μοναρχίας. Σε πλήρη αντίστιξη π.χ. με τον Τόνι Μπλερ, τον επίδοξο αναμορφωτή της Βρετανίας, ο οποίος αποστρεφόταν την «αρτιοσκλήρυνση» της βασιλικής δυναστείας και σχεδίαζε να την περιθωριοποιήσει - διά της μεθόδου του βίαιου εκσυγχρονισμού, αντικαθιστώντας την «παλιάς σχολής» Ελισάβετ με τη μοντέρνα λαίδη Νταϊάνα. Εντούτοις, ο Τόνι Μπλερ, ύστερα από μια αλληλουχία απρόοπτων γεγονότων και κυρίως του θανάτου της Νταϊάνας, αποδείχθηκε εντέλει ο σωτήρας της μοναρχίας.
Ο πρωθυπουργός, τον οποίο η Ελισάβετ θα έπρεπε λογικά να περιβάλει με τη μέγιστη δυνατή ευγνωμοσύνη, καθώς ήταν αυτός που την έπεισε να παραστεί στην κηδεία της Νταϊάνας, προκειμένου να θέσει η ίδια τέρμα στη φρενίτιδα της παραφιλολογίας που κατέκλυζε τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη, παρουσιάζοντας τη βασιλική δυναστεία σε πλήρη διάλυση. Αντί για εκδήλωση ευγνωμοσύνης, όμως, η βασίλισσα προτίμησε να μην μπει ποτέ στον κόπο να μετριάσει την αποστροφή της για τον «σόουμαν» Μπλερ. Πιθανότατα διότι η Ελισάβετ δεν ήταν διατεθειμένη να συμπαθήσει έναν εξωστρεφή, θρασύ πρωθυπουργό, ο οποίος, εκτός όλων των άλλων, διέπραξε το ασυγχώρητο αμάρτημα: την απόπειρα να αναμειχθεί στα εσωτερικά ζητήματα της βασιλικής οικογένειας.
Σε σχέση με αυτό, στα μάτια της μακαρίτισσας πλέον βασίλισσας, ο Μπλερ ήταν χειρότερος ακόμη και από τον Μπόρις Τζόνσον. Τον προτελευταίο και πιθανώς τον πλέον αμφιλεγόμενο πρωθυπουργό που της υπέβαλε τα διαπιστευτήριά του και ο οποίος, μεταξύ πολλών άλλων κωμικοτραγικών «άθλων», θα φέρει για πάντα το στίγμα ότι την παραπλάνησε παρουσιάζοντας ψευδή στοιχεία προκειμένου να την πείσει να κηρύξει τη διάλυση της Βουλής για 5 εβδομάδες το φθινόπωρο του 2019, προκειμένου να μην ανακοπεί η πορεία της Βρετανίας προς το Brexit άνευ έγκυρης συμφωνίας εξόδου με την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ουίνστον ο αξεπέραστος
Στις ως άνω αναφορές σε ορισμένους από τους 15 πρωθυπουργούς οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο γνωστό οίκημα, στον αριθμό 10 της οδού Ντάουνινγκ επί βασιλείας της Ελισάβετ, δηλαδή από την πρόωρη ενθρόνισή της, στις 6 Φεβρουαρίου του 1952 έως την ημερομηνία της τελευτής της, στις 8 Σεπτεμβρίου 2022, αποτυπώνεται σχηματικά το περίπλοκο των σχέσεων ανάμεσα στον θρόνο και τους φορείς της δημοκρατικά εκλεγμένης εκτελεστικής εξουσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Καταρχάς, μία από τις ιδιαιτερότητες του βρετανικού πολιτεύματος είναι η ανυπαρξία ενός θεμελιώδους νομικού κώδικα ή αλλιώς ενός συγκεκριμένου γραπτού συντάγματος.
Ως εκ τούτου, στην πράξη τα όρια της εξουσίας την οποία διαθέτει ο εκάστοτε ένοικος του Μπάκιγχαμ είναι ρευστά και απροσδιόριστα. Εθιμικά θα έλεγε κανείς, ατύπως, αλλά κατ’ ουσίαν ο ρόλος του Βρετανού άνακτα έχει προσαρμοστεί στην ευρύτερη τάση, της παράδοσης των εξουσιών του στους αιρετούς εκπροσώπους του λαού. Απαράγραπτα θεωρούνται βασιλικά προνόμια, όπως π.χ. το να εγείρει δικαίωμα ιδιοκτησίας για κάθε αδέσποτο κύκνο ή φάλαινα εντός των χωρικών υδάτων του Ηνωμένου Βασιλείου ή ακόμη και να οδηγεί σε δημόσιο δρόμο χωρίς τη σχετική νόμιμη άδεια. Γενικότερα, όμως, θεωρείται αδιανόητο και εντελώς εκτός της σύγχρονης πρακτικής στη Δύση, το να ασκείται οποιαδήποτε εξουσία από τη βασίλισσα ή τον βασιλιά, τους συγγενείς του κ.ο.κ.
Εστω κι έτσι, όμως, η/ο κάτοχος του ανώτατου μοναρχικού τίτλου, στη Βρετανία διατηρεί το προνόμιο να «διορίζει» τον πρωθυπουργό της χώρας. Ο δε πρωθυπουργός είναι αναγκασμένος, βάσει της εθιμοτυπίας, να προσέρχεται τουλάχιστον άπαξ της εβδομάδας στο βασιλικό ανάκτορο, για την καθιερωμένη τακτική «ακρόαση» από τον ηγεμόνα, έτσι ώστε να υπάρχει διαρκής ενημέρωση επί παντός ζητήματος δημόσιου ενδιαφέροντος. Ξεκινώντας από τον πρώτο πρωθυπουργό με τον οποίο κλήθηκε να συνεργαστεί η Ελισάβετ, τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, οι βασιλικές ακροάσεις ήταν περισσότερο μαθήματα πολιτικής ή εύθυμες κοινωνικές συναντήσεις, παρά κομμάτι ενός προκαθορισμένου τυπικού. Το 1952, όταν η Ελισάβετ κάθισε για πρώτη φορά στον θρόνο του Ηνωμένου Βασιλείου, ήταν ελάχιστα προετοιμασμένη να ασκήσει βασιλικά καθήκοντα.
Στα 26 της χρόνια, περισσότερο θύμιζε ένα κορίτσι που το είχαν σπρώξει βίαια στη σκηνή, παρά τη διάδοχο του Γεωργίου ΣΤ’, ο οποίος απεβίωσε 56 ετών εξαιτίας επιπλοκών από μια χειρουργική επέμβαση στους πνεύμονες. Σε ό,τι αφορά τον Τσόρτσιλ, ο πανούργος, πολύπειρος και πολυσχιδής πρωταγωνιστής στις αλλεπάλληλες, αδυσώπητα σκληρές ιστορικές περιπέτειες που πέρασε η Βρετανία, η Ευρώπη και ολόκληρος ο κόσμος, το 1952 ήταν πλέον 78 ετών. Σε αυτόν η Ελισάβετ είδε αμέσως μια πατρική φιγούρα - αλλά και κάτι περισσότερο.
Η σχέση τους πολύ γρήγορα εξελίχθηκε, πέρα από το παιχνίδι των ρόλων, ανάμεσα στον σοφό μέντορα και την πρόθυμη νεαρή μαθήτρια, η οποία επιθυμεί διακαώς να διδαχτεί τα μυστικά της υψηλής πολιτικής από μια πραγματική αυθεντία. Ο Τσόρτσιλ απολάμβανε τις συζητήσεις μαζί της, διασκέδαζε με την άγουρη αλλά έντονη προσωπικότητά της και, τουλάχιστον, σύμφωνα με βιογράφους αμφοτέρων, ο γηραιός ηγέτης έμοιαζε να έχει ανακαλύψει στο πρόσωπο της βασίλισσάς του έναν απροσδόκητο έρωτα - έστω και του πλατωνικού είδους.
Και, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η Ελισάβετ ανταποκρινόταν εκδηλώνοντας τα ίδια συναισθήματα. Για τον Τσόρτσιλ ήταν «το ιδανικό πρόσωπο για να ενσαρκώσει τον ρόλο της βασίλισσας. Οσο και εάν έψαχναν οι ιμπρεσάριοι, δεν θα μπορούσαν ποτέ να βρουν κάποια καλύτερη από την Ελισάβετ». Κι εκείνη ανταπέδιδε τη φιλοφρόνηση, κατ’ ιδίαν και δημοσίως, τονίζοντας ότι «δεν θα υπάρξει ποτέ κανένας διάδοχός του που θα κερδίσει μια θέση στην καρδιά μου όπως αυτή που κατέχει ο πρώτος μου πρωθυπουργός».
Η τέχνη της προσαρμογής
Ο Τσόρτσιλ αποσύρθηκε το 1955, έχοντας συνυπάρξει με την Ελισάβετ κατά την πρώτη τριετία της στον θρόνο. Τον διαδέχτηκαν τρεις γκρίζες φιγούρες, μέλη της βρετανικής αριστοκρατίας, ο Αντονι Ιντεν, ο Χάρολντ Μακμίλαν και ο Αλεκ Ντάγκλας-Χιουμ. Καθώς όμως η Δυτική κοινωνία ανέβαζε ταχύτητα εισερχόμενη με φόρα στην εκρηκτική δεκαετία του ’60, το πρότυπο αυτών των θαμπών, βαθιά συντηρητικών ηγετών, φαινόταν όλο και πιο ξεπερασμένο. Υπ’ αυτή την έννοια, οι προαναφερθέντες λειτούργησαν σαν πρόδρομοι της πρώτης μεγάλης αλλαγής που επήλθε στη μεταπολεμική πολιτική σκηνή της Βρετανίας.
Μια αλλαγή την οποία ευαγγελιζόταν ένας νευρώδης, δυναμικός άνδρας με φυσικό επικοινωνιακό χάρισμα. Ηταν ο Χάρολντ Γουίλσον, ο οποίος το 1964 έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός του Εργατικού κόμματος, όχι μόνο επί των ημερών της Ελισάβετ ως βασίλισσας, αλλά και ύστερα από 14 χρόνια μονοπωλιακής κυριαρχίας των Συντηρητικών. Ολως περιέργως, η «γαλαζοαίματη» Ελισάβετ βρήκε αμέσως έναν κοινό κώδικα συνεννόησης με τον Γουίλσον, μέχρι του σημείου να αναπτυχθεί μεταξύ τους μια γνήσια φιλία.
Οι εβδομαδιαίες ακροάσεις παρατάθηκαν και αντί των καθιερωμένων 30 λεπτών, οι συζητήσεις στην αίθουσα του θρόνου διαρκούσαν πλέον 2 ώρες και, καθώς ο Χάρολντ Γουίλσον ήταν ανασφαλής, περιμένοντας ανά πάσα στιγμή πισώπλατες μαχαιριές από τους υπουργούς και τους συνεργάτες του, έβρισκε καταφύγιο στην εντιμότητα και την ευθύτητα της Ελισάβετ. Ο Γουίλσον διετέλεσε πρωθυπουργός για δύο θητείες (μη διαδοχικές, 1964-1970 και 1974-1976) και ήταν αυτός που σύστησε τη βασίλισσα στους Beatles, και το 1969 την έπεισε να αποστείλει συγχαρητήρια επιστολή στους Αμερικανούς αστροναύτες που πάτησαν στη Σελήνη - αν και η ίδια δεν έπαψε να φοβάται ότι τέτοιου είδους αβρότητες θα μπορούσαν πολύ εύκολα να παρεξηγηθούν ως υπερβολικά ελαφρές, φτηνές και εν γένει αταίριαστες με το status της θέσης της.
Ως ανέκδοτο από τη θητεία του Χάρολντ Γουίλσον αλλά και τη νοοτροπία της Ελισάβετ αναφέρεται η φιλόδοξη απόπειρα του διοικητή των ταχυδρομείων να τυπώσει καινούρια γραμματόσημα χωρίς το πρόσωπο της βασίλισσας. Ο Γουίλσον, πονηρά σκεπτόμενος, επέτρεψε στον συνεργάτη του -κάτι σαν υπουργό της εποχής- να παρουσιάσει την ιδέα του απευθείας στην Ελισάβετ. Η οποία προσποιήθηκε πως δεν εκπλήσσεται καθόλου με τη ρηξικέλευθη πρόταση, μόλις όμως αποχώρησε ο διοικητής, κάλεσε τον Χάρολντ Γουίλσον στο τηλέφωνο.
Και ευγενικά αλλά απερίφραστα του κατέστησε σαφές ότι το Στέμμα θα ήταν ιδιαιτέρως δυσαρεστημένο εάν στην αλληλογραφία τους οι Βρετανοί δεν χρησιμοποιούσαν γραμματόσημα με το χαρακτηριστικό βασιλικό μπούστο, σε άποψη κλασικού προφίλ. Βέβαια, η στενή και κατά το πλείστον αρμονική συνεργασία της Ελισάβετ με τον Χάρολντ Γουίλσον δεν είχε μόνο εύθυμες στιγμές, με τον πρωθυπουργό των Εργατικών να χαλιναγωγεί τη λαϊκή δυσφορία και, κυρίως, τις αντιμοναρχικές τάσεις. Τον Οκτώβριο του 1966 συνέβη μια τρομερή καταστροφή, στο χωριό Αμπερφαν της Ουαλίας.
Εξαιτίας μιας τεράστιας κατολίσθησης στον τεχνητό λοφίσκο που είχε σχηματιστεί από τα υπολείμματα του τοπικού ανθρακωρυχείου, υπήρξαν εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες, οι περισσότεροι ανήλικοι μαθητές που καταπλακώθηκαν μέσα στο σχολείο τους εν ώρα μαθήματος. Ηταν μια ανείπωτη εθνική τραγωδία. Ο Γουίλσον έσπευσε αμέσως επιτόπου, όμως η Ελισάβετ αιφνιδιάστηκε και σε πρώτη φάση αρνήθηκε να τον ακολουθήσει, θεωρώντας ότι δεν άρμοζε στη βασίλισσα να δώσει παράσταση πάνω από τα παρατεταγμένα φέρετρα των θυμάτων, καπηλευόμενη τον πόνο των υπηκόων της.
Εντέλει, όμως, πείστηκε και μετέβη στον τόπο της καταστροφής, 8 ημέρες μετά το συμβάν. Στο κινηματογραφημένο υλικό της εποχής είναι κάτι περισσότερο από εμφανές το σοκ της∙ για πρώτη φορά στη ζωή της και παρά την εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ερχόταν σε άμεση επαφή με τον μαζικό θάνατο και την απέραντη οδύνη των πραγματικών ανθρώπων. Λέγεται ότι έκτοτε οι εικόνες που αντίκρισε στο Αμπερφαν τη στοίχειωσαν για το υπόλοιπο του βίου της.
Απέναντι στη Θάτσερ
Τον Μάιο του 1979, όταν εξελέγη για πρώτη φορά πρωθυπουργός, η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν 54 ετών, ελάχιστα μεγαλύτερη από την Ελισάβετ. Αίφνης υπήρχαν «δύο βασίλισσες στην ίδια κυψέλη» και η εξουσία στη Μεγάλη Βρετανία έπρεπε να μοιραστεί -συμβολικά κυρίως- ανάμεσα σε δύο γυναίκες, δύο ισχυρές προσωπικότητες με πολλές ομοιότητες, αλλά και ακόμη περισσότερες αγεφύρωτες διαφορές. Η Ελισάβετ κατάλαβε αμέσως ότι η Θάτσερ ήταν η πιο απαιτητική περίπτωση πρωθυπουργού που είχε συναντήσει έως τότε. Για την ακρίβεια, επρόκειτο για μια γυναίκα-οδοστρωτήρα.
Οι εβδομαδιαίες «ακροάσεις» μετατράπηκαν σε καταιγιστικούς μονολόγους της πρωθυπουργού. Η οποία, εν αντιθέσει προς κάθε κανόνα καλών τρόπων, ευγενείας κ.λπ. μιλούσε αποκλειστικά στο α’ ενικό: «Εγώ κρίνω», «εγώ πιστεύω», «εγώ αποφάσισα» κ.ο.κ. Είναι πασίδηλο ότι το διάσημο παρωνύμιο «Σιδηρά Κυρία» δεν της αποδόθηκε τυχαία. Για το έργο της Θάτσερ, τις απόψεις της για την οικονομία, την πρόοδο της κοινωνίας, για την πάταξη του συνδικαλισμού, αλλά και την ανυποχώρητη σκληρότητά της, έχει γραφτεί πλήθος μελετών, αναλύσεων και βιογραφιών.
Σε αυτές περιλαμβάνονται εκτενείς διηγήσεις για τα γεγονότα που οδήγησαν την πρωθυπουργό σε σύγκρουση με τη βασίλισσα, με το κυριότερο από αυτά να αφορά στην εκμετάλλευση της κρίσης στα Νησιά Φόκλαντ, αυτή την απομακρυσμένη κτήση της Βρετανίας στο Νότιο Ατλαντικό. Ο πόλεμος που κήρυξε το Ηνωμένο Βασίλειο στην Αργεντινή, το 1982, ήταν η χρυσή ευκαιρία της Θάτσερ να αναστρέψει το πάνδημο κύμα δυσαρέσκειας εις βάρος της. Ανεργία, φτώχεια, κοινωνική αναταραχή είχαν καταβαραθρώσει τη δημοτικότητά της και ένας πόλεμος γοήτρου ήταν το θείο δώρο που έφασε ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για εκείνη. Ο Βρετανικός Στρατός κατήγαγε έναν εύκολο θρίαμβο και η πρωθυπουργός ιδιοποιήθηκε με αριστοτεχνικό τρόπο τη νίκη.
Εν μια νυκτί, η δημοτικότητά της εκτοξεύτηκε κατά 16% και οι Βρετανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους, αυτή τη φορά όχι για να συμπλακούν με την Αστυνομία στο πλαίσιο διαδηλώσεων, αλλά για να δοξάσουν τους ήρωες που επέστρεφαν από τα Φόκλαντ. Μόνο που εκ μέρους της Μεγάλης Βρετανίας, στο κεντρικό κάθισμα των επισήμων δεν βρισκόταν, όπως πάντα, η βασίλισσα, αλλά η Μάργκαρετ Θάτσερ. Σημειολογικά, η ανατροπή της Ελισάβετ ήταν ολοκληρωτική και απροκάλυπτη. Ακόμη και συνεργάτες της πρωθυπουργού ένιωσαν οργή και αποτροπιασμό από αυτό το αντιβασιλικό, αναίμακτο «πραξικόπημα». Πολλοί Συντηρητικοί ψιθύριζαν μέσα από τα δόντια τους «απαράδεκτη», «ελεεινή» για την πανίσχυρη πλέον πρωθυπουργό, η οποία είχε πρακτικά εκτοπίσει τη φυσική ηγέτιδα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Εκτός από την υπόθεση των Φόκλαντ, μέχρι την αποχώρηση της Θάτσερ από την Ντάουνινγκ Στριτ, θα ακολουθούσαν κι άλλες κρίσεις, οι οποίες όμως απλώς θα επιδείνωναν τις ήδη κατεστραμμένες σχέσεις της πρωθυπουργού με τη βασίλισσα. Οπως μετά τη Θάτσερ θα ακολουθούσε ένας σεβαστός αριθμός ηγετών Συντηρητικών ως επί το πλείστον -εξαιρουμένων των Τόνι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν, την περίοδο 1997-2010. Μεταξύ αυτών, εμφανίστηκαν άλλες δύο γυναίκες, η Τερέζα Μέι (2016 - 2019) και, πριν από μόλις λίγες ημέρες, η Λιζ Τρας, η τελευταία πολιτικός που έλαβε το χρίσμα της πρωθυπουργίας επισήμως από τη βασίλισσα Ελισάβετ.
Ισως όμως κανένα άλλο πρόσωπο, άντρας ή γυναίκα, που ανέλαβε να κυβερνήσει τη Βρετανία στα 70 χρόνια της ηγεμονίας της δεν αποκάλυψε τόσα στοιχεία για τις αρχές και το ήθος της Ελισάβετ όσο η Μάργκαρετ Θάτσερ. Ενδεχομένως διότι ακόμη και η ιδιοφυής «Σιδηρά Κυρία», μια γυναίκα με τόση πυγμή ώστε να επιβάλει τη θέλησή της σχεδόν σε όλο τον κόσμο, δεν απέφυγε την ύβρη και την αλαζονεία. Δηλαδή τις αόρατες, αλλά θανάσιμα επικίνδυνες παγίδες στις οποίες η βασίλισσα Ελισάβετ φρόντισε να μην πέσει ποτέ.
Ειδήσεις σήμερα:
O Τσαβούσογλου απειλεί: Μαζέψτε τα μυαλά σας, συνέλθετε, μην γίνεστε όργανα άλλων
Στα 350 ευρώ το επίδομα θέρμανσης - Ενίσχυση 250 ευρώ σε 2,3 εκατομμύρια πολίτες
Εισαγγελέας για Πισπιρίγκου: Έβαλε με σύριγγα την κεταμίνη στην Τζωρτζίνα από τη γαστροστομία
Σε σχέση με αυτό, στα μάτια της μακαρίτισσας πλέον βασίλισσας, ο Μπλερ ήταν χειρότερος ακόμη και από τον Μπόρις Τζόνσον. Τον προτελευταίο και πιθανώς τον πλέον αμφιλεγόμενο πρωθυπουργό που της υπέβαλε τα διαπιστευτήριά του και ο οποίος, μεταξύ πολλών άλλων κωμικοτραγικών «άθλων», θα φέρει για πάντα το στίγμα ότι την παραπλάνησε παρουσιάζοντας ψευδή στοιχεία προκειμένου να την πείσει να κηρύξει τη διάλυση της Βουλής για 5 εβδομάδες το φθινόπωρο του 2019, προκειμένου να μην ανακοπεί η πορεία της Βρετανίας προς το Brexit άνευ έγκυρης συμφωνίας εξόδου με την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ουίνστον ο αξεπέραστος
Στις ως άνω αναφορές σε ορισμένους από τους 15 πρωθυπουργούς οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο γνωστό οίκημα, στον αριθμό 10 της οδού Ντάουνινγκ επί βασιλείας της Ελισάβετ, δηλαδή από την πρόωρη ενθρόνισή της, στις 6 Φεβρουαρίου του 1952 έως την ημερομηνία της τελευτής της, στις 8 Σεπτεμβρίου 2022, αποτυπώνεται σχηματικά το περίπλοκο των σχέσεων ανάμεσα στον θρόνο και τους φορείς της δημοκρατικά εκλεγμένης εκτελεστικής εξουσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Καταρχάς, μία από τις ιδιαιτερότητες του βρετανικού πολιτεύματος είναι η ανυπαρξία ενός θεμελιώδους νομικού κώδικα ή αλλιώς ενός συγκεκριμένου γραπτού συντάγματος.
Ως εκ τούτου, στην πράξη τα όρια της εξουσίας την οποία διαθέτει ο εκάστοτε ένοικος του Μπάκιγχαμ είναι ρευστά και απροσδιόριστα. Εθιμικά θα έλεγε κανείς, ατύπως, αλλά κατ’ ουσίαν ο ρόλος του Βρετανού άνακτα έχει προσαρμοστεί στην ευρύτερη τάση, της παράδοσης των εξουσιών του στους αιρετούς εκπροσώπους του λαού. Απαράγραπτα θεωρούνται βασιλικά προνόμια, όπως π.χ. το να εγείρει δικαίωμα ιδιοκτησίας για κάθε αδέσποτο κύκνο ή φάλαινα εντός των χωρικών υδάτων του Ηνωμένου Βασιλείου ή ακόμη και να οδηγεί σε δημόσιο δρόμο χωρίς τη σχετική νόμιμη άδεια. Γενικότερα, όμως, θεωρείται αδιανόητο και εντελώς εκτός της σύγχρονης πρακτικής στη Δύση, το να ασκείται οποιαδήποτε εξουσία από τη βασίλισσα ή τον βασιλιά, τους συγγενείς του κ.ο.κ.
Εστω κι έτσι, όμως, η/ο κάτοχος του ανώτατου μοναρχικού τίτλου, στη Βρετανία διατηρεί το προνόμιο να «διορίζει» τον πρωθυπουργό της χώρας. Ο δε πρωθυπουργός είναι αναγκασμένος, βάσει της εθιμοτυπίας, να προσέρχεται τουλάχιστον άπαξ της εβδομάδας στο βασιλικό ανάκτορο, για την καθιερωμένη τακτική «ακρόαση» από τον ηγεμόνα, έτσι ώστε να υπάρχει διαρκής ενημέρωση επί παντός ζητήματος δημόσιου ενδιαφέροντος. Ξεκινώντας από τον πρώτο πρωθυπουργό με τον οποίο κλήθηκε να συνεργαστεί η Ελισάβετ, τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, οι βασιλικές ακροάσεις ήταν περισσότερο μαθήματα πολιτικής ή εύθυμες κοινωνικές συναντήσεις, παρά κομμάτι ενός προκαθορισμένου τυπικού. Το 1952, όταν η Ελισάβετ κάθισε για πρώτη φορά στον θρόνο του Ηνωμένου Βασιλείου, ήταν ελάχιστα προετοιμασμένη να ασκήσει βασιλικά καθήκοντα.
Στα 26 της χρόνια, περισσότερο θύμιζε ένα κορίτσι που το είχαν σπρώξει βίαια στη σκηνή, παρά τη διάδοχο του Γεωργίου ΣΤ’, ο οποίος απεβίωσε 56 ετών εξαιτίας επιπλοκών από μια χειρουργική επέμβαση στους πνεύμονες. Σε ό,τι αφορά τον Τσόρτσιλ, ο πανούργος, πολύπειρος και πολυσχιδής πρωταγωνιστής στις αλλεπάλληλες, αδυσώπητα σκληρές ιστορικές περιπέτειες που πέρασε η Βρετανία, η Ευρώπη και ολόκληρος ο κόσμος, το 1952 ήταν πλέον 78 ετών. Σε αυτόν η Ελισάβετ είδε αμέσως μια πατρική φιγούρα - αλλά και κάτι περισσότερο.
Η σχέση τους πολύ γρήγορα εξελίχθηκε, πέρα από το παιχνίδι των ρόλων, ανάμεσα στον σοφό μέντορα και την πρόθυμη νεαρή μαθήτρια, η οποία επιθυμεί διακαώς να διδαχτεί τα μυστικά της υψηλής πολιτικής από μια πραγματική αυθεντία. Ο Τσόρτσιλ απολάμβανε τις συζητήσεις μαζί της, διασκέδαζε με την άγουρη αλλά έντονη προσωπικότητά της και, τουλάχιστον, σύμφωνα με βιογράφους αμφοτέρων, ο γηραιός ηγέτης έμοιαζε να έχει ανακαλύψει στο πρόσωπο της βασίλισσάς του έναν απροσδόκητο έρωτα - έστω και του πλατωνικού είδους.
Και, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η Ελισάβετ ανταποκρινόταν εκδηλώνοντας τα ίδια συναισθήματα. Για τον Τσόρτσιλ ήταν «το ιδανικό πρόσωπο για να ενσαρκώσει τον ρόλο της βασίλισσας. Οσο και εάν έψαχναν οι ιμπρεσάριοι, δεν θα μπορούσαν ποτέ να βρουν κάποια καλύτερη από την Ελισάβετ». Κι εκείνη ανταπέδιδε τη φιλοφρόνηση, κατ’ ιδίαν και δημοσίως, τονίζοντας ότι «δεν θα υπάρξει ποτέ κανένας διάδοχός του που θα κερδίσει μια θέση στην καρδιά μου όπως αυτή που κατέχει ο πρώτος μου πρωθυπουργός».
Η τέχνη της προσαρμογής
Ο Τσόρτσιλ αποσύρθηκε το 1955, έχοντας συνυπάρξει με την Ελισάβετ κατά την πρώτη τριετία της στον θρόνο. Τον διαδέχτηκαν τρεις γκρίζες φιγούρες, μέλη της βρετανικής αριστοκρατίας, ο Αντονι Ιντεν, ο Χάρολντ Μακμίλαν και ο Αλεκ Ντάγκλας-Χιουμ. Καθώς όμως η Δυτική κοινωνία ανέβαζε ταχύτητα εισερχόμενη με φόρα στην εκρηκτική δεκαετία του ’60, το πρότυπο αυτών των θαμπών, βαθιά συντηρητικών ηγετών, φαινόταν όλο και πιο ξεπερασμένο. Υπ’ αυτή την έννοια, οι προαναφερθέντες λειτούργησαν σαν πρόδρομοι της πρώτης μεγάλης αλλαγής που επήλθε στη μεταπολεμική πολιτική σκηνή της Βρετανίας.
Μια αλλαγή την οποία ευαγγελιζόταν ένας νευρώδης, δυναμικός άνδρας με φυσικό επικοινωνιακό χάρισμα. Ηταν ο Χάρολντ Γουίλσον, ο οποίος το 1964 έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός του Εργατικού κόμματος, όχι μόνο επί των ημερών της Ελισάβετ ως βασίλισσας, αλλά και ύστερα από 14 χρόνια μονοπωλιακής κυριαρχίας των Συντηρητικών. Ολως περιέργως, η «γαλαζοαίματη» Ελισάβετ βρήκε αμέσως έναν κοινό κώδικα συνεννόησης με τον Γουίλσον, μέχρι του σημείου να αναπτυχθεί μεταξύ τους μια γνήσια φιλία.
Οι εβδομαδιαίες ακροάσεις παρατάθηκαν και αντί των καθιερωμένων 30 λεπτών, οι συζητήσεις στην αίθουσα του θρόνου διαρκούσαν πλέον 2 ώρες και, καθώς ο Χάρολντ Γουίλσον ήταν ανασφαλής, περιμένοντας ανά πάσα στιγμή πισώπλατες μαχαιριές από τους υπουργούς και τους συνεργάτες του, έβρισκε καταφύγιο στην εντιμότητα και την ευθύτητα της Ελισάβετ. Ο Γουίλσον διετέλεσε πρωθυπουργός για δύο θητείες (μη διαδοχικές, 1964-1970 και 1974-1976) και ήταν αυτός που σύστησε τη βασίλισσα στους Beatles, και το 1969 την έπεισε να αποστείλει συγχαρητήρια επιστολή στους Αμερικανούς αστροναύτες που πάτησαν στη Σελήνη - αν και η ίδια δεν έπαψε να φοβάται ότι τέτοιου είδους αβρότητες θα μπορούσαν πολύ εύκολα να παρεξηγηθούν ως υπερβολικά ελαφρές, φτηνές και εν γένει αταίριαστες με το status της θέσης της.
Ως ανέκδοτο από τη θητεία του Χάρολντ Γουίλσον αλλά και τη νοοτροπία της Ελισάβετ αναφέρεται η φιλόδοξη απόπειρα του διοικητή των ταχυδρομείων να τυπώσει καινούρια γραμματόσημα χωρίς το πρόσωπο της βασίλισσας. Ο Γουίλσον, πονηρά σκεπτόμενος, επέτρεψε στον συνεργάτη του -κάτι σαν υπουργό της εποχής- να παρουσιάσει την ιδέα του απευθείας στην Ελισάβετ. Η οποία προσποιήθηκε πως δεν εκπλήσσεται καθόλου με τη ρηξικέλευθη πρόταση, μόλις όμως αποχώρησε ο διοικητής, κάλεσε τον Χάρολντ Γουίλσον στο τηλέφωνο.
Και ευγενικά αλλά απερίφραστα του κατέστησε σαφές ότι το Στέμμα θα ήταν ιδιαιτέρως δυσαρεστημένο εάν στην αλληλογραφία τους οι Βρετανοί δεν χρησιμοποιούσαν γραμματόσημα με το χαρακτηριστικό βασιλικό μπούστο, σε άποψη κλασικού προφίλ. Βέβαια, η στενή και κατά το πλείστον αρμονική συνεργασία της Ελισάβετ με τον Χάρολντ Γουίλσον δεν είχε μόνο εύθυμες στιγμές, με τον πρωθυπουργό των Εργατικών να χαλιναγωγεί τη λαϊκή δυσφορία και, κυρίως, τις αντιμοναρχικές τάσεις. Τον Οκτώβριο του 1966 συνέβη μια τρομερή καταστροφή, στο χωριό Αμπερφαν της Ουαλίας.
Εξαιτίας μιας τεράστιας κατολίσθησης στον τεχνητό λοφίσκο που είχε σχηματιστεί από τα υπολείμματα του τοπικού ανθρακωρυχείου, υπήρξαν εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες, οι περισσότεροι ανήλικοι μαθητές που καταπλακώθηκαν μέσα στο σχολείο τους εν ώρα μαθήματος. Ηταν μια ανείπωτη εθνική τραγωδία. Ο Γουίλσον έσπευσε αμέσως επιτόπου, όμως η Ελισάβετ αιφνιδιάστηκε και σε πρώτη φάση αρνήθηκε να τον ακολουθήσει, θεωρώντας ότι δεν άρμοζε στη βασίλισσα να δώσει παράσταση πάνω από τα παρατεταγμένα φέρετρα των θυμάτων, καπηλευόμενη τον πόνο των υπηκόων της.
Εντέλει, όμως, πείστηκε και μετέβη στον τόπο της καταστροφής, 8 ημέρες μετά το συμβάν. Στο κινηματογραφημένο υλικό της εποχής είναι κάτι περισσότερο από εμφανές το σοκ της∙ για πρώτη φορά στη ζωή της και παρά την εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ερχόταν σε άμεση επαφή με τον μαζικό θάνατο και την απέραντη οδύνη των πραγματικών ανθρώπων. Λέγεται ότι έκτοτε οι εικόνες που αντίκρισε στο Αμπερφαν τη στοίχειωσαν για το υπόλοιπο του βίου της.
Απέναντι στη Θάτσερ
Τον Μάιο του 1979, όταν εξελέγη για πρώτη φορά πρωθυπουργός, η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν 54 ετών, ελάχιστα μεγαλύτερη από την Ελισάβετ. Αίφνης υπήρχαν «δύο βασίλισσες στην ίδια κυψέλη» και η εξουσία στη Μεγάλη Βρετανία έπρεπε να μοιραστεί -συμβολικά κυρίως- ανάμεσα σε δύο γυναίκες, δύο ισχυρές προσωπικότητες με πολλές ομοιότητες, αλλά και ακόμη περισσότερες αγεφύρωτες διαφορές. Η Ελισάβετ κατάλαβε αμέσως ότι η Θάτσερ ήταν η πιο απαιτητική περίπτωση πρωθυπουργού που είχε συναντήσει έως τότε. Για την ακρίβεια, επρόκειτο για μια γυναίκα-οδοστρωτήρα.
Οι εβδομαδιαίες «ακροάσεις» μετατράπηκαν σε καταιγιστικούς μονολόγους της πρωθυπουργού. Η οποία, εν αντιθέσει προς κάθε κανόνα καλών τρόπων, ευγενείας κ.λπ. μιλούσε αποκλειστικά στο α’ ενικό: «Εγώ κρίνω», «εγώ πιστεύω», «εγώ αποφάσισα» κ.ο.κ. Είναι πασίδηλο ότι το διάσημο παρωνύμιο «Σιδηρά Κυρία» δεν της αποδόθηκε τυχαία. Για το έργο της Θάτσερ, τις απόψεις της για την οικονομία, την πρόοδο της κοινωνίας, για την πάταξη του συνδικαλισμού, αλλά και την ανυποχώρητη σκληρότητά της, έχει γραφτεί πλήθος μελετών, αναλύσεων και βιογραφιών.
Σε αυτές περιλαμβάνονται εκτενείς διηγήσεις για τα γεγονότα που οδήγησαν την πρωθυπουργό σε σύγκρουση με τη βασίλισσα, με το κυριότερο από αυτά να αφορά στην εκμετάλλευση της κρίσης στα Νησιά Φόκλαντ, αυτή την απομακρυσμένη κτήση της Βρετανίας στο Νότιο Ατλαντικό. Ο πόλεμος που κήρυξε το Ηνωμένο Βασίλειο στην Αργεντινή, το 1982, ήταν η χρυσή ευκαιρία της Θάτσερ να αναστρέψει το πάνδημο κύμα δυσαρέσκειας εις βάρος της. Ανεργία, φτώχεια, κοινωνική αναταραχή είχαν καταβαραθρώσει τη δημοτικότητά της και ένας πόλεμος γοήτρου ήταν το θείο δώρο που έφασε ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για εκείνη. Ο Βρετανικός Στρατός κατήγαγε έναν εύκολο θρίαμβο και η πρωθυπουργός ιδιοποιήθηκε με αριστοτεχνικό τρόπο τη νίκη.
Εν μια νυκτί, η δημοτικότητά της εκτοξεύτηκε κατά 16% και οι Βρετανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους, αυτή τη φορά όχι για να συμπλακούν με την Αστυνομία στο πλαίσιο διαδηλώσεων, αλλά για να δοξάσουν τους ήρωες που επέστρεφαν από τα Φόκλαντ. Μόνο που εκ μέρους της Μεγάλης Βρετανίας, στο κεντρικό κάθισμα των επισήμων δεν βρισκόταν, όπως πάντα, η βασίλισσα, αλλά η Μάργκαρετ Θάτσερ. Σημειολογικά, η ανατροπή της Ελισάβετ ήταν ολοκληρωτική και απροκάλυπτη. Ακόμη και συνεργάτες της πρωθυπουργού ένιωσαν οργή και αποτροπιασμό από αυτό το αντιβασιλικό, αναίμακτο «πραξικόπημα». Πολλοί Συντηρητικοί ψιθύριζαν μέσα από τα δόντια τους «απαράδεκτη», «ελεεινή» για την πανίσχυρη πλέον πρωθυπουργό, η οποία είχε πρακτικά εκτοπίσει τη φυσική ηγέτιδα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Εκτός από την υπόθεση των Φόκλαντ, μέχρι την αποχώρηση της Θάτσερ από την Ντάουνινγκ Στριτ, θα ακολουθούσαν κι άλλες κρίσεις, οι οποίες όμως απλώς θα επιδείνωναν τις ήδη κατεστραμμένες σχέσεις της πρωθυπουργού με τη βασίλισσα. Οπως μετά τη Θάτσερ θα ακολουθούσε ένας σεβαστός αριθμός ηγετών Συντηρητικών ως επί το πλείστον -εξαιρουμένων των Τόνι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν, την περίοδο 1997-2010. Μεταξύ αυτών, εμφανίστηκαν άλλες δύο γυναίκες, η Τερέζα Μέι (2016 - 2019) και, πριν από μόλις λίγες ημέρες, η Λιζ Τρας, η τελευταία πολιτικός που έλαβε το χρίσμα της πρωθυπουργίας επισήμως από τη βασίλισσα Ελισάβετ.
Ισως όμως κανένα άλλο πρόσωπο, άντρας ή γυναίκα, που ανέλαβε να κυβερνήσει τη Βρετανία στα 70 χρόνια της ηγεμονίας της δεν αποκάλυψε τόσα στοιχεία για τις αρχές και το ήθος της Ελισάβετ όσο η Μάργκαρετ Θάτσερ. Ενδεχομένως διότι ακόμη και η ιδιοφυής «Σιδηρά Κυρία», μια γυναίκα με τόση πυγμή ώστε να επιβάλει τη θέλησή της σχεδόν σε όλο τον κόσμο, δεν απέφυγε την ύβρη και την αλαζονεία. Δηλαδή τις αόρατες, αλλά θανάσιμα επικίνδυνες παγίδες στις οποίες η βασίλισσα Ελισάβετ φρόντισε να μην πέσει ποτέ.
Ειδήσεις σήμερα:
O Τσαβούσογλου απειλεί: Μαζέψτε τα μυαλά σας, συνέλθετε, μην γίνεστε όργανα άλλων
Στα 350 ευρώ το επίδομα θέρμανσης - Ενίσχυση 250 ευρώ σε 2,3 εκατομμύρια πολίτες
Εισαγγελέας για Πισπιρίγκου: Έβαλε με σύριγγα την κεταμίνη στην Τζωρτζίνα από τη γαστροστομία
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr