Το φιάσκο της Λιζ Τρας: Γιατί οι αγορές «ξήλωσαν» την οικονομική της πολιτική και ροκανίζουν την καρέκλα της
Η θυσία του Κουάρτεγκ για να σωθεί (προς το παρόν) η πρωθυπουργός - Το «στενόμυαλο» οικονομικό πρόγραμμα, οι ερασιτεχνισμοί, τα επικοινωνιακά φάουλ, τα πυρά από τους οικονομικούς αναλυτές
H Λιζ Τρας με κατακόκκινο φόρεμα και πλατύ χαμόγελο στάθηκε αγέρωχη, εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων, στο πόντιουμ. Η ομιλία της στο ετήσιο συνέδριο του κόμματος της, των Συντηρητικών, ήταν η πιο σημαντική μετά την εκλογή της.
Είχαν ακουστεί ήδη οι πρώτες φωνές αμφισβήτησης, ενώ η κυβέρνηση της δεν μετρούσε ούτε ένα μήνα. Στο στόχαστρο της κριτικής βρισκόταν η οικονομική της πολιτική. Η Λιζ πήρε μια βαθιά ανάσα και αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους διαφωνούντες κατά μέτωπο, δυναμικά, όπως ακριβώς θα έκανε και το πολιτικό της alter ego, η Μάργκαρετ Θάτσερ. «Είμαι αποφασισμένη να κάνω την Βρετανική οικονομία να κινηθεί ξανά. Έχουμε ένα επαναστατικό σχέδιο». Από το βάθος της αίθουσας πετάχτηκαν ακτιβιστές της Γκρινπίς με πανό και φωνές και διέκοψαν την ομιλία της.
Δείτε το βίντεο: Η ομιλία της Τρας στο συνέδριο των Τόρις
Η Λιζ Τρας μπορεί να ήταν αποφασισμένη και σίγουρη για το νέο επαναστατικό οικονομικό της πρόγραμμα, το οποίο και θα έδινε το φιλί της ζωής στην δοκιμαζόμενη Βρετανική οικονομία, όμως δεν ήταν μόνον οι ακτιβιστές και εσωκομματικοί της αντίπαλοι που αντιδρούσαν. Πριν ακόμα αντιδράσουν οι ακτιβιστές, ξεσηκώθηκαν εναντίον της οι αγορές!
Το κακό είχε ξεκινήσει 10 ημέρες νωρίτερα από το συνέδριο των Τόρις, στις 23 Σεπτεμβρίου όταν ο Κουάσι Κουάρτεγκ, ο υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης της, στάθηκε ενώπιον του Βρετανικού Κοινοβουλίου και ανακοίνωσε σαρωτικές φορολογικές περικοπές και χαλάρωση των κανόνων, συμπεριλαμβανομένης της άρσης του ανώτατου ορίου στα μπόνους των τραπεζιτών.
H «ανάσταση» του trickle down effect
Αυτό, όμως, που προκάλεσε τις μεγαλύτερες αντιδράσεις ήταν η πρόταση για κατάργηση της φορολόγησης 45% στα υψηλότερα εισοδήματα. Μια κατάργηση που βασίζεται στο λεγόμενο trickle down effect οικονομικό θεώρημα. Η πεποίθηση δηλαδή ότι η μείωση της φορολογίας στα υψηλά εισοδήματα θα απελευθερώσει κεφάλαια τα οποία θα οδηγηθούν σε επενδύσεις και άρα περισσότερες δουλειές για τους πολλούς. Ένα θεώρημα από την δεκαετία του '80, του οποίου όμως τα αποτελέσματα αμφισβητούν πολλοί οικονομολόγοι.
Μια πρόσφατη μελέτη από δύο ερευνητές στο King’s College του Λονδίνου, η οποία εξέτασε 50 χρόνια φορολογικών περικοπών για τους πλούσιους σε προηγμένες οικονομίες, διαπίστωσε ότι αυτές οι περικοπές δεν είχαν σημαντική επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη ή την ανεργία ενώ αύξαναν την εισοδηματική ανισότητα. Επίσης, μελέτες σχετικά με τις φορολογικές περικοπές του πρώην αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τράμπ το 2017 δείχνουν ότι δεν απέφεραν τα απότομα κέρδη στις επενδύσεις και την παραγωγικότητα, όπως υποσχέθηκαν.
«Είναι ένα περίεργο θεωρητικό άλμα να πούμε ότι η μείωση των φόρων για τους πλούσιους με κάποιο μαγικό τρόπο θα μεταφέρει κεφάλαια σε μεγάλες επενδύσεις σε δημόσιες υπηρεσίες», δήλωσε ο Τζος Ράιαν - Κόλινς, επικεφαλής της έρευνας στο Ινστιτούτο Καινοτομίας του London College, που συμβουλεύει τις κυβερνήσεις.
«Υπάρχει κίνδυνος οι οικονομικές επιλογές της κυρίας Τρας για μείωση φόρων να είναι πιο πιθανό να προσφέρουν μια ανεπιθύμητη αύξηση της ζήτησης κατά τη διάρκεια μιας περιόδου υψηλού πληθωρισμού παρά να αυξήσουν τις επενδύσεις. Η εμπειρία της κρίσης του 1972, την τελευταία φορά που μια βρετανική κυβέρνηση μείωσε τους φόρους τόσο απότομα, όσο πρότεινει να κάνει η κ. Τρας, έδειξε ότι το σχέδιο «τροφοδοτεί την έκρηξη κατανάλωσης αντί επενδύσεων την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει η Τράπεζα της Αγγλίας με υψηλότερα επιτόκια. Και υψηλότερα επιτόκια σημαίνει ακριβότερα δάνεια και μείωση των επενδύσεων», δήλωσε ο κ. Chadha του Εθνικού Ινστιτούτου Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών. Μακροπρόθεσμα, αυτό θα είναι «πιο επιζήμιο για την οικονομία», είπε.
Δείτε το βίντεο: Βασιλιάς Κάρολος προς Λιζ Τρας: «Πάλι εσύ εδώ;».
Μέτρα στο «πόδι» χωρίς οικονομοτεχνική μελέτη
Αυτό όμως που πραγματικά τρόμαξε οικονομικούς αναλυτές και αγορές ήταν το γεγονός ότι ο «μίνι προϋπολογισμός» παρουσιάστηκε χωρίς οικονομοτεχνική μελέτη από ανεξάρτητους φορείς, σύμφωνα με την αρθρογράφο Eshe Nelson των New York Times. Αυτό συνέβη για πρώτη φορά στα χρονικά. Η οικονομική πολιτική της νέας κυβέρνησης κατατέθηκε χωρίς ανεξάρτητη αξιολόγηση των οικονομικών και δημοσιονομικών επιπτώσεών της. Αυτό τρόμαξε και έφερε δεύτερες σκέψεις στους επενδυτές. Θεώρησαν ότι η έλλειψη μελέτης κρύβει από πίσω της σκελετούς και δικαίως αναρωτήθηκαν πως θα καλυφτεί η τρύπα στα δημόσια έσοδα, η οποία θα προκύψει από τις φοροελαφρύνσεις. Μήπως με κρατικό δανεισμό; Σε αυτές τις δύσκολες εποχές;
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο καταδίκασε τα σχέδια της Βρετανικής κυβέρνησης, ως λανθασμένα σε μια εποχή υψηλού πληθωρισμού και αύξησης των επιτοκίων, ειδικά επειδή θα χρειαστεί να συγκεντρωθούν δισεκατομμύρια λίρες σε πρόσθετο χρέος για να χρηματοδοτηθούν οι φορολογικές περικοπές, πέραν των όσων κεφαλαίων θα χρειαστούν επιπλέον για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής κρίσης.
Είπα-ξείπα μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο
Το κακό, όμως, συνεχίστηκε. Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου παρουσιάστηκαν τα μέτρα και τρεις μέρες μετά, την Δευτέρα 26 έπειτα από τις αντιδράσεις επενδυτών, οικονομολόγων και μελών του κόμματός του, ο κ. Κουάσι Κουάρτεγκ πήρε πίσω την πρόταση κατάργησης του φορολογικού συντελεστή του 45% για τα υψηλότερα εισοδήματα, αλλά άφησε όλες τις άλλες προτάσεις για φορολογικές μειώσεις αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων λιρών άθικτες.
Οι οικονομολόγοι χαρακτήρισαν το πίσω - μπρος των αποφάσεων ερασιτεχνισμό. Οι αγορές εξέδωσαν επίσης την δική τους ετυμηγορία, προκαλώντας σοβαρό ξεπούλημα των βρετανικών κρατικών ομολόγων και βουτιά της αξίας της λίρας, η οποία άγγιξε για λίγο ένα ιστορικό χαμηλό έναντι του δολαρίου. Η Τράπεζα της Αγγλίας χρειάστηκε να παρέμβει για να φέρει τάξη στις αγορές, καθώς τα χαρτοφυλάκια των συνταξιοδοτικών ταμείων κλονίστηκαν.
Ενωσαν εναντίον τους νεοφιλελεύθερους και Κενσυανιστές!
Πολλοί πλέον δεν είναι πεπεισμένοι ότι τα «Trussonomics», όπως αποκαλούν ορισμένοι την οικονομική προσέγγιση της πρωθυπουργού, είναι ο σωστός συνδυασμός πολιτικών μέτρων για να αντιμετωπιστεί η βρετανική κρίση. Το απίστευτο, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι, πως Λιζ Τρας και Κουάσι Κουάρτεγκ κατάφεραν να έχουν απέναντί τους σχεδόν όλους τους οικονομικούς αναλυτές, και τους νεοφιλελεύθερους και τους Κενσυανιστές!
Δείτε το βίντεο: Ο Τύπος επιτίθεται στην Λιζ Τρας μετά τον «αποκεφαλισμό» του Κουαρτέγκ
Σύμφωνα με τον Andrew Goodwin, τον επικεφαλής Βρετανό οικονομολόγο του Oxford Economics «τα οικονομικά μέτρα Τρας-Κουάρτεγκ είναι ένα οικονομικό πακέτο που σχεδιάστηκε στο πόδι. Και στη συνέχεια, η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα χειρότερα όταν το παρουσίασαν με τον χειρότερα δυνατό τρόπο». «Νομίζω ότι θα ήθελαν να είναι ριζοσπαστικοί», είπε ο κ. Γκούντγουιν για την κ. Τρας και την κυβέρνησή της. Αλλά, πρόσθεσε, «πρέπει να αντιμετωπίσουν τον κόσμο στον οποίο ζουν, όχι με τον κόσμο στον οποίο θα ήθελαν να ζουν».
Σύμφωνα με τον οικονομικό αναλυτή Αντί Μπένετ του Guardian, η Λιζ Τρας, καθώς είναι μία από τις πιο φανατικές εναπομείνασες οπαδούς της Θάτσερ στη Βρετανία, θέλει η κυβέρνησή της να είναι παρόμοια μεταμορφωτική ή «επαναστατική». «Το status quo δεν είναι επιλογή», είχε πει η Λις Τρας στο συνέδριο των Τόρις. Όμως, σύμφωνα με τον Μπένετ, ο νεοφιλελευθερισμός σήμερα, η θεωριά, δηλαδή, ότι οι ελεύθερες αγορές, οι χαμηλοί φόροι και ένα κράτος με ελάχιστο ή καθόλου ενδιαφέρον για την ισότητα, θα παράγουν τα καλύτερα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα, είναι «εκτός μόδας» ακόμη και μεταξύ της επιχειρηματικής ελίτ.
Στους Financial Times , η αρθρογράφος Rana Foroohar υποστήριξε ότι η Δύση εισέρχεται σε μια «μετανεοφιλελεύθερη εποχή»: θα υπάρχει περισσότερη κρατική παρέμβαση στις οικονομίες, περισσότερη ρύθμιση των αγορών και περισσότερη δύναμη για τους εργαζόμενους.
Η οικονομική «στενοκεφαλιά» της Λιζ Τρας
Ωστόσο, η Τρας λέει ότι θέλει μια χώρα με τα αντίθετα χαρακτηριστικά: ένα «αδύναμο κράτος», λιγότερη «γραφειοκρατία», λιγότερη αναδιανομή του πλούτου και αυστηρότερους νόμους κατά των συνδικάτων. Αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ των νεοφιλελεύθερων και των «πουριστών» της Ντάουνινγκ Στριτ έχει προκαλέσει «εμφύλιο» μέσα στο ίδιο της το κόμμα αλλά και έχει φέρει τις αγορές απέναντί τους. Γιατί οι αγορές σήμερα, μετά την κρίση και τα λοκντάουνς επιζητούν οι ίδιες τις κρατικές παρεμβάσεις και στήριξη.
Με αυτή την ανάγνωση συμφωνεί και ο Μάρτιν Γουλφ στην ανάλυση του στους Financial Times o οποίος πιστεύει ότι οι αγορές τρόμαξαν από την ιδεολογική στενοκεφαλιά της Τρας. Θεωρεί ότι 40 χρόνια μετά, ο θατσερισμός είναι μια «ιδέα ζόμπι», για δύο λόγους — για το τι επιτεύχθηκε και τι όχι στη Βρετανία. «Η Θάτσερ απελευθέρωσε τις αγορές εργασίας, περιόρισε τα συνδικάτα και ιδιωτικοποίησε τις εθνικοποιημένες βιομηχανίες.
Οι πολιτικές της Θάτσερ (που περιελάμβαναν την προώθηση της ενιαίας αγοράς της ΕΕ), καθώς και αυτές των μεταγενέστερων κυβερνήσεων, ενίσχυσαν επίσης τον ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων. Συνολικά, το σημερινό Ηνωμένο Βασίλειο είναι μια χώρα με χαμηλούς φόρους, σύμφωνα με τα πρότυπα άλλων οικονομιών υψηλού εισοδήματος. Έχει μια «απορυθμισμένη» οικονομία, στην οποία οι επιτυχημένοι ανταμείβονται καλά, αλλά όσοι τα καταφέρνουν λιγότερο καλά, τιμωρούνται.
Οι θατσερικοί στόχοι του τότε, είναι σήμερα πλέον πραγματικότητα. Τι δεν κατάφεραν τότε η Θάτσερ και όσοι την ακολούθησαν; Δεν ρύθμισαν τη μεγαλύτερη στρέβλωση της οικονομίας, που είναι η χρήση γης στη Βρετανία. Δεν μεταμόρφωσαν επίσης τις δεξιότητες του πληθυσμού, καθώς το υψηλό κόστος της εκπαίδευσης οδηγεί στο περιθώριο και την ανεργία μεγάλο κομμάτι της νεολαίας. Δεν κατάφεραν, επίσης, να αντιμετωπίσουν ελαττώματα της εταιρικής διακυβέρνησης, η οποία προτιμά τις δαπάνες έναντι των επενδύσεων».
Ο στόχος ανάπτυξης 2,5% όνειρο απατηλό
«Κανείς δεν αρνείται ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι τελικά η πηγή της παραγωγικότητας», δήλωσε ο Jagjit Chadha, διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών, ενός think tank στο Λονδίνο. Αλλά η βρετανική οικονομία υποφέρει από μια φτωχή και άνιση προσφορά δημόσιων αγαθών, όπως η εκπαίδευση και οι μεταφορές. «Εάν δεν εφαρμοστούν πολιτικές που παρέχουν τις απαραίτητες αρχικές συνθήκες, όπως λέμε στα οικονομικά, τότε ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί απαραίτητα να ευδοκιμήσει», είπε.
«Ο πρωταρχικός στόχος της κυβέρνησης είναι αμφιλεγόμενος. Να αυξήσει, δηλαδή, την οικονομική ανάπτυξη της Βρετανίας στο 2,5%, ποσοστό πολύ υψηλότερο από αυτό που έχει επιτευχθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ακόμα πιο αμφισβητούμενη είναι η πεποίθηση ότι η μείωση των φόρων θα μπορούσε να δημιουργήσει αυτή την ανάπτυξη» δήλωσε ο Jagjit Chadha.
Και πάλι συμφωνεί και επαυξάνει ο Μάρτιν Γουλφ των Financial Times: «Η Λιζ Τρας έθεσε επίσης στόχο ετήσιας ανάπτυξης στο 2,5%. Πρέπει να το πάρουμε στα σοβαρά; Όχι και ναι. Όχι, γιατί η ιδέα ότι η κυβέρνηση μιας οικονομίας της αγοράς μπορεί να επιτύχει έναν στόχο ανάπτυξης, είναι γελοία. Και ναι, γιατί με αυτόν τον τρόπο θα καθοδηγεί την πολιτική. Το θέμα, επίσης, είναι αν θα το καθοδηγήσει για καλό ή κακό. Το στοίχημά μου είναι στο δεύτερο. Ούτε ο Χάγιεκ ούτε ο Φρίντμαν (σ.σ. οι θεωρητικοί του Φιλελευθερισμού) θα θεωρούσαν λογικό έναν στόχο ανάπτυξης. Αυτό είναι προγραμματισμός. Ο Χάγιεκ δικαίως θα επέμενε ότι δεν έχουμε ούτε τη γνώση ούτε τα εργαλεία για να το κάνουμε. Στο βιβλίο «Britannia Unchained», που δημοσιεύτηκε το 2012 (δύο από τους συγγραφείς του οποίου ήταν οι Κουάρτεγκ και η Τρας), η Βραζιλία προτάθηκε ως μοντέλο. Δέκα χρόνια αργότερα, αυτό φαίνεται ανόητο. Ένας στόχος ανάπτυξης δεν είναι απλώς ανέφικτος, αλλά και επικίνδυνος».
Στην κόντρα και οι βουλευτές των Τόρις
Στο μεταξύ, δεν ήταν μόνο οι αγορές και οι οικονομολόγοι οι οποίοι δεν πείστηκαν από την προσέγγιση των Τρας και Κουάρτεγκ. Στην πρώτη εμφάνιση του Κουάρτεγκ στη Βουλή για να απαντήσει σε ερωτήσεις, βουλευτές των Τόρις έκαναν ουρά για να συγκρουστούν ανοιχτά με τη στρατηγική του. Το πρώην μέλος του υπουργικού συμβουλίου Τζούλιαν Σμιθ ζήτησε διαβεβαίωση ότι οι φορολογικές περικοπές «δεν θα εξισορροπηθούν στις πλάτες των φτωχότερων ανθρώπων της χώρας» - συνήθως μια γραμμή επίθεσης που προορίζεται για βουλευτές της αντιπολίτευσης.
Οι αναλυτές φαίνεται να συμφωνούν πως μπορεί η Βρετανίδα πρωθυπουργός να διασώθηκε προς το παρόν, θυσιάζοντας τον πιο στενό της συνεργάτη, όμως αν δεν βάλει νερό στο κρασί της, και δεν φροντίσει να στρογγυλέψει τις ακραίες πολιτικές της, σύντομα θα έχει την τύχη του υπουργού της. «Οι ψηφοφόροι σπάνια επιβραβεύουν τους πολιτικούς επειδή έχουν μια συνεπή ιδεολογία. Μερικές φορές βλέπουν αυτούς τους πολιτικούς ως φανατικούς» όπως σημείωνει με νόημα ο Αντί Μπένετ του Guardian. «Αν η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν η ιέρεια του νεοφιλελευθερισμού που άλλαξε την Βρετανία, η Λιζ Τρας είναι η wannabe καρικατούρα της. Η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr