Σι Τζινπίνγκ: Ο νέος Μαο της Κίνας

Κάνοντας επίδειξη δύναμης αναδείχθηκε σε «μεγάλο τιμονιέρη» μιμούμενος όχι μόνο τον ιδρυτή της Λαϊκής Δημοκρατίας αλλά και τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας




Νωρίς το πρωί της Κυριακής 16 Οκτωβρίου η σχετικά άδεια από τουρίστες Τιενανμέν του Πεκίνου σκεπαζόταν από μια λεπτή ομίχλη. Σταδιακά και καθώς ο ήλιος διέλυε τη θολούρα η κίνηση πύκνωνε στη δυτική πλευρά της αχανούς πλατείας. Στο σημείο όπου βρίσκεται η ογκώδης Μεγάλη Αίθουσα του Λαού συνωστιζόταν ένα μεγάλο, ζωντανό και αξιοπρεπώς ντυμένο τσούρμο. Το πλήθος των προσερχόμενων -όλοι με προστατευτική μάσκα που έκρυβε κάθε γκριμάτσα- σιγά-σιγά θέριευε με έναν σχεδόν παλιρροϊκό βρυχηθμό που φανέρωνε αλλόκοτη χαρά. Το 20ό Εθνικό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ) εγκαινίαζε στο ίδιο κτίριο τις εργασίες του, υποδεχόμενο 2.340 εκλεγμένους αντιπροσώπους από τα 96 εκατομμύρια μέλη του κόμματος.

Την ίδια ώρα στρατιές εθελοντών είχαν αναπτυχθεί σε κάθε γειτονιά του Πεκίνου για να αναφέρουν οτιδήποτε ασυνήθιστο και να υποβάλουν στους πολίτες πρόσθετους ελέγχους ασφαλείας για την πάταξη κάθε πιθανής διαφωνίας, όπως η αιφνίδια διαμαρτυρία μία ημέρα πριν ενός ανώνυμου πολίτη που στην πολυσύχναστη υπερυψωμένη διάβαση στην πανεπιστημιακή περιοχή Χαϊντιάν του Πεκίνου άνοιξε δύο τεράστια αυτοσχέδια πανό. Τα συνθήματα με κόκκινη μπογιά πάνω τους έγραφαν «Κάντε απεργία στο σχολείο και στη δουλειά, απομακρύνετε τον δικτάτορα και εθνικό προδότη Σι Τζινπίνγκ».

Οι Αρχές ενός κράτους αυστηρής επιτήρησης και καταστολής με τη χρήση υψηλής τεχνολογίας ούτε διανοούνταν ότι θα επαναλαμβανόταν τέτοιο περιστατικό αμαύρωσης της θριαμβευτικής έναρξης του συνεδρίου. Ταυτόχρονα, οι λογοκριτές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είχαν μπλοκάρει αναρτήσεις και ενοχλητικές για το κόμμα λέξεις-κλειδιά όπως «ελευθερία», «εκλογές», «λαϊκή ψήφος», «ατομικά δικαιώματα».
Ο Σι Τζινπίνγκ απολαμβάνει τις εκδηλώσεις προσωπολατρείας από τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας μετά την εκκαθάριση των «ενοχλητικών» αντιπάλων του όπως ο προκάτοχός του Χου Τζιντάο

Εν τω μεταξύ, τις προηγούμενες ημέρες ο κρατικός τηλεοπτικός σταθμός μετέδιδε αδιαλείπτως εικόνες του ηγέτη της Κίνας Σι Τζινπίνγκ να απευθύνεται σε πλήθος που εκδήλωνε ξέφρενη λατρεία προς το πρόσωπό του. «Σε αγαπάμε, θείε Σι!», τον επευφημούσαν με το χαϊδευτικό του «Xi Dada», από ομώνυμο επαινετικό για τον ίδιο τραγούδι.

Αλάνθαστο είδωλο

Στα 69 του χρόνια, αφού κατάργησε τέσσερις δεκαετίες συλλογικής ηγεσίας του Κνέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος-κράτους, αναγράφτηκε επίσημα από το πολιτικό γραφείο του ως «Καπετάνιος, Μεγάλος Τιμονιέρης, Ηγέτης του λαού». Τίτλους με τους οποίους στο παρελθόν τιμόταν μόνο ο Μάο. Τα μέλη του κόμματος συγκεντρώνουν πόντους για να παρακολουθήσουν τις ομιλίες του και να απαντήσουν σε κουίζ με θέμα τον ίδιο. Αναπόδραστα, το αφεντικό της μεγαλύτερης πληθυσμιακά χώρας στον κόσμο και της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη είναι από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους στην υφήλιο. «Οταν φτερνίζεται ο Σι, ο κόσμος συναχώνεται», λένε με κομπασμό στην πατρίδα του. Ακριβώς όπως όταν στη χώρα του ξεσπά μια θανατηφόρα επιδημία, ο υπόλοιπος κόσμος μπαίνει σε καραντίνα.

Σε αυτόν λοιπόν τον σκληροπυρηνικό κομμουνιστή πόνταρε πριν από δέκα χρόνια το ΚΚΚ ως το ιδανικό στέλεχος να κρατήσει το κόμμα στην εξουσία και να κάνει την Κίνα ισχυρότερη. Διπλασίασε το στοίχημα πριν από πέντε χρόνια και το τριπλασίασε την περασμένη εβδομάδα.

Στις 10 π.μ. ακριβώς εκείνης της Κυριακής του Οκτωβρίου στο μεγαλειώδες αμφιθέατρο των 10.000 θέσεων ξεκίνησε με όλα τα κλισέ της η κομματική τελετουργία. Μόλις τέλειωσε την ομιλία του η απέραντη αίθουσα σείστηκε από εκτονωτικά, παρατεταμένα, θυελλώδη και μαζικά χειροκροτήματα.

Το συνέδριο ήταν προγραμματισμένο να κρατήσει μία εβδομάδα, με τις περισσότερες διαδικασίες του να διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών, όπως συμβαίνει πάντα στη μυστικοπαθή και αδιαφανή κινεζική πολιτική. Εμελλε στην τελευταία μέρα αυτής της κομματικής θεατρικής δραματουργίας να βγάλουν ντροπιαστικά σηκωτό από την αίθουσα τον 79χρονο Χου Τζιντάο, ηγέτη του ΚΚΚ από το 2002 έως το 2012, προκάτοχο δηλαδή του Σι.


Το περιστατικό του ξωπετάγματος από την αίθουσα του διαμαρτυρόμενου Χου σηματοδοτούσε σε δημόσια θεά το κυνικό προφίλ ενός εξουσιαστικού λενινιστή που δεν θα ανεχόταν πολιτικές ίντριγκες και διαφωνίες. Ο Σι θα στήριζε την παντοδύναμη ισχύ του, ως αρχηγού της χώρας του κόμματος και αρχιστράτηγου του μεγαλύτερου στρατού στον κόσμο, σε έναν περιορισμένο κύκλο επιλεγμένων «συντρόφων» και έμπιστων βοηθών του που συγκροτούν μια κλειστή ανδρική λέσχη.

Για τη φιλελεύθερη δημοκρατική Δύση ανέκαθεν ο Σι αποτελούσε ένα αίνιγμα κλειδωμένο σε επτασφράγιστο μαύρο κουτί. Προσεκτικός, συγκρατημένος, ανεξιχνίαστος με το μυστηριώδες χαμόγελο μιας ρέπλικας -made in China- ζωγραφισμένης Τζοκόντα, κρατούσε τους ντόπιους και διεθνείς συνομιλητές του αβέβαιους, αμήχανους και εκτός ισορροπίας για να προβάλλει απέναντί τους έναν αέρα διπλωματικού κύρους και επιβλητικότητας, χάρη στο μέγεθος της χώρας του. Θεωρείται ότι είχε ως πρότυπο τη φιλοσοφία του Χαν Φέι Τζου (Τζου, σημαίνει δάσκαλος στα κινέζικα), ενός στοχαστή του 300 π.Χ. γνωστού ως Μακιαβέλι της Κίνας. Βασικό αξίωμα του Κινέζου δάσκαλου ήταν: «Κρατήστε μυστηριώδες ύφος - μην είστε διαφανείς».
Για τη φιλελεύθερη δημοκρατική Δύση ο Σι αποτελούσε ανέκαθεν ένα αίνιγμα κλειδωμένο σε επτασφράγιστο μαύρο κουτί. Προσεκτικός, συγκρατημένος, ανεξιχνίαστος, με το μυστηριώδες χαμόγελο μιας ρέπλικας (made in China) ζωγραφισμένης Τζοκόντα, κρατούσε τους ντόπιους και διεθνείς συνομιλητές του αβέβαιους, αμήχανους και εκτός ισορροπίας

Αυταρχικός σταλινικός

Πριν από δέκα χρόνια, πολλοί πεκινολόγοι παρατηρητές θεωρούσαν, αλλά κατά βάση ήλπιζαν αφελώς, ότι ο Σι θα αποδεικνυόταν ένας Γκορμπατσόφ της Κίνας. Φαντασιώνονταν έναν τολμηρό μεταρρυθμιστή που θα απελευθέρωνε την οικονομία, το κράτος και την κοινωνία από τις δαγκάνες της δογματικής ιδεολογίας. Αυταπατήθηκαν. Τους προέκυψε ένας εχθρός της ανοιχτής αγοράς. Αποδείχτηκε ότι ήταν ένας αυταρχικός σταλινικός που αποσκοπούσε να συμπεριληφθεί στο εγχώριο κομματικό πάνθεον. Απέπεμψε τις ανήθικες, «τίγρεις» των υψηλόβαθμων αξιωματούχων, όσο και τις φαύλες «μύγες» των χαμηλότερων στελεχών. Η κοινωνία τού συμπαραστάθηκε σε αυτές τις κινήσεις. Πάνω από 100.000 κυβερνητικοί αξιωματούχοι φυλακίστηκαν στην εκστρατεία κατά της διαφθοράς, ενώ ορισμένοι από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο με τον παραδοσιακό κινέζικο τρόπο εκτέλεσης: μια σφαίρα στον σβέρκο.

Από κοντά, όμως, επέβαλλε εξολόθρευση των αντιφρονούντων, συντριβή κάθε διαφωνίας, αυστηρότερη παρακολούθηση, καταστολή και καταναγκαστική πειθαρχία της κοινωνίας. Χαλιναγώγησε ισχυρές εταιρείες και φυλάκισε μερικά από τα αφεντικά τους σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής ανεξάρτητων ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ενίσχυσε τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά των Ουιγούρων και άλλων, κυρίως, μουσουλμανικών εθνοτικών μειονοτήτων.

Διέλυσε μεθοδικά έως πλήρους εξαφάνισης την κοινωνία των πολιτών, φιμώνοντας τις μετριοπαθείς, ακτιβιστικές και κάποτε ανεκτές επικριτικές φωνές τους. Οπως το έχει θέσει ο ίδιος, «σε κυβέρνηση, Στρατό, κοινωνία, εκπαίδευση, περίθαλψη, σε Ανατολή, Δύση, Βορρά, Νότο και κέντρο της χώρας, το Κόμμα καθοδηγεί τα πάντα». Πού αλλού στον κόσμο εφαρμόστηκαν με καταπίεση και βία τόσο αυστηρά εγκλωβιστικά lockdown, υποχρεωτικά PCR και μαζικές μακροχρόνιες καραντίνες; Μόνο στην Κίνα και μάλιστα κατόπιν δικής του εντολής. Oχι υπό την ενοχή ότι ο κορωνοϊός πρωτοεμφανίστηκε στη χώρα του, αλλά εξαιτίας της ανυποχώρητης κομματικής εφαρμογής τους «μηδενικού CΟVID» και επίδειξης της ανεξέλεγκτης ισχύος του.

Αποτέλεσμα αυτής της ασυλλόγιστης, δαπανηρής, απομονωτικά καταναγκαστικής πολιτικής του είναι ότι οι άλλοτε διψήφιοι ρυθμοί ανάπτυξης πήγαν περίπατο. Ο περιλάλητος στόχος του «περίπου 5,5%» ανάπτυξης, που τέθηκε από τις κινεζικές αρχές για το 2022, έχει κιόλας σιωπηρά εγκαταλειφθεί. Εν τω μεταξύ, τους πρώτους εννέα μήνες του έτους το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας αγγίζει το ρεκόρ του 1 τρισ. δολαρίων.
Πριν από δέκα χρόνια, πολλοί πεκινολόγοι παρατηρητές θεωρούσαν, αλλά κατά βάση ήλπιζαν αφελώς, ότι ο Σι θα αποδεικνυόταν ένας Γκορμπατσόφ της Κίνας. Φαντασιώνονταν έναν τολμηρό μεταρρυθμιστή. Αυταπατήθηκαν. Αποδείχτηκε ένας αυταρχικός σταλινικός

«Αγιογραφίες»

Ασφαλώς και ο Σι δεν είναι εντελώς δικτάτορας, δεδομένων των θεσμικών περιορισμών εντός του ΚΚΚ. Είναι, όμως, μια εξαιρετικά δεσποτική προσωπικότητα. Περισσότερο απολυταρχικός απ’ ό,τι ήταν ο Μάο, ο οποίος με τη σειρά του ως ποιητής ήταν μάλλον καλύτερος απ’ ό,τι ο Χίτλερ ζωγράφος. Στις φιλοτεχνημένες, πάντως, αγιογραφίες του περιγράφεται ως απλός άνθρωπος του λαού που αγαπά το ποδόσφαιρο, ευφραίνεται γευστικά με dumplings, noodles και λοιπά κινέζικα ζυμαρικά, παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις κινηματογραφικές χολιγουντιανές περιπέτειες και, πάνω απ’ όλα, λατρεύει την Κίνα. Εκθειάζεται επίσης ως πρότυπο ηρωικού εργάτη, αγρότη και φαντάρου.

Εγκωμιάζονται οι αρετές ενός νεαρού ψηλού αγοριού που κουβαλούσε στους ώμους δυσβάσταχτα φορτία, διάβαινε παγωμένα νερά για να σώσει τους γείτονες από υπερχείλιση ποταμιών, έσκαβε ολημερίς αντιπλημμυρικές τάφρους, ενώ κατάκοπος αλλά φιλομαθής διάβαζε κλασική λογοτεχνία τις νύχτες δίπλα σε μια λάμπα κηροζίνης. Συνήθως αποκρύπτεται ότι δεν είναι καν ταπεινό παιδί της υπαίθρου, του εργοστασίου, της καραβάνας. Γεννήθηκε ως πρίγκιπας στην «κόκκινη αριστοκρατία» του Κομμουνιστικού Κόμματος και ανατράφηκε μέσα στις μηχανορραφίες και τις εκκαθαρίσεις της κορυφαίας πολιτικής ελίτ για τη διακυβέρνηση της χώρας.

Ο πατέρας του, ο Σι Ζονγκχούν, βετεράνος κομμουνιστής, συμπολεμιστής του Μάο Τσε Τουνγκ, από τους ελάχιστους μαχητές που επιβίωσαν στη Μεγάλη Πορεία, είχε διατελέσει αναπληρωτής πρωθυπουργός της Κίνας. Ο μικρός Σι, τέταρτο παιδί της οικογένειάς του, είχε μεγαλώσει στα πούπουλα, αντλώντας οφέλη από τα προνόμια που παρείχε στο στελεχιακό απαράτ του το κόμμα. Ωσότου κατέφτασαν με άγαρμπα ορμητικά ποδοβολητά τα πιο ταραχώδη χρόνια της σύγχρονης κινεζικής Ιστορίας. Τον Μάιο του 1966 ο Μάο ευλόγησε την έναρξη της Πολιτιστικής Επανάστασης.

Εν μέσω οξύτατης κομματικής διαπάλης η «επανάσταση» ανέτρεψε δομές και ιεραρχίες, ποδοπάτησε την παράδοση και την ηθική, βανδάλισε μνημεία εθνικής κληρονομιάς και εγκατέλειψε δραματικά άδεια την κινέζικη ψυχή. Ο Σι Ζονγκχούν, από υπεύθυνος κομματικής προπαγάνδας, έγινε μέσα σε μια νύχτα προδότης του λαού. Οι μανιασμένοι Ερυθροφρουροί μπούκαραν έξαλλοι και λεηλάτησαν το σπίτι της οικογένειάς του. Μια από τις δύο κόρες του, η ευαίσθητη Σι Χεπίνγκ, αυτοκτόνησε από το άγχος, την πίεση, τις προσβολές, την ταραχή. Η ίδια η σύζυγός του αναγκάστηκε να τον καταγγείλει δημόσια από τη στιγμή που αυτός φυλακίστηκε το 1968 και παρέλασε εξευτελισμένος μπροστά στο πλήθος που τον προπηλάκιζε άγρια ως εχθρό της επανάστασης.
Mε τον πατέρα και τον μεγαλύτερο αδελφό του

Από πρίγκιπας, παρίας

Στα 15 του χρόνια ο Σι Τζινπίνγκ βρέθηκε απελπισμένος και έρημος ως παρίας στον δρόμο. Η μάνα του αρνιόταν να τον φιλοξενήσει και να τον ταΐσει. Το σχολείο του έκλεισε, καθώς όλες οι τάξεις του Γυμνασίου σταμάτησαν να λειτουργούν προκειμένου οι μαθητές να επικρίνουν και να καταδώσουν εκδικητικά τους «αντεπαναστάτες» δασκάλους τους.

Μακριά από το σπίτι και έξω πια από την προστατευτική, αδιάβροχη σε πλημμύρες και ανθεκτική στις καταιγίδες κομματική ομπρέλα του πατέρα του, περιφερόταν σαν την άδικη κατάρα στις γειτονιές του Πεκίνου. Ρακένδυτος, άπλυτος, γεμάτος ψύλλους, καπνίζοντας σαν εργοστασιακή καμινάδα και πίνοντας σαν ψάρι του ποταμού Γιανγκτσέ, συνελήφθη για αλητεία και φυλακίστηκε. Οι αστυνομικές αρχές τον έστειλαν υποχρεωτικά -εθελοντικά γράφουν προπαγανδιστικά σήμερα οι βιογράφοι του- να δουλέψει σε ένα παγωμένο μικρό, ορεινό χωριό, το Λιανγκτζιαχέ κοντά στο στρατόπεδο αναμόρφωσης, δηλαδή στο κάτεργο εκτοπισμένων, του Γιανάν, σε απόσταση 800 χλμ. δυτικά του Πεκίνου.

Εκεί διαβίωσε σε μια υποσκαφή άθλια τρύπα λαξεμένη σε βράχο, κοιμόταν με την τσάπα παρά πόδα σε ένα αχυρένιο στρώμα με άλλους έξι συνομηλίκους του, επιβίωνε με πενιχρές μερίδες κακομαγειρεμένων νερόβραστων σιτηρών. Κι ενώ οι υπόλοιποι εξορισμένοι σύντροφοί του προσπαθούσαν να επουλώσουν το βαθύ εφηβικό τους τραύμα, στρεφόμενοι στον Κομφούκιο ή στον Βούδα, αυτός προσηλωνόταν στην κομμουνιστική ιδεολογία. Γινόταν ολοένα πιο σκληροπυρηνικά «κόκκινος» και από τους εθνοφρουρούς.

Η αφοσίωσή του στο ΚΚΚ είχε τον χαρακτήρα θρησκευτικής πίστης και με αυτόν τον τρόπο κέρδιζε τον ανεπιφύλακτο σεβασμό των «αναμορφωτών» του. Ηταν η δική του ίαση στις πληγές του ψυχισμού του. Με συμπλήρωμα στη συγκέντρωσή του στον μαρξισμό-λενινισμό και μιας δόσης ρητών του Κομφούκιου, που παρότρυνε πως «όταν ο Κόκκινος Ποταμός είναι πλημμυρισμένος, πάρε το λασπωμένο μονοπάτι». Ο ίδιος ο Σι αργότερα εξομολογούνταν με περηφάνια ότι η εμπειρία του στο πάμφτωχο βουνίσιο χωρίο τον μετέτρεψε σε άντρα με «σιδερένια ψυχή».

Μετά το τέλος της εξορίας, στα 20 μόλις χρόνια του, έγινε δεκτός στο διάσημο Πανεπιστήμιο Τσινγκχουά στο Πεκίνο. Επιλέχθηκε να φοιτήσει στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών όχι λόγω γνώσεων και ακαδημαϊκής αξίας, αλλά επειδή είχε προϋπηρεσία υπό την ποσόστωση «εργάτη-αγρότη-στρατιώτη» στο ταπεινό εκείνο χωριουδάκι. Από το 1973, έκανε 9 φορές αίτηση για να ενταχθεί στο ΚΚΚ και τελικά τον αποδέχτηκαν χαριστικά λόγω επιμονής στη 10η προσπάθειά του το 1974. Δύο χρόνια αργότερα η Πολιτιστική Επανάσταση, που είχε φέρει τη χώρα στο χείλος του εμφύλιου σπαραγμού, τερματίστηκε. Ο πατέρας του αποκαταστήθηκε πλήρως. Ανέλαβε κορυφαία κυβερνητικά πόστα και εξελέγη στο Πολιτικό Γραφείο του κόμματος ως «εξέχων προλετάριος επαναστάτης» και «μεγάλος κομμουνιστής στρατιώτης».

Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και η σταθερή κομματική ανέλιξη του γιου του. Υπηρέτησε ως γραφειοκρατικό στέλεχος σε φτωχές επαρχίες της ενδοχώρας και σε ανθούσες πόλεις της ανατολικής Κινεζικής θάλασσας. Ως κυβερνήτης της παραθαλάσσιας επαρχίας Τζετζιάνγκ δημοσίευε άρθρα που έφερναν σε ιερατικά κηρύγματα που δόξαζαν την ηθική ανωτερότητα και την περίπου θεόσταλτη εξουσία του ΚΚΚ. Εγκρατής στους πειρασμούς και βαθιά οπορτουνιστής, ελισσόταν με άνεση ανάμεσα στα δηλητηριώδη εσωκομματικά φίδια, τις κλίκες και τις ίντριγκές τους.

Είχε πλέον επιβιβαστεί στο κομματικό ασανσέρ που θα τον οδηγούσε στον υψηλό όροφο του γραμματέα του κόμματος στη Σανγκάη, τη μεγαλύτερη πόλη και λιμάνι της Κίνας με 27 εκατομμύρια κατοίκους. Στα 44 του χρόνια, το 2007, εκτοξεύτηκε στη μόνιμη 9μελή επιτροπή του Πολιτικού Γραφείου προαλειφόμενος ως ο προφανέστερος διάδοχος του Χου Τζιντάο. Οπως πράγματι έγινε μετά από μια πενταετία. Κι από τότε δεν ξεκούνησε σπιθαμή από τη θέση.

Ο γάμος

Το 1987 ο Σι παντρεύτηκε την πολυαναγνωρισμένη ταλαντούχα σοπράνο και τραγουδίστρια του λαού Πενγκ Λιγιουάν, πολιτικό μέλος του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας με τον βαθμό του ταγματάρχη. Διορισμένη επίσης ως κοσμήτορας της Κινεζικής Ακαδημίας Τέχνης, είχε στα νιάτα της εμφανιστεί σε περιοδείες στη συνοριακή πρώτη γραμμή για να τονώσει το ηθικό των Κινέζων στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Σινοβιετναμέζικου Πολέμου του 1979. Και βέβαια αενάως πιστή στις επιταγές του κόμματος έδωσε συναυλία το 2007 που προβλήθηκε στην κινεζική τηλεόραση και η οποία παρουσίαζε Θιβετιανούς να ευχαριστούν τον κινεζικό στρατό για την απελευθέρωσή τους. Δηλαδή για την εισβολή, κατάληψη και διαγραφή του πολιτισμού του Θιβέτ το 1950 από τους Κινέζους και την προσάρτησή του ως αυτόνομης επαρχίας. Μαζί έχουν αποκτήσει την 30χρονη πια μοναχοκόρη τους.

Παρότι το ζευγάρι, λόγω καλλιτεχνικών και κομματικών - κυβερνητικών υποχρεώσεων, βιώνει σε μεγάλο βαθμό χωριστές ζωές, αμφότεροι ήρθαν στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 2019, στο πλαίσιο της τριήμερης επίσημης επίσκεψης του Σι στην Ελλάδα. Μαζί επισκέφτηκαν το Μουσείο της Ακρόπολης, απ’ όπου ο Κινέζος πρόεδρος εξέφρασε την υποστήριξή του για την επιστροφή εδώ όπου ανήκουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Ο Σι Τζινπίνγκ με τον πατέρα, τη σύζυγο και την κόρη του

Σε συνέντευξη που παραχώρησε ισοστάθμισε φιλοσοφικά τον Κομφούκιο με τον Σωκράτη, ενώ με τη συντροφιά της συζύγου του κατέφτασε στο λιμάνι του Πειραιά, του οποίου η κινεζική COSCO απέκτησε από το 2016 το πλειοψηφικό μερίδιο και ανέλαβε επίσημα τη διαχείριση και τη λειτουργία του.

Εντέλει, κατά την εδώ παρουσία τους ελάχιστοι πανηγύρισαν, αν εξαιρέσει φυσικά κανείς του Κινέζους κατόχους Χρυσής Βίζας. Οπως διακριτικά ήρθαν, έτσι και φευγαλέα, χωρίς τυμπανοκρουσίες αναχώρησαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Σι είναι ένας συνεσταλμένος και αόρατος παίκτης σε διεθνές επίπεδο. Κάθε άλλο.

Εχει εδραιώσει τη χώρα του ως πανίσχυρη δύναμη στην παγκόσμια σκηνή, με εκτεταμένο οικονομικό αποτύπωμα, ανερχόμενη τεχνολογική ικανότητα και εκσυγχρονισμένο στρατό. Ηδη το Πολεμικό Ναυτικό της Κίνας, με τον μεγαλύτερο σε μέγεθος στόλο στον κόσμο, έχει εγκαινιάσει από το 2017 την πρώτη του υπερπόντια στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί.

Ταυτόχρονα συμπεριφέρεται δυναμικά σε ό,τι αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις της χώρας του. Στρατιωτικοποιεί τεχνητά νησιά στη θάλασσα της Νότιας Κίνας, συγκρούεται με την Ινδία σε αμφισβητούμενα σύνορα των Ιμαλαΐων, πυροδοτεί εντάσεις με την Ιαπωνία για ακατοίκητα νησιά και εντείνει τη ρητορική για τη διεκδίκησή της στην Ταϊβάν. Εχει θέσει ως εθνικό στόχο την «επανένωση» της ηπειρωτικής Κίνας με την νησιωτική Ταϊβάν - με τη βία, αν χρειαστεί. Αδιαφορώντας μάλιστα για το ότι η Αμερική έχει ξεκαθαρίσει ότι θα εμπλακεί στρατιωτικά στην εκδήλωση μιας τέτοιας επιθετικής απόπειρας.

Αναδιάταξη δυνάμεων

Ο Σι, πάντως, επιχειρεί να αναδιαμορφώσει μια παγκόσμια τάξη, για την οποία θεωρεί ότι κυριαρχείται από τις ΗΠΑ. Στη συγκυρία η άποψή του συμπίπτει με μια παγκόσμια αναδιάταξη δυνάμεων που έχει πυροδοτήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Βολεύεται με την εισροή ενέργειας από τη Ρωσία, η οποία δεν διατίθεται λόγω κυρώσεων στη Δύση. Εκμεταλλεύεται την αδυναμία ή την απροθυμία των Ευρωπαίων να ενισχύσουν τις χώρες της Αφρικής τις οποίες προσεγγίζει με χίλια δυο γαλαντόμα τερτίπια, μεγεθύνοντας υπέρμετρα την επιτόπια παρουσία και επιρροή της. Δεν μπορεί, όμως, να απαλείψει ότι η χώρα του δεν διαθέτει δικούς της ενεργειακούς πόρους. Υποφέρει κι αυτή, ως ο μεγαλύτερος παγκόσμιος καταναλωτής, από την εξάρτησή της από τις ακριβές πρώτες ύλες.

Στενάζει ακόμη από τις κυρώσεις που της επέβαλε η αμερικανική κυβέρνηση στον τομέα των ημιαγωγών, μέτρο που αποκόβει την Κίνα από την ανάπτυξη στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Χώρια που οι λοιπές σχέσεις Αμερικής και Κίνας έχουν επιδεινωθεί από την άνοδο του Σι στην εξουσία. Πότε για τα χακαρίσματα στην κυβερνοασφάλεια, πότε για την παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων, πότε για την υποτιθέμενη χειραγώγηση ψηφιακών νομισμάτων, και πάει λέγοντας.

Οπως και να ’χει, σε σκηνικό παγκόσμιας αστάθειας ο προσεχής προσανατολισμός της κινεζικής πολιτικής δεν είναι και ο ευκολότερος. Ο συγκεντρωτικός Σι δεν είναι κανένας σοφός ή διανοούμενος με αναλυτική ματιά και ευρύτερο καθοδηγητικό όραμα. Πρόκειται για έναν επιτήδειο νταραβεριτζή και υδραυλικό της πολιτικής με ολόθερμη επιθυμία για ελεγχόμενο κόμμα, διάχυτη επιτήρηση και αυξανόμενους κοινωνικούς ελέγχους ώστε να διατηρήσει την εξουσία σε μια τεράστια, απ’ όλες τις απόψεις, χώρα. Σύμφωνα με μια κινεζική παροιμία, «όποιος καβαλικεύει έναν τίγρη, φοβάται να κατέβει κάτω».

Εμπειρικά το έχει δει στην εφηβεία του το έργο στη Χώρα του Κόκκινου Δράκου. Αναπόδραστα έχει θέσει στον εαυτό του προδιαγραφές να παραμείνει στο κορυφαίο πόστο για 10 ή 15 ακόμη χρόνια, να προσεγγίσει έστω χρονικά την κυριαρχία του Μάο. Αποσκοπώντας να γράψει και ο ίδιος ιστορία σαν αυτοκράτορας από πανάρχαια εγχώρια δυναστεία. Γι’ αυτό και, πρωτοφανώς για τις συλλογικές εσωκομματικές παραδόσεις, δεν έχει ακόμη προσδιορίσει τον διάδοχό του. Ενδεχομένως γιατί θεωρεί τον εαυτό του πολύτιμο υπό τη συλλογιστική «καλύτερα ένα διαμάντι με ένα ελάττωμα παρά ένα χαλίκι χωρίς κανένα». Ατυχώς για τον ίδιο, τα διαμάντια δεν είναι παντοτινά. Οπως τελικά τίποτε δεν διαρκεί για πάντα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr