Πέντε Τούρκοι μεγαλέμποροι ναρκωτικών και οι υπόγειες διασυνδέσεις τους
14.11.2022
10:00
«Μαφία-πολιτική-κράτος»: Το τρίγωνο που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1990 για την καταπολέμηση του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), έχει ιστορικό ανεξιχνίαστων δολοφονιών, τρομοκρατικών επιθέσεων, αιματηρών αναμετρήσεων ανάμεσα σε εγκληματικές συμμορίες και εμπόριο ναρκωτικών.
Ο Μπεχτσέτ Τζαντούρκ
Ο ναρκέμπορας Μπεχτσέτ Τζαντούρκ γεννήθηκε το 1950 στην Κουρδική πόλη Λίντζε του Ντιγιαρμπακίρ. Ξεκίνησε τη διακίνηση ναρκωτικών το 1978. Εκτός από το εμπόριο ναρκωτικών, ο Τζαντούρκ επένδυσε στο εμπόριο όπλων μεταξύ Τουρκίας, Ιράν και Ιράκ. Ήταν μέλος του Συνδέσμου Επαναστατικού Ανατολικού Πολιτισμού, μιας αριστερής ομάδας φανερά υπέρ της ανεξαρτησίας των Κούρδων, την οποία χρηματοδοτούσε με το ένα τέταρτο των εσόδων από το εμπόριο ηρωίνης. Το 1979 άρχισε να πουλά όπλα στους αυτονομιστές του PKK τα οποία έφερνε από τη Βουλγαρία.
Συνεργάστηκε στο εμπόριο ναρκωτικών με την Αρμένικη τρομοκρατική οργάνωση ASALA και με κουρδικές οργανώσεις. Συνελήφθη στις 22 Ιουνίου 1984 με την κατηγορία ότι ήταν μέλος του PKK. Στις 14 Ιανουαρίου 1994, απήχθη μέσα από το αυτοκίνητό του μαζί με τον οδηγό του στην πόλη Σαπάντζα λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη. Τα πτώματα τους βρέθηκαν την επόμενη μέρα κοντά στη Σαπάντζα. Ο τρόπος που έγινε η απαγωγή τροφοδότησε σενάρια ότι δολοφονήθηκε από τις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας και ότι ο συμπατριώτης του Χουσεΐν Μπαϊμπαζίν τον είχε προειδοποιήσει πως ήταν στη λίστα των τουρκικών αρχών με τους Κούρδους επιχειρηματίες που συνεργάζονταν με το PKK.
Χουσεΐν Μπαϊμπαζίν ο «Πάμπλο Εσκομπάρ» της Ευρώπης
Ο ναρκέμπορας Χουσεΐν Μπαϊμπαζίν ήταν ο αρχηγός μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής και διακίνησης ηρωίνης από το Αφγανιστάν στην Ευρώπη. To 1984 συνελήφθη στη Βρετανία με πλαστό διαβατήριο και 6 κιλά ηρωίνης και καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλάκιση. Μετά από 3 χρόνια αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στην Τουρκία.
Όταν το 1992 οι τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας προσπάθησαν να καταλάβουν το φορτηγό πλοίο MV Kısmetim-1 υποπτευόμενοι ότι μετέφερε 3 τόνους ηρωίνης στην Τουρκία για λογαριασμό του Μπαϊμπαζίν, το πλήρωμα βύθισε το σκάφος στα διεθνή χωρικά ύδατα της Μεσογείου. Αυτό το γεγονός έπαιξε ρόλο στην απόφαση του Μπαϊμπαζίν να εγκατασταθεί στο Λονδίνο, όπου του χορηγήθηκε πολιτικό άσυλο.
Ο Μπαϊμπαζίν εγκατέλειψε το Λονδίνο και εγκαταστάθηκε στην Ολλανδία όπου –σύμφωνα με μαρτυρίες– ο Τούρκος Γενικός Διευθυντής Ασφαλείας και μετέπειτα υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας Μεχμέτ Αγάρ του παρουσίασε μια λίστα με υποστηρικτές του PKK που έπρεπε να εξοντωθούν.
Παρότι χρηματοδοτούσε τους αυτονομιστές του PKK, ο Μπαϊμπαζίν δέχτηκε να εκτελέσει τα συμβόλαια θανάτου για λογαριασμό του Τουρκικού κράτους με την προϋπόθεση ότι ο Αγάρ θα έκανε τα στραβά μάτια στην επέκταση των επιχειρήσεων του στην Ευρώπη. Μέχρι το 1998, ο Μπαϊμπαζίν ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής ηρωίνης της ηπείρου –ο Πάμπλο Εσκομπάρ της Ευρώπης– με κέρδη έως και 45 δισεκατομμύρια δολάρια μεγάλο μέρος των οποίων επενδύθηκε σε τουριστικά θέρετρα του Αιγαίου και της Μεσογείου.
Τον Μάρτιο του 1998 συνελήφθη στην Ολλανδία ύστερα από κοινή επιχείρηση της βρετανικής, γερμανικής, βελγικής, ιταλικής και ολλανδικής αστυνομίας με κωδική ονομασία «Μαύρη Τουλίπα». Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και σήμερα εκτίει την ποινή του σε φυλακή της Ολλανδίας.
Αμπντουλάχ Μπαϊμπαζίν
Ο αδελφός του Χουσεΐν, Αμπντουλάχ Μπαϊμπαζίν, ο οποίος είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι ως αποτέλεσμα ένοπλης επίθεσης σε μπαρ πριν από χρόνια, έφτασε στο Λονδίνο το 1995 με πλαστό Ολλανδικό διαβατήριο. Σύντομα επικράτησε έναντι άλλων εγκληματιών από τους οποίους εισέπραττε χρήματα.
Ο ναρκέμπορας Μπεχτσέτ Τζαντούρκ γεννήθηκε το 1950 στην Κουρδική πόλη Λίντζε του Ντιγιαρμπακίρ. Ξεκίνησε τη διακίνηση ναρκωτικών το 1978. Εκτός από το εμπόριο ναρκωτικών, ο Τζαντούρκ επένδυσε στο εμπόριο όπλων μεταξύ Τουρκίας, Ιράν και Ιράκ. Ήταν μέλος του Συνδέσμου Επαναστατικού Ανατολικού Πολιτισμού, μιας αριστερής ομάδας φανερά υπέρ της ανεξαρτησίας των Κούρδων, την οποία χρηματοδοτούσε με το ένα τέταρτο των εσόδων από το εμπόριο ηρωίνης. Το 1979 άρχισε να πουλά όπλα στους αυτονομιστές του PKK τα οποία έφερνε από τη Βουλγαρία.
Συνεργάστηκε στο εμπόριο ναρκωτικών με την Αρμένικη τρομοκρατική οργάνωση ASALA και με κουρδικές οργανώσεις. Συνελήφθη στις 22 Ιουνίου 1984 με την κατηγορία ότι ήταν μέλος του PKK. Στις 14 Ιανουαρίου 1994, απήχθη μέσα από το αυτοκίνητό του μαζί με τον οδηγό του στην πόλη Σαπάντζα λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη. Τα πτώματα τους βρέθηκαν την επόμενη μέρα κοντά στη Σαπάντζα. Ο τρόπος που έγινε η απαγωγή τροφοδότησε σενάρια ότι δολοφονήθηκε από τις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας και ότι ο συμπατριώτης του Χουσεΐν Μπαϊμπαζίν τον είχε προειδοποιήσει πως ήταν στη λίστα των τουρκικών αρχών με τους Κούρδους επιχειρηματίες που συνεργάζονταν με το PKK.
Χουσεΐν Μπαϊμπαζίν ο «Πάμπλο Εσκομπάρ» της Ευρώπης
Ο ναρκέμπορας Χουσεΐν Μπαϊμπαζίν ήταν ο αρχηγός μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής και διακίνησης ηρωίνης από το Αφγανιστάν στην Ευρώπη. To 1984 συνελήφθη στη Βρετανία με πλαστό διαβατήριο και 6 κιλά ηρωίνης και καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλάκιση. Μετά από 3 χρόνια αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στην Τουρκία.
Όταν το 1992 οι τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας προσπάθησαν να καταλάβουν το φορτηγό πλοίο MV Kısmetim-1 υποπτευόμενοι ότι μετέφερε 3 τόνους ηρωίνης στην Τουρκία για λογαριασμό του Μπαϊμπαζίν, το πλήρωμα βύθισε το σκάφος στα διεθνή χωρικά ύδατα της Μεσογείου. Αυτό το γεγονός έπαιξε ρόλο στην απόφαση του Μπαϊμπαζίν να εγκατασταθεί στο Λονδίνο, όπου του χορηγήθηκε πολιτικό άσυλο.
Ο Μπαϊμπαζίν εγκατέλειψε το Λονδίνο και εγκαταστάθηκε στην Ολλανδία όπου –σύμφωνα με μαρτυρίες– ο Τούρκος Γενικός Διευθυντής Ασφαλείας και μετέπειτα υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας Μεχμέτ Αγάρ του παρουσίασε μια λίστα με υποστηρικτές του PKK που έπρεπε να εξοντωθούν.
Παρότι χρηματοδοτούσε τους αυτονομιστές του PKK, ο Μπαϊμπαζίν δέχτηκε να εκτελέσει τα συμβόλαια θανάτου για λογαριασμό του Τουρκικού κράτους με την προϋπόθεση ότι ο Αγάρ θα έκανε τα στραβά μάτια στην επέκταση των επιχειρήσεων του στην Ευρώπη. Μέχρι το 1998, ο Μπαϊμπαζίν ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής ηρωίνης της ηπείρου –ο Πάμπλο Εσκομπάρ της Ευρώπης– με κέρδη έως και 45 δισεκατομμύρια δολάρια μεγάλο μέρος των οποίων επενδύθηκε σε τουριστικά θέρετρα του Αιγαίου και της Μεσογείου.
Τον Μάρτιο του 1998 συνελήφθη στην Ολλανδία ύστερα από κοινή επιχείρηση της βρετανικής, γερμανικής, βελγικής, ιταλικής και ολλανδικής αστυνομίας με κωδική ονομασία «Μαύρη Τουλίπα». Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και σήμερα εκτίει την ποινή του σε φυλακή της Ολλανδίας.
Αμπντουλάχ Μπαϊμπαζίν
Ο αδελφός του Χουσεΐν, Αμπντουλάχ Μπαϊμπαζίν, ο οποίος είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι ως αποτέλεσμα ένοπλης επίθεσης σε μπαρ πριν από χρόνια, έφτασε στο Λονδίνο το 1995 με πλαστό Ολλανδικό διαβατήριο. Σύντομα επικράτησε έναντι άλλων εγκληματιών από τους οποίους εισέπραττε χρήματα.
Ακόμη, δημιούργησε μια συμμορία γνωστή ως «βομβιστές», οι οποίοι εκβίαζαν και αποσπούσαν χρήματα από Τούρκους και Κούρδους επιχειρηματίες. Η συμμορία ήταν τόσο βίαιη που ορισμένοι Κούρδοι επιχειρηματίες στράφηκαν στο PKK (KADEK εκείνη την εποχή) για προστασία.
Το 2006 ο Αμπντουλάχ Μπαϊμπαζίν συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 22 χρόνια φυλάκιση όμως αφέθηκε ελεύθερος το 2010 και επέστρεψε στην Τουρκία. Τον Ιανουάριο του 2011 συνελήφθη ξανά από την τουρκική αστυνομία μαζί με άλλα 15 άτομα ύστερα από την κατάσχεση 281 κιλών κοκαΐνης σε επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε σε πλοίο που έφτασε στο λιμάνι του Ambarlı από τη Βολιβία.
Καταδικάστηκε σε 40 χρόνια φυλάκιση για «σύσταση και καθοδήγηση οργάνωσης για τη διάπραξη εγκλημάτων» αλλά αποφυλακίστηκε έξι χρόνια αργότερα.
Αμπντουλάχ Τσάτλι ο επίδοξος δολοφόνος του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β'
Ο θάνατος του Αμπντουλάχ Τσάτλι έφερε στο φώς της δημοσιότητας τις υπόγειες διασυνδέσεις του Τουρκικού βαθέως κράτους με ακροδεξιούς εγκληματίες.
Το όνομα Τσάτλι συνδέεται με μία σειρά από σκοτεινά γεγονότα που συνέβησαν τη δεκαετία του 1970 στην Τουρκία. Ο διεθνώς καταζητούμενος τρομοκράτης, ναρκέμπορας και μέλος των Γκρίζων Λύκων, Αμπντουλάχ Τσάτλι, συμμετείχε σε πολιτικές δολοφονίες εναντίον Κουρδικών και Αρμενικών στόχων στο εξωτερικό για λογαριασμό του Τουρκικού βαθέως κράτους.
Φέρεται να συμμετείχε και στην απόπειρα δολοφονίας του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β' μαζί με τον Μεχμέτ Αλί Αγκτσά. Οι δυο τους συνεργάστηκαν επίσης στη δολοφονία του Τούρκου δημοσιογράφου και εκδότη της εφημερίδας Μιλιέτ, Αμπντί Ιπεκτσί. Το 1984 συνελήφθη στη Γαλλία για εμπόριο ναρκωτικών και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 7 ετών. Το 1988 εκδόθηκε στην Ελβετία, όπου επίσης καταζητείτο για διακίνηση ναρκωτικών, όμως δραπέτευσε από τη φυλακή.
Στις 3 Νοεμβρίου 1996, ο Τσάτλι, η ερωμένη του Τζόνγκα Ους και ο αναπληρωτής αρχηγός της αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης Χουσείν Κοτζαντάγ σκοτώθηκαν σε στο δρόμο μεταξύ Σμύρνης και Κωνσταντινούπολης.
Ο μόνος που επέζησε ήταν ο ηγέτης της κουρδικής φυλής Μπουτζάκ και συντηρητικός βουλευτής Σεντάτ Μπουτζάκ, του οποίου η φυλή παρείχε πρόθυμους εθελοντές στον αγώνα κατά του PKK. Στο αυτοκίνητο βρέθηκαν όπλα, σφαίρες, πλαστά διπλωματικά διαβατήρια και μικροποσότητα κοκαΐνης.
Η άδεια οπλοφορίας του Τσάτλι, υπογεγραμμένη από τον Μεχμέτ Αγάρ, είχε εκδοθεί στο όνομα «Mehmet Özbay» με το οποίο ο Τσάτλι ήταν γνωστός στους κύκλους του υποκόσμου και το οποίο είχε χρησιμοποιήσει ως ψευδώνυμο στο παρελθόν ο Μεχμέτ Αλί Αγκτσά. Το ατύχημα στο Σουσουρλούκ αποκάλυψε τις υπόγειες διασυνδέσεις των υπηρεσιών ασφαλείας της Τουρκίας με ακροδεξιούς εγκληματίες με σκοπό την πραγματοποίηση χτυπημάτων εναντίον αριστερών, Κούρδων και Αρμενίων ακτιβιστών, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Ομέρ Τοπάλ ο «βασιλιάς των καζίνο»
Η τελευταία (γνωστή) ενέργεια του Τσάτλι ήταν η δολοφονία του Ομέρ Τοπάλ, το όνομα του οποίου ήταν, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, στη λίστα των επιχειρηματιών που το βαθύ κράτος είχε αποφασίσει να εξολοθρέψει λόγω των φιλοκουρδικών δραστηριοτήτων του.
Ο Τοπάλ ξεκίνησε την καριέρα του ως έμπορος ηρωίνης, γεγονός που τον οδήγησε στη φυλακή για έξι χρόνια στο Βέλγιο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά την αποφυλάκισή του, άλλαξε «επάγγελμα» και ασχολήθηκε με τον τζόγο.
Ξεκίνησε από το Caddebostan Grand Club στην Κωνσταντινούπολη το 1990 και κατέληξε να έχει σχεδόν το μονοπώλιο της αγοράς τυχερών παιχνιδιών στην Τουρκία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Βόρεια Κύπρο και το Τουρκμενιστάν.
Η «συμμορία του Σούσουρλούκ» απαίτησε από τον Τοπάλ να πληρώσει 17 εκατομμύρια δολάρια με αντάλλαγμα τη διαγραφή του ονόματός του από τη «μαύρη λίστα» των Κούρδων επιχειρηματιών που χρηματοδοτούσαν το PKK.
Τα χρήματα καταβλήθηκαν αλλά 6 από τα 17 εκατομμύρια δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους, γεγονός που ίσως να εξηγεί τη δολοφονία του. Τα δακτυλικά αποτυπώματα του Τσάλτι βρέθηκαν σε ένα από τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στη δολοφονία. Το αυτοκίνητο των δραστών βρέθηκε εγκαταλελειμμένο στο Sariyer.
Όπλα, σφαίρες και άλλα πυρομαχικά βρέθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο, το οποίο σύμφωνα με την αστυνομία είχε κλαπεί από την Άγκυρα. Μέλη της ομάδας των εκτελεστών συνελήφθησαν μετά τη δολοφονία αλλά αφέθηκαν ελεύθερα κατόπιν ειδικής διαταγής του Μεχμέτ Αγάρ (και διορίστηκαν ως σωματοφύλακες του Μπουτζάκ).
Το 2006 ο Αμπντουλάχ Μπαϊμπαζίν συνελήφθη και καταδικάστηκε σε 22 χρόνια φυλάκιση όμως αφέθηκε ελεύθερος το 2010 και επέστρεψε στην Τουρκία. Τον Ιανουάριο του 2011 συνελήφθη ξανά από την τουρκική αστυνομία μαζί με άλλα 15 άτομα ύστερα από την κατάσχεση 281 κιλών κοκαΐνης σε επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε σε πλοίο που έφτασε στο λιμάνι του Ambarlı από τη Βολιβία.
Καταδικάστηκε σε 40 χρόνια φυλάκιση για «σύσταση και καθοδήγηση οργάνωσης για τη διάπραξη εγκλημάτων» αλλά αποφυλακίστηκε έξι χρόνια αργότερα.
Αμπντουλάχ Τσάτλι ο επίδοξος δολοφόνος του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β'
Ο θάνατος του Αμπντουλάχ Τσάτλι έφερε στο φώς της δημοσιότητας τις υπόγειες διασυνδέσεις του Τουρκικού βαθέως κράτους με ακροδεξιούς εγκληματίες.
Το όνομα Τσάτλι συνδέεται με μία σειρά από σκοτεινά γεγονότα που συνέβησαν τη δεκαετία του 1970 στην Τουρκία. Ο διεθνώς καταζητούμενος τρομοκράτης, ναρκέμπορας και μέλος των Γκρίζων Λύκων, Αμπντουλάχ Τσάτλι, συμμετείχε σε πολιτικές δολοφονίες εναντίον Κουρδικών και Αρμενικών στόχων στο εξωτερικό για λογαριασμό του Τουρκικού βαθέως κράτους.
Φέρεται να συμμετείχε και στην απόπειρα δολοφονίας του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β' μαζί με τον Μεχμέτ Αλί Αγκτσά. Οι δυο τους συνεργάστηκαν επίσης στη δολοφονία του Τούρκου δημοσιογράφου και εκδότη της εφημερίδας Μιλιέτ, Αμπντί Ιπεκτσί. Το 1984 συνελήφθη στη Γαλλία για εμπόριο ναρκωτικών και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 7 ετών. Το 1988 εκδόθηκε στην Ελβετία, όπου επίσης καταζητείτο για διακίνηση ναρκωτικών, όμως δραπέτευσε από τη φυλακή.
Στις 3 Νοεμβρίου 1996, ο Τσάτλι, η ερωμένη του Τζόνγκα Ους και ο αναπληρωτής αρχηγός της αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης Χουσείν Κοτζαντάγ σκοτώθηκαν σε στο δρόμο μεταξύ Σμύρνης και Κωνσταντινούπολης.
Ο μόνος που επέζησε ήταν ο ηγέτης της κουρδικής φυλής Μπουτζάκ και συντηρητικός βουλευτής Σεντάτ Μπουτζάκ, του οποίου η φυλή παρείχε πρόθυμους εθελοντές στον αγώνα κατά του PKK. Στο αυτοκίνητο βρέθηκαν όπλα, σφαίρες, πλαστά διπλωματικά διαβατήρια και μικροποσότητα κοκαΐνης.
Η άδεια οπλοφορίας του Τσάτλι, υπογεγραμμένη από τον Μεχμέτ Αγάρ, είχε εκδοθεί στο όνομα «Mehmet Özbay» με το οποίο ο Τσάτλι ήταν γνωστός στους κύκλους του υποκόσμου και το οποίο είχε χρησιμοποιήσει ως ψευδώνυμο στο παρελθόν ο Μεχμέτ Αλί Αγκτσά. Το ατύχημα στο Σουσουρλούκ αποκάλυψε τις υπόγειες διασυνδέσεις των υπηρεσιών ασφαλείας της Τουρκίας με ακροδεξιούς εγκληματίες με σκοπό την πραγματοποίηση χτυπημάτων εναντίον αριστερών, Κούρδων και Αρμενίων ακτιβιστών, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Ομέρ Τοπάλ ο «βασιλιάς των καζίνο»
Η τελευταία (γνωστή) ενέργεια του Τσάτλι ήταν η δολοφονία του Ομέρ Τοπάλ, το όνομα του οποίου ήταν, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, στη λίστα των επιχειρηματιών που το βαθύ κράτος είχε αποφασίσει να εξολοθρέψει λόγω των φιλοκουρδικών δραστηριοτήτων του.
Ο Τοπάλ ξεκίνησε την καριέρα του ως έμπορος ηρωίνης, γεγονός που τον οδήγησε στη φυλακή για έξι χρόνια στο Βέλγιο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά την αποφυλάκισή του, άλλαξε «επάγγελμα» και ασχολήθηκε με τον τζόγο.
Ξεκίνησε από το Caddebostan Grand Club στην Κωνσταντινούπολη το 1990 και κατέληξε να έχει σχεδόν το μονοπώλιο της αγοράς τυχερών παιχνιδιών στην Τουρκία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Βόρεια Κύπρο και το Τουρκμενιστάν.
Η «συμμορία του Σούσουρλούκ» απαίτησε από τον Τοπάλ να πληρώσει 17 εκατομμύρια δολάρια με αντάλλαγμα τη διαγραφή του ονόματός του από τη «μαύρη λίστα» των Κούρδων επιχειρηματιών που χρηματοδοτούσαν το PKK.
Τα χρήματα καταβλήθηκαν αλλά 6 από τα 17 εκατομμύρια δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους, γεγονός που ίσως να εξηγεί τη δολοφονία του. Τα δακτυλικά αποτυπώματα του Τσάλτι βρέθηκαν σε ένα από τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στη δολοφονία. Το αυτοκίνητο των δραστών βρέθηκε εγκαταλελειμμένο στο Sariyer.
Όπλα, σφαίρες και άλλα πυρομαχικά βρέθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο, το οποίο σύμφωνα με την αστυνομία είχε κλαπεί από την Άγκυρα. Μέλη της ομάδας των εκτελεστών συνελήφθησαν μετά τη δολοφονία αλλά αφέθηκαν ελεύθερα κατόπιν ειδικής διαταγής του Μεχμέτ Αγάρ (και διορίστηκαν ως σωματοφύλακες του Μπουτζάκ).
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr