Σεισμός στην Τουρκία: Ο εφιάλτης «νέου Τσέρνομπιλ» στο Ακούγιου, απέναντι από την Κύπρο
13.02.2023
14:04
Το ρωσικής κατασκευής πυρηνικό εργοστάσιο πρόκειται να τεθεί σε λειτουργία τον Οκτώβριο - Βρίσκεται πολύ κοντά σε σεισμικό ρήγμα
Για τον προσεχή Οκτώβριο προγραμματίζονται τα εγκαίνια του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας Ακούγιου στο Μπουγιουκτσελί της επαρχίας της Μερσίνης στη νοτιοανατολική Τουρκία, έπειτα από περίπου πέντε χρόνια εντατικών εργασιών για την αποπεράτωσή του.
Χωροθετημένο στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου της Ανατολίας, το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο της γειτονικής χώρας βρίσκεται μια ανάσα πριν από την έναρξη της λειτουργίας του, αλλά και σε απόσταση μόλις 25-30 χιλιομέτρων από το σεισμικό ρήγμα Ecemis και 74 χιλιομέτρων από τη βόρεια ακτή της Κύπρου αντίστοιχα, εντείνοντας τους φόβους για ένα νέο, μεσογειακό «Τσέρνομπιλ».
Μολονότι την υπό κατασκευή πυρηνική μονάδα χωρίζουν 430 χιλιόμετρα -προς τα δυτικά- από το επίκεντρο του φονικού σεισμού που έπληξε την Τουρκία στις αρχές της εβδομάδας, εντούτοις το σεισμολογικό υπόβαθρο της ευρύτερης περιοχής, αλλά και οι μετασοβιετικές προδιαγραφές του έργου, που είναι κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από τον ρωσικό κρατικό ενεργειακό κολοσσό Rosatom, δεν αφήνουν αδιάφορη τη διεθνή κοινότητα και, πρωτίστως, την Αθήνα.
Παρά τις διεθνείς επιφυλάξεις, η επικείμενη τελετή των εγκαινίων του πυρηνικού σταθμού Ακούγιου εντάσσεται στο πλαίσιο των εορτασμών των 100 χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Το έργο, ύψους 20 δισ. δολαρίων και πλήρως χρηματοδοτούμενο από τη Μόσχα, εκτιμάται ότι θα βελτιώσει τη διεθνή θέση της χώρας και θα τονώσει την εθνική της αυτοπεποίθηση, στέλνοντας παράλληλα ένα διεθνές μήνυμα δραστικού εξορθολογισμού της στο πεδίο της ενέργειας.
Με στόχο να καλύπτει το 10% των συνολικών αναγκών της Τουρκίας σε ηλεκτρική ενέργεια παράγοντας περίπου 35 δισεκατομμύρια kWh ετησίως, ο πρώτος (ρωσο)τουρκικός πυρηνικός σταθμός περιλαμβάνει τέσσερις μονάδες παραγωγής ενέργειας, με αντιδραστήρες ρωσικής σχεδίασης VVER-1200 και συνολικής ισχύος 4.800 μεγαβάτ, ενώ η διάρκεια ζωής του υπολογίζεται στα 50 χρόνια. Κυρίως, όμως, αποτελεί τη μεγαλύτερη κοινοπραξία Ρωσίας - Τουρκίας, σφυρηλατώντας τους ενεργειακούς δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών.
Από πλευράς της, η Αγκυρα μοιάζει να αγνοεί τις αιτιάσεις που έχουν διατυπωθεί περί ασφυκτικής ρωσικής ενεργειακής εξάρτησής της και απεναντίας επικαλείται την ανάγκη συμμόρφωσής της με τη Συνθήκη των Παρισίων (για μείωση της κατανάλωσης υδρογονανθράκων και προώθηση της καθαρής ενέργειας), την οποία υπέγραψε το 2016, προκειμένου να αποκρούσει τα κύματα των έντονων αντιδράσεων που έχουν καταγραφεί κατά καιρούς από ομάδες οικολόγων, ακτιβιστές, αλλά και γειτονικά κράτη.
Tο έργο άρχισε να οικοδομείται το 2018, συνιστώντας το κατεξοχήν «σύμβολο της τουρκο-ρωσικής συνεργασίας» για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και συνάμα ένα «πραγματικά εμβληματικό έργο» κατά την οπτική του Ρώσου ομολόγου του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Το ρήγμα Ecemis
Ανεξάρτητα από τα διθυραμβικά σχόλια των δύο ηγετών τότε, οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις, υγειονομικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές, που πιθανόν ανακύψουν σε περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος, παραμένουν αχαρτογράφητες έως και σήμερα για την Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο και τα Βαλκάνια, εγείροντας σωρεία αντιδράσεων σε περιφερειακό επίπεδο, όταν η Μεσόγειος, μια κατ’ εξοχήν κλειστή θάλασσα, αναμένεται, στο καλύτερο σενάριο, να χρησιμοποιηθεί ως διάδρομος μεταφοράς πυρηνικών αποβλήτων.
Για τον λόγο αυτό, όταν το 2014 το υπουργείο Περιβάλλοντος της Τουρκίας ενέκρινε τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, βασισμένη κατά πολύ στα επιστημονικά δεδομένα της δεκαετίας του 1970, η Greenpeace την πρόσβαλε στα δικαστήρια, με τον Γιαν Μπεράνεκ, διευθυντή της Greenpeace Mediterranean, να δηλώνει, σύμφωνα με την «Deutsche Welle», πως η σεισμική εκτίμηση ήταν «εντελώς ανεπαρκής».
Οι ισχυρές ενστάσεις της περιβαλλοντικής οργάνωσης εδράζονται κατά κύριο λόγο στο ενεργό ρήγμα Ecemis, το οποίο έχει μήκος 300 χιλιόμετρα, με δυνατότητα πρόκλησης σεισμού μεγαλύτερου των 7-8 Ρίχτερ. Το ρήγμα διασχίζει υπογείως τη θάλασσα και συναντάται σε απόσταση 25-30 χιλιομέτρων από το Ακούγιου, ενώ παραμένει ενεργό, καθώς διαγράφει κίνηση 3 χιλιοστών ετησίως προς τα αριστερά, υπογραμμίζοντας με κάθε τρόπο τη δραστηριότητά του.
Χωροθετημένο στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου της Ανατολίας, το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο της γειτονικής χώρας βρίσκεται μια ανάσα πριν από την έναρξη της λειτουργίας του, αλλά και σε απόσταση μόλις 25-30 χιλιομέτρων από το σεισμικό ρήγμα Ecemis και 74 χιλιομέτρων από τη βόρεια ακτή της Κύπρου αντίστοιχα, εντείνοντας τους φόβους για ένα νέο, μεσογειακό «Τσέρνομπιλ».
Μολονότι την υπό κατασκευή πυρηνική μονάδα χωρίζουν 430 χιλιόμετρα -προς τα δυτικά- από το επίκεντρο του φονικού σεισμού που έπληξε την Τουρκία στις αρχές της εβδομάδας, εντούτοις το σεισμολογικό υπόβαθρο της ευρύτερης περιοχής, αλλά και οι μετασοβιετικές προδιαγραφές του έργου, που είναι κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από τον ρωσικό κρατικό ενεργειακό κολοσσό Rosatom, δεν αφήνουν αδιάφορη τη διεθνή κοινότητα και, πρωτίστως, την Αθήνα.
Παρά τις διεθνείς επιφυλάξεις, η επικείμενη τελετή των εγκαινίων του πυρηνικού σταθμού Ακούγιου εντάσσεται στο πλαίσιο των εορτασμών των 100 χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Το έργο, ύψους 20 δισ. δολαρίων και πλήρως χρηματοδοτούμενο από τη Μόσχα, εκτιμάται ότι θα βελτιώσει τη διεθνή θέση της χώρας και θα τονώσει την εθνική της αυτοπεποίθηση, στέλνοντας παράλληλα ένα διεθνές μήνυμα δραστικού εξορθολογισμού της στο πεδίο της ενέργειας.
Με στόχο να καλύπτει το 10% των συνολικών αναγκών της Τουρκίας σε ηλεκτρική ενέργεια παράγοντας περίπου 35 δισεκατομμύρια kWh ετησίως, ο πρώτος (ρωσο)τουρκικός πυρηνικός σταθμός περιλαμβάνει τέσσερις μονάδες παραγωγής ενέργειας, με αντιδραστήρες ρωσικής σχεδίασης VVER-1200 και συνολικής ισχύος 4.800 μεγαβάτ, ενώ η διάρκεια ζωής του υπολογίζεται στα 50 χρόνια. Κυρίως, όμως, αποτελεί τη μεγαλύτερη κοινοπραξία Ρωσίας - Τουρκίας, σφυρηλατώντας τους ενεργειακούς δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών.
Από πλευράς της, η Αγκυρα μοιάζει να αγνοεί τις αιτιάσεις που έχουν διατυπωθεί περί ασφυκτικής ρωσικής ενεργειακής εξάρτησής της και απεναντίας επικαλείται την ανάγκη συμμόρφωσής της με τη Συνθήκη των Παρισίων (για μείωση της κατανάλωσης υδρογονανθράκων και προώθηση της καθαρής ενέργειας), την οποία υπέγραψε το 2016, προκειμένου να αποκρούσει τα κύματα των έντονων αντιδράσεων που έχουν καταγραφεί κατά καιρούς από ομάδες οικολόγων, ακτιβιστές, αλλά και γειτονικά κράτη.
Tο έργο άρχισε να οικοδομείται το 2018, συνιστώντας το κατεξοχήν «σύμβολο της τουρκο-ρωσικής συνεργασίας» για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και συνάμα ένα «πραγματικά εμβληματικό έργο» κατά την οπτική του Ρώσου ομολόγου του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Το ρήγμα Ecemis
Ανεξάρτητα από τα διθυραμβικά σχόλια των δύο ηγετών τότε, οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις, υγειονομικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές, που πιθανόν ανακύψουν σε περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος, παραμένουν αχαρτογράφητες έως και σήμερα για την Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο και τα Βαλκάνια, εγείροντας σωρεία αντιδράσεων σε περιφερειακό επίπεδο, όταν η Μεσόγειος, μια κατ’ εξοχήν κλειστή θάλασσα, αναμένεται, στο καλύτερο σενάριο, να χρησιμοποιηθεί ως διάδρομος μεταφοράς πυρηνικών αποβλήτων.
Για τον λόγο αυτό, όταν το 2014 το υπουργείο Περιβάλλοντος της Τουρκίας ενέκρινε τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, βασισμένη κατά πολύ στα επιστημονικά δεδομένα της δεκαετίας του 1970, η Greenpeace την πρόσβαλε στα δικαστήρια, με τον Γιαν Μπεράνεκ, διευθυντή της Greenpeace Mediterranean, να δηλώνει, σύμφωνα με την «Deutsche Welle», πως η σεισμική εκτίμηση ήταν «εντελώς ανεπαρκής».
Οι ισχυρές ενστάσεις της περιβαλλοντικής οργάνωσης εδράζονται κατά κύριο λόγο στο ενεργό ρήγμα Ecemis, το οποίο έχει μήκος 300 χιλιόμετρα, με δυνατότητα πρόκλησης σεισμού μεγαλύτερου των 7-8 Ρίχτερ. Το ρήγμα διασχίζει υπογείως τη θάλασσα και συναντάται σε απόσταση 25-30 χιλιομέτρων από το Ακούγιου, ενώ παραμένει ενεργό, καθώς διαγράφει κίνηση 3 χιλιοστών ετησίως προς τα αριστερά, υπογραμμίζοντας με κάθε τρόπο τη δραστηριότητά του.
Υπό αυτό το πρίσμα, τα όρια των αντοχών του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου απέναντι στον Εγκέλαδο ήρθαν μοιραία στην επιφάνεια μετά τον χορό των Ρίχτερ στις αρχές της εβδομάδας, με το ρωσικό πρακτορείο Tass να διαβεβαιώνει πως ο υπό κατασκευή ρωσοτουρκικός πυρηνικός σταθμός «έχει σχεδιαστεί για να αντέχει σε μέγιστο σεισμό έως και 9 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ» και ως εκ τούτου «δεν υπέστη καμία βλάβη», αν και της σεισμικής ακολουθίας ακολούθησαν εκτενείς έλεγχοι ασφαλείας στις εγκαταστάσεις του, προκειμένου να διαπιστωθεί η ανταπόκρισή του στις ισχυρότατες σεισμικές δονήσεις.
Την ελληνική αγωνία για το ενδεχόμενο πυρηνικού ατυχήματος στο Ακούγιου δεν έκρυψε τα τελευταία τρία χρόνια ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, ο οποίος επανάφερε το ζήτημα με κάθε αφορμή, όπως αυτή της συμπλήρωσης 35 ετών από το Τσέρνομπιλ, την άνοιξη του 2021. «Η καταστροφή του Τσέρνομπιλ, το μεγαλύτερο πυρηνικό δυστύχημα στην Ιστορία, είναι διαρκής υπόμνηση για τους κινδύνους που ελλοχεύουν και σήμερα», είχε επισημάνει στο μήνυμά του ο κ. Δένδιας, υπογραμμίζοντας πως «η Τουρκία πρέπει να συνεννοηθεί με τις γειτονικές χώρες για το υπό κατασκευή πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιου».
Πέρα από τις επετειακές υπομνήσεις, το τελικό στάδιο της κατασκευαστικής διαδικασίας κινητοποίησε έντονα την ελληνική διπλωματία την περασμένη χρονιά, με τον Ελληνα ΥΠΕΞ να θέτει το ζήτημα σε τηλεδιάσκεψη με τον Αμερικανό ομόλογό του Αντονι Μπλίνκεν και τους υπουργούς Εξωτερικών της Κύπρου και του Ισραήλ τον περασμένο Μάιο, εξηγώντας τους, κατά διπλωματικές πηγές, ότι ο υπό κατασκευή πυρηνικός σταθμός στο Ακούγιου βρίσκεται σε «ιδιαίτερα σεισμογενή περιοχή».
Στο χειρότερο σενάριο, αυτό της έκλυσης ραδιενέργειας από το Ακούγιου στο νερό και την ατμόσφαιρα, οι όποιες -δραματικές- συνέπειες δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια, καθώς ο πυρηνικός σταθμός κατασκευάζεται από τη ρωσική κρατική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας Rosatom, της «Gazprom της πυρηνικής ενέργειας» όπως συχνά αποκαλείται, με την πρωτότυπη διαδικασία BOO (Build - Own - Operate / Κατασκευή - Ιδιοκτησία - Λειτουργία), στην πρώτη σύμβαση αυτού του είδους σε όλο τον πλανήτη.
Στην πράξη, ιδιοκτήτης και αποκλειστικός διαχειριστής είναι η Rosatom (με το 51% του μεριδίου του έργου), ενώ η τουρκική εταιρεία Akkuyu Electricity Generation JSC αρκείται στην ιδιοκτησία της άδειας, ενώ λειτουργεί και ως ο τοπικός φορέας εκμετάλλευσης του έργου.
Ασχέτως αν η Rosatom σχεδόν μονοπωλεί την τεχνολογία κατασκευής πυρηνικών αντιδραστήρων τα τελευταία χρόνια σε διεθνές επίπεδο, ο συγκεκριμένος τύπος πυρηνικής μονάδας (VVER-1200) κατασκευάζεται για πρώτη φορά, ενώ από τον σχεδιασμό του έργου απουσιάζουν οι πύργοι ψύξης των αντιδραστήρων, οι οποίοι έχουν υποκατασταθεί από το νερό της Μεσογείου, παρότι αυτό είναι ιδιαίτερα θερμό το καλοκαίρι και, ως τέτοιο, ακατάλληλο να κρυώσει οποιαδήποτε μονάδα, όπως επισημαίνουν περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Πέραν του Ακούγιου, στο πυρηνικό πρόγραμμα της Τουρκίας εντάσσεται η κατασκευή ενός δεύτερου πυρηνικού σταθμού ισχύος 4.500 μεγαβάτ στη Σινώπη της Μαύρης Θάλασσας (για το οποίο αναζητείται ανάδοχος μετά την αποχώρηση της ιαπωνικής Mitsubishi), ενώ, σύμφωνα με το ειδησεογραφικό δίκτυο AL JAZEERA, η τουρκική κυβέρνηση εξετάζει την ανέγερση ενός ακόμη πυρηνικού σταθμού με τέσσερις αντιδραστήρες στη βορειοδυτική Τουρκία, τη στιγμή που πληροφορίες κάνουν λόγο για ένα εκτεταμένο τουρκικό δίκτυο τουλάχιστον 14 πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Σύμφωνα με το AL JAZEERA, παρά τις σταθερές, τουρκικές διαβεβαιώσεις ότι η μονάδα θα χρησιμοποιηθεί μόνο για τη διαφοροποίηση των ενεργειακών πόρων, «ορισμένοι επισημαίνουν», κατά το δημοσίευμα, ότι «η Αγκυρα μπορεί να έχει σχέδια για εμπλουτισμό ουρανίου».
Η πυρηνική επέκταση της Τουρκίας, παρά την επίκληση της ανάγκης της για μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας, αντιμετωπίζεται, σε κάθε περίπτωση, ως σοβαρή περιφερειακή πρόκληση από αρκετούς αναλυτές, ιδίως όταν η γειτονική χώρα διατηρεί ανοιχτά μέτωπα με τους Κούρδους του PKK στα νότια σύνορά της, ενώ επιχειρεί στρατιωτικά στη βόρεια Συρία.
Διατηρώντας ενεργές τις συγκρούσεις στη ζωτική περιοχή της, η λειτουργία των πυρηνικών σταθμών δεν αποκλείεται να αξιολογηθεί ως υψηλός στόχος στρατιωτικού ενδιαφέροντος από τους δυνητικούς αντιπάλους της Τουρκίας, πλήττοντας με βαλλιστικούς πυραύλους ή drones κρίσιμες εγκαταστάσεις των πυρηνικών σταθμών, όπως τα συστήματα τροφοδοσίας των αντιδραστήρων ή οι γεννήτριες έκτακτης ανάγκης.
Η ταλαντούχα κυρία Rosatom
Η ρωσοτουρκική συνεργασία με όχημα την εγκαθίδρυση του πρώτου πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής στο Ακούγιου της Τουρκίας σφίγγει ακόμη περισσότερο -αν όχι ασφυκτικά- την ενεργειακή θηλιά της Μόσχας γύρω από τον λαιμό της Αγκυρας. Στην υψηλή εξάρτηση της γειτονικής χώρας από το φυσικό αέριο της Gazprom έρχεται να προστεθεί και αυτή από την πυρηνική ενέργεια, παραγόμενη από τη «βασίλισσα των πυρηνικών» Rosatom, με το Κρεμλίνο να εκμεταλλεύεται την επείγουσα συνθήκη της ταχείας ενεργειακής μετάβασης, την οποία πυροδότησε το ίδιο, εισβάλλοντας έναν χρόνο σχεδόν πριν στην Ουκρανία.
Πόσο μάλλον όταν στην περίπτωση της σύμπραξης Ρωσίας - Τουρκίας, «οι αντιδράσεις στη συνεργασία τους στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας είναι μάλλον σιωπηλές», όπως επισημαίνει το ΕΛΙΑΜΕΠ σε ειδική μελέτη του για τον υπό κατασκευή πυρηνικό σταθμό, συμπεραίνοντας παράλληλα πως αυτός «θα ενώσει τις δύο χώρες μαζί για τις επόμενες έξι δεκαετίες».
Κατά κοινή ομολογία, η στάση της Ε.Ε. απέναντι στο πυρηνικό «σύμφωνο συμβίωσης» Ρωσίας - Τουρκίας αποτιμάται ως ιδιαίτερα χλιαρή, κυρίως λόγω της εξελισσόμενης συζήτησης περί αποδοχής της πυρηνικής ενέργειας ως εναλλακτικής για την απεξάρτηση από τον άνθρακα, με τον Ουκρανό πρωθυπουργό Ντενίς Σμιχάλ να ζητά τον προηγούμενο μήνα, σύμφωνα με το Reuters, από την Ευρωπαϊκή Ενωση να συμπεριλάβει τη ρωσική κρατική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας Rosatom στον επόμενο γύρο κυρώσεων για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ιδίως όταν ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν έχει καταλάβει τον πυρηνικό σταθμό της Ζαπορίζια, υπογράφοντας διάταγμα μεταβίβασης του ελέγχου του εργοστασίου από την ουκρανική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας Energoatom σε θυγατρική της Rosatom, διάταγμα που για το Κίεβο ισοδυναμεί με κλοπή.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Akkuyu NPP / Handout/Anadolu Agency via Getty Images/Ideal Image
Την ελληνική αγωνία για το ενδεχόμενο πυρηνικού ατυχήματος στο Ακούγιου δεν έκρυψε τα τελευταία τρία χρόνια ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, ο οποίος επανάφερε το ζήτημα με κάθε αφορμή, όπως αυτή της συμπλήρωσης 35 ετών από το Τσέρνομπιλ, την άνοιξη του 2021. «Η καταστροφή του Τσέρνομπιλ, το μεγαλύτερο πυρηνικό δυστύχημα στην Ιστορία, είναι διαρκής υπόμνηση για τους κινδύνους που ελλοχεύουν και σήμερα», είχε επισημάνει στο μήνυμά του ο κ. Δένδιας, υπογραμμίζοντας πως «η Τουρκία πρέπει να συνεννοηθεί με τις γειτονικές χώρες για το υπό κατασκευή πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιου».
Πέρα από τις επετειακές υπομνήσεις, το τελικό στάδιο της κατασκευαστικής διαδικασίας κινητοποίησε έντονα την ελληνική διπλωματία την περασμένη χρονιά, με τον Ελληνα ΥΠΕΞ να θέτει το ζήτημα σε τηλεδιάσκεψη με τον Αμερικανό ομόλογό του Αντονι Μπλίνκεν και τους υπουργούς Εξωτερικών της Κύπρου και του Ισραήλ τον περασμένο Μάιο, εξηγώντας τους, κατά διπλωματικές πηγές, ότι ο υπό κατασκευή πυρηνικός σταθμός στο Ακούγιου βρίσκεται σε «ιδιαίτερα σεισμογενή περιοχή».
Στο χειρότερο σενάριο, αυτό της έκλυσης ραδιενέργειας από το Ακούγιου στο νερό και την ατμόσφαιρα, οι όποιες -δραματικές- συνέπειες δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια, καθώς ο πυρηνικός σταθμός κατασκευάζεται από τη ρωσική κρατική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας Rosatom, της «Gazprom της πυρηνικής ενέργειας» όπως συχνά αποκαλείται, με την πρωτότυπη διαδικασία BOO (Build - Own - Operate / Κατασκευή - Ιδιοκτησία - Λειτουργία), στην πρώτη σύμβαση αυτού του είδους σε όλο τον πλανήτη.
Στην πράξη, ιδιοκτήτης και αποκλειστικός διαχειριστής είναι η Rosatom (με το 51% του μεριδίου του έργου), ενώ η τουρκική εταιρεία Akkuyu Electricity Generation JSC αρκείται στην ιδιοκτησία της άδειας, ενώ λειτουργεί και ως ο τοπικός φορέας εκμετάλλευσης του έργου.
Ασχέτως αν η Rosatom σχεδόν μονοπωλεί την τεχνολογία κατασκευής πυρηνικών αντιδραστήρων τα τελευταία χρόνια σε διεθνές επίπεδο, ο συγκεκριμένος τύπος πυρηνικής μονάδας (VVER-1200) κατασκευάζεται για πρώτη φορά, ενώ από τον σχεδιασμό του έργου απουσιάζουν οι πύργοι ψύξης των αντιδραστήρων, οι οποίοι έχουν υποκατασταθεί από το νερό της Μεσογείου, παρότι αυτό είναι ιδιαίτερα θερμό το καλοκαίρι και, ως τέτοιο, ακατάλληλο να κρυώσει οποιαδήποτε μονάδα, όπως επισημαίνουν περιβαλλοντικές οργανώσεις.
Πέραν του Ακούγιου, στο πυρηνικό πρόγραμμα της Τουρκίας εντάσσεται η κατασκευή ενός δεύτερου πυρηνικού σταθμού ισχύος 4.500 μεγαβάτ στη Σινώπη της Μαύρης Θάλασσας (για το οποίο αναζητείται ανάδοχος μετά την αποχώρηση της ιαπωνικής Mitsubishi), ενώ, σύμφωνα με το ειδησεογραφικό δίκτυο AL JAZEERA, η τουρκική κυβέρνηση εξετάζει την ανέγερση ενός ακόμη πυρηνικού σταθμού με τέσσερις αντιδραστήρες στη βορειοδυτική Τουρκία, τη στιγμή που πληροφορίες κάνουν λόγο για ένα εκτεταμένο τουρκικό δίκτυο τουλάχιστον 14 πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Σύμφωνα με το AL JAZEERA, παρά τις σταθερές, τουρκικές διαβεβαιώσεις ότι η μονάδα θα χρησιμοποιηθεί μόνο για τη διαφοροποίηση των ενεργειακών πόρων, «ορισμένοι επισημαίνουν», κατά το δημοσίευμα, ότι «η Αγκυρα μπορεί να έχει σχέδια για εμπλουτισμό ουρανίου».
Η πυρηνική επέκταση της Τουρκίας, παρά την επίκληση της ανάγκης της για μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας, αντιμετωπίζεται, σε κάθε περίπτωση, ως σοβαρή περιφερειακή πρόκληση από αρκετούς αναλυτές, ιδίως όταν η γειτονική χώρα διατηρεί ανοιχτά μέτωπα με τους Κούρδους του PKK στα νότια σύνορά της, ενώ επιχειρεί στρατιωτικά στη βόρεια Συρία.
Διατηρώντας ενεργές τις συγκρούσεις στη ζωτική περιοχή της, η λειτουργία των πυρηνικών σταθμών δεν αποκλείεται να αξιολογηθεί ως υψηλός στόχος στρατιωτικού ενδιαφέροντος από τους δυνητικούς αντιπάλους της Τουρκίας, πλήττοντας με βαλλιστικούς πυραύλους ή drones κρίσιμες εγκαταστάσεις των πυρηνικών σταθμών, όπως τα συστήματα τροφοδοσίας των αντιδραστήρων ή οι γεννήτριες έκτακτης ανάγκης.
Η ταλαντούχα κυρία Rosatom
Η ρωσοτουρκική συνεργασία με όχημα την εγκαθίδρυση του πρώτου πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής στο Ακούγιου της Τουρκίας σφίγγει ακόμη περισσότερο -αν όχι ασφυκτικά- την ενεργειακή θηλιά της Μόσχας γύρω από τον λαιμό της Αγκυρας. Στην υψηλή εξάρτηση της γειτονικής χώρας από το φυσικό αέριο της Gazprom έρχεται να προστεθεί και αυτή από την πυρηνική ενέργεια, παραγόμενη από τη «βασίλισσα των πυρηνικών» Rosatom, με το Κρεμλίνο να εκμεταλλεύεται την επείγουσα συνθήκη της ταχείας ενεργειακής μετάβασης, την οποία πυροδότησε το ίδιο, εισβάλλοντας έναν χρόνο σχεδόν πριν στην Ουκρανία.
Πόσο μάλλον όταν στην περίπτωση της σύμπραξης Ρωσίας - Τουρκίας, «οι αντιδράσεις στη συνεργασία τους στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας είναι μάλλον σιωπηλές», όπως επισημαίνει το ΕΛΙΑΜΕΠ σε ειδική μελέτη του για τον υπό κατασκευή πυρηνικό σταθμό, συμπεραίνοντας παράλληλα πως αυτός «θα ενώσει τις δύο χώρες μαζί για τις επόμενες έξι δεκαετίες».
Κατά κοινή ομολογία, η στάση της Ε.Ε. απέναντι στο πυρηνικό «σύμφωνο συμβίωσης» Ρωσίας - Τουρκίας αποτιμάται ως ιδιαίτερα χλιαρή, κυρίως λόγω της εξελισσόμενης συζήτησης περί αποδοχής της πυρηνικής ενέργειας ως εναλλακτικής για την απεξάρτηση από τον άνθρακα, με τον Ουκρανό πρωθυπουργό Ντενίς Σμιχάλ να ζητά τον προηγούμενο μήνα, σύμφωνα με το Reuters, από την Ευρωπαϊκή Ενωση να συμπεριλάβει τη ρωσική κρατική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας Rosatom στον επόμενο γύρο κυρώσεων για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ιδίως όταν ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν έχει καταλάβει τον πυρηνικό σταθμό της Ζαπορίζια, υπογράφοντας διάταγμα μεταβίβασης του ελέγχου του εργοστασίου από την ουκρανική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας Energoatom σε θυγατρική της Rosatom, διάταγμα που για το Κίεβο ισοδυναμεί με κλοπή.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Akkuyu NPP / Handout/Anadolu Agency via Getty Images/Ideal Image
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr