H συγγνώμη του «Guardian» για το δουλεμπόριο άργησε 202 χρόνια
H συγγνώμη του «Guardian» για το δουλεμπόριο άργησε 202 χρόνια
Η βρετανική εφημερίδα εκδόθηκε το 1821 με χρήματα από την εκμετάλλευση σκλάβων - Ο ιδρυτής της και 11 μέλη του διοικητικού συμβουλίου είχαν ως βασική απασχόλησή τους το δουλεμπόριο
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η εφημερίδα «Guardian», μία από τις πιο δημοκρατικές και ανεξάρτητες του αγγλόφωνου κόσμου, με ημερομηνία ίδρυσης το 1821 στο Μάντσεστερ της Μεγάλης Βρετανίας, όπου βρισκόταν η έδρα της μέχρι το 1859 οπότε άλλαξε και όνομα, την περασμένη βδομάδα φιλοξένησε στο εξώφυλλό της μια τεράστια «συγγνώμη» προς τους αναγνώστες της.
Οχι χωρίς λόγο καθώς, όπως η ίδια αποκάλυψε, ο ιδρυτής της αλλά και έντεκα ακόμα μέλη του κεντρικού διοικητικού συμβουλίου είχαν άμεση σχέση με το εμπόριο σκλάβων. Η αποκάλυψη, μάλιστα, επήλθε ύστερα από πανεπιστημιακή έρευνα που ζήτησαν τα μέλη του σημερινού ιδρύματος της εφημερίδας -του Scott Trust-, το οποίο ανέθεσε σε ιστορικούς από τα Πανεπιστήμια του Νότιγχαμ και του Χαλ να ερευνήσουν πιθανές διασυνδέσεις του ιδρυτή της εφημερίδας Τζον Εντουαρντ Τέιλορ με το δουλεμπόριο.
Τα αποτελέσματα ήταν συντριπτικά, καθώς οι ερευνητές κατέληξαν ότι τόσο ο ιδιοκτήτης όσο και έντεκα ακόμα συνεργάτες του, που ίδρυσαν την εφημερίδα «Manchester Guardian», εμπλέκονταν στο εμπόριο ανθρώπων, το οποίο καταργήθηκε στις αποικίες της Μεγάλης Βρετανίας μία δεκαετία μετά την ίδρυση της εφημερίδας και μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις ύστερα από αιματηρές εξεγέρσεις.
Οπως έγραψε χαρακτηριστικά η Κάθριν Βάινερ, αρχισυντάκτρια του «Guardian», στο κύριο άρθρο της την περασμένη εβδομάδα: «Zητάμε συγγνώμη για το γεγονός ότι ο ιδρυτής μας και όσοι τον χρηματοδότησαν αντλούσαν τον πλούτο τους από μια πρακτική που ήταν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Καθώς εισερχόμαστε στον τρίτο αιώνα μας ως ειδησεογραφικός οργανισμός, αυτή η απαίσια ιστορία πρέπει να ενισχύσει την αποφασιστικότητά μας να χρησιμοποιήσουμε τη δημοσιογραφία μας για να αποκαλύψουμε τον ρατσισμό, την αδικία και την ανισότητα και να θέσουμε τους ισχυρούς προ των ευθυνών τους».
Εκθεση-κόλαφος για το δουλεμπόριο
Είναι παραπάνω από προφανές ότι αυτή η συγγνώμη, όσο γενναία και ειλικρινής κι αν ακούγεται, δεν είναι τυχαία, καθώς συνάδει με την τάση της εποχής να ανασκευάζει οποιοδήποτε παρελθόν έχει σχέση με ανθρώπινη δουλεία και να επαναπροσεγγίζει, από άλλη διάσταση, τα ζητήματα που άπτονται των δικαιωμάτων της κοινότητας των μαύρων και της καταπίεσης που έχουν υποστεί όλα τα χρόνια.
Μετά τα κινήματα #MeToo και «Black Lives Matter» είναι διάχυτη η αίσθηση ότι οι «προνομιούχοι λευκοί», όπως αποκαλούν τους λεγόμενους WASPS στον αγγλοσαξονικό κόσμο και γενικότερα τους μη έγχρωμους που δεν ανήκουν σε κάποια μειονότητα, απολαμβάνουν προνόμια, τα οποία τις περισσότερες φορές συνδέονται με κάποιου είδους εκμετάλλευση. Αυτήν έχουν αναλάβει να πατάξουν με κάθε τρόπο δημοκρατικά έντυπα όπως οι «New York Times», «New Yorker» και «Guardian», μη διστάζοντας, όπως σε αυτή την περίπτωση, να σκαλίσουν ακόμα και το ίδιο το αμαρτωλό παρελθόν τους.
«Τι στ’ αλήθεια σημαίνει να είσαι ένας προοδευτικός οργανισμός που γεννήθηκε με τα κέρδη της ανθρώπινης υποδούλωσης;» αναρωτιέται με πάσα ειλικρίνεια η Κάθριν Βάινερ εκπροσωπώντας το πανίσχυρο ίδρυμα που χρηματοδοτεί την εφημερίδα. «Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να ήταν εναντίον της σκλαβιάς και ταυτόχρονα να χρηματοδοτούνταν από αυτήν; Πώς είναι δυνατόν το θέμα να μην έχει θιχτεί έως τώρα σε μια αντιαποικιοκρατική εφημερίδα; Και, για όλους εμάς στον “Guardian”, το μεγαλύτερο ερώτημα είναι το σήμερα: Τι κάνουμε τώρα που έχουμε αυτή τη γνώση; Πώς θα πρέπει αυτές οι πληροφορίες να μας αλλάξουν ως οργανισμό;» γράφει χαρακτηριστικά η αρχισυντάκτρια, για να προσθέσει ότι «είναι δύσκολο να μην καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως τα συμφέροντα αυτά δεν γίνεται να μην επηρέασαν και την εκδοτική πολιτική της εφημερίδας», παραπέμποντας χαρακτηριστικά σε ένα άρθρο του 1833, στο οποίο η εφημερίδα υποστήριζε τη χορήγηση τεράστιων αποζημιώσεων στους ιδιοκτήτες σκλάβων με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των τελευταίων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγαλοτσιφλικάς και έμπορος μαύρης ζάχαρης Τζορτζ Φίλιπς Γ’, εκ των ιδρυτών της εφημερίδας, ο οποίος υποτίθεται ότι υποστήριζε την κατάργηση της ανθρώπινης δουλείας, χρησιμοποίησε τα χρήματα που έλαβε από την εκμετάλλευση των δούλων για να χρηματοδοτήσει τον «Guardian» με 100 λίρες κατά την ίδρυσή του το 1821! Η υποτιθέμενη, μάλιστα, θέση του υπέρ της κατάργησης της δουλείας δεν είχε τόσο να κάνει με τα πραγματικά, ριζοσπαστικά του φρονήματα όσο με την αναποτελεσματική, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, διεκδίκηση ενός τεράστιου ποσού ως αποζημίωση για την απελευθέρωση των 108 σκλάβων που είχε στο κτήμα του.
Οχι χωρίς λόγο καθώς, όπως η ίδια αποκάλυψε, ο ιδρυτής της αλλά και έντεκα ακόμα μέλη του κεντρικού διοικητικού συμβουλίου είχαν άμεση σχέση με το εμπόριο σκλάβων. Η αποκάλυψη, μάλιστα, επήλθε ύστερα από πανεπιστημιακή έρευνα που ζήτησαν τα μέλη του σημερινού ιδρύματος της εφημερίδας -του Scott Trust-, το οποίο ανέθεσε σε ιστορικούς από τα Πανεπιστήμια του Νότιγχαμ και του Χαλ να ερευνήσουν πιθανές διασυνδέσεις του ιδρυτή της εφημερίδας Τζον Εντουαρντ Τέιλορ με το δουλεμπόριο.
Τα αποτελέσματα ήταν συντριπτικά, καθώς οι ερευνητές κατέληξαν ότι τόσο ο ιδιοκτήτης όσο και έντεκα ακόμα συνεργάτες του, που ίδρυσαν την εφημερίδα «Manchester Guardian», εμπλέκονταν στο εμπόριο ανθρώπων, το οποίο καταργήθηκε στις αποικίες της Μεγάλης Βρετανίας μία δεκαετία μετά την ίδρυση της εφημερίδας και μάλιστα, στις περισσότερες περιπτώσεις ύστερα από αιματηρές εξεγέρσεις.
Οπως έγραψε χαρακτηριστικά η Κάθριν Βάινερ, αρχισυντάκτρια του «Guardian», στο κύριο άρθρο της την περασμένη εβδομάδα: «Zητάμε συγγνώμη για το γεγονός ότι ο ιδρυτής μας και όσοι τον χρηματοδότησαν αντλούσαν τον πλούτο τους από μια πρακτική που ήταν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Καθώς εισερχόμαστε στον τρίτο αιώνα μας ως ειδησεογραφικός οργανισμός, αυτή η απαίσια ιστορία πρέπει να ενισχύσει την αποφασιστικότητά μας να χρησιμοποιήσουμε τη δημοσιογραφία μας για να αποκαλύψουμε τον ρατσισμό, την αδικία και την ανισότητα και να θέσουμε τους ισχυρούς προ των ευθυνών τους».
Εκθεση-κόλαφος για το δουλεμπόριο
Είναι παραπάνω από προφανές ότι αυτή η συγγνώμη, όσο γενναία και ειλικρινής κι αν ακούγεται, δεν είναι τυχαία, καθώς συνάδει με την τάση της εποχής να ανασκευάζει οποιοδήποτε παρελθόν έχει σχέση με ανθρώπινη δουλεία και να επαναπροσεγγίζει, από άλλη διάσταση, τα ζητήματα που άπτονται των δικαιωμάτων της κοινότητας των μαύρων και της καταπίεσης που έχουν υποστεί όλα τα χρόνια.
Μετά τα κινήματα #MeToo και «Black Lives Matter» είναι διάχυτη η αίσθηση ότι οι «προνομιούχοι λευκοί», όπως αποκαλούν τους λεγόμενους WASPS στον αγγλοσαξονικό κόσμο και γενικότερα τους μη έγχρωμους που δεν ανήκουν σε κάποια μειονότητα, απολαμβάνουν προνόμια, τα οποία τις περισσότερες φορές συνδέονται με κάποιου είδους εκμετάλλευση. Αυτήν έχουν αναλάβει να πατάξουν με κάθε τρόπο δημοκρατικά έντυπα όπως οι «New York Times», «New Yorker» και «Guardian», μη διστάζοντας, όπως σε αυτή την περίπτωση, να σκαλίσουν ακόμα και το ίδιο το αμαρτωλό παρελθόν τους.
«Τι στ’ αλήθεια σημαίνει να είσαι ένας προοδευτικός οργανισμός που γεννήθηκε με τα κέρδη της ανθρώπινης υποδούλωσης;» αναρωτιέται με πάσα ειλικρίνεια η Κάθριν Βάινερ εκπροσωπώντας το πανίσχυρο ίδρυμα που χρηματοδοτεί την εφημερίδα. «Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να ήταν εναντίον της σκλαβιάς και ταυτόχρονα να χρηματοδοτούνταν από αυτήν; Πώς είναι δυνατόν το θέμα να μην έχει θιχτεί έως τώρα σε μια αντιαποικιοκρατική εφημερίδα; Και, για όλους εμάς στον “Guardian”, το μεγαλύτερο ερώτημα είναι το σήμερα: Τι κάνουμε τώρα που έχουμε αυτή τη γνώση; Πώς θα πρέπει αυτές οι πληροφορίες να μας αλλάξουν ως οργανισμό;» γράφει χαρακτηριστικά η αρχισυντάκτρια, για να προσθέσει ότι «είναι δύσκολο να μην καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως τα συμφέροντα αυτά δεν γίνεται να μην επηρέασαν και την εκδοτική πολιτική της εφημερίδας», παραπέμποντας χαρακτηριστικά σε ένα άρθρο του 1833, στο οποίο η εφημερίδα υποστήριζε τη χορήγηση τεράστιων αποζημιώσεων στους ιδιοκτήτες σκλάβων με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των τελευταίων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μεγαλοτσιφλικάς και έμπορος μαύρης ζάχαρης Τζορτζ Φίλιπς Γ’, εκ των ιδρυτών της εφημερίδας, ο οποίος υποτίθεται ότι υποστήριζε την κατάργηση της ανθρώπινης δουλείας, χρησιμοποίησε τα χρήματα που έλαβε από την εκμετάλλευση των δούλων για να χρηματοδοτήσει τον «Guardian» με 100 λίρες κατά την ίδρυσή του το 1821! Η υποτιθέμενη, μάλιστα, θέση του υπέρ της κατάργησης της δουλείας δεν είχε τόσο να κάνει με τα πραγματικά, ριζοσπαστικά του φρονήματα όσο με την αναποτελεσματική, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, διεκδίκηση ενός τεράστιου ποσού ως αποζημίωση για την απελευθέρωση των 108 σκλάβων που είχε στο κτήμα του.
Εκτός αυτού, ο Πίτερ ήταν αποδέκτης μιας τεράστιας περιουσίας από πλευράς του πατέρα του, ο οποίος επίσης είχε σκλάβους τους οποίους εκμεταλλευόταν στις βαμβακοφυτείες. Ολες αυτές τις λεπτομέρειες τις έφερε στο φως η μεγάλη πανεπιστημιακή έρευνα του «Guardian», η οποία μάλιστα δημοσιεύτηκε σε ένα τεράστιο άρθρο στην εφημερίδα.
Είναι, επομένως, προφανές ότι τα χρήματα που στήριξαν την ίδρυση του «Guardian» προέρχονταν στον μεγαλύτερο βαθμό από το δουλεμπόριο, καθώς τόσο ο ιδρυτής όσο και οι συνεργάτες του είχαν δεσμούς με την εταιρεία παραγωγής βαμβακιού Oakden & Taylor, αλλά και με την εταιρεία εμπορίας βαμβακιού Shuttleworth, Taylor & Co, η οποία εισήγε τεράστιες ποσότητες ακατέργαστου βαμβακιού που παρήγαν σκλάβοι στην Αμερική.
Οι ερευνητές όχι μόνο εντόπισαν τους δεσμούς του Τέιλορ με τις συγκεκριμένες φυτείες στα νησιά που απλώνονται στις ακτές της Νότιας Καρολίνας και της Τζόρτζια, αλλά μελετώντας αναλυτικά τα λογιστικά βιβλία εντόπισαν και τους σκλάβους που εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι. Τα αρχικά, δηλαδή, που οι ερευνητές νόμιζαν ότι αναφέρονταν σε μηχανήματα, δεν ήταν παρά ονόματα ανθρώπων που είχαν στη δούλεψή τους - σπάνια οι σκλάβοι είχαν επώνυμο εκτός των κυρίων τους.
Μάλιστα, ένας από αυτούς, ο Γκράνβιλ, όπως αναφέρει σχετικά το κείμενο, ήταν από αυτούς που ενεπλάκησαν ενεργά στο τεράστιο κίνημα του ξεσηκωμού των 60.000 Τζαμαϊκανών κατά της δουλείας, γνωστό ως «Εξέγερση των Χριστουγέννων». Επρόκειτο για ένα από τα βασικά κινήματα που οδήγησε στην πράξη κατάργησης της δουλείας το 1833 στο Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου, με την οποία καταργήθηκε η δουλεία σε ολόκληρη τη Βρετανική Αυτοκρατορία (με εξαιρέσεις μόνο την Κεϋλάνη και τη Νήσο Αγία Ελένη).
Αποζημίωση και έρευνα σε βάθος
«Ερευνητές κατάφεραν να ανασύρουν ένα εξαιρετικό εύρος λεπτομερειών για τους σκλάβους που δούλευαν στις φυτείες και συνδέονταν άμεσα με τους ιδρυτές της εφημερίδας», γράφει σε κείμενό του ο «Guardian». Η έρευνα δημοσιεύτηκε με όλα τα στοιχεία, καταγράφοντας όχι μόνο τα ονόματα αλλά και την ακριβή περιπέτεια των σκλάβων από τους ιδιοκτήτες τους.
Παρότι η εφημερίδα αναγνωρίζει ότι η πρακτική της δουλείας ήταν συνήθης τότε, δηλαδή στο πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί τους ιδρυτές της, ενώ αντιθέτως αναρωτιέται δυνατά γιατί κανείς από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες, μέλη του Δ.Σ., αρχισυντάκτες και διευθυντές δεν μπήκε τον κόπο να πραγματοποιήσει ανάλογη έρευνα. Γι’ αυτό και η συγγνώμη της εφημερίδας προς τους αναγνώστες εκπροσωπεί όχι μόνο τη σημερινή διευθύντρια και τους μετόχους του «Guardian», αλλά και όλους τους προηγούμενους υπεύθυνους του εντύπου, το οποίο ανέκαθεν παρουσιαζόταν ως δημοκρατικό και αριστερο-κεντρώο.
Η συγγνώμη των υπευθύνων της εφημερίδας δεν αναφέρεται επομένως μόνο στο γεγονός ότι τα αφεντικά τους εμπλέκονταν στο δουλεμπόριο, αλλά και στο ότι προσπάθησαν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους με αντίστοιχα άρθρα υπέρ της βιομηχανίας βάμβακος και όλων όσοι εμπλέκονταν σε αυτή. Ζητώντας συγγνώμη από «τις πληγείσες κοινότητες που έχουν ταυτοποιηθεί στην έρευνα και τους εν ζωή απογόνους τους για τον ρόλο που οι ιδρυτές του είχαν σε αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», οι υπεύθυνοι του «Guardian» δηλώνουν αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε ριζοσπαστικές ενέργειες στο όνομα των θιγόμενων ανθρώπων και των θυμάτων αυτής της πολιτικής.
Για την ακρίβεια, το ίδρυμα στο οποίο υπάγεται ο «Guardian», το Scott Trust, ανακοίνωσε ότι θα επενδύσει ένα ποσό τουλάχιστον 10 εκατ. λιρών για την ενίσχυση των σημερινών κοινοτήτων στις περιοχές όπου λειτουργούσαν εκείνες οι φυτείες βάμβακος. Το ευρύτερο πρόγραμμα στο οποίο υπάγεται αυτή η επένδυση θα περιλαμβάνει επίσης εκστρατείες ενημέρωσης για την ιστορία και τις συνέπειες του διατλαντικού δουλεμπορίου, δημιουργία θέσεων εργασίας για δημοσιογράφους από τις κοινότητες των μειονοτήτων και των μαύρων, αλλά και σχετική πανεπιστημιακή έρευνα.
Επίσης, η εφημερίδα δηλώνει διατεθειμένη να διευρύνει τα θέματά της ώστε να αφορούν ακόμα περισσότερο τις κοινότητες μαύρων στη Βρετανία, στις ΗΠΑ, στην Τζαμάικα και τις νοτιοανατολικές ακτές των ΗΠΑ, όπου ζουν ακόμα και σήμερα πολλοί απόγονοι των τότε σκλάβων. Προκειμένου, μάλιστα, να καταστεί αυτό εφικτό, η εταιρεία θα ιδρύσει ένα σχετικό ταμείο, το οποίο ονομάζει «Ταμείο Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης», με διευθυντή προγράμματος και σχετική συμβουλευτική επιτροπή που θα καθοδηγεί τις διαφορετικές δράσεις.
Εννοείται ότι το πρόγραμμα θα έχει συγκεκριμένο ορίζοντα ενδιαφερόντων και αυτό θα αφορά τους τομείς που συνδέονται με τη δουλεια, καθώς και το περαιτέρω άνοιγμα των ΜΜΕ στη διαφορετικότητα, δημιουργώντας νέους δημοσιογραφικούς ρόλους και νέες θέσεις με σκοπό την απεύθυνση στο μαύρο κοινό αναγνωστών και στα ενδιαφέροντά τους. Τέλος, το Scott Trust θα χρηματοδοτήσει και ένα νέο παγκόσμιο πρόγραμμα υποτροφιών για μαύρους δημοσιογράφους και θα επεκτείνει το πρόγραμμα υποτροφιών εκπαίδευσης του Guardian Foundation τόσο σε αυτές τις περιοχές όσο και στη Βρετανία και σε άλλα σημεία του πλανήτη.
Ειδήσεις σήμερα:
Στεγαστικά δάνεια: 7+1 ερωτήσεις – απαντήσεις για το «πάγωμα» στα κυμαινόμενα επιτόκια
Νέα κακοκαιρία από σήμερα - Οι προβλέψεις των μετεωρολόγων για Μεγάλη Εβδομάδα, Ανάσταση και Πάσχα
«Τους είπα για το όπλο αλλά αυτοί συνέχισαν να πετάνε πέτρες» λέει ο αστυνομικός για τα επεισόδια στην ΑΣΟΕΕ
Είναι, επομένως, προφανές ότι τα χρήματα που στήριξαν την ίδρυση του «Guardian» προέρχονταν στον μεγαλύτερο βαθμό από το δουλεμπόριο, καθώς τόσο ο ιδρυτής όσο και οι συνεργάτες του είχαν δεσμούς με την εταιρεία παραγωγής βαμβακιού Oakden & Taylor, αλλά και με την εταιρεία εμπορίας βαμβακιού Shuttleworth, Taylor & Co, η οποία εισήγε τεράστιες ποσότητες ακατέργαστου βαμβακιού που παρήγαν σκλάβοι στην Αμερική.
Οι ερευνητές όχι μόνο εντόπισαν τους δεσμούς του Τέιλορ με τις συγκεκριμένες φυτείες στα νησιά που απλώνονται στις ακτές της Νότιας Καρολίνας και της Τζόρτζια, αλλά μελετώντας αναλυτικά τα λογιστικά βιβλία εντόπισαν και τους σκλάβους που εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι. Τα αρχικά, δηλαδή, που οι ερευνητές νόμιζαν ότι αναφέρονταν σε μηχανήματα, δεν ήταν παρά ονόματα ανθρώπων που είχαν στη δούλεψή τους - σπάνια οι σκλάβοι είχαν επώνυμο εκτός των κυρίων τους.
Μάλιστα, ένας από αυτούς, ο Γκράνβιλ, όπως αναφέρει σχετικά το κείμενο, ήταν από αυτούς που ενεπλάκησαν ενεργά στο τεράστιο κίνημα του ξεσηκωμού των 60.000 Τζαμαϊκανών κατά της δουλείας, γνωστό ως «Εξέγερση των Χριστουγέννων». Επρόκειτο για ένα από τα βασικά κινήματα που οδήγησε στην πράξη κατάργησης της δουλείας το 1833 στο Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου, με την οποία καταργήθηκε η δουλεία σε ολόκληρη τη Βρετανική Αυτοκρατορία (με εξαιρέσεις μόνο την Κεϋλάνη και τη Νήσο Αγία Ελένη).
Αποζημίωση και έρευνα σε βάθος
«Ερευνητές κατάφεραν να ανασύρουν ένα εξαιρετικό εύρος λεπτομερειών για τους σκλάβους που δούλευαν στις φυτείες και συνδέονταν άμεσα με τους ιδρυτές της εφημερίδας», γράφει σε κείμενό του ο «Guardian». Η έρευνα δημοσιεύτηκε με όλα τα στοιχεία, καταγράφοντας όχι μόνο τα ονόματα αλλά και την ακριβή περιπέτεια των σκλάβων από τους ιδιοκτήτες τους.
Παρότι η εφημερίδα αναγνωρίζει ότι η πρακτική της δουλείας ήταν συνήθης τότε, δηλαδή στο πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί τους ιδρυτές της, ενώ αντιθέτως αναρωτιέται δυνατά γιατί κανείς από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες, μέλη του Δ.Σ., αρχισυντάκτες και διευθυντές δεν μπήκε τον κόπο να πραγματοποιήσει ανάλογη έρευνα. Γι’ αυτό και η συγγνώμη της εφημερίδας προς τους αναγνώστες εκπροσωπεί όχι μόνο τη σημερινή διευθύντρια και τους μετόχους του «Guardian», αλλά και όλους τους προηγούμενους υπεύθυνους του εντύπου, το οποίο ανέκαθεν παρουσιαζόταν ως δημοκρατικό και αριστερο-κεντρώο.
Η συγγνώμη των υπευθύνων της εφημερίδας δεν αναφέρεται επομένως μόνο στο γεγονός ότι τα αφεντικά τους εμπλέκονταν στο δουλεμπόριο, αλλά και στο ότι προσπάθησαν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους με αντίστοιχα άρθρα υπέρ της βιομηχανίας βάμβακος και όλων όσοι εμπλέκονταν σε αυτή. Ζητώντας συγγνώμη από «τις πληγείσες κοινότητες που έχουν ταυτοποιηθεί στην έρευνα και τους εν ζωή απογόνους τους για τον ρόλο που οι ιδρυτές του είχαν σε αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», οι υπεύθυνοι του «Guardian» δηλώνουν αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε ριζοσπαστικές ενέργειες στο όνομα των θιγόμενων ανθρώπων και των θυμάτων αυτής της πολιτικής.
Για την ακρίβεια, το ίδρυμα στο οποίο υπάγεται ο «Guardian», το Scott Trust, ανακοίνωσε ότι θα επενδύσει ένα ποσό τουλάχιστον 10 εκατ. λιρών για την ενίσχυση των σημερινών κοινοτήτων στις περιοχές όπου λειτουργούσαν εκείνες οι φυτείες βάμβακος. Το ευρύτερο πρόγραμμα στο οποίο υπάγεται αυτή η επένδυση θα περιλαμβάνει επίσης εκστρατείες ενημέρωσης για την ιστορία και τις συνέπειες του διατλαντικού δουλεμπορίου, δημιουργία θέσεων εργασίας για δημοσιογράφους από τις κοινότητες των μειονοτήτων και των μαύρων, αλλά και σχετική πανεπιστημιακή έρευνα.
Επίσης, η εφημερίδα δηλώνει διατεθειμένη να διευρύνει τα θέματά της ώστε να αφορούν ακόμα περισσότερο τις κοινότητες μαύρων στη Βρετανία, στις ΗΠΑ, στην Τζαμάικα και τις νοτιοανατολικές ακτές των ΗΠΑ, όπου ζουν ακόμα και σήμερα πολλοί απόγονοι των τότε σκλάβων. Προκειμένου, μάλιστα, να καταστεί αυτό εφικτό, η εταιρεία θα ιδρύσει ένα σχετικό ταμείο, το οποίο ονομάζει «Ταμείο Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης», με διευθυντή προγράμματος και σχετική συμβουλευτική επιτροπή που θα καθοδηγεί τις διαφορετικές δράσεις.
Εννοείται ότι το πρόγραμμα θα έχει συγκεκριμένο ορίζοντα ενδιαφερόντων και αυτό θα αφορά τους τομείς που συνδέονται με τη δουλεια, καθώς και το περαιτέρω άνοιγμα των ΜΜΕ στη διαφορετικότητα, δημιουργώντας νέους δημοσιογραφικούς ρόλους και νέες θέσεις με σκοπό την απεύθυνση στο μαύρο κοινό αναγνωστών και στα ενδιαφέροντά τους. Τέλος, το Scott Trust θα χρηματοδοτήσει και ένα νέο παγκόσμιο πρόγραμμα υποτροφιών για μαύρους δημοσιογράφους και θα επεκτείνει το πρόγραμμα υποτροφιών εκπαίδευσης του Guardian Foundation τόσο σε αυτές τις περιοχές όσο και στη Βρετανία και σε άλλα σημεία του πλανήτη.
Ειδήσεις σήμερα:
Στεγαστικά δάνεια: 7+1 ερωτήσεις – απαντήσεις για το «πάγωμα» στα κυμαινόμενα επιτόκια
Νέα κακοκαιρία από σήμερα - Οι προβλέψεις των μετεωρολόγων για Μεγάλη Εβδομάδα, Ανάσταση και Πάσχα
«Τους είπα για το όπλο αλλά αυτοί συνέχισαν να πετάνε πέτρες» λέει ο αστυνομικός για τα επεισόδια στην ΑΣΟΕΕ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα