Society of the Snow: Οι κανίβαλοι των Άνδεων ζουν ανάμεσά μας - Η συγκλονιστική ιστορία επιβίωσης πίσω από την ταινία του Netflix
Society of the Snow: Οι κανίβαλοι των Άνδεων ζουν ανάμεσά μας - Η συγκλονιστική ιστορία επιβίωσης πίσω από την ταινία του Netflix
Η αποφράδα 14η Οκτωβρίου του 1972 για την πτήση 571 της Uruguayan Air Force ξαναζωντανεύει με τη ματιά του Netflix
Ο Νάντο δεν ένιωθε τίποτε άλλο. Δεν μπορούσε άλλωστε να νιώσει κάτι άλλο, εκτός από την σάρκα του κρέατος που έτρωγε αργά αλλά σταθερά. Η άγρια πείνα που τον κατέτρωγε μέρες τώρα έσβηνε σιγά-σιγά καθώς κατάπινε χωρίς να κοιτάζει το άψυχο εδώ και μέρες σώμα του φίλου του.
Αυτού που έτρωγε την κρύα σάρκα του γιατί πολύ απλά δεν υπήρχε κάτι άλλο να φάει εκεί ψηλά στις Άνδεις κι έτσι δεν μπορούσε να πράξει τίποτε διαφορετικό από το αδιανόητο. Η πείνα είχε απλά υπερνικήσει τα πάντα, κάθε αίσθημα ντροπής ή αποτροπιασμού, κάθε δισταγμό για το τι έβαζε στο στόμα του ο Νάντο.
Είχε νικήσει ακόμη και την αηδία στην σκέψη και μόνο ότι θα έκανε κάτι τέτοιο για να ζήσει, στο αφιλόξενο βουνό, όπου το κορμί του πάγωνε και έτρεμε. Οι Άνδεις δεν συγχωρούν τα λάθη και οι πιλότοι του αεροσκάφους που πέταγε από το Μοντεβιδέο με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής, το κατάλαβαν πολύ αργά, όταν βρέθηκαν μέσα στη σφοδρή χιονοθύελλα.
Ήταν 14 Οκτωβρίου του 1972 όταν η πτήση 571 της Uruguayan Air Force συνετρίβη πάνω σε μια αφιλόξενη κορυφή των Άνδεων με επιβαίνοντες μια ομάδα ράγκμπι. Ο Νάντο δεν ήταν μόνος του. Είχαν επιζήσει άλλοι 27 φίλοι και συμπαίκτες του, όλοι τους πρωταγωνιστές μιας συγκλονιστικής ιστορίας που τους σημάδεψε για πάντα.
Αυτές τις μέρες τα όσα βίωσαν «ζωντανεύουν» στο Netflix με την συγκλονιστική ταινία «Η κοινωνία του χιονιού» σε μια ιστορία που όλοι όσοι την έζησαν θα ήθελαν να την ξεχάσουν, αλλά δεν μπορούν κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Δεν μπορούν επειδή είναι η ιστορία μιας ομάδας νεαρών που ξεκίνησε με γέλια και πλάκες ένα βράδυ στο αεροδρόμιο του Μοντεβιδέο και κατέληξε σε μια ανείπωτη τραγωδία, που συνέχισε να εκτυλίσσεται και μετά την συντριβή του αεροσκάφους.
Γιατί οι νεκροί μπορεί να ήταν νεκροί, αλλά υπήρχαν και οι ζωντανοί-νεκροί, αυτοί που αργοπέθαιναν κάθε μέρα από την πείνα όταν τέλειωσαν τα φαγώσιμα. Δίπλα από τον Σάντο έτρωγε ο Ρομπέρτο, χωρίς να κοιτάει ούτε αυτός το σώμα του νεκρού φίλου τους.
Δεν άντεχε στην σκέψη ότι θα αντίκριζε έστω και κατά λάθος τα χωρίς ζωή μάτια του, την ώρα που εκείνος έτρωγε τις σάρκες του για να ζήσει.
Η συντριβή
Ερχόταν ξανά και ξανά στο μυαλό του κάθε μέρα εκείνη η στιγμή. Η στιγμή,που τα γέλια και τα πειράγματα των φίλων του, μετατράπηκαν σε κραυγές αγωνίας και ουρλιαχτά πόνου όταν το αεροπλάνο κατέπεσε. Ο Ρομπέρτο ένοιωθε ότι δεν είχε πρόσωπο τα πρώτα λεπτά μετά την συντριβή. Ο αέρας το μαστίγωνε με τέτοια ορμή, που νόμιζε ότι θα ξεκολλήσει. Το κρύο περόνιαζε κάθε νευρική απόληξη του κορμιού του, τρύπαγε το κεφάλι του αλλά-τρόπος του λέγειν-ήταν καλά.
Η πτήση τους είχε απογειωθεί από το Μοντεβιδέο με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής και επιβάτες την ομάδα τους, την Old Christian Club. Θα έπαιζαν σε έναν αγώνα ράγκμπι που δεν έγινε ποτέ, επειδή το αεροπλάνο τους συνετρίβη πάνω στις Άνδεις στα τέσσερις χιλιάδες μέτρα υψόμετρο, εξαιτίας σφοδρής κακοκαιρίας.
Αυτού που έτρωγε την κρύα σάρκα του γιατί πολύ απλά δεν υπήρχε κάτι άλλο να φάει εκεί ψηλά στις Άνδεις κι έτσι δεν μπορούσε να πράξει τίποτε διαφορετικό από το αδιανόητο. Η πείνα είχε απλά υπερνικήσει τα πάντα, κάθε αίσθημα ντροπής ή αποτροπιασμού, κάθε δισταγμό για το τι έβαζε στο στόμα του ο Νάντο.
Είχε νικήσει ακόμη και την αηδία στην σκέψη και μόνο ότι θα έκανε κάτι τέτοιο για να ζήσει, στο αφιλόξενο βουνό, όπου το κορμί του πάγωνε και έτρεμε. Οι Άνδεις δεν συγχωρούν τα λάθη και οι πιλότοι του αεροσκάφους που πέταγε από το Μοντεβιδέο με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής, το κατάλαβαν πολύ αργά, όταν βρέθηκαν μέσα στη σφοδρή χιονοθύελλα.
Ήταν 14 Οκτωβρίου του 1972 όταν η πτήση 571 της Uruguayan Air Force συνετρίβη πάνω σε μια αφιλόξενη κορυφή των Άνδεων με επιβαίνοντες μια ομάδα ράγκμπι. Ο Νάντο δεν ήταν μόνος του. Είχαν επιζήσει άλλοι 27 φίλοι και συμπαίκτες του, όλοι τους πρωταγωνιστές μιας συγκλονιστικής ιστορίας που τους σημάδεψε για πάντα.
Αυτές τις μέρες τα όσα βίωσαν «ζωντανεύουν» στο Netflix με την συγκλονιστική ταινία «Η κοινωνία του χιονιού» σε μια ιστορία που όλοι όσοι την έζησαν θα ήθελαν να την ξεχάσουν, αλλά δεν μπορούν κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Δεν μπορούν επειδή είναι η ιστορία μιας ομάδας νεαρών που ξεκίνησε με γέλια και πλάκες ένα βράδυ στο αεροδρόμιο του Μοντεβιδέο και κατέληξε σε μια ανείπωτη τραγωδία, που συνέχισε να εκτυλίσσεται και μετά την συντριβή του αεροσκάφους.
Γιατί οι νεκροί μπορεί να ήταν νεκροί, αλλά υπήρχαν και οι ζωντανοί-νεκροί, αυτοί που αργοπέθαιναν κάθε μέρα από την πείνα όταν τέλειωσαν τα φαγώσιμα. Δίπλα από τον Σάντο έτρωγε ο Ρομπέρτο, χωρίς να κοιτάει ούτε αυτός το σώμα του νεκρού φίλου τους.
Δεν άντεχε στην σκέψη ότι θα αντίκριζε έστω και κατά λάθος τα χωρίς ζωή μάτια του, την ώρα που εκείνος έτρωγε τις σάρκες του για να ζήσει.
Η συντριβή
Ερχόταν ξανά και ξανά στο μυαλό του κάθε μέρα εκείνη η στιγμή. Η στιγμή,που τα γέλια και τα πειράγματα των φίλων του, μετατράπηκαν σε κραυγές αγωνίας και ουρλιαχτά πόνου όταν το αεροπλάνο κατέπεσε. Ο Ρομπέρτο ένοιωθε ότι δεν είχε πρόσωπο τα πρώτα λεπτά μετά την συντριβή. Ο αέρας το μαστίγωνε με τέτοια ορμή, που νόμιζε ότι θα ξεκολλήσει. Το κρύο περόνιαζε κάθε νευρική απόληξη του κορμιού του, τρύπαγε το κεφάλι του αλλά-τρόπος του λέγειν-ήταν καλά.
Η πτήση τους είχε απογειωθεί από το Μοντεβιδέο με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής και επιβάτες την ομάδα τους, την Old Christian Club. Θα έπαιζαν σε έναν αγώνα ράγκμπι που δεν έγινε ποτέ, επειδή το αεροπλάνο τους συνετρίβη πάνω στις Άνδεις στα τέσσερις χιλιάδες μέτρα υψόμετρο, εξαιτίας σφοδρής κακοκαιρίας.
Ο Ρομπέρτο και οι υπόλοιποι είκοσι εφτά επιζήσαντες, συνήλθαν από το σοκ της συντριβής πάνω σε ένα αφιλόξενο βουνό με την θερμοκρασία να είναι μόνιμα στους -30 βαθμούς Κελσίου. Εκείνη την πρώτη ημέρα, δεν μπορούσε να διανοηθεί το αδιανόητο, αυτό που θα ακολουθούσε μετά και θα το κουβάλαγε για πάντα.
Ότι στους επόμενους δυόμιση μήνες θα αναγκαζόταν αυτός και οι φίλοι του να γίνουν κανίβαλοι για να επιβιώσουν, τρώγοντας τους νεκρούς συναθλητές τους. Από τους αρχικά είκοσι οχτώ, οι βαριά τραυματισμένοι άρχισαν να σβήνουν σε μερικά 24ωρα από τα τραύματά τους σε αυτό το αφιλόξενο τοπίο, το παραδομένο μέσα σε μια λευκή απεραντοσύνη.
Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Νάντο μίσησε το λευκό χρώμα που τόσο αγαπούσε. Τα βράδια αυτός ο Ρομπέρτο και οι άλλοι χώνονταν μέσα στο εσωτερικό του τσακισμένου αεροπλάνου, κουλουριασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο για να νοιώσουν ένα ίχνος θερμότητας. Ήλπιζε ότι θα τους βρουν, ήλπιζε ότι τους αναζητούσαν. Ως εκ θαύματος από την σύγκρουση είχε γλιτώσει ένα ραδιόφωνο που έπιανε συχνότητες σταθμών που μετέδιδαν καθημερινά ειδήσεις για τις έρευνες διάσωσης που είχαν ξεκινήσει.
Μετά από δέκα ημέρες το ίδιο ραδιόφωνο τους πληροφόρησε, ότι οι διασώστες είχαν σταματήσει να ψάχνουν και στις 29 Οκτωβρίου, δύο εβδομάδες μετά την συντριβή, η ψυχολογία τους έπεσε στο ναδίρ, όταν μια χιονοστιβάδα καταπλάκωσε την τσακισμένη άτρακτο. Τα οχτώ άτομα που ήταν μέσα σκοτώθηκαν ακαριαία αφήνοντας στο έλεος των Άνδεων δέκα εννιά ψυχές, που δεν είχαν πλέον τίποτε για να φάνε. Παρά τις καχεκτικές μερίδες που μοιράζονταν, ό,τι φαγώσιμο υπήρχε είχε τελειώσει.
Όταν ξεπέρασαν τα όρια
Δεν ξέρω αν αληθεύει η ρήση του Ουίλιαμ Σέξπιρ ότι «ο άνθρωπος είναι το πιο άγριο θηρίο που θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει». Φαντάζομαι ότι ούτε ο Ρομπέρτο Κανέσσα, ο Νάντο Παράδο, ο Κάρλος Πάεζ και οι υπόλοιποι εναπομείναντες το ήξεραν, όντας παραδομένοι στην πιο άγρια μοίρα. Να είναι νεκροί για όλους τους άλλους, εκτός από τους ίδιους.
Το μόνο που ήξεραν είναι ότι πεινούσαν, πεινούσαν πολύ, τόσο που έκαναν έναν πλήρη κατάλογο με τα 139 εστιατόρια του Μοντεβιδέο λες και αυτό θα χόρταινε την πείνα τους. Όταν ξεπέρασαν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, έπραξαν το αδιανόητο, αυτό που κράτησαν ανείπωτο για καιρό να βαραίνει τις ψυχές τους. Τράφηκαν με τις παγωμένες σάρκες, από τις σωρούς των φίλων τους, που είχαν διατηρηθεί μέσα σε αυτό το πολικό ψύχος των -30 βαθμών Κελσίου.
Το έκαναν κλαίγοντας, αλλά τα δάκρυα πάγωναν με το που κύλαγαν από τα μάτια τους, ενώ οι τύψεις και ο σταυρός που είχαν φτιάξει από τα συντρίμμια μήπως τους δουν από ψηλά, πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Τελικά ο Κανέσσα και ο Παράδο, αποφάσισαν να αναζητήσουν βοήθεια και ξεκίνησαν ένα επίπονο ταξίδι, μέσα στο κρύο και το αφιλόξενο τοπίο των Άνδεων.
Οι υπόλοιποι έμειναν πίσω περιμένοντας και τρώγοντας κομμάτια από τα σώματα των φίλων τους, ελπίζοντας να τους βρούνε, ελπίζοντας ο Ρομπέρτο και ο Νάντο να τα καταφέρουν, κάτι που τελικά έγινε. Μόνο που για να γίνει οι δύο φίλοι χρειάστηκε να διανύσουν 70 χιλιόμετρα σε δέκα ημέρες, πριν συναντήσουν εξαντλημένοι έναν χωρικό, ο οποίος έτρεξε να τους βοηθήσει. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1972, οι άλλοι άκουσαν τον ήχο των ελικοπτέρων που πλησίαζαν και άρχισαν να ουρλιάζουν από χαρά πριν τα δουν, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι πλησίαζε και η ώρα της αποκάλυψης του τρομερού μυστικού τους.
Ολόκληρη η υφήλιος συγκλονίστηκε από την είδηση ότι ο Ρομπέρτο και οι άλλοι έτρωγαν τους νεκρούς φίλους τους για να μείνουν ζωντανοί, κανείς όμως δεν τους κατηγόρησε. Ίσως, επειδή όποιος και αν βρισκόταν στην θέση τους θα έκανε το ίδιο. Χρόνια αργότερα ο Ρομπέρτο Κανέσσα μιλώντας για το θαύμα των Άνδεων είπε με έναν κόμπο στον λαιμό του: «Γίναμε κανίβαλοι γιατί έπρεπε να μείνουμε ζωντανοί...»
Ειδήσεις σήμερα:
Μαριάντα Πιερίδη: Θύμα bullying ο γιος της - Στην Α' Δημοτικού τον κλώτσησαν και του κάρφωσαν μολύβι στον κρόταφο
Ψυρρή: Viral η ιδιωτική εκκλησία που πωλείται - Είναι του 1936, το τάμα της οικογένειας
Βενσάν Κασέλ: Η πρώτη δημόσια εμφάνιση με την κατά 30 χρόνια νεότερη σύντροφό του
Ότι στους επόμενους δυόμιση μήνες θα αναγκαζόταν αυτός και οι φίλοι του να γίνουν κανίβαλοι για να επιβιώσουν, τρώγοντας τους νεκρούς συναθλητές τους. Από τους αρχικά είκοσι οχτώ, οι βαριά τραυματισμένοι άρχισαν να σβήνουν σε μερικά 24ωρα από τα τραύματά τους σε αυτό το αφιλόξενο τοπίο, το παραδομένο μέσα σε μια λευκή απεραντοσύνη.
Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Νάντο μίσησε το λευκό χρώμα που τόσο αγαπούσε. Τα βράδια αυτός ο Ρομπέρτο και οι άλλοι χώνονταν μέσα στο εσωτερικό του τσακισμένου αεροπλάνου, κουλουριασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο για να νοιώσουν ένα ίχνος θερμότητας. Ήλπιζε ότι θα τους βρουν, ήλπιζε ότι τους αναζητούσαν. Ως εκ θαύματος από την σύγκρουση είχε γλιτώσει ένα ραδιόφωνο που έπιανε συχνότητες σταθμών που μετέδιδαν καθημερινά ειδήσεις για τις έρευνες διάσωσης που είχαν ξεκινήσει.
Μετά από δέκα ημέρες το ίδιο ραδιόφωνο τους πληροφόρησε, ότι οι διασώστες είχαν σταματήσει να ψάχνουν και στις 29 Οκτωβρίου, δύο εβδομάδες μετά την συντριβή, η ψυχολογία τους έπεσε στο ναδίρ, όταν μια χιονοστιβάδα καταπλάκωσε την τσακισμένη άτρακτο. Τα οχτώ άτομα που ήταν μέσα σκοτώθηκαν ακαριαία αφήνοντας στο έλεος των Άνδεων δέκα εννιά ψυχές, που δεν είχαν πλέον τίποτε για να φάνε. Παρά τις καχεκτικές μερίδες που μοιράζονταν, ό,τι φαγώσιμο υπήρχε είχε τελειώσει.
Όταν ξεπέρασαν τα όρια
Δεν ξέρω αν αληθεύει η ρήση του Ουίλιαμ Σέξπιρ ότι «ο άνθρωπος είναι το πιο άγριο θηρίο που θα κάνει τα πάντα για να επιβιώσει». Φαντάζομαι ότι ούτε ο Ρομπέρτο Κανέσσα, ο Νάντο Παράδο, ο Κάρλος Πάεζ και οι υπόλοιποι εναπομείναντες το ήξεραν, όντας παραδομένοι στην πιο άγρια μοίρα. Να είναι νεκροί για όλους τους άλλους, εκτός από τους ίδιους.
Το μόνο που ήξεραν είναι ότι πεινούσαν, πεινούσαν πολύ, τόσο που έκαναν έναν πλήρη κατάλογο με τα 139 εστιατόρια του Μοντεβιδέο λες και αυτό θα χόρταινε την πείνα τους. Όταν ξεπέρασαν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής, έπραξαν το αδιανόητο, αυτό που κράτησαν ανείπωτο για καιρό να βαραίνει τις ψυχές τους. Τράφηκαν με τις παγωμένες σάρκες, από τις σωρούς των φίλων τους, που είχαν διατηρηθεί μέσα σε αυτό το πολικό ψύχος των -30 βαθμών Κελσίου.
Το έκαναν κλαίγοντας, αλλά τα δάκρυα πάγωναν με το που κύλαγαν από τα μάτια τους, ενώ οι τύψεις και ο σταυρός που είχαν φτιάξει από τα συντρίμμια μήπως τους δουν από ψηλά, πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Τελικά ο Κανέσσα και ο Παράδο, αποφάσισαν να αναζητήσουν βοήθεια και ξεκίνησαν ένα επίπονο ταξίδι, μέσα στο κρύο και το αφιλόξενο τοπίο των Άνδεων.
Οι υπόλοιποι έμειναν πίσω περιμένοντας και τρώγοντας κομμάτια από τα σώματα των φίλων τους, ελπίζοντας να τους βρούνε, ελπίζοντας ο Ρομπέρτο και ο Νάντο να τα καταφέρουν, κάτι που τελικά έγινε. Μόνο που για να γίνει οι δύο φίλοι χρειάστηκε να διανύσουν 70 χιλιόμετρα σε δέκα ημέρες, πριν συναντήσουν εξαντλημένοι έναν χωρικό, ο οποίος έτρεξε να τους βοηθήσει. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1972, οι άλλοι άκουσαν τον ήχο των ελικοπτέρων που πλησίαζαν και άρχισαν να ουρλιάζουν από χαρά πριν τα δουν, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι πλησίαζε και η ώρα της αποκάλυψης του τρομερού μυστικού τους.
Ολόκληρη η υφήλιος συγκλονίστηκε από την είδηση ότι ο Ρομπέρτο και οι άλλοι έτρωγαν τους νεκρούς φίλους τους για να μείνουν ζωντανοί, κανείς όμως δεν τους κατηγόρησε. Ίσως, επειδή όποιος και αν βρισκόταν στην θέση τους θα έκανε το ίδιο. Χρόνια αργότερα ο Ρομπέρτο Κανέσσα μιλώντας για το θαύμα των Άνδεων είπε με έναν κόμπο στον λαιμό του: «Γίναμε κανίβαλοι γιατί έπρεπε να μείνουμε ζωντανοί...»
Ειδήσεις σήμερα:
Μαριάντα Πιερίδη: Θύμα bullying ο γιος της - Στην Α' Δημοτικού τον κλώτσησαν και του κάρφωσαν μολύβι στον κρόταφο
Ψυρρή: Viral η ιδιωτική εκκλησία που πωλείται - Είναι του 1936, το τάμα της οικογένειας
Βενσάν Κασέλ: Η πρώτη δημόσια εμφάνιση με την κατά 30 χρόνια νεότερη σύντροφό του
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα