Ο Αλεξέι, η Γιούλια και οι ιστορίες των μεγάλων εκκαθαρίσεων στο «Αρχιπέλαγος γκούλαγκ»
Ο Αλεξέι, η Γιούλια και οι ιστορίες των μεγάλων εκκαθαρίσεων στο «Αρχιπέλαγος γκούλαγκ»
Οι φυλακές υψίστης ασφαλείας στη Σιβηρία όπου εξοντώθηκε ο Αλεξέι Ναβάλνι, είναι η μοντέρνα εκδοχή των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας όπου εκτοπίστηκαν 18-20 εκατομμύρια άνθρωποι - εκ των οποίων 2.000 Ελληνες - και βρήκαν τον θάνατο 1,6 εκατομμύρια
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ο όρος «γκούλαγκ» αναδύθηκε ξανά στην επικαιρότητα, σαν ένας αντανακλαστικός συνειρμός, αμέσως μόλις ανακοινώθηκε ο θάνατος του Αλεξέι Ναβάλνι σε μια αποικία κράτησης βαρυποινιτών στη Σιβηρία. Σε μία από τις πιο σκληρές φυλακές της Ρωσίας, σε μία από τις πιο αφιλόξενες περιοχές του πλανήτη. Σήμερα, το σύμπλεγμα εγκαταστάσεων με την κωδική ονομασία FKU IK-3 θεωρείται μια σύγχρονη φυλακή υψίστης ασφαλείας, όπου κρατούνται εγκληματίες θανάσιμα επικίνδυνοι για το κοινωνικό σύνολο.
Ωστόσο, από πολλές απόψεις η FKU IK-3 μοιάζει να αποτελεί απλώς μια μοντέρνα εκδοχή της παλιάς παράδοσης των γκούλαγκ, μια μετεξέλιξη του αρχετυπικού στρατοπέδου καταναγκαστικής εργασίας της σταλινικής περιόδου και ιδιαίτερα των ετών 1923-1953.
Για ένα πολύ μεγάλο διάστημα, με αποκορύφωμα τις «Μεγάλες Εκκαθαρίσεις» ή τον διαβόητο «Μεγάλο Τρόμο» του 1937, στη διάρκεια της εμμονικής παράκρουσης η οποία διακατείχε τον Ιωσήφ Στάλιν να εξολοθρεύει όσους θεωρούσε πιθανή απειλή για τις υπερεξουσίες που είχε συγκεντρώσει πάνω του ως απόλυτος μονάρχης, η επικράτεια της Σοβιετικής Ενωσης είχε γεμίσει από γκούλαγκ. Και αυτά είχαν γεμίσει από υποτιθέμενους «εχθρούς του λαού και της σοσιαλιστικής επανάστασης», ήτοι ανθρώπους από κάθε γωνιά της ΕΣΣΔ, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου μέρους της τότε ελληνικής μειονότητας.
Ο Στάλιν, άλλωστε, δεν περιοριζόταν στη στοχευμένη εκτόπιση και εκκαθάριση, π.χ., των Εβραίων, όπως ο Χίτλερ. Ο κομμουνιστής ηγεμόνας έστελνε αδιακρίτως τους πάντες στα γκούλαγκ (δεν είχε διστάσει να εξαφανίσει ακόμη και τη σύζυγο του πιο πιστού συνεργάτη του, του υπουργού Εξωτερικών Βιάτσεσλαβ Μολότοφ).
Για το μοχθηρό, αδίστακτο και αδηφάγο «παρακράτος» της σταλινικής μυστικής αστυνομίας -της φοβερής NKVD-, μια ανώνυμη καταγγελία ήταν αρκετή για να κατηγορηθεί οποιοσδήποτε σαν «τροτσκιστής» ή «κουλάκος που πίνει το αίμα του λαού». Οπου κουλάκοι ήταν οι πλούσιοι αγρότες, οι γαιοκτήμονες και οι μεγαλοκτηνοτρόφοι. Ασχέτως εάν ελάχιστοι τέτοιοι είχαν απομείνει μετά από τη γενοκτονία του Μεγάλου Λιμού και το αποτυχημένο πείραμα της κολεκτιβοποίησης, με τον βίαιο μετασχηματισμό της ρωσικής αγροτικής κοινωνίας σε βιομηχανική που είχε επιχειρήσει την περίοδο 1929-1932 ο Στάλιν.
Στα χρόνια της κυριαρχίας του ουδείς θα σπαταλούσε χρόνο για να ελέγξει την αξιοπιστία οποιασδήποτε καταγγελίας, εφόσον οι διαταγές του εκλαμβάνονταν ως εκ Θεού πορευόμενες. Οπότε, ακόμη και αν ο υποτιθέμενος εκμεταλλευτής κουλάκος κατείχε, π.χ., μόνο μία κατσίκα κι ένα ψωραλέο άλογο, θεωρούνταν στυγνός καπιταλιστής πλουτοκράτης και οδηγούνταν βίαια σε γκούλαγκ για την αναμόρφωση της ταξικής συνείδησής του.
1,6 εκατομμύριαοι νέκροι
Η παραφροσύνη των μαζικών εκτοπίσεων στα γκούλαγκ εξυπηρετούσε πολλαπλώς τα σχέδια του Στάλιν. Σε πρώτο επίπεδο, τον απάλλασσε από οποιονδήποτε πολιτικό αντίπαλο. Ταυτόχρονα, η προοπτική του εκτοπισμού αποθάρρυνε κάθε μορφή εναντίωσης στη βούληση του ηγεμόνα, ασκώντας διαρκή και υποσυνείδητη τρομοκρατία στους πολίτες της ΕΣΣΔ. Εκτός αυτών, όμως, υπήρχε η εξαιρετικά σημαντική διάσταση της καταναγκαστικής εργασίας ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του Στάλιν, ο οποίος βασιζόταν στις ατελείωτες στρατιές εξόριστων για να κατασκευάσει κολοσσιαία δημόσια έργα ή να εκμεταλλευτεί φυσικούς πόρους, όπως οι εξορύξεις στα χρυσωρυχεία της Κολιμά. Φυσικά, με πολύ μικρό κόστος για το κράτος, μια και στον σοβιετικό παράδεισο του προλεταριάτου, στην κατά Στάλιν εκδοχή του, οι εκτοπισθέντες στα γκούλαγκ μετατρέπονταν σε σκλάβους χωρίς το παραμικρό δικαίωμα.
Ο αληθινός αριθμός όσων δοκίμασαν την εμπειρία του σταλινικού γκούλαγκ παραμένει αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Οι ιστορικοί εικάζουν ότι το πλήθος των ξεγραμμένων ήταν 18-20 εκατομμύρια άνθρωποι, θεωρητικά όλοι ισότιμοι συμπολίτες και σύντροφοι του «Πατερούλη» Στάλιν και των αυλοκολάκων που τον περιστοίχιζαν - μέχρι κι αυτοί να πάρουν την άγουσα. Κατ’ εκτίμηση, 1,6 εκατομμύρια από τα θύματα των μαζικών εκτοπίσεων άφηναν τα κόκαλά τους στα γκούλαγκ, τα οποία ξεπερνούσαν τα 420 στρατόπεδα ανά την επικράτεια της ΕΣΣΔ.
Ωστόσο, από πολλές απόψεις η FKU IK-3 μοιάζει να αποτελεί απλώς μια μοντέρνα εκδοχή της παλιάς παράδοσης των γκούλαγκ, μια μετεξέλιξη του αρχετυπικού στρατοπέδου καταναγκαστικής εργασίας της σταλινικής περιόδου και ιδιαίτερα των ετών 1923-1953.
Για ένα πολύ μεγάλο διάστημα, με αποκορύφωμα τις «Μεγάλες Εκκαθαρίσεις» ή τον διαβόητο «Μεγάλο Τρόμο» του 1937, στη διάρκεια της εμμονικής παράκρουσης η οποία διακατείχε τον Ιωσήφ Στάλιν να εξολοθρεύει όσους θεωρούσε πιθανή απειλή για τις υπερεξουσίες που είχε συγκεντρώσει πάνω του ως απόλυτος μονάρχης, η επικράτεια της Σοβιετικής Ενωσης είχε γεμίσει από γκούλαγκ. Και αυτά είχαν γεμίσει από υποτιθέμενους «εχθρούς του λαού και της σοσιαλιστικής επανάστασης», ήτοι ανθρώπους από κάθε γωνιά της ΕΣΣΔ, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου μέρους της τότε ελληνικής μειονότητας.
Ο Στάλιν, άλλωστε, δεν περιοριζόταν στη στοχευμένη εκτόπιση και εκκαθάριση, π.χ., των Εβραίων, όπως ο Χίτλερ. Ο κομμουνιστής ηγεμόνας έστελνε αδιακρίτως τους πάντες στα γκούλαγκ (δεν είχε διστάσει να εξαφανίσει ακόμη και τη σύζυγο του πιο πιστού συνεργάτη του, του υπουργού Εξωτερικών Βιάτσεσλαβ Μολότοφ).
Για το μοχθηρό, αδίστακτο και αδηφάγο «παρακράτος» της σταλινικής μυστικής αστυνομίας -της φοβερής NKVD-, μια ανώνυμη καταγγελία ήταν αρκετή για να κατηγορηθεί οποιοσδήποτε σαν «τροτσκιστής» ή «κουλάκος που πίνει το αίμα του λαού». Οπου κουλάκοι ήταν οι πλούσιοι αγρότες, οι γαιοκτήμονες και οι μεγαλοκτηνοτρόφοι. Ασχέτως εάν ελάχιστοι τέτοιοι είχαν απομείνει μετά από τη γενοκτονία του Μεγάλου Λιμού και το αποτυχημένο πείραμα της κολεκτιβοποίησης, με τον βίαιο μετασχηματισμό της ρωσικής αγροτικής κοινωνίας σε βιομηχανική που είχε επιχειρήσει την περίοδο 1929-1932 ο Στάλιν.
Στα χρόνια της κυριαρχίας του ουδείς θα σπαταλούσε χρόνο για να ελέγξει την αξιοπιστία οποιασδήποτε καταγγελίας, εφόσον οι διαταγές του εκλαμβάνονταν ως εκ Θεού πορευόμενες. Οπότε, ακόμη και αν ο υποτιθέμενος εκμεταλλευτής κουλάκος κατείχε, π.χ., μόνο μία κατσίκα κι ένα ψωραλέο άλογο, θεωρούνταν στυγνός καπιταλιστής πλουτοκράτης και οδηγούνταν βίαια σε γκούλαγκ για την αναμόρφωση της ταξικής συνείδησής του.
1,6 εκατομμύριαοι νέκροι
Η παραφροσύνη των μαζικών εκτοπίσεων στα γκούλαγκ εξυπηρετούσε πολλαπλώς τα σχέδια του Στάλιν. Σε πρώτο επίπεδο, τον απάλλασσε από οποιονδήποτε πολιτικό αντίπαλο. Ταυτόχρονα, η προοπτική του εκτοπισμού αποθάρρυνε κάθε μορφή εναντίωσης στη βούληση του ηγεμόνα, ασκώντας διαρκή και υποσυνείδητη τρομοκρατία στους πολίτες της ΕΣΣΔ. Εκτός αυτών, όμως, υπήρχε η εξαιρετικά σημαντική διάσταση της καταναγκαστικής εργασίας ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του Στάλιν, ο οποίος βασιζόταν στις ατελείωτες στρατιές εξόριστων για να κατασκευάσει κολοσσιαία δημόσια έργα ή να εκμεταλλευτεί φυσικούς πόρους, όπως οι εξορύξεις στα χρυσωρυχεία της Κολιμά. Φυσικά, με πολύ μικρό κόστος για το κράτος, μια και στον σοβιετικό παράδεισο του προλεταριάτου, στην κατά Στάλιν εκδοχή του, οι εκτοπισθέντες στα γκούλαγκ μετατρέπονταν σε σκλάβους χωρίς το παραμικρό δικαίωμα.
Ο αληθινός αριθμός όσων δοκίμασαν την εμπειρία του σταλινικού γκούλαγκ παραμένει αδύνατο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Οι ιστορικοί εικάζουν ότι το πλήθος των ξεγραμμένων ήταν 18-20 εκατομμύρια άνθρωποι, θεωρητικά όλοι ισότιμοι συμπολίτες και σύντροφοι του «Πατερούλη» Στάλιν και των αυλοκολάκων που τον περιστοίχιζαν - μέχρι κι αυτοί να πάρουν την άγουσα. Κατ’ εκτίμηση, 1,6 εκατομμύρια από τα θύματα των μαζικών εκτοπίσεων άφηναν τα κόκαλά τους στα γκούλαγκ, τα οποία ξεπερνούσαν τα 420 στρατόπεδα ανά την επικράτεια της ΕΣΣΔ.
Το σύστημα, ή το «Αρχιπέλαγος γκούλαγκ» κατά την έκφραση του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, ήταν ένα από τα βασικά εργαλεία καταπίεσης του σοβιετικού λαού, ένας διαρκής εφιάλτης, καθώς ποτέ κανείς δεν μπορούσε να νιώθει ασφαλής ότι δεν θα συλληφθεί από τη μυστική Αστυνομία του σταλινικού καθεστώτος, ότι δεν θα καταλήξει τρόφιμος σε κάποιο γκούλαγκ. Τα θύματα, είτε μετά από εικονικές δίκες, είτε χωρίς καν αυτές, εξορίζονταν στο πουθενά. Χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα για το εάν θα απελευθερώνονταν και πότε - ή ποτέ, αν θα κατόρθωναν να επιβιώσουν στα σιβηριανά κολαστήρια. Συχνά χωρίς να έχουν ενημερωθεί καν για τις κατηγορίες που απαγγέλλονταν εις βάρος τους, για τα εγκλήματα που δικαιολογούσαν τη βάναυση καταδίκη των δραστών σε έναν εκτοπισμό ταυτόσημο με μια εκτέλεση αυτή καθαυτή της εσχάτης των ποινών, τη θανατική καταδίκη.
Στην Κολιμά
Ο όρος «γκούλαγκ» παραμένει συνυφασμένος με την τρομακτική, απεριόριστη εξουσία του Στάλιν την οποία ασκούσε επί των υπηκόων της ΕΣΣΔ. Στην πραγματικότητα «γκούλαγκ» δεν είναι μια λέξη, αλλά ένα αρκτικόλεξο (GULAG). Σχηματίζεται από το πρώτο γράμμα 5 άλλων λέξεων, οι οποίες στα ρωσικά σημαίνουν Κεντρική Διοίκηση Σωφρονιστικών Αποικιών Εργασίας.
Το πιο διάσημο βιβλίο για τα γκούλαγκ, το κλασικό σύγγραμμα που αποκάλυψε στην ανθρωπότητα ατόφια τη φρίκη των σταλινικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως, ήταν το «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» του νομπελίστα Ρώσου συγγραφέα Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1973. Ωστόσο, ακόμη και ο, σχεδόν επώδυνος για τον αναγνώστη ρεαλισμός του «Αρχιπελάγους», η πιστή αναπαράσταση μιας επίγειας κόλασης, υπολείπεται της ωμής δύναμης του έργου «Ιστορίες από την Κολιμά» του Βαρλαάμ Σαλάμοφ. Πρόκειται για μια συλλογή από 145 σύντομες ιστορίες, υπό μορφή ολιγοσέλιδων «διηγημάτων», συνολικά όμως θηριώδους έκτασης (1.970 σελίδες στην ελληνική μετάφρασή του από τις εκδόσεις Ινδικτος).
Στην Κολιμά, βάσει όλων των διαθέσιμων περιγραφών, λειτουργούσε το πιο απάνθρωπο γκούλαγκ της σταλινικής ΕΣΣΔ και, πιθανότατα, το χειρότερο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας που υπήρξε ποτέ - μετά τα κρεματόρια των ναζί.
Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ, ένας φέρελπις ποιητής, λογοτέχνης και δημοσιογράφος, πέρασε 17 χρόνια στην Κολιμά. Παραδόξως κατάφερε να φύγει από εκεί ζωντανός -αν και ψυχικά ασθενής- και να αφηγηθεί όσα έζησε σε ένα μέρος ξεχασμένο από θεούς και ανθρώπους, στη ρωσική Απω Ανατολή, στο ύψος του Αρκτικού Κύκλου, ένα χερσαίο νησί εντελώς αποκομμένο από οποιοδήποτε είδος κοινωνικής ζωής. Διότι η πρόσβαση στην Κολιμά γινόταν αποκλειστικά διά θαλάσσης - και μόνο για ένα μικρό διάστημα του έτους, όταν τα νερά δεν ήταν παγωμένα. Μάλιστα, το λιμάνι της περιοχής ήταν τόσο δυσπρόσιτο ώστε υπήρξαν πολύνεκρα ναυάγια των πλοίων που μετέφεραν δεκάδες χιλιάδες εκτοπιζόμενους.
Ψίχουλαστην παλάμη
Οι «Ιστορίες από την Κολιμά» αποτελούν μια δοκιμασία για τον αναγνώστη, καθώς ο Βαρλαάμ Σαλάμοφ εκθέτει αμέτρητα περιστατικά, συνθέτοντας ένα επικό χρονικό πόνου και ανελέητης φρίκης αλλά χωρίς ίχνος μελοδράματος.
Εντελώς δειγματοληπτικά, παρατίθενται εδώ μερικά ελάχιστα αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Σαλάμοφ.
«Η τροφική δυσθρεψία ήταν μόνιμος και ισχυρός σύμμαχος της εξουσίας στην πάλη με την ανθρώπινη λίμπιντο. Η πείνα ήταν ακόρεστη και τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το αίσθημα της πείνας, της αδηφάγου πείνας, της μόνιμης κατάστασης του στρατοπεδίτη, αν ανήκει στους ξοφλημένους. Από την πείνα τους οι ξοφλημένοι της Κολιμά ρίχνονταν στο μάζεμα των γαβαθών στην τραπεζαρία του στρατοπέδου, στο γλείψιμο των ξένων πιάτων. Τα ψίχουλα του ψωμιού, ριγμένα στην παλάμη και μετά γλειμμένα, κινούνται προς το στομάχι με αυτοματισμούς. Το να ικανοποιήσεις μια τέτοια πείνα δεν είναι απλό, ούτε εφικτό. Οσο κι αν φάει ο κρατούμενος, σε μισή ώρα θα ξαναπεινάσει».
Οι κρατούμενοι στην Κολιμά ήταν πάντα τόσο πεινασμένοι ώστε ρίχνονταν με λαιμαργία ακόμη και σε ψοφίμια. Εχει καταγραφεί περιστατικό όπου μια ομάδα λιμοκτονούντων εκτοπισμένων έφαγε ένα άλογο, παρόλο που το πτώμα του ήταν εκτεθειμένο για περισσότερο από μία εβδομάδα, αδιαφορώντας για τη σήψη.
Ωστόσο, οι αναφορές στο μαρτύριο της πείνας είναι ένα απλό, ανάλαφρο πρελούδιο στις συνθήκες απο-ανθρωποποίησης που επικρατούσαν στα γκούλαγκ της Κολιμά. Ο Σαλάμοφ περνά, δε, σε ακόμη πιο τολμηρές περιγραφές: «Ούρηση. Μα η ακράτεια ούρων είναι μαζική ασθένεια στα στρατόπεδα με τους πεινασμένους και τους ξοφλημένους. Από την από πάνω κουκέτα σού έρχονται στο πρόσωπο τα ξένα ούρα και πρέπει να το αντέξεις. Είσαι στην κάτω κουκέτα μόνο τυχαία, θα μπορούσες να κοιμάσαι στις επάνω και να κατουράς εσύ αυτόν που βρίσκεται από κάτω. Για τούτο και δεν βρίζεις στα σοβαρά, κι απλώς σκουπίζεις το κάτουρο από το πρόσωπό σου και συνεχίζεις τον βαθύ ύπνο σου, με μοναδικό όνειρο να σε συνοδεύει τα καρβέλια ψωμιού».
Πείνα στους -50° Κελσίου
Ο Σαλάμοφ αποτυπώνει παραστατικά τις συνθήκες εργασίας στα χρυσωρυχεία της Κολιμά, τα οποία λειτουργούσαν ακατάπαυστα, ακόμη και στους -50° Κελσίου: «Εκείνον το χειμώνα έτυχε να δουλεύουμε στη νυχτερινή βάρδια. Βλέπαμε στον μαύρο ουρανό το μικρό ανοιχτόγκριζο φεγγάρι, κυκλωμένο από την πολύχρωμη άλω που εμφανίζεται στις μεγάλες παγωνιές. Τον ήλιο δεν τον βλέπαμε καθόλου -επιστρέφαμε στα παραπήγματα (δεν λέγαμε “σπίτι”) και φεύγαμε από αυτά μέσα στα σκοτάδια. Αλλωστε, ο ήλιος ξεμύτιζε για τόσο λίγο που δεν προλάβαινε καν να ρίξει μια ματιά στη γη. Για το πού βρίσκεται κάθε φορά ο ήλιος κάναμε υποθέσεις, δεν βλέπαμε απ’ αυτόν ούτε ζέστη ούτε φως. Μέχρι να φτάσουμε στα χρυσωρυχεία ήταν μακριά, δυο-τρία χιλιόμετρα, κι ο δρόμος περνούσε μέσα από δυο τεράστιες οροσειρές χιονιού. Τον φετινό χειμώνα είχαμε μεγάλο όγκο χιονιού και έπειτα από κάθε χιονοθύελλα τα ορυχεία έπρεπε να τα ξεθάβουμε.
Εκείνους που δούλευαν στον καθαρισμό του δρόμου τούς περικύκλωνε μια εναλλασσόμενη φρουρά με σκυλιά και τους κρατούσε στη δουλειά ολόκληρα εικοσιτετράωρα, μην επιτρέποντάς τους ούτε να ζεσταθούν ούτε να φάνε σε κάποιο ζεστό μέρος. Ενίοτε, όταν η δουλειά παρατεινόταν αρκετά, έφερναν με άλογα τις σχεδόν κατεψυγμένες μερίδες ψωμιού και κονσέρβες, μία ανά δύο άτομα. Με τα ίδια άλογα μετέφεραν στα στρατόπεδα τους αρρώστους και τους εξαντλημένους. Μας άφηναν να τελειώσουμε μόνο όταν η δουλειά είχε γίνει, με σκοπό να πάμε να κοιμηθούμε και να ξαναβγούμε στην παγωνιά για την “κανονική” δουλειά. Είχα παρατηρήσει τότε ένα εκπληκτικό πράγμα: σε αυτή την πολύωρη δουλειά, δύσκολα και βασανιστικά νιώθεις μόνο τις 6-7 πρώτες ώρες. Μετά χάνεις την αίσθηση του χρόνου και προσέχεις υποσυνείδητα να μην ξεπαγιάσεις: χτυπάς τα πόδια σου κάτω, κουνάς το φτυάρι δίχως να σκέφτεσαι τίποτα, χωρίς να ελπίζεις τίποτα».
Σε άλλο σημείο του βιβλίου του ο Σαλάμοφ εξομολογείται ότι «στην Κολιμά κατάλαβα πως δεν είμαι ικανός ούτε για αναπηρία ούτε για αυτοκτονία. Μου απέμενε μόνο να περιμένω, μέχρις ότου μια μικρή ατυχία να μετατραπεί σε μικρή τύχη, μέχρις ότου η μεγάλη ατυχία να αυτοεξαλειφθεί. Περίμενα, μουσκεμένος μέχρι το κόκαλο, αλλά ήρεμος. Καταλάβαινα ότι το σώμα, άρα και τα εγκεφαλικά κύτταρα λαμβάνουν ελλιπή τροφή, ο εγκέφαλός μου λιμοκτονεί ήδη προ πολλού κι ότι αυτό αναπόφευκτα θα εκδηλωθεί με σχιζοφρένεια, πρόωρη άνοια ή κάτι παρόμοιο... Κι ένιωθα ευχάριστα να σκέφτομαι ότι δεν θα προλάβω να ζήσω μέχρι την άνοια. Η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα».
Στα γκούλαγκ της Κολιμά, σε άθλια παραπήγματα εκτεθειμένα στις πολικές συνθήκες της χιονισμένης ερήμου, διέμεναν εκατοντάδες χιλιάδες κρατούμενοι. Στους οποίους, όπως γράφει στο βιβλίο του «Κολιμά - Τα αρκτικά στρατόπεδα του θανάτου» ο Βρετανός ιστορικός της ΕΣΣΔ Ρόμπερτ Κόνκουεστ, «η βασική αρχή λειτουργίας στην Κολιμά ήταν διττή: υποσιτισμός και υπερεξάντληση των κρατουμένων. Ενώ το σώμα κατέρρεε, οι επιστάτες απομυζούσαν τις τελευταίες ρανίδες ενέργειας για να εξορύξουν περισσότερο χρυσάφι για το κράτος.
Η μέθοδος του Στάλιν που εφαρμοζόταν για να αναγκάσει τα εξουθενωμένα θύματα να αποδώσουν, ήταν το λεγόμενο “αναλογικό σύστημα”. Δηλαδή, όσο πιο πολύ προσπαθούσε κάποιος στη δουλειά τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η χορήγηση τροφής. Αλλά ακόμη και η μεγαλύτερη μερίδα φαγητού δεν έφτανε για να θρέψει τον κρατούμενο, ενώ ήταν σχεδόν αδύνατον να φτάσει το επίπεδο απόδοσης που θα του επέτρεπε να κερδίσει αυτή τη μεγαλύτερη μερίδα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το σοβιετικό κράτος έπαιρνε το μέγιστο από τις εξορύξεις χρυσού, ενώ ταυτόχρονα εκπλήρωνε τον άλλο πρωταρχικό σκοπό της Κολιμά, δηλαδή το να ξεπαστρέψει τους κρατουμένους της».
Επιπλέον, ο Κόνκουεστ, μία από τις παγκόσμιες αυθεντίες σε ό,τι αφορά τη μελέτη του σταλινικού φαινομένου, αποφαίνεται ότι «στο μυαλό όσων δημιούργησαν και οργάνωσαν τα γκούλαγκ της Κολιμά, στόχος ήταν η εξόρυξη χρυσού, με τον θάνατο των κρατουμένων-εργατών να αντιμετωπίζεται σαν ένα παρεμπίπτον, μη προσχεδιασμένο υποπροϊόν. Στην πορεία, όμως, η παραγωγή του χρυσού έγινε ζητούμενο ισάξιας προτεραιότητας με τη θανάτωση των κρατουμένων».
Στρατόπεδα εργασίας
Στη μελέτη της «Αρρώστια και απανθρωπιά στα γκούλαγκ του Στάλιν» (εκδ. Καστανιώτη) η ιστορικός Γκόλφω Αλεξόπουλος (Golfo Alexopoulos) αποφαίνεται πως «το σταλινικό γκούλαγκ συνιστούσε ένα πολύ καλά συντονισμένο και φονικό σύστημα ανθρώπινης εκμετάλλευσης. Θεωρούμενοι απλές ροές σε μια βιομηχανική διαδικασία, οι κρατούμενοι αποτελούσαν αντικείμενα απόλυτης εκμετάλλευσης και ολοκληρωτικής απομύζησης. Φυσικά, δεν αντιμετώπιζαν βέβαιο θάνατο όλοι οι έγκλειστοι. Στόχος του Στάλιν δεν ήταν η ολοκληρωτική εξόντωση, αλλά η απόλυτη εκμετάλλευσή τους. Τα γκούλαγκ ήταν είτε στρατόπεδα εργασίας, είτε αποικίες, είτε οικισμοί στους οποίους κρατούνταν υπό περιορισμό ολόκληρες οικογένειες, είτε απελαθέντες κουλάκοι, είτε “εχθρικά έθνη”».
Στο πλαίσιο των μαζικών εκτοπίσεων, εντάσσεται ο διωγμός χιλιάδων Ελλήνων της ΕΣΣΔ, ο οποίος κορυφώθηκε τη διετία 1937-1938. Οπως ανέφερε σε ομιλία του ο Ιβάν Τζουχά, πανεπιστημιακός καθηγητής και εξειδικευμένος ερευνητής της αποκαλούμενης «Ελληνικής Επιχείρησης», «στις 15 Δεκεμβρίου 1937, μετά από 4 μέρες προετοιμασίας, τίθεται σε εφαρμογή το σχέδιο διωγμού των Ελλήνων, οι οποίοι τότε στην ΕΣΣΔ ήταν περίπου 300.000 άνθρωποι, με 40.000-50.000 να έχουν ελληνική υπηκοότητα. Το σταλινικό καθεστώς καταδίκασε σε θάνατο 12.000 Ελληνες, ενώ δεκάδες χιλιάδες φυλακίστηκαν και εκτοπίστηκαν».
Η ανθρωποφαγία του Στάλιν έφτανε στο απόγειό της, με τον Μεγάλο Τρόμο στη συγκεκριμένη χρονική φάση, εξ ου και, εκτός από τους Ελληνες, παρόμοια τύχη είχαν άλλες 14 εθνικές μειονότητες στην ΕΣΣΔ (Πολωνοί, Γερμανοί, Τσέχοι, Λετονοί, Ιάπωνες κ.ά.) Οι κατηγορίες (προφανώς κατασκευασμένες και προσχηματικές) ήταν κοινές για όλες τις αλλοεθνείς κοινότητες και αφορούσαν, δήθεν, κατασκοπεία, δολιοφθορά και υποκίνηση εξέγερσης κατά της νόμιμης εξουσίας της ΕΣΣΔ.
Οι συλλήψεις και οι ανακρίσεις έγιναν υπό απεριόριστη αγριότητα και θηριωδία. Πολλοί Ελληνες βασανίστηκαν και τραυματίστηκαν βαριά προτού καν σταλούν στο εκτελεστικό απόσπασμα ή σε κάποιο γκούλαγκ. Ο Τζουχά αναφέρει ενδεικτικά την περίπτωση του Γρηγόρη Παναγιωτίδη, τον λαιμό του οποίου τρύπησε ο ανακριτής με ένα μολύβι επειδή ο συλληφθείς αρνούνταν να ομολογήσει ότι ήταν κατάσκοπος.
Βάσει των δεδομένων που παραθέτει ο Ι Τζουχά, κατά προσέγγιση 2.000 Ελληνες στάλθηκαν σε γκούλαγκ, με τους μισούς από αυτούς να καταλήγουν, έπειτα από ένα ατελείωτο, βασανιστικό ταξίδι, στην Κολιμά. Περί τους 500 εκτοπισθέντες Ελληνες θα πέθαιναν από τις κακουχίες στην αρκτική δουλοπαροικία.
Ζαχαριάδης και Βαφειάδης
Από την πρακτική του εκτοπισμού στις πιο απομακρυσμένες και έρημες περιοχές της ΕΣΣΔ δεν ξέφυγαν ούτε οι πάλαι ποτέ κεφαλές του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, όπως ο πολέμαρχος του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκος Βαφειάδης, αρχιστράτηγος και πρωθυπουργός της προσωρινής κυβέρνησης που είχε αποπειραθεί να σχηματίσει το ΚΚΕ στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου. Ο καπετάν Μάρκος, έχοντας πέσει στη δυσμένεια του γ.γ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη, προς το τέλος του 1948 καρατομήθηκε και καθαιρέθηκε, όχι μόνο από τα αξιώματά του, αλλά και από την Ελλάδα. Επειτα από μια περιπλάνηση στις «λαϊκές δημοκρατίες» των Βαλκανίων, βρέθηκε στην ΕΣΣΔ, υποτίθεται για να συνέλθει από τον νευρικό κλονισμό (που είχε διαγνώσει ο Ζαχαριάδης και οι συν αυτώ) κατ’ ουσίαν σαν εξόριστος. Και μολονότι δεν εστάλη σε γκούλαγκ, οι συνθήκες της ζωής του δεν απείχαν πολύ από εκείνες ενός στρατοπέδου καταναγκαστικής εργασίας.
Ο ίδιος περιέγραψε στον βιογράφο του, Κωστή Παπακόγκο («Καπετάν Μάρκος», εκδ. Παπαζήση, τόμος Β’, σελ. 830), ότι «την άνοιξη του 1958 οι Σοβιετικοί με εξόρισαν μαζί με τη γυναίκα μου και τα δύο παιδιά μας, στην πόλη Πένζα, στα Ουράλια όρη. Εκεί δεν ξέραμε κανέναν. Το διαμέρισμα όπου ζούσαμε ήταν στο 4ο πάτωμα. Γύρω μου βρίσκονταν 3-4 οικογένειες, οι περισσότεροι με διασυνδέσεις στην KGB, την Ασφάλεια. Παρακολουθούσαν τα πάντα. Από πάνω λοιπόν ασφαλίτης, από κάτω ασφαλίτης - άστα να παν στο διάολο! Μέσα στο διαμέρισμα όπου ζούσα, μέχρι και στην τουαλέτα είχαν μικρόφωνο. Οταν φεύγαμε, η Ασφάλεια άνοιγε με αντικλείδι κι έμπαινε στο σπίτι. Απ’ τα σημάδια που έβαζα, ήξερα, χίλια τα εκατό, ότι ανοίγουν κι ελέγχουν!».
Ο καπετάν Μάρκος δούλεψε σε σοβιετικό εργοστάσιο ωρολογοποιίας και παρέμεινε απομονωμένος στην Πένζα σχεδόν επί 25 χρόνια, έως ότου επέστρεψε στην Ελλάδα για να γίνει, στα στερνά του πολυτάραχου βίου του, βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ. Οσο για τον άσπονδο εσωκομματικό αντίζηλο του καπετάν Μάρκου, τον Νίκο Ζαχαριάδη, εκείνος είχε ακόμη χειρότερη τύχη. Οταν ξηλώθηκε από γ.γ. με εντολή του Νικίτα Χρουστσόφ και διεγράφη ακόμη και από μέλος του ΚΚΕ στην 7η Πλατιά Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ το 1957, από τη Ρουμανία όπου διέμενε έως τότε, μεταφέρθηκε στη Σοβιετική Ενωση. Και συγκεκριμένα στο Γιακούτσκ, κοντά στον Βερίγγειο Πορθμό και τον Αρκτικό Κύκλο, την πιο κρύα πόλη σε ολόκληρο τον κόσμο, σε μια περιοχή όπου το ψύχος φτάνει σε φονικά μεγέθη, έως και τους 64° Κελσίου υπό το μηδέν.
Οπως γράφει ο Περικλής Ροδάκης σε μία από τις βιογραφίες του αμφιλεγόμενου ηγέτη του ΚΚΕ, «στη Γιακουτία ο Ζαχαριάδης κατέρρευσε περισσότερο ηθικά από σωματικά. Εκεί κάνει κάποιες απεγνωσμένες προσπάθειες να συγκινήσει τη σοβιετική ηγεσία. Ζητά να του δώσουν, τέλος πάντων, μια απάντηση στην κατηγορία που του έκανε στο ΚΚΣΕ ο Μάρκος Βαφειάδης το 1948, ότι ήταν προβοκάτορας του ΚΚΕ και πράκτορας του εχθρού. Επειδή δεν έπαιρνε απάντηση, έκανε δύο φορές απεργία πείνας. Οι Σοβιετικοί όμως δεν βιάζονταν. Το 1967 πήγε στη Γιακουτία μια αντιπροσωπεία της Κ.Ε. του ΚΚΕ για να ανακοινώσει στον Ζαχαριάδη το πόρισμα της έρευνας που τόσο επίμονα ζητούσε. Του είπαν ότι δεν ήταν προβοκάτορας. Η επιτροπή έφυγε και ο Ζαχαριάδης παρέμεινε στη Γιακουτία. Αργότερα αρρώστησε βαριά και η σοβιετική εξουσία τον μετακίνησε νοτιότερα, στο Σοργκούτ της Σιβηρίας». Εκεί ο Νίκος Ζαχαριάδης ετέθη ξανά υπό ασφυκτική, άγρυπνη παρακολούθηση. Και εκεί εντέλει, όπως είχε προαναγγείλει, θα αυτοκτονούσε την 1η Αυγούστου του 1973.
Στάλιν - Πούτιν
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι περιπτώσεις των Βαφειάδη και Ζαχαριάδη εμπίπτουν στην παράδοση του εκτοπισμού ρωσικού τύπου, στον εγκλεισμό σε γκούλαγκ υπό την ευρεία έννοια. Κάτι που, κατά κάποιον τρόπο, ισχύει επίσης για τον Αλεξέι Ναβάλνι. Διότι ο «Πολικός Κύκλος», το σωφρονιστικό συγκρότημα FKU IK-3 όπου, ύστερα από 14μηνη κράτηση απεβίωσε ο άνθρωπος που τόλμησε να αντιπολιτευτεί τον Βλαντιμίρ Πούτιν, βρίσκεται στη μέση μιας παγωμένης εσχατιάς της ρωσικής απεραντοσύνης, στην κωμόπολη Χαρπ, σε απόσταση 2.000 χιλιομέτρων βορειοανατολικά της Μόσχας, βορειότερα ακόμη και από τη νοητή καμπύλη του Αρκτικού Κύκλου. Τον χειμώνα η θερμοκρασία περιβάλλοντος αγγίζει τους -30° Κελσίου, σε ένα σημείο όπου ο ήλιος δεν ανατέλλει επί έξι μήνες τον χρόνο.
Οι φυλακές FKU IK-3 δεν είναι γκούλαγκ, αλλά και είναι εφόσον διακρίνονται από όλα τα χαρακτηριστικά του αυθεντικού σταλινικού στρατοπέδου ανεπιθύμητων:
■ Εξωφρενικά αυστηρά μέτρα ασφαλείας για τη φύλαξη των κρατουμένων, αλλά στην ουσία για τη σύνθλιψη και την εκμηδένιση της προσωπικότητας, το τελειωτικό τσάκισμα της ψυχολογίας ακόμη και του πιο ανθεκτικού ανθρώπινου όντος που βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα.
■ Γεωγραφική απομόνωση ώστε οι εγκάθειρκτοι να μη σκέφτονται καν το ενδεχόμενο απόδρασης, εφόσον οι πιθανότητες επιβίωσής τους είναι ίσως μικρότερες εκτός φυλακής παρά εντός.
■ Απειροελάχιστη χορήγηση τροφής και νερού.
Γενικότερα, το φόβητρο του γκούλαγκ διαπότισε τη ρωσική νοοτροπία όχι μόνο με την αιωνίως κρεμάμενη σπάθη πάνω από το κεφάλι κάθε Σοβιετικού/Ρώσου, αλλά ξεπέρασε ακόμη και το φάντασμα του Στάλιν. Τα γκούλαγκ «άνθισαν» κατά την 30ετία 1923-1953, η οποία μεσολάβησε ανάμεσα στην εδραίωση της απολυταρχίας του Στάλιν και το θάνατό του. Στην πραγματικότητα όμως τα γκούλαγκ υπερέβησαν το πνεύμα του Στάλιν. Υπήρξαν πριν και μετά από αυτόν.
Ο Γκορμπατσόφ
Η παράδοση των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο τον Βλαντιμίρ Ιλιτς Λένιν, αλλά και προηγουμένως από τους τσάρους. Σχεδόν την επαύριο από τον θάνατο του Στάλιν, ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο διάδοχός του στην ηγεσία του ΚΚΣΕ, Νικίτα Χρουστσόφ, ήταν η παραχώρηση γενικής αμνηστίας και η άμεση απελευθέρωση του 60% των κρατουμένων στα γκούλαγκ (περί τα 2 εκατομμύρια βασανισμένα πλάσματα). Παρ’ όλα αυτά, με έναν δυσεξήγητο τρόπο, ο αποτρόπαιος αυτός θεσμός αποδείχθηκε αρκούντως ανθεκτικός.
Τα γκούλαγκ επιβίωσαν ακόμη και της ίδιας της διάλυσης της ΕΣΣΔ με την περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στο τέλος της δεκαετίας του ’80. Οπότε, ενώ τυπικά έκλεισαν οριστικά το 1961, έφτασαν -έστω και μεταλλαγμένα- να απασχολούν το παγκόσμιο κοινό έως σήμερα. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι τυχαίο ότι η πόλη του Χαρπ, στην περίμετρο της οποίας βρίσκεται η φυλακή FKU IK-3 «Πολικός Λύκος» χτίστηκε το 1961 από εκτοπισθέντες στο γκούλαγκ της περιοχής.
Το γιατί ισχύει αυτό πιθανώς έχει να κάνει με αντιλήψεις βαθιά ριζωμένες στη συλλογική ψυχή της Ρωσίας. Η οποία επί της ουσίας φαίνεται πως χρειάζεται παγίως έναν μονάρχη να την εξουσιάζει -έναν τσάρο, έναν Στάλιν, έναν Πούτιν- και μαζί με αυτόν ό,τι άλλο συνεπάγεται η εδραίωση μιας απολυταρχίας είτε απροκάλυπτα μοναρχικής, είτε με κομμουνιστικό ή με κοινοβουλευτικό μανδύα. Απαραίτητο εξάρτημα αυτής της εξουσίας είναι τα γκούλαγκ. Το γεγονός ότι ο Αλεξέι Ναβάλνι πέθανε σε ένα από αυτά εν έτει 2024 επιβεβαιώνει εμμέσως τη θεωρία ότι στη Ρωσία -όπως και αν ονομάζεται- ο δικτάτορας -όπως και αν ονομάζεται- εξολοθρεύει διαχρονικά τους αντιπάλους του στέλνοντάς τους σε ταξίδι χωρίς γυρισμό στα γκούλαγκ - όπως και αν ονομάζονται.
Στην Κολιμά
Ο όρος «γκούλαγκ» παραμένει συνυφασμένος με την τρομακτική, απεριόριστη εξουσία του Στάλιν την οποία ασκούσε επί των υπηκόων της ΕΣΣΔ. Στην πραγματικότητα «γκούλαγκ» δεν είναι μια λέξη, αλλά ένα αρκτικόλεξο (GULAG). Σχηματίζεται από το πρώτο γράμμα 5 άλλων λέξεων, οι οποίες στα ρωσικά σημαίνουν Κεντρική Διοίκηση Σωφρονιστικών Αποικιών Εργασίας.
Το πιο διάσημο βιβλίο για τα γκούλαγκ, το κλασικό σύγγραμμα που αποκάλυψε στην ανθρωπότητα ατόφια τη φρίκη των σταλινικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως, ήταν το «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ» του νομπελίστα Ρώσου συγγραφέα Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1973. Ωστόσο, ακόμη και ο, σχεδόν επώδυνος για τον αναγνώστη ρεαλισμός του «Αρχιπελάγους», η πιστή αναπαράσταση μιας επίγειας κόλασης, υπολείπεται της ωμής δύναμης του έργου «Ιστορίες από την Κολιμά» του Βαρλαάμ Σαλάμοφ. Πρόκειται για μια συλλογή από 145 σύντομες ιστορίες, υπό μορφή ολιγοσέλιδων «διηγημάτων», συνολικά όμως θηριώδους έκτασης (1.970 σελίδες στην ελληνική μετάφρασή του από τις εκδόσεις Ινδικτος).
Στην Κολιμά, βάσει όλων των διαθέσιμων περιγραφών, λειτουργούσε το πιο απάνθρωπο γκούλαγκ της σταλινικής ΕΣΣΔ και, πιθανότατα, το χειρότερο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας που υπήρξε ποτέ - μετά τα κρεματόρια των ναζί.
Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ, ένας φέρελπις ποιητής, λογοτέχνης και δημοσιογράφος, πέρασε 17 χρόνια στην Κολιμά. Παραδόξως κατάφερε να φύγει από εκεί ζωντανός -αν και ψυχικά ασθενής- και να αφηγηθεί όσα έζησε σε ένα μέρος ξεχασμένο από θεούς και ανθρώπους, στη ρωσική Απω Ανατολή, στο ύψος του Αρκτικού Κύκλου, ένα χερσαίο νησί εντελώς αποκομμένο από οποιοδήποτε είδος κοινωνικής ζωής. Διότι η πρόσβαση στην Κολιμά γινόταν αποκλειστικά διά θαλάσσης - και μόνο για ένα μικρό διάστημα του έτους, όταν τα νερά δεν ήταν παγωμένα. Μάλιστα, το λιμάνι της περιοχής ήταν τόσο δυσπρόσιτο ώστε υπήρξαν πολύνεκρα ναυάγια των πλοίων που μετέφεραν δεκάδες χιλιάδες εκτοπιζόμενους.
Ψίχουλαστην παλάμη
Οι «Ιστορίες από την Κολιμά» αποτελούν μια δοκιμασία για τον αναγνώστη, καθώς ο Βαρλαάμ Σαλάμοφ εκθέτει αμέτρητα περιστατικά, συνθέτοντας ένα επικό χρονικό πόνου και ανελέητης φρίκης αλλά χωρίς ίχνος μελοδράματος.
Εντελώς δειγματοληπτικά, παρατίθενται εδώ μερικά ελάχιστα αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Σαλάμοφ.
«Η τροφική δυσθρεψία ήταν μόνιμος και ισχυρός σύμμαχος της εξουσίας στην πάλη με την ανθρώπινη λίμπιντο. Η πείνα ήταν ακόρεστη και τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το αίσθημα της πείνας, της αδηφάγου πείνας, της μόνιμης κατάστασης του στρατοπεδίτη, αν ανήκει στους ξοφλημένους. Από την πείνα τους οι ξοφλημένοι της Κολιμά ρίχνονταν στο μάζεμα των γαβαθών στην τραπεζαρία του στρατοπέδου, στο γλείψιμο των ξένων πιάτων. Τα ψίχουλα του ψωμιού, ριγμένα στην παλάμη και μετά γλειμμένα, κινούνται προς το στομάχι με αυτοματισμούς. Το να ικανοποιήσεις μια τέτοια πείνα δεν είναι απλό, ούτε εφικτό. Οσο κι αν φάει ο κρατούμενος, σε μισή ώρα θα ξαναπεινάσει».
Οι κρατούμενοι στην Κολιμά ήταν πάντα τόσο πεινασμένοι ώστε ρίχνονταν με λαιμαργία ακόμη και σε ψοφίμια. Εχει καταγραφεί περιστατικό όπου μια ομάδα λιμοκτονούντων εκτοπισμένων έφαγε ένα άλογο, παρόλο που το πτώμα του ήταν εκτεθειμένο για περισσότερο από μία εβδομάδα, αδιαφορώντας για τη σήψη.
Ωστόσο, οι αναφορές στο μαρτύριο της πείνας είναι ένα απλό, ανάλαφρο πρελούδιο στις συνθήκες απο-ανθρωποποίησης που επικρατούσαν στα γκούλαγκ της Κολιμά. Ο Σαλάμοφ περνά, δε, σε ακόμη πιο τολμηρές περιγραφές: «Ούρηση. Μα η ακράτεια ούρων είναι μαζική ασθένεια στα στρατόπεδα με τους πεινασμένους και τους ξοφλημένους. Από την από πάνω κουκέτα σού έρχονται στο πρόσωπο τα ξένα ούρα και πρέπει να το αντέξεις. Είσαι στην κάτω κουκέτα μόνο τυχαία, θα μπορούσες να κοιμάσαι στις επάνω και να κατουράς εσύ αυτόν που βρίσκεται από κάτω. Για τούτο και δεν βρίζεις στα σοβαρά, κι απλώς σκουπίζεις το κάτουρο από το πρόσωπό σου και συνεχίζεις τον βαθύ ύπνο σου, με μοναδικό όνειρο να σε συνοδεύει τα καρβέλια ψωμιού».
Πείνα στους -50° Κελσίου
Ο Σαλάμοφ αποτυπώνει παραστατικά τις συνθήκες εργασίας στα χρυσωρυχεία της Κολιμά, τα οποία λειτουργούσαν ακατάπαυστα, ακόμη και στους -50° Κελσίου: «Εκείνον το χειμώνα έτυχε να δουλεύουμε στη νυχτερινή βάρδια. Βλέπαμε στον μαύρο ουρανό το μικρό ανοιχτόγκριζο φεγγάρι, κυκλωμένο από την πολύχρωμη άλω που εμφανίζεται στις μεγάλες παγωνιές. Τον ήλιο δεν τον βλέπαμε καθόλου -επιστρέφαμε στα παραπήγματα (δεν λέγαμε “σπίτι”) και φεύγαμε από αυτά μέσα στα σκοτάδια. Αλλωστε, ο ήλιος ξεμύτιζε για τόσο λίγο που δεν προλάβαινε καν να ρίξει μια ματιά στη γη. Για το πού βρίσκεται κάθε φορά ο ήλιος κάναμε υποθέσεις, δεν βλέπαμε απ’ αυτόν ούτε ζέστη ούτε φως. Μέχρι να φτάσουμε στα χρυσωρυχεία ήταν μακριά, δυο-τρία χιλιόμετρα, κι ο δρόμος περνούσε μέσα από δυο τεράστιες οροσειρές χιονιού. Τον φετινό χειμώνα είχαμε μεγάλο όγκο χιονιού και έπειτα από κάθε χιονοθύελλα τα ορυχεία έπρεπε να τα ξεθάβουμε.
Εκείνους που δούλευαν στον καθαρισμό του δρόμου τούς περικύκλωνε μια εναλλασσόμενη φρουρά με σκυλιά και τους κρατούσε στη δουλειά ολόκληρα εικοσιτετράωρα, μην επιτρέποντάς τους ούτε να ζεσταθούν ούτε να φάνε σε κάποιο ζεστό μέρος. Ενίοτε, όταν η δουλειά παρατεινόταν αρκετά, έφερναν με άλογα τις σχεδόν κατεψυγμένες μερίδες ψωμιού και κονσέρβες, μία ανά δύο άτομα. Με τα ίδια άλογα μετέφεραν στα στρατόπεδα τους αρρώστους και τους εξαντλημένους. Μας άφηναν να τελειώσουμε μόνο όταν η δουλειά είχε γίνει, με σκοπό να πάμε να κοιμηθούμε και να ξαναβγούμε στην παγωνιά για την “κανονική” δουλειά. Είχα παρατηρήσει τότε ένα εκπληκτικό πράγμα: σε αυτή την πολύωρη δουλειά, δύσκολα και βασανιστικά νιώθεις μόνο τις 6-7 πρώτες ώρες. Μετά χάνεις την αίσθηση του χρόνου και προσέχεις υποσυνείδητα να μην ξεπαγιάσεις: χτυπάς τα πόδια σου κάτω, κουνάς το φτυάρι δίχως να σκέφτεσαι τίποτα, χωρίς να ελπίζεις τίποτα».
Σε άλλο σημείο του βιβλίου του ο Σαλάμοφ εξομολογείται ότι «στην Κολιμά κατάλαβα πως δεν είμαι ικανός ούτε για αναπηρία ούτε για αυτοκτονία. Μου απέμενε μόνο να περιμένω, μέχρις ότου μια μικρή ατυχία να μετατραπεί σε μικρή τύχη, μέχρις ότου η μεγάλη ατυχία να αυτοεξαλειφθεί. Περίμενα, μουσκεμένος μέχρι το κόκαλο, αλλά ήρεμος. Καταλάβαινα ότι το σώμα, άρα και τα εγκεφαλικά κύτταρα λαμβάνουν ελλιπή τροφή, ο εγκέφαλός μου λιμοκτονεί ήδη προ πολλού κι ότι αυτό αναπόφευκτα θα εκδηλωθεί με σχιζοφρένεια, πρόωρη άνοια ή κάτι παρόμοιο... Κι ένιωθα ευχάριστα να σκέφτομαι ότι δεν θα προλάβω να ζήσω μέχρι την άνοια. Η βροχή έπεφτε ακατάπαυστα».
Στα γκούλαγκ της Κολιμά, σε άθλια παραπήγματα εκτεθειμένα στις πολικές συνθήκες της χιονισμένης ερήμου, διέμεναν εκατοντάδες χιλιάδες κρατούμενοι. Στους οποίους, όπως γράφει στο βιβλίο του «Κολιμά - Τα αρκτικά στρατόπεδα του θανάτου» ο Βρετανός ιστορικός της ΕΣΣΔ Ρόμπερτ Κόνκουεστ, «η βασική αρχή λειτουργίας στην Κολιμά ήταν διττή: υποσιτισμός και υπερεξάντληση των κρατουμένων. Ενώ το σώμα κατέρρεε, οι επιστάτες απομυζούσαν τις τελευταίες ρανίδες ενέργειας για να εξορύξουν περισσότερο χρυσάφι για το κράτος.
Η μέθοδος του Στάλιν που εφαρμοζόταν για να αναγκάσει τα εξουθενωμένα θύματα να αποδώσουν, ήταν το λεγόμενο “αναλογικό σύστημα”. Δηλαδή, όσο πιο πολύ προσπαθούσε κάποιος στη δουλειά τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η χορήγηση τροφής. Αλλά ακόμη και η μεγαλύτερη μερίδα φαγητού δεν έφτανε για να θρέψει τον κρατούμενο, ενώ ήταν σχεδόν αδύνατον να φτάσει το επίπεδο απόδοσης που θα του επέτρεπε να κερδίσει αυτή τη μεγαλύτερη μερίδα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το σοβιετικό κράτος έπαιρνε το μέγιστο από τις εξορύξεις χρυσού, ενώ ταυτόχρονα εκπλήρωνε τον άλλο πρωταρχικό σκοπό της Κολιμά, δηλαδή το να ξεπαστρέψει τους κρατουμένους της».
Επιπλέον, ο Κόνκουεστ, μία από τις παγκόσμιες αυθεντίες σε ό,τι αφορά τη μελέτη του σταλινικού φαινομένου, αποφαίνεται ότι «στο μυαλό όσων δημιούργησαν και οργάνωσαν τα γκούλαγκ της Κολιμά, στόχος ήταν η εξόρυξη χρυσού, με τον θάνατο των κρατουμένων-εργατών να αντιμετωπίζεται σαν ένα παρεμπίπτον, μη προσχεδιασμένο υποπροϊόν. Στην πορεία, όμως, η παραγωγή του χρυσού έγινε ζητούμενο ισάξιας προτεραιότητας με τη θανάτωση των κρατουμένων».
Στρατόπεδα εργασίας
Στη μελέτη της «Αρρώστια και απανθρωπιά στα γκούλαγκ του Στάλιν» (εκδ. Καστανιώτη) η ιστορικός Γκόλφω Αλεξόπουλος (Golfo Alexopoulos) αποφαίνεται πως «το σταλινικό γκούλαγκ συνιστούσε ένα πολύ καλά συντονισμένο και φονικό σύστημα ανθρώπινης εκμετάλλευσης. Θεωρούμενοι απλές ροές σε μια βιομηχανική διαδικασία, οι κρατούμενοι αποτελούσαν αντικείμενα απόλυτης εκμετάλλευσης και ολοκληρωτικής απομύζησης. Φυσικά, δεν αντιμετώπιζαν βέβαιο θάνατο όλοι οι έγκλειστοι. Στόχος του Στάλιν δεν ήταν η ολοκληρωτική εξόντωση, αλλά η απόλυτη εκμετάλλευσή τους. Τα γκούλαγκ ήταν είτε στρατόπεδα εργασίας, είτε αποικίες, είτε οικισμοί στους οποίους κρατούνταν υπό περιορισμό ολόκληρες οικογένειες, είτε απελαθέντες κουλάκοι, είτε “εχθρικά έθνη”».
Στο πλαίσιο των μαζικών εκτοπίσεων, εντάσσεται ο διωγμός χιλιάδων Ελλήνων της ΕΣΣΔ, ο οποίος κορυφώθηκε τη διετία 1937-1938. Οπως ανέφερε σε ομιλία του ο Ιβάν Τζουχά, πανεπιστημιακός καθηγητής και εξειδικευμένος ερευνητής της αποκαλούμενης «Ελληνικής Επιχείρησης», «στις 15 Δεκεμβρίου 1937, μετά από 4 μέρες προετοιμασίας, τίθεται σε εφαρμογή το σχέδιο διωγμού των Ελλήνων, οι οποίοι τότε στην ΕΣΣΔ ήταν περίπου 300.000 άνθρωποι, με 40.000-50.000 να έχουν ελληνική υπηκοότητα. Το σταλινικό καθεστώς καταδίκασε σε θάνατο 12.000 Ελληνες, ενώ δεκάδες χιλιάδες φυλακίστηκαν και εκτοπίστηκαν».
Η ανθρωποφαγία του Στάλιν έφτανε στο απόγειό της, με τον Μεγάλο Τρόμο στη συγκεκριμένη χρονική φάση, εξ ου και, εκτός από τους Ελληνες, παρόμοια τύχη είχαν άλλες 14 εθνικές μειονότητες στην ΕΣΣΔ (Πολωνοί, Γερμανοί, Τσέχοι, Λετονοί, Ιάπωνες κ.ά.) Οι κατηγορίες (προφανώς κατασκευασμένες και προσχηματικές) ήταν κοινές για όλες τις αλλοεθνείς κοινότητες και αφορούσαν, δήθεν, κατασκοπεία, δολιοφθορά και υποκίνηση εξέγερσης κατά της νόμιμης εξουσίας της ΕΣΣΔ.
Οι συλλήψεις και οι ανακρίσεις έγιναν υπό απεριόριστη αγριότητα και θηριωδία. Πολλοί Ελληνες βασανίστηκαν και τραυματίστηκαν βαριά προτού καν σταλούν στο εκτελεστικό απόσπασμα ή σε κάποιο γκούλαγκ. Ο Τζουχά αναφέρει ενδεικτικά την περίπτωση του Γρηγόρη Παναγιωτίδη, τον λαιμό του οποίου τρύπησε ο ανακριτής με ένα μολύβι επειδή ο συλληφθείς αρνούνταν να ομολογήσει ότι ήταν κατάσκοπος.
Βάσει των δεδομένων που παραθέτει ο Ι Τζουχά, κατά προσέγγιση 2.000 Ελληνες στάλθηκαν σε γκούλαγκ, με τους μισούς από αυτούς να καταλήγουν, έπειτα από ένα ατελείωτο, βασανιστικό ταξίδι, στην Κολιμά. Περί τους 500 εκτοπισθέντες Ελληνες θα πέθαιναν από τις κακουχίες στην αρκτική δουλοπαροικία.
Ζαχαριάδης και Βαφειάδης
Από την πρακτική του εκτοπισμού στις πιο απομακρυσμένες και έρημες περιοχές της ΕΣΣΔ δεν ξέφυγαν ούτε οι πάλαι ποτέ κεφαλές του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, όπως ο πολέμαρχος του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκος Βαφειάδης, αρχιστράτηγος και πρωθυπουργός της προσωρινής κυβέρνησης που είχε αποπειραθεί να σχηματίσει το ΚΚΕ στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου. Ο καπετάν Μάρκος, έχοντας πέσει στη δυσμένεια του γ.γ. της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη, προς το τέλος του 1948 καρατομήθηκε και καθαιρέθηκε, όχι μόνο από τα αξιώματά του, αλλά και από την Ελλάδα. Επειτα από μια περιπλάνηση στις «λαϊκές δημοκρατίες» των Βαλκανίων, βρέθηκε στην ΕΣΣΔ, υποτίθεται για να συνέλθει από τον νευρικό κλονισμό (που είχε διαγνώσει ο Ζαχαριάδης και οι συν αυτώ) κατ’ ουσίαν σαν εξόριστος. Και μολονότι δεν εστάλη σε γκούλαγκ, οι συνθήκες της ζωής του δεν απείχαν πολύ από εκείνες ενός στρατοπέδου καταναγκαστικής εργασίας.
Ο ίδιος περιέγραψε στον βιογράφο του, Κωστή Παπακόγκο («Καπετάν Μάρκος», εκδ. Παπαζήση, τόμος Β’, σελ. 830), ότι «την άνοιξη του 1958 οι Σοβιετικοί με εξόρισαν μαζί με τη γυναίκα μου και τα δύο παιδιά μας, στην πόλη Πένζα, στα Ουράλια όρη. Εκεί δεν ξέραμε κανέναν. Το διαμέρισμα όπου ζούσαμε ήταν στο 4ο πάτωμα. Γύρω μου βρίσκονταν 3-4 οικογένειες, οι περισσότεροι με διασυνδέσεις στην KGB, την Ασφάλεια. Παρακολουθούσαν τα πάντα. Από πάνω λοιπόν ασφαλίτης, από κάτω ασφαλίτης - άστα να παν στο διάολο! Μέσα στο διαμέρισμα όπου ζούσα, μέχρι και στην τουαλέτα είχαν μικρόφωνο. Οταν φεύγαμε, η Ασφάλεια άνοιγε με αντικλείδι κι έμπαινε στο σπίτι. Απ’ τα σημάδια που έβαζα, ήξερα, χίλια τα εκατό, ότι ανοίγουν κι ελέγχουν!».
Ο καπετάν Μάρκος δούλεψε σε σοβιετικό εργοστάσιο ωρολογοποιίας και παρέμεινε απομονωμένος στην Πένζα σχεδόν επί 25 χρόνια, έως ότου επέστρεψε στην Ελλάδα για να γίνει, στα στερνά του πολυτάραχου βίου του, βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ. Οσο για τον άσπονδο εσωκομματικό αντίζηλο του καπετάν Μάρκου, τον Νίκο Ζαχαριάδη, εκείνος είχε ακόμη χειρότερη τύχη. Οταν ξηλώθηκε από γ.γ. με εντολή του Νικίτα Χρουστσόφ και διεγράφη ακόμη και από μέλος του ΚΚΕ στην 7η Πλατιά Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ το 1957, από τη Ρουμανία όπου διέμενε έως τότε, μεταφέρθηκε στη Σοβιετική Ενωση. Και συγκεκριμένα στο Γιακούτσκ, κοντά στον Βερίγγειο Πορθμό και τον Αρκτικό Κύκλο, την πιο κρύα πόλη σε ολόκληρο τον κόσμο, σε μια περιοχή όπου το ψύχος φτάνει σε φονικά μεγέθη, έως και τους 64° Κελσίου υπό το μηδέν.
Οπως γράφει ο Περικλής Ροδάκης σε μία από τις βιογραφίες του αμφιλεγόμενου ηγέτη του ΚΚΕ, «στη Γιακουτία ο Ζαχαριάδης κατέρρευσε περισσότερο ηθικά από σωματικά. Εκεί κάνει κάποιες απεγνωσμένες προσπάθειες να συγκινήσει τη σοβιετική ηγεσία. Ζητά να του δώσουν, τέλος πάντων, μια απάντηση στην κατηγορία που του έκανε στο ΚΚΣΕ ο Μάρκος Βαφειάδης το 1948, ότι ήταν προβοκάτορας του ΚΚΕ και πράκτορας του εχθρού. Επειδή δεν έπαιρνε απάντηση, έκανε δύο φορές απεργία πείνας. Οι Σοβιετικοί όμως δεν βιάζονταν. Το 1967 πήγε στη Γιακουτία μια αντιπροσωπεία της Κ.Ε. του ΚΚΕ για να ανακοινώσει στον Ζαχαριάδη το πόρισμα της έρευνας που τόσο επίμονα ζητούσε. Του είπαν ότι δεν ήταν προβοκάτορας. Η επιτροπή έφυγε και ο Ζαχαριάδης παρέμεινε στη Γιακουτία. Αργότερα αρρώστησε βαριά και η σοβιετική εξουσία τον μετακίνησε νοτιότερα, στο Σοργκούτ της Σιβηρίας». Εκεί ο Νίκος Ζαχαριάδης ετέθη ξανά υπό ασφυκτική, άγρυπνη παρακολούθηση. Και εκεί εντέλει, όπως είχε προαναγγείλει, θα αυτοκτονούσε την 1η Αυγούστου του 1973.
Στάλιν - Πούτιν
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι περιπτώσεις των Βαφειάδη και Ζαχαριάδη εμπίπτουν στην παράδοση του εκτοπισμού ρωσικού τύπου, στον εγκλεισμό σε γκούλαγκ υπό την ευρεία έννοια. Κάτι που, κατά κάποιον τρόπο, ισχύει επίσης για τον Αλεξέι Ναβάλνι. Διότι ο «Πολικός Κύκλος», το σωφρονιστικό συγκρότημα FKU IK-3 όπου, ύστερα από 14μηνη κράτηση απεβίωσε ο άνθρωπος που τόλμησε να αντιπολιτευτεί τον Βλαντιμίρ Πούτιν, βρίσκεται στη μέση μιας παγωμένης εσχατιάς της ρωσικής απεραντοσύνης, στην κωμόπολη Χαρπ, σε απόσταση 2.000 χιλιομέτρων βορειοανατολικά της Μόσχας, βορειότερα ακόμη και από τη νοητή καμπύλη του Αρκτικού Κύκλου. Τον χειμώνα η θερμοκρασία περιβάλλοντος αγγίζει τους -30° Κελσίου, σε ένα σημείο όπου ο ήλιος δεν ανατέλλει επί έξι μήνες τον χρόνο.
Οι φυλακές FKU IK-3 δεν είναι γκούλαγκ, αλλά και είναι εφόσον διακρίνονται από όλα τα χαρακτηριστικά του αυθεντικού σταλινικού στρατοπέδου ανεπιθύμητων:
■ Εξωφρενικά αυστηρά μέτρα ασφαλείας για τη φύλαξη των κρατουμένων, αλλά στην ουσία για τη σύνθλιψη και την εκμηδένιση της προσωπικότητας, το τελειωτικό τσάκισμα της ψυχολογίας ακόμη και του πιο ανθεκτικού ανθρώπινου όντος που βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα.
■ Γεωγραφική απομόνωση ώστε οι εγκάθειρκτοι να μη σκέφτονται καν το ενδεχόμενο απόδρασης, εφόσον οι πιθανότητες επιβίωσής τους είναι ίσως μικρότερες εκτός φυλακής παρά εντός.
■ Απειροελάχιστη χορήγηση τροφής και νερού.
Γενικότερα, το φόβητρο του γκούλαγκ διαπότισε τη ρωσική νοοτροπία όχι μόνο με την αιωνίως κρεμάμενη σπάθη πάνω από το κεφάλι κάθε Σοβιετικού/Ρώσου, αλλά ξεπέρασε ακόμη και το φάντασμα του Στάλιν. Τα γκούλαγκ «άνθισαν» κατά την 30ετία 1923-1953, η οποία μεσολάβησε ανάμεσα στην εδραίωση της απολυταρχίας του Στάλιν και το θάνατό του. Στην πραγματικότητα όμως τα γκούλαγκ υπερέβησαν το πνεύμα του Στάλιν. Υπήρξαν πριν και μετά από αυτόν.
Ο Γκορμπατσόφ
Η παράδοση των στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο τον Βλαντιμίρ Ιλιτς Λένιν, αλλά και προηγουμένως από τους τσάρους. Σχεδόν την επαύριο από τον θάνατο του Στάλιν, ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο διάδοχός του στην ηγεσία του ΚΚΣΕ, Νικίτα Χρουστσόφ, ήταν η παραχώρηση γενικής αμνηστίας και η άμεση απελευθέρωση του 60% των κρατουμένων στα γκούλαγκ (περί τα 2 εκατομμύρια βασανισμένα πλάσματα). Παρ’ όλα αυτά, με έναν δυσεξήγητο τρόπο, ο αποτρόπαιος αυτός θεσμός αποδείχθηκε αρκούντως ανθεκτικός.
Τα γκούλαγκ επιβίωσαν ακόμη και της ίδιας της διάλυσης της ΕΣΣΔ με την περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στο τέλος της δεκαετίας του ’80. Οπότε, ενώ τυπικά έκλεισαν οριστικά το 1961, έφτασαν -έστω και μεταλλαγμένα- να απασχολούν το παγκόσμιο κοινό έως σήμερα. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι τυχαίο ότι η πόλη του Χαρπ, στην περίμετρο της οποίας βρίσκεται η φυλακή FKU IK-3 «Πολικός Λύκος» χτίστηκε το 1961 από εκτοπισθέντες στο γκούλαγκ της περιοχής.
Το γιατί ισχύει αυτό πιθανώς έχει να κάνει με αντιλήψεις βαθιά ριζωμένες στη συλλογική ψυχή της Ρωσίας. Η οποία επί της ουσίας φαίνεται πως χρειάζεται παγίως έναν μονάρχη να την εξουσιάζει -έναν τσάρο, έναν Στάλιν, έναν Πούτιν- και μαζί με αυτόν ό,τι άλλο συνεπάγεται η εδραίωση μιας απολυταρχίας είτε απροκάλυπτα μοναρχικής, είτε με κομμουνιστικό ή με κοινοβουλευτικό μανδύα. Απαραίτητο εξάρτημα αυτής της εξουσίας είναι τα γκούλαγκ. Το γεγονός ότι ο Αλεξέι Ναβάλνι πέθανε σε ένα από αυτά εν έτει 2024 επιβεβαιώνει εμμέσως τη θεωρία ότι στη Ρωσία -όπως και αν ονομάζεται- ο δικτάτορας -όπως και αν ονομάζεται- εξολοθρεύει διαχρονικά τους αντιπάλους του στέλνοντάς τους σε ταξίδι χωρίς γυρισμό στα γκούλαγκ - όπως και αν ονομάζονται.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα