Χάρβεϊ Γουάινστιν: Από θύτης έγινε «θύμα»
Χάρβεϊ Γουάινστιν: Από θύτης έγινε «θύμα»
Έχει μια ανέλπιστη δεύτερη ευκαιρία μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης πως δεν είχε δίκαιη δίκη - Αντέχει άραγε το #MeToo ένα τέτοιο χτύπημα ή θα υπερισχύσει η επιχειρηματολογία των κατηγόρων για απόφαση-ξέπλυμα του κακοποιητή;
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 το αστέρι του Χάρβεϊ Γουάινστιν μεσουρανούσε. Ή, για να θέσουμε τα πράγματα στις ρεαλιστικές τους διαστάσεις, ο ιδρυτής και τότε επικεφαλής της Miramax απολάμβανε όχι απλώς τιμές μεγαλοπαράγοντα και μεγαλοπαραγωγού της βιομηχανίας του θεάματος, αλλά επί Γης θεού.
Κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί μια πρόταση για συνάντηση με τον άνθρωπο που μέσω της κινηματογραφικής εταιρείας του βρέθηκε για περισσότερες από 300 φορές υποψήφιος για βραβείο Οσκαρ και το όνομα του οποίου υπήρχε στους τίτλους αρχής και τέλους ταινιών όπως «Pulp Fiction», «Ο Αγγλος ασθενής» ή «Το παιχνίδι των λυγμών». Η Ασλεϊ Τζαντ, ανερχόμενη τότε ηθοποιός, ανταποκρίθηκε σε μια τέτοια πρόσκληση. Να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με το απόλυτο αφεντικό του Χόλιγουντ. Σημείο συνάντησης για ένα πρωινό γεύμα εργασίας, όπως την ενημέρωσαν οι συνεργάτες του Γουάινστιν, ήταν το ξενοδοχείο «Peninsula Beverly Hills», αυτό που θεωρούσε δεύτερο σπίτι του.
Παρότι η ηθοποιός έφτασε με χαρακτηριστική συνέπεια στο ραντεβού της και κατακλυσμένη από αίσθημα δέους για τον άνθρωπο που θα συναντούσε, ο Γουάινστιν ήταν άφαντος. Από το ξενοδοχείο την ενημέρωσαν πως το ραντεβού είχε μεταφερθεί στο δωμάτιο όπου εκείνος κατέλυε. Ο Γουάινστιν όντως την περίμενε, με περιβολή ρόμπας, και μετά τις πρώτες συστάσεις τη ρώτησε αν θα ήθελε να της κάνει ένα μασάζ ή θα προτιμούσε να τον παρακολουθεί όσο εκείνος έπαιρνε το ντους του. Τι σκέφτηκε ακαριαία η ηθοποιός; Πώς θα το έβαζε στα πόδια χωρίς να προσβάλει ή να κακοκαρδίσει τον άνθρωπο που ένα νεύμα του θα μπορούσε να εκτοξεύσει ή να καταβαραθρώσει την καριέρα της στο θέαμα.
Η παραπάνω αφήγηση, εκτός από αξία για την αστυνομική έρευνα σε βάρος του 72χρονου σήμερα Γουάινστιν, η οποία ξεκίνησε το 2017 και οδήγησε στις δίκες -μία στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης και μία σε αυτήν της Καλιφόρνιας-, τις καταδίκες του σε 23 και 16 χρόνια κάθειρξης αντίστοιχα -χωρίς συμψηφισμό ποινών- και τη φυλάκισή του, έχει και ιστορικό βάρος. Γιατί αυτή ήταν που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, έδωσε ώθηση στο κίνημα #MeToo και φωνή στις γυναίκες -διάσημες ή μη- που είχαν πέσει θύματα κακοποίησης, εκμετάλλευσης, σεξουαλικής παρενόχλησης, βιασμού. Η Τζαντ έκανε την de profundis εξομολόγησή της στις -κατόπιν βραβευμένες με Πούλιτζερ- δημοσιογράφους Τζόντι Κάντορ και Μέγκαν Τούι, στο πλαίσιο της πολύμηνης και ενδελεχούς έρευνας που διεξήγαγαν προκειμένου να αποδείξουν ότι οι φήμες που διακινούνταν για δεκαετίες αναφορικά με την κακοποιητική συμπεριφορά και τις σεξουαλικές επιθέσεις του Γουάινστιν είχαν βάση αλήθειας.
Για να αντιληφθεί κανείς το αποτύπωμα που είχε το άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 5 Οκτωβρίου του 2017 στους «New York Times», φτάνει να θυμηθεί πως μία εβδομάδα αργότερα ο Γουάινστιν αποτελούσε παρελθόν για την κινηματογραφική εταιρεία του, όπως και το μισό -ανδροκρατούμενο- διοικητικό συμβούλιό της, η σύζυγός του Τζορτζίνα Τσάπμαν τον είχε εγκαταλείψει και ηθοποιοί αλλά και υπάλληλοι που είχαν παρενοχληθεί από τον έκπτωτο αυτοκράτορα του Χόλιγουντ είχαν ξεκινήσει να σπάνε τη σιωπή τους και να καταθέτουν τις δικές τους βιωματικές τραυματικές ιστορίες.
Η ανατροπή
Οι ζοφερές αποκαλύψεις για τον Γουάινστιν και τις μεθόδους που απεργαζόταν δικαίως θεωρείται ότι έσυραν το άρμα του κινήματος #MeToo και άλλαξαν ή έστω ξεκίνησαν τη συζήτηση για την αναθεώρηση του τρόπου που αντιμετωπίζονται οι γυναίκες εντός αλλά και εκτός της βιομηχανίας του θεάματος, στον αληθινό κόσμο. Και έβαλαν στο κάδρο ως κακοποιητές μια σειρά διάσημων και έως τότε αξιοσέβαστων δημόσιων προσώπων που βρίσκονταν στο απυρόβλητο, όπως ο Κέβιν Σπέισι, ο σεφ Μάριο Μπατάλι, ο Τζέιμς Φράνκο, ο Πλάθιντο Ντομίνγκο, ο φωτογράφος Τέρι Ρίτσαρντσον.
Ακόμα και ο Μπιλ Κόσμπι, ο εθνικός μπαμπάς των Ηνωμένων Πολιτειών, σε βάρος του οποίου εκκρεμούσαν για χρόνια κατηγορίες για κακοποίηση, οδηγήθηκε πίσω από της φυλακής τα σίδερα έναν περίπου χρόνο μετά το ξέσπασμα της υπόθεσης Γουάινστιν, η οποία λειτούργησε ως θρυαλλίδα και για την αποκάλυψη του δικτύου trafficking που είχε δημιουργήσει ο Τζέφρι Επστάιν. Το Weinstein effect, όπως είθισται να περιγράφεται, ήρθε ως άλλο τσουνάμι. Γι’ αυτό και η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης πως η δίκη του παραγωγού που έγινε το 2020 δεν ήταν δίκαιη σόκαρε και ενδεχομένως αποθάρρυνε την κοινή γνώμη. Οι δικαστές έκριναν πως ο Γουάινστιν καταδικάστηκε σε 23 χρόνια φυλάκιση όχι λόγω των αξιόποινων πράξεών του, αλλά εξαιτίας των εντυπώσεων και της προκατάληψης που δημιούργησαν στους ενόρκους οι γυναίκες που κατέθεσαν τις εμπειρίες τους μαζί του στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Παραμένει στη φυλακή
Μπορεί ο Γουάινστιν να είναι ένα πρόσωπο πλήρως απαξιωμένο και ατιμασμένο βάσει όσων έχουν αποκαλυφθεί εις βάρος του, μπορεί να είναι ένοχος σύμφωνα με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όμως το γράμμα του αμερικανικού νόμου κρίνει πως δεν είχε δίκαιη δίκη. Ο Αρθουρ Αϊντάλα, επικεφαλής της δικηγορικής ομάδας που εκπροσωπεί τον παραγωγό, εξέφρασε την ικανοποίησή του για την απόφαση του Εφετείου και επανέλαβε την ακράδαντη πίστη του πως ο πελάτης του είναι αθώος του αίματος - ήταν λέει κάτι που γνώριζε από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησε στο γραφείο του το φθινόπωρο του 2017.
Κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί μια πρόταση για συνάντηση με τον άνθρωπο που μέσω της κινηματογραφικής εταιρείας του βρέθηκε για περισσότερες από 300 φορές υποψήφιος για βραβείο Οσκαρ και το όνομα του οποίου υπήρχε στους τίτλους αρχής και τέλους ταινιών όπως «Pulp Fiction», «Ο Αγγλος ασθενής» ή «Το παιχνίδι των λυγμών». Η Ασλεϊ Τζαντ, ανερχόμενη τότε ηθοποιός, ανταποκρίθηκε σε μια τέτοια πρόσκληση. Να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με το απόλυτο αφεντικό του Χόλιγουντ. Σημείο συνάντησης για ένα πρωινό γεύμα εργασίας, όπως την ενημέρωσαν οι συνεργάτες του Γουάινστιν, ήταν το ξενοδοχείο «Peninsula Beverly Hills», αυτό που θεωρούσε δεύτερο σπίτι του.
Παρότι η ηθοποιός έφτασε με χαρακτηριστική συνέπεια στο ραντεβού της και κατακλυσμένη από αίσθημα δέους για τον άνθρωπο που θα συναντούσε, ο Γουάινστιν ήταν άφαντος. Από το ξενοδοχείο την ενημέρωσαν πως το ραντεβού είχε μεταφερθεί στο δωμάτιο όπου εκείνος κατέλυε. Ο Γουάινστιν όντως την περίμενε, με περιβολή ρόμπας, και μετά τις πρώτες συστάσεις τη ρώτησε αν θα ήθελε να της κάνει ένα μασάζ ή θα προτιμούσε να τον παρακολουθεί όσο εκείνος έπαιρνε το ντους του. Τι σκέφτηκε ακαριαία η ηθοποιός; Πώς θα το έβαζε στα πόδια χωρίς να προσβάλει ή να κακοκαρδίσει τον άνθρωπο που ένα νεύμα του θα μπορούσε να εκτοξεύσει ή να καταβαραθρώσει την καριέρα της στο θέαμα.
Η παραπάνω αφήγηση, εκτός από αξία για την αστυνομική έρευνα σε βάρος του 72χρονου σήμερα Γουάινστιν, η οποία ξεκίνησε το 2017 και οδήγησε στις δίκες -μία στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης και μία σε αυτήν της Καλιφόρνιας-, τις καταδίκες του σε 23 και 16 χρόνια κάθειρξης αντίστοιχα -χωρίς συμψηφισμό ποινών- και τη φυλάκισή του, έχει και ιστορικό βάρος. Γιατί αυτή ήταν που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, έδωσε ώθηση στο κίνημα #MeToo και φωνή στις γυναίκες -διάσημες ή μη- που είχαν πέσει θύματα κακοποίησης, εκμετάλλευσης, σεξουαλικής παρενόχλησης, βιασμού. Η Τζαντ έκανε την de profundis εξομολόγησή της στις -κατόπιν βραβευμένες με Πούλιτζερ- δημοσιογράφους Τζόντι Κάντορ και Μέγκαν Τούι, στο πλαίσιο της πολύμηνης και ενδελεχούς έρευνας που διεξήγαγαν προκειμένου να αποδείξουν ότι οι φήμες που διακινούνταν για δεκαετίες αναφορικά με την κακοποιητική συμπεριφορά και τις σεξουαλικές επιθέσεις του Γουάινστιν είχαν βάση αλήθειας.
Για να αντιληφθεί κανείς το αποτύπωμα που είχε το άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 5 Οκτωβρίου του 2017 στους «New York Times», φτάνει να θυμηθεί πως μία εβδομάδα αργότερα ο Γουάινστιν αποτελούσε παρελθόν για την κινηματογραφική εταιρεία του, όπως και το μισό -ανδροκρατούμενο- διοικητικό συμβούλιό της, η σύζυγός του Τζορτζίνα Τσάπμαν τον είχε εγκαταλείψει και ηθοποιοί αλλά και υπάλληλοι που είχαν παρενοχληθεί από τον έκπτωτο αυτοκράτορα του Χόλιγουντ είχαν ξεκινήσει να σπάνε τη σιωπή τους και να καταθέτουν τις δικές τους βιωματικές τραυματικές ιστορίες.
Η ανατροπή
Οι ζοφερές αποκαλύψεις για τον Γουάινστιν και τις μεθόδους που απεργαζόταν δικαίως θεωρείται ότι έσυραν το άρμα του κινήματος #MeToo και άλλαξαν ή έστω ξεκίνησαν τη συζήτηση για την αναθεώρηση του τρόπου που αντιμετωπίζονται οι γυναίκες εντός αλλά και εκτός της βιομηχανίας του θεάματος, στον αληθινό κόσμο. Και έβαλαν στο κάδρο ως κακοποιητές μια σειρά διάσημων και έως τότε αξιοσέβαστων δημόσιων προσώπων που βρίσκονταν στο απυρόβλητο, όπως ο Κέβιν Σπέισι, ο σεφ Μάριο Μπατάλι, ο Τζέιμς Φράνκο, ο Πλάθιντο Ντομίνγκο, ο φωτογράφος Τέρι Ρίτσαρντσον.
Ακόμα και ο Μπιλ Κόσμπι, ο εθνικός μπαμπάς των Ηνωμένων Πολιτειών, σε βάρος του οποίου εκκρεμούσαν για χρόνια κατηγορίες για κακοποίηση, οδηγήθηκε πίσω από της φυλακής τα σίδερα έναν περίπου χρόνο μετά το ξέσπασμα της υπόθεσης Γουάινστιν, η οποία λειτούργησε ως θρυαλλίδα και για την αποκάλυψη του δικτύου trafficking που είχε δημιουργήσει ο Τζέφρι Επστάιν. Το Weinstein effect, όπως είθισται να περιγράφεται, ήρθε ως άλλο τσουνάμι. Γι’ αυτό και η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης πως η δίκη του παραγωγού που έγινε το 2020 δεν ήταν δίκαιη σόκαρε και ενδεχομένως αποθάρρυνε την κοινή γνώμη. Οι δικαστές έκριναν πως ο Γουάινστιν καταδικάστηκε σε 23 χρόνια φυλάκιση όχι λόγω των αξιόποινων πράξεών του, αλλά εξαιτίας των εντυπώσεων και της προκατάληψης που δημιούργησαν στους ενόρκους οι γυναίκες που κατέθεσαν τις εμπειρίες τους μαζί του στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Παραμένει στη φυλακή
Μπορεί ο Γουάινστιν να είναι ένα πρόσωπο πλήρως απαξιωμένο και ατιμασμένο βάσει όσων έχουν αποκαλυφθεί εις βάρος του, μπορεί να είναι ένοχος σύμφωνα με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όμως το γράμμα του αμερικανικού νόμου κρίνει πως δεν είχε δίκαιη δίκη. Ο Αρθουρ Αϊντάλα, επικεφαλής της δικηγορικής ομάδας που εκπροσωπεί τον παραγωγό, εξέφρασε την ικανοποίησή του για την απόφαση του Εφετείου και επανέλαβε την ακράδαντη πίστη του πως ο πελάτης του είναι αθώος του αίματος - ήταν λέει κάτι που γνώριζε από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησε στο γραφείο του το φθινόπωρο του 2017.
Ο Γουάινστιν πάντως θα παραμείνει στις Φυλακές της Νέας Υόρκης μέχρι ο εισαγγελέας της Πολιτείας να αποφασίσει αν η δίκη του θα επαναληφθεί. Στην περίπτωση που αποφανθεί αρνητικά, τότε ο κάποτε πανίσχυρος παράγοντας του Χόλιγουντ θα μεταφερθεί στην Καλιφόρνια, όπου θα εκτίσει την εκεί ποινή του των 16 ετών. Ωστόσο δεν αποκλείεται η πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου να φέρει την ανατροπή και στην υπόθεση που εκδικάστηκε στο Λος Αντζελες το καλοκαίρι του 2021 και στην οποία κρίθηκε ένοχος για τρία από τα επτά αδικήματα για τα οποία κατηγορούνταν, ανάμεσά τους και ο βιασμός.
Οι αποκαλύψεις
Η Ασλεϊ Τζαντ, η Ροζάνα Αρκέτ και η Ρόουζ ΜακΓκόουαν, τρεις από τις γυναίκες που πρωτοστάτησαν στις αποκαλύψεις για τον Γουάινστιν, έσπευσαν -όπως ήταν αναμενόμενο- να εκφράσουν τη λύπη και τον θυμό τους για την απόφαση που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πρώτο σκαλοπάτι για το δικαστικό τουλάχιστον «ξέπλυμα» του κακοποιητή τους. Από τη μεριά του ο Ρόναν Φάροου, ο 36χρονος γιος της Μία Φάροου και του Γούντι Αλεν και δημοσιογράφος που με την αρθρογραφία του στο περιοδικό «New Yorker» είχε κομβικό ρόλο στην υπόθεση φέρνοντας στο φως μαρτυρίες, περιστατικά και ηχογραφημένες συνομιλίες που ενοχοποιούσαν τον Γουάινστιν, επισήμανε την παθογένεια του αμερικανικού συστήματος δικαιοσύνης και βρήκε αναλογίες της απόφασης του Εφετείου με τη δικαστική εμπλοκή του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία πιθανολογείται πως θα ολοκληρωθεί βγάζοντας τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ λάδι.
Ο Φάροου, που τιμήθηκε επίσης με βραβείο Πούλιτζερ για τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ του σχετικά με την κακοποιητική δράση του Γουάινστιν, κατάφερε να πείσει πολλές γυναίκες να αφηγηθούν δημόσια και επώνυμα τις ιστορίες τους. Το πρώτο του άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 10 Οκτωβρίου του 2017 φιλοξενούσε και τη μαρτυρία της Αζια Αρτζέντο. Η Ιταλίδα ηθοποιός περιέγραφε πως το 1997 παραπλανήθηκε από συνεργάτες του Γουάινστιν για να βρεθεί μαζί του σε μια σουίτα του ξενοδοχείου «Cap Eden Roc» στην Αντίμπ της νότιας Γαλλίας. Με πρόφαση ότι ήταν προσκεκλημένη σε ένα πάρτυ που θα γινόταν στο περιθώριο του Φεστιβάλ Καννών, η Αρτζέντο οδηγήθηκε στο δωμάτιό του, όπου εκείνος την περίμενε με τη συνηθισμένη για ανάλογες περιστάσεις στολή εργασίας του, δηλαδή τη ρόμπα του. Της πρόσφερε ένα λάδι σώματος και της ζήτησε να του κάνει μασάζ. Με φόβο και απροθυμία εκείνη ανταποκρίθηκε και, όπως περιέγραφε, λίγη ώρα μετά εκείνος ξεκίνησε να της κάνει στοματικό έρωτα παρά τη θέλησή της. Πριν φύγει από τη σουίτα του, η Αρτζέντο -τρομαγμένη, όπως ανακαλεί τον εαυτό της- του είπε ότι δεν ήταν πόρνη. Εκείνος γέλασε και της απάντησε πως σκόπευε να τυπώσει την ατάκα της σε μπλουζάκι.
Παρά την τραυματική εμπειρία της, η ηθοποιός συνέχισε για τουλάχιστον μια πενταετία να κινείται στο στενό περιβάλλον του Γουάινστιν. Πάντως, η Αρτζέντο λέει πως ο φόβος ήταν εκείνος που δεν την άφηνε να σπάσει τα αόρατα δεσμά με τα οποία περιέβαλλε τα θύματά του ο παραγωγός. Την ίδια άποψη είχε εκφράσει στον Φάροου και η Μίρα Σορβίνο, η οποία στα τέλη της δεκαετίας του ’90 είχε μπει στο στόχαστρο του Γουάινστιν ως υποψήφιο θήραμά του στη διάρκεια του κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Τορόντο, αλλά τελικά κατάφερε επινοώντας δικαιολογίες να τον απωθήσει και να τον απομακρύνει από κοντά της. Σχεδόν και οι 100 γυναίκες -ανάμεσά τους η Κέιτ Μπλάνσετ, η Κάρα Ντελεβίν, η Αντζελίνα Τζολί, η Ντάριλ Χάνα, η Γκουίνεθ Πάλτροου, η Λουπίτα Νιόνγκο, η Μαντόνα- που έχουν μιλήσει δημόσια για την παρενόχλησή τους από το έκπτωτο αφεντικό του Χόλιγουντ έχουν εκφράσει τον τρόμο που τους προκαλούσε η σωματική του διάπλαση και έχουν αποδώσει την απόφασή τους να επιλέξουν τη σιωπή αντί της καταγγελίας στην απειλητική υπόσχεση που τους έδινε, πως δηλαδή εάν μιλούσαν θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τις σβήσει από τον χάρτη.
Η αλήθεια είναι πάντως πως ο Γουάινστιν ήταν τόσο καλά δικτυωμένος και είχε τέτοια επιρροή ώστε έως τουλάχιστον το 2017 κατάφερνε να αποσοβεί την αποκάλυψη της εγκληματικής δραστηριότητάς του.
Οι απειλές, ο χρηματισμός και η επιστράτευση ακόμα και ιδιωτικών ερευνητών που αναλάμβαναν να πείσουν τις γυναίκες να παρατείνουν τη σιωπή τους ήταν το ένα εργαλείο του. Το άλλο -και μάλλον πιο ισχυρό- ήταν οι εντιμότατοι φίλοι του. Είναι ενδεικτική της ριζωμένης στα αμερικανικά -και όχι μόνο- media πατριαρχικής θεώρησης του κόσμου η φράση που φέρεται να απηύθυνε ο Γουάινστιν προς τον τότε επικεφαλής του δικτύου NBC, Αντι Λακ, λίγες εβδομάδες προτού ξεσπάσει το σκάνδαλο: «Ελα τώρα, Αντι. Ολοι τα ίδια κάναμε τη δεκαετία του ’90». Για να εισπράξει την καθησυχαστική απάντηση: «Μην ανησυχείς, Χάρβεϊ. Θα το κοιτάξουμε».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα