«Είδα την πρώτη μου δημόσια εκτέλεση στα επτά μου»

Η Χιεονσέο Λι γεννήθηκε στη Βόρεια Κορέα και μεγάλωσε, έχοντας την πεποίθηση ότι η χώρα της είναι αψεγάδιαστη, ενώ έμαθε να τραγουδά το «Δεν έχω τίποτα να ζηλέψω», πιστεύοντας ότι η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ είναι οι εχθροί...

Η Χιεονσέο Λι γεννήθηκε στη Βόρεια Κορέα και μεγάλωσε, έχοντας την πεποίθηση ότι η χώρα της είναι αψεγάδιαστη, ενώ έμαθε να τραγουδά το «Δεν έχω τίποτα να ζηλέψω», πιστεύοντας ότι η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ είναι οι εχθροί…

Όλα αυτά πριν δει κατάματα τη βία, την πείνα και διαπιστώσει τις άθλιες συνθήκες, στις οποίες ζούσαν οι συμπατριώτες της, κάτι που την οδήγησε να βρει καταφύγιο στην Κίνα και από εκεί στη Νότια Κορέα.

Η νεαρή Βορειοκορεάτισσα, μιλώντας στο TED του Λονγκ Μπιτς στην Καλιφόρνια -ομιλία που αναπαράχθηκε χθες από το CNN- αποκάλυψε τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να αυτομολήσει και περιέγραψε τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής των συμπατριωτών της.

«Όταν ήμουν μικρή, ήμουν περήφανη για τη χώρα μου. Νόμιζα πως η ζωή μου στη Βόρεια Κορέα ήταν κανονική, ακόμα και όταν στα επτά μου είδα την πρώτη μου δημόσια εκτέλεση. Η οικογένειά μου δεν ήταν φτωχή, ούτε ήξερε τι θα πει πείνα. Όταν, όμως, η μητέρα μου έλαβε ένα γράμμα από την αδερφή της συναδέλφου της, που της έλεγε ότι πέθαινε από ασιτία, συνειδητοποίησα ότι κάτι λάθος υπάρχει στη χώρα μου» είπε η Λι.

Στη συνέχεια, με τρεμάμενη φωνή και με βουρκωμένα μάτια, θυμήθηκε το περιεχόμενο της επιστολής: «όταν θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές, και τα πέντε μέλη της οικογένειάς μου δε θα ζουν, γιατί δεν έχουμε φάει τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Είμαστε ξαπλωμένοι στο πάτωμα, όλοι μαζί και τα σώματά μας είναι τόσο αδύναμα, που είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε».

Όταν η πείνα άρχισε να χτυπά τη χώρα της, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, και είδε τον κόσμο που υπέφερε, το θάνατο να καιροφυλαχτεί σε κάθε σπίτι, η Λι ένιωσε πως η τελειότητα ήταν μονάχα επίπλαστη.

«Λίγο καιρό αργότερα, είδα κάτι σοκαριστικό έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Μια γυναίκα ήταν νεκρή και βρισκόταν πεσμένη στο δάπεδο, ενώ δίπλα της το πεινασμένο παιδί της στα χέρια της, την κοιτούσε στο πρόσωπο. Κανείς δε τους βοήθησε, γιατί ήταν επικεντρωμένοι στο να φροντίσουν τους εαυτούς και τις οικογένειές τους» είπε στο κοινό η νεαρή.

Τότε ήταν που αποφάσισε ότι έπρεπε να φύγει. Χωρίς να αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να περάσει στην Κίνα, δήλωσε πως ήταν δύσκολα χρόνια για εκείνη, καθώς οι Κινέζοι έψαχναν για Βορειοκορεάτες μετανάστες με σκοπό να τους απελάσουν.

Εκείνη ζούσε με μακρινούς συγγενείς και κρυβόταν πίσω από μια ψευδή ταυτότητα, με τον καθημερινό φόβο ότι μπορεί να την ανακάλυπταν και να την έστελναν πίσω στην κόλαση. Μια ημέρα ο χειρότερος εφιάλτης της έγινε πραγματικότητα, όταν Κινέζοι αστυνομικοί την βρήκαν και την πήγαν στο τμήμα για να την ανακρίνουν.

Της έκαναν πάρα πολλές ερωτήσεις, ώστε να διαπιστώσουν αν είναι Κινέζα. «Νόμιζα πως η ζωή μου τέλειωσε, όμως κατάφερα να συγκρατηθώ, να κρατήσω όλα μου τα συναισθήματα μέσα μου και να απαντήσω στις ερωτήσεις. Με άφησαν να φύγω, λέγοντας ότι έγινε λάθος. Ήταν ένα θαύμα!» είπε η Λι.

Έπειτα από δέκα χρόνια στην Κίνα, αναζήτησε την τύχη της στη Νότια Κορέα, όπου ξεκίνησε να σπουδάζει. Ενώ, όμως, άρχισε να συνηθίζει τη νέα της ζωή, ένα τηλεφώνημα την σόκαρε.

Οι βορειοκορεατικές αρχές είχαν εντοπίσει χρήματα που έστελνε στην οικογένειά της και ως τιμωρία θα τους μετέφεραν σε απομονωμένη περιοχή. Με ελάχιστα χρήματα και μπόλικο κουράγιο, έφτασε στα σύνορα Κίνας-Βορείου Κορέας, όπου βρήκε τους γονείς της. Έπειτα από αγωνία, κακουχίες, ελέγχους και πολλά χιλιόμετρα, νόμιζαν πως τα είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από τις αρχές της Βορείου Κορέας.

Όμως, από την άλλη πλευρά παραμόνευαν οι κινεζικές αρχές που τους εντόπισαν, με αποτέλεσμα να φυλακίσουν τους γονείς της για ένα μήνα. Αφού πλήρωσε την εγγύηση και το απαραίτητο «λάδωμα» στους αστυνομικούς, έφυγαν για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Λάος, όμως και εκεί η οικογένειά της συνελήφθη.

«Δεν είχα χρήματα για την εγγύηση, δεν είχα χρήματα ούτε για δωροδοκίες. Είχα χάσει κάθε ελπίδα. Όταν ξαφνικά, ένας άνδρας με ρώτησε τι έχω. Εξεπλάγην, που ένας άγνωστος με ρωτούσε πως είμαι. Μου είπε μόνο το μικρό του όνομα και εγώ με σπασμένα αγγλικά και με ένα λεξικό του είπα την ιστορία μου. Τότε, εκείνος πήγε σε ένα μηχάνημα αυτόματης ανάληψης και μου έδωσε τα χρήματα που χρειαζόμουν. Όταν τον ρώτησα, γιατί με βοηθά μου απάντησε, ότι δεν βοηθά εμένα, αλλά το λαό της Βορείου Κορέας. Κατάλαβα τότε ότι αυτή είναι μια συμβολική στιγμή της ζωής μου. Ο ευγενικός άγνωστος συμβόλιζε την ελπίδα για εμένα και τους Βορειοκορεάτες. Μου έδειξε ότι η καλοσύνη των ξένων και η υποστήριξη της δημόσιας κοινότητας είναι πραγματικά οι ακτίνες φωτός για το λαό της Βορείου Κορέας» δήλωσε συγκινημένη η Λι, η οποία έπειτα από πολύ κόπο ζει μαζί με την οικογένειά της στη Νότια Κορέα.


Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr