Την ώρα που τα σενάρια αποφυλάκισης του αιγύπτιου πρώην δικτάτορα Χόσνι Μουμπάρακ προκαλούν αντιδράσεις στη χώρα, πολλά είναι στελέχη του παλαιού καθεστώτος που έχουν επιστρέψει σε ανώτατα αξιώματα, προκαλώντας ερωτήματα. Αύριο Τετάρτη θα εξεταστεί η αίτηση για την απελευθέρωσή του, μέσα στην φυλακή στο Κάιρο όπου κρατείται.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο δικηγόρος του πρώην δικτάτορα, Φαρίντ αλ Ντιμπ, είπε στο πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς πως «το μόνο που απομένει είναι μια διοικητική διευθέτηση, που δεν θα πάρει πάνω από 48 ώρες». Κάτι τέτοιο ισχύει, καθώς η διορία των δύο ετών που προβλέπει η αιγυπτιακή νομοθεσία έχει ήδη παρέλθει για την κατηγορία διαφθοράς που αντιμετωπίζει ο πρώην πρόεδρος.
Ωστόσο οι δικαστικές αρχές ανανεώνουν διαρκώς την κράτηση του Μουμπάρακ για να μπορούν να τον ανακρίνουν για άλλες υποθέσεις διαφθοράς. Οι αναλυτές επισημαίνουν πως κυβέρνηση θα κάνει ό,τι μπορεί για να εμποδίσει την απελευθέρωσή του, καθώς κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ένα ισχυρό όπλο για τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στον αγώνα τους κατά του νέου καθεστώτος, το οποίο χαρακτηρίζουν «αντεπαναστατικό».
«Η δίκη του αιώνα»
Ο Μουμπάρακ, ο οποίος εκδιώχθηκε από την εξουσία τον χειμώνα του 2011, μαζί με τους δύο γιους του, τον πρώην υπουργό Εσωτερικών και έξι ανώτατους αξιωματικούς της αστυνομίας, δικάζονται για τον θάνατο 800 διαδηλωτών στη διάρκεια της εξέγερσης. Στην ίδια δίκη, η οποία χαρακτηρίστηκες ως «δίκη του αιώνα», ο Μουμπάρακ αντιμετωπίζει πολλές ακόμη κατηγορίες για διαφθορά. Συγκεκριμένα, κατηγορείται για κατάχρηση δημοσίων πόρων λόγω της συμφωνίας που συνήψε με το Ισραήλ για πώληση φυσικού αερίου.
Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 2 Ιουνίου του περασμένου χρόνου με την καταδίκη του Μουμπάρακ και του πρώην υπουργού Εσωτερικών Χαμπίμπ αλ Άντλι σε ισόβια, ενώ οι γιοι του πρώην προέδρου αθωώθηκαν. Αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της απόφασης, ο δικηγόρος του Μουμπάρακ ανακοίνωσε ότι θα κάνει έφεση. Πολλοί ειδικοί είχαν επισημάνει ότι η τεκμηρίωση της απόφασης παρουσίαζε μεγάλες αδυναμίες. Ο δικαστής αναγνώριζε ότι δεν διέθετε ακλόνητες αποδείξεις εναντίον των κατηγορουμένων, τους έκρινε όμως ενόχους επειδή κατείχαν υψηλά αξιώματα την ώρα του θανάτου των διαδηλωτών, και κατά συνέπεια είχαν την ύστατη ευθύνη.