Δίκη Νυρεμβέργης: 70 χρόνια από την δίκη των Ναζί για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας
20.11.2015
07:36
Η δίκη της Νυρεμβέργης διεξήχθη στις 20 Νοεμβρίου του 1945 και ολοκληρώθηκε την 1η Οκτωβρίου του 1946 - 24 πρωτοκλασάτα στελέχη των Ναζί και συνεργάτες του Αδόλφου Χίτλερ βρέθηκαν ενώπιον του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου των Συμμάχων - Γιατί επελέγη η Νυρεμβέργη για την διεξαγωγή της δίκης;
Εβδομήντα χρόνια κλείνουν σήμερα από την διεξαγωγή της πολύκροτης δίκης της Νυρεμβέργης, που άρχισε στις 20 Νοεμβρίου του 1945 και ολοκληρώθηκε την 1η Οκτωβρίου του 1946. Κατηγορούμενοι, 24 πρωτοκλασάτα στελέχη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος και συνεργάτες του Αδόλφου Χίτλερ, καθώς και οκτώ ναζιστικές οργανώσεις.
Για την δίκη συστάθηκε από τους Συμμάχους, ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και Σοβιετική Ένωση ένα Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο, που απαρτιζόταν από τέσσερα μέλη, ένα από κάθε χώρα, καθένα από τα οποία θα είχε και ένα αναπληρωματικό μέλος. Οι τέσσερις κυρίως κατήγοροι του Διεθνούς Στρατοδικείου ήταν οι: Robert H. Jackson (Ηνωμένες Πολιτείες), Francois de Menthon (Γαλλία), Roman A. Rudenko (Σοβιετική Ένωση) και, Sir Hartley Shawcross (Μεγάλη Βρετανία), οι οποίοι εξέδωσαν κατηγορητήρια κατά 24 κορυφαίων αξιωματούχων των Ναζί.
Αρχικά είχε προταθεί από τους Σοβιετικούς η δίκη να γίνει στο Βερολίνο. Όμως, καθώς η γερμανική πρωτεύουσα ήταν κατεστραμμένη από τον πόλεμο, επελέγη τελικά η δίκη να γίνει στο δικαστικό μέγαρο της Νυρεμβέργης, στη Βαυαρία. Η επιλογή αυτή είχε πρακτική και συμβολική σημασία.
Αφενός, η πόλη εθεωρείτο γενέτειρα του εθνικοσοσιαλισμού, επειδή σε αυτή διεξαγόταν κάθε χρόνο το συνέδριο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (NSDAP), αφετέρου, το δικαστικό μέγαρο της πόλης («Παλάτι Δικαιοσύνης»), ήταν το ιδανικό μέρος, αφού ήταν κτισμένο σε μια έκταση 22.000 τ.μ. με 530 γραφεία, 80 αίθουσες και διαθέσιμο κτήριο φυλακών.
Για την δίκη συστάθηκε από τους Συμμάχους, ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και Σοβιετική Ένωση ένα Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο, που απαρτιζόταν από τέσσερα μέλη, ένα από κάθε χώρα, καθένα από τα οποία θα είχε και ένα αναπληρωματικό μέλος. Οι τέσσερις κυρίως κατήγοροι του Διεθνούς Στρατοδικείου ήταν οι: Robert H. Jackson (Ηνωμένες Πολιτείες), Francois de Menthon (Γαλλία), Roman A. Rudenko (Σοβιετική Ένωση) και, Sir Hartley Shawcross (Μεγάλη Βρετανία), οι οποίοι εξέδωσαν κατηγορητήρια κατά 24 κορυφαίων αξιωματούχων των Ναζί.
Αρχικά είχε προταθεί από τους Σοβιετικούς η δίκη να γίνει στο Βερολίνο. Όμως, καθώς η γερμανική πρωτεύουσα ήταν κατεστραμμένη από τον πόλεμο, επελέγη τελικά η δίκη να γίνει στο δικαστικό μέγαρο της Νυρεμβέργης, στη Βαυαρία. Η επιλογή αυτή είχε πρακτική και συμβολική σημασία.
Αφενός, η πόλη εθεωρείτο γενέτειρα του εθνικοσοσιαλισμού, επειδή σε αυτή διεξαγόταν κάθε χρόνο το συνέδριο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (NSDAP), αφετέρου, το δικαστικό μέγαρο της πόλης («Παλάτι Δικαιοσύνης»), ήταν το ιδανικό μέρος, αφού ήταν κτισμένο σε μια έκταση 22.000 τ.μ. με 530 γραφεία, 80 αίθουσες και διαθέσιμο κτήριο φυλακών.
Μεταξύ των κατηγορουμένων ήταν: ο Χέρμαν Γκέριγκ (το άτομο που ο Χίτλερ είχε επιλέξει ως διάδοχο), ο Ρούντολφ Ες (δεύτερος τη τάξει του ναζιστικού κόμματος), ο Γιοαχίμ φον Ρίμπεντροπ (υπουργός Εξωτερικών), ο Βίλχελμ Κάιτελ (επικεφαλής των ένοπλων δυνάμεων), ο Βίλελμ Φρικ (υπουργός Εσωτερικών), ο Ερνστ Καλτενμπρούνερ (επικεφαλής των σωμάτων ασφαλείας), ο Χανς Φρανκ (γενικός κυβερνήτης της κατεχόμενης Πολωνίας), ο Κόνσταντιν φον Νόιρατ (κυβερνήτης της Βοημίας και της Μοραβίας), ο Έριχ Ρέντερ (αρχηγός του πολεμικού ναυτικού), ο Καρλ Ντένιτς (ο διάδοχος του Ρέντερ), ο Άλφρεντ Γιόντλ (διοικητής των ένοπλων δυνάμεων), ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ (υπουργός για τις κατεχόμενες ανατολικές περιοχές), ο Μπαλντούρ φον Σιράχ (επικεφαλής της Χιτλερικής Νεολαίας), ο Τζούλιους Στρέιχερ (εκδότης, ακραίος αντισημίτης και ναζιστής), ο Φρίτς Ζάουκελ (υπεύθυνος για την κατανομή εργατικού δυναμικού για καταναγκαστικά έργα), ο Άλμπερτ Σπέερ (υπουργός Εξοπλισμών) και ο Άρτουρ Ζάις-Ίνκαρτ (επίτροπος για την κατεχόμενη Ολλανδία). Ο Μάρτιν Μπόρμαν (ο υπασπιστής του Χίτλερ) δικάστηκε ερήμην, αφού εικάζεται ότι προσπάθησε να διαφύγει στο εξωτερικό, αλλά τελικά αυτοκτόνησε.
Εκτός από τους 24 κατηγορούμενους το Στρατιωτικό Δικαστήριο των Συμμάχων κήρυξε «εγκληματικές» και οκτώ οργανώσεις της ναζιστικής Γερμανίας, παρότι αυτές είχαν διαλυθεί. Πρόκειται για: Την κυβέρνηση του Γ' Ράιχ, το Σώμα των πολιτικών ηγετών του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP), την υπηρεσία προστασίας του NSDAP, (SS), την Μυστική Κρατική Αστυνομία (Γκεστάπο), τα Γερμανικά Τάγματα Εφόδου (SA), το Γενικό Επιτελείο του Γ' Ράιχ και την Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ (O.K.W.).
Η ανώτατη αρχή των Ναζί, ο Αδόλφος Χίτλερ, ήταν ο «μεγάλος απών» της δίκης, αφού είχε αυτοκτονήσει τις τελευταίες ημέρες του πολέμου, όπως και πολλοί από τους στενούς συνεργάτες του.
Με εντολή του Αμερικανού προέδρου Τρούμαν ολόκληρη την δίκη διοργάνωσε ο ομοσπονδιακός δικαστής των ΗΠΑ, Robert H. Jackson, που κατά την διάρκεια της δίκης ήταν ο κύριος κατήγορος.
Οι κατηγορίες που αποδόθηκαν στους πρωταίτιους του ναζισμού ήταν εγκλήματα κατά της ειρήνης, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Από τους 24 κατηγορούμενους, οι περισσότεροι αρνήθηκαν την ενοχή τους και «έδειξαν» τον Χίτλερ ως ιθύνοντα νου της ναζιστικής θηριωδίας, ενώ κάποιοι δήλωσαν μεταμέλεια. Πάντως, ορισμένοι εγκληματίες του πολέμου δεν δικάστηκαν ποτέ, αφού κατόρθωσαν να εγκαταλείψουν την Γερμανία και να διαφύγουν στο εξωτερικό, με την πλειοψηφία να ταξιδεύει για τις ΗΠΑ.
Χαρακτηριστικά, ο Χανς Φρανκ, γενικός κυβερνήτης της κατεχόμενης Πολωνίας, γνωστός ως «Ο χασάπης της Κρακοβίας», είπε στην απολογία του: «Ο Χίτλερ ντρόπιασε την Γερμανία, θα είμαι ο πρώτος που θα παραδεχτώ την ενοχή μου».
1η Οκτωβρίου 1946, ανακοινώνεται η απόφαση του Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης
Από το σύνολο των κατηγορουμένων οι 12 καταδικάστηκαν σε θάνατο, πρόκειται για τους: Γκέριγκ, Ρίμπεντροπ, Κάιτελ, Καλτενμπρούνερ, Ρόζενμπεργκ, Φρανκ, Φρικ, Στρέιχερ, Ζάουκελ, Γιόντλ, Ζάις-Ίνκαρτ και Μπόρμαν, που καταδικάστηκε ερήμην. Οι τρεις σε ισόβια φυλάκιση (ο Ες, ο υπουργός οικονομικών Βάλτερ Φουνκ και ο Ρέντερ) και σε τέσσερις εξ αυτών επεβλήθη ποινή φυλάκισης από δέκα μέχρι 20 έτη (Ντένιτς, Σιράχ, Σπέερ και Νόιρατ).
Το δικαστήριο αθώωσε τρεις από τους κατηγορούμενους, τον Χίαλμαρ Σαχτ (υπουργός Οικονομικών), τον Φραντς φον Πάπεν (ένα Γερμανός πολιτικός που διαδραμάτισε καίριο ρόλο στο διορισμό του Χίτλερ ως καγκελαρίου) και τον Χανς Φρίτζε (επικεφαλής του Τύπου και του ραδιοφώνου). Οι κατηγορούμενοι εκτελέστηκαν δι' απαγχονισμού, εκτός από τον Γκέριγκ, που αυτοκτόνησε μία ημέρα προτού εκτελεστεί. Μετά τον απαγχονισμό, οι σοροί τους αποτεφρώθηκαν, ενώ αυτοί που καταδικάστηκαν με ποινές φυλάκισης εξέτισαν τις ποινές τους στην φυλακή Σπαντάου, στο δυτικό Βερολίνο.
«Η δίκη της Νυρεμβέργης θεωρείται ορόσημο και είναι η μεγαλύτερη δίκη στην ιστορία της ανθρωπότητας, καθώς έθεσε τα θεμέλια ενός διεθνούς συστήματος δικαιοσύνης. Για πρώτη φορά στην Ιστορία έγινε λόγος για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η δίκη ήταν μια επανάσταση, αφού για πρώτη φορά αναγνωρίστηκαν διεθνή εγκλήματα ως εγκλήματα πολέμου, επίσης σε αυτή τη δίκη για πρώτη φορά οι αρχηγοί κρατών δεν μπόρεσαν να κρυφτούν πίσω από την θέση τους για να απεμπολήσουν τις ευθύνες τους», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP), με την ευκαιρία των 70 χρόνων από την δίκη της Νυρεμβέργης, η καθηγήτρια Δικαίου στο πανεπιστήμιο Laval του Κεμπέκ, Fannie Lafontaine.
Πηγές: Wikipedia, History.com, Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP).
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr