Τερέζα Μέι: Η θαυμάστρια της Θάτσερ που θα κάνει πράξη το Brexit
06.07.2016
06:48
Επιβεβαίωσε τον τίτλο του «φαβορί» για διάδοχος του Ντέιβιντ Κάμερον στον πρώτο γύρο των εσωκομματικών εκλογών των Τόρις
Το Brexit άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, παρασέρνοντας σε θύελλα τη βρετανική πολιτική ζωή. Πρώτα απ’ όλα, στο διχασμένο κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα που κινδυνεύει να γίνει συντρίμμια και αποσπάσματα εξαιτίας της σκληρής αντιπαλότητας και της υπέρμετρης φιλοδοξίας των στελεχών του. Ηδη στη μάχη της διαδοχής του Ντέιβιντ Κάμερον παρατάσσονται φαβορί και αουτσάιντερ για να επιλεχθεί ποιος τολμηρός θα τσουρουφλιστεί προκειμένου να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά της αποχώρησης της Βρετανίας από την Ε.Ε.
Μισή ώρα πριν από το τέλος της διορίας για την επίσημη υποβολή υποψηφιοτήτων ο Μπόρις ανέβηκε στο βήμα. Και μετά από 11 ολόκληρα λεπτά μιας ομιλίας που έμοιαζε σαν έναρξη εξαγγελίας της εκστρατείας του για την πρωθυπουργία πυροδότησε την έκρηξη που άφησε το φιλικό του ακροατήριο αποσβολωμένο δηλώνοντας: «Ο επόμενος ηγέτης των Συντηρητικών δεν μπορεί να είμαι εγώ!».
Ακόμα και για τα στερεότυπα της πολύβουης και γεμάτης αιφνιδιασμούς πολιτικής ζωής του Γουεστμίνστερ, η απόσυρση του Μπόρις Τζόνσον από τη διεκδίκηση της ηγεσίας των Συντηρητικών, άρα και της πρωθυπουργίας, ήταν κάτι παραπάνω από έκπληξη. Η απόφαση του ατίθασου ξανθομάλλη πρωτεργάτη του Brexit ανέσυρε στους σαστισμένους οπαδούς του δυσάρεστες μνήμες ενός θρίλερ αντάξιου της μακάβριας παράστασης «Δέκα μικροί νέγροι» της Αγκάθα Κρίστι. Σε λιγότερο φιλύποπτους, πάντως, θύμισε τις δαιδαλώδεις ίντριγκες του πρωτότυπου βιβλίου «House of Cards», που έγραψε ο πρώην σύμβουλος της Μάργκαρετ Θάτσερ, Μάικλ Ντομπς.
Στους πραγματικά υποψιασμένους, όμως, έφερε στον νου μηχανορραφίες σαιξπηρικής τραγωδίας. Ειδικότερα επειδή την πραγματική μαχαιριά, σε στυλ Βρούτου στη δολοφονία του Καίσαρα, την έδωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης, στενός συνεργάτης του και εκ των μαχητικότερων συμπολεμιστών του στις μάχες του δημοψηφίσματος υπέρ του Brexit, Μάικλ Γκόουβ. Ο άνθρωπος που ορκιζόταν να υπογράψει με το αίμα του δήλωση πως δεν θέλει να γίνει διάδοχος του Κάμερον είχε κιόλας υποβάλει υποψηφιότητα για να τον αντικαταστήσει. Το βάθρο του Μπόρις είχε πριονιστεί από τον σημαντικότερο στυλοβάτη του.
Για τους αντιπάλους του, ωστόσο, ήταν αναμενόμενη η έξοδος του Τζόνσον από τη μάχη της διαδοχής. Με κακεντρέχεια σχολίαζαν ότι μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. και της Εθνικής Αγγλίας από το Euro 2016, ήταν η ώρα του Μπόρις να αποβληθεί από το γήπεδο των Τόρις. Αναγκασμένος ή οικειοθελώς, αρκετό εθνικό χάος είχε προλάβει να προκαλέσει με τον καιροσκοπισμό και τη δημαγωγία του. Χώρια που αρκετοί αμφέβαλλαν πλέον για την ειλικρίνειά του στην αναμέτρηση με τους οπαδούς του Bremain, αποδίδοντάς του ότι τα έδωσε όλα μόνο για την εξυπηρέτηση του κολοσσιαίου «εγώ» του.
Μισή ώρα πριν από το τέλος της διορίας για την επίσημη υποβολή υποψηφιοτήτων ο Μπόρις ανέβηκε στο βήμα. Και μετά από 11 ολόκληρα λεπτά μιας ομιλίας που έμοιαζε σαν έναρξη εξαγγελίας της εκστρατείας του για την πρωθυπουργία πυροδότησε την έκρηξη που άφησε το φιλικό του ακροατήριο αποσβολωμένο δηλώνοντας: «Ο επόμενος ηγέτης των Συντηρητικών δεν μπορεί να είμαι εγώ!».
Ακόμα και για τα στερεότυπα της πολύβουης και γεμάτης αιφνιδιασμούς πολιτικής ζωής του Γουεστμίνστερ, η απόσυρση του Μπόρις Τζόνσον από τη διεκδίκηση της ηγεσίας των Συντηρητικών, άρα και της πρωθυπουργίας, ήταν κάτι παραπάνω από έκπληξη. Η απόφαση του ατίθασου ξανθομάλλη πρωτεργάτη του Brexit ανέσυρε στους σαστισμένους οπαδούς του δυσάρεστες μνήμες ενός θρίλερ αντάξιου της μακάβριας παράστασης «Δέκα μικροί νέγροι» της Αγκάθα Κρίστι. Σε λιγότερο φιλύποπτους, πάντως, θύμισε τις δαιδαλώδεις ίντριγκες του πρωτότυπου βιβλίου «House of Cards», που έγραψε ο πρώην σύμβουλος της Μάργκαρετ Θάτσερ, Μάικλ Ντομπς.
Στους πραγματικά υποψιασμένους, όμως, έφερε στον νου μηχανορραφίες σαιξπηρικής τραγωδίας. Ειδικότερα επειδή την πραγματική μαχαιριά, σε στυλ Βρούτου στη δολοφονία του Καίσαρα, την έδωσε ο υπουργός Δικαιοσύνης, στενός συνεργάτης του και εκ των μαχητικότερων συμπολεμιστών του στις μάχες του δημοψηφίσματος υπέρ του Brexit, Μάικλ Γκόουβ. Ο άνθρωπος που ορκιζόταν να υπογράψει με το αίμα του δήλωση πως δεν θέλει να γίνει διάδοχος του Κάμερον είχε κιόλας υποβάλει υποψηφιότητα για να τον αντικαταστήσει. Το βάθρο του Μπόρις είχε πριονιστεί από τον σημαντικότερο στυλοβάτη του.
Για τους αντιπάλους του, ωστόσο, ήταν αναμενόμενη η έξοδος του Τζόνσον από τη μάχη της διαδοχής. Με κακεντρέχεια σχολίαζαν ότι μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. και της Εθνικής Αγγλίας από το Euro 2016, ήταν η ώρα του Μπόρις να αποβληθεί από το γήπεδο των Τόρις. Αναγκασμένος ή οικειοθελώς, αρκετό εθνικό χάος είχε προλάβει να προκαλέσει με τον καιροσκοπισμό και τη δημαγωγία του. Χώρια που αρκετοί αμφέβαλλαν πλέον για την ειλικρίνειά του στην αναμέτρηση με τους οπαδούς του Bremain, αποδίδοντάς του ότι τα έδωσε όλα μόνο για την εξυπηρέτηση του κολοσσιαίου «εγώ» του.
Είχε προηγηθεί η δημοσκόπηση των «Times» τον έφερνε δεύτερο στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων του Συντηρητικού Κόμματος με 7 μονάδες διαφορά από την υπουργό Εσωτερικών Τερέζα Μέι, ενώ η «Daily Mail», με το υψηλότερο ποσοστό Συντηρητικών αναγνωστών μεταξύ των πανεθνικών βρετανικών εφημερίδων, έγραφε φαρδιά πλατιά πως «μόνο η κυρία Μέι έχει τα προσόντα, το κύρος και την εμπειρία για να ενώσει τόσο το κόμμα της όσο και τη χώρα». Αναπόφευκτα, και τα δύο έντυπα, ιδιοκτησίας του μεγιστάνα του Τύπου Ρούπερτ Μέρντοχ, διαμήνυαν στον Τζόνσον το αξίωμα του συνεπώνυμού του, παλιού Αμερικανού προέδρου Λίντον Τζόνσον, ο οποίος διατύπωνε πως για κάθε εκλογή ο πρώτος κανόνας της πολιτικής είναι να μπορείς να μετράς. Και τα «κουκιά» του πρώην δημάρχου του Λονδίνου μάλλον δεν έβγαιναν για να γεμίσει την κατσαρόλα με την υποστήριξη των 329 Συντηρητικών βουλευτών πριν από τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας που θα κρίνει τους δύο υποψηφίους της τελικής αναμέτρησης, για την οποία θα ψηφίσουν τα 150.000 μέλη του Συντηρητικού Κόμματος.
Η κυριαρχία της Μέι επιβεβαίωθηκε στις εσωτερικές εκλογές που ξεκίνησαν την Τρίτη καθώς στον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας για την ανάδειξη του διαδόχου του απερχόμενου πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον επικράτησε άνετα αποκλείοντας από την κούρσα της διαδοχής τον πρώην υπουργό Άμυνας Λίαμ Φοξ.
Στην ψηφοφορία που διεξήχθη μεταξύ των βουλευτών των Τόρις η υπουργός Εσωτερικών συγκέντρωσε 165 ψήφους και δεύτερη κατετάγη η υφυπουργός Ενέργειας Άντρεα Λίντσομ, με 66 ψήφους υπέρ της. Ο υπέρμαχος του Brexit που πρωτοστάτησε στην εκστρατεία υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ Μάικλ Γκόουβ ήταν τρίτος με 48 ψήφους υπέρ του. Ο υπουργός Εργασίας και Συντάξεων Στίβεν Κραμπ συγκέντρωσε 34 ψήφους και ο Λίαμ Φοξ βρέθηκε στην τελευταία θέση με 16 ψήφους υπέρ του με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της υποψηφιότητάς του για την ηγεσία του κόμματος.
Η διαδικασία αυτή, η οποία ακολουθεί την απόφαση του Ντέιβιντ Κάμερον να παραιτηθεί μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου και την απόφαση των Βρετανών πολιτών υπέρ της εξόδου της χώρας τους από την ΕΕ, προβλέπει τη διεξαγωγή σειράς ψηφοφοριών μεταξύ των βουλευτών των Συντηρητικών έως οι υποψήφιοι να μειωθούν σε δύο διεκδικητές. Κατόπιν τα μέλη του κόμματος θα ψηφίσουν για να αποφασίσουν τον νικητή.
Το αποτέλεσμα αναμένεται την 9η Σεπτεμβρίου.
Το φαβορί πλέον για την ηγεσία των Τόρις, η Τερέζα Μέι, αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό είδος παρουσίας σε ένα κόμμα που αγωνίζεται να αποτινάξει τον ελιτίστικο χαρακτήρα που πρόσφεραν τα καλοσπουδαγμένα και ευερέθιστα πλουσιόπαιδα τύπου Μπόρις Τζόνσον και Ντέιβιντ Κάμερον. Μοιάζει με σχολαστικά ήρεμη καθηγήτρια σε αίθουσα σκανδαλιάρηδων μαθητών σε ιδιωτικό σχολείο αρρένων. Αρκετοί την παρομοιάζουν ως τη Βρετανίδα Ανγκελα Μέρκελ.
Αποστασιοποιημένη μέχρι απάθειας από εσωκομματικές συγκρούσεις, αξιόπιστη και οξυδερκής, έχει υπογράψει τις επιτυχίες της ως η μακροβιότερη υπουργός Εσωτερικών στα μέτωπα της μετανάστευσης και της αντιμετώπισης του ισλαμικού εξτρεμισμού. Μέλος του Κοινοβουλίου από το 1997 στην περιφέρεια του Μέιντενχεντ, η 60χρονη Μέι έγινε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Κόμματος των Συντηρητικών το 2002.
Το 2010 ο Κάμερον επέλεξε αυτή τη λεπτή, ψηλή βουλευτή, σχεδόν εύθραυστη, αλλά με ισχυρό χαρακτήρα και έμφυτη συστολή, για το πόστο ενός από τα τέσσερα μεγάλα υπουργεία της αγγλικής κυβέρνησης, ως τη μόλις δεύτερη γυναίκα που αναλάμβανε ποτέ στην ιστορία του κοινοβουλευτισμού το υπουργείο Εσωτερικών. Μοναχοπαίδι του εφημέριου της Αγγλικανικής Εκκλησίας Χάμπερτ Μπράσιερ και της Ζαϊντί, μεγάλωσε στο Οξφορντσάιρ, κοντά στο πρεσβυτέριο του πατέρα της, όπου ενθαρρύνθηκε ο αλτρουισμός μιας στέρεα πιστής νεαρής προς τους άλλους, μάλλον επειδή δεν είχε αδέλφια για να εκδηλώσει τα γνήσια αισθήματά της. Σπούδασε Γεωγραφία στο Κολέγιο St. Hugh της Οξφόρδης το 1974 και εκεί συνάντησε σε μια φοιτητική ντίσκο του συλλόγου του Συντηρητικού Κόμματος τον μελλοντικό σύζυγό της Φίλιπ, μετέπειτα τραπεζίτη, με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1980. Το ζευγάρι δεν έχει παιδιά, γεγονός που αποφεύγει να σχολιάσει, χωρίς να εκδηλώνει τα συναισθήματά της, διατηρώντας αυστηρά την προστασία της ιδιωτικής της ζωής. «Τα προσωπικά συναισθήματα δεν είναι για δημόσια διερεύνηση.
Το σημαντικό είναι να παίρνουμε τη ζωή όπως έρχεται και να προχωράμε μπροστά», έχει δηλώσει. Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα της σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1981, τον οποίο ακολούθησε έναν χρόνο αργότερα η μητέρα της, την επηρέασε αρνητικά, αλλά δεν επηρέασε την επιθυμία της και ταυτόχρονα την κλίση για τη δραστηριοποίησή της με τα κοινά. Οταν αποφοίτησε από την Οξφόρδη εργάστηκε αμέσως ως οικονομικός σύμβουλος στην Τράπεζα της Αγγλίας μέχρι το 1985. Εναν χρόνο αργότερα έγινε σύμβουλος στη δημοτική περιφέρεια Μέρτον του Λονδίνου.
Κάτι ο θαυμασμός προς τη Θάτσερ ως γυναίκα και όχι για την πολιτική της, κάτι η πάγια αλληλέγγυα συναναστροφή της με άτομα της τοπικής της κοινότητας -συνήθεια που απέκτησε κοντά στο ποίμνιο του πατέρα της-, κάτι το ξεχωριστό ταμπεραμέντο της στην επικοινωνία και χάρη στην έκδηλη αυτοπεποίθησή της, ενεργοποιήθηκε αναπόφευκτα πολιτικά. H πολιτική της καριέρα ακολούθησε την πεπατημένη μιας φιλόδοξης πολιτικού που δεν εντάχθηκε σε εσωκομματικές φατρίες και αρνήθηκε να διαθέσει την ελκυστικότητα της σε άγονες διαχυτικότητες. Δραστήρια, δημιουργική, στοχαστική, αλλά και καινοτόμος, από την εκλογή της στο Κοινοβούλιο και μετά εντάχθηκε στην εμπροσθοφυλακή των Συντηρητικών κατά τη διάρκεια της αντιπολίτευσης και διακρίθηκε ως σκιώδης υπουργός πολλών και ποικίλων υπουργείων. Και με το θάρρος της γνώμης της, που πάντα τη χαρακτήριζε στο εσωκομματικό περιβάλλον, σε μια καταιγιστική ομιλία της το 2002 προειδοποίησε τους συναδέλφους της ότι δίχως όραμα θα καταντούσαν ένα «άσχημο κόμμα».
Η ίδια, πάντως, στόλιζε ανέκαθεν τη γυναικεία κοκεταρία της με τα έξοχα παπούτσια που φορούσε. Με γόβες λεοπάρ πριν γίνουν μόδα, ψηλοτάκουνα με διάσπαρτα διακριτικά κοσμήματα, κόκκινες σφήνες, πέδιλα ζέμπρα, μιουλ με φιδίσιο δέρμα στη σκηνή του κομματικού συνεδρίου, ακόμα και μπότες πάνω από το γόνατο, όταν ως υπουργός Εσωτερικών υποδέχτηκε τον Κορεάτη πρόεδρο, έχει καταγράψει με κομψή αυτοκυριαρχία μια αισθητική δημόσια παρέμβαση που υπερβαίνει το μέγεθος της ιματιοθήκης της, αν και αποθηκεύει τα παπούτσια της σε διάφανα πλαστικά κουτιά.
Κατά τα άλλα είναι μια πραγματίστρια γυναίκα, με υπόγεια αίσθηση του χιούμορ, που λατρεύει τους αγώνες του επαγγελματικού κρίκετ, πίνει κοκτέιλ St Clement’s, δηλαδή ανάμεικτο χυμό πορτοκαλιού και λεμονιού, της αρέσει το μαγείρεμα, δεν ψωνίζει ποτέ online προτιμώντας να σπρώχνει το καροτσάκι στα σούπερ μάρκετ της εκλογικής της περιφέρειας στο Μπερκσάιρ, έχει διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 1 και ποτέ δεν ορκίζεται. Ατού της είναι η ψύχραιμη δημόσια παρουσία της και η εσωτερική της δύναμη. Και παρότι είχε μια σχεδόν αναιμική παρουσία, αν δεν κρύφτηκε εντελώς, στην εκστρατεία υπέρ του Bremain, παραμένει δημοφιλής στα λαϊκά στρώματα που δεν εμπλέκονται με τις λέσχες τσαγιού της επίλεκτης χούφτας πολιτικών του Συντηρητικού Κόμματος. Γι’ αυτό και η ίδια προτιμά αντί να σερβίρει αφεψήματα να φωτογραφίζει με σέλφι την καθησυχαστική φιγούρα μιας επιτελικής υπουργού που μπορεί να γίνει η δεύτερη γυναίκα πρωθυπουργός της Βρετανίας.
Ως βασικός αντίπαλος της Μέι προαλείφεται ο υπουργός Δικαιοσύνης Μάικλ Γκόουβ - «Γκόβι» για τους φίλους του. Εξωτερικά γοητευτικά, ευγενής και επικοινωνιακά ταλαντούχος, αλλά με αθεράπευτα βαθιά εσωτερική ασέβεια και ιδεαλιστικό ριζοσπαστισμό, που τον κάνουν να καλλιεργεί παντού εχθρούς. Πρόκειται μάλλον για κατόρθωμα για ένα τόσο προικισμένο πολιτικό στέλεχος. Είναι, ίσως, η μοίρα των χαρισματικών ιδεολόγων της Δεξιάς που τους οδηγεί να κρίνονται ως επικίνδυνοι ακόμα και μέσα στο κόμμα τους το οποίο δεν μπορεί να αποφασίσει αν είναι προνόμιο ή απλή υποχρέωση να τον έχουν μέλος.
Το υπόβαθρο, άλλωστε, του Γκόουβ δεν εντάσσεται στην παράδοση των τυπικών Τόρηδων, όχι μόνο επειδή διακρίθηκε δυναμικά στις μάχες υπέρ του Brexit. Γεννημένος στο Εδιμβούργο το 1967, η μητέρα του τον έδωσε για υιοθεσία όταν ήταν ακόμα βρέφος σε ένα ζευγάρι από το Αμπερντίν. Κοντά στους θετούς γονείς του γνώρισε τόση αγάπη, φροντίδα και έννοια για την εκπαίδευση όση πιθανόν να μην του πρόσφεραν ποτέ οι βιολογικοί του γονείς. Ο θετός πατέρας του διατηρούσε μια κληρονομική επιχείρηση συσκευασίας μπακαλιάρου και η μητέρα του ήταν βοηθός εργαστηρίου στο Πανεπιστήμιο της σκωτσέζικης πόλης τους. Μεγάλωσε σε ένα διαμέρισμα δυόμισι δωματίων μαζί με τη μικρότερη, επίσης υιοθετημένη αδερφή του, που υπέφερε από σοβαρή κώφωση. Η σεβάσμια οικογένειά του παρακολουθούσε όλες τις λειτουργίες της σκωτσέζικης εκκλησίας της περιοχής τους, από όπου ο μικρός Μάικλ άντλησε τη φλογερή του πίστη και τη χαρισματική ρητορική της Βίβλου.
Ως άριστος μαθητής, του απονεμήθηκε υποτροφία σπουδών για να ξεφύγει από την οικονομικά στριμωγμένη οικογένειά του και να απλώσει τα φτερά του. Σε αυτή την καλή τύχη της παιδικής του ηλικίας αναφέρεται συχνά για να εξηγήσει τα κίνητρά του στην πολιτική. Οχι με το ύφος της αφήγησης μιας προσωπικής ιστορίας που αποτελεί το αγαπημένο παραμυθάκι των αμερικανικών προεδρικών υποψηφίων, αλλά με την επίγνωση του ανθρώπου που τιμά τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του τονίζει ότι οι λιγότερο τυχεροί από τον ίδιο δεν είχαν παρόμοιες ευκαιρίες στη δική τους ζωή. Γι’ αυτό και ως υπουργός Παιδείας διακήρυσσε σε όλους τους τόνους ότι η εκπαίδευση αποτελεί μια γέφυρα από τη φτώχεια στις ελευθερίες. Και από το γραφείο του στο Γουάιτχολ, όπου είχε αναρτήσει εικόνες του Λένιν και του Μάλκολμ Χ, καταφερόταν εναντίον ενός εκπαιδευτικού συστήματος που έκανε σώνει και καλά «τα πλούσια, χοντρά παιδιά καλύτερα από τα φτωχά και έξυπνα παιδιά».
Αυτά για έναν Συντηρητικό που εκφραζόταν ως ακραίος ριζοσπάστης και τα έβαλε τόσο με τη γραφειοκρατία όσο και με τα συνδικάτα είχαν ως αποτέλεσμα να είναι σύντομη η θητεία του στο συγκεκριμένο υπουργείο. Για τον ίδιο όμως δεν άλλαζε τίποτε. «Οι επαναστάσεις είναι χαοτικές και τα λάθη αναπότρεπτα», έλεγε, «γι’ αυτό κινήσου γρήγορα και σπάσε αυγά».
Προηγουμένως, με την ακτινοβολία του αουτσάιντερ από τις λαϊκές τάξεις, σπούδασε εν μέσω της ελιτίστικης ειρωνείας των προνομιούχων συναδέλφων του Φιλολογία στην Οξφόρδη, όπου ως ενεργό μέλος του συλλόγου των Συντηρητικών φοιτητών εξελέγη πρόεδρος της φοιτητικής ένωσής της. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στη Σκωτία και ξεκίνησε στη δημοσιογραφία στον τοπικό Τύπο του Αμπερντίν. Αργότερα μετακόμισε στο Λονδίνο για να απασχοληθεί στην τηλεόραση, πριν ενταχθεί στη σύνταξη των «Times», όπου συνάντησε τη Σάρα Βάιν, με την οποία παντρεύτηκαν και έχουν δύο μικρά παιδιά, τον 10χρονο Ουίλιαμ και τη 12χρονη Μπεατρίς.
Το 2002, αφού ήδη είχε μόνιμη στήλη στην εφημερίδα και γράψει δύο βιβλία, συνίδρυσε την κεντροδεξιά πολιτική δεξαμενή σκέψης η οποία βαθμιαία έγινε κομβικό σημείο συγκέντρωσης για φιλόδοξους νέους Συντηρητικούς. Εγινε φίλος με τους πολιτικά ανερχόμενους Κάμερον και Οσμπορν, οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν από την άπταιστη για προερχόμενο από λαϊκή τάξη αγγλική άρθρωσή του και κυρίως από τις ρηξικέλευθες πολιτικές του ιδέες. Ηταν πλέον ένας ανερχόμενος αστέρας στους κύκλους των Συντηρητικών, όταν οι φίλοι του τον έπεισαν να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία για την πολιτική.
Σχεδόν χωρίς κόπο, στις εθνικές εκλογές του Μαΐου του 2005 εξελέγη βουλευτής στο Σάρεϊ Χιθ. Με τον Κάμερον ως αρχηγό του κόμματος από το 2007 έγινε σκιώδης υπουργός Παιδείας, από όπου ξεκίνησε την ασυγχώρητη για Συντηρητικό βουλευτή της αντιπολίτευσης εκστρατεία κατά της κυριαρχίας του ιδιωτικού σχολείου. «Στην Αγγλία», δήλωνε, «περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε συγκρίσιμη χώρα, όσοι γεννιούνται φτωχοί είναι πιο πιθανό να παραμείνουν φτωχοί σε όλη τους τη ζωή. Ενώ όσοι κληρονομούν τα προνόμια είναι πιο πιθανό να περάσουν όλη τους τη ζωή με αυτά. Οσοι από εμάς πιστεύουμε στην κοινωνική δικαιοσύνη αυτή η διαστρωμάτωση και ο διαχωρισμός είναι ηθικά αδικαιολόγητος», τόνιζε με τόλμη. Με πάθος και επιθετική ρητορική που ταίριαζε σε ριζοσπάστη, ούτε καν σε εκσυγχρονιστή, έκανε τα στελέχη του κόμματος να αισθάνονται άβολα.
Αφού «έσπασε τα μούτρα του» αρχικά ως υπουργός Παιδείας, δεν ησύχασε ούτε ως υπουργός Δικαιοσύνης. Η ιδιοσυγκρασία του ως πρώην κοινωνικά μειονεκτούντος και η σχεδόν μεσσιανική του αίσθηση ότι φέρει ως αυτοδημιούργητος το βάρος της ευθύνης να βοηθήσει τους μη προνομιούχος να γίνουν οι επιτυχημένοι «συντάκτες της δικής τους ιστορίας ζωής», τον ώθησε να υπερασπιστεί με μαχητικότητα την έξοδο της Βρετανίας από τη «δυναστική» Ε.Ε., κοντράροντας την επίσημη κομματική γραμμή. Στην προσωπική του ζωή καταβροχθίζει βιβλία, κυρίως, ιστορικού περιεχομένου και πολιτικές βιογραφίες και λατρεύει να συζητάει με περίτεχνες γνώσεις επί παντός του επιστητού, κοιτάζοντας στα μάτια τους συνομιλητές και ακούγοντάς τους με προσήλωση ιερέα.
Είναι άλλωστε πασίγνωστη η εντυπωσιακή ικανότητά του να απορροφά πληροφορίες και να αντλεί καθημερινή ενημέρωση σχεδόν για όλα, από τον πολιτισμό ως το ποδόσφαιρο. Αν και είχε περιορισμένο ενδιαφέρον για το άθλημα, η αγάπη του γιου του για το ποδόσφαιρο τον έκανε εμπειρογνώμονα και σε αυτό. Κατά τα άλλα, αγαπάει τον Βάγκνερ, παρακάμπτοντας τον αντισημιτισμό που συνδέεται με τα έργα της μουσικής του ιδιοφυΐας, και κάνει ετήσιο προσκύνημα στο ετήσιο φεστιβάλ προς τιμήν του συνθέτη στο Μπάιροϊτ της Βαυαρίας. Ισως ο 49χρονος Μάικλ Γκόουβ να φαντάζεται ότι υπό τους επικούς ήχους από «Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν» θα διαβεί το κατώφλι της Ντάουνινγκ Στριτ 10. Αλλωστε, το παροιμιώδες πλέον ύφος εγρήγορσης που τον διακρίνει κάνει διαρκώς φίλους και αντιπάλους να αισθάνονται άβολα, καθώς επιδιώκει να τους εξορίσει, πάντα για το καλό τους, από την άνετη ζώνη μιας μόνιμης χαλάρωσης. Ηδη με Brexit τα έχει μισοκαταφέρει.
Η κυριαρχία της Μέι επιβεβαίωθηκε στις εσωτερικές εκλογές που ξεκίνησαν την Τρίτη καθώς στον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας για την ανάδειξη του διαδόχου του απερχόμενου πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον επικράτησε άνετα αποκλείοντας από την κούρσα της διαδοχής τον πρώην υπουργό Άμυνας Λίαμ Φοξ.
Στην ψηφοφορία που διεξήχθη μεταξύ των βουλευτών των Τόρις η υπουργός Εσωτερικών συγκέντρωσε 165 ψήφους και δεύτερη κατετάγη η υφυπουργός Ενέργειας Άντρεα Λίντσομ, με 66 ψήφους υπέρ της. Ο υπέρμαχος του Brexit που πρωτοστάτησε στην εκστρατεία υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ Μάικλ Γκόουβ ήταν τρίτος με 48 ψήφους υπέρ του. Ο υπουργός Εργασίας και Συντάξεων Στίβεν Κραμπ συγκέντρωσε 34 ψήφους και ο Λίαμ Φοξ βρέθηκε στην τελευταία θέση με 16 ψήφους υπέρ του με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της υποψηφιότητάς του για την ηγεσία του κόμματος.
Η διαδικασία αυτή, η οποία ακολουθεί την απόφαση του Ντέιβιντ Κάμερον να παραιτηθεί μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου και την απόφαση των Βρετανών πολιτών υπέρ της εξόδου της χώρας τους από την ΕΕ, προβλέπει τη διεξαγωγή σειράς ψηφοφοριών μεταξύ των βουλευτών των Συντηρητικών έως οι υποψήφιοι να μειωθούν σε δύο διεκδικητές. Κατόπιν τα μέλη του κόμματος θα ψηφίσουν για να αποφασίσουν τον νικητή.
Το αποτέλεσμα αναμένεται την 9η Σεπτεμβρίου.
Η Βρετανίδα Ανγκελα Μέρκελ
Το φαβορί πλέον για την ηγεσία των Τόρις, η Τερέζα Μέι, αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό είδος παρουσίας σε ένα κόμμα που αγωνίζεται να αποτινάξει τον ελιτίστικο χαρακτήρα που πρόσφεραν τα καλοσπουδαγμένα και ευερέθιστα πλουσιόπαιδα τύπου Μπόρις Τζόνσον και Ντέιβιντ Κάμερον. Μοιάζει με σχολαστικά ήρεμη καθηγήτρια σε αίθουσα σκανδαλιάρηδων μαθητών σε ιδιωτικό σχολείο αρρένων. Αρκετοί την παρομοιάζουν ως τη Βρετανίδα Ανγκελα Μέρκελ.
Αποστασιοποιημένη μέχρι απάθειας από εσωκομματικές συγκρούσεις, αξιόπιστη και οξυδερκής, έχει υπογράψει τις επιτυχίες της ως η μακροβιότερη υπουργός Εσωτερικών στα μέτωπα της μετανάστευσης και της αντιμετώπισης του ισλαμικού εξτρεμισμού. Μέλος του Κοινοβουλίου από το 1997 στην περιφέρεια του Μέιντενχεντ, η 60χρονη Μέι έγινε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Κόμματος των Συντηρητικών το 2002.
Το 2010 ο Κάμερον επέλεξε αυτή τη λεπτή, ψηλή βουλευτή, σχεδόν εύθραυστη, αλλά με ισχυρό χαρακτήρα και έμφυτη συστολή, για το πόστο ενός από τα τέσσερα μεγάλα υπουργεία της αγγλικής κυβέρνησης, ως τη μόλις δεύτερη γυναίκα που αναλάμβανε ποτέ στην ιστορία του κοινοβουλευτισμού το υπουργείο Εσωτερικών. Μοναχοπαίδι του εφημέριου της Αγγλικανικής Εκκλησίας Χάμπερτ Μπράσιερ και της Ζαϊντί, μεγάλωσε στο Οξφορντσάιρ, κοντά στο πρεσβυτέριο του πατέρα της, όπου ενθαρρύνθηκε ο αλτρουισμός μιας στέρεα πιστής νεαρής προς τους άλλους, μάλλον επειδή δεν είχε αδέλφια για να εκδηλώσει τα γνήσια αισθήματά της. Σπούδασε Γεωγραφία στο Κολέγιο St. Hugh της Οξφόρδης το 1974 και εκεί συνάντησε σε μια φοιτητική ντίσκο του συλλόγου του Συντηρητικού Κόμματος τον μελλοντικό σύζυγό της Φίλιπ, μετέπειτα τραπεζίτη, με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1980. Το ζευγάρι δεν έχει παιδιά, γεγονός που αποφεύγει να σχολιάσει, χωρίς να εκδηλώνει τα συναισθήματά της, διατηρώντας αυστηρά την προστασία της ιδιωτικής της ζωής. «Τα προσωπικά συναισθήματα δεν είναι για δημόσια διερεύνηση.
Το σημαντικό είναι να παίρνουμε τη ζωή όπως έρχεται και να προχωράμε μπροστά», έχει δηλώσει. Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα της σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1981, τον οποίο ακολούθησε έναν χρόνο αργότερα η μητέρα της, την επηρέασε αρνητικά, αλλά δεν επηρέασε την επιθυμία της και ταυτόχρονα την κλίση για τη δραστηριοποίησή της με τα κοινά. Οταν αποφοίτησε από την Οξφόρδη εργάστηκε αμέσως ως οικονομικός σύμβουλος στην Τράπεζα της Αγγλίας μέχρι το 1985. Εναν χρόνο αργότερα έγινε σύμβουλος στη δημοτική περιφέρεια Μέρτον του Λονδίνου.
Θαυμάστρια της Θάτσερ
Κάτι ο θαυμασμός προς τη Θάτσερ ως γυναίκα και όχι για την πολιτική της, κάτι η πάγια αλληλέγγυα συναναστροφή της με άτομα της τοπικής της κοινότητας -συνήθεια που απέκτησε κοντά στο ποίμνιο του πατέρα της-, κάτι το ξεχωριστό ταμπεραμέντο της στην επικοινωνία και χάρη στην έκδηλη αυτοπεποίθησή της, ενεργοποιήθηκε αναπόφευκτα πολιτικά. H πολιτική της καριέρα ακολούθησε την πεπατημένη μιας φιλόδοξης πολιτικού που δεν εντάχθηκε σε εσωκομματικές φατρίες και αρνήθηκε να διαθέσει την ελκυστικότητα της σε άγονες διαχυτικότητες. Δραστήρια, δημιουργική, στοχαστική, αλλά και καινοτόμος, από την εκλογή της στο Κοινοβούλιο και μετά εντάχθηκε στην εμπροσθοφυλακή των Συντηρητικών κατά τη διάρκεια της αντιπολίτευσης και διακρίθηκε ως σκιώδης υπουργός πολλών και ποικίλων υπουργείων. Και με το θάρρος της γνώμης της, που πάντα τη χαρακτήριζε στο εσωκομματικό περιβάλλον, σε μια καταιγιστική ομιλία της το 2002 προειδοποίησε τους συναδέλφους της ότι δίχως όραμα θα καταντούσαν ένα «άσχημο κόμμα».
Η ίδια, πάντως, στόλιζε ανέκαθεν τη γυναικεία κοκεταρία της με τα έξοχα παπούτσια που φορούσε. Με γόβες λεοπάρ πριν γίνουν μόδα, ψηλοτάκουνα με διάσπαρτα διακριτικά κοσμήματα, κόκκινες σφήνες, πέδιλα ζέμπρα, μιουλ με φιδίσιο δέρμα στη σκηνή του κομματικού συνεδρίου, ακόμα και μπότες πάνω από το γόνατο, όταν ως υπουργός Εσωτερικών υποδέχτηκε τον Κορεάτη πρόεδρο, έχει καταγράψει με κομψή αυτοκυριαρχία μια αισθητική δημόσια παρέμβαση που υπερβαίνει το μέγεθος της ιματιοθήκης της, αν και αποθηκεύει τα παπούτσια της σε διάφανα πλαστικά κουτιά.
Κατά τα άλλα είναι μια πραγματίστρια γυναίκα, με υπόγεια αίσθηση του χιούμορ, που λατρεύει τους αγώνες του επαγγελματικού κρίκετ, πίνει κοκτέιλ St Clement’s, δηλαδή ανάμεικτο χυμό πορτοκαλιού και λεμονιού, της αρέσει το μαγείρεμα, δεν ψωνίζει ποτέ online προτιμώντας να σπρώχνει το καροτσάκι στα σούπερ μάρκετ της εκλογικής της περιφέρειας στο Μπερκσάιρ, έχει διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 1 και ποτέ δεν ορκίζεται. Ατού της είναι η ψύχραιμη δημόσια παρουσία της και η εσωτερική της δύναμη. Και παρότι είχε μια σχεδόν αναιμική παρουσία, αν δεν κρύφτηκε εντελώς, στην εκστρατεία υπέρ του Bremain, παραμένει δημοφιλής στα λαϊκά στρώματα που δεν εμπλέκονται με τις λέσχες τσαγιού της επίλεκτης χούφτας πολιτικών του Συντηρητικού Κόμματος. Γι’ αυτό και η ίδια προτιμά αντί να σερβίρει αφεψήματα να φωτογραφίζει με σέλφι την καθησυχαστική φιγούρα μιας επιτελικής υπουργού που μπορεί να γίνει η δεύτερη γυναίκα πρωθυπουργός της Βρετανίας.
Ο χαρισματικός ιδεολόγος
Ως βασικός αντίπαλος της Μέι προαλείφεται ο υπουργός Δικαιοσύνης Μάικλ Γκόουβ - «Γκόβι» για τους φίλους του. Εξωτερικά γοητευτικά, ευγενής και επικοινωνιακά ταλαντούχος, αλλά με αθεράπευτα βαθιά εσωτερική ασέβεια και ιδεαλιστικό ριζοσπαστισμό, που τον κάνουν να καλλιεργεί παντού εχθρούς. Πρόκειται μάλλον για κατόρθωμα για ένα τόσο προικισμένο πολιτικό στέλεχος. Είναι, ίσως, η μοίρα των χαρισματικών ιδεολόγων της Δεξιάς που τους οδηγεί να κρίνονται ως επικίνδυνοι ακόμα και μέσα στο κόμμα τους το οποίο δεν μπορεί να αποφασίσει αν είναι προνόμιο ή απλή υποχρέωση να τον έχουν μέλος.
Το υπόβαθρο, άλλωστε, του Γκόουβ δεν εντάσσεται στην παράδοση των τυπικών Τόρηδων, όχι μόνο επειδή διακρίθηκε δυναμικά στις μάχες υπέρ του Brexit. Γεννημένος στο Εδιμβούργο το 1967, η μητέρα του τον έδωσε για υιοθεσία όταν ήταν ακόμα βρέφος σε ένα ζευγάρι από το Αμπερντίν. Κοντά στους θετούς γονείς του γνώρισε τόση αγάπη, φροντίδα και έννοια για την εκπαίδευση όση πιθανόν να μην του πρόσφεραν ποτέ οι βιολογικοί του γονείς. Ο θετός πατέρας του διατηρούσε μια κληρονομική επιχείρηση συσκευασίας μπακαλιάρου και η μητέρα του ήταν βοηθός εργαστηρίου στο Πανεπιστήμιο της σκωτσέζικης πόλης τους. Μεγάλωσε σε ένα διαμέρισμα δυόμισι δωματίων μαζί με τη μικρότερη, επίσης υιοθετημένη αδερφή του, που υπέφερε από σοβαρή κώφωση. Η σεβάσμια οικογένειά του παρακολουθούσε όλες τις λειτουργίες της σκωτσέζικης εκκλησίας της περιοχής τους, από όπου ο μικρός Μάικλ άντλησε τη φλογερή του πίστη και τη χαρισματική ρητορική της Βίβλου.
Ως άριστος μαθητής, του απονεμήθηκε υποτροφία σπουδών για να ξεφύγει από την οικονομικά στριμωγμένη οικογένειά του και να απλώσει τα φτερά του. Σε αυτή την καλή τύχη της παιδικής του ηλικίας αναφέρεται συχνά για να εξηγήσει τα κίνητρά του στην πολιτική. Οχι με το ύφος της αφήγησης μιας προσωπικής ιστορίας που αποτελεί το αγαπημένο παραμυθάκι των αμερικανικών προεδρικών υποψηφίων, αλλά με την επίγνωση του ανθρώπου που τιμά τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του τονίζει ότι οι λιγότερο τυχεροί από τον ίδιο δεν είχαν παρόμοιες ευκαιρίες στη δική τους ζωή. Γι’ αυτό και ως υπουργός Παιδείας διακήρυσσε σε όλους τους τόνους ότι η εκπαίδευση αποτελεί μια γέφυρα από τη φτώχεια στις ελευθερίες. Και από το γραφείο του στο Γουάιτχολ, όπου είχε αναρτήσει εικόνες του Λένιν και του Μάλκολμ Χ, καταφερόταν εναντίον ενός εκπαιδευτικού συστήματος που έκανε σώνει και καλά «τα πλούσια, χοντρά παιδιά καλύτερα από τα φτωχά και έξυπνα παιδιά».
Αυτά για έναν Συντηρητικό που εκφραζόταν ως ακραίος ριζοσπάστης και τα έβαλε τόσο με τη γραφειοκρατία όσο και με τα συνδικάτα είχαν ως αποτέλεσμα να είναι σύντομη η θητεία του στο συγκεκριμένο υπουργείο. Για τον ίδιο όμως δεν άλλαζε τίποτε. «Οι επαναστάσεις είναι χαοτικές και τα λάθη αναπότρεπτα», έλεγε, «γι’ αυτό κινήσου γρήγορα και σπάσε αυγά».
Το αουτσάιντερ από τις λαϊκές τάξεις
Προηγουμένως, με την ακτινοβολία του αουτσάιντερ από τις λαϊκές τάξεις, σπούδασε εν μέσω της ελιτίστικης ειρωνείας των προνομιούχων συναδέλφων του Φιλολογία στην Οξφόρδη, όπου ως ενεργό μέλος του συλλόγου των Συντηρητικών φοιτητών εξελέγη πρόεδρος της φοιτητικής ένωσής της. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στη Σκωτία και ξεκίνησε στη δημοσιογραφία στον τοπικό Τύπο του Αμπερντίν. Αργότερα μετακόμισε στο Λονδίνο για να απασχοληθεί στην τηλεόραση, πριν ενταχθεί στη σύνταξη των «Times», όπου συνάντησε τη Σάρα Βάιν, με την οποία παντρεύτηκαν και έχουν δύο μικρά παιδιά, τον 10χρονο Ουίλιαμ και τη 12χρονη Μπεατρίς.
Το 2002, αφού ήδη είχε μόνιμη στήλη στην εφημερίδα και γράψει δύο βιβλία, συνίδρυσε την κεντροδεξιά πολιτική δεξαμενή σκέψης η οποία βαθμιαία έγινε κομβικό σημείο συγκέντρωσης για φιλόδοξους νέους Συντηρητικούς. Εγινε φίλος με τους πολιτικά ανερχόμενους Κάμερον και Οσμπορν, οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν από την άπταιστη για προερχόμενο από λαϊκή τάξη αγγλική άρθρωσή του και κυρίως από τις ρηξικέλευθες πολιτικές του ιδέες. Ηταν πλέον ένας ανερχόμενος αστέρας στους κύκλους των Συντηρητικών, όταν οι φίλοι του τον έπεισαν να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία για την πολιτική.
Σχεδόν χωρίς κόπο, στις εθνικές εκλογές του Μαΐου του 2005 εξελέγη βουλευτής στο Σάρεϊ Χιθ. Με τον Κάμερον ως αρχηγό του κόμματος από το 2007 έγινε σκιώδης υπουργός Παιδείας, από όπου ξεκίνησε την ασυγχώρητη για Συντηρητικό βουλευτή της αντιπολίτευσης εκστρατεία κατά της κυριαρχίας του ιδιωτικού σχολείου. «Στην Αγγλία», δήλωνε, «περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε συγκρίσιμη χώρα, όσοι γεννιούνται φτωχοί είναι πιο πιθανό να παραμείνουν φτωχοί σε όλη τους τη ζωή. Ενώ όσοι κληρονομούν τα προνόμια είναι πιο πιθανό να περάσουν όλη τους τη ζωή με αυτά. Οσοι από εμάς πιστεύουμε στην κοινωνική δικαιοσύνη αυτή η διαστρωμάτωση και ο διαχωρισμός είναι ηθικά αδικαιολόγητος», τόνιζε με τόλμη. Με πάθος και επιθετική ρητορική που ταίριαζε σε ριζοσπάστη, ούτε καν σε εκσυγχρονιστή, έκανε τα στελέχη του κόμματος να αισθάνονται άβολα.
Αφού «έσπασε τα μούτρα του» αρχικά ως υπουργός Παιδείας, δεν ησύχασε ούτε ως υπουργός Δικαιοσύνης. Η ιδιοσυγκρασία του ως πρώην κοινωνικά μειονεκτούντος και η σχεδόν μεσσιανική του αίσθηση ότι φέρει ως αυτοδημιούργητος το βάρος της ευθύνης να βοηθήσει τους μη προνομιούχος να γίνουν οι επιτυχημένοι «συντάκτες της δικής τους ιστορίας ζωής», τον ώθησε να υπερασπιστεί με μαχητικότητα την έξοδο της Βρετανίας από τη «δυναστική» Ε.Ε., κοντράροντας την επίσημη κομματική γραμμή. Στην προσωπική του ζωή καταβροχθίζει βιβλία, κυρίως, ιστορικού περιεχομένου και πολιτικές βιογραφίες και λατρεύει να συζητάει με περίτεχνες γνώσεις επί παντός του επιστητού, κοιτάζοντας στα μάτια τους συνομιλητές και ακούγοντάς τους με προσήλωση ιερέα.
Είναι άλλωστε πασίγνωστη η εντυπωσιακή ικανότητά του να απορροφά πληροφορίες και να αντλεί καθημερινή ενημέρωση σχεδόν για όλα, από τον πολιτισμό ως το ποδόσφαιρο. Αν και είχε περιορισμένο ενδιαφέρον για το άθλημα, η αγάπη του γιου του για το ποδόσφαιρο τον έκανε εμπειρογνώμονα και σε αυτό. Κατά τα άλλα, αγαπάει τον Βάγκνερ, παρακάμπτοντας τον αντισημιτισμό που συνδέεται με τα έργα της μουσικής του ιδιοφυΐας, και κάνει ετήσιο προσκύνημα στο ετήσιο φεστιβάλ προς τιμήν του συνθέτη στο Μπάιροϊτ της Βαυαρίας. Ισως ο 49χρονος Μάικλ Γκόουβ να φαντάζεται ότι υπό τους επικούς ήχους από «Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν» θα διαβεί το κατώφλι της Ντάουνινγκ Στριτ 10. Αλλωστε, το παροιμιώδες πλέον ύφος εγρήγορσης που τον διακρίνει κάνει διαρκώς φίλους και αντιπάλους να αισθάνονται άβολα, καθώς επιδιώκει να τους εξορίσει, πάντα για το καλό τους, από την άνετη ζώνη μιας μόνιμης χαλάρωσης. Ηδη με Brexit τα έχει μισοκαταφέρει.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr