Συγκλονιστική μαρτυρία από την Ιταλία: Κάτω από τόνους ερείπια κουνούσα μόνο τα δάχτυλά μου
27.08.2016
11:59
Ο 19χρονος Μάτια περιγράφει τις δραματικές ώρες μέχρι τον απεγκλωβισμό του - Οι διασώστες αναγκάζονταν να τον αφήνουν στην τύχη του την ώρα των μετασεισμών - Η μητέρα του, λίγα μέτρα πιο μακριά, ανασύρθηκε νεκρή
«Στριμωγμένος κάτω από τα ερείπια, μπορούσα να κουνήσω μόνο τα δάχτυλα και περίμενα στη σιωπή». Έτσι περιγράφει ο 19χρονος Ματία Ρεντίνα τις δραματικές ώρες που έζησε περιμένοντας τη σωτηρία του, στην πολύπαθη Πεσκάρα ντελ Τρόντε. Θαμμένος κάτω από τόνους τσιμέντου, διατήρησε την ψυχραιμία του και τελικά βγήκε νικητής. Η μητέρα του, λίγα μέτρα μακριά του δεν ήταν τόσο τυχερή.
Είναι από τις ιστορίες του φονικού σεισμού στην Ιταλία που περιγράφουν απόλυτα τι συνέβη τα ξημερώματα της περασμένης Τετάρτης: Ακόμα και στις ανθρώπινες ιστορίες που έχουν αίσιο τέλος, δεν μπορείς να χαρείς. Ο Ματία σώθηκε, κέρδισε τη ζωή, όμως σήμερα είναι αναγκασμένος να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του...
Ο σεισμός τους βρήκε στο τριώροφο σπίτι της γιαγιάς, στην Πεσκάρε ντελ Τρόντε. «Είχα βγει με τους φίλους μου και γυρίσαμε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Πήγα στο κρεβάτι μου, στο τρίτο πάτωμα του σπιτιού, και κοιμήθηκα λίγο μετά τη μία τα ξημερώματα», περιγράφει στην ιταλική εφημερίδα «Κοριέρε ντε λα Σέρα» ο έφηβος. «Ξαφνικά ένιωσα το κρεβάτι μου να βουλιάζει και να βρίσκομαι θαμμένος στο σκοτάδι. Σκέφτηκα πως είναι όνειρο, εφιάλτης, όμως όταν δεν μπόρεσα να κινηθώ κατάλαβα πως ό,τι ζούσα ήταν η πραγματικότητα», εξηγεί για τα δραματικά 20 δευτερόλεπτα που ήταν αρκετά για να πάρουν τις ζωές τουλάχιστον 284 ανθρώπων - ανάμεσά τους και η μητέρα του.
«Από τον τρίτο όροφο, βρέθηκα στο κελάρι! Είχα όμως τις αισθήσεις μου και ήμουν τυχερός, γιατί είχε δημιουργηθεί μια κλήση εκεί που βρέθηκα, που έγινε η καλύβα μου. Ένα κομμάτι τοίχου ήταν σφηνωμένο μέσα στο άλλο και με προστάτεψαν, αλλιώς δεν θα ήμουν εδώ τώρα», συνεχίζει την περιγραφή του ο Ματία. «Σκέφτηκα, "όλα καλά, τώρα θα ξυπνήσω". Στη συνέχεια, όταν είδα ότι δεν μπορούσα να κουνηθώ από το κεφάλι μέχρι τα δάχτυλα και το μόνο που μπορούσα να κουνήσω ήταν τα δάχτυλά μου, είπα "όχι, αυτή είναι η πραγματικότητα"», λέει, ενώ δεν διστάζει να παραδεχτεί πως τον κυρίευσε φόβος.
Βρήκε όμως την ψυχραιμία να σκεφτεί λογικά: «Είπα στον εαυτό μου: "Ματία, μην χάνεις περιττή ενέργεια". Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά ήταν σαν να είχα μια μάσκα στο πρόσωπό μου και ένα σφιχτό κοχύλι γύρω από το σώμα μου και το οποίο δεν μπορούσα να μετακινήσω, σαν ένα βάρος από λιωμένο κασσίτερο που ψύχεται. Πάνω από το πρόσωπό μου είχα χώρο σαν μια μπάλα του πινγκ - πονγκ. Μπορούσα να αναπνεύσω, αλλά λίγο. Μετά από μια ώρα ή δύο άκουσα κίνηση πάνω μου. Ήταν οι θείοι μου που με έψαχναν».
«"Θείε, θείε βοήθεια! Μην με αφήσεις μόνο μου", φώναξα με όλη του τη δύναμη. Πέρασε πολύς χρόνος μέχρι να μετακινήσουν τα χαλάσματα και να μπορέσω να δω φως. Τότε φώναξα ξανά: «Θείε, εδώ είμαι!"», λέει ο έφηβος περιγράφοντας πώς σώθηκε. Όταν τον βρήκαν, μπόρεσε να βγάλει το κεφάλι του στον αέρα, μέχρι να μπορέσει όμως να απελευθερωθεί από την παγίδα που του έστησε ο Εγκέλαδος, χρειάστηκαν πολλές ώρες και υπομονή, καθώς τα πόδια του είχαν άσχημα «κολλήσει» κάτω από τις πέτρες.
Είναι από τις ιστορίες του φονικού σεισμού στην Ιταλία που περιγράφουν απόλυτα τι συνέβη τα ξημερώματα της περασμένης Τετάρτης: Ακόμα και στις ανθρώπινες ιστορίες που έχουν αίσιο τέλος, δεν μπορείς να χαρείς. Ο Ματία σώθηκε, κέρδισε τη ζωή, όμως σήμερα είναι αναγκασμένος να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του...
Ο σεισμός τους βρήκε στο τριώροφο σπίτι της γιαγιάς, στην Πεσκάρε ντελ Τρόντε. «Είχα βγει με τους φίλους μου και γυρίσαμε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Πήγα στο κρεβάτι μου, στο τρίτο πάτωμα του σπιτιού, και κοιμήθηκα λίγο μετά τη μία τα ξημερώματα», περιγράφει στην ιταλική εφημερίδα «Κοριέρε ντε λα Σέρα» ο έφηβος. «Ξαφνικά ένιωσα το κρεβάτι μου να βουλιάζει και να βρίσκομαι θαμμένος στο σκοτάδι. Σκέφτηκα πως είναι όνειρο, εφιάλτης, όμως όταν δεν μπόρεσα να κινηθώ κατάλαβα πως ό,τι ζούσα ήταν η πραγματικότητα», εξηγεί για τα δραματικά 20 δευτερόλεπτα που ήταν αρκετά για να πάρουν τις ζωές τουλάχιστον 284 ανθρώπων - ανάμεσά τους και η μητέρα του.
«Από τον τρίτο όροφο, βρέθηκα στο κελάρι! Είχα όμως τις αισθήσεις μου και ήμουν τυχερός, γιατί είχε δημιουργηθεί μια κλήση εκεί που βρέθηκα, που έγινε η καλύβα μου. Ένα κομμάτι τοίχου ήταν σφηνωμένο μέσα στο άλλο και με προστάτεψαν, αλλιώς δεν θα ήμουν εδώ τώρα», συνεχίζει την περιγραφή του ο Ματία. «Σκέφτηκα, "όλα καλά, τώρα θα ξυπνήσω". Στη συνέχεια, όταν είδα ότι δεν μπορούσα να κουνηθώ από το κεφάλι μέχρι τα δάχτυλα και το μόνο που μπορούσα να κουνήσω ήταν τα δάχτυλά μου, είπα "όχι, αυτή είναι η πραγματικότητα"», λέει, ενώ δεν διστάζει να παραδεχτεί πως τον κυρίευσε φόβος.
Βρήκε όμως την ψυχραιμία να σκεφτεί λογικά: «Είπα στον εαυτό μου: "Ματία, μην χάνεις περιττή ενέργεια". Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά ήταν σαν να είχα μια μάσκα στο πρόσωπό μου και ένα σφιχτό κοχύλι γύρω από το σώμα μου και το οποίο δεν μπορούσα να μετακινήσω, σαν ένα βάρος από λιωμένο κασσίτερο που ψύχεται. Πάνω από το πρόσωπό μου είχα χώρο σαν μια μπάλα του πινγκ - πονγκ. Μπορούσα να αναπνεύσω, αλλά λίγο. Μετά από μια ώρα ή δύο άκουσα κίνηση πάνω μου. Ήταν οι θείοι μου που με έψαχναν».
«"Θείε, θείε βοήθεια! Μην με αφήσεις μόνο μου", φώναξα με όλη του τη δύναμη. Πέρασε πολύς χρόνος μέχρι να μετακινήσουν τα χαλάσματα και να μπορέσω να δω φως. Τότε φώναξα ξανά: «Θείε, εδώ είμαι!"», λέει ο έφηβος περιγράφοντας πώς σώθηκε. Όταν τον βρήκαν, μπόρεσε να βγάλει το κεφάλι του στον αέρα, μέχρι να μπορέσει όμως να απελευθερωθεί από την παγίδα που του έστησε ο Εγκέλαδος, χρειάστηκαν πολλές ώρες και υπομονή, καθώς τα πόδια του είχαν άσχημα «κολλήσει» κάτω από τις πέτρες.
«Είχα εξαντλήθεί, στο τέλος τους φώναζα να με τραβήξουν πάνω και να αφήσουν τα πόδια μου, ας μην τα είχα πια, δεν άντεχα να μείνω άλλο εκεί. Τελικά με έσωσαν, έχω και τα πόδια μου», λέει ο Ματία και στέκεται σε ακόμα μια συγκλονιστική στιγμή των δραματικών ωρών που έζησε: «Κάποια στιγμή, ένας από τους διασώστες που προσπαθούσε να με απεγκλωβίσει, μου λέει "συγγνώμη Ματία" και πήδηξε έξω από την τρύπα που ήμουνα... Το καταλαβαίνω, έκανε συνέχεια σεισμούς, φοβήθηκε για τη ζωή του. Είχαμε πάνω από μια ολόκληρη στέγη. Θα μπορούσε να τους σκοτώσει όλους. Μετά το σοκ, γύρισε πίσω και άρχισαν όλοι πάλι να σκάβουν».
«Συνέχεια η σκέψη μου ήταν στη μητέρα μου», καταλήγει το αγόρι με ραγισμένη καρδιά και το μόνο που μπορεί να προσθέσει είναι: «Η μητέρα μου ήταν παγιδευμένη εκεί κάτω μαζί μου, σε αυτή την κόλαση, τρία δωμάτια πιο κάτω». Τα τρία αυτά δωμάτια έκαναν τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr