Νew York Times: «Οι δισεκατομμυριούχοι εμφανίζονται ως σωτήρες των ΜΜΕ, αλλά ελλοχεύουν κίνδυνοι»
20.09.2018
12:26
Επιχειρηματίες στον τομέα της τεχνολογίας, μεγιστάνες χαρτοπαικτικών λεσχών και δισεκατομμυριούχοι αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου, πλέον αρπάζουν τον «έλεγχο» του Τύπου, κόβοντας απλά μία επιταγή
Πριν από ένα περίπου αιώνα, οι Αμερικανοί Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ και Τζόζεφ Πούλιτζερ, όπως και ο Χένρι Λους, κυριάρχησαν στον τομέα των μέσων ενημέρωσης. Αυτοί οι μεγιστάνες έχτισαν τις εκδοτικές τους αυτοκρατορίες και τις χρησιμοποίησαν για να εκφοβίσουν τους αντιπάλους τους, όπως γράφουν οι «New York Times», σκιαγραφώντας το σημερινό ιδιοκτησιακό καθεστώς στο χώρο των ΜΜΕ.
Η εφημερίδα αποτυπώνει το κλίμα που επικρατεί στις ΗΠΑ μεταξύ πάμπλουτων ιδιοκτητών και συντακτών, εγείροντας φόβους για «παρέμβαση» των βαρώνων των ΜΜΕ στο δημοσιογραφικό έργο.
Σήμερα, άτομα μιας νέας «χρυσής» εποχής αναλαμβάνουν και πάλι τον έλεγχο πολλών έγκριτων μέσων μαζικής ενημέρωσης. Μόνο που τώρα είναι επιχειρηματίες στον τομέα της τεχνολογίας, μεγιστάνες χαρτοπαικτικών λεσχών και δισεκατομμυριούχοι αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου, οι οποίοι αρπάζουν τον «έλεγχο» του τύπου, απλά κόβοντας μία επιταγή.
Το πιο πρόσφατο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι ο δισεκατομμυριούχος Μαρκ Μπένιοφ, ιδρυτής της εταιρείας λογισμικού «Salesforce», ο οποίος απέκτησε τον τίτλο του ιστορικού περιοδικού «Time» έναντι 190 εκατομμυρίων δολαρίων- πλήρωσε με μετρητά.
Με τη συμφωνία αυτή, ο Μαρκ Μπένιοφ προσχώρησε σε μια ελιτίστικη λέσχη των νέων βαρόνων του Τύπου όπου συγκαταλέγονται ο ιδρυτής της Amazon, Tζεφ Μπέζος, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης της εφημερίδας «The Washington Post», και η γοητευτική Λόρενς Πάουελ Τζομπς, χήρα του συνιδρυτή της Apple Στιβ Τζομπς. Η Λόρενς, επικεφαλής της εταιρείας Emerson, απέκτησε πλειοψηφικό πακέτο στο περιοδικό «The Atlantic».
Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτοί οι νέοι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ επιτυγχάνουν να δώσουν το «φιλί της ζωής» στις εκδόσεις που αγοράζουν απελευθερώνοντας την διεύθυνση από τις πιέσεις των βραχυπρόθεσμων κερδών και ταυτόχρονα διατηρώντας την συντακτική ανεξαρτησία.
Ο Τζεφ Μπέζος, για παράδειγμα, απέφυγε επιμελώς να μπλεχτεί στα... πόδια των διευθυντών και αρχισυντακτών της εφημερίδας «The Washington Post» ενισχύοντας την κυκλοφορία της.
Αλλά και η χήρα του Στιβ Τζομπς κατάφερε να αυξήσει την κυκλοφορία του περιοδικού «The Atlantic». Αποδοτικό «λίφτινγκ» έκανε και το «Βusinessweek» αφότου πέρασε στα χέρια του Μάικλ Μπλούμπεργκ.
Την ώρα που πολλά ΜΜΕ αγωνίζονται για να επιβιώσουν, η ευμάρεια ενός πλούσιου ιδιοκτήτη μπορεί να προβάλει ως θείο δώρο. Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποια πρόσφατα περιστατικά που δείχνουν ότι ορισμένοι έχουν μία «ανθυγιεινή» επιρροή στα ΜΜΕ.
«Ακόμα και οι καλοί δισεκατομμυριούχοι πρέπει να έχουν μικρότερο ρόλο στη δημόσια ζωή», επισημαίνει ο Ανάντ Γκιριντχαράντας, συγγραφέας του βιβλίου για την παγκόσμια ελίτ, υπό τον τίτλο: "Winners Take All".
Εκτός από τα ηχηρά ονόματα στον κόσμο των επιχειρήσεων, υπάρχουν και οι ντόπιοι δισεκατομμυριούχοι που είναι ιδιοκτήτες ημερησίων εφημερίδων στη Μινεάπολη, το Λας Βέγκας, το Λος Άντζελες και τη Βοστώνη.
Ο νέος ιδιοκτήτης της εφημερίδας «The Los Angeles Times», Πάτρικ Σουν Σιονγκ, ο οποίος επενδύει στο χαρτί, έχει δεσμευτεί ότι δεν θα ανακατευθεί στα...χωράφια της σύνταξης ειδήσεων.
Η εφημερίδα αποτυπώνει το κλίμα που επικρατεί στις ΗΠΑ μεταξύ πάμπλουτων ιδιοκτητών και συντακτών, εγείροντας φόβους για «παρέμβαση» των βαρώνων των ΜΜΕ στο δημοσιογραφικό έργο.
Σήμερα, άτομα μιας νέας «χρυσής» εποχής αναλαμβάνουν και πάλι τον έλεγχο πολλών έγκριτων μέσων μαζικής ενημέρωσης. Μόνο που τώρα είναι επιχειρηματίες στον τομέα της τεχνολογίας, μεγιστάνες χαρτοπαικτικών λεσχών και δισεκατομμυριούχοι αμοιβαίων κεφαλαίων κινδύνου, οι οποίοι αρπάζουν τον «έλεγχο» του τύπου, απλά κόβοντας μία επιταγή.
Το πιο πρόσφατο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι ο δισεκατομμυριούχος Μαρκ Μπένιοφ, ιδρυτής της εταιρείας λογισμικού «Salesforce», ο οποίος απέκτησε τον τίτλο του ιστορικού περιοδικού «Time» έναντι 190 εκατομμυρίων δολαρίων- πλήρωσε με μετρητά.
Με τη συμφωνία αυτή, ο Μαρκ Μπένιοφ προσχώρησε σε μια ελιτίστικη λέσχη των νέων βαρόνων του Τύπου όπου συγκαταλέγονται ο ιδρυτής της Amazon, Tζεφ Μπέζος, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης της εφημερίδας «The Washington Post», και η γοητευτική Λόρενς Πάουελ Τζομπς, χήρα του συνιδρυτή της Apple Στιβ Τζομπς. Η Λόρενς, επικεφαλής της εταιρείας Emerson, απέκτησε πλειοψηφικό πακέτο στο περιοδικό «The Atlantic».
Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτοί οι νέοι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ επιτυγχάνουν να δώσουν το «φιλί της ζωής» στις εκδόσεις που αγοράζουν απελευθερώνοντας την διεύθυνση από τις πιέσεις των βραχυπρόθεσμων κερδών και ταυτόχρονα διατηρώντας την συντακτική ανεξαρτησία.
Ο Τζεφ Μπέζος, για παράδειγμα, απέφυγε επιμελώς να μπλεχτεί στα... πόδια των διευθυντών και αρχισυντακτών της εφημερίδας «The Washington Post» ενισχύοντας την κυκλοφορία της.
Αλλά και η χήρα του Στιβ Τζομπς κατάφερε να αυξήσει την κυκλοφορία του περιοδικού «The Atlantic». Αποδοτικό «λίφτινγκ» έκανε και το «Βusinessweek» αφότου πέρασε στα χέρια του Μάικλ Μπλούμπεργκ.
Την ώρα που πολλά ΜΜΕ αγωνίζονται για να επιβιώσουν, η ευμάρεια ενός πλούσιου ιδιοκτήτη μπορεί να προβάλει ως θείο δώρο. Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποια πρόσφατα περιστατικά που δείχνουν ότι ορισμένοι έχουν μία «ανθυγιεινή» επιρροή στα ΜΜΕ.
«Ακόμα και οι καλοί δισεκατομμυριούχοι πρέπει να έχουν μικρότερο ρόλο στη δημόσια ζωή», επισημαίνει ο Ανάντ Γκιριντχαράντας, συγγραφέας του βιβλίου για την παγκόσμια ελίτ, υπό τον τίτλο: "Winners Take All".
Εκτός από τα ηχηρά ονόματα στον κόσμο των επιχειρήσεων, υπάρχουν και οι ντόπιοι δισεκατομμυριούχοι που είναι ιδιοκτήτες ημερησίων εφημερίδων στη Μινεάπολη, το Λας Βέγκας, το Λος Άντζελες και τη Βοστώνη.
Ο νέος ιδιοκτήτης της εφημερίδας «The Los Angeles Times», Πάτρικ Σουν Σιονγκ, ο οποίος επενδύει στο χαρτί, έχει δεσμευτεί ότι δεν θα ανακατευθεί στα...χωράφια της σύνταξης ειδήσεων.
Αλλά και στη Μινεσότα ένας ντόπιος επιχειρηματίας, ο Γκλεν Τέιλορ, απέσπασε επαίνους για την πορεία της εφημερίδας «The Minneapolis Star» που αγόρασε το 2014 έναντι 100 εκατομμυρίων δολαρίων.
«Η κυρία Τζομπς όπως και ο Μπέζος και πιθανόν ο Μπένιοφ κάνουν καλή δουλειά», επισημαίνει ο Κρεγκ Νιούμαρκ, ιδρυτής της Craigslist, ο οποίος πρόσφατα έκανε ένα διόλου ευκαταφρόνητο δώρο, αξίας 20 εκατομμυρίων δολαρίων στη σχολή δημοσιογραφίας «CUNY Graduate School of Journalism» και πρόσθεσε: «Οτιδήποτε βοηθά την ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι ένα καλό πράγμα».
Αλλά, όπως φαίνεται, οι νέοι ιδιοκτήτες εφημερίδων και περιοδικών μπορούν να «ρίξουν» το ηθικό των συντακτών ή γρήγορα να ανακαλύψουν ότι έχουν μικρή ανοχή σε οικονομικές απώλειες ή τις συνδικαλιστικές ενώσεις.
Όταν ο Κρις Χιουγκς, συνιδρυτής του Facebook, αγόρασε την εφημερίδα «The New Republic» πριν από έξι χρόνια, οδήγησε στην «έξοδο» πολλών δημοσιογράφων που ήταν «παλιές καραβάνες». Τελικά το πούλησε. Αλλά και ο Πίτερ Μπάρμπει, επιχειρηματίας στον κλάδο του λιανεμπορίου, αγόρασε τον τίτλο της εφημερίδας «The Village Voice» το 2015.Ενώ δεσμεύτηκε ότι θα το εκτοξεύσει, τελικά έκλεισε στα χέρια του.
"Η αγορά ενός εντύπου από έναν ντόπιο δισεκατομμυριούχο δεν είναι απαραίτητα μία πράξη φιλανθρωπίας", υπογραμμίζει ο Ρόζενστιλ και προσθέτει: "Σαφώς υπάρχουν δισεκατομμυριούχοι που αγοράζουν εκδόσεις επειδή θέλουν να επηρεάσουν τον πολιτικό λόγο στη χώρα".
Αλλά και στην εφημερίδα του Λος Αντζελες «Las Vegas Review-Journal»,την οποία αγόρασε το 2015 ο μεγιστάνας των καζίνο, ο Αμερικανοεβραίος δισεκατομμυριούχος Σέλντον Αντελσον, οι δημοσιογράφοι και οι συντάκτες ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο παρέμβασής του στην ειδησεογραφία.
Ακόμη και ο Τζον Χένρι, ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα των επενδύσεων κάνοντας μία μεγάλη περιουσία,θεωρείται καλός ιδιοκτήτης της εφημερίδας «The Boston Globe». Πρόσφατα πάντως είχε εκφράσει την απογοήτευσή του για τα οικονομικά στοιχεία των έντυπων μέσων.
"Η Globe δεν έχει βρει ισορροπία στα έσοδα και τις δαπανών - και δεν πρόκειται να συνεχίσω αυτό", δήλωσε σε συνέντευξή του τον Ιούλιο.«Αυτό είναι απογοητευτικό και οφείλεται σε συνδυασμό κακής διαχείρισης και σκληρής βιομηχανίας ", πρόσθεσε.Για μία μεγάλη περίοδο του 20ου αιώνα, οι εκδόσεις ανήκαν κατά κύριο λόγο σε ιδιωτικές εταιρείες - οι οποίες συχνά διευθύνονταν από οικογένειες όπως οι Αμερικανοί Scrippses και οι Chandlers - που είχαν ξεκινήσει μ' ένα έντυπο και στη συνέχεια επεκτάθηκαν.
Αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η διαφήμιση στο διαδίκτυο άρχισαν να απομακρύνονται από τα κέρδη της εκτύπωσης.Και τα τελευταία χρόνια, πολλές εκδοτικές αυτοκρατορίες έχουν ενοποιηθεί, άλλες έχουν πωληθεί.
Εν μέσω αυτής της αναταραχής, προέκυψε η νέα γενιά πλούσιων αγοραστών.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, που δεν είναι ικανοποιημένος με την κάλυψη των κυβερνητικής πολιτικής του από την εφημερίδα «The Washington Post», επιτέθηκε πρόσφατα στην Amazon μέσω του Twitter. Παρά το γεγονός ότι ο Μπέζος- και όχι η διεύθυνση της Amazon - έχει την ιδιοκτησία της εφημερίδας.
Ο Γουόλτερ 'Iσακσον, πρώην συντάκτης του περιοδικού «The Time», είχε δηλώσει ότι,σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, είχε πιστέψει ότι οι καλύτεροι ιδιοκτήτες εταιρειών μέσων ενημέρωσης ήταν αυτές που σχετίζονται με το χρηματιστήριο, όπου υπήρχε λιγότερη πιθανότητα να μπερδευτεί ένας πλούσιος ιδιοκτήτης. Αυτό άλλαξε, είπε, κατά τη διάρκεια της θητείας του στο χρόνο.
«Έχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι ένας μόνος ιδιοκτήτης, κυρίως ένας καλοπροαίρετος και πνευματικός άνθρωπος, είναι ότι καλύτερο σε δύσκολες στιγμές», επισημαίνει.
Από την πλευρά του ο Γκιριντχαράντας, ωστόσο, παραμένει σκεπτικός για το αν οι ιδιοκτήτες ΜΜΕ που είναι πνευματώδης και δημόσια πρόσωπα είναι οι καλύτεροι ιδιοκτήτες του ελεύθερου Τύπου.
«Ανησυχώ που οι ισχυροί κατέχουν ολιγοπώλιο στα ΜΜΕ», υποστηρίζει: "Η μόνη δύναμη που θα πρέπει να έχει ένας δισεκατομμυριούχος πάνω στο χαρτί είναι το μηδέν", προσθέτει.
«Η κυρία Τζομπς όπως και ο Μπέζος και πιθανόν ο Μπένιοφ κάνουν καλή δουλειά», επισημαίνει ο Κρεγκ Νιούμαρκ, ιδρυτής της Craigslist, ο οποίος πρόσφατα έκανε ένα διόλου ευκαταφρόνητο δώρο, αξίας 20 εκατομμυρίων δολαρίων στη σχολή δημοσιογραφίας «CUNY Graduate School of Journalism» και πρόσθεσε: «Οτιδήποτε βοηθά την ανεξάρτητη δημοσιογραφία είναι ένα καλό πράγμα».
Αλλά, όπως φαίνεται, οι νέοι ιδιοκτήτες εφημερίδων και περιοδικών μπορούν να «ρίξουν» το ηθικό των συντακτών ή γρήγορα να ανακαλύψουν ότι έχουν μικρή ανοχή σε οικονομικές απώλειες ή τις συνδικαλιστικές ενώσεις.
Όταν ο Κρις Χιουγκς, συνιδρυτής του Facebook, αγόρασε την εφημερίδα «The New Republic» πριν από έξι χρόνια, οδήγησε στην «έξοδο» πολλών δημοσιογράφων που ήταν «παλιές καραβάνες». Τελικά το πούλησε. Αλλά και ο Πίτερ Μπάρμπει, επιχειρηματίας στον κλάδο του λιανεμπορίου, αγόρασε τον τίτλο της εφημερίδας «The Village Voice» το 2015.Ενώ δεσμεύτηκε ότι θα το εκτοξεύσει, τελικά έκλεισε στα χέρια του.
"Η αγορά ενός εντύπου από έναν ντόπιο δισεκατομμυριούχο δεν είναι απαραίτητα μία πράξη φιλανθρωπίας", υπογραμμίζει ο Ρόζενστιλ και προσθέτει: "Σαφώς υπάρχουν δισεκατομμυριούχοι που αγοράζουν εκδόσεις επειδή θέλουν να επηρεάσουν τον πολιτικό λόγο στη χώρα".
Αλλά και στην εφημερίδα του Λος Αντζελες «Las Vegas Review-Journal»,την οποία αγόρασε το 2015 ο μεγιστάνας των καζίνο, ο Αμερικανοεβραίος δισεκατομμυριούχος Σέλντον Αντελσον, οι δημοσιογράφοι και οι συντάκτες ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο παρέμβασής του στην ειδησεογραφία.
Ακόμη και ο Τζον Χένρι, ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα των επενδύσεων κάνοντας μία μεγάλη περιουσία,θεωρείται καλός ιδιοκτήτης της εφημερίδας «The Boston Globe». Πρόσφατα πάντως είχε εκφράσει την απογοήτευσή του για τα οικονομικά στοιχεία των έντυπων μέσων.
"Η Globe δεν έχει βρει ισορροπία στα έσοδα και τις δαπανών - και δεν πρόκειται να συνεχίσω αυτό", δήλωσε σε συνέντευξή του τον Ιούλιο.«Αυτό είναι απογοητευτικό και οφείλεται σε συνδυασμό κακής διαχείρισης και σκληρής βιομηχανίας ", πρόσθεσε.Για μία μεγάλη περίοδο του 20ου αιώνα, οι εκδόσεις ανήκαν κατά κύριο λόγο σε ιδιωτικές εταιρείες - οι οποίες συχνά διευθύνονταν από οικογένειες όπως οι Αμερικανοί Scrippses και οι Chandlers - που είχαν ξεκινήσει μ' ένα έντυπο και στη συνέχεια επεκτάθηκαν.
Αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η διαφήμιση στο διαδίκτυο άρχισαν να απομακρύνονται από τα κέρδη της εκτύπωσης.Και τα τελευταία χρόνια, πολλές εκδοτικές αυτοκρατορίες έχουν ενοποιηθεί, άλλες έχουν πωληθεί.
Εν μέσω αυτής της αναταραχής, προέκυψε η νέα γενιά πλούσιων αγοραστών.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, που δεν είναι ικανοποιημένος με την κάλυψη των κυβερνητικής πολιτικής του από την εφημερίδα «The Washington Post», επιτέθηκε πρόσφατα στην Amazon μέσω του Twitter. Παρά το γεγονός ότι ο Μπέζος- και όχι η διεύθυνση της Amazon - έχει την ιδιοκτησία της εφημερίδας.
Ο Γουόλτερ 'Iσακσον, πρώην συντάκτης του περιοδικού «The Time», είχε δηλώσει ότι,σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, είχε πιστέψει ότι οι καλύτεροι ιδιοκτήτες εταιρειών μέσων ενημέρωσης ήταν αυτές που σχετίζονται με το χρηματιστήριο, όπου υπήρχε λιγότερη πιθανότητα να μπερδευτεί ένας πλούσιος ιδιοκτήτης. Αυτό άλλαξε, είπε, κατά τη διάρκεια της θητείας του στο χρόνο.
«Έχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι ένας μόνος ιδιοκτήτης, κυρίως ένας καλοπροαίρετος και πνευματικός άνθρωπος, είναι ότι καλύτερο σε δύσκολες στιγμές», επισημαίνει.
Από την πλευρά του ο Γκιριντχαράντας, ωστόσο, παραμένει σκεπτικός για το αν οι ιδιοκτήτες ΜΜΕ που είναι πνευματώδης και δημόσια πρόσωπα είναι οι καλύτεροι ιδιοκτήτες του ελεύθερου Τύπου.
«Ανησυχώ που οι ισχυροί κατέχουν ολιγοπώλιο στα ΜΜΕ», υποστηρίζει: "Η μόνη δύναμη που θα πρέπει να έχει ένας δισεκατομμυριούχος πάνω στο χαρτί είναι το μηδέν", προσθέτει.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr