Τζούλιαν Ασάνζ: Ήρωας της ψηφιακής εποχής ή εγωπαθής κατάσκοπος;
Τζούλιαν Ασάνζ: Ήρωας της ψηφιακής εποχής ή εγωπαθής κατάσκοπος;
Η πολυτάραχη ζωή μιας πολυσχιδούς προσωπικότητας με φανατικούς υποστηρικτές αλλά και φανατικούς πολέμιους - Η πορεία του από την εποχή που ήταν απλώς ένας χάκερ στην Αυστραλία μέχρι τη σύλληψή του στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο - Η ώρα των δικηγόρων
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Για τους υποστηρικτές του είναι ένας ήρωας της ψηφιακής εποχής που κατάφερε να δημοσιεύσει στο δημιούργημά του, τον ιστότοπο WikiLeaks, περισσότερα απόρρητα έγγραφα και αρχεία από όλα τα μέσα ενημέρωσης του πλανήτη. Για τους ισχυρότατους αντιπάλους του, πρόκειται για έναν εγωπαθή που ενδιαφέρεται μόνο για την προσωπική του προβολή, εξυπηρετώντας συμφέροντα συγκεκριμένων κρατών. Ο λόγος για τον Τζούλιαν Ασάνζ. Τον Αυστραλό ακτιβιστή που έγινε στόχος κυβερνήσεων, μυστικών υπηρεσιών, θρησκευτικών οργανισμών και μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, δημοσιεύοντας εκατοντάδες χιλιάδες απόρρητα έγγραφα, διαβαθμισμένο οπτικοακουστικό υλικό και προσωπικά αρχεία ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Η εξιστόρηση της πορείας του Τζούλιαν Ασάνζ μοιάζει με ένα ταξίδι στον χρόνο, από την πρώιμη «αθώα» εποχή του Διαδικτύου μέχρι τη στιγμή της σύλληψής του από τη Βρετανική Αστυνομία μέσα στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο όπου είχε βρει καταφύγιο επί επτά έτη, προσπαθώντας να αποφύγει την έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς αντιμετωπίζει κατηγορίες για τη δημοσίευση απόρρητου στρατιωτικού υλικού.
Ο πολυτάραχος βίος του Τζούλιαν-Πoλ Χόκινς, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, ξεκίνησε πριν από 47 έτη στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας. Η μητέρα του Κριστίν Χόκινς, κόρη συντηρητικού ακαδημαϊκού, είχε δείξει από νωρίς ενδιαφέρον για τη ζωγραφική. Σε ηλικία 17 ετών πούλησε τα λιγοστά έργα της σε μια τοπική γκαλερί και με τα χρήματα αγόρασε μια μοτοσικλέτα, έναν χάρτη και μια σκηνή. Επειτα από ένα ταξίδι περίπου 25.000 χλμ. θα βρεθεί στο Σίδνεϊ προσπαθώντας να καθιερωθεί ως ζωγράφος. Σε μια συγκέντρωση εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ γνωρίζει τον Τζον Σίπτον, έναν νεαρό διαδηλωτή και φοιτητή της αρχιτεκτονικής σχολής, με τον οποίο θα συζήσει τους επόμενους μήνες. Το ζευγάρι χώρισε ενώ η Κριστίν ήταν ήδη έγκυος στον Τζούλιαν. Ο συνιδρυτής του WikiLeaks δεν θα δει τον βιολογικό του πατέρα παρά μόνο 35 χρόνια μετά, με πρωτοβουλία του ίδιου του Τζούλιαν Ασάνζ. Μάλιστα ο ίδιος θα κατοχυρώσει αργότερα τον ιστότοπο «wikileaks.org» με το επώνυμο Σίπτον.
Οταν ο Τζούλιαν ήταν ενός έτους η μητέρα του παντρεύτηκε τον Ρίτσαρντ Ασάνζ, έναν περιφερόμενο ηθοποιό με τον οποίο δημιούργησαν έναν μικρό καλλιτεχνικό θίασο, ανεβάζοντας παραστάσεις σχεδόν σε ολόκληρη την Αυστραλία. Κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων ο Τζούλιαν θα μετακομίσει σε 50 διαφορετικές πόλεις και θα αλλάξει 37 σχολεία. «Εκείνη την εποχή πολύς κόσμος μού έλεγε ότι ήταν κρίμα που άλλαζα τόσα πολλά σχολεία. Στην πραγματικότητα μου άρεσε πάρα πολύ», θα δηλώσει ο ίδιος αρκετά χρόνια αργότερα.
Σε ηλικία 14 ετών ο Τζούλιαν ζούσε με τη μητέρα και τον ετεροθαλή αδελφό του στη Μελβούρνη, σε ένα μικρό διαμέρισμα πάνω από ένα κατάστημα ηλεκτρονικών. Εκεί θα αντικρίσει για πρώτη φορά έναν υπολογιστή Commodore 64, τον οποίο ζήτησε και έλαβε ως δώρο από τη μητέρα του. Δύο χρόνια μετά αποκτά το πρώτο του modem. Σύντομα ανακαλύπτει και τον κόσμο των χάκερ. Στα 16 του χρόνια ίδρυσε μαζί με δύο ακόμα άτομα με τα ψευδώνυμα «Trax» και «Prime Suspect» μια ομάδα η οποία εξέδιδε ένα περιοδικό με συμβουλές για το «phreaking». Πώς μπορεί δηλαδή κάποιος να εισέλθει παράνομα σε τηλεπικοινωνιακά συστήματα και να πραγματοποιεί δωρεάν κλήσεις. Το ψευδώνυμο που επέλεξε ο ίδιος ο Τζούλιαν ήταν η λατινική λέξη «Mendax», ήτοι «Ψεύτης».
Γρήγορα οι τρεις χάκερ βρήκαν έναν πιο συναρπαστικό στόχο: το σύστημα ασφαλείας του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας. «Εντοπίσαμε μια ανοιχτή πόρτα στην ασφάλεια του συστήματος και είχαμε πρόσβαση επί δύο ολόκληρα χρόνια», θα υποστηρίξει ο Ασάνζ αρκετά χρόνια μετά. Την ίδια περίοδο οι τρεις έφηβοι χάκερ αποκτούν πρόσβαση σε υπολογιστές της NASA, τηλεπικοινωνιακών οργανισμών της Αυστραλίας, του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ και μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Μέχρι το 1991 ο Ασάνζ είχε χαρακτηριστεί ως «ο ικανότερος χάκερ της Αυστραλίας». Οι αμερικανικές αρχές εντόπισαν την εισβολή στα συστήματά τους και ζήτησαν τη συνδρομή των συναδέλφων τους στην Αυστραλία.
Το βασικό πρόβλημα εκείνη την εποχή στην Αυστραλία ήταν ότι σχεδόν κανένας αστυνομικός δεν είχε όχι απλώς χρησιμοποιήσει, αλλά ούτε δει ηλεκτρονικό υπολογιστή. Εκμεταλλευόμενος αυτήν ακριβώς την αδυναμία των Αρχών, ο Ασάνζ κατάφερε να διεισδύσει στα συστήματα επικοινωνίας των Αστυνομίας, γνωρίζοντας κάθε κίνηση των Αρχών και την εξέλιξη της έρευνας για το πρόσωπό του. Πρόλαβε να καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος του ενοχοποιητικού υλικού και εγκατέλειψε έγκαιρα την οικία του, βρίσκοντας καταφύγιο στο σπίτι της 18χρονης φίλης του. Λίγους μήνες μετά ο Τζούλιαν θα γίνει για πρώτη φορά πατέρας, και το ζευγάρι θα παντρευτεί μόλις ο Ασάνζ κλείσει τα 18 του χρόνια. Λίγο καιρό μετά η σύζυγός του εγκατέλειψε τον Τζούλιαν παίρνοντας μαζί της το παιδί τους, τον μόλις 20 μηνών Ντάνιελ.
Χρειάστηκαν περισσότερο από πέντε χρόνια ώστε τελικά οι Αρχές να εντοπίσουν τον Ασάνζ. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών νοσηλεύτηκε πολλές φορές με σημάδια κατάθλιψης και πέρασε αρκετούς μήνες ως άστεγος. Το 1994 θα βρεθεί ενώπιον δικαστηρίου, αλλά λόγω του νεαρού της ηλικίας του και επειδή είχε προλάβει να καταστρέψει μέρος του ενοχοποιητικού υλικού, θα καταβάλει πρόστιμο μόλις 2.100 δολαρίων Αυστραλίας και θα αφεθεί ελεύθερος. Ως άνεργος πατέρας αναγκάστηκε να ζει με κρατικά επιδόματα, προσπαθώντας να αναπτύξει τα προσωπικά του σχέδια για το Διαδίκτυο.
Η εξιστόρηση της πορείας του Τζούλιαν Ασάνζ μοιάζει με ένα ταξίδι στον χρόνο, από την πρώιμη «αθώα» εποχή του Διαδικτύου μέχρι τη στιγμή της σύλληψής του από τη Βρετανική Αστυνομία μέσα στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο όπου είχε βρει καταφύγιο επί επτά έτη, προσπαθώντας να αποφύγει την έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς αντιμετωπίζει κατηγορίες για τη δημοσίευση απόρρητου στρατιωτικού υλικού.
Ο πολυτάραχος βίος του Τζούλιαν-Πoλ Χόκινς, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, ξεκίνησε πριν από 47 έτη στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας. Η μητέρα του Κριστίν Χόκινς, κόρη συντηρητικού ακαδημαϊκού, είχε δείξει από νωρίς ενδιαφέρον για τη ζωγραφική. Σε ηλικία 17 ετών πούλησε τα λιγοστά έργα της σε μια τοπική γκαλερί και με τα χρήματα αγόρασε μια μοτοσικλέτα, έναν χάρτη και μια σκηνή. Επειτα από ένα ταξίδι περίπου 25.000 χλμ. θα βρεθεί στο Σίδνεϊ προσπαθώντας να καθιερωθεί ως ζωγράφος. Σε μια συγκέντρωση εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ γνωρίζει τον Τζον Σίπτον, έναν νεαρό διαδηλωτή και φοιτητή της αρχιτεκτονικής σχολής, με τον οποίο θα συζήσει τους επόμενους μήνες. Το ζευγάρι χώρισε ενώ η Κριστίν ήταν ήδη έγκυος στον Τζούλιαν. Ο συνιδρυτής του WikiLeaks δεν θα δει τον βιολογικό του πατέρα παρά μόνο 35 χρόνια μετά, με πρωτοβουλία του ίδιου του Τζούλιαν Ασάνζ. Μάλιστα ο ίδιος θα κατοχυρώσει αργότερα τον ιστότοπο «wikileaks.org» με το επώνυμο Σίπτον.
Οταν ο Τζούλιαν ήταν ενός έτους η μητέρα του παντρεύτηκε τον Ρίτσαρντ Ασάνζ, έναν περιφερόμενο ηθοποιό με τον οποίο δημιούργησαν έναν μικρό καλλιτεχνικό θίασο, ανεβάζοντας παραστάσεις σχεδόν σε ολόκληρη την Αυστραλία. Κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων ο Τζούλιαν θα μετακομίσει σε 50 διαφορετικές πόλεις και θα αλλάξει 37 σχολεία. «Εκείνη την εποχή πολύς κόσμος μού έλεγε ότι ήταν κρίμα που άλλαζα τόσα πολλά σχολεία. Στην πραγματικότητα μου άρεσε πάρα πολύ», θα δηλώσει ο ίδιος αρκετά χρόνια αργότερα.
Σε ηλικία 14 ετών ο Τζούλιαν ζούσε με τη μητέρα και τον ετεροθαλή αδελφό του στη Μελβούρνη, σε ένα μικρό διαμέρισμα πάνω από ένα κατάστημα ηλεκτρονικών. Εκεί θα αντικρίσει για πρώτη φορά έναν υπολογιστή Commodore 64, τον οποίο ζήτησε και έλαβε ως δώρο από τη μητέρα του. Δύο χρόνια μετά αποκτά το πρώτο του modem. Σύντομα ανακαλύπτει και τον κόσμο των χάκερ. Στα 16 του χρόνια ίδρυσε μαζί με δύο ακόμα άτομα με τα ψευδώνυμα «Trax» και «Prime Suspect» μια ομάδα η οποία εξέδιδε ένα περιοδικό με συμβουλές για το «phreaking». Πώς μπορεί δηλαδή κάποιος να εισέλθει παράνομα σε τηλεπικοινωνιακά συστήματα και να πραγματοποιεί δωρεάν κλήσεις. Το ψευδώνυμο που επέλεξε ο ίδιος ο Τζούλιαν ήταν η λατινική λέξη «Mendax», ήτοι «Ψεύτης».
Γρήγορα οι τρεις χάκερ βρήκαν έναν πιο συναρπαστικό στόχο: το σύστημα ασφαλείας του αμερικανικού υπουργείου Αμυνας. «Εντοπίσαμε μια ανοιχτή πόρτα στην ασφάλεια του συστήματος και είχαμε πρόσβαση επί δύο ολόκληρα χρόνια», θα υποστηρίξει ο Ασάνζ αρκετά χρόνια μετά. Την ίδια περίοδο οι τρεις έφηβοι χάκερ αποκτούν πρόσβαση σε υπολογιστές της NASA, τηλεπικοινωνιακών οργανισμών της Αυστραλίας, του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ και μεγάλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Μέχρι το 1991 ο Ασάνζ είχε χαρακτηριστεί ως «ο ικανότερος χάκερ της Αυστραλίας». Οι αμερικανικές αρχές εντόπισαν την εισβολή στα συστήματά τους και ζήτησαν τη συνδρομή των συναδέλφων τους στην Αυστραλία.
Το βασικό πρόβλημα εκείνη την εποχή στην Αυστραλία ήταν ότι σχεδόν κανένας αστυνομικός δεν είχε όχι απλώς χρησιμοποιήσει, αλλά ούτε δει ηλεκτρονικό υπολογιστή. Εκμεταλλευόμενος αυτήν ακριβώς την αδυναμία των Αρχών, ο Ασάνζ κατάφερε να διεισδύσει στα συστήματα επικοινωνίας των Αστυνομίας, γνωρίζοντας κάθε κίνηση των Αρχών και την εξέλιξη της έρευνας για το πρόσωπό του. Πρόλαβε να καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος του ενοχοποιητικού υλικού και εγκατέλειψε έγκαιρα την οικία του, βρίσκοντας καταφύγιο στο σπίτι της 18χρονης φίλης του. Λίγους μήνες μετά ο Τζούλιαν θα γίνει για πρώτη φορά πατέρας, και το ζευγάρι θα παντρευτεί μόλις ο Ασάνζ κλείσει τα 18 του χρόνια. Λίγο καιρό μετά η σύζυγός του εγκατέλειψε τον Τζούλιαν παίρνοντας μαζί της το παιδί τους, τον μόλις 20 μηνών Ντάνιελ.
Χρειάστηκαν περισσότερο από πέντε χρόνια ώστε τελικά οι Αρχές να εντοπίσουν τον Ασάνζ. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών νοσηλεύτηκε πολλές φορές με σημάδια κατάθλιψης και πέρασε αρκετούς μήνες ως άστεγος. Το 1994 θα βρεθεί ενώπιον δικαστηρίου, αλλά λόγω του νεαρού της ηλικίας του και επειδή είχε προλάβει να καταστρέψει μέρος του ενοχοποιητικού υλικού, θα καταβάλει πρόστιμο μόλις 2.100 δολαρίων Αυστραλίας και θα αφεθεί ελεύθερος. Ως άνεργος πατέρας αναγκάστηκε να ζει με κρατικά επιδόματα, προσπαθώντας να αναπτύξει τα προσωπικά του σχέδια για το Διαδίκτυο.
Το 2006 ο Τζούλιαν Ασάνζ είχε ήδη αναπτύξει την ιδέα του για τη δημιουργία του WikiLeaks. Τα επόμενα χρόνια θα ταξιδέψει σε δεκάδες χώρες του κόσμου, αναζητώντας συνεργάτες. Τον Δεκέμβριο του 2007 θα βρεθεί στο Ναΐρόμπι της Κένυας, όπου διεξήχθη το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. Στη χώρα αυτή θα υπογραφεί η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του WikiLeaks. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο από την άφιξή του, ο Ασάνζ πήρε στα χέρια του μια έκθεση που αποκάλυπτε το χρονικό της διασπάθισης κρατικών πόρων από το περιβάλλον του Κενυάτη πρώην ηγέτη, Ντάνιελ Αράπ Μόι, με δίκτυα μυστικών διαπιστευμάτων και λογαριασμών, σε περισσότερες από 30 χώρες. Η δημοσιοποίηση του γεγονότος από το WikiLeaks προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις.
Μέχρι το 2010 θα ταξιδέψει από την Τανζανία και την Αίγυπτο μέχρι τη Γερμανία και τη Μαλαισία χρησιμοποιώντας μόνο μετρητά για τις πληρωμές του. Στις 30 Μαρτίου του 2010 θα πραγματοποιήσει το πιο καθοριστικό ταξίδι. Τις πρώτες πρωινές ώρες εκείνης της ημέρας, ένας ψηλόλιγνος άνδρας με μαλλιά στο χρώμα της πλατίνας εμφανίστηκε σε ένα υπό ενοικίαση σπίτι στην οδό Γκρεντισκάτα, έναν μικρό δρόμο στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας. Συνοδευόμενος από δύο ακόμα ανθρώπους, δήλωσε στη σπιτονοικοκυρά ότι είναι δημοσιογράφος και βρέθηκε στη χώρα για να καλύψει τις συνέπειες της έκρηξης του ηφαιστείου.
Μόλις αποχώρησε εκείνη, οι πόρτες και τα παράθυρα σφραγίστηκαν και μέσα σε ελάχιστη ώρα ακτιβιστές και χάκερ από την Ισλανδία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχαν γεμίσει το σπίτι. Στο «καταφύγιο», όπως ονομάστηκε το διαμέρισμα στο Ρέικιαβικ, στήθηκαν δώδεκα υπολογιστές και η ομάδα των χάκερ υπό την καθοδήγηση του Ασάνζ έθεσε σε εφαρμογή το «Σχέδιο Β». Την ανάλυση, επεξεργασία και δημοσίευση ενός βίντεο διάρκειας 38 λεπτών που είχε μαγνητοσκοπηθεί από το πιλοτήριο ενός αμερικανικού στρατιωτικού ελικοπτέρου Apache στο Ιράκ το 2007 και έδειχνε Αμερικανούς στρατιώτες να ανοίγουν πυρ και να σκοτώνουν εν ψυχρώ πολίτες, ανάμεσά τους και δύο δημοσιογράφους του πρακτορείου Reuters. O Ασάνζ ήθελε να σιγουρευτεί ότι άπαξ και το βίντεο αναρτηθεί στο Διαδίκτυο θα ήταν αδύνατη η αφαίρεσή του. Γι’ αυτόν τον σκοπό το WikiLeaks χρησιμοποίησε περισσότερους από 20 servers σε ολόκληρο τον κόσμο.
Λίγους μόνο μήνες μετά ξεκίνησαν οι πρώτες περιπέτειες. Στις 11 Αυγούστου ο Ασάνζ θα βρεθεί στη Σουηδία για ένα συνέδριο που διοργάνωσε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του θα συνευρεθεί σεξουαλικά με δύο γυναίκες. Μία εβδομάδα αργότερα θα ζητήσει άδεια παραμονής στη χώρα θέλοντας να δημιουργήσει μια βάση του WikiLeaks εξαιτίας του σουηδικού νομικού πλαισίου που προστατεύει τους πληροφοριοδότες. Στις 20 του ίδιου μήνα η Εισαγγελία της χώρας εκδίδει ένταλμα σύλληψης του Ασάνζ μετά τις κατηγορίες των δύο γυναικών για βιασμό και σεξουαλική κακοποίηση. Παρόλο που αρχικώς η Εισαγγελία ανακοίνωσε ότι δεν βρέθηκαν ικανοποιητικά στοιχεία, στις 20 Νοεμβρίου εκδίδεται διεθνές ένταλμα.
Ο Τζούλιαν Ασάνζ ευρισκόμενος ήδη στο Λονδίνο προσπαθεί να αποτρέψει την έκδοσή του στη Σουηδία και απευθύνεται στα δικαστήρια της βρετανικής πρωτεύουσας υποστηρίζοντας ότι οι Αρχές στη Στοκχόλμη δεν θα του εγγυηθούν μια «δίκαιη δίκη». Ωστόσο το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας διέταξε την έκδοσή του και λίγες ημέρες αργότερα ζήτησε και πήρε πολιτικό άσυλο από τον Ισημερινό.
Επί επτά ολόκληρα χρόνια ένας χώρος περίπου 30 τ.μ. εντός της πρεσβείας του Ισημερινού θα γίνει το σπίτι του αμφιλεγόμενου Αυστραλού. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα θα συναντηθεί με διάφορες προσωπικότητες που εξέφρασαν την υποστήριξή τους, όπως ο Νάιτζελ Φαράζ, η ηθοποιός και ακτιβίστρια Πάμελα Αντερσον, η σχεδιάστρια μόδας Βίβιαν Γουέστγουντ. Ανθρωποι που πέρασαν χρόνο μαζί του εντός της πρεσβείας περιγράφουν έναν εξαιρετικά δύσκολο άνθρωπο, ο οποίος δεν έχει καθόλου καλή σχέση με την καθαριότητα και την προσωπική υγιεινή.
Οι εικόνες από την αναμενόμενη -μετά την πολιτική αλλαγή στον Ισημερινό- σύλληψη εντός της πρεσβείας της χώρας στο Λονδίνο και η πιθανότητα να εκδοθεί στις ΗΠΑ αποτελούν ένα ακόμα επεισόδιο στον πολυτάραχο βίο μιας πολυσχιδούς προσωπικότητας που έχει φανατικούς υποστηρικτές και ακόμα πιο φανατικούς πολέμιους.
Ο πρώην δικαστής Μπαλτάσαρ Γκαρθόν που κατάφερε την έκδοση του Χιλιανού δικτάτορα Πινοσέτ και η δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Τζένιφερ Ρόμπινσον είναι δύο από τους νομικούς που ανέλαβαν την υπεράσπιση του Ασάνζ
Τζένιφερ Ρόμπινσον: Η Αυστραλή δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Μαχητική δικηγόρος που εδώ και χρόνια παρέχει νομική προστασία στους ακτιβιστές από τη Δυτική Παπούα, στο ίδρυμα «Bertha Foundation» αλλά και φίλη της Αμάλ Κλούνεϊ, η γοητευτική Τζένιφερ Ρόμπινσον είναι μέλος της νομικής ομάδας που υπερασπίζεται τον Τζούλιαν Ασάνζ και το WikiLeaks.
Για τη Ρόμπινσον «ο άνθρωπος με το σακίδιο», όπως αποκαλεί τον πελάτη της Τζούλιαν Ασάνζ, είναι ένα από τα προσωπα που την εμπνέουν. Ο λόγος; Επέλεξε να πολεμήσει μόνος του ένα ολόκληρο σύστημα: κυβερνήσεις, μυστικές υπηρεσίες, πολυεθνικές εταιρείες ρισκάροντας τα πάντα. «Οταν βλέπεις τέτοιους ανθρώπους δεν μπορείς να μένεις θεατής για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο», λέει η ίδια.
Ο Ασάνζ την προσέγγισε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2010, περίπου δύο μήνες προτού ο ιστότοπος WikiLeaks δημοσιεύσει τα αρχεία του πολέμου στο Ιράκ. Η 38χρονη Ρόμπινσον υποστηρίζει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα έπρεπε να τον αφήσει αμέσως ελεύθερο και να καταβάλει αποζημίωση για το χρονικό διάστημα που παρέμεινε στην πρεσβεία αφού παραβιάστηκε το δικαίωμά του της προσωπικής ελευθερίας.
Η ίδια θεωρεί τον εαυτό της προνομιούχο που ασχολείται με την υπόθεση «WikilLeaks», μία από τις σημαντικότερες νομικές υποθέσεις την τελευταία δεκαετία. Ως νομικός που ασχολείται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και μάχεται για την ελευθερία του λόγου, δηλώνει ρητά όπου κι αν βρίσκεται: «Πρέπει να υπερασπιστούμε το WikiLeaks και τον Τζούλιαν Ασάνζ».
Η Ρόμπινσον φοίτησε σε δημόσιο σχολείο στη νότια ακτή της Νέας Νότιας Ουαλίας και στη συνέχεια στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας. Κέρδισε υποτροφία στην Οξφόρδη, κάτι που άλλαξε ριζικά τη ζωή της. Μέσω της δουλειάς της ως δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων γνώρισε την Αμάλ Κλούνεϊ, η οποία, όπως λέει η ίδια, είναι στενή της φίλη. Μάλιστα στον γάμο του ζεύγους Κλούνεϊ ήταν παράνυμφος. Το 2011 ανέλαβε τη διεύθυνση του προγράμματος νομικής συμβουλευτικής στο ίδρυμα «Bertha Foundation» με στόχο την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του δημόσιου συμφέροντος.
Η Τζένιφερ Ρόμπινσον είναι ένας άνθρωπος με πάθος, απεριόριστα περίεργη και αιωνίως αισιόδοξη, όπως λένε για την ίδια οι φίλοι της. Κάνει σέρφινγκ, ακούει Κάιλι Μινόγκ, της αρέσει να λέει ανέκδοτα και έχει αδυναμία στο κόκκινο κρασί.
Σε ερώτηση δημοσιογράφου τι θα ήθελε να κάνει στη ζωή της εάν δεν ήταν δικηγόρος, η Ρόμπινσον δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι παθιάζεται με δύο πράγματα: την ερευνητική δημοσιογραφία και τη σκηνοθεσία ντοκιμαντέρ.
Μπαλτάσαρ Γκαρθόν: Ο Δον Κιχώτης της ισπανικής Δικαιοσύνης
Αδέκαστος, επίμονος και διερευνητικός, ο πρώην δικαστής Μπαλτάσαρ Γκαρθόν είναι αυτός που συντονίζει την αμυντική γραμμή του Τζούλιαν Ασάνζ.
Ο Γκαρθόν αποτελεί εμβληματική φιγούρα για την Ισπανία, καθως έχει προταθεί από τους συμπατριώτες του για Νόμπελ Ειρήνης, είναι δε παγκοσμίως γνωστός από τις σταυροφορίες του ενάντια σε δικτάτορες όπως ο Αουγκούστο Πινοσέτ και ο Φρανθίσκο Φράνκο.
Το 1998 κατάφερε να πετύχει την έκδοση από τη Βρετανία του στρατηγού Πινοσέτ, ενώ ήταν αυτός που ξεκίνησε την έρευνα για την τύχη 114.000 ανθρώπων που εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο (1939-1975) και τους οποίους χαρακτήριζε ανοιχτά «θύματα εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας». Αναψηλάφησε δίκες, αναζήτησε μαρτυρίες και διέταξε το άνοιγμα 19 ομαδικών τάφων με αποτέλεσμα να βρεθεί κατηγορούμενος για παράβαση καθήκοντος. Αναγκάστηκε όμως να σταματήσει την έρευνα καθώς οι εισαγγελικές αρχές τού επισήμαναν ότι το 1977 δόθηκε γενική αμνηστία στους υπεύθυνους των εγκλημάτων αυτών και επομένως δεν είναι δυνατόν να διωχθούν για πράξεις που εγιναν πριν από το 1975. Ωστόσο ο Γκαρθόν επέμεινε και το ζήτημα της δικαίωσης των θυμάτων του φρανκισμού παραμένει ανοιχτό. Το 2009 προσπάθησε να κινήσει μια έρευνα για πιθανούς βασανισμούς κρατουμένων στη φυλακή-κολαστήριο του Γκουαντάναμο, την οποία Αμερικανοί και Ισπανοί αξιωματούχοι τον ανάγκασαν να τη σταματήσει, όπως αποκάλυψε κατόπιν το WikiLeaks.
Τον Μάιο του 2010 ο Γκαρθόν καταδικάστηκε επειδή οργάνωσε την υποκλοπή των συνομιλιών μεταξύ κρατούμενων υπόπτων και των δικηγόρων τους σε μία έρευνα για σκάνδαλο διαφθοράς, στο οποίο εμπλεκόταν το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (PP) της Ισπανίας.
Διετέλεσε για μικρό διάστημα -τη δεκαετία του 1990-υπουργός σε κυβέρνηση των Σοσιαλιστών, ενώ σήμερα εργάζεται ως σύμβουλος στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης. Το 2012 είχε δηλώσει ότι θα προσφύγει στη Χάγη εάν το Λονδίνο αρνηθεί να δώσει στον Αυστραλό ιδρυτή του ιστότοπου «WikiLeaks» πελάτη του άδεια ασφαλούς διέλευσης προκειμένου να φύγει στον Ισημερινό. Ο Mπαλτάσαρ Γκαρθόν Ρεάλ γεννήθηκε το 1955 στην πόλη Tόρες της επαρχίας Χαέν. Είναι το δεύτερο από τα πέντε παιδιά μιας αγροτικής οικογένειας. Διέκοψε τις εκκλησιαστικές σπουδές όταν η οικογένειά του μετακόμισε στη Σεβίλλη και σπούδασε νομικά στην πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας, όπου και αποφοίτησε το 1979. Η δικαστική του καριέρα άρχισε τον Φεβρουάριο του 1981 στο δικαστήριο του Βαλβέρδε ντελ Καμίνο στην επαρχία της Ουέλβα. Είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά.
Μέχρι το 2010 θα ταξιδέψει από την Τανζανία και την Αίγυπτο μέχρι τη Γερμανία και τη Μαλαισία χρησιμοποιώντας μόνο μετρητά για τις πληρωμές του. Στις 30 Μαρτίου του 2010 θα πραγματοποιήσει το πιο καθοριστικό ταξίδι. Τις πρώτες πρωινές ώρες εκείνης της ημέρας, ένας ψηλόλιγνος άνδρας με μαλλιά στο χρώμα της πλατίνας εμφανίστηκε σε ένα υπό ενοικίαση σπίτι στην οδό Γκρεντισκάτα, έναν μικρό δρόμο στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας. Συνοδευόμενος από δύο ακόμα ανθρώπους, δήλωσε στη σπιτονοικοκυρά ότι είναι δημοσιογράφος και βρέθηκε στη χώρα για να καλύψει τις συνέπειες της έκρηξης του ηφαιστείου.
Μόλις αποχώρησε εκείνη, οι πόρτες και τα παράθυρα σφραγίστηκαν και μέσα σε ελάχιστη ώρα ακτιβιστές και χάκερ από την Ισλανδία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχαν γεμίσει το σπίτι. Στο «καταφύγιο», όπως ονομάστηκε το διαμέρισμα στο Ρέικιαβικ, στήθηκαν δώδεκα υπολογιστές και η ομάδα των χάκερ υπό την καθοδήγηση του Ασάνζ έθεσε σε εφαρμογή το «Σχέδιο Β». Την ανάλυση, επεξεργασία και δημοσίευση ενός βίντεο διάρκειας 38 λεπτών που είχε μαγνητοσκοπηθεί από το πιλοτήριο ενός αμερικανικού στρατιωτικού ελικοπτέρου Apache στο Ιράκ το 2007 και έδειχνε Αμερικανούς στρατιώτες να ανοίγουν πυρ και να σκοτώνουν εν ψυχρώ πολίτες, ανάμεσά τους και δύο δημοσιογράφους του πρακτορείου Reuters. O Ασάνζ ήθελε να σιγουρευτεί ότι άπαξ και το βίντεο αναρτηθεί στο Διαδίκτυο θα ήταν αδύνατη η αφαίρεσή του. Γι’ αυτόν τον σκοπό το WikiLeaks χρησιμοποίησε περισσότερους από 20 servers σε ολόκληρο τον κόσμο.
Λίγους μόνο μήνες μετά ξεκίνησαν οι πρώτες περιπέτειες. Στις 11 Αυγούστου ο Ασάνζ θα βρεθεί στη Σουηδία για ένα συνέδριο που διοργάνωσε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του θα συνευρεθεί σεξουαλικά με δύο γυναίκες. Μία εβδομάδα αργότερα θα ζητήσει άδεια παραμονής στη χώρα θέλοντας να δημιουργήσει μια βάση του WikiLeaks εξαιτίας του σουηδικού νομικού πλαισίου που προστατεύει τους πληροφοριοδότες. Στις 20 του ίδιου μήνα η Εισαγγελία της χώρας εκδίδει ένταλμα σύλληψης του Ασάνζ μετά τις κατηγορίες των δύο γυναικών για βιασμό και σεξουαλική κακοποίηση. Παρόλο που αρχικώς η Εισαγγελία ανακοίνωσε ότι δεν βρέθηκαν ικανοποιητικά στοιχεία, στις 20 Νοεμβρίου εκδίδεται διεθνές ένταλμα.
Ο Τζούλιαν Ασάνζ ευρισκόμενος ήδη στο Λονδίνο προσπαθεί να αποτρέψει την έκδοσή του στη Σουηδία και απευθύνεται στα δικαστήρια της βρετανικής πρωτεύουσας υποστηρίζοντας ότι οι Αρχές στη Στοκχόλμη δεν θα του εγγυηθούν μια «δίκαιη δίκη». Ωστόσο το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας διέταξε την έκδοσή του και λίγες ημέρες αργότερα ζήτησε και πήρε πολιτικό άσυλο από τον Ισημερινό.
Επί επτά ολόκληρα χρόνια ένας χώρος περίπου 30 τ.μ. εντός της πρεσβείας του Ισημερινού θα γίνει το σπίτι του αμφιλεγόμενου Αυστραλού. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα θα συναντηθεί με διάφορες προσωπικότητες που εξέφρασαν την υποστήριξή τους, όπως ο Νάιτζελ Φαράζ, η ηθοποιός και ακτιβίστρια Πάμελα Αντερσον, η σχεδιάστρια μόδας Βίβιαν Γουέστγουντ. Ανθρωποι που πέρασαν χρόνο μαζί του εντός της πρεσβείας περιγράφουν έναν εξαιρετικά δύσκολο άνθρωπο, ο οποίος δεν έχει καθόλου καλή σχέση με την καθαριότητα και την προσωπική υγιεινή.
Οι εικόνες από την αναμενόμενη -μετά την πολιτική αλλαγή στον Ισημερινό- σύλληψη εντός της πρεσβείας της χώρας στο Λονδίνο και η πιθανότητα να εκδοθεί στις ΗΠΑ αποτελούν ένα ακόμα επεισόδιο στον πολυτάραχο βίο μιας πολυσχιδούς προσωπικότητας που έχει φανατικούς υποστηρικτές και ακόμα πιο φανατικούς πολέμιους.
Επί επτά ολόκληρα χρόνια ένας χώρος περίπου 30 τ.µ. εντός της πρεσβείας του Ισηµερινού θα γίνει το σπίτι του αµφιλεγόµενου Αυστραλού. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστηµα θα συναντηθεί µε διάφορες προσωπικότητες που εξέφρασαν την υποστήριξή τους, όπως ο Νάιτζελ Φαράζ, η ηθοποιός και ακτιβίστρια Πάµελα Αντερσον, η σχεδιάστρια µόδας Βίβιαν Γουέστγουντ. Ανθρωποι που πέρασαν χρόνο µαζί του εντός της πρεσβείας τον περιγράφουν ως έναν εξαιρετικά δύσκολο άνθρωπο, ο οποίος δεν έχει καθόλου καλή σχέση µε την καθαριότητα και την προσωπική υγιεινή
Η ώρα των δικηγόρων
Ο πρώην δικαστής Μπαλτάσαρ Γκαρθόν που κατάφερε την έκδοση του Χιλιανού δικτάτορα Πινοσέτ και η δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Τζένιφερ Ρόμπινσον είναι δύο από τους νομικούς που ανέλαβαν την υπεράσπιση του Ασάνζ
Τζένιφερ Ρόμπινσον: Η Αυστραλή δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Μαχητική δικηγόρος που εδώ και χρόνια παρέχει νομική προστασία στους ακτιβιστές από τη Δυτική Παπούα, στο ίδρυμα «Bertha Foundation» αλλά και φίλη της Αμάλ Κλούνεϊ, η γοητευτική Τζένιφερ Ρόμπινσον είναι μέλος της νομικής ομάδας που υπερασπίζεται τον Τζούλιαν Ασάνζ και το WikiLeaks.
Για τη Ρόμπινσον «ο άνθρωπος με το σακίδιο», όπως αποκαλεί τον πελάτη της Τζούλιαν Ασάνζ, είναι ένα από τα προσωπα που την εμπνέουν. Ο λόγος; Επέλεξε να πολεμήσει μόνος του ένα ολόκληρο σύστημα: κυβερνήσεις, μυστικές υπηρεσίες, πολυεθνικές εταιρείες ρισκάροντας τα πάντα. «Οταν βλέπεις τέτοιους ανθρώπους δεν μπορείς να μένεις θεατής για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο», λέει η ίδια.
Ο Ασάνζ την προσέγγισε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2010, περίπου δύο μήνες προτού ο ιστότοπος WikiLeaks δημοσιεύσει τα αρχεία του πολέμου στο Ιράκ. Η 38χρονη Ρόμπινσον υποστηρίζει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα έπρεπε να τον αφήσει αμέσως ελεύθερο και να καταβάλει αποζημίωση για το χρονικό διάστημα που παρέμεινε στην πρεσβεία αφού παραβιάστηκε το δικαίωμά του της προσωπικής ελευθερίας.
Η ίδια θεωρεί τον εαυτό της προνομιούχο που ασχολείται με την υπόθεση «WikilLeaks», μία από τις σημαντικότερες νομικές υποθέσεις την τελευταία δεκαετία. Ως νομικός που ασχολείται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και μάχεται για την ελευθερία του λόγου, δηλώνει ρητά όπου κι αν βρίσκεται: «Πρέπει να υπερασπιστούμε το WikiLeaks και τον Τζούλιαν Ασάνζ».
Η Ρόμπινσον φοίτησε σε δημόσιο σχολείο στη νότια ακτή της Νέας Νότιας Ουαλίας και στη συνέχεια στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας. Κέρδισε υποτροφία στην Οξφόρδη, κάτι που άλλαξε ριζικά τη ζωή της. Μέσω της δουλειάς της ως δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων γνώρισε την Αμάλ Κλούνεϊ, η οποία, όπως λέει η ίδια, είναι στενή της φίλη. Μάλιστα στον γάμο του ζεύγους Κλούνεϊ ήταν παράνυμφος. Το 2011 ανέλαβε τη διεύθυνση του προγράμματος νομικής συμβουλευτικής στο ίδρυμα «Bertha Foundation» με στόχο την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του δημόσιου συμφέροντος.
Η Τζένιφερ Ρόμπινσον είναι ένας άνθρωπος με πάθος, απεριόριστα περίεργη και αιωνίως αισιόδοξη, όπως λένε για την ίδια οι φίλοι της. Κάνει σέρφινγκ, ακούει Κάιλι Μινόγκ, της αρέσει να λέει ανέκδοτα και έχει αδυναμία στο κόκκινο κρασί.
Σε ερώτηση δημοσιογράφου τι θα ήθελε να κάνει στη ζωή της εάν δεν ήταν δικηγόρος, η Ρόμπινσον δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι παθιάζεται με δύο πράγματα: την ερευνητική δημοσιογραφία και τη σκηνοθεσία ντοκιμαντέρ.
Μπαλτάσαρ Γκαρθόν: Ο Δον Κιχώτης της ισπανικής Δικαιοσύνης
Αδέκαστος, επίμονος και διερευνητικός, ο πρώην δικαστής Μπαλτάσαρ Γκαρθόν είναι αυτός που συντονίζει την αμυντική γραμμή του Τζούλιαν Ασάνζ.
Ο Γκαρθόν αποτελεί εμβληματική φιγούρα για την Ισπανία, καθως έχει προταθεί από τους συμπατριώτες του για Νόμπελ Ειρήνης, είναι δε παγκοσμίως γνωστός από τις σταυροφορίες του ενάντια σε δικτάτορες όπως ο Αουγκούστο Πινοσέτ και ο Φρανθίσκο Φράνκο.
Το 1998 κατάφερε να πετύχει την έκδοση από τη Βρετανία του στρατηγού Πινοσέτ, ενώ ήταν αυτός που ξεκίνησε την έρευνα για την τύχη 114.000 ανθρώπων που εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Φράνκο (1939-1975) και τους οποίους χαρακτήριζε ανοιχτά «θύματα εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας». Αναψηλάφησε δίκες, αναζήτησε μαρτυρίες και διέταξε το άνοιγμα 19 ομαδικών τάφων με αποτέλεσμα να βρεθεί κατηγορούμενος για παράβαση καθήκοντος. Αναγκάστηκε όμως να σταματήσει την έρευνα καθώς οι εισαγγελικές αρχές τού επισήμαναν ότι το 1977 δόθηκε γενική αμνηστία στους υπεύθυνους των εγκλημάτων αυτών και επομένως δεν είναι δυνατόν να διωχθούν για πράξεις που εγιναν πριν από το 1975. Ωστόσο ο Γκαρθόν επέμεινε και το ζήτημα της δικαίωσης των θυμάτων του φρανκισμού παραμένει ανοιχτό. Το 2009 προσπάθησε να κινήσει μια έρευνα για πιθανούς βασανισμούς κρατουμένων στη φυλακή-κολαστήριο του Γκουαντάναμο, την οποία Αμερικανοί και Ισπανοί αξιωματούχοι τον ανάγκασαν να τη σταματήσει, όπως αποκάλυψε κατόπιν το WikiLeaks.
Τον Μάιο του 2010 ο Γκαρθόν καταδικάστηκε επειδή οργάνωσε την υποκλοπή των συνομιλιών μεταξύ κρατούμενων υπόπτων και των δικηγόρων τους σε μία έρευνα για σκάνδαλο διαφθοράς, στο οποίο εμπλεκόταν το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (PP) της Ισπανίας.
Διετέλεσε για μικρό διάστημα -τη δεκαετία του 1990-υπουργός σε κυβέρνηση των Σοσιαλιστών, ενώ σήμερα εργάζεται ως σύμβουλος στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης. Το 2012 είχε δηλώσει ότι θα προσφύγει στη Χάγη εάν το Λονδίνο αρνηθεί να δώσει στον Αυστραλό ιδρυτή του ιστότοπου «WikiLeaks» πελάτη του άδεια ασφαλούς διέλευσης προκειμένου να φύγει στον Ισημερινό. Ο Mπαλτάσαρ Γκαρθόν Ρεάλ γεννήθηκε το 1955 στην πόλη Tόρες της επαρχίας Χαέν. Είναι το δεύτερο από τα πέντε παιδιά μιας αγροτικής οικογένειας. Διέκοψε τις εκκλησιαστικές σπουδές όταν η οικογένειά του μετακόμισε στη Σεβίλλη και σπούδασε νομικά στην πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας, όπου και αποφοίτησε το 1979. Η δικαστική του καριέρα άρχισε τον Φεβρουάριο του 1981 στο δικαστήριο του Βαλβέρδε ντελ Καμίνο στην επαρχία της Ουέλβα. Είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα